
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 298 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 298/20...
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 227/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Ειρήνη Νικολάου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Α)Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "... και το δ.τ. "Ο.Λ.Η. Α.Ε.", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Εμμανουήλ Βελεγράκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Τ. Ζ. του Φ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευτυχίας Κατσαρού-Πετράκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Β)Του αναιρεσείοντος: Τ. Ζ. του Φ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευτυχίας Κατσαρού-Πετράκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "... και το δ.τ. "Ο.Λ.Η. Α.Ε.", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Εμμανουήλ Βελεγράκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-10-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου Α- αναιρεσείοντος Β, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν η .../2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2017 μη οριστική και .../2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν το αναιρεσείον Α με την από 28-11-2019 αίτησή του και ο αναιρεσείων Β με την από 29-11-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ειρήνη Νικολάου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο ...3 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων". Στην προκείμενη περίπτωση, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση α) της από 28/11/2019 (αρ. κατ. .../29.11.2019) αίτησης αναίρεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία "... κατά του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου Τ. Ζ. και, β) της από 29/11/2019 (αρ. κατ. .../29.11.2019) αίτησης αναίρεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος Τ. Ζ. κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου ΝΠΙΔ με την επωνυμία "..., με τις οποίες προσβάλλεται η με αριθμό .../2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, καθότι είναι πρόδηλη η μεταξύ τους συνάφεια και διευκολύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης. Οι ένδικες αιτήσεις αναίρεσης έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 564 παρ. 1, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ) εντός προθεσμίας ενός μηνός από την επίδοση της αναιρεσιβαλλόμενης στις 30/10/2019 (βλ. την με παραπάνω ημερομηνία επισημείωση της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αν. Κρήτης Α. Ι. στο προσκομισθέν από το αναιρεσείον - αναιρεσίβλητο ΝΠΙΔ αντίγραφο της αναιρεσιβαλλόμενης) και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο ...7 παρ. 3 ΚΠολΔ). Με τη διάταξη της παρ. 3 στοιχ. Β περ. δ' του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης των ένδικων αναιρέσεων, προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά απόφασης Εφετείου (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο εδάφιο της ίδιας διάταξης η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 614 αρ. 3 ΚΠολΔ (εργατικές διαφορές). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την κατάθεση της ένδικης από 28/11/2019 (αρ. κατ. .../2019) αίτησης αναίρεσης που αφορά υπόθεση με αντικείμενο εργατική διαφορά μεταξύ των διαδίκων, το αναιρεσείον ΝΠΙΔ με την επωνυμία ... προέβη στην επισύναψη του υπ' αριθμ. ... ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, και της από 28/11/2019 ηλεκτρονικής πληρωμής του μέσω της ... για την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά, όμως, ως εργατική απαλλάσσεται της καταβολής παράβολου για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης και, κατά συνέπεια, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στο αναιρεσείον, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω αίτησης (ΑΕΔ 3, 4/2014, ΑΠ 831/2023).
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα ως προς τη διαδικαστική πορεία της ένδικης υπόθεσης: Με την από 2/10/2012 (αρ. κατ. .../4.10.2012) αγωγή του ο ενάγων Τ. Ζ. ιστορούσε ότι προσλήφθηκε το έτος 1983 στο ΝΠΔΔ με την επωνυμία Λιμενικό Ταμείο Ηρακλείου, καθολικός διάδοχος του οποίου είναι το εναγόμενο ΝΠΙΔ με την επωνυμία ..., ως χειριστής μηχανημάτων (γερανών, κλαρκ κλπ.) στην προβλήτα του λιμένα Ηρακλείου, αμειβόμενος σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ. Ότι από 18/10/2007 και έως τη συνταξιοδότησή του, στις 31/12/2010, με εντολή του εργοδότη εναγομένου του ανατέθηκαν νέα καθήκοντα και ειδικότερα την επιτήρηση και τον έλεγχο των σταθμών στάθμευσης αυτοκινήτων και σκαφών, των ζυγαριών και του επιβατικού σταθμού εντός του λιμένος Ηρακλείου, τη λήψη εισπράξεων και την απόδοσή τους στο κεντρικό ταμείο κλπ., τα οποία απαιτούσαν την απασχόλησή του πέραν του νομίμου ωραρίου από 07.30 π.μ. έως 15.00 μ.μ. Με βάση τα προεκτεθέντα ζητούσε να του επιδικασθεί ως διαφορά αποδοχών, που αντιστοιχούν στην απασχόλησή του κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας (Σάββατα, Κυριακές και αργίες) και σε υπερωριακή απασχόληση πέντε ωρών ημερησίως, κατά το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2007 έως 31/12/2010, συνολικό ποσό 64.708,96 ευρώ. Επί της αγωγής, η οποία δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εκδόθηκε η με αριθμό .../2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή, έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα από την παραπάνω αιτία το συνολικό ποσό των 30.962,30 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατά της παραπάνω απόφασης ασκήθηκαν η από 14/5/2015 (αρ. κατ. 115/15.5.2015) έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος-αναιρεσιβλήτου και η από 20/5/2015 (αρ. κατ. .../21.5.2015) έφεση του εναγόμενου και ήδη αναιρεσίβλητου-αναιρεσείοντος, επί των οποίων, αφού συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η αναιρεσιβαλλόμενη με αριθμό .../2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η αγωγή κατά το μέρος με το οποίο αξιώνονταν διαφορές αποδοχών για την εργασία, που ο ενάγων ισχυριζόταν ότι παρείχε κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας (Σάββατα, Κυριακές και αργίες), διότι δεν γινόταν στην αγωγή επίκληση των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 ΑΚ), κατά μερική παραδοχή του δεύτερου σχετικού λόγου έφεσης του εναγόμενου-εκκαλούντος, απορρίφθηκε κατά τους λοιπούς λόγους η έφεση του εναγομένου και στο σύνολό της η έφεση του ενάγοντος, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και, δικάζοντας επί της αγωγής, έγινε εν μέρει δεκτή και επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.8...,87 ευρώ με τον νόμιμο τόκο. Α. Επί της από 28/11/2019 (αρ. κατ. .../2019) αίτησης αναίρεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος: Ι. Με το άρθρο 54 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΝΠΙΔ με την επωνυμία ..., που εγκρίθηκε με την υπ'αριθμ. 5118.18/07/2005 απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β' 1634/....11.2005), υπό τον τίτλο "Υπερωρίες - εργασία Σαββάτου και αργιών", ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Σχετικά με την υπερωριακή εργασία και γενικά την πέρα του κανονικού ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου απασχόληση και κάθε είδους πρόσθετη εργασία, εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και του παρόντος Κανονισμού. 2. Για την εξασφάλιση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων του Οργανισμού καθ` όλο το 24ωρο και όλες τις ημέρες του έτους, καθώς και για την κάλυψη των έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα στο κανονικό ωράριο, επιτρέπεται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της Εταιρείας και έγκριση του αρμοδίου Δ/ντή η πέραν του κανονικού ωραρίου εργασία καθώς και η εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και λοιπών εξαιρέσιμων καθώς και κατά τις νυκτερινές ώρες εφόσον αυτή έχει εγκριθεί αρμοδίως. 3. Προσωπικό για το οποίο προβλέπεται, με βάση ειδική διάταξη του παρόντος Κανονισμού, μειωμένο ημερήσιο ωράριο δεν επιτρέπεται να εργαστεί πέραν του μειωμένου αυτού ωραρίου". Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (ΦΕΚ Α 210/19.8.2005) με έναρξη ισχύος 1/10/2005 (άρθρο 15 Ν. 3385/2005), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο [πριν την αντικατάσταση των παρ. 3 και 5 με την παρ. 10 του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α 115/15.7.2010) με έναρξη ισχύος 15/7/2010 (άρθρο 76 ν. 3863/2010) και την εκ νέου τροποποίηση των παραγράφων 3 και 5 του ως άνω άρθρου (4) και της προσθήκης παραγράφου 6 σ' αυτό με το άρθρο ... του Ν. 4808/2021 (ΦΕΚ Α 101/19.6.2021)], ορίζονται τα εξής: "1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ...% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%". Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με εκείνες του άρθρου 1 του ν. 436/1976 για τις υπερωρίες και του άρθρου μόνου του ν. 133/1976, με το οποίο κυρώθηκε το άρθρο 6 της από 26/2/1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, που ορίζει ότι η υπέρβαση του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου (ήτοι του οκταώρου) κατά μία ώρα ημερησίως δεν λογίζεται ως υπερωρία, για όσες επιχειρήσεις εφαρμόζουν το σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, προκύπτει ότι, υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το ανώτατο νόμιμο ημερήσιο ωράριο είναι εννέα (9) ώρες, υπερωρία, ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα ή πέραν των 9 ωρών την ημέρα, ενώ για κάθε ώρα υπερωρίας, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις, ήτοι για κάθε ώρα "κατ' εξαίρεση" υπερωρίας (παράνομης υπερωρίας), ως άνω, ο εργαζόμενος δικαιούται "αποζημίωση", ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 100%. Από την τελευταία αυτή διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 4 Ν. 2874/2000 σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής της κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στον νόμο, γι'αυτό και χαρακτηρίζεται ως αποζημίωση, και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Δηλαδή, μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου 2874/2000, ο εργαζόμενος για την παράνομη (κατ' εξαίρεση) υπερωριακή απασχόλησή του δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις, όπως όριζε το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, αλλά μία, ευθέως από το νόμο χωρίς να συνδέεται με αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 474/2024, ΑΠ 1752/2022). Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενο ότι κρίνοντας ως νόμιμη την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος της, με το οποίο ο αναιρεσίβλητος ζητούσε να του επιδικασθούν διαφορές αποδοχών από υπερωρίες, που αφενός δεν είχαν συνάφεια με τα καθήκοντά του, αφετέρου δε πραγματοποιήθηκαν χωρίς άδεια Αρχής ή αναγγελία στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας και ήταν, επομένως, παράνομες και έδει να αναζητηθούν με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και απορρίπτοντας κατά το μέρος αυτό τον σχετικό λόγο της εφέσεώς του, παραβίασε αφενός τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, της εργατικής νομοθεσίας και της οικείας ΣΣΕ, αφετέρου δε τη διάταξη του άρθρου 54 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του αναιρεσείοντος, που έχει επικυρωθεί με την ΥΑ 5118/18.7.2005 (ΦΕΚ Β' 1634/2005) και έχει ισχύ κανόνα ουσιαστικού δικαίου, τον οποίο δεν εφάρμοσε ορθά στην υπό κρίση υπόθεση, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Ο παραπάνω λόγος είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ως προς το σχετικό αγωγικό κονδύλιο για υπερωρίες, που πραγματοποιήθηκαν χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες στη διάταξη του άρθρου 54 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του αναιρεσείοντος, που έχει επικυρωθεί με την ΥΑ 5118/18.7.2005 (ΦΕΚ Β' 1634/2005) και έχει ισχύ κανόνα ουσιαστικού δικαίου, διατυπώσεις, όπως στον σχετικό λόγο αναίρεσης γίνεται επίκληση αυτών, αυτές είναι μεν παράνομες, η αξίωση δε αμοιβής της κατ' εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στον νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς το κονδύλιο των παράνομων υπερωριών, ορθά εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη που προηγήθηκε διατάξεις και ορθά δεν εφάρμοσε τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, που δεν ήταν εφαρμοστέες, όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
ΙΙ. Σύμφωνα με τον αρ. 11 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενα από τον νόμο αποδεικτικά μέσα, ενώ με την περ. β' του αρ. 11 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έγινε νόμιμη επίκλησή τους. Η δεύτερη περίπτωση συντρέχει και όταν οι αποδείξεις προσκομίσθηκαν απαράδεκτα με την προσθήκη των προτάσεων (ΑΠ 1179/2007), εκτός αν προσκομίσθηκαν σε αντίκρουση ισχυρισμού, που προτάθηκε το πρώτον με τις προτάσεις του αντιδίκου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1α' ΚΠολΔ, που κατά το άρθρο 591 εδ. α' του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού δεν αντιβαίνει στις ειδικές διατάξεις των άρθρων 621 και 622 αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται και στην κατ' έφεση δίκη και έτσι ρυθμίζουν και την ενώπιον του Εφετείου απόδειξη και στη διαδικασία αυτή, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου (529 ΚΠολΔ) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαρειά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της τελευταίας πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται, είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήταν απαράδεκτα (ΑΠ 10/2024). Τα αποδεικτικά αυτά μέσα είναι παραδεκτά στην κατ' έφεση δίκη, αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους γίνει με τις ενώπιον του Εφετείου υποβληθείσες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 746/2022). Η κρίση αυτή του Εφετείου περί παραδεκτής ή μη προσκομιδής ενώπιον αυτού νέων αποδεικτικών μέσων ως αναγόμενη σε πράγματα δεν υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1160/2023, ΑΠ 248/2023).
Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη συζήτηση της από 2/10/2012 (αρ. κατ. .../2012) αγωγής του ενάγοντος, ήδη αναιρεσίβλητου ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22/9/2014 ο ενάγων κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, με τις οποίες επικαλέσθηκε και προσκόμισε τα αποδεικτικά μέσα προς απόδειξη της βασιμότητας της αγωγής του, ενώ με την προσθήκη των προτάσεών του, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση, στις .../9/2014, επικαλέσθηκε και προσκόμισε, μεταξύ άλλων, "αποδείξεις πληρωμής στις τράπεζες που αποδεικνύουν την καθημερινή υπερωριακή μου εργασία από τις εισπράξεις των Ταμείων των χώρων στάθμευσης (πάρκιγκ) του αντιδίκου", τα οποία έγγραφα λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων με ρητή αναφορά σ'αυτά. Με σχετικό λόγο έφεσης το αναιρεσείον προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τα παραπάνω έγγραφα, που προσήχθησαν με την προσθήκη των προτάσεων μετά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών και όχι για αντίκρουση εμπεριεχόμενων στις προτάσεις του, ως αντιδίκου, ισχυρισμών, απαραδέκτως προσκομίζονται και δεν έπρεπε να ληφθούν υπ'όψιν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τα παραπάνω έγγραφα προσκομίσθηκαν εκ νέου με ειδική επίκλησή τους με τις ενώπιον του Εφετείου υποβληθείσες προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, ο δε πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την εξής αιτιολογία: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων..., τα έγγραφα (αποδείξεις είσπραξης και παροχής υπηρεσιών ζύγισης από τους χώρους στάθμευσης και ζύγισης χρονικού διαστήματος από Νοέμβριο 2007 έως Δεκέμβριο 2010), που προσκόμισε ο ενάγων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στα πλαίσια της προθεσμίας προσθήκης και κατατέθηκαν προς αντίκρουση των ισχυρισμών της εναγομένης, τα οποία έλαβε υπόψη η εκκαλουμένη απόφαση και νόμιμα προσκομίζονται στη δευτεροβάθμια δίκη, αφού γίνεται επίκληση και προσκομιδή αυτών με τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, (...), απορριπτομένου του συναφούς τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης...". Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση του αριθμού 11 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι, κατά τις σχετικές αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται στο αναιρετήριο, έλαβε υπόψη για τη συναγωγή του αποδεικτικού της πορίσματος αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν απαραδέκτως, διότι είχαν προσκομισθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την προσθήκη των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου προς απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής του και όχι προς αντίκρουση ενστάσεως ή ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, ο οποίος αληθώς ερείδεται στην περ. β' του αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εφόσον το αναιρεσείον δεν επικαλείται ότι πρόκειται για αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος, αλλά ότι αυτό προσκομίσθηκε απαραδέκτως, είναι αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία ως άνω νομική σκέψη, το Εφετείο μπορεί να λάβει υπόψη του νέα αποδεικτικά μέσα, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται όχι μόνο εκείνα που ουδόλως προβλήθηκαν πρωτοδίκως, αλλά και εκείνα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, πλην όμως ήταν απαράδεκτα, όπως τα συγκεκριμένα έγγραφα, που προσκομίσθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να διαγνωσθεί από αυτό περίπτωση στρεψοδικίας ή βαριάς αμέλειας του αναιρεσίβλητου ως προς την επίκληση και προσαγωγή τους, η κρίση δε αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης περί παραδεκτής προσκομιδής ενώπιον αυτού νέων αποδεικτικών μέσων ως αναγόμενη σε πράγματα δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Β. Επί της από 29/11/2019 (αρ. κατ. .../2019) αίτησης αναίρεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος: Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ θεμελιώνεται όταν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν παραδεκτώς, αφού διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν επιτρέπεται να τα λάβει υπόψη, και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντέστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή τα μη έχοντα αυτοτέλεια επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από τον νόμο ή την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ ...0/2019). Επίσης δεν αποτελούν "πράγματα", κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, η επίκληση των αποδεικτικών μέσων ή του περιεχομένου των αποδείξεων (ΑΠ 1352/2023, ΑΠ 1915/2013). Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το Εφετείο ως προς το θέμα της εκτίμησης των προσκομιζόμενων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, "τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα..., τη με αριθμό 11802/13.9.2018 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κ. Π.-Α. που προσκομίζει ο ενάγων-εκκαλών και έχει ληφθεί νόμιμα μετά την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης-εφεσίβλητης (βλ. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του ΕφΑνατΚρήτης Α. Ξ.) η οποία παραδεκτώς προσκομίζεται και λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια της παρούσας-δευτεροβάθμιας δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1α' ΚΠολΔ... Όμως τα έγγραφα εκείνα, που προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος-δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι αποδείξεις που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος σε εισπράξεις από παροχή εργασίας άλλου υπαλλήλου (Μάριου Αντωνάκη) και προσκομίζονται προκειμένου να στηρίξουν την αιτηθείσα με την αγωγή αμοιβή του για τα υπόλοιπα ποσά που δεν έκανε δεκτά η εκκαλούμενη απόφαση (46 αποδείξεις που αφορούν αργίες και ΣαβΚυρ και λοιπές για υπερωρίες), αυτά σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη νομική σκέψη της παρούσας, δεν θα ληφθούν υπόψη και απορρίπτονται ως απαραδέκτως προσκομισθέντα, καθώς συντρέχει περίπτωση στρεψοδικίας και βαριάς αμέλειας για τη μη προσκόμισή τους κατά την πρωτόδικη δίκη, δεδομένου ότι για την απόδειξη των ίδιων αξιώσεων, κατόπιν της από 27/5/2015 αίτησης του εκκαλούντος διατάχθηκε η παράδοση αντιγράφων των βιβλίων του πάρκινγκ από την εναγομένη με την υπ'αριθμ. ...0/2015 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Πρωτοδικείου Ηρακλείου, πλην όμως η τελευταία δεν ανηύρε αυτά στο αρχείο της και δεν τα παρέδωσε στον ενάγοντα, ωστόσο ο τελευταίος προσκόμισε τα επικαλούμενα ως άνω αντίγραφα, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχε τη δυνατότητα να τα προσκομίσει και στην πρωτοβάθμια δίκη αλλά από βαριά αμέλεια δεν έπραξε τούτο και από λόγους στρεψοδικίας προσκομίζει το πρώτον στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη...". Στην υπό κρίση περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενος ότι παρά τον νόμο δεν ελήφθησαν υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από αυτόν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ότι δεν λήφθηκε υπόψη το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης με επίκληση με αριθμό 11802/13.9.20918 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Μάριου Αντωνάκη, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κ. Π.-Α.. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πιο πάνω εκτεθείσα νομική σκέψη, ο λόγος είναι αυτός απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η επίκληση αποδεικτικών μέσων ή του περιεχομένου των αποδείξεων δεν συνιστά "πράγμα" κατά την έννοια του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ακόμα όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο αναιρεσείων επικαλείται την πλημμέλεια του αρ. 11 περ. γ' του ίδιου άρθρου, υπό την αιτίαση ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν, ήτοι την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την κατηγορηματική διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης και από όλες τις αιτιολογίες αυτής δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη την ως άνω ένορκη βεβαίωση. Ως προς δε την αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις έγγραφες αποδείξεις, που φέρουν την υπογραφή του σε εισπράξεις από παροχή εργασίας του Μάριου Αντωνάκη, που αυτός επικαλέστηκε και προσκόμισε, ο ίδιος λόγος είναι και πάλι απαράδεκτος και τούτο διότι η κρίση του Εφετείου ότι οι έγγραφες αυτές αποδείξεις δεν λαμβάνονται υπόψη, διότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, δεν υπόκειται, όπως προεκτέθηκε στην υπό στοιχείο Α
ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1160/2023, ΑΠ 248/2023). Κατόπιν των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και να καταδικαστεί έκαστος των αναιρεσειόντων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, αντίστοιχα, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος εκάστου αυτών, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την επιστροφή του υπ' αριθμ. ... ηλεκτρονικού παραβόλου (από 28/11/2019 ηλεκτρονική πληρωμή της ...), ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, στο καταθέσαν αυτό αναιρεσείον ΝΠΙΔ με την επωνυμία "....
Απορρίπτει α) την από 28/11/2019 (αρ. κατ. .../29.11.2019) αίτηση του αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία "... και, β) την από 29/11/2019 (αρ. κατ. .../29.11.2019) αίτηση του αναιρεσείοντος Τ. Ζ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. .../2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος της από 28/11/2019 αίτησης τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος της από 29/11/2019 αίτησης τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 20....
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Φεβρουαρίου 20....
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ