
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 291 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 291/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο και Αντιγόνη Τζελέπη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... AG", που εδρεύει στη Γερμανία και εκπροσωπείται νόμιμα, της οποίας διορισμένος αντιπρόσωπος διακανονισμού ζημιών και νόμιμος αντίκλητος στην Ελλάδα είναι η εταιρεία με την επωνυμία "... ΕΕ" και δ.τ. "...", νόμιμα και αυτή εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξάνδρα Ταμπαλή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Ν. του Π., κατοίκου ..., 2) Ι. Β. του Μ., κατοίκου ..., 3) Β. Ν. του Σ. και 4) Π. Ν. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παρηγόρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...2019 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ...2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ...2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αντιγόνη Τζελέπη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από ...2022 (αριθμ. εκθ. καταθ. ......2022) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ.......2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρα 591 επ., 614 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από ...2021 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ....2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχθεί εν μέρει την από ...2019 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ), εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας (του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε στις ...2022.Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ...2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται επιτρεπτά (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα, αναφορικά με τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι Έλληνες υπήκοοι -συγγενείς του θανόντος, κάτοικοι Ελλάδας, με την από ...2019 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν ότι σε τροχαίο ατύχημα, που συνέβη, στις ...2016, στο ... της Φινλανδίας, τραυματίστηκε θανάσιμα ο Μ. Β., Έλληνας υπήκοος, κάτοικος Ελλάδας, υιός, όσο ζούσε, της πρώτης και του δεύτερου εξ αυτών και εγγονός της τρίτης και του τέταρτου εξ αυτών. Ότι το τροχαίο ατύχημα προκλήθηκε από αποκλειστική υπαιτιότητα του υπηκόου Γερμανίας, M. S. N., ο οποίος οδηγούσε το με πινακίδες Φιλανδίας υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, του οποίου την αστική ευθύνη έναντι των τρίτων ζημιούμενων κάλυπτε η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εδρεύουσα στη Γερμανία ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία "... AG". Μετά το ιστορικό αυτό οι συγγενείς του θύματος ζήτησαν, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η υπόχρεη έναντι αυτών εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία οφείλει να τους καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ' αριθμ....2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αφού εφάρμοσε το Ελληνικό Δίκαιο λόγω της αδικοπραξίας του τροχαίου δυστυχήματος δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση της άνω εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας να καταβάλλει σε έκαστο εκ των δύο πρώτων εναγόντων το ποσό των 100.000 ευρώ και σε έκαστο των λοιπών το ποσό των 45.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής η εναγόμενη άσκησε την από ...2021 έφεση, με την οποία ζητούσε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή, διότι όπως υποστήριζε εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση ήταν το δίκαιο της Φιλανδίας, όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός. Επ' αυτής εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία αφού δέχθηκε ότι οι αγωγικές αξιώσεις στηρίζονται στην αδικοπραξία του τροχαίου δυστυχήματος, όπως είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφαρμοστέο είναι το Ελληνικό Δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του υπ' αριθμ. 864/2007 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11-7-2007 (Κανονισμός Ρώμη ΙΙ), που εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές, καθόσον το θύμα και οι αιτούντες χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης συγγενείς του, Έλληνες υπήκοοι και κάτοικοι Ελλάδας υπάγονται στον κανόνα του άρθρου 4 παρ.1 του Κανονισμού, που ορίζει ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας, στην οποία επέρχεται η ζημία, απέρριψε την έφεση της ασφαλιστικής εταιρείας κατ' ουσίαν και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 1/2022). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που ανέλεγκτα το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΟλΑΠ 3/2020,ΑΠ 164/2021,ΑΠ 508/2020, ΑΠ 53/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 52/2019). Κανόνες ουσιαστικού δικαίου αποτελούν και οι κανονισμοί της ΕΕ, οι οποίοι από τότε που τίθενται σε ισχύ είναι άμεσης εφαρμογής και αποτελούν εσωτερικό ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 93/2017). Έτσι η παραβίασή τους ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 93/2017, ΑΠ 1028/2009, ΑΠ 7/2009). Από 11-1-2009 ισχύει στη χώρα μας (σύμφωνα με το άρθρο 32 αυτού) ο Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007, γνωστός ως Κανονισμός Ρώμη II, κατά το άρθρο 1 του οποίου -Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής-ορίζεται ότι: "1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων. Δεν εφαρμόζεται, ιδίως, σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις, ούτε στην ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας ("acta iure imerii")". Κατά το άρθρο 3 του ανωτέρω Κανονισμού -Οικουμενικός χαρακτήρας- ορίζεται ότι: "Το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν είναι το δίκαιο κράτους μέλους". Επίσης, στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ -ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΕΣ και κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού -Γενικός κανόνας- ορίζεται ότι: "1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό. 2. Ωστόσο, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. 3. Εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία". Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Κανονισμός Ρώμη II (άρθρο 4) εισάγει ως γενικό κανόνα την εφαρμογή του δικαίου της χώρας, στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα (lex doci damni) (ΑΠ 270/2018). Παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό εισάγει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Η τρίτη παράγραφος του ίδιου άρθρου εισάγει ρήτρα διαφυγής, ορίζοντας, ότι, εάν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη, από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Η ανάγκη ασφάλειας του δικαίου επιβάλλει η ρήτρα διαφυγής να χρησιμοποιείται σπάνια. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου "ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία". Ο Κανονισμός αυτός είναι άμεσης εφαρμογής (άρθρο 32 αυτού) για τα δεσμευόμενα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι κρίσιμες ρυθμίσεις του καταλαμβάνουν τα πρόσωπα, που ανήκουν σε κράτη-μέλη δεσμευόμενα από τις ρυθμίσεις αυτές (ΑΠ 491/2021, ΑΠ 1747/2017). Επομένως, κατά τον κανόνα του άρθρου 4 παρ.1 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 (Κανονισμός Ρώμη II), ο οποίος έχει εφαρμογή επί εξωσυμβατικών ενοχών, εφαρμοστέο είναι το της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία. Για τον προσδιορισμό του "τόπου επέλευσης της ζημίας" έχει σημασία ο καθορισμός της "ζημίας", η οποία είναι ληπτέα υπ` όψη. Ως "ζημία" δε και κατά τον Κανονισμό 864/2007, νοείται η βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή την παράνομη συμπεριφορά, η οποία αποδίδεται στον εναγόμενο, όχι δε η έμμεση ή η απώτερη ή εξ αντανακλάσεως ζημία, την οποία υποστηρίζει, ότι υφίσταται ο ενάγων. Κατά συνέπεια "ο τόπος, στον οποίο επήλθε η ζημία", είναι ο τόπος στον οποίο το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε στον ενάγοντα ζημία υπό την προεκτεθείσα έννοια. Συνακόλουθα, αν, εκτός από τον τόπο στον οποίο εμφανίσθηκε η αρχική ζημία, εμφανίσθηκε και άλλη (περαιτέρω) ζημία, η οποία αποτελεί τη συνέπεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας, αλλά σε άλλον τόπο, ο οποίος ανήκει σε έτερο συμβαλλόμενο Κράτος, ο τελευταίος δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Κράτους αυτού. Συνακόλουθα, από την άποψη αυτή, στερείται αυτοτελώς σημασίας ο τόπος στον οποίο επήλθε μία περαιτέρω ζημία (ΑΠ 711/2011, ΑΠ 1551/2003). Το αυτό ισχύει και για την ηθική βλάβη. Ο τόπος όπου ο ενάγων (ακόμη και τυχαίως) πληροφορήθηκε τη ζημία και αισθάνθηκε τη θλίψη και στενοχώρια στερείται, από την άποψη αυτή, αυτοτελώς, σημασίας για τον αυτό λόγο, για τον οποίο στερείται και ο τόπος της περαιτέρω ζημίας (ΑΠ 1738/2009). Ωστόσο, το αν η επικαλούμενη ως επελθούσα ζημία είναι άμεση και, συνεπώς, ο τόπος επέλευσης αυτής θεμελιώνει, κατά τα ανωτέρω, τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τόπου αυτού, θα κριθεί σε σχέση με το πρόσωπο που ασκεί τη σχετική αξίωση. Επομένως, στην περίπτωση που ενάγων είναι ο φορέας του δικαιώματος ή του έννομου αγαθού που προσβλήθηκε με την αδικοπραξία, ήτοι με αυτό καθ' εαυτό το ζημιογόνο γεγονός, όταν η άμεση, υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή υπό την πρώτη υλική της εκδήλωση εμφανισθείσα (βλ. ΑΠ 1551/2003), προσωπική ή περιουσιακή ζημία επήλθε σ' αυτόν σ' ένα τόπο, ο τόπος αυτός (της άμεσης ζημίας) θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Κράτους αυτού, ανεξαρτήτως της επέλευσης στον (ίδιο) ενάγοντα άλλης περαιτέρω ζημίας, άμεσης ή έμμεσης, υλικής ή ηθικής, σε έναν άλλον τόπο, ο οποίος ανήκει σε έτερο συμβαλλόμενο Κράτος, και, ως εκ τούτου, ο τελευταίος δεν θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Κράτους αυτού και στερείται, επομένως, από την άποψη αυτή, σημασίας. Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται η δυνατότητα του ενάγοντος να εφευρίσκει επιτυχώς, υπό την επίκληση επιγενόμενης βλάβης, ευνοϊκές γι' αυτόν συντρέχουσες δωσιδικίες. Άλλως έχουν τα πράγματα, όμως, όσον αφορά την ψυχική οδύνη που υφίσταται κάποιος, λόγω του επισυμβάντος, συνεπεία της αδικοπραξίας, θανάτου συγγενικού του προσώπου, το οποίο, μετά το θάνατό του, δεν μπορεί να είναι πλέον υποκείμενο δικαιωμάτων (και υποχρεώσεων) και, συνεπώς, να έχει αξιώσεις κατά του αδικοπρακτήσαντος. Στην περίπτωση αυτή, οι συγγενείς του θανόντος έχουν εξ ιδίου δικαίου προσωπική αξίωση κατά του υπαιτίου, αφού η πρόκληση ψυχικής οδύνης αποτελεί πρωτογενή, ευθεία και άμεση προσβολή του προσώπου τους και, ως εκ τούτου, ο τόπος επέλευσης αυτής είναι σημαντικός για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αυτός, για την εκδίκαση της αντίστοιχης αξίωσής τους. Αποτελεί, δηλαδή, η πρόκληση ψυχικής οδύνης ευθεία προσβολή του προσώπου των οικείων του θανόντος, ξεχωριστή και ανεξάρτητη από την, επίσης, πρωτογενή προσβολή που υπέστη ο τελευταίος, χωρίς να μπορεί η ψυχική αυτή οδύνη να θεωρηθεί, εξ αιτίας της προηγηθείσας προσβολής του θανόντος, ως έμμεση ζημία, καθόσον η συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά και έναντι αυτών αυτοτελή λόγο υποχρέωσης για χρηματική ικανοποίηση (και αποζημίωση), χωρίς η προκληθείσα ψυχική οδύνη να προϋποθέτει κάποια άλλη ζημία των παραπάνω προσώπων, ώστε να χαρακτηριστεί συνέπεια αυτής και, συνακόλουθα, ως έμμεση ως προς τη ζημία αυτή. Και βέβαια, τόπος επέλευσης της ψυχικής οδύνης δεν είναι ο τόπος, όπου τυχαία ευρισκόμενο το πρόσωπο πληροφορήθηκε το θάνατο του συγγενούς του και αισθάνθηκε το πρώτον ψυχικό πόνο, αλλά ο τόπος της κύριας κατοικίας του, όπου υφίσταται κυρίως και μονίμως την ψυχική οδύνη, η οποία οπωσδήποτε έχει χρονική διάρκεια και, συνεπώς, το επιβαρύνει όχι εφάπαξ, αλλά για μεγάλο, κατά κανόνα, χρονικό διάστημα. Σημειωτέον ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 932 ΑΚ, επί αδικοπραξίας, αξίωση για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει μόνον ο αμέσως ζημιωθείς από την πράξη ή την παράλειψη, όχι δε και ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος (Ολ.ΑΠ 16/2004, ΑΠ 1658/2022, ΑΠ 1659/2022, ΑΠ 1802/2014, ΑΠ 1766/2009, ΑΠ 18/2004). Ορίζοντας, συνεπώς, το άρθρο 932 ΑΚ, ότι σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης, θεωρεί σαφώς τους οικείους του θανόντος αμέσως ζημιωθέντες και, σε κάθε περίπτωση, εξισώνει πλήρως αυτούς με τον πρωτογενώς παθόντα συγγενή τους. Ενόψει αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 4 αριθ.1 του Κανονισμού 864/2007, έχουν την έννοια ότι η ψυχική οδύνη, η οποία συνδέεται με το θάνατο ατόμου συνεπεία αδικοπραξίας, τελεσθείσας εντός κράτους μέλους, και την οποία υφίστανται οι οικείοι του θύματος αυτού, που κατοικούν εντός άλλου κράτους μέλους, συνιστά άμεση ζημία, τόπος δε επέλευσης αυτής είναι ο τόπος της κύριας κατοικίας τους. Επομένως, το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του το πρόσωπο, το οποίο υπέστη την ψυχική οδύνη, λόγω θανάτου του συγγενούς του, έχει κατά τόπο αρμοδιότητα και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της απορρέουσας από την προκληθείσα ψυχική οδύνη αξίωσης προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Το ανωτέρω συμπέρασμα προκύπτει και από τη γραμματική ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, δεδομένου ότι αυτές δεν κάνουν καμιά διάκριση στο αν η ζημία αφορά τον πρωτογενώς παθόντα ή έτερα πρόσωπα, αλλά απαιτούν μόνον η προξενηθείσα ζημία του ενάγοντος να μπορεί να χαρακτηριστεί άμεση, ανταποκρίνεται δε η λύση αυτή και στην αναφερόμενη παραπάνω τελολογία των διατάξεων αυτών (ΑΠ 1658/2022, ΑΠ 1659/2022). Αντίθετη άποψη, θα οδηγούσε υποχρεωτικά, στην περίπτωση αυτή, δηλαδή επί θανάτου προσώπου συνεπεία αδικοπραξίας, στη διεθνή δικαιοδοσία μόνον του δικαστηρίου του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, λύση όμως που δεν είναι σύμφωνη με την ερμηνεία των πιο πάνω κανόνων από το ΔΕΕ, το οποίο, αποδέχεται, χωρίς διάκριση ή περιορισμό, εξ ίσου και παράλληλα και τη διεθνή δικαιοδοσία του τόπου επέλευσης της άμεσης ζημίας (ΑΠ 1658/2022, ΑΠ 1659/2022). Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, κατά τη διάταξη του άρθρου 35 ΚΠολΔ, όπως αυτή ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού 864/2007, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία και κατά τόπο αρμοδιότητα να εκδικάσουν τις αξιώσεις προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, συνεπεία θανάτου από αδικοπραξία προσώπου συγγενούς των εναγόντων, τελεσθείσα σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι ενάγοντες κατοικούν στην περιφέρειά τους. Εξάλλου, προς προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε εξωσυμβατική ενοχή απορρέουσα από αδικοπραξία, το άρθρο 4 παρ.1 του Κανονισμού 846/2007, ορίζει ως εφαρμοστέο το δίκαιο της χώρας όπου επέρχεται "η ζημία", ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία συνέβη το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας αυτής και εκείνης ή εκείνων στις οποίες επέρχονται "έμμεσα αποτελέσματα" του γεγονότος αυτού. Η ζημία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, προς προσδιορισμό του τόπου επέλευσης αυτής (της ζημίας), είναι η άμεση ζημία, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του εν λόγω κανονισμού. Σε περιπτώσεις προσωπικής ή περιουσιακής ζημίας, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 17 του Κανονισμού Ρώμη II, ότι η χώρα όπου επέρχεται η άμεση ζημία είναι η χώρα εντός της οποίας προκλήθηκε η προσωπική ή η περιουσιακή ζημία. Επομένως, όταν είναι δυνατό να προσδιοριστεί η επέλευση άμεσης ζημίας, πράγμα το οποίο συνήθως συμβαίνει στα ατυχήματα (τροχαία κλπ), ο τόπος της άμεσης ζημίας είναι το κρίσιμο συνδετικό στοιχείο για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, ανεξαρτήτως των έμμεσων αποτελεσμάτων του ατυχήματος αυτού. Έτσι, το άρθρο 4 παρ.1 του κανονισμού Ρώμη II έχει την έννοια ότι, προς προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε εξωσυμβατική ενοχή απορρέουσα από ατύχημα, οι ζημίες που συνδέονται με το θάνατο ατόμου εξαιτίας ενός τέτοιου ατυχήματος, τις οποίες υφίστανται οι οικείοι του θύματος αυτού χαρακτηρίζονται ως "άμεση ζημία" υπό την έννοια της εν λόγω διάταξης. Σύμφωνα δε με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 του Κανονισμού 846/2007, που εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές, σε περίπτωση πρόκλησης ψυχικής οδύνης στους συγγενείς του θανόντος, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο του τόπου της κατοικίας τους, όπου υφίστανται κυρίως και μονίμως την ψυχική οδύνη, η οποία οπωσδήποτε έχει χρονική διάρκεια και, συνεπώς, τους επιβαρύνει όχι εφάπαξ, αλλά για μεγάλο, κατά κανόνα, χρονικό διάστημα. Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, κατ' εκτίμηση, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της ευθείας παράβασης του υπ' αριθμ. 846/2007 Κανονισμού Ρώμη
ΙΙ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην ένδικη διαφορά είναι το Ελληνικό παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τον ως άνω Κανονισμό, διότι κατά την άποψή της εφαρμοστέο είναι το Δίκαιο της Φιλανδίας ως του τόπου επέλευσης της ζημίας και όχι το Ελληνικό το οποίο εσφαλμένα εφάρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με το ερευνώμενο, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, ζήτημα, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, όσον αφορά το νομικό ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου τα ακόλουθα: "...Από τις 11 Ιανουάριου 2009 άρχισε να εφαρμόζεται και στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δανίας, ο Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη Π). Με τον Κανονισμό αυτόν ο κοινοτικός νομοθέτης ορίζει ότι επί των εξωσυμβατικών ενοχών το εφαρμοστέο δίκαιο δεν θα είναι πλέον το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (lex loci delicti commissi), του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά κατ'αρχήν το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η άμεση ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή των χωρών στις οποίες το γεγονός αυτό παράγει έμμεσα αποτελέσματα (άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού). Με τη ρύθμιση αυτή επέρχεται μία ριζοσπαστική καινοτομία και εγκαταλείπεται η αρχή "lex loci delicti commissi", η οποία εφαρμοζόταν κατά τρόπο πάγιο μέχρι σήμερα από το σύνολο σχεδόν των κρατών-μελών, όπως τονίζεται και στην παράγραφο 15 του προοιμίου εκτιμήσεων του εν λόγω Κανονισμού. Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 προσδιορίζεται το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι "ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων. Δεν εφαρμόζεται ιδίως σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ούτε στην ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας ("acta jure imperii"). Από τη διατύπωση αυτής της διάταξης προκύπτει με σαφήνεια ότι το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού προσδιορίζεται και οριοθετείται από τα ακόλουθα δύο στοιχεία: 1) πρέπει να υπάρχει κατ'αρχήν εξωσυμβατική ενοχή του αστικού ή του εμπορικού δικαίου και 2) στις ενοχές αυτές να ενυπάρχει το στοιχείο της σύγκρουσης δικαίων. Η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής δεν προσδιορίζεται στον Κανονισμό και χρειάζεται επομένως ιδιαίτερη ερμηνευτική προσέγγιση. Τόσο στο προοίμιο εκτιμήσεων του Κανονισμού (αριθ. 11) όσο και στην πρόταση της Επιτροπής (αριθ. 1.2.) τονίζεται ότι η έννοια της εξωσυμβατικής ενοχής ποικίλλει σε διάφορα κράτη μέλη. Επομένως και για τους σκοπούς του Κανονισμού οι εξωσυμβατικές ενοχές πρέπει να νοηθούν ως αυτοτελής έννοια, το περιεχόμενο της οποίας αφέθηκε να προσδιοριστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Δεδομένου ότι η έννοια αυτή εμπεριέχεται τόσο στη σύμβαση της Ρώμης όσο και στον Κανονισμό "Βρυξέλλες I", δηλαδή τον Κανονισμό 44/2001 (άρθρο 5 παρ. 3), το ΔΕΚ έχει ήδη διαμορφώσει την ακόλουθη νομολογιακή θέση για τον προσδιορισμό αυτής της έννοιας: Στις εξωσυμβατικές ενοχές περιλαμβάνονται κατ'αρχήν εκείνες που ως γενεσιουργό γεγονός έχουν την αδικοπραξία. Παράλληλα, όμως, στην έννοια αυτή εμπίπτουν και οι αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από "οιονεί αδικοπραξία" και περιλαμβάνουν κυρίως τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τη διοίκηση αλλοτρίων και την προσυμβατική ευθύνη. Άλλωστε το πλάτος της έννοιας της εξωσυμβατικής ενοχής, όπως αυτή προσδιορίζεται πάρα πάνω, ρητά καθορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Κανονισμού. Επομένως, από τις διατάξεις του Κανονισμού ρυθμίζεται και το εφαρμοστέο δίκαιο επί τροχαίων ατυχημάτων, τα οποία ως γενεσιουργό αιτία έχουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά εκείνου ο οποίος προκάλεσε τη ζημία. Η αδικοπραξία, εξάλλου, περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη αντίκειται σε κείμενη διάταξη, δηλαδή είναι παράνομη, ανεξάρτητα αν αυτή θεμελιώνεται σε υποκειμενική (άρθρο 914 κρεπ. του ΑΚ) ή σε αντικειμενική ευθύνη του υποχρέου, όπως π.χ. στο νόμο ΓπΝ/1911. Στην ελληνική βιβλιογραφία και τη νομολογία υιοθετείται η πάγια θέση ότι η "αδικοπραξία ταυτίζεται εννοιολογικά με το αδίκημα", και ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ταυτόσημα από τον Έλληνα νομοθέτη τόσο στο εσωτερικό ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 932 του ΑΚ) όσο και στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (άρθρο 26 ΑΚ). Με το άρθρο 3 του Κανονισμού αναγορεύεται το δίκαιο που καθορίζεται ως εφαρμοστέο από τον Κανονισμό ως δίκαιο καθολικής εφαρμογής, ανεξάρτητα από το εάν αυτό είναι το δίκαιο κράτους μέλους ή όχι. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο "οικουμενικός χαρακτήρας" των διατάξεων του Κανονισμού, όπως τονίζεται και στην επικεφαλίδα αυτού του άρθρου και έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή όχι μόνο του δικαίου κράτους μέλους, αλλά και του δικαίου άλλου κράτους μη μέλους της Ένωσης. Έτσι π.χ. αν ο δικαστής κράτους- μέλους καλείται να κρίνει για ένα τροχαίο ατύχημα και τα αποδεικτικά στοιχεία που ορίζονται από τον Κανονισμό οδηγούν στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου κράτους μη μέλους, ο δικαστής αυτός υποχρεούται να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο αυτού του κράτους. Συνέπεια αυτής της διάταξης είναι ότι αντικαθίσταται από τον Κανονισμό και σε όλο το πεδίο της ενδεχόμενης εφαρμογής του ολόκληρο το κεφάλαιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών που αφορά τις εξωσυμβατικές ενοχές. Τον κορμό των διατάξεων οι οποίες ενδιαφέρουν ειδικότερα τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν εκείνες του άρθρου 4, με το οποίο ορίζεται το εφαρμοστέο επί των εξωσυμβατικών ενοχών δίκαιο, των άρθρων 2 και 15 με τα οποία καθορίζεται το πλάτος της έννοιας της ζημίας και το πλαίσιο των ρυθμίσεων που καταλαμβάνει το εφαρμοστέο δίκαιο, αντίστοιχα, το άρθρο 17, που εισάγει εμμέσως στοιχεία της lex loci delicti commissi στην αρχή της lex loci damni και των άρθρων 18 έως 20 που ρυθμίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο επί της ευθείας αγωγής κατά του ασφαλιστή, επί της υποκατάστασης και επί της παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, αντίστοιχα. Το άρθρο 4 αποτελεί το θεμέλιο των ρυθμίσεων του Κανονισμού, αφού με τις διατάξεις του προσδιορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εξωσυμβατικών ενοχών. Ειδικότερα στην πρώτη παράγραφο αυτού του άρθρου ορίζεται ότι επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας "στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα". Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή ο κοινοτικός νομοθέτης θεσπίζει ως πρωταρχικό συνδετικό στοιχείο του εφαρμοστέου δικαίου την "άμεση ζημία". Με τη ρύθμιση αυτή εγκαταλείπεται πλέον η αρχή του άρθρου 26 του ΑΚ, η οποία ίσχυε μέχρι σήμερα και με την οποία αναγορευόταν ως συνδετικό στοιχείο επί αδικοπραξιών το δίκαιο του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει ευθέως την άμεση ζημία ως συνδετικό στοιχείο, αλλά αυτό συνάγεται από την ίδια τη διατύπωσή της, αφού αποκλείεται η εφαρμογή του δικαίου της χώρας ή των χωρών στις οποίες το ζημιογόνο γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα όπως επίσης και της χώρας στην οποία συνέβη το ζημιογόνο αυτό γεγονός. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από το προοίμιο εκτιμήσεων του Κανονισμού, στο άρθρο 16 του οποίου ρητά αναφέρεται η "άμεση ζημία" (lex loci damni) η οποία αποτελεί και το συνδετικό στοιχείο του εφαρμοστέου δικαίου κατά την έννοια αυτής της διάταξης. Η διάταξη αυτή, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 17 του προοιμίου του Κανονισμού εφαρμόζεται τόσο για τη βλάβη της περιουσίας όσο και για τη βλάβη του προσώπου, θα έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στις περιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων με στοιχεία αλλοδαπότητας, τα οποία έχουν ως συνέπεια σωματική βλάβη των παθόντων ή θάνατο των εμπλεκόμενων προσώπων. Με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού εισάγεται παρέκκλιση από την πάρα πάνω γενική αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας την συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Εφόσον, δηλαδή, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει αυτή η διάταξη (κοινή συνήθης διαμονή) αυτή αποτελεί στην εν λόγω περίπτωση το συνδετικό στοιχείο, το οποίο και αποκλείει την "άμεση ζημία" ως συνδετικό στοιχείο της υπόθεσης. Ο Κανονισμός θεωρεί τη συνήθη διαμονή των φυσικών προσώπων ως πραγματικό γεγονός, το οποίο θα κριθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το δικαστήριο. Αυτό προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 23 αυτού, όπου προσδιορίζεται η έννοια της συνήθους διαμονής των εταιριών και άλλων ενώσεων νομικών προσώπων, υποκαταστημάτων και αντιπροσωπειών αυτών όπως επίσης και των φυσικών προσώπων τα οποία εμπλέκονται σε μία εξωσυμβατική ενοχή μόνο όμως όταν ενεργούν μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Έτσι στην πρώτη περίπτωση των νομικών προσώπων ως συνήθης διαμονή τους νοείται ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η εταιρική τους διοίκηση, ενώ στην δεύτερη περίπτωση του φυσικού προσώπου ως συνήθης διαμονή νοείται ο τόπος στον οποίο το πρόσωπο αυτό έχει την κύρια επαγγελματική του εγκατάσταση. Δηλαδή στην πρώτη περίπτωση ο κοινοτικός νομοθέτης ακολουθεί τη θεωρία της εγκατάστασης και όχι εκείνη της ίδρυσης του νομικού προσώπου, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επιλέγει αντί της κατοικίας την κύρια επαγγελματική εγκατάσταση. Από την ίδια τη διατύπωση αυτής της διάταξης απορρέει και η υποχρεωτική εφαρμογή της από τον δικαστή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, χωρίς να επαφίεται σε αυτόν η διακριτική ευχέρεια της εφαρμογής της ή όχι. Με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 του Κανονισμού εισάγεται η αποκαλούμενη ρήτρα διαφυγής από τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 1 αυτού του άρθρου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να μην εφαρμόσει τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου, αλλά να οδηγηθεί στην εφαρμογή του δικαίου που ορίζεται από αυτή τη διάταξη και το οποίο είναι διαφορετικό από εκείνο που ορίζουν οι δυο προηγούμενες. Ως συνδετικό στοιχείο χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή ο προδήλως στενότερος δεσμός τον οποίο εμφανίζει η αδικοπραξία με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού. Σύμφωνα με την ρητή διατύπωση αυτής της διάταξης η έρευνα της ύπαρξης του παραπάνω συνδετικού στοιχείου το οποίο καθορίζεται με αυτήν, προηγείται της έρευνας του συνδετικού στοιχείου που καθορίζεται από τις παραγράφους 2 (κοινή συνήθης διαμονή) και 1 (άμεση ζημία) του άρθρου 4. Αν λοιπόν ο δικαστής κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής της διάταξης υποχρεούται να την εφαρμόσει, αποκλείοντας τα συνδετικά στοιχεία που ορίζονται από τις δύο άλλες παραγράφους αυτού του άρθρου. Η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής αυτής της διάταξης εναπόκειται στην κρίση του δικαστή, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της τρίτης παραγράφου αυτού του άρθρου, όπου χρησιμοποιείται από τον κοινοτικό νομοθέτη η λέξη "μπορεί" και η οποία ακριβώς αφήνει περιθώρια διακριτικής ευχέρειας του εφαρμοστή του δικαίου. Στη διάταξη αυτή εξειδικεύεται ενδεικτικά ο στενότερος αυτός δεσμός ο οποίος μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία. Κατόπιν των ανωτέρω, ο εφαρμοστής του δικαίου όταν έχει να αντιμετωπίσει ένα τροχαίο ατύχημα που φέρει στοιχεία αλλοδαπότητας και τις συνέπειές του θα πρέπει να προχωρήσει με τον ακόλουθο τρόπο: 1. Θα ελέγξει κατ'αρχήν αν τα μέρη έχουν συνάψει έγκυρη συμφωνία επιλογής δικαίου για το συγκεκριμένο ατύχημα, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που έχει επιλεγεί από αυτούς. 2. Αν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, θα ελέγξει αν τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν την συνήθη διαμονή τους κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας στην ίδια χώρα. Σε καταφατική περίπτωση θα εφαρμόσει το δίκαιο που ισχύει σε αυτή τη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού. Αν όμως διαπιστωθεί ότι το ατύχημα παρουσιάζει προδήλως στενότερο σύνδεσμο με άλλη χώρα από αυτήν της κοινής συνήθους διαμονής των εμπλεκομένων, τότε θα εφαρμοσθεί το τελευταίο αυτό δίκαιο κατ' αποκλεισμό του πρώτου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου. 3. Αν λείπει το στοιχείο αυτό της κοινής συνήθους διαμονής, τότε εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η άμεση ζημία, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού. Και πάλι όμως η εφαρμογή του δικαίου που ορίζεται από αυτή τη διάταξη αποκλείεται και εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας με το οποίο το ατύχημα παρουσιάζει προδήλως στενότερο δεσμό, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει η τελευταία αυτή προϋπόθεση. Ειδικό ενδιαφέρον για τα τροχαία ατυχήματα παρουσιάζει η διάταξη του άρθρου 15 του Κανονισμού, η οποία καθορίζει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του και περιλαμβάνει μία λεπτομερή αναφορά των ζητημάτων τα οποία διέπονται από αυτές τις διατάξεις. Ο κοινοτικός νομοθέτης φαίνεται να επιδιώκει με τη διάταξη αυτή να παρουσιάσει έναν εξαντλητικό κατάλογο των εν λόγω ζητημάτων, τα οποία εμφανίζονται στις εξωσυμβατικές ενοχές και να τα εντάξει στις ρυθμίσεις που προβλέπονται από αυτόν προκειμένου να επιτύχει, σύμφωνα με την πρόταση της επιτροπής, τους ακόλουθους δύο στόχους: Να προσδώσει, αφ'ενός, στο εφαρμοστέο δίκαιο ευρύτατο πεδίο και να εξυπηρετήσει αφετέρου τη γενική μέριμνα της ασφάλειας του δικαίου. Τα ζητήματα τα οποία κατά το άρθρο αυτό του Κανονισμού διέπονται από τις διατάξεις του είναι τα ακόλουθα: 1) Η βάση και η έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους. Κατά την πρόταση της επιτροπής ως βάση της ευθύνης πρέπει να νοηθεί ο χαρακτήρας αυτής της ευθύνης, αν δηλαδή για την συγκρότησή της απαιτείται πταίσμα ή όχι, ο προσδιορισμός του πταίσματος ως στηριζόμενου σε απλή ενέργεια ή και σε παράλειψη, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του γενεσιουργού της ευθύνης γεγονότος και της ζημίας του, ο προσδιορισμός των προσώπων τα οποία υπέχουν ευθύνη κλπ. Η έκταση της ευθύνης εξάλλου περιλαμβάνει τους περιορισμούς της από το νόμο, όπως είναι π.χ. ο καθορισμός ενός ανώτατου ποσοτικού ορίου ευθύνης και η συμβολή των περισσοτέρων συμμετεχόντων στην αποκατάσταση της ζημίας και τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ τους. Πρέπει να τονισθεί ότι η αναφορά στη διάταξη των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους δεν αποτελεί κάτι το οποίο είναι αυτονόητο, αλλά με αυτή την αναφορά ο νομοθέτης θέλει να υπαγάγει την ικανότητα προς καταλογισμό στο εφαρμοστέο επί της εξωσυμβατικής ενοχής δίκαιο, όπως τονίζεται και στο άρθρο 12 του προοιμίου εκτιμήσεων. Στην παράγραφο 33 του προοιμίου εκτιμήσεων του Κανονισμού ορίζεται ότι όταν το δικαστήριο καλείται να προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης για σωματική βλάβη σε ατυχήματα που έγιναν όχι στο κράτος μέλος της συνήθους κατοικίας του παθόντος, αλλά σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να συνεκτιμήσει όλες τις οικείες πραγματικές περιστάσεις του παθόντος και ιδίως τις πραγματικές του ζημιές και τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης και αποκατάστασής του. 2) Οι λόγοι αποκλεισμού της ευθύνης- απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμός και καταμερισμός της ευθύνης. Η επιτροπή διευκρινίζει στην πρότασή της ότι εδώ πρόκειται για εξωτερικά στοιχεία της ευθύνης και μεταξύ των λόγω απαλλαγής από αυτήν περιλαμβάνονται κυρίως η ανώτερα βία, η κατάσταση ανάγκης, οι πράξεις τρίτου προσώπου, η αποκλειστική ευθύνη του ζημιωθέντος κλπ. 3). Η ύπαρξη, ο χαρακτήρας και η αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας. Ο χαρακτήρας των ζημιών έχει την έννοια του προσδιορισμού του είδους των ζημιών για τις οποίες μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση όπως είναι π.χ. η βλάβη πραγμάτων και η σωματική βλάβη από τις οποίες απορρέει οικονομική ζημία, συμπεριλαμβανομένης και της ηθικής βλάβης, όπως επίσης και των διαφυγόντων κερδών. 4) Τα μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν για την πρόληψη ή την παύση της βλάβης ή της ζημίας ή για την εξασφάλιση της παροχής αποζημίωσης, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του επιληφθέντος δικαστηρίου δυνάμει του οικείου δικονομικού δικαίου. Με τη διάταξη αυτή νοούνται οι τρόποι αποκατάστασης της ζημίας, αν δηλαδή αυτή πρέπει να αποκατασταθεί εις είδος ή με τη μορφή της χρηματικής αποζημίωσης και στους τρόπους πρόληψης και παύσης της ζημίας, όπως είναι π.χ. τα ασφαλιστικά μέτρα. Η επιτροπή τονίζει στην πρότασή της ότι ο δικαστής δεν υποχρεούται να λάβει μέτρα τα οποία είναι άγνωστα στο δικονομικό δίκαιο της χώρας του. 5) Η δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος αποζημίωσης ή αποκατάστασης της ζημίας, συμπεριλαμβανομένης της κληρονομικής διαδοχής. Είναι σαφές ότι στην έννοια της μεταβίβασης του δικαιώματος αποζημίωσης περιλαμβάνεται και η ειδική διαδοχή, όπως π.χ. η εκχώρηση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το εφαρμοστέο κατά τον Κανονισμό δίκαιο διέπει τόσο τον εκχωρητέο χαρακτήρα της απαίτησης όσο και τις σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη. Στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής το εφαρμοστέο δίκαιο ρυθμίζει το δικαίωμα του καθολικού διαδόχου του ζημιωθέντος να ασκήσει αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας του πρώτου, ενώ η ιδιότητα του καθολικού διαδόχου, η οποία αποτελεί παρεμπίπτον ζήτημα, θα κριθεί με βάση το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή. 6) Τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν. Στη διάταξη αυτή εμπίπτει κυρίως η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενών του θανόντος. Η διάταξη αυτή είναι, για τους Έλληνες που εμπλέκονται σε τροχαίο ατύχημα στην αλλοδαπή, η πλέον σημαντική από όλες τις άλλες διατάξεις αυτού του άρθρου, αφού οι περισσότερες έννομες τάξεις των κρατών μελών της ΕΕ δεν γνωρίζουν τον θεσμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στην έκταση και την ευρύτητα που τον αναγνωρίζει το ελληνικό εσωτερικό δίκαιο, (αρθρ. 932 ΑΚ). 7) Η ευθύνη για πράξεις τρίτου. Πολύ σημαντική εφαρμογή έχει η διάταξη αυτή στις σχέσεις της πρόστησης και για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου επί της ευθύνης του προστήσαντος για πράξεις του προστηθέντος, των γονέων για τις πράξεις των τέκνων τους κλπ. 8) Τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών και τους κανόνες παραγραφών και αποσβεστικών προθεσμιών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με την έναρξη της παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας και τη διακοπή ή την αναστολή τους. Οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 15 του Κανονισμού εναρμονίζονται με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 2 αυτού, σύμφωνα με την οποία η έννοια της ζημίας κατά τον παρόντα Κανονισμό περικλείει όλες τις συνέπειες των αδικοπραξιών. Η εσωτερική αλληλουχία μεταξύ αυτών των διατάξεων είναι σαφής και το άρθρο 15 θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εξειδίκευση της γενικής διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Κανονισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων κατά τα άρθρα 3 παρ.1 ΚΠολΔ, 5 παρ.1, 10,11 παρ.1 και 13 παρ.2 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012 " Διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση & εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές-εμπορικές υποθέσεις" και δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά σε αυτήν του τόπου στάθμευσης του ζημιογόνου οχήματος, και κρίνοντας ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δε έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης. Επίσης, εφαρμοστέο τυγχάνει, το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4 παρ. 1, 15 και 18 του Κανονισμού Ε.Ε. 854/2007, ... ως δίκαιο της χώρας κατοικίας των εναγόντων, που επήλθε η επικαλούμενη ζημία -ψυχική οδύνη, που υπέστησαν από το θάνατο του συγγενούς τους σε τροχαίο ατύχημα, που έλαβε χώρα, σε άλλο κράτος - μέλος της Ε. Ε. και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί δεύτερος, τέταρτος και πέμπτος λόγος της έφεσης...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκρινε ότι στην ένδικη περίπτωση υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και ότι εφαρμοστέο είναι το Ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τον Κανονισμό 854/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 (Κανονισμός Ρώμη II), μετά την έρευνα και των λοιπών λόγων έφεσης, απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατ'ουσίαν. Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, το Εφετείο δεχόμενο ότι στην ένδικη περίπτωση που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας ότι εφαρμοστέος είναι ο υπ' αριθμ 864/2007 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11-7-2007 (Κανονισμός Ρώμη II), που διέπει τις εξωσυμβατικές ενοχές, άρα και την αδικοπραξία, του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος, που έλαβε χώρα στο ... Φιλανδίας, στις …2015, και, ότι αυτό (Εφετείο Αθηνών), ως του τόπου κατοικίας των οικείων του θύματος και επέλευσης της ψυχικής οδύνης, την οποία υπέστησαν λόγω του θανάτου του συγγενούς τους, είχε κατά τόπο αρμοδιότητα και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της απορρέουσας από την προκληθείσα ψυχική οδύνη αξίωσης προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (κρίσεις, περί της κατά τόπον αρμοδιότητας και διεθνούς δικαιοδοσίας, μη πληττόμενες με λόγους αναίρεσης) και, περαιτέρω, ότι εφαρμοστέο είναι το Ελληνικό δίκαιο, ως του τόπου ως του τόπου κατοικίας των οικείων του θύματος και επέλευσης της ψυχικής οδύνης, η οποία συνιστά άμεση ζημία, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον Κανονισμό 854/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 (Κανονισμός Ρώμη II) και ειδικότερα το άρθρο 4 παρ.1 αυτού, με ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στο πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου, τους οποίους δεν παραβίασε ευθέως, συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης αναίρεσης, αποδίδοντας στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού ΕΕ 854/2007 για το εφαρμοστέο στις εξωσυμβατικές ενοχές δίκαιο, δέχθηκε ως εφαρμοστέο επί των εκ της αδικοπραξίας του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος, ενδίκων αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων το ελληνικό δίκαιο, κατ' εφαρμογήν του οποίου έκρινε αυτές ως βάσιμες κατ' ουσίαν, ενώ, κατά την άποψή της, εφαρμοστέο ήταν το δίκαιο της Φιλανδίας, κρίνονται, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι άνω λόγοι αναίρεσης. Ένα μέλος του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα η Εισηγήτρια - Αρεοπαγίτης Αντιγόνη Τζελέπη είχε την ακόλουθη γνώμη: Κατά το άρθρ. 267 ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), [πρώην άρθρ. 234 ΣΕΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) και παλαιότερα άρθρ. 177 ΣΕΟΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας)], τα δικαστήρια των κρατών μελών, στα οποία ανακύπτει, σε εκκρεμή σ` αυτά υπόθεση, ζήτημα ερμηνείας του πρωτογενούς ή δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (ΔΕΚ 11.5.2006, Friesland Coberco Dairy Foods, C-11/2005, σκέψεις 35 και 37, Συλλ 2006.Ι-4285) μπορούν ή και υποχρεούνται, αν πρόκειται για δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το εσωτερικό δίκαιο του αντίστοιχου κράτους μέλους, να παραπέμψουν το σχετικό ζήτημα, με προδικαστική απόφασή τους, στο Δικαστήριο της Ένωσης για να αποφανθεί ως προς το ερμηνευτικό αυτό ζήτημα, εφόσον κατά την ανέλεγκτη κρίση τους (ΔΕΚ 18.7.2007, Ministero dell` Industria, C-119/2005, σκέψη 43, Συλλ 2007.Ι-06199, ΟλΑΠ 19/1999) θεωρούν ότι για την έκδοση της δικής τους απόφασης είναι αναγκαία προηγουμένως η έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ πρώην ΔΕΚ). Καθιερώνεται έτσι, με το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής, μια διαδικασία συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου της Ένωσης, με κύριο στόχο τη διασφάλιση της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης, η οποία εξυπηρετεί και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εμπλεκόμενων φυσικών και νομικών προσώπων, αφού η αρχή αυτή ασφαλώς απειλείται, αν οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται διαφορετικά στα κράτη μέλη της Ένωσης. Κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο περιορίζεται στην αποσαφήνισή του και δεν επεκτείνεται στην εφαρμογή του στην ένδικη υπόθεση, η οποία παραμένει έργο αποκλειστικά του εθνικού δικαστηρίου, όπως άλλωστε και η ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος είναι υποχρεωτική όταν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που έχει θέσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Οκτωβρίου 1982, C-283/81, CILFIT κατά Ministero della Sanita, EU:C:1982:335,σκ. 6 επ.), οι οποίες συμπυκνώνονται κατά κύριο λόγο στην αρχή του λεγόμενου acte clair. Συγκεκριμένα, για να χωρεί παραδεκτή υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, ο εφαρμοστέος κανόνας του ενωσιακού δικαίου πρέπει να είναι κατά αντικειμενική κρίση αμφίσημος, όσον αφορά την οφειλόμενη να υιοθετηθεί ερμηνευτική του προσέγγιση. Και δεύτερον -κριτήριο σωρευτικά εφαρμοζόμενο με το πρώτο-, προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται κατά κανόνα όταν δεν υφίσταται επί του συγκεκριμένου θέματος παγιωμένη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επί της τελευταίας αυτής επισήμανσης είναι εν τούτοις απαραίτητη η αποσαφήνιση ότι εν αμφιβολία ο εθνικός δικαστής πρέπει πάντα να επιλέγει την οδό της προδικαστικής παραπομπής, καθότι και επί παγιωμένης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο έχει ενίοτε αξιοποιήσει τη δυνατότητα της προδικαστικής παραπομπής για να εξελίξει ή και να μεταβάλλει κατά περίπτωση τη σχετική του νομολογία. Υπάρχει, δηλαδή, η δυνατότητα επαναξιολόγησης εκ μέρους του ίδιου του ΔΕΕ των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, στο πλαίσιο μιας δεύτερης δικαιοδοτικής αξιολόγησης εμπλουτισμένης με τα κριτικά επιχειρήματα που διατυπώνει επί της πρώτης δικαιοδοτικής κρίσης το παραπέμπον εθνικό Δικαστήριο που διαφωνεί. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ για ζητήματα ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου είναι απολύτως δεσμευτικές erga omnes. Κάθε απόφαση του ΔΕΕ επί προδικαστικής παραπομπής δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται ,επιπλέον, όμως, δεσμεύει και τα υπόλοιπα εθνικά δικαστήρια ( βλ. και Δελτίου Τύπου ΔΕΕ Νο 58/2020, 8 Μαΐου 2020). Οι αποφάσεις του ΔΕΕ δεν περιορίζονται στα στενά όρια των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του. Διαφυλάσσουν και αναπτύσσουν το περιεχόμενο του ενωσιακού δικαίου δεσμεύοντας με τον τρόπο αυτό τον εθνικό δικαστή. Με τη δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής εξυπηρετείται ο σκοπός της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, για τις ανάγκες της οποίας επιτρέπεται και νέα παραπομπή του ζητήματος στο Δικαστήριο της Ένωσης, αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι αντιμετωπίζει δυσχέρειες κατανόησης ή εφαρμογής της απόφασης που εκδόθηκε ήδη σε προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα ή όταν υποβάλλεται στο Δικαστήριο νέο νομικό ζήτημα ή νέα στοιχεία, ικανά να το οδηγήσουν σε διαφορετική ερμηνεία [C-561/19, της 6-10-2021, Consorzio Italian Management ("Cilfit 2 ") (μειζ.). Επαναπροσδιορισμός των περιπτώσεων όπου δικαστήριο τελευταίου βαθμού κράτους μέλους υποχρεούται σε υποβολή προδικαστικού ερωτήματος] . Mάλιστα , σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ(τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Οκτωβρίου 2024 στην υπόθεση C-144/23(KUBERA, trgovanje s hrano in pijao, d.o.o.κατά Republika Slovenija, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο, Σλοβενίας, το εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας (του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου), είναι υποχρεωμένο να κρίνει αιτιολογημένα αν την τυχόν απόφασή του να μην υποβάλει αίτημα προδικαστικής παραπομπής, παρά την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, η ελληνική νομολογία έχει αναγνωρίσει την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο (ΟλΑΠ 11/2013, ΟλΑΠ 23/1998, ΑΠ 1275/2019). Όσον αφορά το θέμα της συμμόρφωσης του εθνικού δικαστή με τις αποφάσεις ΔΕΕ, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων δέχεται ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, έτσι ώστε να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις ΔΕΕ (ΟλΑΠ 16/2013).Στα πλαίσια αυτής της υποχρέωσης αναγνωρίσθηκε όχι μόνο η θετική υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εφαρμόζει τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, αλλά και η αρνητική του υποχρέωση να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου, που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του ενωσιακού δικαίου ( ΟλΑΠ 11/2013, ΑΠ 926/2011, ΑΠ 631/2011). Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τα ως άνω, εάν το ΔΕΕ έχει αποφανθεί επί της ερμηνείας διάταξεων του ενωσιακού δικαίου, το εθνικό δικαστήριο και δη το δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, οφείλει να συμμορφωθεί με αυτήν και εάν διαφωνεί να υποβάλει νέο προδικαστικό ερώτημα θέτοντας νέα στοιχεία ,αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα του και υποστηρίζοντας διαφορετική ερμηνεία. Στη προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το ΔΕΕ με την προπαρατεθείσα με αριθμό C-350/14(10-12-2015) απόφασή του δέχθηκε ότι το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ έχει την έννοια ότι προς προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε εξωσυμβατική ενοχή απορρέουσα από τροχαίο ατύχημα, οι ζημίες που συνδέονται με το θάνατο ατόμου εξαιτίας ενός τέτοιου ατυχήματος εντός ενός κράτους μέλους, τις οποίες υφίστανται οι οικείοι του θύματος αυτού, που κατοικούν εντός άλλου κράτους μέλους, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως έμμεσα αποτελέσματα του εν λόγω ατυχήματος υπό της έννοια της εν λόγω διάταξης. Το σχετικό προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του F. L., κατοίκου Ρουμανίας και της ιταλικής ασφαλιστικής εταιρίας Allianz Spa, σχετικά με αποζημίωση αφορώσα περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία που ο ανωτέρω υπέστη λόγω του θανάτου της θυγατέρας του σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στην Ιταλία. Ειδικότερα, η διαφορά ανέκυψε από το ότι Ρουμάνος υπήκοος άσκησε αγωγή ενώπιον ιταλικού δικαστηρίου εναντίον ασφαλιστικής εταιρίας με αίτημα την αποκατάσταση της περιουσιακής και μη περιουσιακής ζημίας που υπέστη από τη θανάτωση της θυγατέρας του, Ρουμάνας υπηκόου και κατοίκου Ιταλίας, σε θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στην Ιταλία από άγνωστο αυτοκίνητο. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης το ΔΕΕ στην αιτιολογία της απόφασης του δέχθηκε , μεταξύ άλλων, τα εξής : ι) σκέψη 21η : "όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη II, ότι από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο (βλ. επ' αυτού, απόφαση ...... και ....., C-26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 37). Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της οικείας διατάξεως αλλά και το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση ......, C-237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)", ιι) σκέψη 22η και 23η: "...κατά το άρθρο 2 του κανονισμού Ρώμη II, η "έννοια της ζημίας περικλείει όλες τις συνέπειες των αδικοπραξιών". Ωστόσο, προς προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σε εξωσυμβατική ενοχή απορρέουσα από αδικοπραξία, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ως εφαρμοστέο το δίκαιο της χώρας όπου επέρχεται "η ζημία", ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία συνέβη το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας αυτής και εκείνης ή εκείνων στις οποίες επέρχονται "έμμεσα αποτελέσματα" του γεγονότος αυτού. Η ζημία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, προς προσδιορισμό του τόπου στον οποίο επέρχεται η ζημία, είναι η άμεση ζημία, όπως τούτο προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 του εν λόγω κανονισμού. Σε περιπτώσεις προσωπικής ή περιουσιακής ζημίας, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού Ρώμη II, ότι η χώρα όπου επέρχεται η άμεση ζημία είναι η χώρα εντός της οποίας προκλήθηκε η προσωπική ή η περιουσιακή ζημία. Επομένως, όταν είναι δυνατό να προσδιοριστεί η επέλευση άμεσης ζημίας, πράγμα το οποίο συνήθως συμβαίνει στα τροχαία ατυχήματα, ο τόπος της άμεσης ζημίας είναι το κρίσιμο συνδετικό στοιχείο για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, ανεξαρτήτως των εμμέσων αποτελεσμάτων του ατυχήματος αυτού", ιιι) σκέψη 26η και 27η "Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 15, στοιχείο στ, του εν λόγω κανονισμού, που προβλέπει ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι αυτό που ορίζει ποια είναι τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να επικαλεστούν ζημία, δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό καλύπτει την επίμαχη περίπτωση της κύριας δίκης, όπου οι οικείοι του θύματος υπέστησαν ζημία. Πράγματι, όπως εξέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με το άρθρο 11, στοιχείο ζ, της προτάσεώς της κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές ("ΡΩΜΗ II") [COM(2003) 427 τελικό], νυν άρθρο 15, στοιχείο στ, του κανονισμού Ρώμη II, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζει επίσης τα άτομα που δικαιούνται αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία αυτά υπέστησαν προσωπικά. Η εν λόγω έννοια ρυθμίζει ιδίως το αν κάποιο άτομο πέραν του "αμέσου ζημιωθέντος" μπορεί να επιτύχει αποκατάσταση της βλάβης την οποία αυτό υπέστη "εξ ανακλάσεως", ως συνέπεια της ζημίας του θύματος. Η βλάβη αυτή μπορεί να είναι ηθική, για παράδειγμα, η οδύνη που προκαλείται από τον θάνατο οικείου, ή περιουσιακή, για παράδειγμα, η ζημία των τέκνων ή του συζύγου του θανόντος", iv) σκέψη 28η "Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει καταρχάς να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο σε ένα νομικό γεγονός, ώστε να μπορεί στη συνέχεια να προσδιοριστεί, βάσει αυτού, ποια είναι τα άτομα που υφίστανται ζημία η οποία γεννά δικαίωμα αποκαταστάσεως". Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση αφενός μεν στο άρθρο 15 καθορίζονται τα θέματα ( μεταξύ των οποίων και ο προσδιορισμός των προσώπων που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν ..) που θα διέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο και αφετέρου η περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία που έχουν υποστεί λόγω θανάτου μέλους της οικογένειάς τους οι ενάγοντες αποτελεί με την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού έμμεσο αποτέλεσμα του τροχαίου ατυχήματος της κύρια δίκης. Στην υπό κρίση περίπτωση το ένδικο τροχαίο ατύχημα, από το οποίο προκλήθηκε ο θανάσιμος τραυματισμός του Έλληνα υπηκόου Μ. Β., συνέβη στο ... της Φινλανδίας, ενώ η αγωγική αξίωση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων που κατοικούν στην Ελλάδα συνίσταται στην χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του τελευταίου, που είναι γιός της πρώτης και δεύτερου από αυτούς και εγγονός της τρίτης και τέταρτης από αυτούς . Κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ, για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου επί τροχαίων ατυχημάτων που παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως αυτό ερμηνεύθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση του ΔΕΕ, οι ζημίες που συνδέονται με το θάνατο του Μ. Β. εξαιτίας του τροχαίου ατυχήματος που συνέβη εντός του κράτους μέλους της Φινλανδίας και τις οποίες υφίστανται οι οικείοι του θύματος αυτού ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, που κατοικούν εντός του κράτους μέλους της Ελλάδος, χαρακτηρίζονται ως έμμεσα αποτελέσματα του εν λόγω ατυχήματος. Συνακόλουθα, εφαρμοστέο δίκαιο στην υπό κρίση περίπτωση είναι το δίκαιο του τόπου επέλευσης της άμεσης ζημίας, ήτοι το δίκαιο της Φινλανδίας. Ενόψει των παραπάνω, με το να δεχθεί το Εφετείο ότι με τη διάταξη του άρθρου 15 του με αρ. 864/2007 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 προσδιορίζεται ευρύτερα το εφαρμοστέο δίκαιο και επομένως στην περίπτωση θανάτωσης έλληνα υπηκόου συνεπεία αδικήματος διαπραχθέντος στην Φινλανδία, τόπος επέλευσης της ζημίας σύμφωνα με τα άρθρο 2,4 παρ. 1, 15 και 18 του Κανονισμού εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η επικαλούμενη ζημία-ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο συγγενούς τους οι ενάγοντες που είναι κάτοικοι Ελλάδος, ήτοι ο τόπος κατοικίας τους και όχι το Φινλανδικό Δίκαιο, το οποίο ήταν εφαρμοστέο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας και δη σύμφωνα με την κρίνασα επί ομοίου ζητήματος απόφαση του ΔΕΕ, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού. Πλην όμως, οι περισσότερες έννομες τάξεις των κρατών μελών της ΕΕ δεν γνωρίζουν το θεσμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στην έκταση και την ευρύτητα που τον αναγνωρίζει το ελληνικό εσωτερικό δίκαιο (αρθρ. 932ΑΚ) και ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου Section 4a (61/1999) του Tort Liability Act (412/1974) της Φινλανδίας της οποίας το δίκαιο κρίνεται, κατά τα άνω, ως εφαρμοστέο, λόγω του τόπου επέλευσης της άμεσης ζημίας: "αποζημίωση λόγω της αγωνίας που προξενήθηκε από το θάνατο, δικαιούνται οι γονείς, τα παιδιά και κάθε παρόμοιο πρόσωπο που ήταν ιδιαίτερα κοντά στο θύμα, αν ο θάνατος προκλήθηκε με δόλο ή από βαρειά αμέλεια και εφόσον η απονομή της αποζημίωσης παρίσταται εύλογη ενόψει της στενής σχέσης μεταξύ του θανόντος και του αξιούντος αποζημίωση την φύση της πράξεως και άλλες συνθήκες". Με την ως άνω διάταξη, η οποία κρίνεται εφαρμοστέα, σύμφωνα και με την ως άνω δοθείσα από το ΔΕΕ ερμηνεία αναφορικά με την έννοια της άμεσης ζημίας της διάταξης του άρθρου 4 του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ, και με το εξ αυτής ανεπιεικές αποτέλεσμα της μη χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των οικείων του θύματος του ένδικου εξ αμελείας τροχαίου ατυχήματος και του αντίστοιχου αποκλεισμού ευθύνης των υπόχρεων από αυτό, αναιρείται η επίτευξη ενός εκ των βασικών στόχων του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ, ήτοι η εξασφάλιση εύλογης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του φερομένου ως υπαιτίου και του ζημιωθέντος, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τη δοθείσα ερμηνεία του ΔΕΕ, επί θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος ο αμέσως ζημιωθείς είναι μόνο ο θανατωθείς. Συγκεκριμένα, εφαρμόζοντας το ενωσιακό δίκαιο με την ερμηνεία στην οποία προέβη το ΔΕΕ στην υπο κρίση περίπτωση, όπως και στις πλείστες των περιπτώσεων, οι οικείοι του θανατωθέντος θύματος του τροχαίου ατυχήματος δεν θα ικανοποιηθούν χρηματικά για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν, με αντίστοιχη απαλλαγή των υπόχρεων προς αποζημίωση. Για το λόγο αυτό συντρέχει περίπτωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, προκειμένου να επαναξιολογηθεί το νομικό ζήτημα της έννοιας της ζημίας και των ατόμων που δικαιούνται αποκατάσταση αυτής (ζημίας), υπό το πρίσμα νέων στοιχείων και επιχειρημάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 15 στ του Κανονισμού Ρώμη
ΙΙ λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη και τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη ρύθμιση αυτή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης". Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, πλην της περιουσιακής κατάστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 22/2023, ΑΠ 1204/2021, ΑΠ 525/2021, Α.Π. 768/2020, Α.Π. 170/2020), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 22/2023,ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1210/2020, ΑΠ 170/2020). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ' αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ ( ΟλΑΠ 10/2017, 9/2015, ΑΠ 823/2023 ΑΠ 858/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 301/2021, ΑΠ 1303/2020). Και τούτο, διότι, μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο - παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 1003/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 934/2020, ΑΠ 642/2020).
Στη προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία επιτρεπτά επισκοπείται, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, το Εφετείο κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, δέχθηκε τα ακόλουθα: ".... Στο ... Φινλανδίας, στο Νότιο μέρος της λίμνης. ... στις … 2015, ημέρα Σάββατο και περί ώρα 10:57, ο M. S. N., υπήκοος Γερμανίας, 24 ετών, οδηγούσε ευρισκόμενος υπό την επήρεια οινοπνεύματος σε ποσοστό 0,58%ο, στην Εθνική Οδό 4 (δρόμο ...), σχεδόν 10 χιλιόμετρα βόρεια από την πύλη ..., με κατεύθυνση προς Βορρά, το με γερμανικές πινακίδες με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε αυτοκίνητό του, το οποίο κατά τον χρόνο εκείνο ήταν ασφαλισμένο, την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του κυρίου, οδηγού και κατόχου του, στην εναγόμενη αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία, που, εδρεύει στη Γερμανία. Στο ανωτέρω αυτοκίνητο επέβαιναν, στη θέση του συνοδηγού, ο Μ. Β. του Ι., 23 ετών (ημερομηνία γέννησης …1993), Έλληνας υπήκοος, ενώ στα πίσω καθίσματα επέβαιναν, η υπήκοος Γαλλίας, Μ. Σ. Χ. Π. (M. S. C. P.), 19 ετών και ο υπήκοος Γερμανίας Μ. Χ. Σ. (M. C. S.), 20 ετών. Η Εθνική Οδός 4 είναι άσφαλτος, ευθεία, χωρίς κλίση, διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας, ανά κατεύθυνση, συνολικού πλάτους επτά μέτρων, με διπλή συνεχόμενη διαχωριστική γραμμή στο μέσο της και, με χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι, στο ρεύμα πορείας του προαναφερόμενου οχήματος υφίσταται δεξιά στροφή και έπεται αριστερή στροφή. Κατά τον ως άνω χρόνο η επιφάνεια του οδοστρώματος ήταν καλυμμένη με πάγο, επικρατούσαν συνθήκες ημέρας, με κανονική ορατότητα, η οποία δεν περιοριζόταν από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, επικρατούσε συννεφιά χωρίς βροχή ή χιονόπτωση, η θερμοκρασία ήταν -6 βαθμούς και η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αραιή. Το όριο ταχύτητας των οχημάτων στο, εν λόγω σημείο της οδού καθορίζεται στα 80 χιλιόμετρα ανά ώρα και στις δύο κατευθύνσεις, στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Βορρά (στα δεξιά της οδού) υφίσταται μεταλλικό προστατευτικό, στηθαίο και ακολουθεί λίμνη, ενώ, στα αριστερά της οδού υφίσταται χωμάτινο πρανές, που καταλήγει σε ανηφορική χωμάτινη πλαγιά με δέντρα. Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, επί της Εθνικής οδού 4, ο J. P. P., 62 ετών, οδηγούσε κανονικά και σύννομα στην αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι προς Νότο, το με φινλανδικές πινακίδες, με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του P. A.. Στο ανωτέρω, όχημα επέβαιναν η J. K. K., 57 ετών, καθώς και ο A. P., 87 ετών. Όταν ο οδηγός Μ. Σ. Ν. (M. S. N.) πλησίασε με το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του στο σημείο με στοιχεία ..., όπου υπήρχε επικίνδυνη, μεγάλη σε μήκος, δεξιά στροφή στην πορεία του, οδηγώντας αμελώς και χωρίς σύνεση απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός του, εξετράπη αριστερά της αρχικής πορείας του, εισήλθε πλαγιολισθαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήτοι προς Νότο, και με το δεξιό πλάγιο τμήμα του οχήματός του (πόρτα συνοδηγού και οπίσθια δεξιά πόρτα) συγκρούσθηκε (στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας προς Νότο) πλαγιομετωπικά με το εμπρόσθιο τμήμα του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, που οδηγούσε κανονικά και σύννομα ο P. J. P.. Αμέσως μετά την σύγκρουση το με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο εξήλθε του οδοστρώματος και κατέπεσε στο χωμάτινο πρανές που ήταν καλυμμένο με χιόνι, με το εμπρόσθιο τμήμα του (μέτωπο προς αριστερά της αρχικής του διεύθυνσης) όπου και ακινητοποιήθηκε, ενώ το έτερο όχημα αμέσως μετά την σύγκρουση περιστράφηκε και ακινητοποιήθηκε διαγώνια ως προς τον άξονα κίνησης της οδού, με μέτωπο προς την λίμνη. Εξαιτίας της σφοδρής σύγκρουσης αμφότερα τα οχήματα επέστησαν σημαντικές υλικές ζημίες, ενώ απεβίωσαν ακαριαία: α) ο Μ. Β., συνοδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητου, β) η Μ. Σ. Χ. Π. (M. S. C. P.), 19 ετών και γ) ο Μ. Χ. Σ. (M. C. S.), που επέβαιναν στα πίσω καθίσματα του ίδιου αυτοκινήτου, ενώ τραυματίστηκαν ο οδηγός του ίδιου αυτοκινήτου, Μ. Σ. Ν., ο του έτερου οχήματος καθώς και οι επιβαίνοντες σε αυτό. Με βάση τα ανωτέρω, την αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση τον επίδικου τροχαίου συμβάντος και των εξ αυτού αποτελεσμάτων φέρει ο Μ. Σ. Ν. (M. S. N.), καθόσον δεν επέδειξε την, κατ' αντικειμενική εκτίμηση, επιμέλεια και προσοχή που θα επεδείκνυε κάθε άλλος μέσος συνετός οδηγός, με βάση τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας και εκείνους της κοινής πείρας και λογικής και ειδικότερα: α) δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση (παράβαση άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. 2696/1999), β) δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, ανάλογα με τις συνθήκες του οδοστρώματος (ολισθηρό οδόστρωμα, καλυμμένο με πάγο) (παράβαση άρθρου 19 παρ. 1 του Ν. 2696/1999), γ) οδηγούσε απρόσεχτα, ευρισκόμενος υπό την επήρεια οινοπνεύματος (0,5 8%ο), όπως αποδείχθηκε μετά το επίδικο τροχαίο ατύχημα (βλ. το από …2016 Ενημερωτικό Σημείωμα για Αστυνομική Έρευνα από την Αστυνομία Λαπωνίας), με αποτέλεσμα να μην έχει πλήρως την συνείδηση των πράξεων του. Η μέθη του αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, καθόσον η ποσότητα οινοπνεύματος, που ανευρέθηκε στο αίμα του, περιορίζει σημαντικά τις πνευματικές και σωματικές ικανότητες για ασφαλή οδήγηση, ήτοι προκαλεί υπερεκτίμηση των οδηγικών δυνατοτήτων, υποβάθμιση ή υποτίμηση των κινδύνων ή του εμποδίου, καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου, παράταση του χρόνου αντίδρασης, καθώς και απότομες και ανακριβείς ή λανθασμένες αντιδράσεις, δ) δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματος του, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες (ολισθηρό οδόστρωμα, καλυμμένο με πάγο, επικίνδυνη στροφή δεξιά της πορείας του, οδός διπλής κατεύθυνσης χωρίς διαχωριστική νησίδα στο μέσο αυτής) κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση, να διακόψει την πορεία του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο, που μπορούσε να προβλεφθεί (παράβαση άρθρου 19 παρ. ,2 του Ν. 2696/1999) και ε) απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός του, εξετράπη αριστερά της πορείας του και παραβιάζοντας την συνεχή διπλή διαχωριστική γραμμή στο μέσο και κατά μήκος της οδού εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήτοι στην κατεύθυνση προς Νότο, παραβιάζοντας την υποχρέωση που είχε, εκ του νόμου, να κινείται, κατά το δυνατόν, στο μέσο της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας, παραχωρώντας, επαρκή χώρο παραπλεύρως στο αντίθετα κινούμενο ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο P. J. P. (παράβαση διατάξεων αρ. 16 παρ. 1 -4, 18 παρ. 1 και 2 του Κ.Ο.Κ). Περαιτέρω, η ένσταση διακινδύνευσης του θανόντος, Μ. Β., για το λόγο άτι αυτός συναίνεσε να επιβιβασθεί στο με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Μ. Σ. Ν., αν και γνώριζε ότι ο τελευταίος τελούσε σε κατάσταση μέθης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών μπορούσε, καθ' οιονδήποτε τρόπο να γνωρίζει εάν ο ανωτέρω οδηγός είχε καταναλώσει αλκοόλ και σε ποια ποσότητα, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η κατανάλωση του οινοπνεύματος έγινε ενώπιόν του ούτε και επίσης αποδείχθηκε ότι υπήρχαν εμφανείς ενδείξεις στην συμπεριφορά του οδηγού περί της επίδρασης του οινοπνεύματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση αυτήν, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Μ. Β. όταν έφτασε η Μονάδα Πρώτης Βοήθειας στον τόπο του ατυχήματος ήταν ήδη νεκρός, στο κάθισμα του συνοδηγού. Στην υπ' αρ. ... ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας, που διενεργήθηκε στο ... στις …2016 με εντολή της Αστυνομίας αναφέρονται τα εξής "Στην κρανιακή βάση βρέθηκε ένα τέλειο εγκάρσια κάταγμα και στον εγκέφαλο ένα έντονο οίδημα, το οποίο ταιριάζει με διάχυτη εγκεφαλική βλάβη. Στο χώρο κάτω από την αραχνοειδή μήνιγγα υπήρχε πολύ αιμορραγία και κάτω από την σκληρή μήνιγγα λίγα πήγματα αίματος. Στα πλευρά βρέθηκαν και στις δύο πλευρές μια σειρά από κατάγματα και με αυτά βρέθηκαν, στο τοίχωμα της θωρακικής κοιλότητας, ρήξεις και στην θωρακική κοιλότητα αρκετά αίμα. Στους πνεύμονες βρέθηκαν κακώσεις και στο δεξιό πνεύμονα ρήξεις. Εκτός από αυτά, το αριστερά τόξο διαφράγματος είχε μια τέτοια ρήξη, ώστε ο στόμαχος και ένα μέρος του εντέρου είχαν μετακινηθεί στη θωρακική κοιλότητα. Στην καρδιά, στο συκώτι και στην σπλήνα υπήρχαν ρήξεις και στην κοιλιακή κοιλότητα υπήρχε λίγο αίμα. Στη λεκάνη και στο δεξί μηριαίο οστό βρέθηκαν συντριπτικά κατάγματα και σε μια εγκάρσια απόφυση ενός οσφυϊκού σπονδύλου ένα κάταγμα. Στο δέρμα υπήρχαν πολλές θλάσεις όχι όμως ένα καθαρό σημάδι από τη ζώνη ασφαλείας... .Σκεπτικό: Το εγκάρσιο κάταγμα της κρανιακής βάσης, στην οποία οι γραμμές του κατάγματος διασχίζουν την κρανιακή βάση, ακολουθώντας την κορυφή της πυραμίδας του λιθοειδούς οστού από την μια πλευρά, στην άλλη, ταιριάζει καλά με ένα τραύμα με μεγάλη, ενέργεια και με αυτό, ότι το κεφάλι αντιμετωπίστηκε μια μεγάλη δύναμη, η οποία επηρέασε το κρανίο σε εγκάρσια κατεύθυνση. Επίσης, τα κατάγματα στη λεκάνη και στο μηριαίο οστό χρειάζονται, ιδιαίτερα, σε έναν νέο άνθρωπο, ένα τραύμα με μεγάλη ενέργεια. Το είδος των τραυμάτων ταιριάζει με αυτά, ότι ο, Β. καθόταν στο δεξί μπροστινό κάθισμα. Σε συγκρούσεις με το πλάι το τοίχωμα του αυτοκινήτου, όταν μπαίνει προς τα μέσα, προκαλεί τυπικά εκτός από τραύματα του κρανίου/εγκεφάλου και κατάγματα λεκάνης και σοβαρά τραύματα του θώρακα. Ούτε η ζώνη δεν προστατεύει από αυτά. Στο πιστοποιητικό θανάτου σημειώνεται ως αιτία θανάτου το πιο σοβαρό τραύμα από τα τραύματα που βρέθηκαν, αλλά σε αυτήν την περίπτωση η εγκεφαλική αιμορραγία, η οποία έχει σχέση με το κάταγμα της κρανιακής βάσης και ο αιμοθώρακας, ο οποίος δημιουργήθηκε από τα κατάγματα των πλευρών, ήταν εξίσου θανατηφόρες. Η κατηγορία θανάτου καθορίζεται από τη βασική αιτία θανάτου και από το ιστορικό της υπόθεσης. Συμπεράσματα: Γι' αυτούς τους λόγους, ως κατηγορία θανάτου, στο πιστοποιητικό θανάτου σημειώθηκε το τροχαίο δυστύχημα και ως βασική αιτία θανάτου η εγκεφαλική αιμορραγία κάτω από την αραχνοειδή μήνιγγα, η οποία είχε σχέση με το εγκάρσιο κάταγμα, και ως αιτία που συμβάλλει στο θάνατο, τα τραύματα στο θώρακα από την σειρά από κατάγματα και ο αιμοθώρακας...". Περαιτέρω, αποδείχθηκε άτι ο θανών, Μ. Β., ήταν ηλικίας 23 ετών, φοιτούσε στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και ασχολείτο ενεργά με τον αθλητισμό και ιδίως με την καλαθοσφαίριση, συμμετέχοντας στον Αθλητικό Σύλλογο "...". Ήταν στενά συνδεδεμένος με τους γονείς του, καθώς και την γιαγιά και τον παππού του από την μητρική γραμμή (ενάγοντες) με σχέσεις αφοσίωσης, αγάπης, στοργής και αρμονίας. Ο θανών ήταν μοναχοπαίδι της πρώτης και δεύτερου των εναγόντων (ήδη πρώτης και δεύτερου των αναιρεσιβλήτων) (ηλικίας 53 και 55 ετών, αντίστοιχα) και εγγονός [σ.σ. της τρίτης και του τέταρτου (αντί του εσφαλμένου της τέταρτης και του πέμπτου)] των εναγόντων (ήδη τρίτης και τέταρτου αναιρεσιβλήτων). Ο αιφνίδιος, απρόσμενος και βίαιος θάνατός του, κάτω από τις ανωτέρω συνθήκες, προκάλεσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, έντονη θλίψη και στενοχώρια στα ανωτέρω μέλη της οικογένειάς του, οι οποίοι συνδέονταν μαζί του με ιδιαίτερη αγάπη, στοργή και στενό ψυχικό δεσμό. Για να επέλθει κάποια εξισορρόπηση στη δυσμενή κατάσταση πού δημιουργήθηκε από την προπεριγραφόμενη αδικοπραξία, για την άμβλυνση αυτής, για την ηθική παρηγοριά και ανακούφιση των εναγόντων, πρέπει να τους επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση. Με βάση τ' ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες επέλευσης τον ένδικου συμβάντος, β) την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος, γ) τις συνθήκες του βίου του θανόντος, την ηλικία του θανόντος (23 ετών) και την ηλικία των εναγόντων, ε) την ένταση του ψυχικού άλγους των εναγόντων, την σχέση τους και το βαθμό της συναισθηματικής τους σύνδεσης με τον θανόντα, στ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, πλην της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, και τις εν γένει περιστάσεις, κατ' εφαρμογή και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και μάλιστα στο βαθμό που δεν παραβιάζεται η Συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ικανοποίηση που δικαιούνται, λόγω της ψυχικής οδύνης τους, ανέρχεται στο ποσό των 100.000,00 ευρώ για έκαστο από τους πρώτη και δεύτερο των εναγόντων και στο ποσό των 45.000,00 ευρώ για έκαστο από τους τρίτη και τέταρτο των εναγόντων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που καθόρισε το ύψος της δικαιούμενης από τους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στα ίδια ποσά δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης...". Κατόπιν τούτου το Μονομελές Εφετείο, δεχθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο -το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε αναγνωριστικά, σε έκαστο των γονέων του θανόντος το ποσό των 100.000 ευρώ και σε έκαστο μάμμη και πάππο από τη μητρική γραμμή το ποσό των 45.000 ευρώ- ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση κατά της εκκληθείσας απόφασης, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, καθορίζοντας δηλαδή τη χρηματική ικανοποίηση των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων στα προαναφερθέντα ποσά, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερβαίνουν και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, είναι αβάσιμος ο τρίτος, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 932 του ΑΚ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ' υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ουσιαστικού δικαίου, επιδίκασε στους προαναφερθέντες αναιρεσιβλήτους, για την προεκτεθείσα αιτία, τα παραπάνω ποσά, τα οποία, όμως, είναι, κατ' αυτήν (αναιρεσείουσα), δυσαναλόγως μεγάλα σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, καθόρισε το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης των αναιρεσειόντων, αφού συνεκτίμησε τα πλέον πρόσφορα, για το σχηματισμό της κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογης, κρίσης του, σχετικά με το ύψος της επιδικαστέας σ' αυτούς χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία, που επικαλέστηκαν, όπως αυτά δέχτηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν και συγκεκριμένα τις λεπτομερώς περιγραφόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση συνθήκες του ατυχήματος, από το οποίο προκλήθηκε ο θανάσιμος τραυματισμός του συγγενικού τους προσώπου, την αποκλειστική υπαιτιότητα του M. S. N. οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος, που ως αποτέλεσμα είχε το θανάσιμο τραυματισμό του συγγενικού προσώπου τους, το είδος του συγγενικού δεσμού τους με τον θανόντα, τις σχέσεις των αναιρεσειόντων με τον τελευταίο (θανόντα), οι οποίες κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν άριστες, την ένταση του ψυχικού άλγους που προκάλεσε στους αναιρεσείοντες ο αιφνίδιος και βίαιος θάνατος του συγγενικού τους προσώπου, την ηλικία των αναιρεσειόντων και του θύματος και, τέλος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, με εξαίρεση αυτή της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική.
Κατόπιν τούτων, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1.1.2016) και να καταδικαστεί, η αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παρόντων κατά τη συζήτηση αναιρεσιβλήτων, που εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ...2022 (αριθμ. εκθ. καταθ. ......2022) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ.......2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία καθώς και της αρχαιοτέρας Αρεοπαγίτου ο β'αρχαιότερος της Συνθέσεως Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ