ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 297/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 297/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 297/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 297 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 297/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία -Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε, δημόσια, συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 15 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέργιου Λυμπερδόπουλου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσίβλητου: Αγροτικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία "Αγροτικός Συνεταιρισμός Βόλου", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στον Βόλο και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Παπαπέτρου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν η .../2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από ...-2023 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Παρασκευή Γρίβα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Με τη κρινόμενη από ...-2023 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης ....2023) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμ. .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατόπιν άσκησης της από ...-2017 (αριθμ.έκθ.κατάθ. .../2017) έφεσης του εναγόμενου, κατά της εκδοθείσας κατά την ίδια διαδικασία ,αντιμωλία των διαδίκων, με αριθμ. .../2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βόλου. Η τελευταία απόφαση εκδόθηκε επί της από ...-2015 (αριθμ. κατ. .../2016) αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου συνεταιρισμού, αντικείμενο της οποίας ήταν η καταβολή προς τον αναιρεσείοντα του ποσού της διαφοράς που προέκυπτε μεταξύ των αποδοχών της από ...-2012 επιχειρησιακής ΣΣΕ που ίσχυε για τους εργαζόμενους του αναιρεσίβλητου και της προϊσχύουσας ΣΣΕ την οποία κατέβαλε στο προσωπικό του κάθε μήνα που απασχολούνταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ανεξαρτήτως φύσης εργασίας, ειδικότητας, συνθηκών εργασίας, αρχαιότητας, προσόντων και λοιπών κριτηρίων, συμπεριφορά που συνιστά άνιση μεταχείριση σε βάρος του και επεδίωκε να του καταβληθεί, νομιμότοκα, για την ως άνω αιτία το ποσό των (19.464,60) ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την ως άνω έφεση του αναιρεσίβλητου συνεταιρισμού και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ ). 2. Σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 288ΑΚ κατά την οποία, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά ευρίσκει έρεισμα και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 22 παρ. 1 του Συντάγματος και 157 Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ενεργό σχέση εξαρτημένης εργασίας, επιβάλλεται στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή μισθολογική ή άλλη εργασιακή παροχή, μονομερή ή συμβατική, προς ορισμένους εργαζομένους του, να μην εξαιρεί από αυτή άλλους εργαζομένους του, ανεξαρτήτως του χρόνου προσλήψεώς τους και του ύψους του μισθού τους, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες, υπό την έννοια της ομοιότητας των συνθηκών απασχολήσεως και των προσόντων, εκτός αν εξαίρεση ή απόκλιση δικαιολογείται από επαρκή αντικειμενικό λόγο. Η αρχή αυτή ανάγεται σε κανόνα δημοσίας τάξεως, που παρέχει απ` ευθείας στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει, με αγωγή, από τον εργοδότη την οικειοθελή παροχή. Πρόκειται για αξίωση του ενάγοντος - εργαζομένου εκπληρώσεως της παροχής και όχι για αξίωση αποζημιώσεως. Την ύπαρξη ειδικού και σοβαρού λόγου, που να δικαιολογεί, αντικειμενικά, τη διαφορετική μεταχείριση, ο (εναγόμενος) εργοδότης πρέπει να επικαλεσθεί, κατ` ένσταση και να αποδείξει. Μισθολογική παροχή είναι και η αύξηση του βασικού μισθού του εργαζομένου. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως είναι παροχή του εργοδότη οικειοθελής, ήτοι από πρωτοβουλία του, χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωσή του από διάταξη νόμου ή από όρο Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας ή Διαιτητικής Αποφάσεως ή από δικαστική απόφαση και να χορηγείται νομίμως, δεδομένου ότι η παρά το νόμο χορήγηση οικειοθελούς παροχής σε ορισμένους εργαζομένους, δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των εργαζομένων, στους οποίους δεν χορηγήθηκε, αφού η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί να θεμελιωθεί - στην εργοδοτική παρανομία (ΑΠ 569/2021). Η προαναφερθείσα αρχή, δεν απαγορεύει στον εργοδότη να προσδιορίζει την ή τις κατηγορίες προσωπικού που αφορά η ευνοϊκή ρύθμιση που αυτός εισάγει με κριτήρια που ο ίδιος επιλέγει (πχ τυπικά προσόντα ή αρχαιότητα στην υπηρεσία). Όμως, ο εργοδότης που χορηγεί στο προσωπικό του παροχές σύμφωνα με κάποια γενικά κριτήρια πρέπει να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης της παροχής κατά τέτοιο τρόπο ,ώστε ουδείς εργαζόμενος και καμία κατηγορία εργαζομένων να αποκλείεται αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα από τη χορήγησή τους και επομένως, χωρεί δικαστικός έλεγχος για το να η διαφοροποίηση στην οποία προβαίνει ο εργοδότης ανταποκρίνεται στον επιδιωκόμενο με τη παροχή σκοπό (ΑΠ 2/2024, 357/2024, 569/2021, 896/2021). Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου(αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 ΚΠολΔ). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 2/2023, 4/2022, 3/2022, 3/2020). Επίσης, κατά τη παρ.6 του ιδίου ως άνω άρθρου (αντίστοιχη αυτής του άρθρου 559 παρ.19 ΚΠολΔ), αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΑΠ 323/2024, 99/2020, 1205/2020).

Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτά επισκοπούμενη, δέχθηκε, ανέλεγκτα, τα ακόλουθα: <<Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είχε αρχικώς προσληφθεί και παρείχε την εργασία του, ως θερμαστής - πρακτικός μηχανικός, στο εργοστάσιο επεξεργασίας γάλακτος που διατηρεί στη ΒΙ.ΠΕ. Βόλου η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Βόλου, στη θέση της οποίας υπεισήλθε μεταγενέστερα ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών Αγροτικός Συνεταιρισμός Βόλου, ως καθολικός διάδοχος αυτής, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τα χρονικά διαστήματα από 03-08-2009 έως 02-08-2010 και από 20-09-2010 έως 15-07-2012. Κατόπιν, προσλήφθηκε εκ νέου για να παρέχει την εργασία του με την ίδια ιδιότητα, δυνάμει της από 29-01-2013 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, θεωρούμενης ως τέτοιας εξαρχής (βλ. το υπ' αριθ. 208/09-122013 δελτίο εργατικής διαφοράς υπογεγραμμένο από τον Επιθεωρητή Εργασίας, τον εφεσίβλητο και την πληρεξούσια Δικηγόρο της ανωτέρω εργοδότριας Ένωσης). Στις 27-04-2014 η εν λόγω Ένωση κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και έπαυσε να αποδέχεται την εργασία του εφεσίβλητου, ο τελευταίος δε άσκησε κατ' αυτής την από 18-06-2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως, να υποχρεωθεί ο εκκαλών να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, να του καταβάλλει ως μισθούς υπερημερίας τα ποσά που αναφέρονται σε αυτή, για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασης έως τη συζήτηση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 19/2015 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή κατά τα προαναφερόμενα αιτήματά της, σε εκτέλεση δε αυτής ο εφεσίβλητος παρέχει την εργασία του στον εκκαλούντα από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2015 κι εφεξής. Αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι κατά τον μήνα Ιούλιο του έτους 2012 το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Βόλου αποφάσισε να χορηγήσει έκτακτες παροχές προς τους εργαζομένους της, διατηρώντας το δικαίωμα να παύσει την καταβολή τους οποτεδήποτε. Οι εν λόγω έκτακτες παροχές, παρόλο που τόσο στο από 24-07-2012 πρακτικό, όσο και στα μετέπειτα πρακτικά συνεδριάσεως του Δ.Σ. της ως άνω Ένωσης αναφέρεται ότι αποτελούσαν μίας μορφής επιχορήγημα για την επιβράβευση της αποδοτικότητας των εργαζομένων, στην πραγματικότητα αποφασίστηκε να δοθούν για να ισοσκελίσουν τη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, που επήλθε κατόπιν σύναψης της επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., η οποία προέβλεπε αποδοχές κατώτερες της προηγουμένως ισχύουσας κλαδικής Σ.Σ.Ε. (βλ. κυρίως την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου Γ. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου). Η καταβολή της οικειοθελούς αυτής παροχής προβλέφθηκε και στις επόμενες συνεδριάσεις του Δ.Σ. της Ένωσης και αφορούσε καταρχήν τους εργαζόμενους της Ένωσης που συνδέονταν με αυτή με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (βλ. κυρίως την ένορκη κατάθεση του ίδιου ως άνω μάρτυρα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συγκεκριμένα την κατάθεσή του που περιέχεται στη 10η σελίδα των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπου αναφέρεται ότι: "...συνέχισε να παίρνει το μισθό της κλαδικής όλο το μόνιμο προσωπικό" καθώς και στη 15η σελίδα των ίδιων πρακτικών, όπου αναφέρεται ότι: "...όταν κάναμε και είπαμε και συμφωνήσαμε να δίνεται σε όλο το μόνιμο προσωπικό, υπήρχαν ορισμένοι συνάδελφοί μας, που κάνανε πάγια δουλειά, όπως οδηγοί και τέτοια και σε περίπτωση που θα έρχονταν και αυτοί μαζί μας, μόνιμο προσωπικό, αορίστου χρόνου, θα παίρνανε και αυτοί το μπόνους..."). Επιπροσθέτως, η εν λόγω Ένωση κι αργότερα ο καθολικός διάδοχός της και ήδη εκκαλών άρχισε να καταβάλλει τις εν λόγω έκτακτες παροχές και στους περισσότερους εκ των εργαζομένων οι οποίοι συνήπταν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και μετά τον μήνα Ιούλιο του έτους 2012. Πλην όμως, όπως αποδεικνύεται κυρίως από τις προσκομιζόμενες εκ μέρους του εκκαλούντος αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με το από 05-02-2021 ενημερωτικό σημείωμα του εκκαλούντος, οι έκτακτες αυτές παροχές, το ποσό των οποίων διαφοροποιούνταν ανά εργαζόμενο, δεν καταβάλλονταν αμέσως μετά τη σύναψη της εκάστοτε σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά μεσολαβούσε κάποιο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, όσον αφορά τους εργαζόμενους που σύναψαν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά το ίδιο έτος με τον εφεσίβλητο, ήτοι κατά το έτος 2013, ο εφεσίβλητος που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στις 29-01-2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Μάιο 2016 ποσού 144 ευρώ, o Μ. Λ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2016 ποσού 5 ευρώ, ο Α. Τ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Ιανουάριο 2015 ποσού 122,46 ευρώ, ο Α. Κ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2016 ποσού 86 ευρώ, ο Γ. Π. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 δεν έλαβε καθόλου τις έκτακτες παροχές έως το τέλος του έτους 2016, ο Ι. Γ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Ιανουάριο 2015, ποσού 169,61 ευρώ, ο Δ. Σ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2016, ποσού 50 ευρώ, ο Σ. Σ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2016, ποσού 50 ευρώ, ο Σ. Σ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2016, ποσού 130 ευρώ, o Η. Μ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνο τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον Ιανουάριο 2015, ποσού 99,34 ευρώ και η Α. Γ. που σύναψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου τον Δεκέμβριο 2013 άρχισε να λαμβάνει τις έκτακτες παροχές κατά τον μήνα Αύγουστο 2014, ποσού 60,35 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, οι εν λόγω έκτακτες παροχές - ανεξαρτήτως του αν συνιστούν ή όχι επιχειρησιακή συνήθεια δεσμευτική για τον εργοδότη, αποδεικτέο θέμα που δεν θα εξεταστεί εν προκειμένω, εφόσον η αξίωση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου στηρίζεται αποκλειστικά στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων- καταβάλλονταν στους εργαζόμενους που σύναψαν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την Ένωση μετά τον Ιούλιο του έτους 2012, μέσα σε χρονικό διάστημα που κυμαινόταν από 8 έως 37 μήνες μετά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας και συνεπώς η καταβολή των εν λόγω παροχών στον εφεσίβλητο μετά την πάροδο 39 μηνών από τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, δεν κρίνεται ότι συνιστά άνιση μεταχείριση και αυθαίρετη εξαίρεση του τελευταίου εκ μέρους του εργοδότη του, εφόσον ελάχιστα υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε έως την καταβολή των εν λόγω έκτακτων παροχών προς άλλους εργαζόμενους (ενδεικτικά: Μ. Λ. (33 μήνες), Α. Κ. (33 μήνες), Γ. Π. (37 μήνες), Δ. Σ. (33 μήνες), Σ. Σ. (33 μήνες)>>. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κάνοντας δεκτή την έφεση του αναιρεσίβλητου συνεταιρισμού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή. Με τη κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ,ευθέως και εκ πλαγίου, τις προαναφερόμενες στη νομική σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διότι αφενός τις εφάρμοσε εσφαλμένα και αφετέρου διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε βάρος του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα, παρότι δέχεται ότι από τον Ιούλιο 2012, ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε οικειοθελώς την εν λόγω παροχή, αδιακρίτως και χωρίς ειδικότερα κριτήρια, σε όλους τους εργαζομένους που απασχολούνταν ήδη σε αυτό ή προσλήφθηκαν αργότερα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με σκοπό τον ισοσκελισμό των καταβαλλόμενων μειωμένων αποδοχών τους βάσει της ισχύουσας επιχειρησιακής ΣΣΕ με αυτές τις υπέρτερες που καταβάλλονταν μέχρι τότε και προβλέπονταν από την κλαδική ΣΣΕ, εντούτοις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταβολή αυτής της παροχής στον αναιρεσείοντα μετά από τριάντα εννέα (39) μήνες από την πρόσληψή του δεν συνιστά διαφορετική -δυσμενέστερη μεταχείρισή του και αυθαίρετη εξαίρεσή του εκ μέρους του αναιρεσίβλητου. Μόνη η παραδοχή ότι σε κάποιους από τους εργαζόμενους, οι οποίοι προσλήφθηκαν το ίδιο έτος με τον αναιρεσείοντα (2013) καταβλήθηκε η οικειοθελής αυτή παροχή μετά από χρονικό διάστημα οκτώ (8) μήνες έως τριάντα επτά (37) μήνες, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνει παραδοχές: α) με τις οποίες να δικαιολογείται η καταβολή της μετά τη παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος (8-37 μήνες), αλλά και με ποια κριτήρια ο αναιρεσίβλητος καθόριζε τελικά το χρόνο καταβολής της στον κάθε εργαζόμενο, β) αν στους λοιπούς δικαιούχους εργαζόμενους, που είχαν προσληφθεί προγενέστερα ή μεταγενέστερα από το έτος αυτό (2013), η καταβολή της εν λόγω οικειοθελούς παροχής ελάμβανε χώρα άμεσα ή όχι, καθώς και γ) παραδοχές με τις οποίες να δικαιολογείται η μη καταβολή της στον αναιρεσείοντα, έστω και σε συντομότερο διάστημα από αυτό των τριάντα εννέα (39) μηνών, δεν συνιστά κατ' αντικειμενική κρίση σοβαρό και ειδικό λόγο, για να θεμελιώσει επαρκώς την τελική παραδοχή ότι ήταν δικαιολογημένη η διαφορετική-δυσμενέστερη μεταχείρισή του. Έτσι καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και οι λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εκτιμώμενοι ενιαία ως αιτιάσεις του άρθρου 560 παρ.1 και 6 ΚΠολΔ είναι βάσιμοι. Συνακόλουθα, πρέπει ν 'αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Τέλος, θα πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του (176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί τη με αριθμ. .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, δικάσαντος ως Εφετείου.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση , στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500)ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Φεβρουαρίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή