
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 301 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 301/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 1/2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο ... Αττικής, η οποία δεν παραστάθηκε.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Π. του Κ., κατοίκου Α. Αττικής, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-11-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η .../2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1546/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-7-2021 αίτησή της.
Με την 142/2024 πράξη της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι πιο πάνω διατάξεις διαφέρουν μόνον ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται να υφίσταται, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση, δηλαδή, να δικαστεί ερήμην και να υποστεί τις σχετικές συνέπειες. Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 702/2024, 156/2024, 936/2018, 869/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 4-7-2024 υπ'αριθμ. 142/2024 πράξη της Προέδρου του παρόντος Β2' Τμήματος του Αρείου Πάγου, προσδιορίστηκε, για τους λόγους που εκτίθενται στην ως άνω πράξη και συνίστανται στην αδυναμία έκδοσης απόφασης επί της από 31-7-2021 (αρ.εκθ.καταθ. 6929/867/2021) αίτησης αναίρεσης, που είχε συζητηθεί στη δικάσιμο της 23-1-2024, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (7-1-2025) με σκοπό την επανάληψη της συζήτησης. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών με αριθμό 1546/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την ως άνω απόφαση έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αρ. .../2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, και, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανίστηκαν οι διάδικοι, αν και κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα [βλ. τα από 5-11-2024 και 27-9-2024 αποδεικτικά επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Αρείου Πάγου Π. Φ. στις πληρεξούσιες δικηγόρους της αναιρεσείουσας, Δ. Κ., και της αναιρεσίβλητης, Α. Μ., αντίστοιχα, δια των οποίων είχαν παρασταθεί και καταθέσει προτάσεις κατά την αρχική δικάσιμο (23-1-2024) της υπόθεσης]. Επομένως θα θεωρηθούν παρούσες και κατά τη νέα συζήτηση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.
ΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης, που ερείδεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει όταν με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από τον έλεγχο αυτής στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει το αντίθετο, απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΑΠ 477/2020, 269/1993). Με τον πρώτο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 38 Ν.1892/90 και 159 και 180 του ΑΚ, διότι δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται από 1-1-2016 και εντεύθεν αποδοχές πλήρους απασχόλησης, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι αυτή, από την 1-1-2016 δικαιούται πλέον αποδοχών μερικής απασχόλησης, καθ' όσον, καίτοι δεν υπογράφηκε έγγραφο για μερική απασχόλησή της, πολλές φορές προφορικά είχε συμφωνήσει για τη μετατροπή αυτή και στη συνέχεια παρείχε την εργασία της με ωράριο μερικής απασχόλησης χωρίς διαμαρτυρία, υπογράφοντας καθημερινά και στο παρουσιολόγιο, όπως αποδείχθηκε. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, γιατί το Εφετείο δεν δέχθηκε ότι έγινε τέτοια προφορική συμφωνία μερικής απασχόλησης, ως προς δε τις λοιπές αιτιάσεις του, απαραδέκτως προβάλλεται γιατί αφορά στην αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και μακροχρόνια, ακόμη και εάν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται καταφανώς των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Η δε κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/2018, 7/2002, 8/2001, ΑΠ 308/2020). Δεν είναι, όμως, νόμιμος ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, όταν ουσιαστικά τα επικαλούμενα περιστατικά δεν αναφέρονται στον τρόπο άσκησης του δικαιώματος, αλλά κωλύουν τη γέννηση ή καταλύουν το δικαίωμα, ώστε να πλήττουν αυτή την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος, το οποίο φέρεται ότι ασκείται καταχρηστικά, αφού στην περίπτωση αυτή, ο ισχυριζόμενος τα ανωτέρω αρνείται απλά ή αιτιολογημένα την ύπαρξη του δικαιώματος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση αυτού από τον αντίδικό του (ΑΠ 2115/2022, 1475/2022, 144/2019).
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., που απέρριψε ως αόριστη την παραδεκτώς και νομίμως προβληθείσα ένστασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας αναιρεσίβλητης. 'Ότι ειδικότερα, η ίδια είχε ισχυριστεί ότι η ενάγουσα καταχρηστικώς άσκησε το αγωγικό δικαίωμα, υπερβαίνοντας προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός της, αφού ζήτησε να της καταβάλει η εταιρεία για το έτος 2016 μισθό πλήρους απασχόλησης, ενώ η σύμβασή της είχε ήδη μετατραπεί σε σύμβαση μερικής απασχόλησης, και με τη συμπεριφορά της ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για αυτό, αντιθέτως υπέγραφε ανεπιφύλακτα την παρουσία της και την τετράωρη καθημερινή της απασχόληση στο βιβλίο παρουσίας προσωπικού που τηρεί η εταιρεία. Ωστόσο, υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η αναιρεσείουσα με τους πιο πάνω ισχυρισμούς της αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής, αμφισβητώντας την απασχόληση της αναιρεσίβλητης με πλήρες ωράριο και επομένως αμφισβήτησε την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος της τελευταίας και όχι τον τρόπο άσκησής του, ενώ εξάλλου δεν επικαλέστηκε καν την επέλευση δυσμενών συνεπειών στην ίδια από τη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης.
Συνεπώς ορθά το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την πιο πάνω ένσταση και ο σχετικός λόγος αναίρεσης, αληθώς από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
ΙV. Κατά το άρθρο 416 του Α.Κ., η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή, για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής, πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή, να λαμβάνει ο δανειστής ό,τι πράγματι δικαιούται, σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 650/2020, 326/2018, 1746/2013). Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 422 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει, κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί. Αν δεν όρισε τίποτε, η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και, αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που παρέχει μικρότερη ασφάλεια για το δανειστή. Αν υπάρχουν περισσότερα με ίση ασφάλεια, στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη, ενώ, αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή, στο αρχαιότερο, ενώ αν όλα τα χρέη είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα. Ενόψει, όμως, του ότι η διάταξη του άρθρου 422 του Α.Κ. για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή, αυτός δε, που επικαλείται συμφωνία ως προς τον τρόπο καταλογισμού, αποδεικνύει αυτήν. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία, ούτε μονομερής προσδιορισμός από τον οφειλέτη, που είναι δεσμευτικός για τον δανειστή, τότε ο καταλογισμός θα γίνει κατά τον επικουρικό προσδιορισμό του εδ. β` του άρθρου 422 του Α.Κ. Η διάταξη του άρθρου αυτού εφαρμόζεται αναλογικά, όχι μόνο, όταν τα περισσότερα χρέη πηγάζουν από διαφορετικές έννομες σχέσεις, αλλά και όταν πηγάζουν από την ίδια έννομη σχέση (ΑΠ 80/2023, 1147/2020, 580/2019). Εξάλλου, ο δανειστής, αμυνόμενος κατά της ένστασης εξόφλησης, δικαιούται, κατ' αντένσταση, να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν' αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης ν' αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ' επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους είτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 422 εδ. β' ΑΚ (ΑΠ 133/2022, 666/2020, 1147/2020). Ειδικότερα, όπως σε κάθε ένσταση, πρέπει ν' αναφέρονται από το δανειστή, που προβάλλει την ανωτέρω αντένσταση για ύπαρξη άλλου χρέους, τα γεγονότα που, κατά νόμο, την θεμελιώνουν και μάλιστα, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από τo δικαστήριο και να έχει ο οφειλέτης τη δυνατότητα ν' αμυνθεί, δηλαδή πλήρη τα παραγωγικά γεγονότα του άλλου χρέους ή των τυχόν επικαλουμένων περισσοτέρων χρεών και το ύψος αυτών, γιατί αλλιώς η αντένσταση αυτή είναι απορριπτέα (ΑΠ 1221/2017, 1093/2017, 575/2015). Αν τελικά ο δανειστής δεν μπορέσει ν' αποδείξει ότι η καταβολή αφορούσε άλλο χρέος του οφειλέτη προς αυτόν, τότε το καταβληθέν ποσό καταλογίζεται στο μοναδικό πλέον χρέος που οφείλει ο τελευταίος (ΑΠ 428/2023, 666/2020). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 845/2019). Ο έλεγχος συνίσταται στο αν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είτε αυτή διατυπώνεται ρητώς είτε εξυπονοείται ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές, στη μείζονα πρόταση.
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1439/2022, 66/2022).
Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς το μέρος αυτής, που αφορά στον αναιρετικό έλεγχο προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "...Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως (ενός από κάθε μέρος), οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλων προς άμεση απόδειξη και άλλων προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.) σε μερικά εκ των οποίων γίνεται ειδική μνεία, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως (............) και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (..........) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσελήφθη στις 29/3/2004 με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί στην εκδοτική επιχείρηση που διατηρεί η εναγόμενη ως φωτοστοιχειοθέτρια-σελιδοποιός, πλήρους απασχολήσεως σε οκτάωρη ημερήσια βάση (από τις 09:00 έως τις 17:00) πέντε ημέρες την εβδομάδα. Έκτοτε προσέφερε τις υπηρεσίες της στην εναγόμενη μέχρι τις 28/3/2016, οπότε προέβη νομοτύπως σε επίσχεση εργασίας, λόγω του ότι η τελευταία της ώφειλε δεδουλευμένες αποδοχές. Ειδικότερα, η εναγόμενη, ώφειλε, για δεδουλευμένους μισθούς, στην ενάγουσα, από τον μήνα Ιανουάριο του 2015 έως και τον Μάρτιο του 2016, που η τελευταία προέβη σε επίσχεση εργασίας (28-3-2016) τα εξής ποσά: 1) 224 ευρώ για υπόλοιπο αποδοχών Ιανουαρίου 2015, 2) για αποδοχές Φεβρουαρίου έως και Ιουνίου 2015, 6.820 ευρώ (1364 ευρώ X 5 μήνες). 3) Για αποδοχές Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2015, 2.728 (1.364 ευρώ X 2 μήνες) ευρώ, 4) για αποδοχές Ιανουαρίου έως και Μαρτίου 2016, 4.092 (1364 ευρώ X 3 μήνες) ευρώ, και συνολικά 13.864 ευρώ. Έναντι της ως άνω οφειλής, η εναγόμενη κατέβαλε στην ενάγουσα τα κάτωθι ποσά :1) στις 14/9/2016, 536 ευρώ, 2) στις 20/9/2016, 536 ευρώ, 3) στις 4/11/2016, 536 ευρώ και 4) στις 22/12/2016, 1.043,15 ευρώ, όπως συνομολογείται και από την ενάγουσα (...........), ήτοι, συνολικά το ποσό των 2.651,15 ευρώ, δια του οποίου εξοφλήθηκαν τα υπόλοιπα 224 ευρώ από τις δεδουλευμένες αποδοχές Ιανουαρίου 2015, οι δεδουλευμένες αποδοχές Φεβρουάριου 2015 (1.364 ευρώ) και 1.063,15 ευρώ από τις δεδουλευμένες αποδοχές του Μαρτίου 2015 και παρέμεινε ως οφειλόμενο ποσό δεδουλευμένων αποδοχών το συνολικό ποσό των 11.212,85 ευρώ (13.864-2.651,15). Επισημαίνεται ότι το κονδύλιο των 1.043,15 ευρώ που καταβλήθηκε κατά τα ανωτέρω στις 22/12/2016 αφαιρέθηκε ορισμένως, ύστερα από παραδεκτή και νομότυπη δήλωση της ενάγουσας, η οποία καταχωρήθηκε στα Πρακτικά από το ποσόν των 12.256 ευρώ που αφορούσε στο σύνολο του οφειλόμενες αποδοχές. Οι καταβολές που έκανε η εναγόμενη, προς την ενάγουσα στις 27-4-2016 ποσού 268 ευρώ και στις 18-7-2016 ποσού 327,69 ευρώ, καταλογίσθηκαν στο Δώρο Πάσχα 2016 και στο επίδομα αδείας 2016, αντιστοίχως. Περαιτέρω η εναγόμενη ώφειλε 414 ευρώ (682-268) για υπόλοιπο δώρου Πάσχα 2016, 524,81 ευρώ (852-327,69), για υπόλοιπο επιδόματος αδείας 2016 και τους μισθούς υπερημερίας από τον Απρίλιο 2016 έως και Ιανουάριο 2017, συνολικού ποσού 13.640 ευρώ (1.364 X 10 μήνες) κατά συνέπεια, όλες οι καταβολές που εγένοντο κατά το επίδικο αγωγικό διάστημα έχουν υπολογισθεί και αφαιρεθεί από τα αντίστοιχα οφειλόμενα κονδύλια, απορριπτομένης και της σχετικής ενστάσεως εξοφλήσεως, η οποία επαναφέρεται με την κρινομένη έφεση ως αβασίμου. Εξάλλου, δεν απεδείχθη ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας μετετράπη από την 1/1/2016 σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη. Ειδικότερα, δεν προσκομίσθηκε από την τελευταία έγγραφη ατομική σύμβαση μετά της ενάγουσας, με την οποία να είχε συμφωνηθεί μικρότερης διάρκειας ημερήσια, εβδομαδιαία ή μηνιαία απασχόληση (μερική απασχόληση), η οποία συμφωνία, να έχει μάλιστα γνωστοποιηθεί, εντός οκτώ (8) ημερών από την υπογραφή της, ήδη, ηλεκτρονικώς στο πληροφοριακό σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ" (.........). Ούτε απεδείχθη από την εναγόμενη συμφωνία μερικής απασχόλησης με την ενάγουσα. Επομένως, από το τεκμήριο που απορρέει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό και με την έλλειψη έγγραφης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, περί μερικής απασχολήσεως, από το υπ'αριθμόν 221/26-8-2016 δελτίο εργατικής διαφοράς του Γραφείου Επιθεωρήσεως Εργασίας Περιστερίου, καθώς και από την κατηγορηματική άρνηση της ενάγουσας περί μερικής απασχολήσεώς της από την 1/1/2016, συνάγεται ότι η απασχόλησή της ουδέποτε μετετράπη σε μερική (..........) με συνέπεια η ενάγουσα, να δικαιούται ευθέως εκ του νόμου, πλήρεις αποδοχές και επιδόματα (...............). Κατά συνέπεια και ο υπολογισμός από την εναγομένη των αποδοχών της ενάγουσας με βάση την μερική απασχόληση είναι αβάσιμος. (..............) Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα συνυπολόγισε τις καταβολές 268 ευρώ, έναντι δώρου Πάσχα 2016 και 327,69 ευρώ έναντι επιδόματος αδείας 2016, καθώς και τις καταβολές 536 ευρώ στις 14/9/2016, 536 ευρώ στις 20/9/2016, 536 ευρώ στις 4/11/2016 και 1043,15 ευρώ στις 22/12/2016, έναντι δεδουλευμένων αποδοχών, υπολογίζοντας ορθώς τις αποδοχές του τα δώρα και τα επιδόματα κατά το καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και όχι όπως εσφαλμένως υπολόγιζε τούτες η εναγόμενη κατά το καθεστώς μερικής απασχολήσεως. Άλλωστε, η ενάγουσα δεν ζητεί δώρα και επιδόματα για το έτος 2015 ούτε το δώρο Χριστουγέννων 2016 και συνεπώς η αναφορά από την εναγομένη, στον 2ο πρόσθετο λόγο της εφέσεως της, περί καταβολών για δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και για επίδομα αδείας έτους 2015 (555.........536 και 536 ευρώ, αντιστοίχως) καθώς και για την καταβολή δώρου Χριστουγέννων έτους 2016 εκ 564,40 ευρώ είναι άνευ αντικειμένου και προβάλλεται αλυσιτελώς. Περαιτέρω, όσον αφορά τις καταβολές που επικαλείται η εναγομένη μετά τη συζήτηση της αγωγής, στις 8/12/2018 ποσού 2.144 ευρώ και στις 20/2/2018, ποσού 4.000 ευρώ (2ος πρόσθετος λόγος εφέσεως) τους έχει συνυπολογίσει και συμψηφίσει ορθώς η ενάγουσα όπως προκύπτει και από την ημεροχρονολογία 15/1/2019 έτερη αγωγή της, η οποία ασκήθηκε αυθημερόν, κατά της εναγόμενης, δια της οποίας ζητεί μισθούς υπερημερίας για το επόμενο, από την κρινόμενη πρώτη αγωγή της, χρονικό διάστημα. Εξάλλου, και η ίδια η εναγόμενη κατά την καταβολή των ως άνω ποσών στην Αλφα Τράπεζα έθεσε ως αιτίες καταβολών "έναντι" και "εξόφληση δεδουλευμένων", χωρίς να αναφερθεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και κατηγορία αποδοχών. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω αλλά και από τον χρόνο ασκήσεως των πρόσθετων λόγων εφέσεως (6/2/2020) ο οποίος έπεται του χρόνου ασκήσεως της δεύτερης από 15/1/2019 αγωγής της ενάγουσας κατά της εναγόμενης (15/1/2019), προκύπτει ότι οι εν λόγω καταβολές δεν μπορούν να καταλογισθούν στους αιτούμενους με την πρώτη αγωγή μισθούς υπερημερίας καθόσον υφίσταται εκκρεμοδικία που ιδρύθηκε, πριν την άσκηση των πρόσθετων λόγων εφέσεως στις 6/2/2020, με την άσκηση της δευτέρας, μη κρινόμενης, από το παρόν δικαστήριο αγωγής (15/1/2019). Τα ίδια ως άνω ισχύουν και για τις καταβολές που αναφέρει η εναγόμενη με τον τρίτο πρόσθετο λόγο εφέσεώς της, ποσού 310,29 ευρώ στις 11/4/2017 για δώρο Πάσχα 2017 και ποσού 328,02 ευρώ, στις 30/3/2018 για Δώρο Πάσχα 2018, τα οποία ουδόλως ζητεί η ενάγουσα με την πρώτη από 7/11/2016 (κρινόμενη) αγωγή της και τα συμψηφίζει καταλογίζοντάς τα στην δευτέρα από 15/1/2019 αγωγή της και ζητώντας τα υπόλοιπα ποσά για τις ως άνω αιτίες, υπολογίζοντας ταύτα με το καθεστώς της πλήρους απασχολήσεως..." Με τις παραπάνω κρίσεις της η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 416, 422 και 361 του Α.Κ., τις οποίες δεν εφήρμοσε, ενώ ήταν εφαρμοστέες. Ειδικότερα, παρόλο που, με βάση τις παραδοχές της, δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μερών περί καταλογισμού των καταβολών στις οποίες προέβη η εναγομένη έναντι του χρέους της προς την ενάγουσα, ούτε μονομερής εκ μέρους της οφειλέτιδας (εναγομένης) καθορισμός του χρέους, το οποίο κάθε φορά αφορούσε η καταβολή της, δεν προέβη στην εφαρμογή του άρθρου 422 Α.Κ. σε σχέση με τον καταλογισμό των καταβολών του χρονικού διαστήματος μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εφεξής, που αποτελούσαν περιεχόμενο της στηριζόμενης στο άρθρο 416 Α.Κ. ένστασης εξόφλησης, που είχε προβάλει η εναγομένη, και τις οποίες όφειλε να καταλογίσει (όπως έπραξε σε σχέση με τις προγενέστερες καταβολές) στο αρχαιότερο χρέος της ένδικης αγωγής, με δεδομένο ότι δεν διαλαμβάνει ότι η ενάγουσα δανείστρια προέβαλε, καθ' ορισμένο και νόμιμο τρόπο, αντένσταση ότι οι καταβολές αυτές αφορούσαν έτερα χρέη, και όχι τα επίδικα (παρά μόνον δέχθηκε ότι η τελευταία συνυπολόγισε και συμψήφισε "ορθά" τις καταβολές αυτές στη μεταγενέστερη αγωγή της, ήτοι μονομερώς, πράγμα που όμως, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν δικαιούτο να πράξει).
Συνεπώς είναι βάσιμος ο τέταρτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγω της παραβίασης των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 416, 422 και 361 του Α.Κ.
V. Με το άρθρο 38 παρ.1 του ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010, ορίζεται ότι "Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Η συμφωνία αυτή, εφόσον μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτισή της δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, οπότε η συμφωνία ισχύει ως τέτοια για πλήρη απασχόληση. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη, κατ' άρθρο 159 ΑΚ, και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν θεραπεύεται δε ακόμη και αν εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του νομίμου τύπου. Το τεκμήριο, περί του οποίου γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 και τέθηκε για την προστασία του εργαζομένου, δίχως να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του εργοδότη, προϋποθέτει έγκυρη συμφωνία περί μερικής απασχόλησης, δηλαδή εγγράφως καταρτισθείσα και αφορά μόνο την περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης της συμφωνίας αυτής στην Επιθεώρηση Εργασίας (ΑΠ 426/2017, 202/2015). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο εργοδότης μπορεί να ανταποδείξει ότι η σύμβαση εργασίας αφορά μερική και όχι πλήρη απασχόληση, γιατί το τεκμήριο που θεσπίζει η ανωτέρω διάταξη είναι μαχητό (ΑΠ 987/2022, 904/2020, 426/2017, 261/2016). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 366/2023, 1719/2017, 1239/2009). Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγω του ότι δεν έλαβε υπόψη της κρίσιμα έγγραφα, και δη τα, νομίμως προσκομισθέντα και επικληθέντα από την ίδια, αντίγραφα παρουσίας προσωπικού μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2016, τα οποία η αναιρεσίβλητη υπέγραφε καθημερινά και ανεπιφύλακτα, έχοντας αποδεχθεί τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας της σε μερικής απασχόλησης. Ο λόγος αυτός, είναι αλυσιτελής και απορριπτέος ελλείψει εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας, καθ' όσον, σύμφωνα με όσα αναλύονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η σύμβαση εργασίας της αναιρεσίβλητης, δεν θα μπορούσε να μετατραπεί σε σύμβαση μερικής απασχόλησης ελλείψει εγγράφου τύπου, μη επιτρεπομένης επ' αυτού ανταποδείξεως.
Συνεπώς, η μη λήψη υπόψη των ως άνω εγγράφων, δεν θα ηδύνατο να επηρεάσει το διατακτικό της απόφασης. VΙ.
Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή άλλον από αυτόν που την εξέδωσε (άρθρ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, μετά το μερικό συμψηφισμό της λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας (άρθρ.178, 183, 191 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος την υπ' αριθμ.1546/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ