
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 304 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 304/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου, Μιχαήλ Αποστολάκη - Εισηγητή και Ιωάννη Αποστολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Κοκκινάκη.
Των αναιρεσιβλήτων: συμπραττόντων γραφείων μελετών 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία "....", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χαρίκλεια Βασιλείου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-7-2007 προσφυγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2021/2009 μη οριστική και 2056/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-4-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 279 Α.Κ., στις περιπτώσεις που ο νόμος ή τα μέρη τάσσουν προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα, (αποσβεστική προθεσμία), εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δεν αποκλείεται και σε περίπτωση αποσβεστικής προθεσμίας η εφαρμογή κάποιου λόγου αναστολής ή διακοπής της παραγραφής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή δεν προσκρούει στη φύση της συγκεκριμένης προθεσμίας και το σκοπό που επιδιώκεται με αυτή. Ειδικότερα η αποσβεστική προθεσμία, στην οποία εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για την παραγραφή, σκοπό έχει να τάξει χρονικό όριο διάρκειας του δικαιώματος, άσχετα με την επιμέλεια ή την αδράνεια του δικαιούχου, το οποίο είναι ενεργό, όσο διαρκεί ο χρόνος που ορίζει ο νόμος ή προσδιορίζουν τα μέρη, και μετά την πάροδο αυτού, για άρση της αβεβαιότητας που επιβάλλει το συμφέρον του υπόχρεου, αποσβήνεται. Όταν δε ορίζεται για την άσκηση του δικαιώματος ορισμένη προθεσμία, της οποίας η παραμέληση συνεπάγεται την απώλειά του, η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος μέσα στην τασσόμενη προθεσμία συντελεί στη διατήρησή του, με συνέπεια ότι, εκπληρουμένου του σκοπού για τον οποίο τέθηκε η προθεσμία και ο οποίος συνίσταται στην άρση της αβεβαιότητας που προκλήθηκε με την προσβολή του δικαιώματος, δεν εφαρμόζεται στην εν λόγω προθεσμία, ενόψει του άρθρου 279 Α.Κ., η διάταξη του άρθρου 261 εδ. β' του ιδίου Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την προκείμενη υπόθεση χρόνο (έτη 2011 έως 2013), κατά την οποία η παραγραφή της αξίωσης που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και μπορεί να συμπληρωθεί, ενώ διαρκεί η δίκη, αν παραμεληθεί από το δικαιούχο, ως μη συμβιβαζόμενη προς την έννοια και τη φύση των αποσβεστικών προθεσμιών (Α.Π. 1378/2017, Α.Π. 194/2012, Α.Π. 1307/2006, Α.Π. 1217/2004). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν. 716/1977 "Περί μητρώου μελετητών και αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών", που εφαρμόζεται εν προκειμένω λόγω του χρόνου της σύναψης της σύμβασης (έτος 2003), "ο παρών Νόμος καθορίζει τους όρους και την διαδικασίαν της εις ιδιώτας μελετητάς και ιδιωτικά γραφεία μελετών αναθέσεως και της υπό τούτων εκπονήσεως μελετών διά λογαριασμόν του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Δημοσίων Επιχειρήσεων και λοιπών Οργανισμών Δημοσίου ενδιαφέροντος όταν αι μελέται αύται δεν εκπονούνται απ' ευθείας υπό του προσωπικού τούτων", ενώ κατά το άρθρο 23 § 1 του ίδιου νόμου, "διά τας υπό του αναδόχου της μελέτης υποβαλλομένας ενστάσεις και αιτήσεις θεραπείας, ως και την δικαστικήν επίλυσιν των μεταξύ των συμβαλλομένων μερών προκυπτουσών διαφορών, εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Ν.Δ. 1266/1972 "περί εκτελέσεως των δημοσίων έργων" [δηλαδή οι διατάξεις του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύναψης της σύμβασης νόμου 1418/1984 "Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων"]. Όπου εις τας διατάξεις ταύτας αναφέρεται ο "Υπουργός Δημοσίων Έργων" νοείται ο αρμόδιος, ως εκ της φύσεως της μελέτης Υπουργός, "τεχνικόν δε συμβούλιον", το παρ' αυτώ αρμόδιον συμβούλιον. Αρμόδιον διά την επίλυσιν των διαφορών Εφετείον τυγχάνει, το Εφετείον εις την περιφέρειαν του οποίου ευρίσκεται η έδρα της Διευθυνούσης την μελέτην Υπηρεσίας." Στην παράγραφο 3 του άρθρου 13 του εφαρμοζόμενου εν προκειμένω, κατά τα ανωτέρω, νόμου 1418/1984, ορίζονται τα εξής: "Της προσφυγής στο Εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγουμένου άρθρου, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη. Η προσφυγή στο Εφετείο ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε στην αίτηση θεραπείας ή από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 7 του προηγουμένου άρθρου." Με την ως άνω διάταξη τάσσεται αποσβεστική προθεσμία, υπό την έννοια του άρθρου 279 Α.Κ., εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν προσφυγή, με την οποία επιδιώκεται η επίλυση της ειδικής κατηγορίας διαφορών, που προκύπτουν από την εκτέλεση δημοσίων έργων, με σκοπό την ταχεία επίλυσή τους και την άρση της εντεύθεν δημιουργούμενης αβεβαιότητας (Ολ.Α.Π. 145/1970, Α.Π. 1378/2017, Α.Π. 2098/2009). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 16-4-2019 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της 2056/2017 οριστικής και της συμπροσβαλλόμενης, κατ' άρθρο 553 § 2 ΚΠολΔ, 2021/2009 μη οριστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 12-7-2007 προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες εταιρίες-γραφεία μελετών ανέφεραν ότι με το από 26-8-2003 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ανέλαβαν κατόπιν διαγωνισμού από την καθ' ης η προσφυγή-αναιρεσείουσα τη σύνταξη της μελέτης "Γ' Φάση Μελέτης της νέας διπλής ... (Σ.Γ.Υ.Τ.) στο τμήμα ... από χλμ. 25ο έως χλμ. 52ο)" και ότι κατά την έγκριση της συμβατικής εργασίας της προμελέτης επιχώματος από τη χ.θ. 39+670 έως τη χ.θ. 39+820 η καθ' ης μείωσε τη νέα τιμή μονάδος για την εργασία, που πρότειναν οι προσφεύγουσες για τη μη περιλαμβανόμενη σε εγκεκριμένο ή συμβατικό αναλυτικό τιμολόγιο εργασία της κάλυψης με γεωύφασμα, από το ποσό των 31,28 ευρώ σε 9,38 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, με αποτέλεσμα τη μείωση του προϋπολογισμού του έργου και τη συνακόλουθη ελάττωση της αμοιβής των προσφευγουσών. Εκθέτοντας περαιτέρω οι προσφεύγουσες ότι τήρησαν τη νόμιμη προδικασία, η οποία στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η βλαπτική πράξη κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες μετά την έναρξη ισχύος (22-2-2005) του ν. 3316/2005 "Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών κ.λπ.", είναι αυτή του άρθρου 41 του ίδιου νόμου, όπως ορίζει η μεταβατική διάταξη του άρθρου 45 § 1 εδ. γ' αυτού, υποβάλλοντας ένσταση στην Προϊσταμένη Αρχή, που απορρίφθηκε σιωπηρά, και αίτηση θεραπείας, που επίσης απορρίφθηκε σιωπηρά, ζήτησαν α) να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη απόρριψη της αίτησης θεραπείας τους, β) να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η περικοπή στη νέα τιμή, και κατά συνέπεια στον προϋπολογισμό και την αμοιβή των προσφευγουσών, και γ) να αναγνωρισθεί ότι η νέα τιμή μονάδος για την εν λόγω εργασία είναι αυτή των 31,28 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και ότι κατά συνέπεια ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται σε 3.122.776 ευρώ και η αμοιβή τους σε 62.143,24 ευρώ. Επί της προσφυγής εκδόθηκε αρχικά η 2021/2009 μη οριστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης και η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, και εν συνεχεία η 2056/2017 οριστική του απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η προσφυγή και αναγνωρίσθηκε ότι δεν είναι νόμιμη η περικοπή της νέας τιμής από 31,28 σε 9,38 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και του προϋπολογισμού από 3.122.776 σε 1.300.389 ευρώ. Κατά την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, η καθ' ης η προσφυγή-αναιρεσείουσα, με προσθήκη, που κατέθεσε στις προτάσεις της, ισχυρίστηκε ότι παρήλθε εν επιδικία η δίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 13 § 3 ν. 1418/1984 για την άσκηση της προσφυγής, δεδομένου ότι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου την 29-7-2011 και η κλήση, με την οποία οι προσφεύγουσες-αναιρεσίβλητες επανέφεραν προς συζήτηση την προσφυγή τους, επιδόθηκε σε αυτήν την 8-11-2013. Ο ισχυρισμός της απορρίφθηκε με την οριστική απόφαση ως μη νόμιμος με την αιτιολογία ότι η εν λόγω προθεσμία αφορά αποκλειστικά την άσκηση της προσφυγής, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, και απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της καθ' ης περί παρέλευσης εν επιδικία της προβλεπόμενης για την άσκηση της προσφυγής αποσβεστικής προθεσμίας, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 279 Α.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 261 και 270 Α.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ειδικότερα, εφόσον κατά τη μη αμφισβητούμενη από την αναιρεσείουσα παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το δικαίωμα της προσφυγής των αναιρεσίβλητων για την επίλυση της επίδικης διαφοράς ασκήθηκε εμπροθέσμως, δηλαδή εντός της οριζόμενης στο άρθρο 13 § 3 ν. 1418/1984 δίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας, πληρώθηκε ο σκοπός του νόμου για την άρση της δημιουργηθείσας αβεβαιότητας με την εμπρόθεσμη άσκηση της ένδικης προσφυγής και συνεπώς, με τη μεταγενέστερη παρέλευση χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου των δύο μηνών χωρίς να λάβει χώρα νέα διαδικαστική πράξη, το δικαίωμα αυτό δεν αποσβέστηκε, ούτε τίθεται ζήτημα επανέναρξης της προθεσμίας μετά τη διακοπή της, αφού, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η διάταξη του άρθρου 261 εδ. β' Α.Κ., όπως ίσχυε, καθώς και αυτή του άρθρου 270 § 1 Α.Κ., ως μη συμβιβαζόμενες με την έννοια και τη φύση των αποσβεστικών προθεσμιών, δεν έχουν ανάλογη εφαρμογή επ' αυτών και συνακόλουθα ούτε επί της συγκεκριμένης δίμηνης προθεσμίας για την άσκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 13 του ν. 1418/1984 προσφυγής. Επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α' Α.Κ., κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή. Η θεσμοθέτηση της διάταξης αυτής προς το συμφέρον της έννομης τάξης, στο οποίο αποβλέπει και ο θεσμός της παραγραφής γενικότερα, υπαγορεύθηκε από το ότι, μετά τη βεβαίωση της αξίωσης με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα αμφισβήτησής της, ούτε δυσχέρεια στην απόδειξή της, που με την πάροδο του χρόνου, λόγω εξασθένησης των αποδεικτικών μέσων, δημιουργεί αβεβαιότητα, καθιστώντας την απονομή της δικαιοσύνης προβληματική και επισφαλή (Α.Π. 482/2023, Α.Π. 32/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένα την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 268 Α.Κ., δεχόμενη ότι η προθεσμία παραγραφής της αξίωσης των προσφευγουσών έχει επιμηκυνθεί σε εικοσαετή, ενώ η επιμήκυνση αυτή αφορά μόνο αξιώσεις που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό. Ο λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι το Εφετείο δεν εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη, αλλά δέχτηκε ότι η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 13 ν. 1418/1984 έχει το χαρακτήρα αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, και όχι ότι η ανωτέρω προθεσμία αφορά παραγραφή και επιμηκύνθηκε κατ' άρθρο 268 Α.Κ.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε, δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων (Ολ.Α.Π. 1/1999, Α.Π. 1127/2021). Κανόνες ουσιαστικού δικαίου είναι αυτοί, που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις για τη μη τήρησή τους. Αντίθετα, δεν ιδρύεται η παραπάνω πλημμέλεια, όταν οι κανόνες που φέρονται, ότι έχουν παραβιαστεί, είναι δικονομικού δικαίου, ήτοι κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας (Α.Π. 1331/2019). Προϋπόθεση για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αποτελεί η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο κατ' ουσίαν, οπότε και μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ουσιαστικές παραδοχές, από την ανεπάρκεια, αντιφατικότητα ή παντελή έλλειψη των οποίων γεννάται η πλημμέλεια από την ως άνω διάταξη, η οποία επομένως δεν έχει πεδίο εφαρμογής όταν το δικαστήριο δεν ερεύνησε στην ουσία τον κρίσιμο ισχυρισμό, αλλά απέρριψε αυτόν ως μη νόμιμο (Ολ.Α.Π. 3/1997, Α.Π. 728/2023, Α.Π. 555/2023, Α.Π. 1935/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, επειδή δεν ανέφερε ποια προθεσμία εφάρμοσε για την παραγραφή της αξίωσης αντί της δίμηνης του άρθρου 13 του ν. 1418/1984. Ο λόγος είναι προεχόντως απαράδεκτος, επειδή το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί παραγραφής εν επιδικία της αξίωσης των αναιρεσίβλητων ως μη νόμιμο, χωρίς να τον ερευνήσει στην ουσία, επομένως δεν τίθεται ζήτημα ανεπάρκειας, αντιφατικότητας ή παντελούς έλλειψης αιτιολογίας, που μπορούν να πληγούν παραδεκτώς με τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 § 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται και επί εκκρεμών ενδίκων μέσων κατ' άρθρο 115 § 2 εδ. β' του ως άνω νόμου, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι στην αναιρετική δίκη ελέγχεται η νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει τον λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα (Α.Π. 63/2024, Α.Π. 2/2023, Α.Π. 609/2022, Α.Π. 356/2022, Α.Π. 55/2022). Το γεγονός ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως δεν μπορεί να θεμελιωθεί αναιρετικός λόγος αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 § 2 ΚΠολΔ (Α.Π. 73/2016, Α.Π. 168/2015). Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά στην αναιρετική δίκη, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Α.Π. 168/2015, Α.Π. 1620/2005). Επομένως ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, αν δε η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό, να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (Ολ.Α.Π. 5/2000, Α.Π. 63/2024, Α.Π. 26/2022, Α.Π. 1308/2021). Αν δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο αναιρεσείων πρότεινε τον θεμελιούντα αναιρετικό λόγο ισχυρισμό ή ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 562 § 2 ΚΠολΔ, ο λόγος απορρίπτεται ως αόριστος (Α.Π. 911/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παράβαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 361 και 281 Α.Κ., με την αιτίαση ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή αυτών το Εφετείο δέχτηκε ότι α) κατά την οριστική μελέτη οι αναιρεσίβλητες πρότειναν, και η αναιρεσείουσα αποδέχτηκε, τιμή 29,08 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο για την εργασία, που αναφέρεται στην προσφυγή, και β) το δικαίωμα των αναιρεσίβλητων για διεκδίκηση τιμής 31,28 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο για την εν λόγω εργασία δεν ασκείται καταχρηστικά, επειδή αυτές πρότειναν εκ παραδρομής για την ίδια εργασία χαμηλότερη τιμή στην προμελέτη του επιχώματος Ξυνιάδας, όταν αντιλήφθηκαν δε το σφάλμα τους, διόρθωσαν αυτό στην επίδικη προμελέτη. Ο λόγος είναι αόριστος, επειδή η αναιρεσείουσα δεν παραθέτει στο αναιρετήριο τους ανωτέρω ισχυρισμούς, όπως ακριβώς αυτοί προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε αναφέρει τον τρόπο της προβολής τους, ώστε να κριθεί αν οι ισχυρισμοί προτάθηκαν παραδεκτά και νόμιμα, και αν κατά συνέπεια το δικαστήριο είχε υποχρέωση να τους λάβει υπόψη.
Με το άρθρο 11 § 7 του ν. 716/1977 "Περί μητρώου μελετητών και αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών" ορίζεται ότι: "7. ... Η συμβατική αμοιβή του μελετητού υπολογίζεται βάσει του εγκριθησομένου προϋπολογισμού του σταδίου της προμελέτης και καθορίζεται διά της εγκριτικής του σταδίου τούτου αποφάσεως του εργοδότου. Η τελικώς καταβληθησομένη εις τον Μελετητήν αμοιβή, ήτις καθορίζεται βάσει των ισχυουσών διατάξεων περί αμοιβών μελετητών, δεν δύναται να είναι ανωτέρα της κατά τα ως άνω συμβατικώς καθορισθησομένης, ως αύτη διαμορφούται αναγομένη εις τον χρόνον υποβολής της μελέτης κατόπιν αναθεωρήσεως κατά τας διατάξεις περί αναθεωρήσεως τιμών δημοσίων έργων, κατά ποσοστόν μεγαλύτερον του 40%, έστω και εάν συμφώνως προς τας διατάξεις περί αμοιβών η αμοιβή της οποίας δικαιούται ο μελετητής, βάσει του τελικού προϋπολογισμού της μελέτης, είναι ανωτέρα του ως άνω ποσοστού της διαφοράς θεωρουμένης ως ποινικής ρήτρας εις βάρος του αναδόχου δι' εσφαλμένην εκτίμησιν του προϋπολογισμού του πρώτου σταδίου της μελέτης." Κατά το άρθρο 3 § 1 του π.δ. 696/1974 "Περί αμοιβών μηχανικών δια σύνταξιν μελετών κ.λπ.", "1. Ο προϋπολογισμός με τον οποίο υπολογίζεται η αμοιβή κάθε έργου είναι αυτός που εξάγεται με τις ποσότητες όλων των κονδυλίων αυτού, όπως αυτός εγκρίνεται από τον Εργοδότη, σύμφωνα με αναλυτική προμέτρηση και με τις τιμές μονάδας εργασιών που υπολογίζονται με βάση τις εγκεκριμένες από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων αναλύσεις τιμών και τις βασικές τιμές ημερομισθίων, υλικών σύνταξης του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης που έχει ανατεθεί στον ίδιο μελετητή με την οικεία σύμβαση. Σε περίπτωση μη ύπαρξης εγκεκριμένης ανάλυσης τιμών για ορισμένες εργασίες η τιμή των εργασιών αυτών υπολογίζεται με νέες τιμές που συντάσσει ο ανάδοχος, σύμφωνα με τις περί εκτελέσεως δημοσίων έργων διατάξεις και όπως αυτές οι τιμές θα εγκριθούν από τον Εργοδότη. Στον παραπάνω προϋπολογισμό, που δηλώνει το κόστος του έργου, δεν προστίθεται ποσοστό γενικών εξόδων και οφέλους εργολάβου ούτε και αφαιρείται τυχόν έκπτωση δημοπρασίας." Επίσης, κατά το άρθρο 43 § 3 του π.δ. 609/1985 "Κατασκευή δημοσίων έργων", "3. Αν στο συγκριτικό πίνακα περιλαμβάνονται και εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν τιμές μονάδας, ο συγκριτικός πίνακας συνοδεύεται από πρωτόκολλο που κανονίζει τις τιμές για τις εργασίες αυτές. Ο κανονισμός τιμών μονάδας νέων εργασιών γίνεται με υποχρεωτική εφαρμογή κατά σειρά των κατωτέρω περιπτώσεων α, β και γ, ως εξής: α) για εργασίες για τις οποίες υπάρχουν συμβατικές τιμές για παρόμοιες η ανάλογες εργασίες, οι τιμές καθορίζονται ανάλογα προς αυτές, β) για εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν παρόμοιες ή ανάλογες συμβατικές τιμές αλλά περιλαμβάνονται σε εγκεκριμένα ή συμβατικά αναλυτικά τιμολόγια (αναλύσεις τιμών), οι τιμές καθορίζονται σύμφωνα με τα τιμολόγια αυτά, γ) για εργασίες που δεν περιλαμβάνονται στις προηγούμενες περιπτώσεις οι τιμές καθορίζονται με βάση τα πραγματικά στοιχεία κόστους. ..." Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι σε περίπτωση, κατά την οποία στο στάδιο της σύνταξης της προμελέτης ανακύψει η ανάγκη τιμολόγησης εργασιών, για τις οποίες δεν υπάρχει εγκεκριμένη ανάλυση τιμών, η τιμή των εργασιών αυτών υπολογίζεται με νέες τιμές, που συντάσσει ο μελετητής σύμφωνα με τις διατάξεις περί εκτέλεσης δημοσίων έργων, και εγκρίνει ο εργοδότης. Τέτοιες διατάξεις είναι αυτές του άρθρου 43 του π.δ. 609/1985, κατά τις οποίες ο κανονισμός των νέων τιμών γίνεται κατά σειρά α) ανάλογα με τις συμβατικές τιμές για παρόμοιες ή ανάλογες εργασίες, β) αν δεν υπάρχουν τέτοιες τιμές, σύμφωνα με τις τιμές που περιλαμβάνονται σε εγκεκριμένα ή συμβατικά αναλυτικά τιμολόγια, και γ) σε κάθε άλλη περίπτωση, με βάση τα πραγματικά στοιχεία κόστους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 § 1 του ν. 716/1977, "1. Εις περίπτωσιν καθ' ην, κατά την διάρκειαν εκπονήσεως της μελέτης, προκύψει η ανάγκη εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών, ειδικών μελετών, ερευνών, εργαστηριακών δοκιμών, ή και πάσης άλλης εργασίας απαραιτήτου διά την αρτίαν εκπόνησιν της μελέτης, αύτη πραγματοποιείται ως κάτωθι: Υπό του Εργοδότου ή υπό του Γραφείου Μελετών επιλεγομένων υπό του εργοδότου κατά την υπό του παρόντος νόμου καθοριζομένην διαδικασίαν, αντιστοίχου δε κατηγορίας και τάξεως πτυχίου, προς την κατηγορίαν και τάξιν του αντικειμένου της συμπληρωματικής εργασίας ή μελέτης, εφ' όσον ο ανάδοχος δεν κέκτηται τα απαιτούμενα προς τούτο προσόντα, ή υπό του αναδόχου δι' απ` ευθείας αναθέσεως εις τούτον, κατόπιν υπογραφής συμπληρωματικής συμβάσεως", κατά το άρθρο 17 § 1 του ίδιου νόμου, "1. Εάν παραστή ανάγκη επεκτάσεως, συμπληρώσεως ή τροποποιήσεως της συμβάσεως εντός του αρχικού αντικειμένου αυτής, ο ανάδοχος υποχρεούται, κατόπιν υπογραφής μετά του εργοδότου συμπληρωματικής συμβάσεως, μετά γνώμην του αρμοδίου Συμβουλίου, να προβή εις την μελέτην του συμπληρωματικού αντικειμένου, εφ' όσον ο ολικός προϋπολογισμός δαπάνης του έργου ή η κατ` αποκοπήν αμοιβή του αναδόχου κατά περίπτωσιν δεν υπερβαίνει το 50% των αρχικών τοιούτων, αναθεωρουμένων κατά τας κειμένας διατάξεις", και κατά το άρθρο 18 αυτού, "1. Εις περίπτωσιν καθ` ην, κατά την εκπόνησιν μελέτης παραστή ανάγκη εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών ή μελετών του άρθρου 16 του παρόντος, των οποίων η αμοιβή δεν προβλέπεται υπό των ισχυουσών διατάξεων περί αμοιβών, η αμοιβή αυτών κανονίζεται διά πρωτοκόλλου νέων τιμών μονάδος αμοιβών. 2. Προς έγκρισιν πάσης τροποποιήσεως της συμβάσεως αμοιβής συντάσσεται Συγκριτικός Πίναξ." Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, αν κατά τη διάρκεια εκπόνησης της μελέτης παραστεί ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών ή ειδικών μελετών ή ανάγκη επέκτασης, συμπλήρωσης ή τροποποίησης της σύμβασης, εντός, πάντως, του αρχικού αντικειμένου της, απαιτείται η σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, αφού προηγουμένως καταρτισθεί Ανακεφαλαιωτικός (Συγκριτικός) Πίνακας Εργασιών (Α.Π.Ε.) και αναλόγως και Πρωτόκολλο Κανονισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.), κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις του ν. 716/1977 σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του π.δ. 194/1979 "Περί εκτελέσεως των άρθρων 11 και επόμενα του Ν. 716/1977" (Α.Π. 1591/2013). Επίσης, κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 8 του ν. 1418/1984, όπως το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αυτής ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 15 του ν. 3212/2003, "Το έργο εκτελείται σύμφωνα με τη σύμβαση και τα τεύχη και σχέδια που το συνοδεύουν. Αν προκύψει ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό ανατεθέν έργο ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν, κατά την εκτέλεση του έργου, αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση δ' της παρ. 3 του άρθρου 8 του Π.Δ. 334/2000 (ΦΕΚ 279 Α'), συνάπτεται σύμβαση με τον ανάδοχο του έργου. Για τον καθορισμό των νέων τιμών μονάδας των συμπληρωματικών εργασιών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 43 του Π.Δ. 609/1985 (ΦΕΚ 223 Α`), όπως κάθε φορά ισχύουν. ..." Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχτηκε εν μέρει την προσφυγή των αναιρεσίβλητων με την ακόλουθη αιτιολογία: "Οι προσφεύγουσες [αναιρεσίβλητες], που αποτελούν "συμπράττοντα γραφεία μελετών", ανέλαβαν ως ανάδοχοι από την εργοδότρια-καθ? ης η προσφυγή [αναιρεσείουσα] την εκπόνηση των αναγκαίων στατικών και γεωτεχνικών μελετών για το συγκοινωνιακό έργο με την ονομασία "Γ' Φάση Μελέτης της νέας διπλής ... (Σ.Γ.Υ.Τ.) στο τμήμα ... από χλμ. 25ο έως χλμ. 52ο", δυνάμει της μεταξύ τους συμβάσεως υπ? αριθ. 348 από 26-8-2003, μεταξύ δε των αναληφθεισών γεωτεχνικών μελετών περιλαμβάνεται και η προμελέτη για την κατασκευή επιχώματος στο τμήμα από χ.θ. 39+670 έως χ.θ. 39+820. Η τελευταία μελετητική εργασία εκτελέσθηκε σύμφωνα με τις συμβατικές προδιαγραφές, υποβλήθηκε στην εργοδότρια εμπρόθεσμα στις 20-9-2006, μαζί με τον προϋπολογισμό δαπάνης του κατασκευαστικού έργου, που απετέλεσε το αντικείμενό της και εγκρίθηκε από το αρμόδιο όργανο της εργοδότριας (Διευθύνοντα Σύμβουλο) με το έγγραφο αυτής υπ?αριθ. πρωτ. 92468/27-10-06, εκτός από το σκέλος του προϋπολογισμού του έργου ο οποίος ανερχόταν σε 3.449.156 ευρώ. Οι περικοπές που έγιναν μαζί με συνοπτικές έγγραφες παρατηρήσεις, έχουν σημειωθεί με στυλό κόκκινης μελάνης επάνω στο κείμενο της προμελέτης και με βάση τις περικοπές αυτές ο προϋπολογισμός του έργου διαμορφώνεται σε 1.300.389 ευρώ. Η περικοπή της Νέας Τιμής 17 (Ν.Τ. 17) έγινε αποδεκτή από τις προσφεύγουσες, ενώ για την περικοπή της Ν.Τ. 4 "Γεώπλεγμα ή γεωΰφασμα εφελκυστικής αντοχής 500ΚΝ/m" από το ποσό των 31,28 ευρώ/τ.μ. στο ποσό των 9,38 ευρώ/τ.μ. οι προσφεύγουσες διαφώνησαν και μετά την παραδεκτή υποβολή ένστασης αρχικά και αίτησης θεραπείας στην συνέχεια, άσκησαν την ένδικη προσφυγή τους, γιατί η περικοπή της Ν.Τ. 4 οδηγεί σε μείωση του προϋπολογισμού του έργου κατά 1.822.387 ευρώ και έτσι η αμοιβή τους αντί να υπολογίζεται επί ποσού (1.300.389 + 1.822.387=) 3.122.776 ευρώ ανερχόμενη σε 62.143,24 ευρώ, υπολογίζεται επί ποσού 1.300.389 ευρώ και ανέρχεται σε 30.689 ευρώ, δηλαδή είναι μειωμένη κατά 31.454,24 ευρώ. Για τον προσδιορισμό της Ν.Τ. 4 οι προσφεύγουσες προσδιόρισαν ως παρεμφερή εργασία για την οποία υπήρχε εγκεκριμένη ανάλυση τιμής, εκείνη της τοποθετήσεως υαλοϋφάσματος (ΥΑ Ε7/1253/155/16-1-1976, ΦΕΚ Β' 429/28-1-76 και άρθρο 7914 ΑΤΟΕ) και διαπίστωσαν ότι το υλικό αυτό είχε αξία 0,36 ευρώ ανά τ.μ., ενώ το απαιτούμενο για το επίδικο έργο γεωΰφασμα, με τις μηχανικές ιδιότητες που ήσαν αναγκαίες για την προσήκουσα εκτέλεση του έργου, είχε τιμή 27 ευρώ ανά τ.μ. σύμφωνα με το 122ο Πρακτικό Διαπιστώσεως Τιμών Δημοσίων Έργων του Δ' τριμήνου 2005 υπό τον κωδικό αριθμό ... Στη συνέχεια αντικατέστησαν στον τύπο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της εργασίας τοποθετήσεως υαλοϋφάσματος, για την χρήση του οποίου δεν προβλήθηκε αντίρρηση από την εργοδότρια, την τιμή του υλικού, καθόσον είναι το μοναδικό διαφοροποιητικό στοιχείο κόστους στην επίμαχη εργασία από εκείνα που χρησιμοποιούνται στον τύπο υπολογισμού τιμής της ανωτέρω προσδιορισθείσας ως παρεμφερούς εργασίας. Κατ? αυτόν τον τρόπο η "νέα τιμή" μονάδας για την επίμαχη εργασία ανήλθε σε 31,28 ευρώ ανά τ.μ. Η καθ' ης η προσφυγή ενίσταται ότι ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού πρέπει να αποκλεισθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 43, παρ. 3, περ. α' του Π.Δ. 609/85 διότι υπάρχει προηγούμενη συμβατικά καθορισμένη τιμή για το ίδιο γεωΰφασμα στο ύψος των 7,09 ευρώ/τ.μ. σε άλλο τμήμα του ίδιου έργου, (επίχωμα Ξυνιάδας), καθόσον αυτή έχει οριστεί εκεί, χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από τις προσφεύγουσες. Πράγματι στο στάδιο της προμελέτης του επιχώματος Ξυνιάδας, που επίσης είχε ανατεθεί στις προσφεύγουσες, την οποία προμελέτη οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στις 12-6-2006, οι ίδιες είχαν προσδιορίσει την τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο γεωϋφάσματος στο ποσό των 7,09 ευρώ. Ο προσδιορισμός αυτός έγινε από λάθος των προσφευγουσών, οι οποίες το αντιλήφθηκαν και έτσι στην συνέχεια, όταν μετά από 2,5 μήνες περίπου υπέβαλαν την επίδικη προμελέτη προσδιόρισαν την τιμή σε 27 ευρώ/τ.μ. Η αιτιολογία περικοπής από την καθ? ης η προσφυγή της τιμής αυτής στο ποσό των 7,09 ευρώ/τ.μ. έχει γραφεί με στυλό κόκκινης μελάνης επάνω στην επίδικη προμελέτη και είναι η ακόλουθη: "Προσωρινά βάσει εγκεκριμένης τιμής προμελέτης επιχώματος Ξυνιάδας. Απαιτείται η προσκόμιση τιμών αγοράς". Το δικαστήριο κρίνει ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν εφαρμόζεται η επικαλούμενη από την καθ? ης η προσφυγή πρώτη περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 43 Π.Δ. 609/1985 και συνεπώς η σχετική ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, για τους ακόλουθους ιδίως λόγους: 1) Όπως προαναφέρθηκε συμβατική τιμή είναι αυτή που προβλέπεται στο συμβατικό τιμολόγιο του έργου και τέτοια τιμή δεν υπάρχει στην επίδικη σύμβαση. 2) Αυτό ουσιαστικά το αποδέχεται και η καθ? ης η προσφυγή, αφού κατά την αιτιολογία περικοπής της τιμής αναφέρει ότι αυτή γίνεται προσωρινά μέχρι να προσκομισθούν τιμές αγοράς του υλικού, δηλώνοντας έτσι ότι δεν υπάρχει συμβατική τιμή και ότι πρέπει να εφαρμοσθεί για τον υπολογισμό αυτής η ανωτέρω περίπτωση γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 43 Π.Δ. 609/1985. 3) Οι προσφεύγουσες δεν αποδέχθηκαν την τιμή των 7,09 ευρώ/τ.μ. αφού στην συνέχεια, όταν υπέβαλαν την οριστική μελέτη του επιχώματος Ξυνιάδας προσδιόρισαν την τιμή σε 27 ευρώ/τ.μ. η καθ? ης η προσφυγή την περιέκοψε και για την περικοπή αυτή οι προσφεύγουσες έχουν ασκήσει την 987/2007 προσφυγή στο δικαστήριο τούτο, η οποία εκκρεμεί. Εξάλλου αυτές δεν προσέβαλαν την προμελέτη Ξυνιάδας γιατί δεν είχαν συμφέρον να το κάνουν, αφού η νόμιμη αμοιβή τους ως μελετητριών θα υπολογισθεί με βάση την οριστική μελέτη, με την προϋπόθεση ότι η αμοιβή αυτή δεν υπερβαίνει την αμοιβή, που προκύπτει με βάση την προμελέτη προσαυξημένη κατά ποσοστό 40%, στην δε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και ο πραγματογνώμονας αναφέρει, επειδή η τοποθέτηση γεωϋφάσματος αποτελεί μικρό τμήμα της όλης μελέτης του επιχώματος Ξυνιάδας η υπέρβαση της αμοιβής δεν είναι ανώτερη του 40%, ανερχόμενη κατά τις παραδοχές των προσφευγουσών σε 19,9% και κατά τις παραδοχές της καθ? ης η προσφυγή σε 12,6%. Επομένως, αφού δεν υπάρχει συμβατική τιμή νομίμως εφαρμόστηκε από τις προσφεύγουσες η δεύτερη περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 43 Π.Δ. 609/1985 και η τιμή στην επίδικη προμελέτη για το γεωΰφασμα έγινε βάσει "εγκεκριμένου αναλυτικού τιμολογίου" από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., δηλαδή βάσει του κωδικού 509.7.6. του Αναλυτικού Τιμολογίου Οικοδομικών Εργασιών (Α.Τ.Ο.Ε.), όπως περιγράφεται στο Πρακτικό της Επιτροπής Διαπιστώσεως Τιμών Δημοσίων Έργων του Δ' Τριμήνου 2005, που έχει περιληφθεί στο Δ11γ/30/10-1-2006 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. δηλαδή "εξειδικευμένο πολυεστερικό γεωΰφασμα, εφελκυστικής αντοχής 1050 gr/m2" με τιμή 27 ευρώ/τ.μ. Η νομιμότητα της ενέργειας των προσφευγουσών αποδεικνύεται και από το ότι, στην οριστική μελέτη του επίδικου επιχώματος, που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στην καθ? ης η προσφυγή στις 2/3/2007, την οποία μελέτη αυτή αποδέχθηκε χωρίς περικοπές, οι προσφεύγουσες, αφού κατέληξαν ότι για την καλύτερη στήριξη του επιχώματος απαιτείται να τοποθετηθούν περισσότερες στρώσεις γεωπλέγματος μικρότερης εφελκυστικής αντοχής δηλαδή 400 ΚΝ/m αντί 500 ΚΝ/m προσδιόρισαν την τιμή του γεωπλέγματος εφελκυστικής αντοχής 400 ΚΝ/m σε 25 ευρώ/τ.μ. και μαζί με την εργασία τοποθέτησης σε 29,08 ευρώ/τ.μ. Παρά την αποδοχή της ανωτέρω τιμής και της οριστικής μελέτης συνολικά, που έχει προϋπολογισμό 4.054.623 ευρώ, οι προσφεύγουσες έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη περικοπή της προμελέτης γιατί, όπως και ο πραγματογνώμονας αναφέρει, η αμοιβή τους με βάση την οριστική μελέτη υπερβαίνει κατά ποσοστό 154% την αμοιβή τους με βάση την προμελέτη, δηλαδή κατά ποσοστό που υπερβαίνει το 40% και έτσι αν δεν ορισθεί η επίδικη τιμή στο νόμιμο ποσό αυτής οι προσφεύγουσες θα λάβουν μειωμένη αμοιβή. Τέλος από όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι η νόμιμη αξίωση των προσφευγουσών να διεκδικούν την νόμιμη τιμή των 27 ευρώ/τ.μ. και με την εργασία τοποθέτησης του υλικού των 31,28 ευρώ/τ.μ., δεν ασκείται αντίθετα στην καλή πίστη, στα χρηστά ήθη και στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός τους και συνεπώς δεν είναι καταχρηστική, αφού αυτοί αμέσως μόλις αντελήφθησαν το λάθος τους στον προσδιορισμό της τιμής στην προμελέτη του επιχώματος Ξυνιάδας, την διόρθωσαν στην επίδικη προμελέτη και οριστική μελέτη και την διόρθωση στην οριστική μελέτη την αποδέχθηκε η καθ? ης η προσφυγή, η οποία ούτε αιφνιδιάστηκε, ούτε της δημιουργήθηκε πεποίθηση ότι οι προσφεύγουσες δεν θα ασκήσουν το νόμιμο δικαίωμά τους, ούτε υπήρξε μεταβολή της συμπεριφοράς των προσφευγουσών, που της προξένησε ζημία. Επομένως, αφού απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και η ένσταση αυτή της καθ? ης η προσφυγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η προσφυγή ...".
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή οι αναιρεσίβλητες νομίμως υπολόγισαν την τιμή για τη μη περιλαμβανόμενη σε εγκεκριμένο από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ή συμβατικό αναλυτικό τιμολόγιο εργασία της τοποθέτησης γεωυφάσματος στο ποσό των 31,28 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, η οποία (εργασία) αποτελεί μέρος της συμβατικά προβλεπόμενης, στα πλαίσια των αναληφθεισών γεωτεχνικών μελετών, προμελέτης για την κατασκευή επιχώματος στο τμήμα από χ.θ. 39+670 έως χ.θ. 39+820 του έργου, θέτοντας ως βάση την εγκεκριμένη βάσει της 1253/155/1976 υπουργικής απόφασης ανάλυση τιμής για τοποθέτηση υαλοϋφάσματος, και αντικαθιστώντας το κόστος του υαλοϋφάσματος με αυτό του γεωυφάσματος, όπως το τελευταίο προβλέπεται στο 122ο Πρακτικό Διαπίστωσης Τιμών Δημοσίων Έργων του Δ' Τριμήνου 2005, και ακολούθως αναγνώρισε ότι δεν είναι νόμιμη η περικοπή εκ μέρους της αναιρεσείουσας της νέας τιμής για την εν λόγω εργασία, από το ποσό των 31,28 σε αυτό των 9,38 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 43 του π.δ. 609/1985, και συγκεκριμένα την περίπτωση β' της τρίτης παραγράφου αυτού, η οποία είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω κατά παραπομπή των προαναφερθεισών στη μείζονα σκέψη διατάξεων α) του άρθρου 11 § 7 ν. 716/1977, που παραπέμπει για τον καθορισμό της αμοιβής του μελετητή στις διατάξεις περί αμοιβών μελετητών, δηλαδή σε αυτές του π.δ. 696/1974, και β) του άρθρου 3 § 1 του π.δ. 696/1974, που ορίζει ότι, σε περίπτωση μη ύπαρξης εγκεκριμένης ανάλυσης τιμών για ορισμένες εργασίες, η τιμή των εργασιών αυτών υπολογίζεται με νέες τιμές που συντάσσει ο ανάδοχος σύμφωνα με τις περί εκτελέσεως δημοσίων έργων διατάξεις, εφόσον, κατά τις ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά τη σύνταξη της προμελέτης έπρεπε να τιμολογηθεί εργασία, που προβλέφθηκε μεν από τη σύμβαση γεωτεχνικών μελετών στα πλαίσια της προμελέτης για την κατασκευή επιχώματος στο τμήμα του έργου από χ.θ. 39+670 έως χ.θ. 39+820, αλλά δεν ήταν τιμολογημένη βάσει εγκεκριμένης από το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ή συμβατικής ανάλυσης τιμών, συνεπώς δεν έπρεπε να προηγηθεί του καθορισμού της νέας τιμής η σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 16, 17 και 18 του ν. 716/1977, αφού δεν προέκυψε η ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικής εργασίας, που δεν είχε προβλεφθεί συμβατικά. Επίσης, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 8 ν. 1418/1984, την οποία ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, αφού η διάταξη αυτή, σε κάθε περίπτωση, δεν τύγχανε καθόλου εφαρμογής ενόψει των διατάξεων περί συμπληρωματικής σύμβασης των άρθρων 16 επ. του ν. 716/1977. Επομένως είναι αβάσιμος ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παράβαση των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 43 π.δ. 609/1985 και 8 ν. 1418/1984 με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχτηκε ότι οι προσφεύγουσες νομίμως υπολόγισαν τη νέα τιμή στο ποσό των 31,28 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, χωρίς την προηγούμενη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, υποχρεώνοντας κατ' αποτέλεσμα την αναιρεσείουσα να συνάψει αναγκαστικά συμπληρωματική σύμβαση, χωρίς να προκύπτει τέτοια υποχρέωσή της από το εσωτερικό ή το ενωσιακό δίκαιο. Ενόψει αυτών είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου το υποβαλλόμενο από την αναιρεσείουσα αίτημα περί παραπομπής, κατ' άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης του ζητήματος, αν οι αναθέτουσες αρχές έχουν κατ' άρθρο 31 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου την υποχρέωση, και όχι απλώς το δικαίωμα, να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις με απευθείας ανάθεση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτουν απρόβλεπτα γεγονότα, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί κατ' άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί η ηττώμενη αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, σύμφωνα με τα άρθρα 176 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-4-2019 αίτηση της εταιρίας ... για αναίρεση της 2056/2017 οριστικής, και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν 2021/2009 μη οριστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ