ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 258/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 258/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 258/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 258 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 258/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου και Κωνσταντία Π. Εμμανουηλίδου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ε...", που εδρεύει στο Δ.Δ.... Δήμου Ι.Π.... και εκπροσωπείται νόμιμα από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του (ΑΦΜ ...-ΔΟΥ ...) αντιπροσωπευόμενο στην παρούσα δίκη από τον Πρόεδρο αυτού Δ. Κ., ιερέα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Ψαρρού (ΑΜ ΔΣΑ 16220) με την από 25-9-2024 δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην 'Αμπλιανη ... και εκπροσωπείται νόμιμα από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του (ΑΦΜ ...-ΔΟΥ ...) αντιπροσωπευόμενο στην παρούσα δίκη από τον Πρόεδρο αυτού Χ. Ψ., ιερέα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Σαρρή (ΑΜ ΔΣΠατρών 1176) και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-3-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το ήδη αναιρεσείον με την με αρ. κατ. ... αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στην δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την κρινόμενη με αρ. κατ. ... αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η ... τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Με την απόφαση αυτή α) συνεκδικάσθηκαν οι με αρ. κατ. ... και ... εφέσεις του νυν αναιρεσίβλητου και του νυν αναιρεσείοντος, αντίστοιχα, κατά της ... οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., β) έγιναν δεκτές τυπικά αμφότερες, γ) απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση του νυν αναιρεσείοντος, δ) έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση του νυν αναιρεσίβλητου, ε) εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε η με αρ. κατ. ... αγωγή στην ουσία της κατά παραδοχή της ένστασης του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και στ) κρατήθηκε και δικάσθηκε η αγωγή, που έγινε δεκτή, αναγνωρίσθηκε το νυν αναιρεσίβλητο κύριο του με ΚΑΕΚ ... γεωτεμαχίου και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον να του το αποδώσει. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προ πάσης επίδοσης (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ), δεδομένου και του ότι για την άσκηση της αναίρεσης και τον διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος ενοριακού ναού λήφθηκε σχετική απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του και συντάχθηκε το ... πρακτικό, το οποίο εγκρίθηκε με το ... πρακτικό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως ...( άρθρα 1 παρ.4 και 36 παρ. 1 του ν. 590/1977 "Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", 2 παρ.2 , 9 παρ. 3γ και 12 παρ.1 και 6 του 8/79 Κανονισμού "Περί Ιερών Ναών και Ενοριών" που εκδόθηκε και ισχύει κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 36 παρ.6 του προαναφερόμενου νόμου). Σημειωτέον ότι και για την παράσταση στην παρούσα δίκη του αναιρεσίβλητου ενοριακού ναού λήφθηκε σχετική απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του και συντάχθηκε το ... πρακτικό, το οποίο εγκρίθηκε με το ... πρακτικό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως ... (ΑΠ 620/2023, ΑΠ 238/2021).
2. Με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. ΓΦ?ΣΤ'( 3596) /1910 "περί ενοριακών ναών και της περιουσίας αυτών ..." (ΦΕΚ Α 93/9-3-1910) ορίζεται ότι "Πας ενοριακός ναός της εν Ελλάδι Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί αυτοτελές νομικόν πρόσωπον, έχον ιδίαν περιουσίαν και κτώμενος τοιαύτην καθ' άπαντας τους νομίμους τρόπους...", στα δε άρθρα 9-11 του ιδίου νόμου προβλέπεται ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός οικογενειών ενοριτών για την σύσταση νέας ενορίας, καθώς και η διαδικασία σύστασης, σύμπτυξης και κατάργησης αυτής πάντα με την έκδοση σχετικού Β.Δ.. Ακολούθησε ο ν.2200/1940 (ΦΕΚ Α42/1-1-1940) στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται "Οι ενοριακοί ναοί αποτελούσι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου", στο άρθρο 3 προβλέπεται η διαδικασία ίδρυσης και κατάργησης αυτών με Β.Δ., μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου, στο δε άρθρο 10 ο ελάχιστος αριθμός ενοριτών , τα όρια κλπ. Με το άρθρο 4 του ΝΔ 979/1942 (ΦΕΚ Α 23/11-2-1942) προστέθηκε στο ως άνω άρθρο 10 η παρ.7 με την οποία ορίσθηκε ότι " 1. Ιδρυομένης εις νέον συνοικισμόν ενορίας κατά τας διατάξεις του εδαφίου 5 του άρθρου 10 του υπ' αριθμόν 2200/1940 Α.Ν. τμήμα ανάλογον της ακινήτου περιουσίας του Ενοριακού Ναού εξ ου απεσπάσθη ο συνοικισμός μεταβιβάζεται εις τον ενοριακόν Ναόν της ιδρυθείσης νέας ενορίας μετ' απόφασιν του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. 2. Η μεταγραφή της μεταβιβαζομένης ακινήτου περιουσίας ενεργείται δια δηλώσεως του οικείου Μητροπολίτου ενώπιον του αρμοδίου υποθηκοφύλακος επ' ονόματι του Ενοριακού Ναού της νέας ενορίας..." Ακολούθως, με το άρθρο 2 του νδ.1919/1942 (ΦΕΚ Α 274/24-10-1942) προστέθηκε στο άρθρο 50 του ως άνω ν.2200/1940 η διάταξη "Οι Ι.Ναοί των εχόντων δύο κατοικίας χωρίων, θερινήν και χειμερινήν, ανήκουσι διοικητικώς και διαχειριστικώς εις τον ενοριακόν ναόν της εξ ης προέρχονται αρχικής ενορίας και αν έτι ούτοι αποτέλεσαν και νέαν ενορίαν, καταργουμενην δια του παρόντος, ευρίσκονται δε εν ετέρα Μητροπόλει...". Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ, η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Έτσι, κατά τις διατάξεις του προϊσχύοντος του ΑΚ δικαίου δηλ. των ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), Κωδ. (7.31), Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53), η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο, με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια επί μία τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή, με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ αρκεί η για μία εικοσαετία νομή με διάνοια κυρίου (ΟλΑΠ 1593/1979, ΑΠ 1134/2022, ΑΠ 29/2018).Πλην όμως, κατά τους νόμους 23Κ (1.3) Νεαράς ΡΙΑ κεφ. α' και ΡΛΑ' κεφ. στ', δεν υπόκεινται σε τακτική χρησικτησία τα ακίνητα των Εκκλησιών και των ευαγών οίκων. 'Οπως δε, προκύπτει από τα άρθρα 64 και 65 ΕισΝΑΚ, αν κατά το προϊσχύσαν ΒΡδίκαιο ένα πράγμα ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ολόκληρη η νομή μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ δεν οδηγούσε σε χρησικτησία και γι' αυτό δεν λαμβανόταν υπόψη. Με την εισαγωγή όμως του ΑΚ αρχίζει η σύμφωνα με τις διατάξεις του χρησικτησία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του 4 /1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας "περί διοργανώσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας του Οργανισμού Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας ΟΔΔΕΠ", επί ακινήτων κτημάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας εφαρμόζονται αναλόγως οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του αν.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", καθώς και οι διατάξεις του ν.δ. 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.". Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του ν.δ. 3432/1955 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί ΟΔΕΠ νομοθεσίας και κυρώσεως της υπ' αριθ. 1064 από 14 Ιουνίου 1955 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου", η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 4944/1931 εφαρμόζεται και επί της εν γένει εκκλησιαστικής περιουσίας, την οποία διαχειρίζεται ο ΟΔΕΠ. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, το Ταμείο Εθνικού Στόλου θεωρείται ότι έχει αδιαλείπτως τη νομή ακινήτου από την κτήση της κυριότητάς του, άσχετα προς κάθε αφαίρεσή της. Τέλος, κατά το άρθρο 62 παρ. 2 του ν. 590/1977 "περί του Καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", με τον οποίο καταργήθηκε και ο προαναφερόμενος Κανονισμός της Ιεράς Συνόδου, οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του αν.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων", όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, έχουν εφαρμογή και επί κτημάτων, τα οποία ανήκουν στα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παρ. 4 του ίδιου νόμου Νομικά Πρόσωπα, στα οποία καταλέγονται και οι Ενορίες με τους Ενοριακούς Ναούς τους. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, προκειμένου για κτήμα Ενοριακού Ναού, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής, και δη εκείνος της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούσε να αρχίσει από της 23 Φεβρουάριου 1946 (χρονολογία εισαγωγής του ΑΚ) και να συμπληρωθεί μέχρι τις 18 Αυγούστου 1969 (χρονολογία ενάρξεως της ισχύος του προαναφερόμενου Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου, άρθρο 19), υπό τον όρο ότι η νομή του κτήματος δεν είχε αφαιρεθεί, αλλά είχε παραχωρηθεί στον χρησιδεσπόζοντα, από τον Ενοριακό Ναό, έστω και άτυπα, αφού η σύμβαση για τη μεταβίβαση της νομής είναι άτυπη και αναιτιώδης, επιφέρει δε το μεταβιβαστικό της νομής αποτέλεσμα άσχετα από την ύπαρξη ή όχι υποκείμενης αιτίας ή την εγκυρότητά της. (ΑΠ 8/2019,ΑΠ 1521/2006, ΑΠ 1558/2001,ΑΠ 695/1994). 3.Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατ' εκτίμηση αυτού, το αναιρεσείον νπδδ με την επωνυμία "Ε..." επικαλούμενο πλημμέλεια από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ, 23Κ (1.3) Νεαράς ΡΙΑ κεφ. α' και ΡΛΑ' κεφ. στ', 64 και 65 ΕισΝΑΚ, 4 παρ. 3 του 4 /1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας "περί διοργανώσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας του Οργανισμού Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας ΟΔΔΕΠ", 4 και 23 του αν.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", του ν.δ. 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ.", του άρθρου 17 παρ. 3 του ν.δ. 3432/1955 και του άρθρου 6 παρ.3 του ν. 4944/1931 περιλαμβάνοντας ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) επισκόπηση του ενδιαφέροντος περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ... (άλλως "..."), είναι ένα ορεινό χωριό, στο οποίο υπήρχε προ του 17ου αιώνα κτισμένος Ιερός (...) Ναός Αγίας Παρασκευής, τον οποίο περί τα μέσα του 18ου αιώνα (1867) οι κάτοικοι του χωριού τον ανακαίνισαν και επεξέτειναν. Ο ναός αυτός ήταν ενοριακός, διοικούνταν από το Εκκλησιαστικό του Συμβούλιο και υπαγόταν διοικητικά αρχικά στην Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου και ... και από το έτος 1979 στην Ιερά Μητρόπολη .... Οι κάτοικοι της '... , όντας στη μεγάλη πλειονότητά τους κτηνοτρόφοι, κάθε χειμώνα, μαζί με τα κοπάδια τους παραχείμαζαν στην πεδιάδα και δη στην ..., όπου για την εκπλήρωση των θρησκευτικών και λατρευτικών τους αναγκών ανήγειραν με δαπάνες του ανωτέρω προϋπάρχοντος (ενοριακού) I. Ναού Αγίας Παρασκευής ..., δηλ. του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου , ένα εξωκλήσι, που κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω αποτελεί σήμερα το αναιρεσείον (εναγόμενο) νπδδ " ...". Με το ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου ..., Μ. Π., νομίμως μεταγραφέν στις 4-11-1921 στον τόμο ... των βιβλίων μεταγραφών του Δήμου ..., το ενάγον, που αποτελούσε νομικό πρόσωπο εκπροσωπούμενο από το εκκλησιαστικό του συμβούλιο, αγόρασε με χρήματα (7000 δρχ) των ενοριτών του, από τον αληθή κύριο αυτού, Α. Ν., έναν ελαιώνα έκτασης 17.900 τ.μ. μετά των επ' αυτού περίπου 75 ελαιοδένδρων, κείμενο στη θέση "..." της περιφέρειας ... του ομωνύμου Δήμου, που καταχωρίσθηκε στο Εθνικό Κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ ..., σημερινής αξίας 300.000 ευρώ. Με το ... διάταγμα , την έκδοση του οποίου ζήτησε ο τότε Μητροπολίτης ..., το ανωτέρω ευρισκόμενο στην ... εξωκλήσι αναγορεύτηκε το πρώτον σε Ενοριακό Ιερό Ναό "Μεταμόρφωσης του Σωτήρος". Ακολούθως ο ανωτέρω Μητροπολίτης ... προκάλεσε την έκδοση της υπ' αριθ. ... απόφασης του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Μητρόπολης του, με την οποία αποσπάσθηκε η περιουσία του ενάγοντος, στην οποία ρητά περιλήφθηκε και ο ανωτέρω ελαιώνας (επίδικο) υπέρ του εναγομένου νπδδ, η απόφαση δε αυτή μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου ... στον τόμο .... Στη συνέχεια το ανωτέρω ... Διάταγμα ανακλήθηκε με το Διάταγμα της 21 Δεκεμβρίου 1943, οριζομένου "ότι ο ανωτέρω ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, επαναφερόταν μεθ' όλης της περιουσίας του ως εξωκκλήσιον στον Ιερόν Ναόν που ανήκε και προηγουμένως, ήτοι αυτόν της Αγίας Παρασκευής ..." . Κατά του ανακλητικού αυτού διατάγματος ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ , στη δίκη δε αυτή παρενέβη το ενάγον νπδδ και ενορίτες του Ναού αυτού. Επ' αυτής δε της αίτησης εκδόθηκε η 492/1944 απόφαση του ΣτΕ που την απέρριψε, κρίνοντας ότι το ανωτέρω ... Διάταγμα είχε εκδοθεί παράτυπα και ως εκ τούτου παράνομα είχε ιδρυθεί το εναγόμενο νπδδ "Ενοριακός Ιερός Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος", με αποτέλεσμα ορθά να έχει εκδοθεί το προσβληθέν ανακλητικό διάταγμα. "Μάλιστα όπως αναφέρεται στην ανωτέρω απόφαση (του ΣτΕ) την ανωτέρω παράνομη ίδρυση ενορίας στον συνοικισμό ... ακολούθησε οξεία διαμάχη μεταξύ του νεοϊδρυθέντος ενοριακού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και του ευρισκόμενου στο ... ενοριακού Ναού της Αγίας Παρασκευής, στον οποίον ο πρώτος ανήκε πρότερον, ως εξωκκλήσιον, συνεπεία δε αυτού προκλήθηκε μεγάλη αντίθεση μεταξύ των κατοίκων ..., εκ των οποίων οι μεν επιδίωκαν την κατάργηση, οι δε την διατήρηση της ενορίας της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και σοβαρά επεισόδια ελάμβαναν χώρα μεταξύ των κατοίκων, εις τρόπον ώστε να δημιουργείται έκρυθμη κατάσταση. Ενόψει αυτής της συνεχιζόμενης διαμάχης, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τις από 16 και ... αποφάσεις της έκρινε ότι ο εν ..., Ιερός Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ανήκε διοικητικά και διαχειριστικά στην Ιερά Μητρόπολη ... και ..., κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 του Ν. Δ. 1919/1942... οι αποφάσεις της αυτές προσβλήθηκαν ακολούθως ενώπιον του ΣτΕ από κάτοικο της κοινότητας ... και ακυρώθηκαν δυνάμει της ... απόφασης του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι ο Ναός αυτός ανήκε διοικητικά και διαχειριστικά ως εκ της θέσης του στην Ιερά Μητρόπολη ... και ότι δεν είχε εφαρμογή επ' αυτού η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1919/1942." Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), το χωριό της ...ς καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στο σύνολό τους στην .... Ωστόσο, το 1950 το χωριό της ...ς ανασυγκροτήθηκε και ανοικοδομήθηκε, ενώ επαναλειτούργησε και ο Iερός Ναός της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος επανασυστήθηκε σε ενορία με ΒΔ του 1953 (ΦΕΚ 281/31.8.1953). Προηγουμένως, με διάταγμα που εκδόθηκε στις 24-11-1950 ιδρύθηκε ως ενορία και το εναγόμενο νπδδ "...". Εν συνεχεία και ενώ εξακολουθούσε η προαναφερθείσα ενδοεκκλησιαστική διαμάχη τόσο μεταξύ των ανωτέρω δύο ενοριών, αλλά και σε επίπεδο Μητροπόλεων, η οποία χρόνιζε και δεν επιλυόταν, η διαχείριση του ανωτέρω επιδίκου ελαιώνα, ιδιοκτησίας όπως προεκτέθηκε πάντοτε του ενάγοντος Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής, ανατέθηκε κατά το έτος 1955 από τον τότε Μητροπολίτη ... στο εναγόμενο νπδδ, με δική του πρωτοβουλία και παρά την αντίθετη περί τούτου βούληση του ενάγοντος νπδδ, της Μητρόπολης Ναυπάκτου και ... στην οποία υπαγόταν διοικητικά το ενάγον νπδδ, αλλά και της Ιεράς Συνόδου, που πάντοτε υποστήριξε ότι ο Ιερός Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος μετά της περιουσίας του, υπαγόταν διαχειριστικά στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής και όχι το αντίστροφο. Η ανωτέρω ανάθεση της διαχείρισής του επιδίκου ελαιώνα στον ... έγινε, χωρίς ποτέ το ενάγον νπδδ "Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής ...ς ..." να παραιτηθεί του δικαιώματος κυριότητάς του επ' αυτού, αλλά ούτε και να αποδεχθεί την παρά τη θέλησή του δημιουργηθείσα αυτή κατάσταση από τον τότε Μητροπολίτη ..., με βάση την οποία μόνο το εναγόμενο θα καρπούνταν εφεξής των εσόδων του ανωτέρω ελαιώνα. Αντίθετα, το ενάγον νπδδ έκτοτε προσπαθούσε συνεχώς και επί σειρά ετών τόσο σε επίπεδο Ιεράς Συνόδου, όσο και μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων Μητροπόλεων, να επιλύσει το ζήτημα της διαχείρισης του ανωτέρω ελαιώνα (επιδίκου), μαζί με το μείζον γι' αυτόν ζήτημα, που ήταν η υπαγωγή και πάλι, με νομοθετική αυτή τη φορά πρόβλεψη, του ανωτέρω πρότερον εξωκκλησιού του, που μεταβλήθηκε με τον ανωτέρω τρόπο και παρά την αντίθετη βούλησή του σε ενοριακό Ιερό Ναό, διοικητικά και διαχειριστικά στην ενορία Αγίας Παρασκευής και, ακολούθως, στην Ιερά Μητρόπολη ... και ..., αντί για την Μητρόπολη ... που κατά τα ανωτέρω υπήχθη αυτός λόγω της χωροθεσίας του. Ενδεικτικά των προσπαθειών αυτών για να επανέλθει στη διαχείριση του ενάγοντος ΝΠΔΔ ο επίδικος ελαιώνας, είναι το από 20-5-1955 πρακτικό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, από το οποίο προκύπτει ότι ελήφθη από την Ιερά Σύνοδο απόφαση να γνωστοποιηθεί προς το Υπουργείο Παιδείας ότι εμμένει αυτή (Ι.Σ.) στην άλλοτε εκφρασθείσα άποψη αυτής περί κυριότητας του ανωτέρω εξωκκλησίου της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ανήκουσας στην Ενοριακό Ιερό Ναό του ... και μάλιστα πρότεινε να περιληφθεί στο άρθρο 69 του Ν. 2200/1940 σχετική ρητή νομοθετική πρόβλεψη. Ακολούθησε η από 30-3-1963 επιστολή της Ιεράς ... και ... προς το Υπουργείο Παιδείας με το οποίο και πάλι ετίθετο ζήτημα για το επίδικο ακίνητο και για τον τρόπο με τον οποίο το ανωτέρω αποσπάσθηκε αντικανονικά από τον Μητροπολίτη ..., παρά την αντίθετη περί τούτου απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Στο θέμα αυτό επανέρχονταν συνεχώς έκτοτε και μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, είτε με επιστολές τους (βλ. ιδίως τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από 1.6.1961 και 20.4.1966 επιστολές της κοινότητας ... προς το Υπουργείο Παιδείας και προς το Δ.Σ. του τότε λειτουργούντος στην Αθήνα Σωματείου των εν Αθήναις ... "Αγία Παρασκευή"), είτε προφορικά, οι κάτοικοι της κοινότητας ...ς και ενορίτες του ενάγοντος ΝΠΔΔ "Ιερού Ενοριακού Ναού Αγίας Παρασκευής", πλην όμως ουδεμία λύση δινόταν, τόσο μέσω του Υπουργείου, όσο και μέσω της Μητρόπολης ..., στην οποία απευθύνθηκαν επανειλημμένως, από τότε μέχρι σήμερα προς ειρηνική και εξωδικαστική επίλυση του θέματος και προς επαναφορά της διαχείρισης του επιδίκου στη διαχείριση του ενάγοντος, το οποίο παρέμεινε άλυτο και χρονίζον και παρά τις περί επίλυσης του θέματος μέχρι πρόσφατα διαβεβαιώσεις από πλευράς Μητρόπολης .... Η τελευταία δε όλο αυτό το διάστημα ανέθεσε την διαχείριση του επίδικου ακινήτου στο εναγόμενο νπδδ, που αποκόμιζε από αυτό σημαντικά έσοδα επί πενήντα περίπου έτη και ειδικότερα (το εναγόμενο νπδδ) το περιέφραξε το 1975 με σιδηροσπασσάλους και πλέγμα στηριζόμενους σε τσιμεντένιο κράσπεδο, προέβη σταδιακά σε νέες δενδροφυτεύσεις ώστε σήμερα το επίδικο να έχει περίπου 350 ελαιόδενδρα, συγκόμιζε τον ελαιοκαρπό, κατέβαλε στον Τοπικό Οργανισμό Εγγείων Βελτιώσεων ... τα αναλογούντα πάγια και αρδευτικά τέλη, με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ... Μ. Φ., νομίμως μεταγραφέν, παραχώρησε δουλεία αντλήσεως ύδατος σε τμήμα του επιδίκου ακινήτου επιφάνειας 129,50 τ.μ. για την κατασκευή αντλητικού συγκροτήματος για την υδροδότηση του οικισμού ... και κατά τα έτη 2007 - 2013 υπέβαλε δηλώσεις προς τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και εισέπραξε επιδοτήσεις για τα υπάρχοντα σε αυτό ελαιόδεντρα, οι οποίες ανήλθαν στο συνολικό ποσό των 8.469,82 ευρώ. Επίσης το εναγόμενο ΝΠΔΔ κατά την κτηματογράφηση της περιοχής του ... υπέβαλε την από 31-1-1997 δήλωση ιδιοκτησίας για το επίδικο ακίνητο προσκομίζοντας ως τίτλο κτήσης αυτού το ανωτέρω ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και την ... απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Μητρόπολης Αιτωλίας Ακαρνανίας περί αποσπάσεως αυτού. Ωστόσο, στις πρώτες εγγραφές το επίδικο ακίνητο καταχωρίσθηκε με δικαιούχο κυριότητας την Εκκλησία της Ελλάδος. Τέλος, το εναγόμενο νπδδ κατά το έτος 2005 δήλωσε το εν λόγω ακίνητο στην Εφορία, ως δική του ιδιοκτησία στο αντίστοιχο Ε9 του έτους αυτού. Από την άλλη μεριά το ενάγον όλο αυτό το διάστημα επιχειρούσε δια παραστάσεών του προς τον εκάστοτε Μητρόπολη ... να επιλύσει το ζήτημα του επιδίκου ακινήτου εξωδικαστικά, ενώ προς την κατεύθυνση αυτή διαβεβαίωνε το ενάγον κάθε φορά και ο οικείος Μητροπολίτης ..., κατά τρόπο ώστε παρερχόταν ο καιρός και τα έτη, χωρίς όμως να δίδεται λύση στο θέμα υπέρ του ενάγοντος. Κατά το έτος 2012 ο Μητροπολίτης ..., ενεργώντας και πάλι προς επίλυση του χρονίζοντος αυτού προβλήματος της κυριότητας και διαχείρισης του επιδίκου ακινήτου υπέρ του ενάγοντος, ο οποίος στερούνταν εισοδημάτων και πόρων, απέστειλε προς τον Μητροπολίτη ... την από 24-10-2012 επιστολή του και πάλι με παράκληση προς επίλυση του ζητήματος. Είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο Μητροπολιτών , καθώς και επίσκεψη στις 18-10-2012 στον Μητροπολίτη ... του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ενάγοντος, για να τον ενημερώσουν για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου ακινήτου. Ωστόσο και μετά τις ενέργειες αυτές του ενάγοντος και του Μητροπολίτη ..., όχι μόνο ουδεμία εξωδικαστική λύση για το επίδικο ακίνητο δόθηκε, αλλά πλέον ρητά ο ίδιος ο Μητροπολίτης ... το 2013 προέτρεψε το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του ενάγοντος να προσφύγει πλέον για το θέμα δικαστικά. Κατόπιν αυτής της εξέλιξης, το ενάγον νπδδ δια του εκκλησιαστικού του συμβουλίου, έλαβε απόφαση, επικυρωθείσα από την I. Μητρόπολη ..., με την οποία α) θα ανέθετε σε μηχανικό την έκδοση οικοδομικής αδείας για την ανέγερση αποθήκης εντός του ως άνω ελαιώνα επιφάνειας αυτού από 10 έως 20 τ.μ., β) θα ανέθετε σε μέλος του εκκλησιαστικού συμβουλίου τη φύλαξη, συγκομιδή του ελαιοκάρπου και γενικότερα της φροντίδας του ακινήτου, γ) θα τοποθετούσε σε εμφανές σημείο πινακίδα στην οποία να αναγράφεται ότι το ως άνω ακίνητο είναι ιδιοκτησίας του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής ...ς ..., δ) θα τοποθετούσε καινούργια πόρτα και κλειδαριά για την ασφάλεια του ακινήτου και γενικά κάθε ενέργεια προς αξιοποίηση και ανάδειξη του επιδίκου , ε) θα υπέβαλε στην Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής, ενιαία δήλωση ενίσχυσης και στήριξης ακινήτου στα πλαίσια του ΕΚ 73/2009 του Συμβουλίου, στ) θα δήλωνε το επίδικο ακίνητο ακινήτου στην ΔΟΥ και ζ) θα αιτούνταν την διόρθωση με την διαδικασία του προδήλου σφάλματος των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών αναφορικά με το επίδικο στο όνομά του, οπότε και με απόφαση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου ... διορθώθηκε το οικείο κτηματολογικό φύλλο και πλέον αναγράφεται ως κύριος αυτού το ενάγον νπδδ. Όσον αφορά την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που προέβαλε το εναγόμενο νπδδ, η αναιρεσιβαλλόμενη δέχθηκε ότι σύμφωνα με όσα κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκαν, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. "Και τούτο διότι ουδεμία μακρόχρονη αδράνεια του ενάγοντος και αποδοχή της δημιουργηθείσας ως άνω κατάστασης στο ακίνητό του, αναφορικά με την από μέρους του εναγόμενου αποκλειστική διαχείριση και εκμετάλλευση του ενδίκου ελαιοκτήματος αποδείχθηκε, τέτοια μάλιστα που η από μέρους του άσκηση της ένδικης αγωγής για διεκδίκησή του να υπερβαίνει προφανώς τα τιθέμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη όρια και να είναι απαγορευμένη από την ανωτέρω διάταξη. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω ελαιόκτημα αφαιρέθηκε αρχικώς αυθαίρετα και χωρίς τη βούληση του ενάγοντος Ενοριακού Ναού με την ανωτέρω Απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου ..., στην οποία αντιτάχθηκαν αμέσως και σθεναρά οι ενορίτες του ενάγοντος Ιερού Ναού, επιζητώντας το μείζον, δηλαδή την επιστροφή αυτού του ίδιου ιδρυθέντος ως εξωκκλησίου του εναγομένου Ιερού Ναού στη διαχείρισή του, ενώ επέτυχαν αρχικώς με την ανωτέρω δικαστική απόφαση του ΣτΕ την ακύρωση της αναγόρευσής του σε ενοριακό Ναό. Το μείζον δε αυτό ζήτημα, της επιστροφής του εξωκκλησίου στον ενάγοντα Ιερό Ναό, μαζί με το επίσης σημαντικό ζήτημα της διαχείρισης του επιδίκου ακινήτου, αποτέλεσε αρχικώς πηγή εντόνων ερίδων μεταξύ των κατοίκων των δύο ενοριών, στη συνέχεια δε και προς αποτροπή των διαπληκτισμών και ερίδων αυτών, ενόψει του ότι επρόκειτο για εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ και προς αποφυγή του σκανδαλισμού των πιστών των δύο εκκλησιών, αποτέλεσε χρονίζον ζήτημα, ιδίως σε επίπεδο των δύο Μητροπόλεων, στις οποίες υπάγονταν οι δύο αντίδικοι ενοριακοί Ναοί, απασχόλησε δε ακόμα και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η επίλυση δε αυτού απασχόλησε όλες αυτές τις δεκαετίες περισσότερους του ενός ιεράρχες, αλλά ουδόλως εγκαταλείφθηκε ως τέτοιο ζήτημα, τόσο από την πλευρά του ενάγοντος, όσο και της Μητροπόλεως στην οποία υπαγόταν αυτή κατά καιρούς, μέχρι πρόσφατα. Επομένως, δεν υπήρξε από πλευράς ενάγοντος μακρόχρονη αδράνεια, παρά μόνο προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς αυτής ειρηνικά και εξωδικαστικώς, για τους ανωτέρω λόγους, ουδέποτε δε προηγουμένως, μέχρι και το έτος 2013 είχε αποκλειστεί ρητά από πλευράς Μητροπόλεως ... το αίτημα για απόδοση και επιστροφή της διαχείρισης του επιδίκου στην Ενορία του ενάγοντος, αλλά δημιουργούνταν από την πλευρά αυτή μία συνεχής μετάθεση και χρονοτριβή της επίλυσής του στο μέλλον. Οι τυχόν δε επαχθείς συνέπειες που επικαλείται το εναγόμενο ότι θα επέλθουν σε αυτό με την ανατροπή της κατά τα ανωτέρω δημιουργηθείσας εντωμεταξύ κατάστασης και της απώλειας της διαχείρισης του ελαιοκτήματος και του εξ αυτού εισοδήματος, αφορούν σε δικές του ενέργειες και δαπάνες που εγένοντο αυθαίρετα και παράνομα σε ξένο κτήμα, για την καλύτερη τακτική εκμετάλλευσή του και την αποκομιδή μεγαλύτερων εσόδων από αυτό, τα οποία όμως στερήθηκε παρά την εναντίωσή του και ακουσίως επί όλα αυτά τα διαδραμόντα έτη ο πραγματικός κύριος αυτού ενάγων, στερούμενος μάλιστα άλλων εσόδων για τη συντήρησή του, και δεν συνδέονται αυτές αιτιωδώς με την τυχόν προηγηθείσα συμπεριφορά του ίδιου του ενάγοντος ως εκκλησιαστικού ΝΠΔΔ ούτε με επί μακράν αδράνεια και ανοχή από πλευράς του της κατάστασης αυτής, αλλά με την αδυναμία ειρηνικής και εξωδικαστικής επίλυσης του ζητήματος σε επίπεδο Μητροπόλεων, όπου είχε αναχθεί αυτό, στα πλαίσια της μακρόχρονης και συνεχούς προσπάθειας από πλευράς ενάγοντος επιλύσεως του ζητήματος αυτού μεταξύ των εμπλεκομένων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων χωρίς αντιδικία. Επομένως, ενόψει αυτών δεν κρίνεται ότι υπήρξε στην προκειμένη περίπτωση αδράνεια και αποδοχή από πλευράς ενάγοντος της παράνομης κατακράτησης του επιδίκου ελαιοκτήματος από το εναγόμενο, κατά τρόπο ώστε να κρίνεται ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής μετά την πάροδο όλων αυτών των ετών από της αυθαίρετης ανάθεσης της διαχείρισής του στο εναγόμενο, να γίνεται καταχρηστικά κατ' άρθρο 281 ΑΚ. Αντίθετα κατά τα ανωτέρω προέκυψε ότι υπήρξαν από πλευράς ενάγοντος και της Μητρόπολης στην οποία κατά καιρούς υπαγόταν, συνεχείς επί σειρά ετών οχλήσεις και προσπάθειες για επιστροφή του επιδίκου σε αυτό, με ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος, προσπάθειες που όμως απέβησαν άκαρπες, όχι από δική του βούληση, αλλά με ευθύνη αποκλειστικά και μόνο του εναγομένου και της Μητροπόλεως ... στην οποία υπάγεται αυτός και της έλλειψης ουσιαστικής της βούλησης, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της προς τους εκπροσώπους του ενάγοντος, να επιλύσει αυτό συμβιβαστικά και εξωδικαστικά υπέρ του. Το αντίθετο και δη ότι από πλευράς ενάγοντος υπήρξε αναγνώριση της κυριότητας του εναγομένου επί του επιδίκου, δεν μπορεί να συναχθεί, ούτε από την από 13-1-2002 επιστολή που απέστειλε ο εκπολιτιστικός σύλλογος ... "..." στο εναγόμενο και με το οποίο του ζητούσε την παραχώρηση ενός στρέμματος από το επίδικο για να κατασκευαστεί σε αυτό το σπίτι της ...ς, όπως αβασίμως προβάλλει το εναγόμενο προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό του αυτό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του ενάγοντος με την ένδικη αγωγή του. Και τούτο διότι ο σύλλογος αυτός σε καμία περίπτωση δεν εκπροσωπεί το ενάγον ΝΠΔΔ ούτε μπορεί να αποτελεί εκφραστή της βουλήσεώς του, αφού αυτό ως ΝΠΔΔ μόνο δια του εκπροσωπούντος αυτό εκκλησιαστικού του συμβουλίου μπορεί να εκφράζεται και μόνο αυτό μπορεί με τις ενέργειές του να δεσμεύει το ενάγον. Το εκκλησιαστικό του δε συμβούλιο καθόλου δεν αναγνώρισε την επιστολή αυτή, που υπογράφεται από πρόσωπο άγνωστο σε αυτό, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας αυτού στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δεν αποτελεί για το ενάγον έγγραφο που το αντιπροσωπεύει και εκφράζει αντίθετες απόψεις από τις ως άνω ρητά εκφρασθείσες και πάγιες θέσεις του για το επίδικο, ότι δηλαδή αυτό ήταν και είναι πάντοτε της αποκλειστικής του κυριότητας του παρά το ότι αποσπάστηκε παρανόμως και αυθαίρετα από αυτό. Επομένως, δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της επικαλούμενης από το εναγόμενο διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, ...και ως εκ τούτου, η με τη διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος άσκηση του από το άρθρο 1094 του ΑΚ δικαιώματος του, ενόψει των περιστατικών που προαναφέρθηκαν δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτού του δικαιώματος, ανεξάρτητα από τα τυχόν επαχθή για τα συμφέροντα του εναγομένου αποτελέσματα, που όμως δεν οφείλονται στην προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντος και λαμβάνοντας εν προκειμένω υπόψη ότι πάντοτε η δικαστική διεκδίκηση ενός πράγματος από τον αληθή κύριό του, αποβαίνει βλαπτική για όποιον το κατέχει παράνομα και το χρησιμοποιεί προς όφελος του, ώστε η σχετικώς περί τούτου προβληθείσα ένσταση του εναγόμενου, να πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη." Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις προρρηθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε, αφού περιέλαβε πλήρεις και σαφείς και ουδόλως αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ότι: Α) Ο Ενοριακός Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής ...ς ... ως υφιστάμενος και ανακαινισθείς ήδη από το 1867 είχε νομική προσωπικότητα και ήταν φορέας εμπράγματων δικαιωμάτων εκ του νόμου και δη του άρθρου 1 παρ.1 του ν. ΓΦ?ΣΤ'( 3596) /1910 "περί ενοριακών ναών και της περιουσίας αυτών ..." ήδη από το 1910, την οποία (νομική προσωπικότητα) δεν αποδείχθηκε ότι απώλεσε νόμιμα με την έκδοση σχετικού βασιλικού διατάγματος που θα προέβλεπε και την τύχη της ακίνητης περιουσίας του, το δε ΒΔ του 1953 (ΦΕΚ 281/31.8.1953) εκδόθηκε για να ρυθμίσει μόνο την επαναλειτουργία του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής '..., τούτο δε επιβεβαιώνεται από το ότι αφενός με το ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του τ. συμβολαιογράφου ..., Μ. Π., νομίμως μεταγραφέν, το ενάγον νομικό πρόσωπο αγόρασε στο όνομά του το επίδικο ακίνητο και αφετέρου το 1944 παρενέβη στη δίκη ενώπιον του ΣτΕ , όταν κρινόταν το κύρος της ανάκλησης ίδρυσης του αντιδίκου του. Β) Η ... απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Μητρόπολης ..., με την οποία φέρεται να αποσπάσθηκε η περιουσία του Ενοριακού Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής ...ς ..., συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου ακινήτου και να παραχωρήθηκε στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον, δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο κτήσης κυριότητας, ούτε μεταβίβασης της νομής, διότι δεν εκδόθηκε από το αρμόδιο κατά τόπο Μητροπολιτικό Συμβούλιο, όπως προβλεπόταν από το άρθρο 10 παρ.7 του ν.2200/1940, που προστέθηκε με το άρθρο 4 του ΝΔ 979/1942 σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του ιδίου νόμου, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του νδ.1919/1942, δηλ. το Μητροπολιτικό Συμβούλιο Ιεράς ... και ... στην οποία ανήκε ο παραχωρών Ενοριακός Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής ...ς ... και επιπλέον ανακλήθηκε άμεσα κατά τα ανωτέρω το ΒΔ ... περί ίδρυσης ως ενοριακού ναού του αναιρεσείοντος και ως εκ τούτου αυτός δεν είχε νομική προσωπικότητα (μέχρι το 1950, οπότε και ιδρύθηκε τελικά με την έκδοση νέου ΒΔ) και δεν μπορούσε να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων, ούτε νομής, ούτε κατοχής , περαιτέρω δε, εξέλειπε αυτοδικαίως η νόμιμη αιτία για την έκδοση της ως άνω ... απόφασης. Και Γ) Το ενάγον νπδδ με την επωνυμία "Ενοριακός Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής ...ς ...", νομίμως εκπροσωπούμενο ενώπιον διοικητικών και δικαστικών αρχών μόνο από το εκκλησιαστικό του συμβούλιο (κατ' άρθρο 4 του ν.2200/1940 και μετέπειτα των εκάστοτε Κανονισμών της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος), ουδέποτε αδράνησε όσον αφορά την προστασία της κυριότητάς του επί του επιδίκου, καθόσον από το 1955 -όταν το εναγόμενο νπδδ κατέλαβε το επίδικο με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη ... -έως την άσκηση της ένδικης αγωγής, παρά την παρέλευση 60 ετών, συνεχώς κατά τα εκτιθέμενα οχλούσε το εναγόμενο και τον εποπτεύοντα αυτό Μητροπολίτη ... για την απόδοση της νομής του επιδίκου χρησιμοποιώντας τρίτα πρόσωπα δηλ. τους ενορίτες του, τον εκάστοτε Μητροπολίτη ... και ... και μετέπειτα ..., που άπαντες ενεργούσαν στο όνομα και για λογαριασμό του με διάθεση ειρηνικής εξωδικαστικής επίλυσης, γεγονός που δικαιολογείται από τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα του εν λόγω νομικού προσώπου, μη δίνοντας καθόλου την εντύπωση ότι έχει απεκδυθεί των εξουσιών του που απορρέουν από την κυριότητα που απέκτησε με το προρρηθέν συμβόλαιο αγοράς. Επομένως ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
4. Όπως προκύπτει από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 42/2002). Καμιά όμως διάταξη νόμου δεν επιβάλλει την ειδική αναφορά και τη χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά. Η παράβαση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 εδ. γ ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Ο λόγος, όμως, αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Αρκεί δε η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφιβόλως η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1763/2007). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ του ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη την από 9-2-2015 βεβαίωση της Ιεράς Μητρόπολης ... με την οποία βεβαιώνεται ότι το εναγόμενο νπδδ κατέχει και νέμεται το επίδικο από το 1942. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από τη ρητή βεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα συνεκτίμησε "όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, που λαμβάνονται υπόψη είτε αυτοτελώς, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία επαναπροσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους", σε συνδυασμό με το λοιπό περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και την παραπάνω βεβαίωση -που νόμιμα επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αναιρεσείον (εναγόμενο) τόσο στο πρωτοβάθμιο , όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων που κατέθεσε, παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από το αναιρεσίβλητο με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου- χωρίς να έχει υποχρέωση να κάνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση αυτής.
5.Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δε μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το καθιερούμενο απαράδεκτο αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ από το συσχετισμό αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 556 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται, ότι ο ισχυρισμός στον οποίο αυτός (ο λόγος) στηρίζεται, έχει νόμιμα προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 43/1990, ΑΠ 99/2016). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ.α' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, περί λήψεως υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσο που παρανόμως λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο, ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε αυτό να ληφθεί υπόψη και ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ. εξαιρετικές περιπτώσεις, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη (562 παρ.2) καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, την οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 218/2020, ΑΠ 99/2016). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ., ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του μη νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δη τις 11464/9-12-2014 και 11216/11-12-2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον των Συμβολαιογράφων ... και Καλλιθέας Α. Κ. και Σ. Κ.-Γ., αντίστοιχα, που λήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης και χωρίς να κλητευθεί το αναιρεσείον να παραστεί κατά τη λήψη αυτών κατ' άρθρο 422 ΚΠολΔ. Όμως, το αναιρεσείον, ενόψει του ότι δε συντρέχει κάποια εξαίρεση από εκείνες που ορίζονται στο παραπάνω άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου είχε προβάλει, όπως είχε υποχρέωση, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ότι το δικαστήριο αυτό (Εφετείο) δεν έπρεπε να λάβει υπόψη αυτές τις ένορκες βεβαιώσεις, αφενός για τη μη σύννομη λήψη αυτών και αφετέρου για τη λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου που δεν επιτρέπεται από το νόμο, αφού ο σχετικός ισχυρισμός στηρίζει το λόγο αναίρεσης.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν δοθεί εξ' αφορμής άλλης δίκης πριν από την άσκηση της ένδικης αγωγής, λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο ως απλά έγγραφα και συνεκτιμήθηκαν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και όχι ως επώνυμα αποδεικτικά μέσα, ώστε να χρειαζόταν να τηρηθεί η προδικασία του άρθρου 422 ΚΠολΔ για τη νόμιμη λήψη τους (ΑΠ 1132/2013).
6. Κατά το άρθρο 559 αριθ.8 περ.β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Πράγμα, υπό την έννοια αυτή, αποτελεί και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισμός του αντιδίκου του. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β' σε συνδυασμό με τον αρ.1 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενο ότι το Εφετείο παραβίασε την διάταξη του άρθρου 249 του ΑΚ, που προβλέπει την εικοσαετή παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής και παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον θεμελιωτικό ισχυρισμό της ένστασης παραγραφής της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, που προέβαλε πρωτοδίκως και επανέφερε νόμιμα με τις προτάσεις κατά την συζήτηση της έφεσης του αντιδίκου του και δη περί κατάληψης του επιδίκου από το αναιρεσείον το 1942. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι το αναιρεσείον απέκτησε το πρώτον νομική προσωπικότητα το 1950, οπότε εκδόθηκε το σχετικό βασιλικό διάταγμα που συνέστησε την ενορία του Ιερού Ναού Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ..., καθώς το αρχικό ... Διάταγμα περί σύστασης αυτού ανακλήθηκε με το Διάταγμα της 21 Δεκεμβρίου 1943 και μόνο από το 1950 μπορούσε να νέμεται το επίδικο, το οποίο μάλιστα του παραχωρήθηκε το 1955, έκτοτε δε μέχρι τις 18 Αυγούστου 1969, που κατέστησαν απαράγραπτες οι αξιώσεις των εκκλησιαστικών νπδδ (κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του 4/1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας "περί διοργανώσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας του Οργανισμού Διοικήσεως και Διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας ΟΔΔΕΠ" σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του ν.1539/1938 κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρ.2 της παρούσας) δεν παρήλθε εικοσαετία . Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση παραγραφής και επομένως έλαβε υπόψη τον σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Κατά συνέπεια , ο υπό εξέταση λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 7. Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει ν' απορριφθεί η με αρ. κατ. ... αίτηση για αναίρεση της ... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. 8. Κατά το άρθρο 22 παρ.3 του ν.3693/1957, οι περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στις δίκες στις οποίες διάδικος είναι υπουργός ή νομάρχης ή νομικό πρόσωπο του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Συνεπώς το γεγονός ότι ορισμένο νπδδ απολαύει, βάσει διάταξης νόμου, των απαλλαγών, ατελειών και προνομίων του Δημοσίου δεν δικαιολογεί την εφαρμογή και των διατάξεων για τη δικαστική δαπάνη, αφού δεν πρόκειται για προνόμιο ή απαλλαγή, αλλά για διάταξη αναφερόμενη μόνο στη δικαστική υπεράσπιση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 1382/2005). Στην προκείμενη περίπτωση αμφότεροι οι διάδικοι, ναι μεν αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και έχουν τα προνόμια απαλλαγών και ατελειών του Δημοσίου, η νομική τους όμως υπηρεσία δεν ασκείται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και ως εκ τούτου το αναιρεσείον λόγω της ήττας του θα πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή της πλήρους δικαστικής δαπάνης του αναιρεσίβλητου που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αρ. κατ. ... αίτηση για αναίρεση της ... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή