
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 294 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 294/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη - Εισηγητή, Νικόλαο Πουλάκη και Νίκη Κατσιαούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Α. Ν. του Κ., κατοίκου …..., 2. Κ. Τ. του Χ., κατοίκου ….. και 3. Ι. Θ. του Α., κατοίκου …..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Δημητρίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία "…...." και τον διακριτικό τίτλο "…....", που εδρεύει στην …... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "…...." με τον διακριτικό τίτλο "…..." που εδρεύει στην …... και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Έλενα Χατζάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο …... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 387/2021 μη οριστική και 368/2022 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18-1-2023 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος και υπό την προϋπόθεση ότι η από αυτόν επίσπευση έλαβε χώρα εγκύρως, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, ο Άρειος Πάγος ερευνά αν ο απολειπόμενος ή ο μη παραστάς με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (Ολ.Α.Π. 14/2015). Επίσης, από το άρθρο 143 παρ.1 του KΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος την 1.1.2016 (σύμφωνα με την παρ.4 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του ίδιου νόμου), με το οποίο ορίζεται ότι "ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96, (δηλαδή είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε ειδικά στις εργατικές διαφορές, με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή), είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του", συνάγεται ότι ο δικηγόρος που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του διαδίκου στην πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια δίκη (εφόσον ασκηθεί έφεση) θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του (ΑΠ 5/2024, ΑΠ 1578/2021, ΑΠ 667/2020). Από δε, το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 438 και 104 του KΠολΔ, προκύπτει, ότι από τη μνεία που γίνεται στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης, ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σ` αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος και τη βεβαίωση στο κύριο σώμα αυτής, ότι το δικαστήριο δίκασε κατ` αντιμωλία των διαδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για το διορισμό αυτού ως δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου αυτού, δεδομένου ότι, η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 104 του ως άνω Κώδικα (ΑΠ 5/2024, ΑΠ 57/2023, ΑΠ 1170/2021, ΑΠ 1305/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την με αριθμό 9226Γ/4-7-2023, έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Λάρισας Π. Θ. Ο. ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτή πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση, προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, επιδόθηκε με επιμέλεια των αναιρεσειόντων νομότυπα και εμπρόθεσμα στον Γ. Ζ., πληρεξούσιο δικηγόρο της πρώτης αναιρεσίβλητης, ο οποίος φέρει, κατ` άρθρο 143 παρ. 1 του KΠολΔ, την ιδιότητα του αντικλήτου αυτής για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ.2 του KΠολΔ) α) της με αριθμ. 24/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …... και β) της με αριθμ. 368/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, ο ως άνω δικηγόρος παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης εναγομένης-πρώτης εφεσίβλητης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια δίκη και δεδομένου, ότι δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε με δικόγραφο απ` αυτήν προς τους αναιρεσείοντες η τυχόν αντικατάστασή του. Εφ' όσoν, επομένως, η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε κατά την παρούσα δικάσιμο ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση παράστασής της (άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να δικαστεί ερήμην, η διαδικασία όμως θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρ. 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Με την από 18-1-2023 και με αριθμό κατάθεσης 3/19-1-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 368/26-8-2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών τις: α) από 19-6-2020 και με αριθμό κατάθεσης 27/394/2020 έφεση της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης και β) από 29-5-2020 και με αρ. κατάθεσης 18/274/2020 έφεση της δεύτερης εναγομένης και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, κατά της με αριθμό 24/24-2-2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ….. , που επίσης είχε δικάσει αντιμωλία των διαδίκων κατά την ίδια ειδική διαδικασία την από 27-12-2016 και με αριθμό κατάθεσης ΜΕΙΜΠ 223/27-12-2016 αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, και είχε δεχτεί εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσία την αγωγή. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλόμενη απόφασή του δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσία τις ως άνω εφέσεις των εναγομένων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε και δίκασε την αγωγή, την οποία απέρριψε ως προς τη δεύτερη εναγομένη-δεύτερη αναιρεσίβλητη, ως αβάσιμη κατ' ουσία λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτής και την δέχτηκε ως εν μέρει βάσιμη κατ' ουσία ως προς την πρώτη εναγομένη-πρώτη αναιρεσίβλητη. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοσή της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στις 21-12-2022, 30-12-2022 και 3-1-2023 στους αναιρεσείοντες αντίστοιχα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αναιρετήριο, που δεν αμφισβητούνται από τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, κατ' άρθρο 261 του ΚΠολΔ (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι παραδεκτά διορθώθηκε η επωνυμία της δεύτερης αναιρεσίβλητης εταιρείας με το από 3-11-2023 υπόμνημα των αναιρεσειόντων από "…….." που ήταν προηγουμένως σε "... ...".
Με την προαναφερθείσα αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... οι ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες είχαν εκθέσει ότι προσελήφθησαν από την πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη κατά τους αναφερόμενους χρόνους και υπό τις εκτιθέμενες ειδικότητες με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, όπως για τον καθένα αναφέρεται, για να προσφέρουν τις εργασίες τους στο ... .... Ότι αν και εργάστηκαν στο εργοτάξιο των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων, εκ των οποίων η πρώτη ήταν υπεργολάβος και η δεύτερη ανάδοχος του έργου, κατά το αναφερόμενο για τον καθένα χρονικό διάστημα, οι εναγόμενες δεν τους κατέβαλαν μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Ότι γι' αυτό το λόγο την 15-4-2015 προέβησαν σε επίσχεση εργασίας, την οποία γνωστοποίησαν την επομένη στην πρώτη εναγόμενη. Ότι και μετά την επίσχεση εργασίας τους ουδέν τους καταβλήθηκε μέχρι την 29-2-2016 και 12-1-2016 οπότε η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις εργασίας του πρώτου και τρίτου εξ αυτών αντίστοιχα, ενώ η σύμβαση εργασίας του δευτέρου εξ αυτών έληξε στο τέλος Φεβρουαρίου 2016. Ότι η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων συνιστά και αδικοπραξία, εξαιτίας της οποίας υπέστησαν υπαίτια και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς τους. Ζήτησαν δε στη συνέχεια να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν και κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τα αναφερόμενα για τον καθένα χρηματικά ποσά, για δεδουλευμένες αποδοχές, αποδοχές του χρονικού διαστήματος που τελούσαν σε επίσχεση εργασίας, δώρα εορτών και επιδόματα αδειών, αποδοχές και αποζημίωση μη ληφθείσας κανονικής ετήσιας άδειας, αμοιβή εργασίας Σαββάτου και Κυριακής, για τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων, αμοιβή για υπερεργασία και παράνομη υπερωρία για το δεύτερο των εναγόντων και για την χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου οι ενάγοντες με δήλωσή τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζήτησης, μετέτρεψαν το αίτημα της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, με την 24/2020 απόφασή του, δέχτηκε την αγωγή, κατά την κυρία βάση της, εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσία, και α) υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον η κάθε μια, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 19.281,50 ευρώ και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ, β) αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον η κάθε μία, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 25.657,96 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 90.771,25 ευρώ και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό τω 44.929,88 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Επί των ασκηθεισών εκ μέρους των εναγομένων εταιρειών προαναφερθεισών εφέσεων, εκδόθηκε αρχικά η με αρ. 387/2021 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομισθούν νομιμοποιητικά των εκκαλουσών εταιρειών έγγραφα, και στη συνέχεια εκδοθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, κατά της οποίας προβάλλονται με την υπό κρίση αναίρεση, οι ακόλουθοι λόγοι αναίρεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 KΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118-120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 KΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (ΑΠ 1284/2019, ΑΠ 1003/2017, ΑΠ 1130/2015, ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 864/2010). Αν δε στο δικόγραφο της έφεσης δεν υπάρχει έστω και ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος, τότε το δικόγραφο αυτό είναι άκυρο και η έφεση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (Α.Π. 738//2013, ΑΠ 305/2001). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα περιστατικά που κατά τον εκκαλούντα στοιχειοθετούν την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια ( ΑΠ 574/2018, ΑΠ 1657/2002). Εάν όμως αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 KΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή, τούτο δε επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού ( ΑΠ 202/2019, ΑΠ 574/2018, ΑΠ 738/2013, ΑΠ 104/2013, ΑΠ 1608/2008). Τέλος ναι μεν η αοριστία του δικογράφου της έφεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση ή με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα, έστω και της ιδίας δίκης (ΑΠ 1284/2019, ΑΠ 889/2017, ΑΠ 692/2012), ουδόλως όμως αποκλείεται το περιεχόμενο των προτάσεων του εναγομένου (και ήδη εκκαλούντος) κατά την πρωτόδικη δίκη, με τις οποίες προβάλλονται αμυντικοί κατά της αγωγής ισχυρισμοί αυτού, να αποτελέσει περιεχόμενο αυτού τούτου του δικογράφου της έφεσης, με την ενσωμάτωση των πρωτόδικων προτάσεων στο εφετήριο, οπότε συνιστούν λόγους έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης που δέχθηκε εν όλω ή εν μέρει την κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος αγωγή. Περαιτέρω, με τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 του ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ.Α.Π. 25/2003, Ολ.Α.Π. 3/1997, Ολ.Α.Π. 11/1996). Αντιθέτως δεν αποτελούν ''πράγματα'', και συνεπώς δεν ιδρύουν τον παραπάνω αναιρετικό λόγο οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων ( ΑΠ 14/2022, ΑΠ 110/2020), ούτε οι απλές ή αιτιολογημένες αρνήσεις της αγωγής (ΟλΑΠ 469/1984, ΑΠ 1402/2021, ΑΠ 268/2020, ΑΠ 1691/2019) Ο, εκ του άνω άρθρου, λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π. 25/2003, ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ του πράγματος προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων, γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Α.Π. 14/2022, Α.Π. 667/2018, Α.Π. 76/2016), έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.Α.Π. 11/1996, Α.Π. 330/2022, ΑΠ 1108/2020, Α.Π. 771/2017). Τέλος ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του KΠολΔ λόγος αναίρεσης της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ορισμένους και παραδεκτούς τους λόγους έφεσης, ενώ οι λόγοι ήταν αόριστοι και κατά συνέπεια απαράδεκτοι (ΑΠ 574/2018, ΑΠ 803/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του με αρίθμηση Ι λόγου της αίτησης αναίρεσης, από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 του KΠολΔ (αληθώς όμως μόνο από τους αριθμούς 8 και 14), οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, αν και με τις προτάσεις τους ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αμυνόμενοι κατά της έφεσης της πρώτης αναιρεσίβλητης, προέβαλλαν τον ισχυρισμό ότι η έφεση αυτή είναι αόριστη, για το λόγο ότι δεν περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους έφεσης κατά της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, δεχόμενο ανύπαρκτο λόγο έφεσης, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό τους και ακολούθως παρέλειψε να κηρύξει την έφεση αυτή ως αόριστη και συνακόλουθα απαράδεκτη. Όπως προκύπτει από την από 19-6-2020 προαναφερθείσα έφεση της πρώτης εναγομένης-πρώτης αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσία η ένδικη αγωγή των εναγόντων-αναιρεσειόντων κατ' αυτής, την οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα του οικείου λόγου αναίρεσης, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η πρώτη εναγομένη τότε εκκαλούσα διέλαβε τα ακόλουθα: " Εκκαλώ ενώπιον του Δικαστηρίου σας την υπ' αρ. 24/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... ....... Διότι εσφαλμένως και μη νομίμως και κατ' εσφαλμένη και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν, ήτοι εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων κλπ και χωρίς την κατά νόμο επιβαλλόμενη πλήρη και επαρκή αιτιολογία και κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΑΚ και του ΚΠολΔ, η εκκαλουμένη απόφαση έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή των αντιδίκων.......ενώ κατ' ορθή εκτίμηση των ιδίων παραπάνω αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη...ως μη νόμιμη και ουσιαστικά αβάσιμη". Ακολούθως, με αναφορά στις παραδεκτώς ενσωματωμένες στο δικόγραφο της έφεσης προτάσεις και την επ' αυτών προσθήκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπου περιέχονται όλοι οι επί μέρους αμυντικοί κατά της αγωγής ισχυρισμοί και ενστάσεις αυτής, προέβαλλε τα ακόλουθα: "Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει από σοβαρά και νομικά ελαττώματα, αφού δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, δεν έλαβε το Δικαστήριο υπόψη του όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και μάλιστα έλαβε υπόψη άκυρη ένορκη βεβαίωση των αντιδίκων, δεν απάντησε στις ενστάσεις και στους ισχυρισμούς μου και απέρριψε σιωπηρά τα αιτήματά μου, όπως αναπτύσσονται ανωτέρω στις πρωτόδικες προτάσεις και στην προσθήκη μου, τις οποίες επαναφέρω ως λόγο εφέσεως πλέον. Ειδικότερα, δεν εξέτασε και δεν έλαβε υπόψη την ένσταση εξόφλησης κάθε απαίτησης των εναγόντων πλην του δευτέρου Κ. Τ. (....), την ένσταση αοριστίας της αγωγής (...), το αίτημα επίδειξης εγγράφων (...), την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και την ακυρότητα της 11856/11-6-2018 ένορκης βεβαίωσης...Αιτούμαι: Να γίνει δεκτή η έφεσή μου. Να εξαφανιστεί στο σύνολό της, άλλως μερικώς....η προσβαλλομένη υπ' αρ. 24/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου .... Να απορριφθεί η αγωγή των αντιδίκων μου...". Με το περιεχόμενο αυτό, η έφεση της πρώτης εναγομένης-πρώτης αναιρεσίβλητης, με την οποία αυτή παραπονείτο κατά της πρωτόδικης απόφασης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, με αναφορά των συγκεκριμένων ισχυρισμών και ενστάσεών της και των πραγματικών περιστατικών που στηρίζονται και απορρίφθηκαν από την εκκαλουμένη, χωρίς να είναι απαραίτητη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αναφορά της σχετικής διάταξης του νόμου, εφόσον αυτή ευχερώς προέκυπτε, από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είχε τη δυνατότητα το δικαστήριο να υπαγάγει στην αντίστοιχη διάταξη του νόμου, και χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αρκούσας της μνείας περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, περιλαμβάνουσα τελικώς και αίτημα απόρριψης της αγωγής, ήταν πλήρως ορισμένη, περιείχε δε πλήρεις, ορισμένους και σαφείς λόγους έφεσης. Το Εφετείο, που, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε την έφεση ορισμένη και τους με αυτή προβαλλόμενους λόγους, που συνίσταντο κατά τα ανωτέρω σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ορισμένους και ακολούθως ερεύνησε αυτούς κατ' ουσία, έλαβε υπόψη τον προαναφερθέντα περί αοριστίας της από 19-6-2020 έφεσης της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, ισχυρισμό των εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσειόντων και τον απέρριψε, με την περί του αντιθέτου κρίση του, ορθώς δε δεν απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επομένως κατά το πρώτο σκέλος του ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 3 παρ. 1, 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του Α.Ν. 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.15 του Ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται "κανονική άδεια" για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως από το νόμο και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να χορηγήσει την άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται. Η αίτηση, την οποία ενδεχομένως θα υποβάλει ο μισθωτός, έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός επιθυμεί να λάβει την άδεια. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλε εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αυτουσίως (αποδοχές αδείας). Εάν, πέραν τούτου, η μη χορήγηση της άδειας μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του εργοδότη (ακόμη και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας), αυτός οφείλει, ως αστική ποινή, προσαύξηση 100% επί των αποδοχών αδείας. Το πταίσμα του εργοδότη τεκμαίρεται, όταν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια αυτουσίως, αλλά ο εργοδότης απέφυγε να τον ικανοποιήσει (ΑΠ 248/2020, ΑΠ 902/2017, ΑΠ 1420/2015). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ.4 και 216 παρ.1α` ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, καθιστά την αγωγή αόριστη. Η αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, σχετικά με τη νομική θεμελίωση αυτής, αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος ή αν, αντιθέτως, αρκέσθηκε σε λιγότερα. Αν τυχόν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονται στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Αν όμως το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1409/2014). Περαιτέρω, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων για προσαύξηση 100% των αποδοχών άδειας παρελθόντων ετών, πρέπει να αναφέρεται σε αυτή, εκτός των άλλων, ότι ο εργαζόμενος ζήτησε την άδειά του για τα συγκεκριμένα έτη και ο εργοδότης αρνήθηκε να τη χορηγήσει, εξαναγκάζοντάς τον στην παροχή εργασίας κατά το χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια.(ΑΠ 248/2020, ΑΠ 889/2017, ΑΠ 1985/2017, ΑΠ 1110/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένδικη αγωγή οι αναιρεσείοντες, σχετικά με τις αποδοχές άδειας και την αστική ποινή της προσαύξησης κατά 100% επ' αυτών που ζήτησαν να τους καταβληθούν, εκθέτουν υπό τα κεφάλαια Δ και στις αντίστοιχες σελίδες 6, 12, 24, αντιστοίχως για τον καθένα, τα εξής: " Επειδή κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια αναψυχής, δικαιούται αποδοχές άδειας (χωρίς να εργάζεται) καθώς και επίδομα αδείας (άρθρο 3 παρ. 16 ν. 4504/1966). Το επίδομα αδείας σε περίπτωση υπαλλήλου όπως εγώ ορίζεται στο 1/2 του μισθού, η δε αποζημίωση αδείας σε περίπτωση μη χορήγησης, ορίζεται σε 1 μισθό με προσαυξημένη-ποινή 100% καθόσον όπως ήταν φυσικό παρόλο που ζητήθηκε επιμόνως έως τους μήνες Ιούλιο-Αύγουστο κατ' έτος, από υπαιτιότητα τους δεν μου χορηγήθηκε, του νομίμου εκπροσώπου της ισχυρισθέντος ότι η άρνηση οφείλεται σε φόρτο εργασιών. Έτσι μου οφείλουν: Επίδομα αδείας....2. Αποζημιώσεις αδειών 2013 μισθός 1125 χ 2= 2250 ευρώ, με το νόμιμο τόκο........και συνολικά το ποσό των ...... ευρώ, με το νόμιμο τόκο...". Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την αγωγή , ως προς το αίτημα αυτό, ορισμένη και νόμιμη και εν συνεχεία, βάσιμη κατ' ουσία. Επί της ασκηθείσας από την πρώτη εναγομένη-πρώτη αναιρεσίβλητη έφεσης, το Εφετείο, ερευνώντας σχετικό λόγο της έφεσης, με τον οποίο επανέφερε ενώπιόν του παραδεκτώς τον σχετικό περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμό της, που είχε προβάλλει πρωτοδίκως, σχετικά και με το αίτημα αυτό, έκρινε ότι η αγωγή, ως προς το κεφάλαιο αυτό, είναι αόριστη "αφού ουδόλως σε αυτήν εκτίθετο ότι οι ενάγοντες ζήτησαν γραπτώς ή προφορικώς, εγκαίρως, την άδεια τους αυτούσια (in natura) για τα συγκεκριμένα έτη και ότι η πρώτη εναγομένη αρνήθηκε να τους τη χορηγήσει, εξαναγκάζοντας τους στην παροχή εργασίας κατά τον χρόνο ακριβώς κατά τον οποίο έπρεπε αυτοί να λάβουν την άδεια, παρά μόνο η καταβολή επιδόματος αδείας, το οποίο η ω άνω προσαύξηση δεν αφορά.". Όμως, με το προαναφερθέν περιεχόμενο η αγωγή κατά το σχετικό κεφάλαιό της, που αφορούσε την προσαύξηση κατά 100% των αποδοχών αδείας των ετών 2012 (2013 για τον πρώτο ενάγοντα) έως 2015, για τις ημέρες αυτής που δεν χορηγήθηκαν, είναι ορισμένη, περιέχουσα όλα τα από τις προαναφερθείσες διατάξεις προβλεπόμενα στοιχεία και ειδικότερα στην αγωγή εκτίθεται με σαφήνεια, ότι οι ενάγοντες ζήτησαν τη δικαιούμενη από το νόμο άδεια αναψυχής κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο κάθε έτος, η οποία όμως δεν τους χορηγήθηκε από υπαιτιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, ο οποίος αρνούμενος, ισχυρίστηκε ότι η άρνησή του οφείλεται σε φόρτο εργασιών και δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο της αγωγής να αναφέρεται ότι το αίτημά τους υπέβαλαν γραπτώς ή προφορικώς ή η αναγραφή των ημερομηνιών που οι ενάγοντες ζήτησαν την άδειά τους κάθε έτος (ΑΠ 889/2017), ούτε να αναφέρεται ότι εξαναγκάστηκαν στην παροχή της εργασίας τους κατά τον δικαιούμενο χρόνο της άδειας αναψυχής, αφού η άρνηση χορήγησής της, από τον νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, ενέχει αφ' εαυτής το στοιχείο αυτό, δηλαδή της παροχής της εργασίας τους από τους ενάγοντες κατά το χρονικό αυτό διάστημα για το οποίο ζήτησαν την χορήγηση της άδειας αναψυχής. Επομένως, το Εφετείο, που δέχτηκε τον σχετικό λόγο της έφεσης της πρώτης εναγομένης, ως βάσιμο κατ' ουσία και ακολούθως, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιο και δικάζοντας επί της αγωγής απέρριψε αυτήν κατ' αυτό, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, υπέπεσε στις από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 KΠολΔ πλημμέλειες και ο με αρίθμηση Ι λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο οι αναιρεσείοντες παραπονούνται για την, παρά το νόμο, μη λήψη υπόψη από το Εφετείο των εκτιθεμένων στην αγωγή τους στοιχείων, ως προς το ως άνω αίτημά τους και την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είναι βάσιμος.
Στο πλαίσιο της καθιερούμενης από το άρθρο 106 KΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή (ΑΠ 337/2021, ΑΠ 953/2020). Έλλειψη αιτήσης υπάρχει και συνεπώς υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο εκ του άρθρου 559 αρ. 9 KΠολΔ, η από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έρευνα κεφαλαίου, που δεν έχει προσβληθεί με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 1033/2018, ΑΠ 1348/2006). Ειδικότερα, από το άρθρο 522 KΠολΔ προκύπτει ότι η εξουσία του Εφετείου περιορίζεται στην έρευνα των κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης, που προσβλήθηκαν με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής (ΑΠ 871/2018, ΑΠ 1415/2007). Κατά την ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 522 του ΚΠολΔ γίνεται όμως παγίως δεκτό ότι αν ασκήσει έφεση ο εναγόμενος παραπονούμενος μόνο για την ουσιαστική παραδοχή της σε βάρος του αγωγής (ή ο ενάγων παραπονούμενος μόνο για την ουσιαστική απόρριψη της αγωγής του), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο πλαίσιο του προβλεπόμενου από την ως άνω διάταξη μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δύναται αυτεπάγγελτα και χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου στην έφεση να προβεί στην έρευνα του παραδεκτού της αγωγής, όπως είναι το ζήτημα του ορισμένου ή μη αυτής και να την απορρίψει ως αόριστη (ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 769/2017) ή της νομικής βασιμότητας αυτής και να την απορρίψει ως μη νόμιμη (ΑΠ 824/2022, ΑΠ 782/2019, ΑΠ 1631/2017), χωρίς τούτο να συνιστά χειροτέρευση κατ' άρθρο 536 του ΚΠολΔ της θέσης του εκκαλούντος. Πολλώ δε μάλλον μπορεί να ερευνήσει τα στοιχεία του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας της αγωγής, που έγινε πρωτοδίκως εν όλω ή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία, αν υποβάλλεται, έστω επιγραμματικά και σχετικό παράπονο εκ μέρους του εκκαλούντος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμός 9 ΚΠολΔ "αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη". Ο όρος "επιδίκασε" σημαίνει ότι το δικαστήριο αποφάσισε σχετικά σε αίτημα, έστω και με αναγνωριστική διάταξη (ΑΠ 1811/2009). Δηλαδή, όταν το δικαστήριο επιδίκασε ή αναγνώρισε ή προέβη σε διάπλαση, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο αίτημα (ΑΠ 1033/2018, ΑΠ 1708/2014, AΠ 858/2011). Εξάλλου, επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος υπάρχει και ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ αν το Εφετείο εξαφάνισε την απόφαση ως προς μη εκκληθέν κεφάλαιο, που δεν προσβληθηκε και δεν μεταβιβάστηκε κατά τούτο η υπόθεση σ' αυτό (ΑΠ 871/2018, ΑΠ 1415/2007). Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, κατά το τρίτο σκέλος του, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, χωρίς ειδικό παράπονο της πρώτης εναγομένης-πρώτης αναιρεσίβλητης και αντίστοιχη παραδοχή λόγου έφεσης, ερεύνησε την ένδικη αγωγή ως προς την νομική βασιμότητα του αιτήματος των εναγόντων, περί επιδίκασης σ' αυτούς χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της σε βάρος τους τελεσθείσας αδικοπραξίας της πρώτης εναγομένης, από τη μη ικανοποίηση των αγωγικών μισθολογικών τους αξιώσεων, το οποίο είχε κριθεί πρωτοδίκως νόμιμο και έγινε εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ` ουσίαν, ακολούθως δε κρίνοντας αυτό μη νόμιμο εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια, από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 KΠολΔ. Ο λόγος αυτός, κατά το τρίτο σκέλος του, σύμφωνα και με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι, εφόσον η πρώτη εναγομένη εταιρεία άσκησε έφεση, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η αγωγή των εναγόντων-αναιρεσειόντων κατά το αίτημα αυτής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης είχε γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής, παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (σελ. 16 υπό ΙΙΙ του εφετηρίου) και παράλληλα διαλαμβάνοντας το ειδικότερο παράπονο, ότι η ένδικη αγωγή κατά το αίτημα αυτής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι αόριστη (σελ. 11 υπό 2 β του εφετηρίου), το Εφετείο μπορούσε ακόμα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη. Με τον με αρίθμηση
ΙΙ λόγο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι ότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, ενώ κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης της πρώτης εναγομένης εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κατ' αρχήν εν μέρει, ως προς τα κεφάλαια περί προσαύξησης αποδοχών και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, στη συνέχεια, αφού ερεύνησε και τους λοιπούς λόγους της έφεσης των αντιδίκων προχώρησε στην καθολική επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης με τον καθολικό επανέλεγχο όλων των αγωγικών κονδυλίων, υποπίπτοντας στις ακόλουθες πλημμέλειες: α) με το πρώτο σκέλος, στις από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι θεώρησε επαρκείς τις αιτιάσεις και τους ισχυρισμούς των αντιδίκων περί εσφαλμένης εκτίμησης των εν γένει αποδείξεων, χωρίς οι αντίδικες να αναφέρουν έστω και γενικά τις αποδείξεις αυτές και το κυριότερο χωρίς να προσδιορίζουν πως το αποδιδόμενο από αυτές σφάλμα (κακή εκτίμηση αποδείξεων) επέδρασε στο διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, β) με το δεύτερο σκέλος, στις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 520, 522 και 534 ΚΠολΔ, εκφεύγοντας από τα όρια της έκτασης του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, αφού εξέτασε όλα τα αγωγικά κεφάλαια τα οποία δεν μεταβιβάστηκαν ενώπιον του με τις εφέσεις των αντιδίκων και τους αόριστους λόγους έφεσης της πρώτης και επαναπροσδιόρισε στη συνέχεια τα κονδύλια της αγωγής επιδικάζοντας μειωμένα ποσά, γ) με το τρίτο σκέλος, στην από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι χωρίς να προβληθεί παράπονο από τις αντίδικες ως προς μη εκκληθέντα απ' αυτές κεφάλαια, παρότι δηλαδή δεν υπήρχε ορισμένος λόγος έφεσης σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένα εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ολοσχερώς και όχι εν μέρει, όπως αναφέρει στο διατακτικό και δ) με το τέταρτο σκέλος, στην από τον αριθμό 19 σε συνδυασμό με τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι δεν προέβη σε ορθή νομική υπαγωγή των ως άνω διατάξεων των άρθρων 520, 522 και 534 ΚΠολΔ, ενώ κατά τη διαμόρφωση του πορίσματος του διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες, καθόσον, αν και αρχικά στο σκεπτικό αναφέρει ότι θα προβεί σε καθολικό επανέλεγχο της ουσίας της διαφοράς, ακολούθως αναφέρει ότι η εκκαλουμένη δεν θα εξαφανιστεί και στη συνέχεια ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης της πρώτης εναγομένης και να εξαφανιστεί (η εκκαλουμένη απόφαση) και κατά το υπόλοιπο μέρος, με αποτέλεσμα να υπάρχει αντίφαση μεταξύ των αιτιολογιών και του διατακτικού, άλλως η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις (αριθμός 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) καθώς υφίσταται αντίφαση που προκύπτει από το διατακτικό της, ώστε εμφανίζεται αβεβαιότητα ως προς τη διάγνωση και διάπλαση που έλαβε χώρα. Ο λόγος αυτός: 1) κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που εκτίθενται κατά την έρευνα του πρώτου σκέλους του με αρίθμηση Ι λόγου της αίτησης αναίρεσης, εφόσον οι εναγόμενες-αναιρεσίβλητες αποδίδουν στην εκκαλουμένη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 KΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή, και συνεπώς επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (ΑΠ 574/2018), 2) κατά το δεύτερο σκέλος του, ενόψει ότι οι διατάξεις των άρθρων 520, 522 και 534 ΚΠολΔ είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, είναι απαράδεκτος, καθόσον η παράβαση των κανόνων του δικονομικού δικαίου, δηλαδή όσων καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και την μορφή της ένδικης προστασίας, δεν ελέγχεται με τον παραπάνω λόγο, για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 792/2019, ΑΠ 1001/2018, ΑΠ 731/2014, ΑΠ 381/2006, ΑΠ 394/2002), 3) κατά το τρίτο σκέλος του, είναι αβάσιμος, διότι, όπως εκτέθηκε και κατά την έρευνα του πρώτου σκέλους του με αρίθμηση Ι λόγου αναίρεσης ο προβληθείς υπό των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων λόφος έφεσης κατά της εκκαλουμένης απόφασης για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εξαιτίας των οποίων ήχθη το πρωτόδικο δικαστήριο σε εσφαλμένο διατακτικό, είναι επαρκώς ορισμένος, 4) κατά το τέταρτο σκέλος του, με το οποίο και πάλι οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι τις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες με την αιτίαση της παράβασης ευθέως και εκ πλαγίου των διατάξεων των άρθρων 520, 522 και 534 ΚΠολΔ, που ως προελέχθη είναι δικονομικού δικαίου διατάξεις, είναι απαράδεκτος. Κατά το μέρος δε που με το ίδιο σκέλος προβάλλεται η από τον αριθμό 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι επίσης απαράδεκτος, γιατί οι επικαλούμενες πλημμέλειες - αντιφάσεις, αναφέρονται στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης, η δε αιτίαση αυτή δεν ιδρύει, τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, που προϋποθέτει αντίφαση στο διατακτικό και μόνο της προσβαλλομένης απόφασης και όχι μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 1346/2023, ΑΠ 70/2022, ΑΠ 1144/2021). Τέλος η επικουρικά προβαλλόμενη αιτίαση ότι υφίσταται αντίφαση στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με συνέπεια να προκαλείται αβεβαιότητα ως προς τη διάγνωση και τη διάπλαση που έλαβε χώρα, ανεξαρτήτως της παντελούς αοριστίας της, καθόσον δεν εξειδικεύεται ποίες είναι οι αντιφατικές αυτές διατάξεις του διατακτικού (ΑΠ 1144/2021), πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμη, αφού ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ των επί μέρους διατάξεων του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11β` KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή των οποίων δεν έγινε νόμιμη επίκλησή τους. Η βεβαίωση όμως του δικαστηρίου περί προσκομιδής ή μη των αποδείξεων ως αναγόμενη σε πράγματα δεν υπόκειται, κατ` άρθρο 561 παρ. 1 KΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 30/2002). Εξάλλου, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 106, 237 παρ. 1, 346, 453 και 591 παρ. 1 στοιχ. ε` και 524 παρ.1 του KΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες, των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε (ιδίως τα έγγραφα). Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί, δε, η επίκληση αυτή να γίνει, είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά, δια των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 KΠολΔ που αφορά μεν τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, πλην, όμως, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, όπως γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία για την ταυτότητα του νομικού λόγου (Ολ. Α.Π. 23/2008, ΟλΑΠ 14/2005, Ολ. Α.Π. 9/2000, ΑΠ 116/2021, Α.Π. 794/2017). Τέλος, για το ορισμένο του ως άνω, από τον αριθμό 11 περ. β` του άρθρου 559 του KΠολΔ λόγου αναίρεσης, περί λήψης υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικού μέσου, που δεν προσκομίσθηκε με επίκληση, πρέπει να εξειδικεύεται με το αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσο, το οποίο, παρά το νόμο, λήφθηκε υπόψη και ειδικότερα επί εγγράφου να προκύπτει η ταυτότητα αυτού (Α.Π. 816/2022, ΑΠ 917/2020, ΑΠ 308/2020, Α.Π. 1669/2014), να διαλαμβάνεται ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη το αποδεικτικό αυτό μέσο και ο λόγος, για τον οποίο το αποδεικτικό αυτό μέσο δεν έπρεπε να ληφθεί από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2020, Α.Π. 826/2015, Α.Π. 1058/2011) και, επιπλέον, να προβάλλεται ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 του KΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 917/2020, ΑΠ 308/2020, Α.Π. 826/2015, Α.Π. 1058/2011, Α.Π. 839/2010, Α.Π. 1419/2007). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α` KΠολΔ, εισάγεται ο δικονομικός κανόνας ότι στην κατ` έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήταν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα, είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο (ΑΠ 3/2022, ΑΠ 484/2019, ΑΠ 284/2018, ΑΠ 315/2015). Τα αποδεικτικά αυτά μέσα είναι παραδεκτά στην κατ` έφεση δίκη, αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους γίνει με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 284/2018, ΑΠ 315/2015). Όταν το εφετείο λαμβάνει υπόψη του και συνεκτιμά τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται για πρώτη φορά ενώπιον του, περιλαμβανόμενα στη γενική έκφραση "νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση", αποκρούει από τα πράγματα την από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια μη προσκόμισή τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν απαιτείται να διαλάβει στην απόφασή του ειδική προς τούτο αιτιολογία (ΑΠ 650/2019, ΑΠ 537/2016). Η κρίση του δε αυτή, ως αναγόμενη σε πράγματα (άρθρο 561 παρ.1 του KΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1001/2018, ΑΠ 175/2017). Με τον με αρίθμηση IIIα λόγο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται: ότι το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του προέβη στο σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης κατά την εκδίκαση της αγωγής τους, την οποία δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη κατ' ουσία, επιδικάζοντας για τις αγωγικές τους αξιώσεις μικρότερα ποσά από αυτά που τους είχε επιδικάσει η πρωτόδικη απόφαση, λαμβάνοντας εσφαλμένα υπόψη του αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) της πρώτης εναγομένης, χωρίς όμως να τα προσκομίσει και επικαλεστεί αυτή νόμιμα, αφού τα έγγραφα αυτά δεν τα επικαλέστηκε καθόλου τόσο στις προτάσεις που κατέθεσε κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και στις ενώπιόν του κατατεθείσες προτάσεις, ούτε επισύναψε κατάλογο προσκομιζομένων εγγράφων, το απαράδεκτο δε αυτό προέβαλλαν παραδεκτώς με τις προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου, και επί πλέον το ίδιο δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και έγγραφα της πρώτης εναγομένης, που δεν είχε προσκομίσει στο πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιόν του, τα οποία κατ' άρθρο 529 ΚΠολΔ όφειλε να αποκρούσει ως απαράδεκτα, καθώς είχαν προσκομιστεί από την πρώτη εναγομένη όψιμα και όχι προς απόδειξη νέων οψιγενών ισχυρισμών αυτής, υποπίπτοντας έτσι α) στην από τον αριθμό 11 β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, της παρά το νόμο λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που δεν προσκομίστηκαν, β) στην από τον αριθμό 8 β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον προβληθέντα απ' αυτούς παραδεκτώς με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις τους ισχυρισμό περί απαράδεκτης προσκόμισης των εγγράφων της πρώτης εναγομένης, γ) στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν απέκρουσε τα πρώτον ενώπιον του προσκομισθέντα από την πρώτη εναγομένη έγγραφα, ως απαράδεκτα, και δ) επικουρικώς ως προς την τελευταία επικαλούμενη πλημμέλεια, τις από τους αριθμούς 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες (αληθώς όμως μόνο από τον αριθμό 10) με την αιτίαση ότι το Εφετείο δέχτηκε πράγματα που άσκησαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και ειδικότερα χωρίς να εκθέτει, ούτε καν γενικώς από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εξεταζόμενος λόγος, ως προς τις κατωτέρω αναφερόμενες αιτιάσεις του είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, και, ειδικότερα: 1) ως προς την πρώτη αιτίαση, α) κατά το μέρος που αναφέρεται σε μη επίκληση αποδεικτικών μέσων (εγγράφων), διότι δεν προσδιορίζεται με το αναιρετήριο ποια ήταν τα έγγραφα, τα οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη χωρίς να προσκομισθούν νόμιμα, ούτως ώστε να προκύπτει η ταυτότητα εκάστου εξ αυτών, ούτε διαλαβάνεται ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα αυτά, κατά δε το μέρος που αναφέρεται σε μη προσκομιδή αποδεικτικών μέσων, διότι ανάγεται στην αναιρετικά ανέλεγκτη βεβαίωση του Εφετείου περί προσκομιδής των επικαλούμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, η οποία προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, β) κατά το σκέλος που αναφέρεται στα προσκομισθέντα το πρώτον στο Εφετείο αποδεικτικά μέσα, διότι, αφενός με δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποιά ήταν τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) που προσκομίστηκαν το πρώτον στο Εφετείο, ούτως ώστε να προκύπτει η ταυτότητα εκάστου εξ αυτών, αφετέρου δε το Εφετείο το οποίο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του, περιλαμβανόμενα στη γενική έκφραση "από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν,...... αλλά και του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά", απέκρουσε εκ του πράγματος την από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια μη προσκόμισή τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν ήταν δε απαραίτητο να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία προς τούτο και η κρίση του αυτή, ως αναγόμενη σε πράγματα (άρθρ.561 παρ.1 KΠολΔ.) δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, 2) ως προς τη δεύτερη αιτίαση, διότι δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια ήταν τα έγγραφα, για τα οποία προέβαλλαν τον ισχυρισμό ότι απαραδέκτως η πρώτη εναγομένη τα προσεκόμισε και επικαλέστηκε ενώπιον του Εφετείου, σε κάθε δε περίπτωση είναι αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε εκ του πράγματος, με την γενική έκφραση "..από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν...", 3) ως προς την τρίτη αιτίαση, διότι δεν προσδιορίζονται στο αναιρετήριο τα έγγραφα που προσεκόμισε και επικαλέστηκε η πρώτη εναγομένη για πρώτη φορά και το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο. Σε κάθε περίπτωση η ως άνω αιτίαση είναι αβάσιμη, διότι κατά τα αμέσως ανωτέρω προεκτεθέντα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραδεκτώς κατά το άρθρο 529 του ΚΠολΔ έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) που προσκομίσθηκαν με επίκληση για πρώτη φορά ενώπιόν του, είναι δε αδιάφορο το αν ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου αυτά προσκομίσθηκαν είναι οψιγενής ή όχι. 4) ως προς την τέταρτη αιτίαση, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια πράγματα το Εφετείο δέχθηκε ως αληθινά, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη, δηλαδή ποιούς πραγματικούς ισχυρισμούς της πρώτης εναγομένης οι οποίοι τείνουν σε μερική απόρριψη του δικαιώματος των εναγόντων που ασκήθηκε με την αγωγή τους, δέχτηκε το Εφετείο χωρίς απόδειξη, χωρίς δηλαδή να προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα με βάση τα οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς την αποδοχή της αγωγής τους ως εν μέρει βάσιμης κατ' ουσία, επιδικάζοντας χαμηλότερα ποσά από αυτά που επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, ως προς την αιτίαση αυτή, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος διότι, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο στήριξε τις πραγματικές παραδοχές του στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στις νομοτύπως ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις και σε όλα τα προσκομισθέντα και επικληθέντα από τους διαδίκους έγγραφα και δεν ήταν απαραίτητο να κατονομάζει ειδικότερα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, ούτε ποιο διάδικο μέρος τα προσεκόμισε και επικαλέστηκε. Κατά το άρθρο 656 Α.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 61 ν. 4139/2013: "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού". Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη, να καταβάλει το μισθό υπάρχει και σε περίπτωση δικής του αδυναμίας να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε δικό του πταίσμα, αλλά και σε ανυπαίτια περιστατικά, που συνδέονται είτε με περιστάσεις, που ο ίδιος οφείλει και μπορεί να ελέγχει, είτε με κινδύνους που είναι συναφείς από τη λειτουργία της επιχείρησης που ασκεί. Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του ως προς την αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε ανώτερη βία. Ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός. Τέτοιο θεωρείται το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά και δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του εργοδότη (Ολ.ΑΠ 1738/1980, ΑΠ 1984/2017, ΑΠ 171/2013). Εξάλλου οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, δεν αποτελούν ανώτερη βία, ώστε να οδηγήσουν στη μη ευθύνη, λόγω έλλειψης υπαιτιότητας, διότι ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτού, τον οποίο -έστω και αν δεν μπορεί να τις αποτρέψει- οφείλει όμως να τις συνυπολογίσει στους κινδύνους που διατρέχει και να λάβει τα προσήκοντα μέτρα, με τέλεια επιμέλεια και σύνεση, ώστε ν` αποτραπούν ενδεχόμενες ζημίες από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. (ΑΠ 677/1974). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 376, 648, 653 και 680 του ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτός δικαιούται να αξιώσει την καταβολή ολόκληρου του νόμιμου μισθού, που προβλέπεται από την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή την ατομική σύμβαση εργασίας για πλήρη απασχόληση, έστω και αν ο εργοδότης για λόγους που αφορούν αυτόν τον ίδιο δεν χρησιμοποιεί τις δυνάμεις που θέτει στη διάθεση του ο μισθωτός για όλο το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό όριο εργασίας (πλήρες ωράριο), εκτός αν συμφωνήθηκε να εργάζεται καθημερινά ή κάθε εβδομάδα λιγότερες ώρες από το νόμιμο ωράριο με ανάλογη μείωση του μισθού του (ΑΠ 316/1993, ΑΠ 170/1991, ΑΠ 116/1990). Στην περίπτωση δε της κατάρτισης μεταξύ των μερών συμφωνίας για μερική απασχόληση του μισθωτού, πρέπει να τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 38 παρ.1 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 50 του ν, 4611/2019 (ΦΕΚ Α 73), τυχόν δε παράλειψη της τήρησης του εγγράφου τύπου κατά την κατάρτισή της επαγόταν κατά το τότε ισχύον νομοθετικό καθεστώς ακυρότητα (άρθ. 174, 180 ΑΚ) του όρου περί μερικής απασχόλησης (ΑΠ 1073/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 330/2022, ΑΠ 1123/2022, ΑΠ 319/2017). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006). Περαιτέρω, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΟλΑΠ 2/2022, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 667/2016, ΑΠ 1266/2011). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1123/2022, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 319/2017). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, ως προς τις αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων-αναιρεσειόντων και ερευνώντας τους σχετικούς λόγους της έφεσης της πρώτης εναγομένης, κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης με την οποία η αγωγή τους είχε γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη κατ' ουσία, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα: Ότι κατόπιν σχετικού μειοδοτικού διαγωνισμού, που διενήργησε η Περιφέρεια Θεσσαλίας, για την ανάθεση κατασκευής του έργου "Παρακάμψεις ……. και ….... στην Ε.Ο. ……." και κατακυρώθηκε υπέρ της εδρεύουσας στην ….. τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία "…... Α.Τ.Ε.", καταρτίστηκε την 1-10-2010 σύμβαση κατασκευής του ως άνω έργου μεταξύ του κυρίου του έργου και της μειοδότριας εταιρείας. Ότι ακολούθως μετά τη διενέργεια νέου μειοδοτικού διαγωνισμού από την ίδια Περιφέρεια, ο οποίος κατακυρώθηκε και πάλι στην ίδια τεχνική εταιρεία, καταρτίστηκε η από 16-5-2011 σύμβαση ανάθεσης εκτέλεσης του έργου "Έργα ενίσχυσης Κεντρικού και Βόρειου κλάδου του δικτύου ύδρευσης" στην περιοχή .... Ότι προς εκτέλεση των ως άνω τεχνικών έργων, η ανάδοχος εταιρεία ανέθεσε, δυνάμει σχετικού όρου των παραπάνω συμβάσεων έργου, την κατασκευή τμημάτων των παραπάνω έργων και συγκεκριμένα του έργου "Παρακάμψεις …... και …... στην Ε.Ο …..", δυνάμει του από 1-11-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού υπεργολαβίας, στην υπεργολάβο, πρώτη εναγομένη, τεχνική κατασκευαστική εταιρεία. Ότι η πρώτη εναγομένη, υπεργολάβος, δυνάμει του ως άνω συμφωνητικού ανέλαβε την εκτέλεση του έργου με δικό της αποκλειστικά ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμό και τεχνογνωσία, με δικές της δαπάνες, μεταξύ των οποίων και η δαπάνη ημερομισθίων, υπερωριών και ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, που η ίδια θα προσελάμβανε. Ότι τα αυτά συμφωνήθηκαν και με την από 10-7-2011 νέα σύμβαση υπεργολαβίας για την εκτέλεση του δευτέρου έργου. Ότι η πρώτη εναγομένη, στα πλαίσια των ως άνω συμβάσεων υπεργολαβίας, προσέλαβε το κατάλληλο εργατικό προσωπικό. Ότι δυνάμει προφορικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, η πρώτη εναγομένη προσέλαβε τον πρώτο ενάγοντα την 1-11-2012,προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός φορτηγών οχημάτων, διαθέτοντας τα προς τούτο τυπικά προσόντα, το δεύτερο ενάγοντα την 15-4-2011 προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως μηχανοτεχνίτης, διαθέτοντας τα προς τούτο τυπικά προσόντα και τον τρίτο ενάγοντα την 8-9-2011, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως χειριστής μηχανημάτων έργων, διαθέτοντας τα προς τούτο τυπικά προσόντα, επί πενθήμερο εβδομαδιαία, από ώρα 8.00 πρωινή έως ώρα 16.00, έναντι καθαρών μηνιαίων αποδοχών 1.125 ευρώ. Ότι οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους, παρά την εκ μέρους της πρώτης εναγομένης πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, η οποία κατέβαλε καθυστερημένα και τμηματικά με έναντι καταβολές τις δεδουλευμένες αποδοχές τους. Ότι οι ενάγοντες όχλησαν κατ' επανάληψη προφορικά την πρώτη εναγομένη για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Ότι ακολούθως την 16-4-2015 επέδωσαν στην πρώτη εναγομένη, με ταυτόχρονη κοινοποίηση στον ΟΑΕΔ ..., την υπό την ίδια ημερομηνία εξώδικη διαμαρτυρία τους, με την οποία δήλωσαν ότι προέβαιναν σε επίσχεση εργασίας και ότι παύουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέχρι την πλήρη εξόφληση των οφειλομένων καθυστερούμενων δεδουλευμένων αποδοχών τους, τις οποίες προσδιόριζαν. Ότι ο δεύτερος ενάγων υπαναχώρησε της ως άνω δηλώσεως και συνέχισε να εργάζεται μέχρι την 29-2-2016, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς. Ότι οι λοιποί ενάγοντες έπαυσαν να προσέρχονται στην εργασία τους ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας τους. Ότι οι ενάγοντες αυτοί άσκησαν νομίμως το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας τους, η δε πρώτη εναγομένη, που δεν απάντησε στην εξώδικη δήλωσή τους, περιήλθε σε υπερημερία δανειστή και έκτοτε οφείλει μισθούς υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων αδείας, εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και αποδοχών αδείας. Ότι η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας των πρώτου και τρίτου των εναγόντων, του μεν πρώτου την 29-2-2016, του δε τρίτου την 16-1-2016. Ακολούθως το Εφετείο, ερευνώντας το ουσία βάσιμο των αγωγικών αξιώσεων των εναγόντων, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες δεν εργάζονταν κατά μήνα 25 ημέρες, αλλά λιγότερες κατά μήνα, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών και τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, κατ' αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλλε η πρώτη εναγομένη πρωτοδίκως και είχε επαναφέρει ενώπιόν του με σχετικό λόγο της έφεσής της. Ειδικότερα το Εφετείο, ως προς το ζήτημα αυτό διέλαβε τις ακόλουθες παραδοχές: Ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, δέχθηκε στα φύλλα 20 - 23 αυτής και υπό στοιχείο XXIV αριθ. 1 έως 6 ότι αυτός απασχολήθηκε κατά τις εκεί αναγραφόμενες ανά μήνα και έτος ημέρες, βάσει δε των ημερών αυτών υπολόγισε τα οφειλόμενα συνολικά κατά έτος ποσά, πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των ημερών αυτών επί 45 (το 1/25 των καθαρών αποδοχών του από 1.125 ευρώ μηνιαίως). Ως προς τον τρίτο ενάγοντα: " XXV.- (3). Εκ των αμέσως ανωτέρω εκτεθέντων προέκυψε αβιάστως ότι ο ως άνω ενάγων, δεν εργαζόταν όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα (22-23), όπως αγωγικώς υποστηρίζει, αλλά λιγότερες, οι οποίες ποίκιλαν, ανάλογα με τις προκύπτουσες ανάγκες εκτέλεσης του έργου, της ειδικότητας του ενάγοντος (χειριστής μηχανημάτων έργων), αλλά και των καιρικών συνθηκών, αφού το αναληφθέν προς εκτέλεση έργο της υπεργολάβου εκτελούνταν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους στην ύπαιθρο. Από αυτά δε κυρίως τα αποδεικτικά στοιχεία, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και τη διάρκεια της πραγματικής απασχόλησης του ενάγοντος που γινόταν με τα μηχανήματα έργου, ενόψει των τρεχουσών αναγκών της δραστηριότητας της εναγομένης και της μεταβλητότητας των καιρικών συνθηκών, άγεται σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποιθήσεως ότι η κατά μέσο όρο απασχόληση του ενάγοντος ήταν 20 (εργ.) ημέρες ανά μήνα.", και στη συνέχεια, "XXVI.- (1). Ως προς τις αξιώσεις του πρώτου ενάγοντος: Όπως ανωτέρω εκτέθηκε για τους άλλους δυο ενάγοντες ως προς τον αριθμό ημερών απασχόλησης εκάστου κάθε μήνα για το ένδικο χρονικό διάστημα, αυτοί δεν συμπλήρωναν πλήρη απασχόληση. Ομοίως προέκυψε από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ότι και αυτός για τους ίδιους ως άνω λόγους δεν εργαζόταν όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα (22-23), και ότι η κατά μέσο όρο μηνιαία απασχόλησή του ήταν 20 (εργ.) ημέρες.". Με τις εκτεθείσες αρχικά και τις αμέσως ανωτέρω παραδοχές, ότι δηλαδή οι ενάγοντες για κάθε μήνα του αιτουμένου και αναφερομένου για τον κάθε ένα χρονικού διαστήματος δεν συμπλήρωναν πλήρη απασχόληση, αλλά εργάζονταν λιγότερες ημέρες, οι δε πρώτος και τρίτος εξ αυτών, κατά μέσο όρο 20 ημέρες κάθε μήνα, δέχτηκε την έφεση της πρώτης εναγομένης ως βάσιμης κατ' ουσία, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και δικάζοντας επί της ένδικης αγωγής δέχτηκε αυτήν ως εν μέρει βάσιμη κατ' ουσία, επιδικάζοντας στους ενάγοντες για τις αγωγικές τους αξιώσεις καταβολής διαφοράς αποδοχών, τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, μικρότερα από αυτά που τους είχαν επιδικαστεί πρωτοδίκως. Υπό τις παραδοχές αυτές το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διέλαβε δε στην προσβαλλομένη απόφαση του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της πλήρους απασχόλησης των εναγόντων και της μη αποδοχής της εργασίας των εναγόντων από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα: Με τις παραδοχές αυτές, δεχόμενο το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, ότι οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί από την πρώτη εναγομένη με τις αναφερόμενες προφορικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, για να εργαστούν κατά την εκτέλεση των αναφερομένων τεχνικών έργων, έχοντας τα απαραίτητα τυπικά προσόντα, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, αντί μηνιαίων καθαρών αποδοχών ύψους 1.125 ευρώ και ότι αυτοί παρείχαν την εργασία τους, κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα κατά τα συμφωνηθέντα, ενώ η πρώτη εναγομένη τους κατέβαλλε κατά μήνα μέρος των υπ' αυτής οφειλομένων αποδοχών τους, δεχόμενο ακολούθως το Εφετείο, ότι οι ενάγοντες δεν συμπλήρωναν κατά μήνα πλήρη απασχόληση, και εργαζόταν λιγότερες ημέρες από τις 25 κατά μήνα και συγκεκριμένα κατά μέσο όρο 20 ημέρες κατά μήνα οι πρώτος και τρίτος και τις αναγραφόμενες ανά μήνα και έτος λιγότερες ημέρες ο δεύτερος, καθόσον εργαζόταν και παρείχαν τις υπηρεσίες τους ανάλογα με τις ανάγκες του έργου και τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, ενόψει ότι το όλο έργο εκτελείτο στην ύπαιθρο, εσφαλμένα δεν υπήγαγε τα υπ' αυτού ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ενώ δεν υφίσταται παραδοχή ότι με σχετική (και μάλιστα έγγραφη) συμφωνία μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι οι ενάγοντες δεν θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, στο συμφωνημένο τόπο και χρόνο και κατά τους συμφωνηθέντες όρους, εφόσον υπάρχουν ορισμένες και καθορισμένες καιρικές συνθήκες, οι οποίες να παρεμποδίζουν την εκτέλεση της εργασίας τους λόγω της φύσης αυτής. Επί πλέον, οι υπό του Εφετείου παραδοχές ότι λόγω του ότι το έργο εκτελείτο στην ύπαιθρο, οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου και τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, όταν αυτές το επέτρεπαν, οι οποίες ανάγονται στην επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, δεν συγκροτούν την έννοια της ανωτέρας βίας κατ' άρθρο 656 ΑΚ και συνεπώς η μη αποδοχή της εργασίας των εναγόντων-αναιρεσειόντων κατά τις ημέρες αυτές από την πρώτη εναγομένη-πρώτη αναιρεσίβλητη οφειλόταν σε λόγο που αφορούσε την ίδια και όχι σε ανώτερη βία. Περαιτέρω το Εφετείο διέλαβε στη απόφαση του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα ως άνω ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα, καθιστώντας έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της κρίσης του περί εφαρμογής των παρατιθεμένων στην αρχή της παρούσας αντιστοίχων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, το Εφετείο, α) ενώ αρχικά δέχεται ότι οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί από την πρώτη εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ακολούθως αντιφατικώς δέχεται ότι οι ενάγοντες κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα δεν συμπλήρωναν πλήρη απασχόληση, και β) ενώ δέχεται ότι οι ενάγοντες εργάστηκαν κατά μέσο όρο 20 ημέρες κατά μήνα οι πρώτος και τρίτος και τις αναγραφόμενες ανά μήνα και έτος λιγότερες ημέρες ο δεύτερος, ουδόλως εκτίθεται ότι υφίστατο μεταξύ των διαδίκων σχετική συμφωνία περί παροχής της εργασίας αυτών ανάλογα με τις ανάγκες του εκτελούμενου έργου και τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Επομένως ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης με αρίθμηση ΙΙΙ β, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Ο ίδιος λόγος όμως της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται επί πλέον οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 10 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση, α) ότι το Εφετείο, με τις προεκτεθείσες παραδοχές, δέχτηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς να εκθέτει, ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη και συγκεκριμένα δέχτηκε ότι απασχολήθηκαν λιγότερες ημέρες το μήνα, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποιά αποδεικτικά μέσα κατέληξε στην παραδοχή αυτή, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και β) ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και επί πλέον δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα: βα) δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό τους ισχυρισμό ότι η απασχόλησή τους είχε συμφωνηθεί και ήταν πλήρης και ότι εργαζόταν όλες τις ημέρες και όχι λιγότερες ημέρες το μήνα και ββ) έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγομένης, ότι η απασχόλησή τους δεν ήταν πλήρης και οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες εργάστηκαν λιγότερες ημέρες κατά μήνα και όχι όλες τις εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα 1) κατά το πρώτο σκέλος, καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο στήριξε τις πραγματικές παραδοχές στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων και στα προσκομισθέντα και επικληθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, 2) κατά το δεύτερο σκέλος, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προαναφερόμενο αγωγικό ισχυρισμό των εναγόντων-αναιρεσειόντων, αλλά κατέληξε στο ως άνω εκτεθέν αντίθετο συμπέρασμα, ενώ, ο υπό των αναιρεσειόντων προαναφερόμενος ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης-πρώτης αναιρεσίβλητης, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και συγκεκριμένα των πρακτικών της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτησης, των ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου υποβληθέντων από την πρώτη εναγομένη προτάσεων και της έφεσης της ιδίας, είχε προβληθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφέρθηκε με λόγο έφεσης στο Εφετείο, με συνέπεια ορθώς το δικαστήριο της ουσίας τον έλαβε υπόψη. Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης-πρώτης αναιρεσίβλητης ότι οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες απασχολήθηκαν λιγότερες ημέρες κατά μήνα για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση του περί του αντιθέτου, θεμελιωτικού της αγωγής, ισχυρισμού των εναγόντων-αναιρεσειόντων ότι αυτοί εργάζονταν όλες τις ημέρες και συνεπώς δεν συνιστά "πράγμα" με συνέπεια να μην ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της λήψης υπόψη πραγμάτων μη προταθέντων από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1402/2021, ΑΠ 268/2020). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 73 και 556 του KΠολΔ προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης αποτελεί και η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναίρεσης του διαδίκου που νίκησε ή νικήθηκε πρέπει να υπάρχει τόσο κατά το χρόνο άσκησης όσο και κατά το χρόνο της συζήτησής της και απαιτείται όχι μόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε επιμέρους λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα το έννομο συμφέρον προκύπτει από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος από την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει δε να είναι ατομικό και άμεσο του διαδίκου ο οποίος υφίσταται τη βλάβη. Βλάβη υπάρχει όταν απορρίπτονται ολικά ή μερικά οι αιτήσεις του αναιρεσείοντος ή γίνονται ολικά ή μερικά έναντι αυτού οι αιτήσεις του αντιδίκου του, υπέρ του οποίου η προσβαλλόμενη περιέχει σχετική διάταξη (ΑΠ 319/2022, ΑΠ 1163/2019, ΑΠ 154/2017, ΑΠ 985/2015). Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον δε το έννομο συμφέρον δεν θεμελιώνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης ή δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 319/2022, ΑΠ 917/2020, ΑΠ 397/2020, ΑΠ 1163/2019). Το Εφετείο δέχτηκε σχετικώς τα ακόλουθα: "VIII.- Στην προκειμένη περίπτωση, από τον έλεγχο του κειμένου της αγωγής των εναγόντων, προκύπτει ότι οι τελευταίοι κατά την ανάπτυξη του ιστορικού της, δεν παρέθεταν πραγματικά περιστατικά, που θεμελίωναν την παθητική νομιμοποίηση της δεύτερης εναγομένης εταιρείας. Συγκεκριμένα στην ένδικη αγωγή τους εξέθεταν ότι δυνάμει της από 16-5-2011 σύμβασης μεταξύ της Περιφέρειας Θεσσαλίας και της ανώνυμης εταιρείας "…... Α.Τ.Ε.", η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου 'Έργα ενίσχυσης κεντρικού και βορείου κλάδου δικτύου ύδρευσης", στην περιοχή ... και εν συνεχεία δυνάμει της από 1-10-2010 συμβάσεως μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων η τελευταία ανέλαβε και το έργο "Παρακάμψεις …... και …... στην Ε.Ο. ..... -…..", στην ίδια περιοχή. Ότι μέρος των ως άνω τεχνικών έργων η ανάδοχος εταιρεία ανέθεσε να το εκτελέσει η πρώτη εναγομένη τεχνική εταιρεία, με την οποία και κατήρτισαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε αυτήν για την αποπεράτωση της αναληφθείσας υπεργολαβίας, καθώς και ότι λόγω συγχώνευσης της αρχικής αναδόχου εταιρείας με την δεύτερη εναγομένη εταιρεία, κατά το έτος 2015, η ανάδοχος εταιρεία υποκαταστάθηκε σε όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά της από την δεύτερη. Σε κανένα δε σημείο της δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια, αλλά ούτε συνάγεται έστω και εμμέσως, η έννομη σχέση της δεύτερης εναγομένης με τους ενάγοντες, δεδομένου ότι αμφότερες οι εταιρείες (ανάδοχος και πρώτη εναγομένη) φέρονται αγωγικώς να έχουν αναλάβει εκάστη χωριστά την εκτέλεση των ιδίων ως άνω τεχνικών έργων κατά το μέρος που έχουν αναλάβει εργολαβικώς ή υπεργολαβικώς αντιστοίχως. Ωστόσο οι ενάγοντες δια των από 6-6-2018 νομοτύπως κατατεθεισών προτάσεών τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συμπλήρωσαν το ανωτέρω δικονομικό κενό, εκθέτοντας με αυτές ότι οι εναγόμενες συνεκτελούσαν τα ως άνω έργα, και κατά τον χρόνο προσφοράς των υπηρεσιών τους ασφαλίζονταν διαδοχικά από αυτές και δέχονταν εντολές και οδηγίες τόσο από τα προστηθέντα προς τούτο όργανα της πρώτης εναγομένης, όσο και από εκείνα της δεύτερης, παρά το ότι εφέροντο προσληφθέντες από την πρώτη εναγομένη. Ανέφεραν μάλιστα προς τούτο τα ονόματα του υπευθύνου μηχανικού Λ. της πρώτης εναγομένης και των κατά καιρούς εργοταξιαρχών της δεύτερης εναγόμενης Ν. Ρ., Ε. Π. και Α. Μ.. Η ως άνω συμπλήρωση έλαβε χώρα δικονομικώς παραδεκτά, σύμφωνα με τα εκτενώς εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης - εκκαλούσας που εισάγονται με τον ως άνω λόγο. Ομοίως δε που έκρινε και η εκκαλουμένη, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω στη μείζονα σκέψη αναφερόμενες νομικές διατάξεις, αν και με λιγότερες και εν μέρει διάφορες αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται και αντικαθίστανται αντιστοίχως δια εκείνων της παρούσας (άρθ. 534 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτων πρέπει, ο ως άνω λόγος εφέσεως κατά το σχετικό του σκέλος της δεύτερης εναγομένης να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.". Στην προκειμένη περίπτωση με τον με αρίθμηση IV λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 σε συνδυασμό με τις από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του KΠολΔ πλημμέλειες. Ειδικότερα οι αναιρεσείοντες, προβάλλουν την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ερευνώντας τον πρώτο λόγο της έφεσης της δεύτερης εναγομένης-δεύτερης αναιρεσίβλητης, με τον οποίο αυτή παραπονείτο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, σχετικά με την απόρριψη από την εκκαλουμένη απόφαση της υπ' αυτής προβληθείσας ένστασης αοριστίας της αγωγής των εναγόντων, ως προς την παθητική της νομιμοποίηση, απέρριψε αυτόν ως αβάσιμο κατ' ουσία, με την κρίση της ότι η αγωγή των εναγόντων, όπως παραδεκτώς συμπληρώθηκε με τις προτάσεις τους, ήταν επαρκώς ορισμένη, όπως ορθώς κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ όφειλε να κρίνει ότι η ένδικη αγωγή ήταν εξ αρχής ορισμένη και δεν κατέστη ορισμένη μετά από επιτρεπτή διόρθωση-συμπλήρωση αυτής, στην οποία οι ίδιοι προέβησαν με τις προτάσεις τους, υποπίπτοντας έτσι στις ως άνω προβαλλόμενες πλημμέλειες, μη λαμβάνοντας υπόψη τα θεμελιωτικά της παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης περιστατικά, που με σαφήνεια εκτίθεντο στην αγωγή, άλλως, παρά το νόμο θεώρησε τα εκτιθέμενα αυτά περιστατικά ως μη επαρκή. Για τη θεμελίωση δε του εννόμου συμφέροντος αυτών για αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης εκθέτουν κατά λέξη ότι "ακόμη και αν το σφάλμα αυτό δεν επιδρά άμεσα στο διατακτικό της (της προσβαλλόμενης απόφασης), δημιουργείται δυσμενές για εμάς δεδικασμένο, ως προς την κρίση ότι η αγωγή μας ήταν καταρχήν αόριστη, ως προς τη νομιμοποίηση της δεύτερης αναιρεσίβλητης". Υπό το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απαράδεκτος, καθόσον υπό τα ως άνω εκτιθέμενα οι αναιρεσείοντες, ως νικήσαντες διάδικοι, δεν βλάπτονται από τις προαναφερόμενες αιτιολογίες της προσβαλλομένης απόφασης, με τη δημιουργία δυσμενούς γι' αυτούς δεδικασμένου σε άλλη δίκη, όπως αντιθέτως ισχυρίζονται, καθότι οι ως άνω αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης αφορούν το κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ παραδεκτό της συμπλήρωσης του περιεχομένου της αγωγής με τις πρωτόδικες προτάσεις των εναγόντων-αναιρεσειόντων και δεν αποτελούν στοιχείο του ουσιαστικού δικαιώματος που κρίθηκε στην εν λόγω δίκη (ΑΠ 397/2020), με συνέπεια να μη θεμελιώνεται έννομο συμφέρον αυτών για την προβολή του λόγου αυτού της αίτησης αναίρεσης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. Α.Κ. και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 Εισ.Ν.ΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη ( ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 647/2023, ΑΠ 849/2020, ΑΠ 997/2017). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 648, 651, 652 και 653 του Α.Κ. προκύπτει ότι στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως ο εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, προσλαμβάνοντας αυτόν. Τούτο όμως δεν είναι πάντοτε απαραίτητο, αφού την άνω ιδιότητα του εργοδότη έχει το νομικό ή φυσικό πρόσωπο στην υπηρεσία του οποίου παρέχει την εργασία του ο μισθωτός. Αν τυχόν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης όπου απασχολείται ο μισθωτός, και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης (ΑΠ 582/2020, ΑΠ 10/2018, ΑΠ 1770/2017, ΑΠ 873/2009). Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί ( ΑΠ 588/2022, ΑΠ 795/2020, ΑΠ 898/2018, ΑΠ 12/2018, ΑΠ 1770/2017, ΑΠ 1006/2017, ΑΠ 888/2017). Τα ανωτέρω ισχύουν και εφαρμόζονται και αναφορικά με τις αξιώσεις του εργατοτεχνικού και υπαλληλικού προσωπικού, που απασχολείται κατά την κατασκευή δημοσίων έργων. Μόνη η ιδιότητα του αναδόχου-εργολάβου δημοσίου έργου δεν αρκεί κατά νόμο για να προσδώσει σε αυτόν την ιδιότητα του συνεργοδότη και να καταστήσει αυτόν συνοφειλέτη και μάλιστα εις ολόκληρο για τις αμοιβές του πιο πάνω προσωπικού που έχει προσλάβει και απασχολεί κατά την κατασκευή του δημόσιου έργου ο υπεργολάβος-τρίτος, ο οποίος με σύμβαση υπεργολαβίας που έχει καταρτίσει με τον ανάδοχο έχει αναλάβει με δικό του προσωπικό την κατασκευή τμήματος του εν λόγω έργου. Τελείως διάφορη είναι η περίπτωση της υποκατάστασης (εκχώρησης) του αναδόχου στην κατασκευή μέρους ή όλου του έργου από τρίτο, υπό την προϋπόθεση της τήρησης της αποκλειστικής διοικητικής διαδικασίας έγκρισης της υποκατάστασης από τον φορέα κατασκευής του δημόσιου έργου κατά το άρθρο 65 του τότε ισχύοντος ν. 3669/2008 "Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων" (ΦΕΚΑ 116), οπότε ευθύνεται ο υποκαταστήσας εις ολόκληρο με τον υποκατάστατο και για τις αμοιβές του προσωπικού (ΑΠ 2146/2014, ΑΠ 464/1995), περίπτωση περί της οποίας δεν πρόκειται. Επισημαίνεται ότι η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 37 του ως άνω ν. 3669/2008, η οποία προβλέπει ότι αν δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, ο ανάδοχος υποχρεούται να διαθέσει για το έργο όλο το απαιτούμενο προσωπικό, υλικά, μηχανήματα, οχήματα, αποθηκευτικούς χώρους, εργαλεία και οποιαδήποτε άλλα μέσα και ότι βαρύνεται με όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την ολοκλήρωση του έργου, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι δαπάνες των μισθών και ημερομισθίων του προσωπικού και οι δαπάνες όλων των εργοδοτικών εισφορών, αναφέρεται αποκλειστικά στην ευθύνη του αναδόχου έναντι του φορέα κατασκευής του δημόσιου έργου και δεν αναφέρεται σε ευθύνη του αναδόχου έναντι του εργατοτεχνικού και υπαλληλικού προσωπικού που απασχολείται κατά την κατασκευή του δημόσιου έργου, η οποία ρυθμίζεται από τις ως άνω προπαρατεθείσες κοινές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στη δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 14/2022, ΑΠ 322/2011). Μεταξύ των ως άνω αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται τα έγγραφα και η ομολογία. Η ομολογία μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, δικαστική μεν ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι μόνο εκείνη που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, εξώδικη δε, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο κατ' άρθρο 340 του ΚΠολΔ, είναι κάθε άλλη ομολογία που γίνεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου στο πλαίσιο άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), ακόμα δε και εκείνη που έγινε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία γίνεται επίκληση της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 617/2019, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 128/2014), καθώς και εκείνη που περιέχεται σε έγγραφα εκδιδόμενα από τον διάδικο (ΑΠ 128/2014, ΑΠ 414/2000). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται ή όχι εξώδικη ομολογία, από έγγραφο που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο διάδικος, που επικαλείται την εξώδικη ομολογία, συνιστά κρίση περί τα πράγματα (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 470/2022, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1462/2012). Ως εκ τούτου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος της μη λήψης υπόψη εξώδικης ομολογίας από το δικαστήριο της ουσίας, αν από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το έγγραφο από το οποίο, σύμφωνα με τον σχετικό λόγο αναίρεσης που προβάλλει ο αναιρεσείων, συνάγεται εξώδικη ομολογία (ΑΠ 1027/2023, ΑΠ 1389/2018, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1462/2012). Πρέπει να επισημανθεί, ότι, όπως προκύπτει από το άρθ.75 παρ.1 ΚΠολΔ, η δικαστική ομολογία του απλού ομοδίκου δεν είναι δεσμευτική για τους άλλους ομοδίκους, μπορεί, όμως, να στηρίξει την συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου σε βάρος τους (ΑΠ 841/2021, ΑΠ 95/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: "XXIX.- Έτι περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη αποτελεί ανώνυμη κατασκευαστική εταιρεία δραστηριοποιούμενη στους τομείς των δημοσίων έργων υποδομών, συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα, παραχωρήσεων, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και της ανάπτυξης ακινήτων στον κλάδο του τουρισμού (....). Η ως άνω ανάδοχος κατασκευής (εννοείται η εταιρεία με την επωνυμία "…... Α.Τ.Ε.") των παραπάνω τεχνικών έργων ήταν θυγατρική της δεύτερης εναγόμενης. (.....) τα διοικητικά συμβούλια των δυο αυτών εταιριών την 10-10-2014 αποφάσισαν τη συγχώνευση αυτών δια απορροφήσεως της πρώτης από τη δεύτερη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 78 ΚΝ 2190/1920 και 1-5 Ν. 2166/1993. Η συγχώνευση αυτή επιτεύχθηκε με την υπ' αριθμ. ……/18-12-2014 συμβολαιογραφική Πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Π. Χ. - Λ. και εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. …../29-12-2014 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών & Γ.Ε.ΜΗ. του Υπουργείου Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας. Μεταξύ των όρων που συμπεριελήφθησαν στην ως άνω σύμβαση συγχώνευσης και οποίοι εμφανίζουν νομικό ενδιαφέρον στην ερευνώμενη υπόθεση ήταν και οι εξής: Με την ολοκλήρωση της συγχώνευσης η απορροφώσα εταιρεία υποκαθίσταται αυτοδίκαια και χωρίς καμία άλλη διατύπωση, σύμφωνα με το νόμο, σε όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις και έννομες σχέσεις της απορροφούμενης εταιρείας και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, οι δε δίκες της απορροφούμενης εταιρείας θα συνεχίζονται από την απορροφώσα εταιρεία χωρίς καμία άλλη διατύπωση, μη επερχόμενης βιαίας διακοπής αυτών με τη συγχώνευση. Η απορροφούμενη εταιρεία λύεται και παύει να υπάρχει χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση (όρος 4)(........).Η απορροφώμενη εταιρεία θα μεταβιβάσει το σύνολο της περιουσίας της (ενεργητικό και παθητικό) στην απορροφώσα Α.Ε., με βάση την περιουσιακή της κατάσταση (...).
Συνεπώς προς τους όρους της παραπάνω συγχώνευσης η δεύτερη εναγόμενη από της περατώσεως της παραπάνω συγχώνευσης, κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος της αρχικής αναδόχου εταιρείας, υπεισερχόμενη σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής. Ως εκ τούτων υπεισήλθε και στις ανειλημμένες υποχρεώσεις της αναδόχου από τις ως άνω συμβάσεις εκτέλεσης των παραπάνω τεχνικών έργων, καθώς και στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της ένδικης συμβάσεως υπεργολαβίας, που είχε συνάψει με την πρώτη εναγόμενη τεχνική εταιρεία. XXX.- Η παραπάνω απορρόφηση της αρχικής αναδόχου εταιρείας από τη δεύτερη εναγομένη, επέφερε αντίστοιχες μεταβολές στις ανωτέρω αρχικές συμβάσεις εκτέλεσης των τεχνικών έργων που είχαν αναληφθεί, ενόψει του ότι αυτά δεν είχαν ολοκληρωθεί. Έτσι δυνάμει της υπ' αριθμ. 75233/2045/7-4-2015 απόφασης της Περιφέρειας Θεσσαλίας "υποκατάσταση της αναδόχου εργοληπτικής επιχείρησης του έργου "Έργα ενίσχυσης Κεντρικού και Βόρειου κλάδου του δικτύου ύδρευσης" και αντιστοίχου ομοίας για το έργο "Παρακάμψεις ..... και ….. στην Ε.Ο. ....-....", αποφασίσθηκε η υποκατάσταση της αρχικής αναδόχου από τη δεύτερη εναγομένη στο σύνολο των δικαιωμάτων της και υποχρεώσεών της. Σε εκτέλεση αυτής, ακολούθησαν η σύναψη α) της από 17-6-2015 σύμβασης μεταξύ της Περιφέρειας Θεσσαλίας και της δεύτερης εναγομένης, με την οποία τροποποιήθηκε η από 16-5-2011 σύμβαση 'Έργα ενίσχυσης Κεντρικού και Βόρειου κλάδου του δικτύου ύδρευσης", β) της από 12-6-2015 ομοίας μεταξύ των δυο ως άνω ιδίων μερών, με την οποία τροποποιήθηκε η από 1-10-2010 σύμβαση του έργου "Παρακάμψεις ... και ... στην Ε.Ο. ….. - ….." και γ) της από 12-6-2015 ομοίας μεταξύ των δυο ως άνω ιδίων μερών, με την οποία τροποποιήθηκε η από 2-12-2013 1η συμπληρωματική σύμβαση του υπό β' έργου. Κατά τους όρους όλων των παραπάνω συμβάσεων, ανάδοχος πλέον του έργου, που αυτές αφορούσαν, θα ήταν η δεύτερη εναγομένη, η οποία και θα ευθυνόταν στο όλο και για όλο το έργο, που είχε αναλάβει η αρχική ανάδοχος. Ωστόσο, καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας των ενδίκων συμβάσεων εργασίας των εναγόντων δεν αποδείχθηκε συμπεριφορά ποιούσα αυτήν (συν)εργοδότρια της πρώτης εναγομένης, από μέρους των προστηθέντων οργάνων τόσο της αρχικής αναδόχου (υπεύθυνος ποιότητας έργου Ν. Ρ.), όσο και της καθολικής διαδόχου αυτής δεύτερης εναγομένης. Πράγματι αποδείχθηκε ότι προστηθέντα όργανα της αρχικής αναδόχου, όσο και της δεύτερης εναγομένης μετά την ως άνω συγχώνευση έδιδαν εντολές και κατευθύνσεις στους εργαζομένους της πρώτης εναγομένης εταιρείας και χρησιμοποιήθηκε μερικώς κάποιος τεχνικός εξοπλισμός της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, αφού η πρώτη ανάδοχος, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, διέθετε μόνο τα παραπάνω ΙΧΦ αυτοκίνητα (μεταφοράς προσωπικού και όχι εκτέλεσης έργων), πλην όμως όλα αυτά έλαβαν χώρα στα πλαίσια λειτουργίας της παραπάνω συμβάσεως υπεργολαβίας και όχι σε πλαίσια εξαρτημένης εργασίας των εναγόντων με την ανάδοχο εταιρεία και ως εκ τούτου με την δεύτερη εναγομένη. Η ορθή και εμπρόθεσμη εκτέλεση των έργων της υπεργολαβίας αφορούσε άμεσα την ανάδοχο των έργων και είχε κάθε δικαίωμα παρεμβάσεως κατά την πορεία διενέργειάς τους, όπως ρητώς είχε προβλεφθεί κατά τα ως άνω εκτιθέμενα στην σχετική σύμβαση υπεργολαβίας. Οι παρεμβάσεις δε αυτές, που ελάμβαναν "σάρκα και οστά" δι' αντιστοίχων εντολών προς τους εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και στους ενάγοντες, για το "ορθό" της εκτελέσεως των αρχικών κυρίων συμβάσεων έργου, που είχε αναλάβει η ανάδοχος εταιρεία, δεν δύνανται να της αποδώσουν την ιδιότητα της (συν)εργοδότριας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό ΧVI μείζονα σκέψη, αφού το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρεχόταν η εργασία ήταν η υπεργολάβος πρώτη εναγομένη εταιρεία, διότι αυτή όφειλε να αποπερατώσει πρώτη το τμήμα του έργου που είχε αναλάβει να εκτελέσει και κατόπιν η ανάδοχος εταιρεία να το παραδώσει στον κύριο του έργου. Το ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων καταβάλλονταν αρχικά από την ανάδοχο εταιρεία και κατόπιν από τη δεύτερη εναγομένη, αυτό δεν αποτέλεσε "ίδιο" της ιδιότητας εργοδότη, διότι εν προκειμένω είχε ρητώς συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στην υπεργολαβία να λαμβάνει χώρα και κατόπιν να αφαιρείται από την αμοιβή της υπεργολάβου. Εξάλλου, είχε ρητώς προβλεφθεί στην ίδια ως άνω σύμβαση ότι το εργατικό προσωπικό του υπεργολάβου δεν τελούσε σε καμία μορφή εργασιακής σχέσης με την ανάδοχο και ως εκ τούτου είχε συμβατικά αποκλεισθεί κάθε είδους αστικής ευθύνης της από την εξέλιξη και λειτουργία των συμβάσεων εργασίας που είχε συνάψει η υπεργολάβος. Η ως άνω εν μέρει εξόφληση των απαιτήσεων των εναγόντων από την δεύτερη εναγομένη δυνάμει των από 9-11-2015 αντιστοίχων ιδιωτικών συμφωνητικών με τους ενάγοντες, ως ανωτέρω εκτέθηκε κατά την έρευνα των αγωγικών απαιτήσεων εκάστου ενάγοντος, δεν έγινε στα πλαίσια συνεργοδοσίας με την πρώτη εναγομένη, αλλά αυτοτελώς ως καθολική διάδοχος της αναδόχου εταιρείας και προς επίτευξη της συνεχείας εκτελέσεως και αποπερατώσεως των αναληφθέντων έργων, αφού κατά την περίοδο εκείνη λόγω μη προσέλευσης των ανεξόφλητων εναγόντων και άλλων εργαζομένων στην εργασία τους, η πρόοδος αυτών είχε λιμνάσει. Τέλος, περίπτωση υποκρύψεως συμβάσεως δανεισμού εργαζομένων μεταξύ της αναδόχου και της υπεργολάβου εταιρείας, δεν αποδείχθηκε, ούτε επίσης προέκυψε κενό ή ασάφεια στη βούληση μεταξύ των συμβληθέντων μερών στις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, ώστε να χρειασθούν συμπλήρωση ή ερμηνεία δια προσφυγής στους κανόνες των άρθ. 173 και 200 ΑΚ (....).. XXXI.- Κατόπιν τούτων, ουδεμία αστική ευθύνη έφερε η δεύτερη εναγομένη για τις ως άνω οφειλές της πρώτης εναγομένης προς τους ενάγοντες. Έπρεπε δε να είχε απορριφθεί η αγωγή των εναγόντων ως προς αυτήν.
Συνεπώς η εκκαλουμένη ως άνω απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή στην ουσία της ως προς αυτήν, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε τον νόμο, όπως βάσιμα υποστηρίζεται δια των ως άνω λόγων εφέσεως της δεύτερης εναγομένης - εκκαλούσας, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι.".
Εν προκειμένω, με το δεύτερο σκέλος του με αρίθμηση IV λόγου της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες, αφού εκθέτουν ότι το Εφετείο, κάνοντας δεκτό ως βάσιμο κατ' ουσία το δεύτερο λόγο της έφεσης της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης, με τον οποίο αυτή παραπονείτο ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή τους και ως προς αυτήν δεχόμενο ότι υφίστατο παθητική αυτής νομομοποίηση προς έγερση της αγωγής τους εναντίον της και ότι η ίδια υπέχει ευθύνη ως προς την καταβολή των αξιώσεών τους, αφού παρείχαν την εργασία τους και σ' αυτήν, και εξαφανίζοντας στη συνέχεια την εκκαλουμένη απόφαση με την παραδοχή ότι στο πρόσωπο της δεύτερης αναιρεσίβλητης δεν συνέτρεχε η ιδιότητα της εργοδότριας και συνεπώς δεν νομιμοποείτο παθητικά ως προς την καταβολή των αξιώσεών τους, προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση α) τις από τους αριθμούς 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι αα) παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 37 παρ. 5 του ν. 3669/2008 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 653 ΑΚ τις οποίες δεν εφάρμοσε αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, για την εκ του νόμου ευθύνη της δεύτερης εναγομένης ως αναδόχου του έργου, εκ μόνης της ιδιότητάς της αυτής, και ββ) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό τους αυτό ισχυρισμό, τον οποίο προέβαλλαν και ενώπιόν του με τις προτάσεις τους αμυνόμενοι κατά της έφεσης της δεύτερης αναιρεσίβλητης για την καταβολή των μισθών και αποδοχών τους, όπως εξέθεταν στην αγωγή τους, β) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον παραδεκτώς προταθέντα απ' αυτούς ισχυρισμό περί συνεκτέλεσης των έργων από τις εναγόμενες, μη αξιολογώντας τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά της συνεκτέλεσης των έργων, όπως ειδικότερα αποδεικνυόταν από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα που προσκόμισαν αμφότεροι οι διάδικοι και συγκεκριμένα από τις αναφερόμενες συμβάσεις υπεργολαβίας, που κατήρτισαν οι εναγόμενες, καθώς και από τα οργανογράμματα έργων και συμβάσεις αναδόχου, που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί, γ) τις από τον αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι παραβίασε εκ πλαγίου και με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις των άρθρων 68, 69 του ν. 3669/2008, σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης των συμφωνητικών εργολαβίας και του μέγιστου ποσοστού που ο εγκεκριμένος υπεργολάβος δύναται να διατηρεί στη συνολική αξία των δημοσίων έργων, καθώς δεν υπήγαγε τα αποδειχθέντα δια επισήμων εγγράφων πραγματικά περιστατικά της εκτέλεσης των έργων στους κανόνες αυτούς, δ) τις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 651, 652. 653, 702 ΑΚ, εσφαλμένα υπαγάγοντας τα υπ' αυτού δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στις ως άνω διατάξεις και διαλαμβάνοντας αντιφατικές αιτιολογίες, με την κρίση του ότι η δεύτερη εναγομένη δεν ήταν εργοδότης τους, ε) την από τον αριθμό 11γ (και όχι και από τον αριθμό 8β ως προς την κατωτέρω αναφερόμενη β αιτίαση) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι α) δεν έλαβε υπόψη τα υπ' αυτούς προσκομισθέντα και επικληθέντα έγγραφα και συγκεκριμένα 1) το από 7-2-2020 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων ΠΕ ….. της Περιφέρειας Θεσσαλίας, 2) το από 7-1-2021 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Αναπτυξιακού Προγραμματισμού, Περιβάλλοντος και Υποδομών-Διεύθυνση Τεχνικών Έργων-Τμήμα Συγκοινωνιακών Έργων (Τ.Σ.Ε.) Λάρισας της Περιφέρειας Θεσσαλίας, από τα οποία προέκυπτε ότι δεν είχαν υποβληθεί στον κύριο του έργου αιτήματα για την έγκριση των συμβάσεων υπεργολαβίας 3) τα Οργανογράμματα έργων και 4) τις συμβάσεις αναδόχου, από τα οποία αποδεικνυόταν η "εικονικότητα" των συμβάσεων υπεργολαβίας και ο πρωταρχικός ρόλος της δεύτερης εναγομένης στην εκτέλεση των έργων, με την ενεργή παρουσία της στα επίδικα έργα με μισθωμένο γραφείο, με μηχανήματα και εξοπλισμό που εισέφερε και με τη συνεχή παρουσία διοικητικού της στελέχους-Γενικού Διευθυντή, υπευθύνων μηχανικών και εργοταξιαρχών, και τα οποία αν ελάμβανε υπόψη θα είχε αποδεχτεί ως βάσιμο και αποδεδειγμένο τον ισχυρισμό τους περί εικονικότητος των υπεργολαβικών συμβάσεων και θα είχε αποδεχτεί ακολούθως την εκτέλεση των έργων και από τη δεύτερη εναγομένη, β) δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία της πρώτης εναγομένης, ότι η δεύτερη εναγομένη είχε ενεργό ρόλο στην εκτέλεση των έργων και την ευθύνη της καταβολής και εξόφλησης ποσών σε εργαζομένους στα έργα, που είχε περιληφθεί στις προτάσεις της ενώπιον του Ειρηνοδικείου ..., στα πλαίσια άλλης δίκης επί αγωγής άλλου απασχολουμένου με σύμβαση έργου κατά το ίδιο διάστημα στα επίδικα έργα και η οποία αγωγή στρεφόταν κατά των δύο εναγομένων εταιρειών, καθώς και την ομολογία της ιδίας πρώτης εναγομένης που περιλαμβάνεται στις ενώπιον του Εφετείου από 11-3-2022 προτάσεις της, με την οποία συνομολογεί ότι "Επειδή ακόμη το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως έσφαλε υποχρεώνοντας την έτερη εναγομένη εταιρεία ΙNΤΡΑΚΑΤ Α.Ε να καταβάλλει τα επιδικασθέντα ποσά στους ενάγοντες...". Με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές, το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση της ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης-δεύτερης εναγόμενης, ενόψει του ότι έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι και αυτή έφερε την ιδιότητα του εργοδότη και επομένως νομιμοποιείτο παθητικά ως προς τις αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων και δέχθηκε την ένδικη αγωγή τους ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και ως προς αυτήν, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και ακολούθως απέρριψε την αγωγή, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτής. Με αυτά που δέχθηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 651, 652 και 653 του ΑΚ, και δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων για την εφαρμογή των άνω διατάξεων, ενώ έχει τις προαπαιτηθείσες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν ως προς το νόμιμο χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν ανελέγκτως δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούσαν το πραγματικό των άνω διατάξεων, τόσο ως προς την παροχή εξαρτημένης εργασίας από τους ήδη αναιρεσείοντες προς την ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη και εντεύθεν της ύπαρξης μεταξύ τους σχέσης εξαρτημένης εργασίας, όσο και ως προς την ιδιότητα της δεύτερης αναιρεσίβλητης ως (συν)εργοδότριας, αφού ειδικότερα από το Εφετείο γίνεται δεκτό, ότι οι αναιρεσείοντες συνδέονταν με την πρώτη εναγομένη-πρώτη αναιρεσίβλητη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, για να εργαστούν στην υπ' αυτής εκτέλεση διακριτού τμήματος του όλου έργου, που είχε αναλάβει δυνάμει συμβάσεων υπεργολαβίας με τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, ότι προσέφεραν την εργασία τους στην πρώτη αναιρεσίβλητη, υπό τις εντολές και οδηγίες των προστηθέντων αυτής οργάνων και όχι των προστηθέντων οργάνων της δεύτερης, των οποίων οι όποιες εντολές και κατευθύνσεις δίδονταν στα πλαίσια των μεταξύ των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων συμβάσεων υπεργολαβίας και όχι στα πλαίσια σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μετ' αυτής, ότι οι αναιρεσείοντες παρείχαν την εργασία τους προς το συμφέρον της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία και είχε αναλάβει συμβατικώς την εκτέλεση και αποπεράτωση του καθορισμένου τμήματος του έργου και ότι καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας των ενδίκων συμβάσεων εργασίας των αναιρεσειόντων δεν αποδείχθηκε συμπεριφορά των προστηθέντων οργάνων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, η οποία να την καθιστά (συν)εργοδότρια της πρώτης αναιρεσίβλητης. Επίσης από τις παραδοχές αυτές του Εφετείου προκύπτουν επαρκώς και χωρίς αντίφαση όλα τα στοιχεία που είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, αναγκαία για την στοιχειοθέτηση των άνω εννοιών της παροχής εξαρτημένης εργασίας και του εργοδότη, χωρίς ν' απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση αυτών. Οι δε περί του αντιθέτου λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι λόγω της συνεκτέλεσης του έργου από τις εναγόμενες και ήδη αναιρεσίβλητες εταιρείες, η δεύτερη αναιρεσίβλητη είχε αποκτήσει την ιδιότητα του συνεργοδότη των αναιρεσειόντων, ασκώντας ουσιαστικά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της το διευθυντικό δικαίωμα, λαμβάνοντας σχετικές αποφάσεις και ελέγχοντας το προσωπικό αυτό και αποκομίζοντας οφέλη από την εργασία τους, όπως αυτά προκύπτουν ειδικότερα από τα αναφερόμενα στον αναιρετικό λόγο αποδεικτικά μέσα, το μεν αφορούν πραγματικά επιχειρήματα των αναιρεσειόντων που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση του αποδεικτικού υλικού και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνουν αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, το δε πλήττουν την αντίθετη επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά κατ' άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο σκέλος του με αρίθμηση IV λόγο του αναιρετηρίου, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του KΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, Α) υπό τα μερικότερα τμήματά του με αρίθμηση α, αα) και γ) είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δοθέντος ότι οι φερόμενες ως παραβιασθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 37, 68 και 69 του ν. 3669/2008, δεν ήταν εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, τα επίδικα τμήματα του αναληφθέντος έργου, δεν εκτελούντο από την ανάδοχο, αλλά από την πρώτη εναγομένη στα πλαίσια των μεταξύ των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων καταρτισθεισών συμβάσεων υπεργολαβίας και όχι καθ' υποκατάσταση τρίτου (εκχώρηση) του έργου εκ μέρους της δεύτερης αναιρεσίβλητης-αναδόχου του έργου, περίπτωση κατά την οποία και μόνο και μετά την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων του άρθρου 65 του ν. 3669/2008 υφίσταται εις ολόκληρον ευθύνη του αναδόχου του έργου και του υποκαταστάτου αυτού, σχετικά, πλην άλλων, και για τις αμοιβές του προσωπικού του έργου ( ΑΠ 2146/2014, ΑΠ 464/1995). Μόνη δε η ιδιότητα της δεύτερης αναιρεσίβλητης ως αναδόχου του έργου δεν καθιστά από μόνη της αυτήν εργοδότρια του προσληφθέντος από τρίτο (υπεργολάβο) προσωπικού. Ούτε τίθεται θέμα τήρησης της διαδικασίας έγκρισης των υπεργολαβικών συμβάσεων από τον κύριο του έργου, κατά τα άρθρα 68 και 69 του ν. 3669/2008, δοθέντος ότι η έλλειψη αυτής δεν έχει έννομες συνέπειες στις μεταξύ του υπεργολάβου και του υπ' αυτού προσληφθέντος προσωπικού έννομες σχέσεις, αλλά μόνο στις μεταξύ του αναδόχου, του υπεργολάβου και του κυρίου του έργου έννομες σχέσεις. Β) υπό την αρίθμηση α, ββ) είναι αβάσιμος καθόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη τον προβληθέντα υπό των εναγόντων-αναιρεσειόντων ισχυρισμό περί συνεκτέλεσης των επιδίκων τμημάτων του έργου υπό των εναγομένων και τον απέρριψε με την αντίθετη παραδοχή του ότι η πρώτη εναγομένη, στα πλαίσια της μεταξύ των εναγομένων σύμβασης υπεργολαβίας εκτελούσε τα οριζόμενα τμήματα του έργου, με το υπ' αυτής προσληφθέν προσωπικό, όπως και των αναιρεσειόντων, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, ως μόνη εργοδότρια αυτών. Γ) υπό την αρίθμηση ε 1), είναι αβάσιμος, καθόσον από την ρητή διαβεβαίωση, που περιέχεται στα 15ο και 16ο φύλλα της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι: "Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος αποδείξεως ....., που εξετάστηκε, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, ενώπιον του πρωτοβαθμίου, αλλά και του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά....ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου.....,τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων....ανάμεσα στα οποία και οι ιδιόγραφες και ανυπόγραφες σημειώσεις των εναγόντων, ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο....και οι αποφάσεις των πολιτικών σχετικών δικών μεταξύ των διαδίκων.....χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την οριστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς....., τις εξομοιούμενες με ιδιωτικά έγγραφα ως προς την αποδεικτική τους δύναμη μη αμφισβητούμενες προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως φωτογραφίες...καθώς και από τις νομοτύπως ληφθείσες.....ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης.... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :...", σε συνδυασμό με το χωρίς αντιφάσεις και ανεπάρκειες, αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης και δη από το όλο περιεχόμενό της, τις σκέψεις και παραδοχές της, που αφορούν στους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, για την απόδειξη των οποίων επικαλούνται τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, με τις λοιπές αποδείξεις και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο της αίτησης αναίρεσης, χωρίς να είναι υποχρεωμένο, να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός, καθορίζοντας τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Δ) υπό την αρίθμηση ε 2) είναι αβάσιμος, καθόσον, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα έγγραφα από τα οποία, σύμφωνα με τους αναιρεσείοντες, συνάγεται εξώδικη ομολογία, σε κάθε περίπτωση δε η με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις της ομολογία της πρώτης αναιρεσίβλητης δεν δεσμεύει ως τοιαύτη την απλή ομόδικο της δεύτερη αναιρεσίβλητη, ενώ, ενόψει της περιεχόμενης στην αναιρεσιβαλλομένη ως άνω βεβαίωσης και του λοιπού περιεχομένου της, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτή λήφθηκε υπόψη ως τεκμήριο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, Α) να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική της δαπάνη, κατά το βάσιμο αίτημά της που υπέβαλε με τις προτάσεις της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), Β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 368/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, κατά το μέρος της που αναφέρεται στην πρώτη αναιρεσίβλητη και αφορά τους γενόμενους δεκτούς ως βάσιμους με αρίθμηση I β και ΙΙΙ β λόγους της αίτησης αναίρεσης [αναφορικά με τις αξιώσεις των αναιρεσειόντων προς επιδίκαση α) της αστικής ποινής από 100% επί των αποδοχών τους για μη λήψη της ετήσιας κανονικής τους άδειας και β) των διαφορών επί των καθαρών αποδοχών τους καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησής των (περιλαμβανομένου και του χρόνου επίσχεσης)] και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι δυνατή KΠολΔ 580 παρ. 3). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η πρώτη αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), που κατέθεσαν προτάσεις, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-1-2023 αίτηση αναίρεσης της με αρ. 368/26-8-2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη .
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στη δεύτερη αναιρεσίβλητη για τη δικαστική της δαπάνη το ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Αναιρεί την με αρ. 368/26-8-2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, κατά το μέρος που αφορά την πρώτη αναιρεσίβλητη και κατά τα κεφάλαια που αναφέρονται στο σκεπτικό
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρεθέν μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την πρώτη αναιρεσίβλητη να καταβάλει στους αναιρεσείοντες για τη δικαστική τους δαπάνη το ποσό των δυο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2024.
Ο ANTIΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος η αρχαιότερη της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ