ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 321/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 321/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 321/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 321 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 321/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέττα Στράτα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Ιωάννη Δουρουκλάκη - Εισηγητή, Γεώργιο Αυγέρη και Mαρία Σιμιτσή - Βετούλα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Β. Α. του Α., κατοίκου Κ., ο οποίος παραστάθηκε για τον εαυτό του με την ιδιότητα του δικηγόρου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Δήμος Μετεώρων" που εδρεύει στην Καλαμπάκα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον δήμαρχο του, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη - Αγορή Πολύζου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-1-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 271/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 392/2020 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25-6-2021 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 25-6-2021 με αρ. εκθ. καταθ. 50/25-6-2021 αίτηση για αναίρεση της με αρ. 392/7-9-2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης κατά της ...2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ).
Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της προκειμένης υπόθεσης, προκύπτει ότι: Ο ήδη αναιρεσείων, δικηγόρος Δ.Σ.Τρικάλων, άσκησε κατά του Δήμου Καλαμπάκας, ως καθολικού διαδόχου του τέως Δήμου Μαλακασίου, δυνάμει του ν. 3852/2010, την από 8-1-2012 και με αρ. εκθέσεως καταθέσεως 23/9-1-2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία, επικαλούμενος τις σχετικές αποφάσεις της Δημαρχικής Επιτροπής του Δήμου Μαλακασίου, αλλά και του Δήμου Βασιλικής, του οποίου ο Δήμος Μαλακασίου, υπήρξε καθολικός διάδοχος, δυνάμει των οποίων έλαβε την εντολή υπεράσπισης των συμφερόντων των Δήμων αυτών για συγκεκριμένες δικαστικές τους υποθέσεις, αναφερόμενες ειδικώς και αριθμούμενες στην αγωγή υπό στοίχους Α έως Σ, και τις οποίες διεκπεραίωσε, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος Καλαμπάκας να του καταβάλει, κατά τις περί εντολής διατάξεις και επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τις οφειλόμενες και προβλεπόμενες από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ελάχιστες αμοιβές του, συνολικού ποσού 100.495,61 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 23.113,99 ευρώ για τον εκ του νόμου επιβαλλόμενο ΦΠΑ. Κατά την συζήτηση στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο ενάγων με προφορική δήλωσή του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συζήτησης του Δικαστηρίου αυτού και με τις ενώπιον του υποβληθείσες προτάσεις και κατόπιν προηγηθείσης νομότυπης παραίτησής του από του δικογράφου της αγωγής του με την από 14-7-2014 δήλωση παραίτησης, που κοινοποίησε στον εναγόμενο, περιόρισε το αίτημα της αγωγής του μόνο στο με στοιχ. Α αρ. 5 κονδύλιο αυτής ποσού, μαζί με τον αναλογούντα ΦΠΑ, 45.171,73 ευρώ, που αφορούσε μέρος της αμοιβής του από τη διεκπεραίωση της υπόθεσης επί αγωγής του συνταξιούχου δικηγόρου Β. Κ. κατά του εναγομένου. Επί της αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, όπως το αίτημα αυτής περιορίστηκε, εκδόθηκε η με αρ. 271/2018 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής, ως μη νόμιμη και ακολούθως απερρίφθη και η κυρία βάση αυτής, ως αβάσιμη κατ' ουσία, κατ' αποδοχή της υπό του εναγομένου προβληθείσας ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος (άρθρο 281 ΑΚ). Κατόπιν έφεσης του ενάγοντος, κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης και κατά του Δήμου Μετεώρων, ήδη αναιρεσιβλήτου, ως καθολικού διαδόχου του αρχικά εναγομένου Δήμου Καλαμπάκας, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα : "Από την (επαν)εκτίμηση των εγγράφων που παραδεκτά προσκομίζουν οι διάδικοι (δεν είχαν προσκομιστεί ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, ούτε βέβαια και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομίζονται), τα οποία χρησιμεύουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχτηκαν τα παρακάτω: Ο εκκαλών είχε εγείρει, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, την υπ' αριθμ. 23/9-1-2012 καταψηφιστική αγωγή, κατά του ήδη εφεσίβλητου ΝΠΔΔ. Στην αγωγή αυτή ιστορεί ότι είχε προβεί στις εκεί λεπτομερώς αναφερόμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, αλλά και υλικές πράξεις, μετά από προηγούμενες εντολές, για λογαριασμό του δικαιοπαρόχου του εφεσίβλητου ΝΠΔΔ, ήτοι του τέως Δήμου Μαλακασίου του τότε Ν. Τρικάλων. Επιμερίζει δε, στο δικόγραφο της αγωγής, τις ως άνω ενέργειες σε 18 διαφορετικές ένδικης φύσεως υποθέσεις, με χωριστή για την κάθε μία υπόθεση αλλά και εκεί λεπτομερώς αναφερόμενη αμοιβή για κάθε μία επιμέρους ενέργεια (της κάθε μίας υπόθεσης), συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ. Ζήτησε λοιπόν στα πλαίσια αυτά να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο να του καταβάλλει συνολικά 123.669,57€, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Αρχική δικάσιμος της αγωγής είχε οριστεί η 17-10-2012, μετά από αναβολή η 15-1-2014 και μετά από νέα αναβολή η 5-2-2014, κατά την οποία και ματαιώθηκε η συζήτησή της. Μεταγενέστερα της πρώτης ως άνω δικασίμου (ήτοι της 17-10-2012), ο εκκαλών υπέβαλε προς το εφεσίβλητο ΝΠΔΔ την υπ' αριθμ. 47.002/19-11-2012 αίτησή του με την οποία ζήτησε εξώδικη και συμβιβαστική επίλυση αυτής της επίδικης διαφοράς. Ο ίδιος βέβαια ισχυρίζεται (με τις έγγραφες προτάσεις του) ότι αρμόδιο διοικητικό όργανο του εφεσίβλητου (που δεν κατονομάζει) ήταν αυτό που αρχικά του πρότεινε άτυπα αυτή την συμβιβαστική προσέγγιση, την οποία αυτός αποδέχτηκε και έτσι, πάλι μετά από υπόδειξη του οργάνου αυτού, υπέβαλε την αίτηση αυτή. Ο ισχυρισμός αυτός βέβαια δεν αποδείχτηκε με την χρήση κάθε νόμιμου αποδεικτικού μέσου, πλην όμως δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου. Άλλωστε και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέγγισε ούτε ποτέ ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό αυτό. Σε κάθε δε περίπτωση ο εκκαλών, με την ως άνω έγγραφη αίτηση, ζήτησε να του καταβάλλει το εφεσίβλητο συνολικά 13.795,42€ συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ, σε εξόφληση της παραπάνω ένδικης συνολικής απαίτησης, παραιτούμενος συγχρόνως, σε περίπτωση ευδοκίμησης του αιτήματος του και είσπραξης του ποσού αυτού, από την αναζήτηση τόκων, αλλά και κάθε άλλης τυχόν επιμέρους αξίωσης απορρέουσας από την αγωγή αυτή. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμ. 250/2013 σύμφωνης απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του εφεσίβλητου και στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 439/20-11-2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εφεσίβλητου Δήμου, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτηση - πρόταση του εκκαλούντα. Συγχρόνως, με την ίδια απόφαση, εξουσιοδοτήθηκε ο τότε Δήμαρχος Μετεώρων Δ. Σ. να προχωρήσει στην κατάρτιση αντίστοιχης ισχυρής σύμβασης με τον εκκαλούντα και στην σύνταξη σχετικού έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, συστατικού αλλά και αποδεικτικού της σύμβασης αυτής. Εξουσιοδοτήθηκε επίσης και για την διενέργεια όλων των λοιπών αναγκαίων ενεργειών προς αποπεράτωση της συγκεκριμένης οικονομικής εκκρεμότητας - διαφοράς. Την επομένη ημέρα, ήτοι στις 21-11-2013 ο εκκαλών και ο δυνάμει εξουσιοδοτήσεως Δήμαρχος Μετεώρων Δ. Σ., συνέταξαν και υπέγραψαν νόμιμα το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό. Με το έγγραφο αυτό συμφωνήθηκε, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, ότι οι συνολικές χρηματικές απαιτήσεις του εκκαλούντα κατά του εφεσίβλητου, που περιέχονται στην ως άνω αγωγή, είχαν συρρικνωθεί στις 18.450€. Ότι αυθημερόν (ήτοι στις 21-11-2013) καταβλήθηκαν στον εκκαλούντα 4.654,58€ (ως εξόφληση άλλης κυρίας οφειλής) καθώς και άλλα 274,5€ (ως επιταχθέντα δικαστικά έξοδα), απορρεόμενα από την (μη αφορώσα την κρινόμενη υπόθεση) υπ' αριθμ. 54/2013 διαταγή πληρωμής, που εξέδωσε ο Ειρηνοδίκης Καλαμπάκας σε βάρος του εφεσίβλητου. Ότι η λοιπή εναπομείνασα οφειλή ύψους 13.795,42€ (ήτοι 18.450-4.654,58) πρόκειται να καταβληθεί στον εκκαλούντα, χωρίς όμως και να προσδιοριστεί, στο έγγραφο αυτό, (ρητά) χρονικό σημείο ή χρονική περίοδος καταβολής. Ότι στα πλαίσια αυτά, ήτοι μετά και την καταβολή των 13.795,42€, ο εκκαλών, με το ίδιο έγγραφο, δήλωσε ότι, θεωρεί ότι (θα) έχει ικανοποιηθεί ολοσχερώς αναφορικά με το αίτημα της παραπάνω αγωγής (υπ' αριθμ. 23/2012), καθώς και ότι (από της εισπράξεως και μετέπειτα) παραιτείται του δικογράφου αυτής. Ρητά όμως συμφωνήθηκε, στο ως άνω έγγραφο, ότι στην περίπτωση που ο εφεσίβλητος Δήμος δεν καταβάλλει τις συμφωνηθείσες 13.795,42€, τότε αυτοδικαίως αναβιώνει και η αξίωση του εκκαλούντα για δικαστική αναζήτηση και καταβολή όλου του ως άνω ένδικου ποσού (των 123.669,57€). Μέχρι και τις 28-11-2013, ήτοι μετά την παρέλευση επτά (7) ημερών από της συντάξεως του συμφωνητικού, ο εφεσίβλητος Δήμος δεν είχε καταβάλλει στον εκκαλούντα το ως άνω ποσό. Ο εκκαλών, με τις έγγραφες προτάσεις του, ισχυρίζεται, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, ότι ο εφεσίβλητος Δήμος αδικαιολόγητα υπαναχώρησε από την παραπάνω καταρτισθείσα σύμβαση. Ότι στα πλαίσια αυτά, ο ίδιος εκτίμησε ότι, δεν προτίθεται να του καταβάλλει το υπόλοιπο ποσό που συμφωνήθηκε (13.795,42€), ότι η αντίστοιχη σύμβαση πλέον απέβαλε την ισχύ της, καθώς και ότι έχουν αναβιώσει οι αρχικές ένδικες απαιτήσεις του κατά του εφεσίβλητου (συνολικού ύψους 123.669,57€). Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν αποδείχτηκε με την χρήση κάποιου νόμιμου αποδεικτικού μέσου, ούτε ο εφεσίβλητος Δήμος τον συνομολογεί. Κατόπιν τούτων, ο εκκαλών, χωρίς να έχει προβεί σε προηγούμενη όχληση ή ειδοποίηση ή έστω ενημέρωση του εφεσίβλητου Δήμου και δη του Δημάρχου (αναφορικά με την πεποίθησή του αυτή), στις 28-11-2013 υπέβαλε αίτηση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, για έκδοση διαταγής πληρωμής, σε βάρος του εφεσίβλητου. Με την αίτηση αυτή (1) ζήτησε να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο ΝΠΔΔ να του καταβάλλει 13.795,42€ (πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων). (2) Ως έγγραφο τίτλο απόδειξης της απαίτησής του αυτής προσκόμισε και επικαλέστηκε μόνο την ως άνω υπ'αριθμ. 439/20-11-2013 απόφαση του Δ.Σ. του εφεσίβλητου Δήμου. (3) Στην αίτηση ανέγραψε - ανέφερε μόνο τις υπό στοιχεία Β, Γ, Ε, Η, Ν, Ρ2β, Ρ15β και Ρ16β ενέργειες από τις οποίες φέρονται να απορρέουν χρηματικές απαιτήσεις του, όπως αυτές (ήτοι οι απαιτήσεις) αριθμούνται, αναλύονται και εξειδικεύονται στην υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή που προαναφέρθηκε (ήτοι όχι το σύνολο των απαιτήσεων που περικλείονται στην υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση) και χωρίς ειδική ή έστω γενική αναφορά των επιμέρους διωκόμενων αμοιβών στην αίτηση. Το γεγονός όμως ότι ο εκκαλών χρησιμοποίησε και επικαλέστηκε, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, την υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου Δήμου Μετεώρων, προς υλοποίηση του παραπάνω αιτήματος του, παραπέμπει στο γεγονός ότι αυτός, ενδιάθετα, την θεωρούσε ακόμα ισχυρή και ότι μπορούσε να επιφέρει έννομες συνέπειες κατά το τότε χρονικό σημείο. Ήτοι η πρόθεσή του για έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση το έγγραφο αυτό, υπερτερεί της αντιφάσκουσας, όπως προειπώθηκε, πεποίθησής του περί απώλειας της ισχύος του από 21-11-2013 συμφωνητικού, που συντάχθηκε σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα. Πέραν τούτου όμως, επισημαίνεται ότι, το άθροισμα των επιμέρους αμοιβών (μόνο των ως άνω 8 μερικότερων πράξεων που αναφέρονται στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής), όπως, οι αμοιβές αυτές, παρατίθενται μόνο στην ως άνω αγωγή (υπ' αριθμ. 23/2012 και δεν επαναλαμβάνονται στην αίτηση για έκδοση της δ/γης πληρωμής ή σε άλλο επίσημο έγγραφο), δεν ταυτίζεται με το αιτούμενο προς επιδίκαση ποσό των 13.795,42€. Ειδικότερα οι επιμέρους αυτές αμοιβές στην αγωγή παρατίθενται ως εξής. (1) Για την με στοιχείο Β πράξη αμοιβή 9.600€ και ΦΠΑ 2.200€, ήτοι σύνολο 11.8086. (2) Για την με στοιχείο Γ πράξη αμοιβή 1.906,17€ και ΦΠΑ 438,41€, ήτοι σύνολο 2.344,58€. (3) Για την με στοιχείο Ε πράξη αμοιβή 669€ και ΦΠΑ 153,87€, ήτοι σύνολο 882,87€. (4) Για την με στοιχείο Η πράξη αμοιβή 1.105,13€ και ΦΠΑ 254,17€, ήτοι σύνολο 1.359,30€. (5) Για την με στοιχείο Ν πράξη αμοιβή 520€ και ΦΠΑ 119,60€, ήτοι σύνολο 882,87€. (6) Για την με στοιχείο Ρ2β πράξη αμοιβή 500€ και ΦΠΑ 115€, ήτοι σύνολο 615€. (7) Για την με στοιχείο Ρ15β πράξη αμοιβή 500€ και ΦΠΑ 115€, ήτοι σύνολο 615€. (8) Και για την με στοιχείο Ρ16β πράξη αμοιβή 500€ και ΦΠΑ 115€, ήτοι σύνολο 615€. Το άθροισμα των αμοιβών αυτών, χωρίς το ΦΠΑ, ανέρχεται στις 15.300,3€ και με τον ΦΠΑ στις 18.879,35€. Ήτοι το καθένα από τα παραπάνω αθροίσματα, ουσιωδώς απέχει του αιτηθέντος προς καταβολή ποσού των 13.794,42€, χωρίς ωστόσο ο εκκαλών, με την αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής, να έχει προβεί και σε διαφοροποίηση των επιμέρους αιτηθησών αμοιβών του, έτσι ώστε αυτές αθροιζόμενες να ταυτίζονται με το ποσό των 13.794,42€ (με ή χωρίς τον ΦΠΑ). Παρά ταύτα ζήτησε την επιδίκαση του ποσού αυτού, έχοντας κατά νου και με τον τρόπο αυτό εξωτερικεύοντας, ότι καλύπτει μόνο μέρος των απαιτήσεων του, πλην όμως το έγγραφο που προσκόμισε ως τίτλο της απαίτησής του, περιέκλειε το σύνολο των απαιτήσεών του. Επακολούθησε, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, με τίτλο μόνο την ως άνω υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου, η έκδοση της υπ' αριθμ. .../28-11-2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, που υποχρέωσε τον εφεσίβλητο να καταβάλλει στον εκκαλούντα 13.795,42€, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, σε εξόφληση όμως μόνο των εκεί αναφερομένων πράξεων, χωρίς αναφορά σε επιμέρους αμοιβές. Αντίγραφο εξ απογράφου της διαταγής με επιταγή προς πληρωμή, ο εκκαλών επέδωσε νόμιμα στο εφεσίβλητο ΝΠΔΔ. Στις 29-11-2013 συνεδρίασε η Οικονομική Επιτροπή του εφεσίβλητου και στη συνέχεια εξέδωσε την υπ' αριθμ. 331/29-11-2013 απόφασή της. Από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, απόσπασμα της απόφασης αυτής αναντίρρητα προκύπτει ότι αυτή η Οικονομική Επιτροπή θεώρησε (1) ως ισχυρή την ως άνω υπ' αριθμ. 439/20-11-2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου και την δυνάμει αυτής επακολουθήσασα από 21-1 1-2013 έγγραφη σύμβαση, (2) ότι η διαταγή πληρωμής (για το ποσό των 13.795,42€) εκδόθηκε για το σύνολο της απαίτησης του εκκαλούντα, όπως αυτή κατά τα παραπάνω περιορίστηκε (με την έγγραφη σύμβαση) και στα πλαίσια αυτά (3) παραιτήθηκε του δικαιώματος της άσκησης ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, κρίνοντας ασύμφορη κάθε εναντίωση σ' αυτή. Κατόπιν τούτων αφενός μεν η Οικονομική Επιτροπή αφετέρου ο εφεσίβλητος Δήμος, ήταν πεπεισμένοι ότι με την καταβολή αυτή υλοποιείται η από 21-11-2013 σύμβαση Στη συνέχεια ο εφεσίβλητος εξέδωσε το από 17-12-2013 χρηματικό ένταλμα πληρωμής, δυνάμει του οποίου ο εκκαλών εισέπραξε τις 13.795,42€, ενώ στις 5-2-2014, όπως προαναφέρθηκε, ματαιώθηκε η συζήτηση της υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγής. Με την, μεταγενέστερη, από 14-7-2014 εξώδικη δήλωση που επιδόθηκε νόμιμα στο εφεσίβλητο ΝΠΔΔ (βλ. υπ' αριθμ. 3769ε/29- 8-2014 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Τρικάλων Γ. Τ.) ο εκκαλών παραιτήθηκε του δικογράφου της υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγής κατά το υπό στοιχείο Α5 αυτής μόνο κατά το επιμέρους ποσό των 10.473,88€. Επίσης, με το ίδιο εξώδικο, παραιτήθηκε του δικογράφου της αγωγής, ολοσχερώς, αναφορικά με τα στοιχεία αυτής από Β έως και Σ. Ήτοι, ο εφεσίβλητος, όπως προαναφέρθηκε, δεν παραιτήθηκε συνολικά του δικογράφου της υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγής, ως όφειλε, κατά την υποχρέωση που είχε αναλάβει με το ανωτέρω έγγραφο και κατά την οικεία σύμβαση, παρόλο που ο ίδιος, προαναφέρθηκε ότι, την θεωρούσε ισχυρή τουλάχιστον έως και τις 28-11-2013, που είχε υποβάλλει την αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής. Με άλλα λόγια ο εκκαλών, χρησιμοποίησε κατάλληλα (και αντισυμβατικά) την υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου και εισέπραξε τις 13.795,426 που ο ίδιος είχε συμφωνήσει να του καταβληθούν σε εξόφληση των απαιτήσεών του εμφανίζοντας όμως αναληθώς στον αρμόδιο Ειρηνοδίκη ότι αναζητά μέρος των απαιτήσεων του, καθώς και ότι οι απαιτήσεις αυτές αθροίζονται στο ύψος αυτό (των 13.795,426), ενώ στην πραγματικότητα αθροίζονται σε διαφορετικό ποσό. Μετά δε την, έστω και με τον τρόπο αυτό, είσπραξη της αμοιβής του, αντισυμβατικά ενεργώντας, δεν παραιτήθηκε του συνόλου των απαιτήσεών του προς τον εφεσίβλητο αλλά για μέρος αυτών. Στη συνέχεια ήγειρε ο εκκαλών την υπ' αριθμ. 35/26-8-2014 αγωγή κατά του ήδη εφεσίβλητου ΝΠΔΔ ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας. Με την αγωγή αυτή ζητούσε την καταβολή αμοιβής συνολικού ύψους 19.9926 για τις εκεί αναφερόμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, στις οποίες είχε προβεί για λογαριασμό του τέως Δήμου Μαλακασίου του Νομού Τρικάλων. Μέρος όμως των εκεί αναφερομένων εργασιών και αμοιβών είχαν ήδη περιληφθεί στην ως άνω υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή, από την αυτοτελή αναζήτηση των οποίων είχε παραιτηθεί με το ως άνω από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό. Επίσης στην ως άνω διωκόμενη αμοιβή συμπεριέλαβε και την καταβολή 7.665,886 που είναι μέρος της επίδικης με το στοιχείο Α5 υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγής (από το οποίο δεν παραιτήθηκε όπως προαναφέρθηκε). Κατά την συζήτηση της αγωγής αυτής, που έλαβε χώρα στις 19-6-2015 ο εφεσίβλητος Δήμος παραδεκτά προέβαλε την ένσταση εξόφλησης, καθώς και την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από μέρους του ήδη εκκαλούντα. Σημειωτέον ότι κατά την συζήτηση (πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015) δεν εξετάστηκαν μάρτυρες, αλλά μόνο κατέθεσε ανωμοτί ο ήδη εκκαλών. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμ. 22/16-10-2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας που, αφού απέρριψε τις ως άνω ενστάσεις, δέχθηκε ότι η καταβολή των 13.795,426 έλαβε χώρα σε εξόφληση μόνο των απαιτήσεων της υπ' αριθμ. .../2013 δ/γης πληρωμής και όχι του από 21-11-2013 συμφωνητικού. Δέχθηκε επίσης ως ανίσχυρη την από 21-11-2013 συμφωνία, χωρίς όμως και να εντοπίζει τον χρόνο που αυτή απέβαλε την ισχύ της, αλλά και την γενεσιουργό αιτία αυτής της φερόμενης ως εντοπισθείσας αποδυνάμωσης. Κατά τα λοιπά, η ως άνω υπ' αριθμ. 22/2015 απόφαση δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εφεσίβλητο Δήμο να καταβάλλει στον εκκαλούντα 13.813,776, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Κατά της απόφασης αυτής ο εφεσίβλητος Δήμος άσκησε παραδεκτά έφεση. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμ. 62/12-10-2017 οριστικής απόφασής του, ενεργώντας ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που δέχθηκε, επί λέξει "... ο εναγόμενος Δήμος, διά του νομίμου εκπροσώπου του, αρνήθηκε την καταβολή του ανωτέρω ποσού (ήτοι των 13.795,426) στον ενάγοντα, οι έννομες συνέπειες του επιτευχθέντος (από 21-11-2013) συμβιβασμού ήρθησαν διά της ανατροπής του ...". Παρά την απόφανση αυτή όμως το Δικαστήριο, δεν επισήμανε (1 ) τα στοιχεία του νομίμου εκπροσώπου του ήδη εφεσιβλήτου, που κατά την κρίση του αρνήθηκε την καταβολή των χρημάτων στον εκκαλούντα, όπως επίσης δεν φέρεται να διερεύνησε την τυχόν βαρύτητα αυτής της (κατ' εκτίμηση) ρηματικής και όχι έγγραφης δήλωσης και δη ενάντια στην επίδικη έγγραφη σύμβαση. Περαιτέρω (2) δεν αναφέρεται στο χρονικό σημείο, κατά το οποίο φέρεται να εξωτερικεύτηκε η δήλωση αυτή. (3) Δεν φέρεται να διερεύνησε, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, τυχόν εναντίωση ή άλλου είδους εξωτερικευθείσες ή έστω οφειλόμενες ενέργειες του εκκαλούντα αναφορικά με την άρνηση αυτή, όπως είναι η έγγραφη όχληση ή διαμαρτυρία και υπόμνηση των (κυρίως οικονομικής φύσεως) συνεπειών από την μη τήρηση της σύμβασης, πριν βέβαια αυτός ζητήσει την έκδοση της ως άνω υπ' αριθμ. .../28-11-2013 διαταγής πληρωμής. Εν τέλει, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού πρώτα (και αυτό) απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένσταση του ήδη εφεσίβλητου Δήμου περί εξοφλήσεως στα πλαίσια του εξώδικου συμβιβασμού, απέρριψε την έφεση στο σύνολο της. Κατά της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης. Κατόπιν τούτων, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, η κρίση ότι το από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό είναι ανίσχυρο, ότι δεν επιφέρει έννομες συνέπειες και ότι η εκεί περικλεισθείσα σύμβαση είναι ανύπαρκτη. Στη συνέχεια ο εκκαλών, με την από 27-11-2017 κλήση, επανέφερε την υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Κατά την συζήτηση της αγωγής που έλαβε χώρα στις 19-9-2018 ο εκκαλών, με δήλωση του, που καταγράφτηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και επανέλαβε με τις έγγραφες προτάσεις του, που κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, παραιτήθηκε από μέρος των εκεί αξιώσεών του. Αναζητά πλέον την καταψήφιση, μόνο της, κατά το στοιχείο Α5 της αγωγής, απαίτησής (όπως διττώς ήδη προαναφέρθηκε) του για κεφάλαιο 36.724,99€ και για ΦΠΑ 8.446,74€ ήτοι σύνολο 45.171,73€. Προαναφέρθηκε ότι κατά την συζήτηση αυτή η διαδικασία εξαντλήθηκε μόνο με την προσκομιδή εγγράφων χωρίς ένορκες μαρτυρικές βεβαιώσεις. Κρίνοντας επί της ουσίας το Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων την υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή, έτσι όπως αυτή κατά τα παραπάνω συρρικνώθηκε, αφού αναφέρθηκε στο δεδικασμένο που απορρέει από την ως άνω αμετάκλητη υπ' αριθμ. 22/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, αναφορικά με το ανίσχυρο του από 21-11-2013 εγγράφου, δέχθηκε ότι η ως άνω αξίωση του εκκαλούντα είναι μεν ισχυρή, πλην όμως ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά, κάνοντας δεκτή την αντίστοιχη ένσταση του εφεσίβλητου Δήμου περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος από μέρους του εκκαλούντα. Ήτοι κυριαρχικά (κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου) το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, (1) ότι ο χρόνος των 7 ημερών που μεσολάβησε από τις 21-11-2013 έως και τις 28-11-2013 δεν επαρκούσε για την, προηγούμενη αναγκαία, έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής προς τον εκκαλούντα των 13.795,42€. (2) Ότι ο ίδιος ο εκκαλών με την μονομερή, αδιερεύνητη και αδικαιολόγητα εσπευσμένη ενέργειά του για έκδοση διαταγής πληρωμής είναι ο αποκλειστικός υπαίτιος της πλήρωσης της διαλυτικής (της συμφωνίας) αιρέσεως του από 21-11-2013 συμφωνητικού. (3) Ότι παρά την ενέργειά του αυτή και άσχετα με τις προσωπικές του (ήτοι του εκκαλούντα) εκτιμήσεις ή κρίσεις, χρησιμοποίησε ως τίτλο, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, την υπ' αριθμ. 439/20-11-203 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου, με την χρήση της οποίας πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ. .../28-11-2013 διαταγής πληρωμής, πλην όμως μόνο για μέρος των αξιώσεών του, ενώ η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί για το σύνολο των αξιώσεών του. Ήτοι ότι χρησιμοποίησε την υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση, όχι κατά τις επιταγές της κοινωνίας και της δικαιοσύνης, αλλά κατά το δοκούν και για ιδιοτελείς λόγους. (4) Ότι καταβάλλοντος τις 13.795,42€, ο εφεσίβλητος Δήμος ήταν πεπεισμένος ότι εξοφλεί κάθε απαίτηση που απορρέει από την υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή. Στα πλαίσια αυτά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ως καταχρηστικώς ασκηθείσα κάνοντας δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη αντίστοιχη ένσταση του ήδη εφεσίβλητου Δήμου. Με το κατ' εκτίμηση, από το παρόν Δικαστήριο, πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, ομοίως κατ' εκτίμηση της οικείας αιτίασης, ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλούμενη απόφαση ότι παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθμ. 22/2015 οριστική και πλέον αμετάκλητη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, η οποία είχε απορρίψει την ενώπιον του υποβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος για καταβολή της εκεί επίδικης αμοιβής. Η αιτίαση αυτή όμως είναι μη νόμιμη και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ήτοι ναι μεν και η τότε αλλά και η ήδη κρινόμενη υπόθεση, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, βασίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, αφορούν όμως, οι υποθέσεις αυτές, διαφορετικό δικαίωμα άλλως αντικείμενο δίκης, άλλως αφορούν διαφορετικές επίδικες αμοιβές. Ήτοι το τότε επίδικο ποσό αμοιβής που αφορά τις τότε ενέργειες του εκκαλούντα, είναι καθόλα διαφορετικό με το ήδη ερευνώμενο που αφορά συγκεκριμένη επίδικη ενέργεια του εκκαλούντα και η οποία δεν είχε τεθεί προς διερεύνηση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου. Αδυνατεί λοιπόν η αμετάκλητη κρίση της υπ' αριθμ. 22/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, για την εκεί διαφορά, να επεκταθεί και να καταλάβει την ήδη επίδικη διαφορά. Με το κατ' εκτίμηση δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως, ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψιν της την ήδη αμετάκλητη κρίση της υπ' αριθμ. 62/2017 οριστικής απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που είχε δικάσει σε δεύτερο βαθμό την τότε επίδικη διαφορά, κατά την κρίση της οποίας ήρθησαν οι έννομες συνέπειες του από 21-11-2013 συμβιβασμού. Η αιτίαση αυτή όμως πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη καθόσον ήδη προαναφέρθηκε ότι η εκκαλούμενη απόφαση πράγματι έλαβε υπόψιν της την άρση του επίδικου εκούσιου συμβιβασμού, ενώ μετά την διαπίστωση αυτή διερεύνησε την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που είχε υποβάλλει ο εφεσίβλητος Δήμος. Με το κατ' εκτίμηση τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως ο εκκαλών μέμφεται την πρωτόδικη απόφαση ότι εσφαλμένα καταλόγισε στον ίδιο αντισυμβατική συμπεριφορά για πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως του ως άνω έγγραφου συμβιβασμού, καθόσον η ως άνω υπ' αριθμ. 62/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που είχε δικάσει σε δεύτερο βαθμό, έκρινε ότι ο Δήμος ήταν αυτός που αρνήθηκε να του καταβάλλει τα χρήματα. Επί της αιτίασης αυτής πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω. Πράγματι το ως άνω Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος Δήμος ήταν αυτός που αρνήθηκε να καταβάλλει τα χρήματα. Προαναφέρθηκε όμως ότι την κρίση του αυτή δεν θεμελίωσε σε ειδικό αποδεικτικό μέσο ή στοιχείο ούτε την αλίευσε με άλλο τρόπο από το σύνολο της δικογραφίας, ενώ ο εφεσίβλητος Δήμος αρνείται σχετικά. Καταφανώς λοιπόν το παραπάνω Δικαστήριο προέβη σε παραδρομή αναφορικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Η παραδρομή αυτή όμως δεν είναι θεμιτό να συνοδεύει και να επιβραβεύει όλες τις σχετικές μετέπειτα δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες που αφορούν τους διαδίκους αναφορικά με την ίδια ιστορική και νομική αιτία πλην όμως για διαφορετικό αντικείμενο, πέραν βέβαια του δεδικασμένου αναφορικά με την ανύπαρκτη πλέον από 21-11-2013 σύμβαση. Εκτός αυτού όμως, προαναφέρθηκε ήδη, ότι ο εκκαλών, ουδέποτε γνωστοποίησε στον εφεσίβλητο άμεσα ή έμμεσα την (κατά την κρίση του) αποβολή της ισχύος της ως άνω σύμβασης και της συνακόλουθης αυτής αναβίωσης των αξιώσεως της υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγής. Εν κατακλείδι και πέραν του δεδικασμένου που απορρέει από τις παραπάνω (αμφότερες Δικαστικές) κρίσεις όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών δεν επικαλείται, έστω και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ειδικά και διερευνήσιμα (αντικειμενικής φύσεως) στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ή να συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος Δήμος στις 28-11-2013 γνώριζε την αποβολή της ισχύος του ως άνω εγγράφου, άλλως ότι εκούσια και απρόκλητα υπαναχώρησε από την σύμβαση, άλλως ότι ενήργησε προς βλάβη των συμφερόντων του εκκαλούντα, αλλά απεναντίας επιχειρεί να καλυφθεί και να θωρακιστεί πίσω από το γράμμα της υπ' αριθμ. 62/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που δίκασε την εκεί υπόθεση σε δεύτερο βαθμό. Προαναφέρθηκε δε ότι ο εφεσίβλητος Δήμος καταβάλλοντος τις 13.795,42€ θεωρούσε ότι εξοφλεί ολοσχερώς τον εκκαλούντα αναφορικά με τις τότε επίδικες αξιώσεις. Απορριπτέα λοιπόν η αιτίαση αυτή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, όπως και ο πρώτος λόγος έφεσης στο σύνολο του. Με το κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως, ο εκκαλών, αποκρούοντας την από μέρους του πρωτοδίκως διαγνωσθείσα συμπεριφορά ως καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, διατείνεται ότι ο εφεσίβλητος Δήμος αρνήθηκε να του καταβάλλει τις 13.795,42€, στις οποίες συμβιβαστικά αυτοί είχαν καταλήξει. Η αιτίαση αυτή όμως ελέγχεται ως προεχόντως αόριστη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, καθόσον δεν επικαλείται ο εκκαλών, τον έμψυχο παράγοντα του εφεσίβλητου που φέρεται να προέβη στην αρνητική αυτή ρηματικής φύσεως δήλωση, την τυχόν αρμοδιότητα του να προβεί στην φερόμενη αυτή ρηματική δήλωση, την πιθανή βαρύτητα της δήλωσης αυτής, τον χρόνο, το τρόπο και τις συνθήκες που φέρεται να έλαβε χώρα η εξωτερίκευση αυτής της δήλωσης, αλλά και την τυχόν δική του (του εκκαλούντα) αντίδραση έναντι της δήλωσης αυτής, πέραν βέβαια της εκδόσεως της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής (με την χρήση της υπ' αριθμ. 439/2013 απόφασης του ΔΣ του εφεσίβλητου που εκδόθηκε για όλο το οφειλόμενο ποσό και την οποία μονομερώς αυτός διασκεύασε σε μερικώς οφειλόμενο ποσό). Με το κατ' εκτίμηση δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως ο εκκαλών, μεμφόμενος την πρωτόδικη απόφαση, διατείνεται ότι ο αμέσως ως άνω (ανώνυμος) συνομιλητής του, του διεμήνυσε ότι η από μέρους του άρνηση καταβολής οφείλεται στο ότι ο εξώδικος συμβιβασμός δεν θα εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές. Και η αιτίαση αυτή ελέγχεται ως αόριστη καθόσον, πέραν της υπ' αριθμ. 250/2013 απόφασης της οικονομικής επιτροπής του εφεσίβλητου που προώθησε τον ως άνω συμβιβασμό με την επακολουθήσασα υπ' αριθμ. 439/2013 ως άνω απόφαση του ΔΣ, δεν επικαλείται ο εκκαλών αφενός μεν ποιες και πόσες είναι οι λοιπές αρμόδιες εγκριτικές αρχές, τον θεμελιωτικό λόγο της τυχόν μελλοντικής άρνησής τους, τον λόγο που αυτός πείσθηκε σε ρηματικής φύσεως αναφορές, την τυχόν περαιτέρω διερεύνηση των αναφορών αυτών, αλλά εν κατακλείδι τον λόγο που αυτός χρησιμοποίησε την υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου για αναζήτηση, κατά τους ισχυρισμούς του, μέρους των απαιτήσεών του και όχι του συνόλου αυτών, κατά το γράμμα της απόφασης αυτής αλλά και της από 21-11-2013 έγγραφης σύμβασης. Ειρήσθω εν παρόδω ότι μετά την κατά νόμον επίδοση της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας στον εφεσίβλητο, συνεδρίασε η οικονομική επιτροπή αυτού, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 331/2013 θετική απόφαση περί πληρωμής και η οποία αμέσως μετά εκτελέστηκε με την έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής, χωρίς την μεσολάβηση άλλων αρχών ή υπηρεσιών, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα. Με το κατ' εκτίμηση τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως ο εκκαλών, εκτοξεύοντας αντίστοιχη μομφή κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, διατείνεται ότι από το από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό αντλήθηκε το δικαίωμά του να αναζητήσει τις αρχικές του αξιώσεις μετά την, τυχόν, ανατροπή της εκεί περιληφθείσας σύμβασης. Και η αιτίαση αυτή όμως ελέγχεται ως αόριστη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, καθόσον ναι μεν στο έγγραφο αυτό ο εκκαλών θεμελιώνει το επίδικο δικαίωμα, πλην όμως δεν επικαλείται, ο εκκαλών, το χρονικό σημείο κατά το οποίο φέρεται να ανατράπηκε η σύμβαση αυτή ή αν ίσχυσε ποτέ αυτή, προτείνοντας πάντα ως πρόκριμα την ως άνω υπ' αριθμ. 62/2017 (ατελή) οριστική απόφαση. Με το κατ' εκτίμηση τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως, ο εκκαλών διατείνεται ότι νόμιμα χρησιμοποίησε την υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου για την έκδοση της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής και όχι αθέμιτα που δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Η αιτίαση αυτή όμως πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη διότι, όπως προαναφέρθηκε, στην ως άνω απόφαση περικλείστηκαν όλες οι απαιτήσεις του εκκαλούντα απορρέουσες από την υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή και συρρικνώθηκαν στις 13.795,42€. Αυτός στη συνέχεια χρησιμοποιώντας κατά το δοκούν, χωρίς ειδική αντιστοίχιση το ποσό αυτό των 13.795,42€ και επιλέγοντας ορισμένες από τις ένδικες απαιτήσεις του, το άθροισμα των οποίων κατά πολύ διαφέρει του ποσού αυτού, όπως προαναφέρθηκε, πέτυχε αθέμιτα την έκδοση διαταγής πληρωμής για να καλύψει - δικαιολογήσει ακριβώς το ποσό αυτό. Με το πέμπτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως ο εκκαλών, μεμφόμενος την πρωτόδικη απόφαση, διατείνεται ότι η οικονομική επιτροπή του εφεσίβλητου εκδίδοντας την υπ' αριθμ. 331/2013 απόφασή της αποδέχθηκε ότι με την καταβολή των 13.795,42€ εξοφλούνται μόνο οι απαιτήσεις που περιέχονται στην διαταγή πληρωμής και όχι οι συνολικές απαιτήσεις της υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγής, όπως αυτές συρρικνώθηκαν στο από 21-11-2013 έγγραφο. Η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, καθόσον όπως προαναφέρθηκε η οικονομική επιτροπή εκδίδοντας την ως άνω απόφαση, μετά μάλιστα την εισήγηση της εκεί αναφερομένης Νομικής Συμβούλου Χ. Β., θεώρησε ότι πράγματι με την καταβολή αυτή αποσβένονται όλες οι απαιτήσεις του εκκαλούντα που απορρέουν από την υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή. Ομοίως πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η αιτίαση που περιέχεται στο, κατ' εκτίμηση, έκτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως, κατά την οποία ο εφεσίβλητος Δήμος καταβάλλοντος τις 13.795,42€ κατά τις επιταγές της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής, γνώριζε ότι εξοφλούσε μόνο μέρος των απαιτήσεων του εκκαλούντα. Κατόπιν τούτων και ο δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, ο εκκαλών διατείνεται ότι πλημμελώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε το περιεχόμενο από τα εκεί (ήτοι στον λόγο έφεσης) αναφερόμενα συνολικά 18 έγγραφα, ενώ αν προέβαινε σε ορθή εκτίμηση αυτών θα είχε απορρίψει την ένσταση του εφεσίβλητου, περί από μέρους του καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, εγείροντας την κρινόμενη αγωγή. Και ο λόγος αυτός όμως εκτιμάται ως προεχόντως αόριστος και συνεπώς απορριπτέος, καθόσον δεν επισημαίνει ο εκκαλών ειδικές εγγραφές ή αναφορές στα έγγραφα αυτά από τα οποία να προκύπτει ή έστω να συνάγεται ότι πράγματι η από 21-11-2013 σύμβαση ανατράπηκε και μάλιστα με υπαιτιότητα του εφεσίβλητου, ότι δυνάμει της ανατροπής αυτής αναβίωσαν οι αξιώσεις του εκκαλούντα, όπως αυτές περιέχονται στην υπ' αριθμ. 23/2012 και ότι στη συνέχεια αυτός απέκτησε το δικαίωμα της (επανα)αναζήτησής τους. Επίσης δεν επικαλείται ο εκκαλών νόμιμο λόγο δυνάμει του οποίου αυτός επέλεξε μερικές από τις ένδικες απαιτήσεις του τις οποίες του επιδίκασε η υπ' αριθμ. .../2013 διαταγή πληρωμής κάνοντας χρήση μάλιστα της υπ' αριθμ, 439/2013 απόφασης του ΔΣ του εφεσίβλητου, ενώ παραιτήθηκε από άλλες, τις οποίες όμως στη συνέχεια αναζήτησε με την έγερση άλλης αγωγής. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εκκαλών διατείνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του το περιεχόμενο και την δυνάμει αυτού αποδεικτική δύναμη της υπ' αριθμ. 331/2013 απόφασης της οικονομικής επιτροπής του εφεσίβλητου και τα εκεί αναφερόμενα δύο χρηματικά εντάλματα, από τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του, προκύπτει ότι η καταβολή των 13.745,92€ έλαβε χώρα για εξόφληση μόνο της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής και όχι για το σύνολο των απαιτήσεων. Η αιτίαση αυτή όμως πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, καθόσον όπως προαναφέρθηκε στο σκεπτικό της παρούσας, αλλά και κατά την ανάλυση των αιτιάσεων που περιέχονται στο 3° και στο 5° σκέλος του 2ου λόγου της εφέσεως, ο εφεσίβλητος καταβάλλοντος τα ως άνω χρήματα θεωρούσε ότι εξοφλούσε τις υποχρεώσεις του που απέρρεαν από το από 21-11-2013 συμφωνητικό. Με το κατ' εκτίμηση πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου εφέσεως ο εκκαλών διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα συνδυάζει το, εμπεριεχόμενο στο από 21-11-2013 έγγραφο, μελλοντικό δικαίωμα παραίτησης αυτού από τις επίδικες αξιώσεις του κατά του εφεσίβλητου, με την από 14-7-2014 παραίτηση αυτού για μέρος μόνο των επίδικων αξιώσεων, καθόσον η από 14-7-2014 παραίτηση έλαβε χώρα για να αποκτήσει κύρος η υπ' αριθμ. 35/2014 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας (επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω 22/2015 απόφαση). Από την απλή επισκόπηση όμως των σχετικών χωρίων της εκκαλούμενης απόφασης, ευχερώς συνάγεται ότι αυτή ποτέ δεν συνέδεσε τα δύο αυτά έγγραφα, αλλά προέβη απλώς σε σχολιασμό τους για να καταλήξει ότι ο εκκαλών προέβη σε καταχρηστική άσκηση του νόμιμου δικαιώματος του, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την τελεσιδικία της υπ' αριθμ. 22/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας. Απορριπτέα λοιπόν ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η αιτίαση αυτή. Με το κατ' εκτίμηση δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου εφέσεως, ο εκκαλών επαναλαμβάνει την αιτίαση σε βάρος της εκκαλούμενης απόφασης, ότι από υπαιτιότητα και δη από άρνηση του εφεσίβλητου να καταβάλλει το ποσό των 13.795,42€, ακυρώθηκε η αντίστοιχη σύμβαση. Η αιτίαση αυτή όμως ήδη έχει απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα με την απόρριψη του 3ου λόγου εφέσεως, αλλά και κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Με το κατ' εκτίμηση τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου εφέσεως ο εκκαλών, μεμφόμενος την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολο της, διατείνεται ότι ο ίδιος ουδέποτε προέβη σε ενέργεια ή παράλειψη δηλωτική προς το εφεσίβλητο ότι δεν θα επιδιώξει μέσω της δικαστικής οδού την καταβολή των αμοιβών του. Η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη καθόσον ούτε στην εκκαλούμενη απόφαση λαμβάνει χώρα αναφορά ότι ο εκκαλών παρέπεισε ή παρέσυρε το εφεσίβλητο στην δημιουργία αντίστοιχης ανακριβούς πεποίθησης. Με το κατ' εκτίμηση τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου εφέσεως ο εκκαλών διατείνεται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση του καταλογίζει υπαιτιότητα στην ανατροπή του εξώδικου συμβιβασμού, με την αιτιολογία ότι αποστέρησε από τον εφεσίβλητο τον αναγκαίο χρόνο για έκδοση του σχετικού εντάλματος πληρωμής, καθόσον οι όποιες έστω και υπαίτιες ενέργειές του θα παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα έως και τις 31-12-2013, κατά τα εκεί ειδικότερα αναφερόμενα. Και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, καθόσον όπως προαναφέρθηκε και πέραν της έκδοσης της υπ' αριθμ. .../28-11-2013 διαταγής πληρωμής, ο εφεσίβλητος Δήμος θεώρησε ότι ο συμβιβασμός είναι ισχυρός και ότι καταβάλλοντος τις 13.795,42€ θεωρούσε ότι είχε ενεργήσει κατά την συμφωνία τους. Με τον έκτο λόγο έφεσης, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, ο εκκαλών μέμφεται την πρωτόδικη απόφαση ότι ενώ δέχτηκε ως υπαρκτό το δικαίωμά του για αναζήτηση των επίδικων 36.794,99€ πλέον ΦΠΑ 8.446,74€ (που στη συνέχεια θεώρησε ότι ασκήθηκε καταχρηστικά), εν τούτοις δεν αναφέρθηκε και στην νόμιμη τοκοδοσία του. Η μομφή αυτή όμως αλυσιτελώς προβάλλεται και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί καθόσον η ένδικη τοκοδοσία, μετά από σχετικό αίτημα βέβαια, επιδικάζεται και ακολουθεί το κεφάλαιο για το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή (και όχι γι' αυτό το οποίο παντοιοτρόπως απορρίφθηκε). Με τον έβδομο λόγο έφεσης, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, ο εκκαλών μέμφεται την πρωτόδικη απόφαση ότι δεν εξειδικεύει τα δικαστικά έξοδα ύψους 660€, που τον καταδίκασε να καταβάλλει στον εφεσίβλητο. Η εξειδίκευση άλλως ανάλυση όμως αυτή δεν αποτελεί και δικονομική υποχρέωση του Δικαστηρίου, ειδικά όταν δεν έχει υποβληθεί ο κατ' άρθρα 190 και 191 κατάλογος περί δικαστικών εξόδων.
Συνεπώς και αυτός ο λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι ο εκκαλών αντισυμβατικά αλλά και καταχρηστικά ενήργησε επιχειρώντας να εισπράξει και το επίδικο ποσό συνολικού ύψους 45.171,73€ (συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ), καθώς επίσης ότι ο ίδιος ήταν αυτός που πρωτοστάτησε έτσι ώστε να αποβάλλει την ισχύ της η από 21-11-2013 σύμβαση. Οι καταχρηστικές του ενέργειες εστιάζονται στο ότι αυτός, πριν ζητήσει την έκδοση της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής δεν φρόντισε να ενημερωθεί εγγράφως και επίσημα για τις τυχόν πραγματικές ή υποκρυπτόμενες διαθέσεις του εφεσίβλητου. Με τον τρόπο αυτό άλλωστε θα του ήταν δυνατό να αναζητήσει και ποινικές ευθύνες στελεχών του εφεσίβλητου, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης, απορρέουσας από τυχόν ποινικό αδίκημα. Επίσης δεν φέρεται να διερεύνησε τον λόγο που κατά την πεποίθησή του ο εφεσίβλητος καθυστέρησε στην έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής, για την ολοκλήρωση της από 21-11-2013 συμφωνίας τους, άλλως δεν επεξήγησε τον λόγο δυνάμει του οποίου ο ίδιος θεώρησε ως ανύπαρκτη την σύμβαση μετά την πάροδο μόνο των επτά (7) ως άνω ημερών και δεν ανέμενε μεγαλύτερο διάστημα. Τέλος ούτε ενώπιον του πρωτοβαθμίου ή και του παρόντος Δικαστηρίου επεξήγησε τον λόγο που χρησιμοποίησε την υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου για την έκδοση της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής, για ειδικές και μεμονωμένες απαιτήσεις, που αναγράφονται στην υπ' αριθμ. 23/2012 αγωγή, χωρίς όμως να συμπίπτει το άθροισμα αυτών με το αιτούμενο ποσό των 13.795,42€.". Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, απέρριψε ακολούθως την έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ' ουσία.
Ήδη ο ενάγων-αναιρεσείων, κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου, προβάλλει τους ακόλουθους λόγους αναίρεσης, με τους οποίους και κατ' εκτίμηση της νοηματικής τους απόδοσης, επικαλείται τις κατωτέρω εκτιθέμενες αναιρετικές πλημμέλειες: Α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 του ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ.Α.Π. 25/2003, Ολ.Α.Π. 3/1997, Ολ.Α.Π. 11/1996, Α.Π. 1446/2019). Ο εκ του άνω άρθρου, λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π. 25/2003, Α.Π. 12/1991 Α.Π. 37/2008, Α.Π. 2102/2007, Α.Π. 2068/2007), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ του πράγματος προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων, γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Α.Π. 85/2020, Α.Π. 667/2018, Α.Π. 76/2016) έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.Α.Π. 11/1996, Α.Π. 1108/2020, Α.Π. 771/2017, Α.Π. 1434/2010, Α.Π. 148/2009). Αντιθέτως, δεν θεωρούνται "πράγματα", κατά την προαναφερθείσα έννοια, οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 87/2013, Α.Π. 701/2008, Α.Π. 625/2008, Α.Π. 558/2008) ούτε τα οριζόμενα στο άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα ή το περιεχόμενο αυτών (Α.Π. 237/2019, Α.Π. 598/2019, Α.Π. 261/2016, Α.Π. 87/2013, Α.Π. 2019/2007), αλλά ούτε και οι αόριστοι ή απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. Α.Π. 2/1989, Α.Π. 867/1988, Α.Π. 1058/1998 Ολ.Α.Π. 8/2013, Ολ.Α.Π. 3/1997, Ολ.Α.Π. 14/2004, Α.Π. 76/2016, Α.Π. 139/2014, Α.Π. 1720/2013, Α.Π. 232/2009, Α.Π. 147/2008). Επίσης, δεν είναι πράγματα, υπό την άνω έννοια, τα νομικά επιχειρήματα, που προβάλλουν οι διάδικοι για την υποστήριξη των απόψεών τους, σε σχέση με ανακύπτοντα νομικά ζητήματα ή οι ισχυρισμοί τους, που αναφέρονται στην ορθή, κατ' αυτούς, ερμηνεία διατάξεων του νόμου (Ολ.Α.Π. 3/1997, Α.Π. 576/2018, Α.Π. 1090/2014 Α.Π. ...4/2014, Α.Π. 69/2013, Α.Π. 1492/2011). Τέλος, προς τους μη προταθέντες ισχυρισμούς εξομοιώνονται και εκείνοι που προτάθηκαν απαραδέκτως (Α.Π. 1382/2011, Α.Π. 728/2010, Α.Π. 130/2004), όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο προταθείς ισχυρισμός δεν είχε επαναφερθεί με νόμιμο τρόπο (άρθρο 240 του ΚΠολΔ) στο Εφετείο (ΑΠ 14/2022). Στην προκειμένη περίπτωση: 1) Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την από τον αρ. 8 α (και όχι και από τον αρ. 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης που δεν προτάθηκαν και συγκεκριμένα ότι παρότι αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης ήταν μόνο η έρευνα των λόγων της έφεσής του, που αφορούσαν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, κατά το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την κυρία βάση της αγωγής του κατ' αποδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ προβληθείσας υπό του εναγομένου ένστασης, ερεύνησε και δίκασε εκ νέου, χωρίς να προβληθούν σχετικοί λόγοι έφεσης ή αντέφεσης, κατ' ουσία την κυρία βάση της αγωγής του και την απορριφθείσα ως μη νόμιμη επικουρική βάση αυτής εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον, όπως προκύπτει από τις εκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο, δεν ερεύνησε ούτε έκρινε επί της κυρίας βάσης της αγωγής και αυτής της επικουρικής, αλλά ερεύνησε τα υπό του ενάγοντος προβληθέντα με τους λόγους της έφεσής του παράπονα κατά το κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, με το οποίο έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία η εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου. 2) Με το δεύτερο και τρίτο λόγους της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την από τον αρ. 8 β (και όχι κατά περίπτωση και από τον αρ. 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και συγκεκριμένα α) το δεύτερο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο παραπονείτο για εσφαλμένη αποδοχή από την εκκαλουμένη της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, τον οποίο αν ελάμβανε υπόψη και τον εξέταζε κατά το πραγματικό του αντικείμενο, ενιαίως και όχι με τη μεθοδολογία της κατάτμησης και σε συνδυασμό με τους λοιπούς λόγους έφεσης, προφανώς δεν θα κατέληγε δεχόμενο ότι προέβη σε "αδικόπρακτικές, αντισυμβατικές, ενδοσυμβατικά καταχρηστικές αλλά και καταχρηστικές ενέργειες" κατά την άσκηση του δικαιώματος του για την καταβολή της δικηγορικής του αμοιβής, και ειδικότερα α1) ότι χρησιμοποίησε αδικοπρακτικά την με αρ. 439/2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την έκδοση της .../2013 διαταγής πληρωμής, α2) ότι μετά την ανατροπή του εξώδικου συμβιβασμού την 28-11-2013, έχοντας στα χέρια του την ως άνω απόφαση άσκησε το δικαίωμα του για έκδοση διαταγής πληρωμής, α3) ότι ακόμη και αν δεν είχε ανατραπεί ο εξώδικος συμβιβασμός η επιδίωξη είσπραξης της δικηγορικής του αμοιβής ήταν ένα νόμιμο δικαίωμά του και α4) ότι ο εναγόμενος εκπρόθεσμα κατέβαλε την 29-4-2014 το χρηματικό ποσό των 13.795,42 ευρώ και προφανώς γνώριζε και αποδέχτηκε ότι εξοφλεί την απαίτησή μου εκ της .../2013 διαταγής πληρωμής και ουχί της 439/2013 απόφασης του ΔΣ β) τον πέμπτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο παραπονείτο ότι η εκκαλουμένη απόφαση με αντιφατική αιτιολογία κατέληξε σε εσφαλμένη αποδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης, και ειδικότερα β1) ότι έχοντας σκοπό να μην εκδικάσει στην ουσία τον λόγο αυτό της έφεσής του, μετέτρεψε την πρωτόδικη ουσιαστική κρίση περί νομίμου δικαιώματος του επί της επιδίκου αμοιβής του, σε σχολαστική ή ερμηνευτική κρίση και όχι κρίση ουσίας, β2) ότι δεν έδωσε στον εναγόμενο τον απαιτούμενο χρόνο ενταλματοποίησης της αμοιβής του, καθιστώντας τον υπαίτιο πρόκλησης και πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης της ανατροπής του εξώδικου συμβιβασμού, β3) ότι με σκοπό να μην απαντήσει επί της αντιφατικής αιτιολογίας της εκκαλουμένης σχετικά με την αποδοχή της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, εφεύρε, ότι δήθεν εκκαλείται στο σύνολο της η εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή και η επικουρική βάση της αγωγής εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, β4) ότι ο ίδιος δεν ήταν υπαίτιος ανατροπής του εξωδίκου συμβιβασμού έως την 31-12-2013, από νομική αδυναμία, αφού ως ανώτατο όριο ανατροπής του είχε οριστεί η 31-12-2013 και συνεπώς μέχρι τότε η οποιαδήποτε ενέργειά του δεν μπορούσε κατά νόμο να επιφέρει πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης ανατροπής του συμβιβασμού. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο, αμφότεροι οι λόγοι αυτοί της αίτησης αναίρεσης, είναι απαράδεκτοι, καθόσον οι επικαλούμενες αιτιάσεις αποτελούν αρνητικούς ισχυρισμούς και όχι "πράγματα" με τους οποίους πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Εφετείου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης. 3) Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την από τον αρ. 8 α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης που δεν προτάθηκαν, και συγκεκριμένα: α) ότι με την με αρ. πρωτ. 47002/19-11-2012 αίτηση του ζήτησε εξώδικη και συμβιβαστική επίλυση της επίδικης διαφοράς, β) ότι η πρόταση του αυτή έγινε δεκτή με την με αρ. 439/20-11-2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου και ότι εξουσιοδοτήθηκε ο τότε Δήμαρχος Μετεώρων να προχωρήσει στην κατάρτιση της αντίστοιχης ισχυρής σύμβασης και την σύνταξη του σχετικού εγγράφου μαζί του, γ) ότι ο ίδιος ζήτησε με αίτησή του και καταρτίστηκε το από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, σχετικά με τις απαιτήσεις του από την 23/2012 (ένδικη) αγωγή του, με το οποίο αυτός περιόριζε τις απαιτήσεις του στο ποσό των 18.450 ευρώ, ενώ ο αναιρεσίβλητος του κατέβαλε το ποσό των 4.654,58 ευρώ, καθώς και άλλα 274,5 ευρώ, ενώ περαιτέρω συμφωνήθηκε, ότι η εναπομείνασα οφειλή ποσού 13.795,42 ευρώ πρόκειται να του καταβληθεί χωρίς να προσδιοριστεί ο χρόνος καταβολής και ότι ο ίδιος δήλωσε ότι μετά την είσπραξη του ποσού αυτού θα έχει ικανοποιηθεί πλήρως και ακολούθως παραιτείται του δικογράφου αυτής, στη δε περίπτωση που δεν καταβληθεί το ως άνω ποσό τότε αναβιώνει αυτοδικαίως και η αξίωσή του για δικαστική αναζήτηση του ποσού των 123.669,57 ευρώ, δ) ότι ο αναιρεσίβλητος αδικαιολόγητα υπαναχώρησε από την ανωτέρω έγγραφη σύμβαση, ε) ότι ο ίδιος αδικαιολόγητα υπαναχώρησε από την αυτή ως άνω σύμβαση, ζ) ότι ο ίδιος δεν είχε προβεί σε προηγούμενη όχληση ή ειδοποίηση του αναιρεσιβλήτου περί της πεποίθησής του ότι αδικαιολόγητα υπαναχώρησε από τη σύμβαση και έτσι έχουν αναβιώσει οι αρχικές του απαιτήσεις, η) ότι όφειλε να ενημερώσει ή να ενημερωθεί εγγράφως ή να οχλήσει ή να ειδοποιήσει τον αναιρεσίβλητο για την καταβολή ή μη του ποσού που συμφωνήθηκε, και χωρίς αυτές τις ενέργειες κατέθεσε την 28-11-2013 αίτηση στο Ειρηνοδικείο Καλαμπάκας και εκδόθηκε η με αρ. .../2013 διαταγή πληρωμής, θ) ότι χρησιμοποίησε αδικοπρακτικά, αντισυμβατικά και καταχρηστικά την 439/2013 απόφαση του Δ.Σ του αναιρεσιβλήτου, ως τίτλο απόδειξης για μέρος της απαίτησής του και όχι για το σύνολο των απαιτήσεών του και έτσι εισέπραξε το ποσό των 13.795,42 ευρώ , ενώ ο ίδιος είχε συμφωνήσει να του καταβληθούν σε εξόφληση όλων των απαιτήσεών του, ι) ότι αναληθώς εμφάνισε στον αρμόδιο Ειρηνοδίκη, ότι αναζητεί μέρος των απαιτήσεών του, κ) ότι μετά την έστω και με τον τρόπο αυτό είσπραξη της αμοιβής του, αδικοπρακτικά, αντισυμβατικά και καταχρηστικά ενεργώντας δεν παραιτήθηκε συνολικά του δικογράφου της 23/2012 αγωγής του ως όφειλε και κατά την υποχρέωση που είχε αναλάβει, λ) οτι εξοφλήθηκε άμεσα με την έκδοση του από 17-12-2013 χρηματικού εντάλματος του αναιρεσιβλήτου με την καταβολή του ποσού των 13.795,42 ευρώ, μ) ότι ο αναιρεσίβλητος την καταβολή αυτή θεωρούσε ως εξόφληση και ενήργησε κατά τα συμφωνηθέντα, ν) ότι ο ίδιος πρωτοστάτησε ώστε να αποβάλει την ισχύ της η από 21-11-2013 σύμβαση, ξ) ότι ενήργησε αδικοπρακτικά, αντισυμβατικά και καταχρηστικά κάνοντας χρήση της προαναφερθείσης αποφάσεως του Δ.Σ του αναιρεσιβλήτου για την έκδοση της .../2013 διαταγής πληρωμής, ο) ότι η Οικονομική Επιτροπή του αναιρεσιβλήτου με την 331/2013 απόφασή της θεωρούσε ότι ήταν σε ισχύ το από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό και παραιτήθηκε της ανακοπής, θεωρώντας ότι η καταβολή των 13.795,42 ευρώ θα γίνει για το σύνολο των αξιώσεών του εκ της 23/2012 αγωγής του, π) ότι δεν διερεύνησε το λόγο που κατά την πεποίθηση του ο αναιρεσίβλητος καθυστερούσε την έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής για την ολοκλήρωση της από 21-11-2013 συμφωνίας τους, άλλως δεν επεξήγησε το λόγο δυνάμει του οποίου ο ίδιος θεώρησε ως ανύπαρκτη τη σύμβαση μετά την πάροδο μόνο 7 ημερών και δεν ανέμενε μεγαλύτερο διάστημα, ρ) ότι ούτε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επεξήγησε το λόγο που χρησιμοποίησε την προαναφερθείσα απόφαση του Δ.Σ του αναιρεσιβλήτου για την έκδοση της .../2013 διαταγής πληρωμής για ειδικές και μεμονωμένες απαιτήσεις, σ) ότι εκκαλεί την επικουρική βάση της αγωγής του περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και στο σύνολο της την (271/2018) πρωτοβάθμια απόφαση, τ) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την κρίση του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν ήταν αυτός που αρνήθηκε να καταβάλει τα χρήματα, δεν την θεμελίωσε σε ειδικό αποδεικτικό μέσο ή στοιχείο, υ) ότι ουδέποτε ο ίδιος γνωστοποίησε στον αναιρεσίβλητο άμεσα ή έμμεσα την αποβολή της ισχύος της ως άνω σύμβασης και της συνακόλουθης αναβίωσης των αξιώσεών του, φ) ότι δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Εφετείου ειδικά και διερευνήσιμα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ή να συνάγεται ότι ο αναιρεσίβλητος την 28-11-2013 γνώριζε την αποβολή της ισχύος του ως άνω εγγράφου, και χ) ότι ο ίδιος επιχειρεί να καλυφθεί πίσω από το γράμμα της 62/1017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγμα" κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, αλλά υπό την επίφαση της επικαλούμενης πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας, ουσιαστικά δηλαδή αναφέρονται σε επιχειρήματα, συμπεράσματα και κρίσεις του Εφετείου κατά την υπ' αυτού εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο (ΟλΑΠ 7/2013). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 216 παρ.1 γ, 559 αρ.9, 322 παρ.1, 324, 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν με αγωγή που προηγήθηκε έχει καταχθεί σε δίκη μέρος μόνο απαιτήσεως, το οποίο και επιδικάσθηκε, δεδικασμένο (υπό την αρνητική και υπό την θετική λειτουργία) γεννιέται μόνο ως προς το μέρος αυτό, αφού το επιπλέον "δεν είχε προβληθεί", κατά τη διατύπωση του άρθρου 322 παρ.1 ΚΠολΔ, και συνεπώς το δικαστήριο δεν επιλήφθηκε αυτού. Επομένως αν ο δικαιούχος με μεταγενέστερη αγωγή ζητήσει έννομη προστασία για το υπόλοιπο της ιδίας απαιτήσεως, το οποίο δεν είχε επιδιώξει με την αρχική αγωγή του, ασκώντας νέα αγωγή, δεν αποκρούεται από το δεδικασμένο που παρήχθη από την προηγούμενη απόφαση, το οποίο δεν επεκτείνεται και στις ενστάσεις που πλήττουν το ουσία υποστατό του υπολοίπου μέρους της απαιτήσεως, το οποίο δεν κατέστη αντικείμενο της προηγηθείσης δίκης. Αντίθετα, αν με την προηγούμενη αγωγή η απαίτηση είχε ασκηθεί ως αποτελούσα το όλον και η απόφαση, η οποία εκδόθηκε, δεν έκρινε για το μέρος, αλλά για το όλον της απαιτήσεως αυτής, αποκλείεται με νέα αγωγή να επιζητηθεί και άλλο ποσό της ιδίας απαιτήσεως, αφού κρίθηκε ήδη ότι η απαίτηση του δικαιούχου ήταν αυτή που επιδικάσθηκε (ΟλΑΠ 14/2002). Στην περίπτωση αυτή, που νομικό αντικείμενο της προηγούμενης δίκης απετέλεσε το όλον της απαιτήσεως το δεδικασμένο καλύπτει όλες τις ενστάσεις που προτάθηκαν ή μπορούσαν να προταθούν κατά την προηγούμενη δίκη, των οποίων τα παραγωγικά περιστατικά είχαν συντελεσθεί μέχρι του πέρατος της επ' ακροατηρίου συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση. (ΑΠ 2197/2007). Στην προκειμένη περίπτωση από τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, που προεκτέθηκε, από τα παρακάτω μνημονευόμενα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατά την έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), και τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων-ενάγων άσκησε κατά του αναιρεσίβλητου-εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων την από 8-1-2012 με αρ. κατάθ. 23/9-1-2012 αγωγή του, με την οποία, επικαλούμενος ότι προέβη στην εκτέλεση και διεκπεραίωση των αναφερομένων δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών κατ' εντολή του δικαιοπαρόχου του εναγομένου τέως Δήμου Μαλακασίου, ζήτησε να υποχρεωθεί ο αναγόμενος Δήμος να του καταβάλλει, ως δικηγορική του αμοιβή, το συνολικό ποσό των 123.669,57 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Ειδικότερα με την υπό κρίση αγωγή του ο αναιρεσείων, πέραν των λοιπών και ειδικότερα αναφερομένων αιτημάτων υπό αρίθμηση Β έως Σ, περιέλαβε το με αρίθμηση Α αίτημα, με το μερικότερο αίτημα, υπό αρίθμηση Α5, του οποίου, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλλει το ποσό των 61.508,45 ευρώ μαζί με τον αναλογούντα ΦΠΑ, που αντιστοιχούσε στην αμοιβή αυτού για τη σύνταξη, κατάθεση προτάσεων και προσθήκης στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, κατά τη δικάσιμο της 10-4-2009, προς αντίκρουση της έφεσης που άσκησε κατά της με αρ. 280/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων και του Δήμου Μαλακασίου, ο δικηγόρος Βασίλειος Καραμέτος. Δικάσιμος της αγωγής αυτής ορίστηκε η 17-10-2012, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 15-1-2014 και ακολούθως μετ' αναβολή και πάλι η 5-2-2014, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε. Ακολούθως και πριν την εκδίκαση της ως άνω αγωγής, ο αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας την με αρ. εκθ. καταθ. 35/26-8-2014 αγωγή κατά του Δήμου Καλαμπάκας, με την οποία επικαλούμενος, ότι κατ' εντολή των Δήμων Μαλακασίου, Βασιλικής και του Δήμου Καλαμπάκας, διεκπεραίωσε και εκτέλεσε τις αναφερόμενες ειδικότερα δικαστικές και εξώδικες πράξεις και ενέργειες, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος Καλαμπάκας, (καθολικός διάδοχος του οποίου κατέστη στη συνέχεια ο Δήμος Μετεώρων, ήδη διάδικος στην ερευνώμενη αναιρετικώς υπόθεση) να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.992 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Με την αγωγή αυτή, πλην των άλλων, και υπό αρίθμηση Α, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το μερικότερο ποσό των 7.665,88 ευρώ, ως τμήμα της συνολικής απαίτησής του, η οποία υπό τα προεκτεθέντα στην πρώτη προαναφερόμενη αγωγή του αναφέρεται υπό αρίθμηση Α5, από την προαναφερόμενη αιτία, δηλαδή της εκπροσώπησης του εναγομένου ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, επιφυλασσόμενος των δικαιωμάτων του για το υπόλοιπο ποσό. Κατά την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας συζήτηση στη δικάσιμο της 19-6-2015, ο εναγόμενος Δήμος Καλαμπάκας προέβαλλε: α) ένσταση εξοφλήσεως της αγωγικής απαίτησης του ενάγοντος και β) ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος για το λόγο ότι η απαίτησή του είχε εξοφληθεί. Το Ειρηνοδικείο, με την 22/2015 απόφασή του, απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, ως μη νόμιμη. Επί της ασκηθείσης από τον εναγόμενο Δήμο έφεσης, το Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων με την 62/2017 απόφαση του δικάζοντας ως Εφετείο, επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αφού απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη κατ' ουσία, δεχόμενο ειδικότερα, ως προς την προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ, ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη. Στη συνέχεια, κατά τη συζήτηση της πρώτης προαναφερόμενης από 8-1-2012 αγωγής του ενάγοντος- αναιρεσείοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων στη δικάσιμο της 19-9-2018, η οποία επανήλθε προς συζήτηση με κλήση του ενάγοντος, αυτός με δήλωση του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά συζήτησης του δικαστηρίου, περιόρισε το Α5 αίτημά του (ενόψει του ότι εξ αυτού, κατά τα προλεχθέντα, του είχε επιδικαστεί το ποσό των 7.665,88 ευρώ) στο μερικότερο ποσό των 36.724,99 ευρώ πλέον ΦΠΑ ποσού 8.445,74 ευρώ, ο δε εναγόμενος Δήμος Καλαμπάκας, προέβαλλε παραδεκτώς την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση για το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα του ενάγοντος, εκθέτοντας αναλυτικά και ορισμένως τα συγκροτούντα αυτήν πραγματικά περιστατικά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 271/2018 απόφασή του, κατ' αποδοχή της ως άνω ένστασης του εναγομένου ως βάσιμης κατ' ουσία, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσία. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Εφετείου Λάρισας την από 15-1-2019 με αρ. εκθ. κατάθ. 32/20-9-2019 έφεση, παραπονούμενος, με τους σχετικούς λόγους έφεσης για την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης κατ' ουσία, κατά παραδοχή της νομίμως και παραδεκτώς προβληθείσας από τον εναγόμενο ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του για καταβολή της δικηγορικής του αμοιβής, και ειδικότερα, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα δέχθηκε την ένσταση του εναγομένου από το άρθρο 281 ΑΚ (ότι δηλαδή αυτός άσκησε το αγωγικό του δικαίωμα για καταβολή της επίδικης δικηγορικής του αμοιβής, καταχρηστικά), ενώ όφειλε να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, καθόσον, προβληθείσα το πρώτον ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, του οποίου η με αρ. 22/2015 απόφαση επικυρώθηκε τελεσιδίκως από την με αρ. 62/2017 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, καλυπτόταν από το εξ αυτής παραχθέν δεδικασμένο και επομένως απαραδέκτως προβλήθηκε από τον εναγόμενο στη μεταξύ αυτών μεταγενέστερη, επί της ένδικης αγωγής, δίκη, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων) και ακολούθως, εξαφανίζοντας την εκκαλουμένη απόφαση, να κάνει δεκτή την αγωγή του ως βάσιμη κατ' ουσία. Το Εφετείο με την ήδη προσβαλλομένη απόφασή του, ως προς το ζήτημα αυτό, απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης με τις ειδικότερες παραδοχές: "...Με το κατ' εκτίμηση, από το παρόν Δικαστήριο, πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, ομοίως κατ' εκτίμηση της οικείας αιτίασης, ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλούμενη απόφαση ότι παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθμ. 22/2015 οριστική και πλέον αμετάκλητη απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, η οποία είχε απορρίψει την ενώπιον του υποβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος για καταβολή της εκεί επίδικης αμοιβής. Η αιτίαση αυτή όμως είναι μη νόμιμη και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ήτοι ναι μεν και η τότε αλλά και η ήδη κρινόμενη υπόθεση, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, βασίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, αφορούν όμως, οι υποθέσεις αυτές, διαφορετικό δικαίωμα άλλως αντικείμενο δίκης, άλλως αφορούν διαφςρετικές επίδικες αμοιβές. Ήτοι το τότε επίδικο ποσό αμοιβής, που αφορά τις εκεί ενέργειες του εκκαλούντα, είναι καθόλα διαφορετικό με το ήδη ερευνώμενο, που αφορά συγκεκριμένη επίδικη ενέργεια του εκκαλούντα και η οποία δεν είχε τεθεί προς διερεύνηση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου. Αδυνατεί λοιπόν η αμετάκλητη κρίση της υπ' αριθμ. 22/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, για την εκεί διαφορά, να επεκταθεί και να καταλάβει την ήδη επίδικη διαφορά...". Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο την μη ύπαρξη δεδικασμένου από την ανωτέρω με αρ. 22/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την με αρ. 62/2017 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, καλύπτοντος και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος- αναιρεσείοντος (άρθρο 281 ΑΚ), που αφορά το υπόλοιπο ως άνω μέρος της απαίτησής του, που δεν κατέστη νομικό αντικείμενο της προηγηθείσης δίκης, ενώπιον των ως άνω Δικαστηρίων, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 106, 216 παρ. 1 γ, 322 παρ. 1, 324, 331 του ΚΠολΔ, γι' αυτό και οι συναφείς, ενιαίως κρινόμενοι, πέμπτος (Ε) και έκτος (Ζ) λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η δε επί πλέον προβαλλόμενη πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο είχε προβάλλει τον ισχυρισμό περί μη λήψης υπόψη του ως άνω ισχυρισμού του από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι αβάσιμος, καθόσον κατά τα προεκτεθέντα, το Εφετείο έλαβε υπόψη τον λόγο αυτό της έφεσης και τον με αυτόν προβληθέντα ισχυρισμό του ενάγοντος-αναιρεσείοντος και τον απέρριψε, ως αβάσιμο κατ' ουσία.
Ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, επιτρέπει την αναίρεση όταν το Δικαστήριο παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα, που προκύπτουν από παραβάσεις διατάξεων δικονομικού μόνο δικαίου, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις, ως προς το κύρος της διαδικαστικής πράξης, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την εγκυρότητα ή το επιτρεπτό της διαδικαστικής πράξης (Ολ.Α.Π. 963/1985). Αντίθετα, οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Ολ.Α.Π. 2/2001, Α.Π. 558/2008). Δικονομικές ακυρότητες είναι όσες αποτελούν νόμιμες κυρώσεις, που απαγγέλλονται για παράβαση διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων, δηλαδή οι ακυρότητες, κατά την έννοια των άρθρων 159-161 του ΚΠολΔ. Τέλος, ο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας έκρινε αόριστους και, κατά συνέπεια, απαράδεκτους τους λόγους έφεσης, ενώ οι λόγοι ήταν ορισμένοι και παραδεκτοί (Α.Π. 202/2019, ΑΠ 575/2018, Α.Π. 803/2002). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118-120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο εφετήριο και ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον εκκαλούντα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια (Α.Π. 1657/2002). Εξάλλου, εάν με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής, ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι, εξαιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ' άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (Α.Π. 574/2018 Α.Π. 1213/2013, Α.Π. 59/1997, Α.Π. 408/1996, Α.Π. 288/1995, Α.Π. 512/1994, Α.Π. 1183/1995). Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου (Α.Π. 1003/2017). Αν δε στο δικόγραφο της έφεσης δεν υπάρχει έστω και ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος, τότε το δικόγραφο αυτό είναι άκυρο και η έφεση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (Α.Π. 1419//2023, ΑΠ 305/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους με αρίθμηση Η και Θ λόγους της αίτησης, ο αναιρεσείων προβάλλει την από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε αόριστους τους τρίτο και δεύτερο λόγους της έφεσής του, ενώ αυτοί ήταν ορισμένοι. Συγκεκριμένα ο αναιρεσείων με την έφεσή του, η οποία επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, για τον έλεγχο της βασιμότητας των λόγων αυτών της αναίρεσης, παραπονούμενος κατά της εκκαλουμένης απόφασης ότι με εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσία την ένδικη αγωγή του, κατ' αποδοχή της υπό του εναγομένου προβληθείσας ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του για καταβολή της δικηγορικής του αμοιβής, προέβαλε ειδικότερα: 1) με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συγκεκριμένα τα αναφερόμενα 18 συνολικά έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέστηκε, από τα οποία αποδεικνυόταν η νομότυπη άσκηση του δικαιώματος του προς επιδίωξη και είσπραξη της αμοιβής του και τα οποία δεν έλαβε υπόψη του και εκτίμησε εσφαλμένα το περιεχόμενο τους, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην εσφαλμένη κρίση του ότι καταχρηστικώς άσκησε το δικαίωμα-αξίωση της επίδικης αμοιβής του, και 2) με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και δέχθηκε ότι η από μέρους του επιδειχθείσα συμπεριφορά συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, αν και ο εφεσίβλητος (ήδη αναιρεσίβλητος) Δήμος α) αρνήθηκε να του καταβάλει τις 13.795,42 ευρώ, στις οποίες συμβιβαστικά αυτοί είχαν καταλήξει, για την επίδικη δικηγορική του αμοιβή, β) δια του νομίμου εκπροσώπου του ο Δήμος του διεμήνυσε ότι η από μέρους του άρνηση καταβολής οφείλεται στο ότι ο εξώδικος συμβιβασμός δεν θα εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές, και γ) ότι ο ίδιος (ενάγων-αναιρεσείων) άντλησε το δικαίωμά του να αναζητήσει τις αρχικές του αξιώσεις από το από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, μετά την, τυχόν, ανατροπή της εκεί περιληφθείσας σύμβασης. Το Εφετείο τους λόγους αυτούς της έφεσης απέρριψε, ως ακολούθως: Α) για μεν τον τρίτο λόγο της έφεσης, με τις παραδοχές "Με τον τρίτο λόγο έφεσης, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, ο εκκαλών διατείνεται ότι πλημμελώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε το περιεχόμενο από τα εκεί (ήτοι στον λόγο έφεσης) αναφερόμενα συνολικά 18 έγγραφα, ενώ αν προέβαινε σε ορθή εκτίμηση αυτών θα είχε απορρίψει την ένσταση του εφεσίβλητου, περί(από μέρους του καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, εγείροντας την κρινόμενη αγωγή. Και ο λόγος αυτός όμως εκτιμάται ως προεχόντως αόριστος και συνεπώς απορριπτέος, καθόσον δεν επισημαίνει ο εκκαλών ειδικές εγγραφές ή αναφορές στα έγγραφα αυτά από τα οποία να προκύπτει ή έστω να συνάγεται ότι πράγματι η από 21-11-2013 σύμβαση ανατράπηκε και μάλιστα με υπαιτιότητα του εφεσίβλητου, ότι δυνάμει της ανατροπής αυτής αναβίωσαν οι αξιώσεις του εκκαλούντα, όπως αυτές περιέχονται στην υπ' αριθμ. 23/2012 (αγωγή) και ότι στη συνέχεια αυτός απέκτησε το δικαίωμα της (επανα)αναζήτησής τους. Επίσης δεν επικαλείται ο εκκαλών νόμιμο λόγο, δυνάμει του οποίου αυτός επέλεξε μερικές από τις ένδικες απαιτήσεις του, τις οποίες του επιδίκασε η υπ' αριθμ. .../2013 διαταγή πληρωμής, κάνοντας χρήση μάλιστα της υπ' αριθμ, 439/2013 απόφασης του ΔΣ του εφεσίβλητου, ενώ παραιτήθηκε από άλλες, τις οποίες όμως στη συνέχεια αναζήτησε με την έγερση άλλης αγωγής". Β) για δε το δεύτερο λόγο της έφεσης, με τις παραδοχές: "Με το κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως, ο εκκαλών, αποκρούοντας την από μέρους του πρωτοδίκως διαγνωσθείσα συμπεριφορά ως καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, διατείνεται ότι ο εφεσίβλητος Δήμος αρνήθηκε να του καταβάλλει τις 13.795,42€, στις οποίες συμβιβαστικά αυτοί είχαν καταλήξει. Η αιτίαση αυτή όμως ελέγχεται ως προεχόντως αόριστη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, καθόσον δεν επικαλείται ο εκκαλών, τον έμψυχο παράγοντα του εφεσίβλητου, που φέρεται να προέβη στην αρνητική αυτή ρηματικής φύσεως δήλωση, την τυχόν αρμοδιότητά του να προβεί στην φερόμενη αυτή ρηματική δήλωση, την πιθανή βαρύτητα της δήλωσης αυτής, τον χρόνο, το τρόπο και τις συνθήκες που φέρεται να έλαβε χώρα η εξωτερίκευση αυτής της δήλωσης, αλλά και την τυχόν δική του (του εκκαλούντα) αντίδραση έναντι της δήλωσης αυτής, πέραν βέβαια της εκδόσεως της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής (με την χρήση της υπ' αριθμ. 439/2013 απόφασης του ΔΣ του εφεσίβλητου, που εκδόθηκε για όλο το οφειλόμενο ποσό και την οποία μονομερώς αυτός διασκεύασε σε μερικώς οφειλόμενο ποσό). Με το κατ' εκτίμηση δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως ο εκκαλών, μεμφόμενος την πρωτόδικη απόφαση, διατείνεται ότι ο αμέσως ως άνω (ανώνυμος) συνομιλητής του, του διεμήνυσε ότι η από μέρους του άρνηση καταβολής οφείλεται στο ότι ο εξώδικος συμβιβασμός δεν θα εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές. Και η αιτίαση αυτή ελέγχεται ως αόριστη καθόσον, πέραν της υπ' αριθμ. 250/2013 απόφασης της οικονομικής επιτροπής του εφεσίβλητου που προώθησε τον ως άνω συμβιβασμό με την επακολουθήσασα υπ' αριθμ. 439/2013 ως άνω απόφαση του ΔΣ, δεν επικαλείται ο εκκαλών αφενός μεν ποιες και πόσες είναι οι λοιπές αρμόδιες εγκριτικές αρχές, τον θεμελιωτικό λόγο της τυχόν μελλοντικής άρνησής τους, τον λόγο που αυτός πείσθηκε σε ρηματικής φύσεως αναφορές, την τυχόν περαιτέρω διερεύνηση των αναφορών αυτών, αλλά εν κατακλείδι τον λόγο που αυτός χρησιμοποίησε την υπ' αριθμ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του εφεσίβλητου για αναζήτηση, κατά τους ισχυρισμούς του, μέρους των απαιτήσεών του και όχι του συνόλου αυτών, κατά το γράμμα της απόφασης αυτής αλλά και της από 21-11-2013 έγγραφης σύμβασης. Ειρήσθω εν παρόδω ότι μετά την κατά νόμον επίδοση της υπ' αριθμ. .../2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας στον εφεσίβλητο, συνεδρίασε η οικονομική επιτροπή αυτού, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 331/2013 θετική απόφαση περί πληρωμής και η οποία αμέσως μετά εκτελέστηκε με την έκδοση χρηματικού εντάλματος πληρωμής, χωρίς την μεσολάβηση άλλων αρχών ή υπηρεσιών, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα. Με το κατ' εκτίμηση τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου εφέσεως ο εκκαλών, εκτοξεύοντας αντίστοιχη μομφή κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, διατείνεται ότι από το από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό αντλήθηκε το δικαίωμά του να αναζητήσει τις αρχικές του αξιώσεις μετά την, τυχόν, ανατροπή της εκεί περιληφθείσας σύμβασης. Και η αιτίαση αυτή όμως ελέγχεται ως αόριστη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, καθόσον ναι μεν στο έγγραφο αυτό ο εκκαλών θεμελιώνει το επίδικο δικαίωμα, πλην όμως δεν επικαλείται, ο εκκαλών, το χρονικό σημείο κατά το οποίο φέρεται να ανατράπηκε η σύμβαση αυτή ή αν ίσχυσε ποτέ αυτή, προτείνοντας πάντα ως πρόκριμα την ως άνω υπ' αριθμ. 62/2017 (ατελή) οριστική απόφαση.". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, σχετικά με τους ως άνω λόγους έφεσης, με τους οποίους ο ενάγων-αναιρεσείων παραπονείτο εν συνόλω κατά της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας απόφασης για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης κατ' ουσία, κατ' αποδοχή της υπό του εναγομένου προβληθείσας ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ οι οποίοι και κατ' αυτό (Εφετείο) ήταν ορισμένοι, έκρινε ως αόριστες τις με αυτούς ειδικότερες αιτιάσεις, που συνιστούν υπό το ως άνω εκτεθέν περιεχόμενο, αρνητικούς ισχυρισμούς των θεμελιωτικών της ως άνω από το άρθρο 281 του ΑΚ ενστάσεως του εναγομένου πραγματικών περιστατικών, όπως άλλωστε και ο ίδιος εκθέτει στο δικόγραφο της αναίρεσης υπό τον με αρίθμηση Θ λόγο αναίρεσης, ότι δηλαδή οι εκτιθέμενες αιτιάσεις ήταν απλώς εξιστόρηση γεγονότων προς ενίσχυση του λόγου έφεσης και όχι ανεξάρτητος λόγος έφεσης ή αυτοτελής ισχυρισμός ή αιτίαση. Επομένως, τα όσα αντιθέτως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, οι δε, με αρίθμηση Η λόγος αναίρεσης, από τους αρ. 14, 8, 9, αληθώς όμως μόνο από τον αρ, 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και με αρίθμηση Θ λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περιπτ. γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι, από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ. Α.Π. 8/2016, Ολ. Α.Π. 42/2002). Για να ιδρυθεί δηλαδή ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι μάρτυρες και τα έγγραφα), να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (Ολ. Α.Π. 2/2008, Α.Π. 322/2011, Α.Π. 371/2009). Ειδικότερα, πρέπει το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (έγγραφο) να αφορά, ως εκ του περιεχομένου του, ισχυρισμό που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, κατά συνέπεια, μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, αφού μόνο ένα τέτοιο ουσιώδες γεγονός μπορεί, κατά την έννοια του άρθρου 335 του ΚΠολΔ, να καταστεί αντικείμενο απόδειξης (Ολ. Α.Π. 42/2002, Α.Π. 237/2019, Α.Π. 1588/2011, Α.Π. 1652/2009, Α.Π. 331/2004). Περαιτέρω, από την ως άνω διάταξη του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 106 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει το συζητητικό σύστημα στην πολιτική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, προκύπτει ότι ο σχετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα έγγραφα, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών, που είχαν προταθεί νομίμως και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ανεξαρτήτως εάν αυτά τα είχε προσκομίσει ο ίδιος ή ο αντίδικος του (Α.Π. 759/2018, Α.Π. 161/2017, Α.Π. 1967/2009, Α.Π. 1212/2009, Α.Π. 774/1996, Α.Π. 710/1991). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ. Α.Π. 14/2005, ΑΠ 14/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υπό στοιχείο Ι λόγο αναίρεσης, όπως το όλο περιεχόμενο του προσηκόντως εκτιμάται, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, Α) δεν έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα έγγραφα: 1) αντίγραφο του από 17-12-2013 χρηματικού εντάλματος του αναιρεσιβλήτου αξίας 13.795,42 ευρώ, 2) αντίγραφο του από 18-12-2013 χρηματικού εντάλματος του αναιρεσιβλήτου αξίας 718 ευρώ που ακυρώθηκαν 3) αντίγραφο του με αρ. 110β/8-2-2014 χρηματικού εντάλματος του αναιρεσιβλήτου αξίας 13.795,42 ευρώ, 4) αντίγραφο του με αρ. 111 β/8-2-2014 χρηματικού εντάλματος του αναιρεσιβλήτου αξίας 718 ευρώ, 5) επικυρωμένο αντίγραφο-απόσπασμα της σελίδας 1 της υπό κρίση αγωγής με την ιδιόχειρη πράξη αναβολής του ΜΠΤρικάλων, 6) την με αρ. 2274ΣΤ/17-12-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Τρικάλων Γ. Τ., έγγραφα δηλαδή που είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεδομένου ότι με βάση αυτά θα αποδεικνυόταν ότι η εκ μέρους του συμπεριφοράς προς είσπραξη της δικηγορικής του αμοιβής, δεν συνιστά καταχρηστική την άσκηση του ασκουμένου με την ένδικη αγωγή του δικαιώματος, Β) έλαβε υπόψη του την από 28-11-2013 αίτησή του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, με βάση την οποία εκδόθηκε από το δικαστή αυτό η με αρ. .../2013 διαταγή πληρωμής, χωρίς η αίτηση αυτή να έχει προσκομιστεί με επίκληση από τους διαδίκους. Όμως, από την ρητή διαβεβαίωση, που περιέχεται στην σελίδα 3 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι: "Από την (επαν)εκτίμηση των εγγράφων που παραδεκτά προσκομίζουν οι διάδικοι (δεν είχαν προσκομιστεί ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, ούτε βέβαια και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομίζονται), τα οποία χρησιμεύουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων..", σε συνδυασμό με το, χωρίς αντιφάσεις και ανεπάρκειες, αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης, καθίσταται αναμφίβολο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στην περί των πραγμάτων κρίση του, κατέληξε αφού έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων και τα παραπάνω στο πρώτο σκέλος του λόγου αυτού αναίρεσης αναφερόμενα έγγραφα. Επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος αυτός της αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί. Επισημαίνεται ότι, με τις λοιπές διαλαμβανόμενες στον ως άνω αναιρετικό λόγο περαιτέρω αιτιάσεις, με βάση το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων, πλήττεται απαραδέκτως, υπό την επίφαση συνδρομής της ίδιας αναιρετικής πλημμέλειας, η επί της ουσίας ακυρωτικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και, επομένως, κατά το μέρος αυτό είναι απαράδεκτες (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του είναι αβάσιμος, καθότι, όπως προκύπτει από τις εκτιθέμενες ως άνω παραδοχές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αναφερόμενες ειδικότερα στις σελίδες 5 και 6 της προσβαλλομένης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το έγγραφο της από 28-11-2013 αίτησης του ενάγοντος-αναιρεσείοντος προς τον Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, αυτοτελώς, δηλαδή, ως προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους διαδίκους, αλλά ως αναφερόμενο και περιεχόμενο της με αρ. .../2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας και το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, για το σχηματισμό του δικανικού του συλλογισμού, ως προς την υπό του αναιρεσείοντος επιδειχθείσα καταχρηστική συμπεριφορά.
Με τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα, εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, του αναιρετικού ελέγχου (Α.Π. 828/2010). Παραμόρφωση εγγράφου κατά την έννοια του παραπάνω αναιρετικού λόγου συνιστά και η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (Α.Π. 922/2018, Α.Π. 1195/2018, Α.Π. 1276/2017, Α.Π. 1219/2014, Α.Π. 355/2012, Α.Π. 1440/2002). Για να θεμελιωθεί όμως ο λόγος αυτός, δεν αρκεί μόνο η εσφαλμένη ανάγνωσή του εγγράφου, αλλά απαιτείται, επιπλέον, το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα επί του ουσιώδους ισχυρισμού, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά έγγραφα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 696/2019). Κατά την έννοια της άνω διατάξεως, ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται τα, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ, προβλεπόμενα αποδεικτικά έγγραφα. Τα διαδικαστικά δικόγραφα της ίδιας δίκης, δεν αποτελούν έγγραφα (πρβλ. Α.Π. 77/2011). Για να είναι δε ορισμένος και συνεπώς παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει να αναγράφονται στο αναιρετήριο: α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου (κατά λέξη παρατιθέμενο), γ) το διαφορετικό περιεχόμενο που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι έχει το έγγραφο αυτό, ούτως, ώστε, από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται να δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, να υπάρχει η δυνατότητα κρίσης από τον Άρειο Πάγο περί της ύπαρξης διαγνωστικού σφάλματος, κατά την ανάγνωση του εγγράφου, δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο (Α.Π. 194/2005), ε) η επιρροή που είχε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και στ) να εκτίθεται (ή να προκύπτει) ότι πρόκειται για έγγραφο από εκείνα που προβλέπονται στα άρθρα 339 ή 432 του ΚΠολΔ (Α.Π. 1573/2006) και, επιπλέον, ότι του εγγράφου αυτού έγινε νόμιμη επίκληση στο δικαστήριο της ουσίας, όπου αυτό προσκομίσθηκε (Α.Π. 1311/2018, Α.Π. 1875/2006). Ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να προσκομίσει το έγγραφο, που φέρεται πως έχει παραμορφωθεί, για να εκτιμηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το περιεχόμενο του, για τη διαπίστωση της βασιμότητας του από το άρθρο 559 αριθμός 20 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως αναπόδεικτος (Α.Π. 533/2009, Α.Π. 437/2005). Τέλος, οι αντιφατικοί, μεταξύ αλλήλων λόγοι αναιρέσεως, που ασκούνται σωρευτικά, απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, γιατί αντιφάσκουν λογικά μεταξύ τους και αποκλείονται αμοιβαίως. Στην περίπτωση αυτή, υπάγονται οι λόγοι αναιρέσεως, όταν με τον ένα πλήττεται η απόφαση, διότι δεν έλαβε υπόψη έγγραφο και με τον άλλο ότι το παραμόρφωσε, αφού ο τελευταίος προϋποθέτει λογικά ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το έγγραφο που φέρεται ότι παραμόρφωσε, δηλαδή λόγοι από το άρθρο 559 αριθμός 11 και 20 του ΚΠολΔ, αντίστοιχα (Α.Π. 816/2022, ΑΠ 1294/2018, Α.Π. 757/2015, Α.Π. 1270/2013, Α.Π. 537/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον με αρίθμηση Κ από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο, 1) του από 21-11-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού περί εξώδικου συμβιβασμού και 2) της με αρ. 331/2013 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του αναρεσιβλήτου Δήμου, 3) του από 17-12-2013 ακυρωμένου χρηματικού εντάλματος του αναιρεσιβλήτου αξίας 13.795,42 ευρώ και 4)της με αρ. πρωτ. 47002/19-11-2012 έγγραφης αίτησης του ιδίου προς τον αναιρεσίβλητο, τα οποία κατά λέξη παραθέτει και νόμιμα είχε προσκομίσει και επικαλεστεί με τις ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις του, με συνέπεια, α) ενώ, το μεν πρώτο έγγραφο είναι ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικου συμβιβασμού από δικηγορικές αμοιβές, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτό είναι ένα απλό ιδιωτικό συμφωνητικό "συρρίκνωσης" των χρηματικών του απαιτήσεων, ότι αυθημερόν (21-11-2013) του καταβλήθηκε το ποσό των 4.654,58 ευρώ (ως εξόφληση άλλης κύριας οφειλής) και το ποσό των 274,50 ευρώ (ως επιταχθέντα δικαστικά έξοδα), αν και από το ίδιο έγγραφο προκύπτει ότι η καταβολή αυτών έγινε σε εφαρμογή της με αρ. 54/2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας και ότι ο ίδιος δήλωσε ότι θεωρεί ότι θα έχει ικανοποιηθεί ολοσχερώς αναφορικά με το αίτημα της ένδικης αγωγής του και από της εισπράξεως και μετέπειτα παραιτείται του δικογράφου αυτής, ενώ ο ίδιος δήλωσε ότι με την υπογραφή του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού παραιτείται του δικογράφου της αρ. καταθ. 23/2012 αγωγής και κάθε άλλης απαίτησης ή αξίωσης απορρέουσας από την αγωγή αυτή και επιπρόσθετα δήλωσε ότι έχει ικανοποιηθεί πλήρως για το σύνολο των δικαστικών και εξωδικαστικών ενεργειών του που αναφέρονται στην αγωγή του, δηλαδή η δήλωση αυτή ήταν μια άμεση δήλωση παραίτησης και όχι μελλοντική παραίτηση και υπό τον όρο της διαλυτικής αίρεσης ανατροπής του εξώδικου συμβιβασμού, β) να αναγνώσει εσφαλμένα, το δεύτερο έγγραφο, καθόσον, ενώ δέχθηκε ότι η Οικονομική Επιτροπή θεώρησε ισχυρή την με αρ. 439/2013 απόφαση του ΔΣ του αναιρεσιβλήτου, την οποία και θεώρησε κατηρτισμένη σύμβαση και την δυνάμει αυτής επακολουθήσασα από 21-11-2013 έγγραφη σύμβαση, ακολούθως δέχθηκε ότι η διαταγή πληρωμής (για το ποσό των 13.795,42 ευρώ) εκδόθηκε για το σύνολο της απαίτησης του όπως αυτή είχε περιοριστεί και στα πλαίσια αυτά παραιτήθηκε του δικαιώματος της άσκησης ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, ότι η Οικονομική Επιτροπή και ο εφεσίβλητος Δήμος ήταν πεπεισμένοι ότι με την καταβολή αυτή, υλοποιείται η από 21-11-2013 σύμβαση, ότι η Οικονομική Επιτροπή, εκδίδοντας την ως άνω απόφαση θεώρησε ότι πράγματι με την καταβολή αυτή αποσβήνονται όλες οι απαιτήσεις του ιδίου και ότι ο αναιρεσίβλητος Δήμος καταβάλλοντος τις 13.795,42 ευρώ κατά τις επιταγές της με αρ. .../2013 διαταγής πληρωμής, δεν γνώριζε ότι εξοφλούσε μόνο μέρος των απαιτήσεων αυτού, γ) να αναγνώσει εσφαλμένα το τρίτο έγγραφο καθόσον εσφαλμένα δέχθηκε ότι με βάση το ως άνω χρηματικό ένταλμα εισέπραξε τις 13.795,42 ευρώ, αν και δεν είχε γίνει η καταβολή του ποσού αυτού, αφού το χρηματικό αυτό ένταλμα είχε ακυρωθεί και δ) να αναγνώσει εσφαλμένα το τέταρτο έγγραφο, καθόσον εσφαλμένα δέχθηκε ότι με το έγγραφο αυτό υπέβαλλε πρόταση για την κατάρτιση σύμβασης κατά το άρθρο 185 ΑΚ, με την οποία ζήτησε να του καταβάλει ο αναιρεσίβλητος συνολικά το ποσό των 13.795,42 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ, σε εξόφληση της ένδικης συνολικής απαίτησής του, παραιρούμενος από κάθε άλλη τυχόν επιμέρους αξίωση απορρέουσα από την ένδικη αγωγή του, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι καταχρηστικά άσκησε την ένδικη αγωγή του για την είσπραξη της δικηγορικής του αμοιβής. Με το παραπάνω περιεχόμενο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι, ως προς το ανωτέρω ζήτημα, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων-ενάγων καταχρηστικώς επεδίωξε την είσπραξη της επίδικης αμοιβής του, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του περί των αποδεικτέων γεγονότων αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο στα ως άνω αναφερόμενα έγγραφα, αλλά συνεκτίμησε αυτά με τα λοιπά μνημονευόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά στοιχεία και κατέληξε σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο το οποίο θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων. Επί πλέον με τις ως άνω ειδικότερες αιτιάσεις, υπό την επίκληση της παραβίασης του αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με το σκέλος του αυτού λόγου της αναίρεσης, με αρίθμηση III, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ανέγνωσε τα με αρ. 110/8- 2-2014 και 111/8/2/2014 χρηματικά εντάλματα του αναιρεσιβλήτου Δήμου, από τα οποία προκύπτει ότι η καταβολή του ποσού των 13.745,42 ευρώ και του ποσού των 718 ευρώ, έγινε την 29-4-2014 σε εξόφληση της .../2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, δεχόμενο ότι ο αναιρεσίβλητος θεωρούσε ότι με την καταβολή των 13.745,92 ευρώ εξοφλούσε τις υποχρεώσεις του που απέρρεαν από την από 21-11-2013 σύμβαση εξ οποιασδήποτε νομικής αιτία και αν προήρχοντο. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, κατά το σκέλος αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι αντιφάσκει με τον, από τον αριθμό 11 εδαφ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, ο οποίος κατά τα ανωτέρω κρίθηκε απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον' υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, να προκαλείται δηλαδή έντονη η εντύπωση αδικίας, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 439/2013). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 321/02). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Εξ άλλου η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελάχιστης αμοιβής τους για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ΑΠ 229/2006). Ειδικότερα (α) κατ' άρθρο 91 παρ. 1 του ως άνω Κώδικος ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ' άρθρο 92 παρ. 1 του ίδιου Κώδικος (όπως ισχύει μετά την προσθήκη του εδ. β αυτής με το άρθ. 5 παρ. 3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 ν. 1093/1980), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη την διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος της είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσεως εργασίες, σε καμία περίπτωση όμως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω Κώδικα, κάθε δε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ως άνω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από τον χρόνο συνάψεώς της. εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του εν λόγω κώδικα, ορίζεται ότι σε περίπτωση έλλειψης ειδικής συμφωνίας, το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του δικηγόρου ορίζεται κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων, αυξανόμενο κατά την κρίση του δικαστηρίου, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ιδιαζουσών περιστάσεων και των εν γένει δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζόμενου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου για την λήψη αμοιβής κατώτερης των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του Ν.Δ. 3026/1954, ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και την μορφή υπό την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του άρθρου 456 του ΑΚ, παραίτηση κατ' άρθρο 156 του ΑΚ, άλλη συμφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρα 174,180 του ΑΚ). Ο δικηγόρος, παρά την συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαιτήσεώς του προς καταβολή της εν λόγω απαιτήσεώς του, ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Όμως, η αφορμή ή οι συνθήκες, με τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή, το περιεχόμενο της εγγράφου παραιτήσεώς του κ.λ.π. μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντιθέσεως της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραιτήσεώς η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αμοιβής καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 34/2005, ΟλΑΠ 33/2005, ΑΠ 758/2019, ΑΠ 574/2018, ΑΠ 1512/2010, ΑΠ 976/2011, ΑΠ 853/2010, ΑΠ 1038/2005). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και ιδρύεται ο άνω λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 24/2015). Έτσι, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το περιεχόμενο αυτής, όσο και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης, πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ' επιλογήν του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΑΠ 109/2020, ΑΠ 78/2020, ΑΠ 1373/2019). Εξάλλου, η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ' αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου, δεν.αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 1373/2019, ΑΠ 1056/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της "ανεπαρκής αιτιολογία" ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Έτσι, η αντιφατικότητα, πρέπει να εντοπίζεται μόνο μεταξύ των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι μεταξύ αυτών και του περιεχομένου άλλων, διαδικαστικών ή όχι εγγράφων (ΑΠ 156/2017) ή μεταξύ των νομικών συλλογισμών της απόφασης (ΑΠ 674/2020, ΑΠ 1376/2011). Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος, πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 589/2005). Ακολούθως, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 78/2020). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές, απέρριψε στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ' ουσία, την έφεση του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, κατά της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή του περί καταβολής της δικηγορικής του αμοιβής, κατ' αποδοχή της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του (άρθρο 281 ΑΚ) που είχε προβάλει ο εναγόμενος-αναιρεσίβλητος. Με τον υπό αρίθμηση Λ λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με τις αιτιάσεις: Α) ότι υφίσταται παντελώς έλλειψη μείζονος πρότασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η σύνταξη εμπεριστατωμένου αναιρετηρίου καθώς και ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος στο σύνολο της προσβαλλομένης απόφασης, Β) ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 185, 187, 189, 190, 191 και 192 ΑΚ, τις οποίες παραβίασε και εκ πλαγίου, καθόσον δεν περιέλαβε καθόλου αιτιολογίες, δεχόμενη, ότι α) (μεταξύ των διαδίκων) καταρτίστηκε σύμβαση καταβολής από τον αναιρεσίβλητο ως δικηγορική αμοιβή συνολικά 13.795,42 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, σε εξόφληση της ένδικης συνολικής απαίτησής του, παραιτούμενος συγχρόνως σε περίπτωση ευδοκίμησης του αιτήματος του και είσπραξης του ποσού αυτού, από την αναζήτηση τόκων, αλλά και κάθε άλλης τυχόν επιμέρους αξίωσης απορρέουσας από την με αρ. κατάθεσης 23/2012 αγωγή του, β) οι συνολικές χρηματικές απαιτήσεις του κατά του αναιρεσιβλήτου είχαν συρρικνωθεί στις 18.450 ευρώ, και αυθημερόν του καταβλήθηκαν 4.654,58 ευρώ και άλλα 274,5 ευρώ απορρέοντα από την με αρ. 54/2013 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, γ) η εναπομείνασα οφειλή ύψους 13.795,42 ευρώ πρόκειται να του καταβληθεί, χωρίς να προσδιορίζεται στο έγγραφο αυτό το χρονικό σημείο καταβολής, δ) ο ίδιος, μετά την καταβολή του ανωτέρω ποσού με το ίδιο έγγραφο δήλωσε ότι θεωρεί ότι (θα) έχει ικανοποιηθεί ολοσχερώς αναφορικά με το αίτημα της αγωγής του καθώς και ότι (από της εισπράξεως και μετέπειτα) παραιτείται του δικογράφου αυτής και ε) στην περίπτωση που ο Δήμος δεν καταβάλει το συμφωνηθέν ως άνω ποσό, τότε αυτοδικαίως αναβιώνει η αξίωσή του για δικαστική αναζήτηση και καταβολή όλου του ποσού των 123.669,57 ευρώ, ενώ όφειλε να δεχθεί ότι η με αρ. πρωτ. 47002/19-11-2012 αίτησή του για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και η καθυστερημένη αποδοχή αυτής με την 439/20-11-2013 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αναιρεσιβλήτου, δεν μπορούσε κατά νόμο να επιφέρει την κατάρτιση της σύμβασης, πολύ δε περισσότερο που δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 41 ΝΔ 496/1974, ΥΑ Οικ. 2054839/452/0026/3/9-7-1992, όπως τροποποιήθηκε, 158, 159, 180 ΑΚ, Γ) ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 202, 207, παρ.2, 361, 871 ΑΚ, τις οποίες παραβίασε και εκ πλαγίου, καθόσον δεν περιέλαβε καθόλου αιτιολογίες, δεχόμενη, ότι ο ίδιος είναι αποκλειστικά υπαίτιος της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης του εξώδικου συμβιβασμού, ενώ όφειλε να δεχθεί ότι ουδεμία υπαιτιότητα τον βαρύνει ως προς την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης του από 21-11-2013 συμφωνητικού και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, Δ) ότι παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 281 παρ. 1,2 ν. 3463/2006, 91 παρ. 1, 92 παρ.1, 98, 99, 100 παρ. 1, 107 παρ. 1, 110 παρ. 1,2 ν.δ. 3026/1954 και της ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/7-12-2007, 713, 361, 871, 202, 180 ΑΚ, αλλά και εκ πλαγίου με το να μη διαλάβει καθόλου αιτιολογίες, με το να μην κηρύξει άκυρη την σύμβαση περί παραίτησής του από τις ελάχιστες δικηγορικές του αμοιβές, Ε) ότι παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων α) 160, 211, 216, 217, 229, 230, 231 ΑΚ, 93 παρ. 1 και 103 παρ. 2 εδαφ. η ν. 3463/2006, β) 287, 288, 361, 383, 340, 361, 386, 871, 180, 281 ΑΚ και γ) του άρθρου 229 ΑΚ, τις οποίες παραβίασε και εκ πλαγίου, καθόσον δεν περιέλαβε καθόλου αιτιολογίες, δεχόμενη ότι η από 21-11-2013 σύμβαση που συνομολόγησε ο τότε Δήμαρχος του αναιρεσιβλήτου ήταν ανίσχυρη και άκυρη, δοθέντος ότι ο δήμαρχος ενήργησε καθ' υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας και συνεπώς δεν δέσμευε τον αναιρεσίβλητο, ο ίδιος γνώριζε την έλλειψη πληρεξουσιότητας του Δημάρχου και δεν έταξε προθεσμία έγκρισης αυτής. ΣΤ) ότι, υπό τις εκτιθέμενες παραδοχές, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία παραβίασε και εκ πλαγίου, στερούμενη νόμιμης βάσης καθόσον δεν αιτιολογείται καθόλου ότι η προηγηθείσα συμπεριφορά του και η δημιουργηθείσα κατάσταση για τον αναιρεσίβλητο είναι αντίθετες με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ούτε αιτιολογείται αν η προηγηθείσα συμπεριφορά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη δημιουργηθείσα κατάσταση και την σχηματισθείσα πεποίθηση του αναιρεσιβλήτου ότι δεν θα ασκήσει το αγωγικό του δικαίωμα, ούτε αιτιολόγησε τις επαχθείς συνέπειες για τον αναιρεσίβλητο, που να βρίσκονται σε αιτιώδη σχέση με την προηγηθείσα συμπεριφορά του, ώστε να στοιχειοθετηθεί αντίθεση στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν συνέτρεχαν ή μη οι όροι εφαρμογής της ως άνω διάταξης.
Ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα του προαναφερόμενου λόγου της αίτησης αναίρεσης, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: 1) Το Εφετείο, με βάση τα προαναφερθείσες παραδοχές, έκρινε ότι η ένδικη αξίωση του αναιρεσείοντος ως προς τη καταβολή της δικηγορικής του αμοιβής υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και ως εκ τούτου ασκείται καταχρηστικά, και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, ως αβάσιμη κατ' ουσία, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, ως καταχρηστική, κατά παραδοχή ως βάσιμης της σχετικής ένστασης του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διέλαβε δε στην προσβαλλομένη απόφαση πλήρεις και σαφείς, χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή του ως άνω άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, τα αναιρετικώς ανέλεγκτα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αποδείχθηκαν και ιδιαίτερα το ότι ο αναιρεσείων δικηγόρος, με δική του πρωτοβουλία, με την υποβολή της σχετικής αίτησης προς τον αναιρεσίβλητο, ζήτησε την κατάρτιση μεταξύ τους εξώδικου συμβιβασμού, αμέσως μετά την αναβολή της συζήτησης της αγωγής του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 17-10-2012, ότι αποδέχθηκε για την εξόφληση των αγωγικών του αξιώσεων να του καταβληθεί το ποσό των 18.450 ευρώ, αντί του αιτουμένου ποσού των 123.669,57 ευρώ, ότι στο καταρτισθέν από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό δήλωσε ότι θα παραιτηθεί από το σύνολο των αγωγικών του αξιώσεων, ενώ τελικά παραιτήθηκε από μέρος μόνο αυτών, ότι μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του αναιρεσιβλήτου και της σχετικής απόφασης του ΔΣ αυτού και μόλις με την πάροδο επτά ημερών από την κατάρτιση του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, εκτιμώντας ο ίδιος ότι ο αναιρεσίβλητος δεν θα προβεί στις απαραίτητες ενέργειες καταβολής του υπ' αυτού αιτηθέντος ποσού και χωρίς ειδοποίηση και ενημέρωση των αρμοδίων οργάνων του αναιρεσιβλήτου, χρησιμοποιώντας την 439/2012 απόφαση του ΔΣ αυτού, ζήτησε και εκδόθηκε από τον Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας η με αρ. .../2013 διαταγή πληρωμής για μέρος των αγωγικών του αξιώσεων, ενώ γνώριζε ότι η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί για το σύνολο των αγωγικών του αξιώσεων, και στη συνέχεια επέδωσε τη διαταγή αυτή στον αναιρεσίβλητο, τα αρμόδια όργανα του οποίου έκριναν ασύμφορη την άσκηση ανακοπής κατ' αυτής και παραιτήθηκαν από το δικαίωμα άσκησης ανακοπής κατ' αυτής, πεπεισμένα ότι με την καταβολή του επιτασσομένου με τη διαταγή πληρωμής χρηματικού ποσού των 13.795,42 ευρώ στον αναιρεσείοντα υλοποιείται η από 21-11-2013 σύμβαση και συνεπώς ο αναιρεσείων δεν θα αναζητήσει εκ νέου τις αγωγικές του αξιώσεις, ότι ο αναιρεσίων εισέπραξε το παραπάνω ποσό και ακολούθως ματαιώθηκε η συζήτηση της ένδικης (23/2012) αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 5-2-2014, ότι παρά ταύτα ο αναιρεσείων, αν και όφειλε κατά την αναληφθείσα συμβατικώς υποχρέωσή του να παραιτηθεί για το σύνολο της αγωγικής του αξίωσης, με την από 14-7-2014 εξώδικη δήλωσή του παραιτήθηκε του δικογράφου της ένδικης αγωγής κατά το αναφερόμενο με αρίθμηση Α5 αίτημα-κονδύλιο μόνο κατά το ποσό των 10.473,88 ευρώ και των λοιπών με στοιχεία Β έως και Σ αιτημάτων αυτής, ότι στη συνέχεια ήγειρε την με αρ. εκθ. καταθ. 35/26-8-2014 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας με αίτημα την καταβολή ποσού 19.992 ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν και το ποσό των 7.665,88 ευρώ, που αποτελεί τμήμα του Α5 κονδυλίου της ένδικης αγωγής του ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 22/16.10.2015 απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκαν οι ενστάσεις εξοφλήσεως και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και έγινε δεκτή η αγωγή κατά το ποσό των 13.795,42 ευρώ, σε εξόφληση της .../2013 διαταγής πληρωμής, αφού αναγνώρισε ως ανίσχυρη την από 21/11/2013 συμφωνία, ότι μετά την έκδοση της με αρ. 62/2017 απόφασης του ως Εφετείου δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, επί της εφέσεως του τότε εναγομένου Δήμου Καλαμπάκας, με την οποία πλην των άλλων κρίθηκε τελεσιδίκως ότι το από 21-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό είναι ανίσχυρο και δεν επιφέρει έννομες συνέπειες, με συνέπεια να είναι ανύπαρκτη η συμφωνία των διαδίκων και ότι ακολούθως ο αναιρεσείων επανέφερε προς συζήτηση την ένδικη (23/2012) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο για το εκ του Α5 αιτήματος ποσό των 36.724,99 ευρώ πλέον ΦΠΑ 8.446,74 ευρώ κατά προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές και ενάντια στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ενώ ήδη με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δημιούργησε ευλόγως στον αναιρεσίβλητο την πεποίθηση ότι δεν θα αναζητήσει την επίδικη αγωγική του αξίωση, προκαλώντας σ' αυτόν, με τον τρόπο αυτό, δυσμενείς συνέπειες με την καταβολή του ως άνω ποσού, πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσονται από την ανωτέρω διάταξη και καταφάσκουν την ουσιαστική βασιμότητα της υπό του αναιρεσιβλήτου προταθείσας ένστασης και την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης κατ' ουσία. Με τις λοιπές δε διαλαμβανόμενες στο λόγο αυτό αιτιάσεις και υπό την επίφαση της ως άνω αναιρετικής πλημμέλειας πλήττονται απαραδέκτως οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου. Επομένως ο περί του αντίθετου, λόγος αυτός, κατά το αντίστοιχο τμήμα του, με το οποίο προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠ.Δ αναιρετικές πλημμέλειες είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 2) Ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το με στοιχείο Α τμήμα του, με το οποίο αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη μείζονος πρότασης, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, είναι απαράδεκτος. 3) Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά τα λοιπά τμήματά του, είναι απαράδεκτος, διότι οι με αυτά επικαλούμενες αιτιάσεις στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον το δικαστήριο τις ουσίας δεν ασχολήθηκε με την ερμηνεία και εφαρμογή των επικαλουμένων σ' αυτά διατάξεων. Τούτο δε διότι, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος είχε απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), κατ' αποδοχή δηλαδή της υπό του αναιρεσιβλήτου-εναγομένου προβληθείσας ένστασης εκ της διατάξεως αυτής, στο Εφετείο, με την έφεση του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, ήχθη προς έρευνα η εκκαλουμένη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό, στα πλαίσια του οποίου, το Εφετείο ερεύνησε την αφορμή και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτός αυτοβούλως και αβίαστα υπέβαλε αίτηση προς τον αναιρεσίβλητο για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους, παραιτούμενος από τμήμα της αιτηθείσας δικηγορικής του αμοιβής και ακολούθως, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή μη της τοιαύτης παραιτήσεως, την υπ' αυτού επιδειχθείσα συμπεριφορά, η οποία κατέστησε υπό τις εκτιθέμενες παραδοχές του Εφετείου, την αναζήτηση του συνόλου της δικηγορικής του αμοιβής καταχρηστική και δεν υπήρχε έδαφος ερμηνείας και εφαρμογής απασων των ως άνω επικαλούμενων διατάξεων. Σε κάθε δε περίπτωση με τις διαλαμβανόμενες στα σχετικά τμήματα του λόγου αυτού αιτιάσεις και υπό την επίφαση των ως άνω αναφερομένων αναιρετικών πλημμελειών πλήττονται απαραδέκτως οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, οι οποίες διατυπώνονται με πληρότητα και σαφήνεια, ως προς τη συγκρότηση του αποδεικτικού του πορίσματος, για την αποδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης του εναγομένου και την εντεύθεν ουσιαστική αβασιμότητα της ένδικης αγωγής.
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμός 12 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης της παραβίασης των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσδίδει σε αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος όχι όμως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία (ΑΠ 1023/2019, ΑΠ 174/2017). Τέλος, λόγος αναίρεσης ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, πράγμα που συμβαίνει, όταν υποστηρίζεται με αυτόν ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά γεγονότα, ενώ από την τελευταία προκύπτει το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 492/2020, ΑΠ 1241/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον με αρίθμηση Μ λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλονται α) η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο επανέφερε τον και πρωτοδίκως προβληθέντα σχετικό ισχυρισμό του, ως προς την αποδεικτική δύναμη των αναφερομένων δημοσίων εγγράφων, αναφορικά με την παραδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης υπό της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης, β) η από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο τον τέταρτο λόγο της έφεσής του και γ) η από τον αρ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, παραβίασε την αποδεικτική δύναμη των ακόλουθων δημοσίων εγγράφων, 1) την με αρ. 331/2013 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του αναιρεσιβλήτου περί παραίτησης από την άσκηση ενδίκων μέσων, 2) το με αρ. 110/β/8-2-2014 και 3) το με αρ. 111/β/8-2-2014 χρηματικά εντάλματα του αναιρεσιβλήτου, από τα οποία προκύπτει ότι η καταβολή των 13.745,42 ευρώ, αλλά και η καταβολή των 718 ευρώ, έγινε από τον αναιρεσίβλητο την 29-4-2014 σε εξόφληση της αμοιβής του επί των υποθέσεων που αναφέρονται στην με αρ. .../2013 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας και όχι σε εξόφληση του εξώδικου συμβιβασμού που ήδη είχε ανατραπεί και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να δημιουργήσει πεποίθηση στον αναιρεσίβλητο ότι με την καταβολή των ως άνω ποσών συντελείται δήθεν η εξόφληση και καταβολή των συμφωνηθέντων, αλλά θα διαπίστωνε την ανυπαρξία πεποίθησης ή θεώρησης του αναιρεσιβλήτου, περί εξοφλήσεως του αναιρεσείοντος άμεσα μετά την έκδοση του από 17-12-2013 χρηματικού εντάλματος και συνακόλουθα θα διαπίστωνε ότι μέχρι την 29-4-2014 που εξοφλήθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, αλλά και έως τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης δεν ενήργησε επ' ουδενί κατά τρόπο καταχρηστικό, όπως εσφαλμένα διέγνωσε η προσβαλλομένη απόφαση. Υπό το ως άνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης, α) κατά το πρώτο τμήμα του είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές του Εφετείου, το δικαστήριο, ερευνώντας όλους ανεξαιρέτως τους λόγους έφεσης, με τους οποίους ο αναιρεσίων παραπονείτο κατά της εκκαλουμένης απόφασης για την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης κατ' ουσία, κατά παραδοχή της ένστασης του εναγομένου-αναιρεσσιβλήτου εκ του άρθρου 281 ΑΚ, έλαβε υπόψη και τον τέταρτο λόγο της έφεσης και τον ερεύνησε, κατέληξε δε σε αντίθετο από το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, απορρίπτοντας αυτόν ως αβάσιμο κατ' ουσία, β) κατά το δεύτερο τμήμα του είναι απαράδεκτος, καθόσον η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας λόγου έφεσης, δεν ιδρύει την επικαλούμενη από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αλλά αυτήν εκ του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 14/2022), που εν προκειμένω δεν ισχύει, γιατί από την επισκόπηση της προσβαλλομένης προκύπτει ότι όλοι οι λόγοι της ένδικης εφέσεως ερευνήθηκαν και απαντήθηκαν δεόντως. γ)κατά το τρίτο τμήμα του ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Και τούτο διότι από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης και με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές αυτής, προκύπτει ότι το Εφετείο, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, ότι η Οικονομική Επιτροπή του αναιρεσιβλήτου, μετά την επίδοση της με αρ. .../2013 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Καλαμπάκας, η οποία εκδόθηκε κατ' αίτηση του αναιρεσείοντος, στηριζόμενη στη με αρ. 493/2013 απόφαση του ΔΣ του αναιρεσιβλήτου, με την οποία έγινε αποδεκτή η υπό του αναιρεσείοντος υποβληθείσα αίτηση συμβιβαστικής επίλυσης της μεταξύ τους συνολικής διαφοράς (που ήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων με την ένδικη με αρ. εκθ. καταθ. 23/9-1-2012 καταψηφιστική αγωγή του) εκδίδοντας την με αρ. 331/2013 απόφασή της, τόσο η ίδια όσο και ο αναιρεσίβλητος Δήμος ήταν πεπεισμένοι ότι εξοφλείτο, με την καταβολή του ποσού των 13.795,42 ευρώ, η απαίτηση του αναιρεσείοντος σε υλοποίηση της από 21-11-2013 συμφωνίας, έλαβε υπόψη και τα προαναφερόμενα δημόσια έγγραφα, στα οποία δεν απέδωσε μειωμένη αποδεικτική δύναμη, από αυτήν που κατά νόμο έχουν, και δεν στηρίχθηκε μόνο στο από 17-12-2013 χρηματικό ένταλμα πληρωμής, αλλά με βάση τις προσαχθείσες αποδείξεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, κατέληξε στο πιο πάνω αναφερόμενο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς το οποίο, η μεταγενέστερη της ως άνω απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής, καταβολή του ως άνω ποσού την 29-4-2014, ουδεμία επιρροή έχει.
Με τον με στοιχείο Ν λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση, 1) την από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια και επικουρικά την από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την συνολική αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον έκτο λόγο της έφεσης του, με τον οποίο παραπονείτο κατά της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας απόφασης για την εσφαλμένη απόρριψη του κεφαλαίου των νομίμων τόκων, άλλως παράλειψης επιδίκασης των νομίμων τόκων, με την παραδοχή της κατ' άρθρο 281 ΑΚ ένστασης, 2) τις από τους αρ. 1,8, 9, 11, 12, 14, 16, 19, 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, όπως εκτίθενται στους με αρίθμηση Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Ο, I, Κ, Λ, Μ αναφερόμενους στην αίτηση αναίρεσης λόγους, με την αιτίαση ότι εσφαλμένα το Εφετείο απέρριψε τον ως άνω έκτο λόγο της έφεσής του. Ο λόγος αυτός, κατά την προβαλλόμενη πλημμέλεια από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος διότι το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έλαβε υπόψη τον έκτο λόγο της έφεσης και τον απέρριψε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, με την παραδοχή ότι η επιδίκαση τόκων μετά από σχετικό αίτημα του ενάγοντος από το δικαστήριο προϋποθέτει αποδοχή της αγωγής ως βάσιμης κατ' ουσία κατά το αιτούμενο κεφάλαιο, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, που η αγωγή είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αβάσιμη κατ' ουσία, κατά δε την από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικουρικώς προβαλλόμενη πλημμέλεια, είναι απαράδεκτος, καθόσον η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας λόγου έφεσης, δεν ιδρύει την επικαλούμενη από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αλλά αυτήν εκ του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 14/2022), και τέλος, κατά το δεύτερο τμήμα του, με το οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται συλλήβδην τις από τους αριθμούς 1, 8, 9, 11, 12, 14, 16, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, όπως εκτίθενται στους με αρίθμηση Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, I, Κ, Λ και Μ λόγους της αίτησης αναίρεσης, οι οποίοι ερευνήθηκαν ήδη παραπάνω, οι με αυτούς εκτιθέμενες πλημμέλειες, δεν σχετίζονται με την αποδιδόμενη με τον ερευνώμενο λόγο αναίρεσης ως άνω πλημμέλεια, και συνεπώς είναι απαράδεκτος.
Με το άρθρο 281 παρ. 2 του ν. 3463/2006 ορίζεται ότι: "Τα δικαστήρια μπορούν να καθορίζουν το ποσό της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται σε βάρος ή υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων, σε ποσό που φθάνει έως το πενήντα τοις εκατό (50%) των κατώτατων ορίων που ορίζονται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων". Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα και ορίζει ότι ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου και ελέγχεται αναιρετικώς από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 957/2018, ΑΠ366/2017, ΑΠ 77/2014), ενώ η κατανομή των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το μέγεθος της νίκης ή της ήττας κάθε διαδίκου κατά το άρθρ. 178 παρ.1 ΚΠολΔ, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, αφού αφορά εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και δεν ελέγχεται συνεπώς αναιρετικά (άρθρ. 561 §1 ΚΠολΔ), εφόσον στην απόφαση βεβαιώνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των ως άνω άρθρων (ΑΠ 959/2022, ΑΠ 192/2016). Επίσης από το συνδυασμό των άρθρων 189, 190 και 191 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι αποδίδονται στο νικήσαντα διάδικο μόνο τα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης και ότι ο αιτών τα έξοδα πρέπει να υποβάλλει κατάλογο των εξόδων και αν δεν υποβληθεί τέτοιος κατάλογος, αρκεί και μόνη η υποβολή του αιτήματος για να προβεί το δικαστήριο στην επιβολή των εξόδων (ΑΠ 1286/2022, ΑΠ 936/2019, ΑΠ 961/2017). Με τον τελευταίο υπό αρίθμηση Ξ λόγο της ένδικης αναίρεσης, ο αναιρεσείων υπό την επίκληση της παραβίασης των αριθμών 1, 8, 9, 11, 12, 14, 16, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτίαση ότι απέρριψε τον έβδομο λόγο της έφεσής του με τον οποίο είχε παραπονεθεί για την επιδίκαση σε βάρος του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δικαστικής δαπάνης ποσού 660 ευρώ, χωρίς να προσδιορίζει πως και που κατανέμεται το ποσό αυτό, ως όφειλε, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 281 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και τις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και σε κάθε περίπτωση όφειλε να συμψηφίσει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κατά το άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, ελεγχόμενος μόνο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και όχι από τους λοιπούς (8, 9, 11, 12, 14, 16, 19 και 20) λόγους αναίρεσης που επικαλείται συλλήβδην ο αναιρεσείων, στους οποίους δεν αφορούν οι αποδιδόμενες ως άνω πλημμέλειες, είναι πρωτίστως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον σ' αυτόν ουδεμία γίνεται μνεία της δικαστικής δαπάνης που, κατά τον αναιρεσείοντα έπρεπε να του επιβληθεί, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ανεξαρτήτως της αοριστίας του, ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος κατά το σκέλος του με το οποίο οι αναιρεσείων παραπονείται για τον προσδιορισμό της δικαστικής δαπάνης από το πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς αυτή να αιτιολογείται, διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, και στην περίπτωση, που ο αιτών τα έξοδα δεν υποβάλλει κατάλογο εξόδων, όπως στην προκειμένη περίπτωση συνέβη και προκύπτει από το δικόγραφο των ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου από 19-9-2018 υποβληθεισών προτάσεών του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου, αρκεί και μόνη η υποβολή του αιτήματος για να προβεί το δικαστήριο στην επιβολή της (δικαστικής δαπάνης) χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολογία για τον προσδιορισμό της. Επίσης ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, καθόσον σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικά η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ότι δεν συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση στο σύνολο της. Τέλος, δικαστική δαπάνη υπέρ του αναιρεσιβλήτου Δήμου δεν επιδικάζεται ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Α 87) και όπως το πρώτο εδάφιο της παρ.3 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 35 του Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240), προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την περίπτωση της αναίρεσης κατά απόφασης Εφετείου, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η συγκεκριμένη υποχρέωση δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 παρ. 3 και 5 (εργατικές διαφορές και διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας) και 592 παρ. 1 (γαμικές διαφορές, διαφορές από ελεύθερη συμβίωση, διαφορές από σχέσεις γονέων και τέκνων και λοιπές οικογενειακές διαφορές). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την κατάθεση της ένδικης από 25-6-2021 και με αριθμό κατάθεσης 50/25-6-2021 αίτησης αναίρεσης της με αριθμό 392/7-9-2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που δίκασε τη μεταξύ των διαδίκων διαφορά για επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής, ο αναιρεσείων Δικηγόρος προέβη στην επισύναψη του με αριθμό ... ηλεκτρονικού παραβόλου ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, όπως βεβαιώνεται από τη Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας στη συνταχθείσα από την ίδια από 25-6-2021 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Όμως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η ως άνω διαφορά, ως αφορώσα την αμοιβή δικηγόρου, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της αναίρεσης. Κατά συνέπεια, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στον αναιρεσείοντα, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης (ΑΕΔ 3,4/2014, ΑΠ 1084/2023, ΑΠ 1300/2022).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-6-2021 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 50/25-6-2021) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. 392/7-9-2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του με αριθμό ... ηλεκτρονικού παραβόλου ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2023.
Η ANTIΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και ταύτης αποχωρήσασας ο αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

<< Επιστροφή