
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 251 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 251/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σωτηρία Κοσμά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. χήρας Ι. Ν., το γένος Ι. και Ε. Γ., κατοίκου ..., 2) Θ. Ν. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ζήση Σαμαρά, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-1-2019 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 7-5-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι)Με την από 27-5-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η κατά την τακτική διαδικασία και κατ' αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από 18-11-2019(αριθμ. καταθ. ...) έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που είχε κάνει δεκτή την από 30-1-2019 (αριθμ.καταθ. ...) αγωγή των εναγόντων-αναιρεσίβλητων περί αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ) Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3, 9, 12, 13, 19, 30, 34, 49, 68, 71, 78 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7ης Ραμαζάν 1274, τα ακίνητα κτήματα διακρίνονται: α) σε ιδιόκτητα (μούλκια), τα οποία έχουν στην πλήρη και απόλυτη κυριότητα τους αυτοί που τα εξουσιάζουν β) στα δημόσια (μιριγιέ) στα οποία περιλαμβάνονται τα χωράφια, οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων), οι λειμώνες (τσάιρια), τα δάση, καθώς επίσης και τα μέρη στα οποία υπάρχουν δένδρα, που δεν τα φυτεύει κανένας γ) στα αφιερωμένα σε έναν ευαγή σκοπό (μεβκουφέ) δ) στα εγκαταλειμμένα και ε) στα νεκρά. Η κυριότητα των δημοσίων γαιών ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο. Η παραχώρηση στους ιδιώτες των παραπάνω ακινήτων, τα οποία αποτελούν την κατηγορία των δημοσίων γαιών γινόταν με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται "ταπί", το οποίο φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου και αποτελούσε τίτλο αναγνωριστικό έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της για κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης. Η παραχώρηση αυτή δεν προσπόριζε στον ιδιώτη εμπράγματο δικαίωμα (κυριότητα) αλλά μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), περιεχόμενο του οποίου ήταν ορισμένη ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους, που αναφερόταν στον τίτλο. Μόνο δε για τις καλλιεργήσιμες δημόσιες γαίες αρκούσε η συνεχής και ανεμπόδιστη κατοχή και καλλιέργειά τους επί δεκαετία για την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης εγκατάστασης, ισοδύναμης προς εκείνο της διηνεκούς εξουσίασης όχι όμως και για τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τα λειβάδια για την εξουσίαση των οποίων ήταν αναγκαία η έκδοση ταπίου. Έτσι, η παραχώρηση σε ιδιώτες ακινήτων της κατηγορίας των δημοσίων γαιών με άλλον τρόπο, πλην της χορηγήσεως ταπίου ήταν ανίσχυρη και δεν μπορούσε να προσπορίσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως σ' αυτούς, πολύ περισσότερο δε να καταλύσει την κυριότητα του δημοσίου και να δημιουργήσει κυριότητα του ιδιώτη. Τέτοια κατάλυση της κυριότητας του δημοσίου και δημιουργία κυριότητας του ιδιώτη δεν μπορούσε να επιφέρει ούτε η μεταβίβαση της γης με σπαχί, ταπί ή χοτζέτιο γιατί οι τίτλοι αυτοί μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης μπορούσαν να προσπορίσουν. Ακόμη, κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος ΒΡΔ των νόμων 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), 9 παρ. 1, Β (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (32.3), που ίσχυαν και στη Θεσσαλία από την απελευθέρωσή της δηλαδή από το έτος 1882, κατά τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ κρίνεται η κτήση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε ακίνητα, έστω και αν αυτά ανήκαν στο δημόσιο. Προϋπόθεση της χρησικτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές ήταν η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο επί συνεχή τριακονταετία, με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12, Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48, Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος μπορούσε να συνυπολογίσει το χρόνο των δικαιοπαρόχων του για τη συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιοπαρόχου του, για την ειδική δε διαδοχή και μάλιστα και για τη μεταβίβαση της νομής του επιδίκου, χρειαζόταν δικαιοπραξία υποβαλλόμενη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, σύμφωνα με το ν. της 26/10-6/11-1856 "περί μεταγραφής κλπ." (ΑΠ 787/2015). Οι διατάξεις αυτές του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου δεν καταργήθηκαν με το ν. της 21-6/03-07-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπον κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων εφαρμόζονται εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις", επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Η τριακονταετία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως την 11-09-1915, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του ΝΔ/τος της 22-4/26-05-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", αφού έκτοτε είχε ανασταλεί η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων και του χρόνου χρησικτησίας, από δε την 26-05-1926, που ακόμα ίσχυε η αναστολή αυτή, απαγορεύθηκε η παραγραφή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα του Δημοσίου και συνεπώς δεν είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία (ΟλΑΠ 75/1987). Έτσι οποιοσδήποτε και αν είναι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου δημοσίου, ιδιωτικού δάσους ή δασικής έκτασης για να αποξενωθεί το Ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητα του αρκεί να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη (Α.Π 1269/2020, Α.Π 130/2017, Α.Π 11/2017, Α.Π 78/2015, Α.Π 710/2014). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856) σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 περί εξελέγξεως τίτλου δασών και το άρθρο 2 των διασαφητικών διατάξεων της 15 Σαπάν 1276, η κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα κατά το έτος 1881, περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με την 20-6/02-07-1881 συνθήκη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για την προσάρτηση τους, που κυρώθηκε με το νόμο ΠΛΖ της 11/13-03-1882, ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, τα οποία αποτελούν έκτοτε δημόσια κτήματα. Ειδικότερα στην παρ. 1 του άρθρου 4 της Συνθήκης αυτής ορίστηκε ότι "η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει αναγνωρίσει εν ταις παραχωρούμεναις χώραις το της ιδιοκτησίας δικαίωμα επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, νομών (γρασιδοτόπων, kechlak), δασών και παντός είδους γαιών ή ακινήτων κατεχομένων υπό ιδιωτών ή κοινοκτήτων δυνάμει φιρμανίων, χοτζετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει απλώς των διατάξεων των οθωμανικών νόμων....". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι: 1) αναγνωρίζεται δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των γαιών που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, 2) οι γαίες αυτές πρέπει να κατέχονται πράγματι από ιδιώτες κατά το χρόνο της συνομολόγησης της σύμβασης (20 Ιουνίου 1881) και 3) η κατοχή των γαιών αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με την οθωμανική νομοθεσία, περιλαμβάνει δε και την κατηγορία των δημόσιων οθωμανικών γαιών, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στον Οθωμανικό νόμο περί γαιών. Κατά συνέπεια με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Κράτος, καταργήθηκαν οι διατάξεις του τουρκικού νόμου περί γαιών και τα δικαιώματα που αναγνωρίσθηκαν με την ίδια συνθήκη μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας, υπαγόμενα πλέον στο κοινό δίκαιο, ακολουθώντας το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, γι' αυτό και κρίθηκε ότι δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του από 17.11.1836 δ/τος "Περί ιδιωτικών δασών", αφού τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν από ιδιώτες, με βάση τίτλους που εκδόθηκαν κατά τις διατάξεις της τουρκικής νομοθεσίας, αναγνωρίστηκαν και από την Ελληνική νομοθεσία. Δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε στη θέση του Τουρκικού, ως προς την κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας, ό,τι όμως αποκτήθηκε με τίτλους πριν την προσάρτηση και συνεπώς δεν ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο κατά το χρόνο της προσάρτησης κατοχυρώθηκε ως ιδιωτικό δάσος. (Ολ.Α.Π. 1/2013 Α.Π.619/2023, Α.Π.771/2021,Α.Π.625/2014). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σε αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (Α.Π 1296/2020). Εξάλλου, από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1,3,4 παρ.1, 6 παρ.1-2-3, 9, 10 και 11 Ν. 2664/1998 που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου και των άρθρων 70, 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αγωγής διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο αναφορικά με την ένδειξη "άγνωστος" ως δικαιούχου κυριότητας γεωτεμαχίου, με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα- πραγματικό κύριο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, η οποία (αγωγή) είναι πρωτίστως αναγνωριστική κυριότητας με παρεπόμενο το διαπλαστικό αίτημα περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, απαιτείται να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή και ότι είχε αυτή (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (της έναρξης λειτουργίας του Ε.Κ.). Αρκεί δε για την επίκληση της κυριότητας που στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, να αναφέρεται ότι ο ενάγων επί εικοσαετία μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο, συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του επιδίκου με διάνοια κυρίου, δηλαδή να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του ΚΑΕΚ (Κωδικός
Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου) και την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας "άγνωστος". Έτσι και στη σχετική δίκη μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού Δημοσίου (ως εναγομένου), ο ιδιώτης έχει υποχρέωση για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά), εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία. Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/2015) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (Α.Π. 571/2023, ΑΠ 771/2021, 1125/2018). Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του Κ.Πολ.Δ (Α.Π. 571/2023, Α.Π 771/2021 1125/2018).
ΙΙΙ) Στην ένδικη από 30-1-2019 αναγνωριστική κυριότητας και διόρθωσης της ανακριβούς πρώτης εγγραφής ακινήτου αγωγή τους, η οποία στρεφόταν κατά του εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες εξέθεταν (κατά το μέρος που ενδιαφέρει και μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο Εφετείο), ότι ο αποβιώσας στις 23-12-2017 σύζυγος της πρώτης εξ αυτών και θείος της δεύτερης εξ αυτών, Ι. Ν., κατέστη κύριος όσο ζούσε κατά πλήρη κυριότητα του περιγραφόμενου στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και, ειδικότερα, με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενος αυτό με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 1984, οπότε η δικαιοπάροχος μητέρα του, Θ. Ν., το μεταβίβασε σε αυτόν ατύπως, λόγω γονικής παροχής, την οποία έκτοτε ο ίδιος παρέλαβε, ασκώντας επ' αυτού, με διάνοια κυρίου, τις αναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του. Ότι, μετά την ένταξη του Τυρνάβου στο Εθνικό Κτηματολόγιο, το επίδικο ακίνητο έλαβε το αναφερόμενο ΚΑΕΚ και με την υπ'αρ. ... απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε. καταχωρίσθηκε ως "αγνώστου" ιδιοκτήτη στο οικείο κτηματολογικό φύλλο. Ότι οι ίδιες είναι εκ διαθήκης κληρονόμοι του αποβιώσαντος, κληρονομιά την οποία πρόκειται να αποδεχθούν νομίμως, και στην οποία (κληρονομιά) αναμείχθηκαν από του θανάτου του ως άνω κληρονομούμενου, ασκώντας επί του επιδίκου όλες τις προσιδιάζουσες προς τη φύση του πράξεις νομής. Επικαλούμενες δε ότι η σχετική πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα του άνω θανόντος (που βρισκόταν εν ζωή κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης) στο επίδικο ακίνητο, ζήτησαν να αναγνωριστεί το δικαίωμα της κυριότητάς του ως άνω αποβιώσαντος δικαιοπαρόχου τους στο επίδικο ακίνητο και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, προκειμένου να καταχωρηθεί ο ανωτέρω ως κύριος αυτού. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, περιέχοντας όλα τα αναγκαία στοιχεία που θεμελιώνουν τη κτήση κυριότητας στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου των εναγουσών επί του επίδικου ακινήτου, με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), μέσω πράξεων νομής του ιδίου, τις οποίες επαρκώς προσδιορίζουν, για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (1984) μέχρι τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή του Τυρνάβου (13-4-2005) αλλά και μέχρι του θανάτου του (2017), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ' αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του άνω αποβιώσαντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πριν από τις 11/9/1915, αφού ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να προβληθεί και ν' αποδειχθεί από το εναγόμενο. Το Εφετείο, επομένως, που με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ορισμένη την αγωγή απορρίπτοντας ως αβάσιμο, τον ισχυρισμό του εναγομένου εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, περί αοριστίας της, διότι, οι ενάγουσες δεν εξέθεταν, διακατοχικές πράξεις του αποβιώσαντος Ι. Ν. και των δικαιοπαρόχων του, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πριν από τις 11/9/1915, παρά την αμφισβήτηση από το εναγόμενο του εμπραγμάτου δικαιώματος αυτού και των δικαιοπαρόχων του, ούτε προέβη σε παραδεκτή δια των προτάσεών του σχετική συμπλήρωσή της, δεν υπέπεσε στην από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ αναφερόμενη νομική πλημμέλεια και ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
IV) Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, Ολ.Α.Π. 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της αποφάσεως. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παράβαση (Ολ. ΑΠ 9/2022, ΑΠ 319/2017). Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αρ. 13 και Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ, βάρος της αποδείξεως, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό, προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί αποδείξεως απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο διάδικος που υποβάλει το αίτημα, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διατάξεως (Α.Π. 771/2021, Α.Π 148/2016). Οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου ότι το επίδικο: ως δημόσια γαία του Οθωμανικού Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών της 7ης Ραμαζάν, περιήλθε στην κυριότητά του ως διάδοχό του, δυνάμει της από 20.6/2.7.1881 Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που κυρώθηκε με το ν.ΠΛΖ/1882 καθιστάμενο έκτοτε δημόσιο κτήμα που εξαιρούνταν της χρησικτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων που εκδόθηκαν σε εκτέλεση αυτού, του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 και των άρθρων 2 και 4 του αν.ν. 1539/1938 συνιστούν ενστάσεις ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής (Α.Π 148/2016, Α.Π1527/2014) . Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια, εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 771/2021, 148/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του μετ' ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η μητέρα του Ι. Ν. του Ν., Θ. Ν., το έτος 1984, δυνάμει άτυπης σύμβασης γονικής παροχής, τού μεταβίβασε έναν αγρό, που βρίσκεται στη θέση "...", της κτηματικής περιφέρειας Τυρνάβου, του Ομώνυμου Δήμου και Κτηματολογικού Γραφείου Τυρνάβου, έκτασης 11.067 τ.μ., το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ... και συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησία Γ., με ιδιοκτησία Μ. και με ιδιοκτησία αγνώστου ιδιοκτήτη. Έκτοτε, ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ. απέκτησε την νομή του ως άνω ακινήτου και το κατείχε χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανένα ή να αμφισβητηθεί το επ' αυτού δικαίωμά του, ασκούσε δε μέχρι το χρόνο θανάτου του τις επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, ήτοι το καλλιεργούσε με σιτάρι, ενεργώντας όλες τις προς τούτο απαιτούμενες ενέργειες, με διάνοια κυρίου, όπως καταδεικνύεται και από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ενιαίες δηλώσεις εκμετάλλευσης περί καλλιέργειας σταριού επί του επιδίκου, καθώς και από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα Ε9. Κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στον Τύρναβο στις 13-4-2005 και κατά μείζονα λόγο κατά τον χρόνο (Φεβρουάριος 2019) ασκήσεως της ένδικης αγωγής (άρθρ. 6 παρ. 3 περ. στ' του ν. 2664/1998, όπως προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4315/2014) ο ως άνω Ι. Ν. του Ν. και της Θ. είχε ήδη (από το έτος 2004) καταστεί αποκλειστικός κύριος του εν λόγω επιδίκου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας επ' αυτού τις προαναφερόμενες πράξεις νομής, με διάνοια κύριου, για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας. Το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αρνήθηκε την αγωγή και ειδικότερα ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε κατά οιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στον δικαιοπάροχο των εναγουσών και ήδη εφεσιβλήτων, ισχυριζόμενο αορίστως ότι πρόκειται περί δημόσιας γαίας, η οποία ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και περιήλθε κατά κυριότητα στο Ελληνικό τοιούτο μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως της 20υς Ιουνίου/2ας Ιουλίου 1881, ως δημόσια δε γαία εξαιρείται της χρησικτησίας εκτός κι αν έχει αυτή (η χρησικτησία) συμπληρωθεί έως τις 11-9-1915. Ωστόσο το εναγόμενο δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό των ισχυρισμών του στοιχείο ως ώφειλε, δεδομένου ότι το επίδικο ακίνητο αποδείχθηκε ότι ήταν πάντοτε καλλιεργήσιμος αγρός και όχι δάσος (ή δασική έκταση) ή "δημόσια γαία" και γενικά δεν υπάρχει παραδοχή ότι το εν λόγω ακίνητο ανήκε κατά κυριότητα στο Τουρκικό Δημόσιο και, συνακόλουθα, ότι, στη συνέχεια, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας περιήλθε στην κυριότητα του εναγομένου "δικαιώματι πολέμου", ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν κτήση κυριότητας των εναγόντων με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του εναγομένου μέχρι τις 11-9-1915, αφού τα περιστατικά αυτά είναι απαραίτητα για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία στην περίπτωση που πρόκειται για δημόσιο κτήμα, δηλαδή για ακίνητο του οποίου το εναγόμενο έχει γίνει κύριος και όχι όταν πρόκειται για καλλιεργούμενη ιδιωτική ιδιοκτησία (ΑΠ 719/2015, ΑΠ 847/2013, ΑΠ 86/2007, ΑΠ 1788/2005, ΑΠ 325/ 2002), αν ληφθεί υπόψη ότι δεν προβλέπεται στο νόμο γενικό τεκμήριο κυριότητας υπέρ του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ούτε γενικό - διαδικαστικό προνόμιο αυτού, κατ' εφαρμογή του οποίου, σε περίπτωση αντιδικίας του με ιδιώτη, ο τελευταίος φέρει πάντοτε το βάρος της απόδειξης (ΑΠ 528/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τις αρχικές εγγραφές στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Τυρνάβου, το επίδικο ακίνητο φέρεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη με ΚΑΕΚ .... Η εγγραφή αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, είναι ανακριβής και προσβάλλει το ως άνω δικαίωμα κυριότητας του ως άνω θανόντος στο επίδικο ακίνητο. Ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ., ήταν σύζυγος της πρώτης των εναγουσών-εφεσιβλήτων και θείος της δεύτερης εξ αυτών, απεβίωσε στις 23-12-2017 στον Τύρναβο, ήτοι μετά την έναρξη του κτηματολογίου στην αυτή περιοχή του Νομού Λάρισας. Δυνάμει δε της με αριθμό ... δημόσιας διαθήκης του Συμβολαιογράφου Τυρνάβου Γ. Τ., η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό ... Πρακτικό Συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Λάρισας, ο ως άνω θανών διαθέτης Ι. Ν. κατέστησε συγκληρονόμους του τις ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες στο επίδικο ακίνητο. Ακολούθως οι τελευταίες με την με αριθμό ... δήλωσή τους ενώπιον του Συμβολαιογράφου Τυρνάβου Γ. Τ., αποδέχθηκαν την ως άνω επαγόμενη σε αυτές κληρονομιά και νομιμοποιούνται ενεργητικά στην άσκηση της ένδικης αγωγής. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι ο Ι. Ν. του Ν. και της Θ., κάτοικος εν ζωή Τυρνάβου, ο οποίος απεβίωσε στις 23-12-2017, ήταν κύριος όσο ζούσε του επιδίκου ακινήτου με ΚΑΕΚ ... και να διαταχθεί η διόρθωση της κατά τα ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία που τηρούνται στο Κτηματολογικά Γραφείο Τυρνάβου". Ακολούθως με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος, ως ουσία αβάσιμη και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που εξέφρασε όμοια κρίση. Με τον πρώτο αναιρετικό λόγο και με την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι , παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών της 7ης Ραμαζάν 1274(1856), της από 20.6/2.7.1881 Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης που κυρώθηκε με το ν.ΠΛΖ/1882, του ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων που εκδόθηκαν σε εκτέλεση αυτού, 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 και 2 και 4 του αν.ν. 1539/1938 τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, και του άρθρου 1045 Α.Κ. το οποίο εφάρμοσε για να καταλήξει στο ως άνω δυσμενές για το ίδιο συμπέρασμα, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης το Εφετείο έκρινε ανέλεγκτα ότι το επίδικο ακίνητο είχε ανέκαθεν αγροτικό χαρακτήρα (καλλιεργήσιμος αγρός) και περιήλθε στον αποβιώσαντα Ι. Ν., με το θεσμό της έκτακτης χρησικτησίας, και όχι δημόσιο κτήμα, και ως εκ τούτου ορθά δεν εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον η εφαρμογή τους προϋποθέτει παραδοχή ότι το επίδικο αποτελούσε δημόσιο κτήμα την οποία όμως το Εφετείο δεν εξέφερε, η άνω δε κρίση του Εφετείου δεν πλήττεται επιτυχώς με τον ρηθέντα αναιρετικό λόγο.
Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 13 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως ως προς τον προταθέντα από το αναιρεσείον-εναγόμενο ισχυρισμό, περί αποκτήσεως από αυτό της κυριότητας του επιδίκου, καθώς αυτό αποτελούσε σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών της 7ης Ραμαζάν, δημόσια γαία του Οθωμανικού Δημοσίου που περιήλθε στην κυριότητά του ως διάδοχό του, δυνάμει της από 20.6/2.7.1881 Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης που κυρώθηκε με το ν.ΠΛΖ/1882 καθιστάμενο έκτοτε δημόσιο κτήμα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων που εκδόθηκαν σε εκτέλεση αυτού, του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 και των άρθρων 2 και 4 του αν.ν. 1539/1938, με συνέπεια να μην είναι επιτρεπτή η κτήση κυριότητας αυτού από ιδιώτη, παρά μόνο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του ΒΡΔ, την κατάλυση της οποίας κυριότητας δεν απέδειξαν οι ενάγουσες με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του ΒΡΔ, ισχυρισμό τον οποίο, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο αφενός έκρινε ότι συνιστά ένσταση και αφετέρου τον έκρινε αναπόδεικτο και απορριπτέο και, στη συνέχεια, έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, καθόσον ο ισχυρισμός αυτός περί ιδίας κυριότητας σύμφωνα με όσα στην οικεία νομική σκέψη αναφέρονται συνιστά ένσταση, ως γεγονός διακωλυτικό της γενέσεως του δικαιώματος κυριότητας του ήδη αποβιώσαντος δικαιοπαρόχου των εναγουσών, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, και επομένως τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως των επικαλουμένων γεγονότων ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, τις έφερε το ενιστάμενο-αναιρεσείον και όχι οι αναιρεσίβλητες-ενάγουσες. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος.
VI) Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του αναιρεσιβλήτου, το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα αυτού, τα οποία θα καταλογισθούν μειωμένα (άρθρα 176, 183, 191παρ.2 Κ.Πολ.Δ. 22 παρ.1, 3 του ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμός 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως τούτο ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423ΟΙΚ./08.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.01.1993) που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5παρ.12 του ν. 1738/1987). κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7-5-2021 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθ. ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ