ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 322/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 322/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 322/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 322 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 322/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη - Εισηγητή, Νικόλαο Πουλάκη και Νίκη Κατσιαούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Π. Ν. του Γ., κατοίκου ..... Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Βογιατζή, η οποία ανακάλεσε την από 28-9-2023 δήλωση της κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Χ. Φ. του Α., κατοίκου Κ. Ν. Κ. Μ., 2.Ν. συζ. Χ. Φ., κατοίκου Κ. Ν. Κ. Μ., 3.Γ. Φ. του Χ., κατοίκου Ι. Α., 4. Κ. Φ. του Χ., κατοίκου Κ. Ν. Κ. Μ.. Άπαντες παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Νινόπουλο, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-7-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, τις από 7-11-2014 ανακοινώσεις δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, την από και την από 10-11-2014 προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1676/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 199/2023 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-3-2023 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 21-3-2023 και με αριθ. κατάθ. 2542/247/21-3-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, με αριθ. 199/12-1-2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που έκρινε επί των: α) από 7-11-2018 με αρ. κατάθ. 104619/7328/8-11-2018 έφεσης του Γ. Κ. (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), β) από 2-7-2020 με αρ. κατάθ. 44258/3284/8-7-2020 έφεσης του Π. Ν. του Γ. (τέταρτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος) και γ) από 10-9-2020 με αρ. κατάθ. 62381/5061/11-9-2020 έφεσης των 1) Χ. Φ., 2) Ν. Φ., 3) Γ. Φ. και 4) Κ. Φ. (εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων) κατά της με αριθ. 1676/12-9-2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη έφεση του τέταρτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, ως αβάσιμη κατ' ουσία, και δέχθηκε, κατά παραδοχή σχετικών λόγων έφεσης, τυπικά και κατ` ουσία την ως άνω τρίτη έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, και εξαφάνισε, την εκκαλουμένη υπ` αριθ. 1676/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, πλην άλλων που δεν ενδιαφέρουν στην προκειμένη περίπτωση, είχε απορριφθεί η υπό του αναιρεσείοντος-τέταρτου εναγομένου ασκηθείσα από 10-11-2014 και με αρ. καταθ. 125227/4246/10-11-2014 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του Κ. Φ. και είχε γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η από 25-7-2014 και με αρ. καταθ. 92367/3187/31-7-2014 αγωγή των εναγόντων ήδη αναιρεσιβλήτων ως ουσιαστικά βάσιμη, είχε αναγνωριστεί δε η υποχρέωση, του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος και του συνεναγομένου του Γ. Κ. (μη διαδίκου στη δίκη αυτή) να καταβάλει, εις ολόκληρον σε κάθε ένα από τους ενάγοντες το ποσό των 28.000 ευρώ, προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης αυτών από το θάνατο σε εργατικό ατύχημα του Α. Φ., υιού των δυο πρώτων εναγόντων-αναιρεσιβλήτων και αδελφού των λοιπών εναγόντων-αναιρεσιβλήτων. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κράτησε την υπόθεση κατά το μέρος αυτό, δέχθηκε κατά ένα μέρος την ως άνω αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων ως κατ` ουσία βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των τρίτου και τέταρτου των εναγομένων να καταβάλουν στους μεν πρώτο και δεύτερη απ' αυτούς και για την ίδια αιτία υψηλότερα των επιδικασθέντων πρωτοδίκως χρηματικά ποσά και τα ίδια χρηματικά ποσά στους λοιπούς εξ αυτών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, πριν από την επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρ. 499, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του KΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 KΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ, 1 και 16 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ/γμα της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915 κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα, δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική ζημία για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 684/2024, ΑΠ 246/2022, ΑΠ 80/2016). Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ` αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ) με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης. Τέτοιο πταίσμα, προκειμένου περί οικοδομικών εν γένει εργασιών θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ.778/1980 "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών" (ΦΕΚ Α 193) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 6 του β.δ/τος της 25-8/5-9-1920 "Περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών διατάξεων", από τους κατά νόμο υπεύθυνους του έργου. Εξάλλου, ο ν.1396/1983 "μέτρα ασφαλείας σε οικοδομές και σε ιδιωτικά έργα" (ΦΕΚ Α 126) προβλέπει: α) στο άρθρο 3, τις υποχρεώσεις του εργολάβου, οι οποίες, εκτός άλλων, συνίστανται στη λήψη και στην τήρηση των μέτρων ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, καθώς και στην τήρηση των οδηγιών του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, β) στο άρθρο 4, τις υποχρεώσεις του κυρίου του έργου, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ` έναν εργολάβο και γ) στο άρθρο 7, τις υποχρεώσεις του επιβλέποντος μηχανικού, οι οποίες είναι: 1. Να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεων, σταθερών ικριωμάτων και πίνακα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος. Να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους. 2. Να δίνει οδηγίες, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης για τη λήψη μέτρων ασφαλείας από κινδύνους που προέρχονται από εναέριους και υπόγειους αγωγούς της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και να επιβλέπει την τήρησή τους. 3. Να επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης μέτρων ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού και να δίνει σχετικές οδηγίες. 4. Να δίνει οδηγίες σε περίπτωση σοβαρών ή επικίνδυνων έργων και εάν χρειάζεται να συντάσσει μελέτη για την προσαρμογή των προδιαγραφών των μέτρων ασφαλείας που προβλέπονται. Να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του παρόντος τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση και φάση του έργου. Περαιτέρω, με τα άρθρα 1, 78, 79 και 111 του π.δ.1073/1981 "περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού" (ΦΕΚ Α 260), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 6 του β.δ/τος της 25-8/5-9-1920 "Περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών διατάξεων" ορίζεται ότι: "Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόμων υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του π.δ.778/1980 "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών", και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων (αρ.1). Δια την πρόληψιν ατυχημάτων από άμεσον ή έμμεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικότερον: α) Να λαμβάνονται όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζομένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεώς των. β) Αι μεταφοραί, χειρωνακτικώς ή μη, σιδηροπλισμού, σωλήνων, κιγκλιδωμάτων κ.ά. και αι εγκαταστάσεις μηχανημάτων, τροχιών αναβατορίων, πυραύλων κ.ά., ως και αι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέματος να πραγματοποιούνται μακράν από ηλεκτροφόρους αγωγούς, ασχέτως τάσεως. γ) Εις περιοχάς όπου υπάρχουν εναέρια ηλεκτρικά δίκτυα ή εγκαταστάσεις, εφόσον εργάζονται ή κινούνται υψηλά οχήματα-μηχανήματα, γερανοί, εκσκαφείς κλπ, να λαμβάνονται πέραν των εις την προηγουμένην παράγραφον και μετά έγγραφην έγκρισιν της ΔΕΗ πρόσθετα ειδικά μέτρα ασφαλείας. Αντιπροσωπευτικά των σχετικών μέτρων αναφέρονται η καταβίβασις του ιστού, η κατασκευή ειδικών ξυλίνων πλαισίων-περιθωρίων ασφαλείας εις σημεία συνήθων διελεύσεων κάτωθεν γραμμών. δ) οιαδήποτε απαιτουμένη επέμβασις εις τα δίκτυα της ΔΕΗ (όπως ανύψωση, διακοπή ρεύματος κλπ) να πραγματοποιείται υπό ταύτης, μετά έγγραφον αίτησιν του ενδιαφερομένου... (αρ.78). Εάν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος ειδοποιείται εγγράφως, υπό του εκτελούντος το έργον, προ της ενάρξεως των εργασιών, η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ. Τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού υπό της ΔΕΗ, του εκτελούντος το έργο και του επιβλέποντος τούτο μηχανικού. Κατόπιν δε της εγγράφου εγκρίσεως της αρμόδιας υπηρεσίας της ΔΕΗ, λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωσιν ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων (αρ.79). Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος, ως και του π.δ.778/80 "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών" εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίστανται ανελλιπώς καθ` όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων...Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους περί των κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας (αρ.111). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 778/1980, του ν. 1396/1983 και του π.δ. 1073/1981, συνάγεται ότι 1) σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ` έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτό όλα τα μέτρα ασφαλείας τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι και 2) ο πολιτικός μηχανικός που επιβλέπει την κατασκευή οικοδομικού έργου έχει νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη ή στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος, μεταξύ των οποίων είναι η κατασκευή ειδικών ξύλινων πλαισίων-περιθωρίων ασφαλείας κάτω από ηλεκτροφόρους αγωγούς, και για τη λήψη μέτρων, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση και η επαφή εργαζομένων πλησίον διερχομένου ηλεκτροφόρου αγωγού (ΑΠ 1188/2018, ΑΠ 1154/2018, ΑΠ 855/2010). Εξάλλου, η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε διπλωματούχο μηχανικό η εκπόνηση μελέτης προς έκδοση οικοδομικής άδειας και η επίβλεψη του οικοδομικού έργου, στο οποίο αφορά αυτή, φέρει το χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης έργου, η κατάρτιση της οποίας δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο. (ΑΠ 855/2010). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 330/2022, ΑΠ 1123/2022, ΑΠ 319/2017). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006). Περαιτέρω, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΟλΑΠ 2/2022, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 667/2016, ΑΠ 1266/2011). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1123/2022, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 319/2017). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περιπτ. γ` του KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών (Ολ. Α.Π. 23/2008). Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως, το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι, από τη γενική, κατ` είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ.Α.Π. 8/2016, Ολ.Α.Π. 42/2002, ΑΠ 7/2022). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, εάν προκύπτει από την απόφαση, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση (ΑΠ 246/2022, ΑΠ 1493/2021). Επίσης, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, εάν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα, που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι έχει τούτο, εφόσον η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του KΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 98/2020, ΑΠ 109/2019, Α.Π. 188/2017). Για να ιδρυθεί δηλαδή, ο ανωτέρω λόγος, αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι μάρτυρες και τα έγγραφα), να καταλείπονται, με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 8/2016, Ολ.Α.Π. 2/2008). Ειδικότερα, πρέπει το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), να αφορά, ως εκ του περιεχομένου του, ισχυρισμό που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, κατά συνέπεια, μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, αφού μόνο ένα τέτοιο ουσιώδες γεγονός, μπορεί, κατά την έννοια του άρθρου 335 του KΠολΔ, να καταστεί αντικείμενο απόδειξης (Ολ.Α.Π. 42/2002, ΑΠ 308/2020, Α.Π. 237/2019, Α.Π. 1588/2011, Α.Π. 1652/2009). Εξάλλου, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που ιδρύουν τον, κατά τη διάταξη αυτή, λόγο αναίρεσης, είναι και η δικαστική ομολογία, που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή και αφορά την παραδοχή επιβλαβούς για τον ομολογούντα διάδικο πραγματικού γεγονότος (ΑΠ 703/2021, Α.Π. 1124/2017, Α.Π. 1407/2014 Α.Π. 115/2007) και η οποία, κατά το άρθρο 352 του KΠολΔ, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του διαδίκου που ομολόγησε (Α.Π. 360/2020, ΑΠ 1124/2017, Α.Π. 115/2007). Η δικαστική ομολογία πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη (Α.Π. 1124/2017, Α.Π. 964/2013) και ειδικότερα το αναγνωριζόμενο από το διάδικο επιβλαβές γι` αυτόν γεγονός, να αναφέρεται αμέσως στο αμφισβητηθέν αντικείμενο της διαφοράς, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει όταν το ομολογούμενο γεγονός αποτελεί απλώς βάση δικαστικού τεκμηρίου, για το αποδεικτέο γεγονός (ΑΠ 81/2022, Α.Π. 403/2017, Α.Π. 2185/2009, Α.Π. 115/2007). Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, καίτοι ο διάδικος επικαλέστηκε ομολογία του αντιδίκου του, περιεχομένη στις προτάσεις του εν τούτοις, παρέλειψε να την εκτιμήσει και να την λάβει υπόψη του, παρόλο που πράγματι περιείχε συγκεκριμένη παραδοχή ενός κρίσιμου γεγονότος, που αποτελούσε τη βάση ισχυρισμού του επικαλουμένου την ομολογία διαδίκου (Α.Π. 816/2022, ΑΠ 1003/2017, Α.Π. 469/2009, Α.Π. 1336/2008). Συνακόλουθα δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, εάν το πραγματικό γεγονός για το οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι δεν λήφθηκε υπόψη προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα δικαστική ομολογία, δεν ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 335 του KΠολΔ, αφού, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, μόνο ένα τέτοιο ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 360/2020). Κατά δε το άρθρο 559 αρ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Έτσι, ο λόγος αυτός ιδρύεται και όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη σε αποδεικτικό μέσο που δεσμευτικά ορίζει ο νόμος. Ως αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων, τα οποία ορίζει το άρθρο 339 ΚΠολΔ, θεωρείται, η προβλεπόμενη από το νόμο για καθένα από αυτά απόλυτη ή σχετική δεσμευτικότητα της κρίσης του δικαστή ως προς την απόδειξη, με το μέσον αυτό, του αποδεικτέου θέματος. Επομένως, μόνον η παράβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ορισμών του νόμου ως προς τη δεσμευτικότητα αυτή, όπως είναι η, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, απόδοση - αναγνώριση αποδεικτικής δύναμης σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερης ή μικρότερης από εκείνη, την οποία του αποδίδει ο νόμος, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αρ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 133/2022, ΑΠ 1381/2022, ΑΠ 1092/2021, ΑΠ 601/2020, ΑΠ 573/2018). Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ 1381/2022, ΑΠ 368/2021, ΑΠ 601/2020, ΑΠ 573/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα εξής κρίσιμα περιστατικά: "Δυνάμει της με αριθμό 2258/2008 άδειας της Πολεοδομίας Βόρειου Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών-Πειραιώς, από το έτος 2008 ανεγείρονταν τριώροφη οικοδομή επί της οδού Αττικής, αριθμός 7Α, στο .... Αττικής. Η οικοδομή είχε περιέλθει κατά ψιλή κυριότητα στην Παρασκευή Ξ.-Κ., δεύτερη κυρίως εναγόμενη και σύζυγο του τρίτου κυρίως εναγομένου Γ. Κ., με γονική παροχή από τη Μ. Χ.-Ξ., πρώτη κυρίως εναγομένη, η οποία είχε παρακρατήσει για τον εαυτό της και για το υπόλοιπο της ζωής της την επικαρπία, βάσει του με αριθμό 3383/30-7-2008 συμβολαίου γονικής παροχής, μετά δε τον θάνατο της Μ. Χ.-Ξ. στις 23-10-2011 (σχετ. η με αριθμό ...2011 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξίαρχου Αθηναίων) αποσβέστηκε η επικαρπία ενωνόμενη, κατ' άρθρο 1168 ΑΚ, με την κυριότητα στο πρόσωπο της Π. Ξ..-Κ... Στις 12-11-2009, ο Α. Φ., ο οποίος εργαζόταν στην ως άνω οικοδομή, ενώ βρισκόταν στον τρίτο (δεύτερο πάνω από το ισόγειο) όροφο αυτής, όπου μετέφερε προς απόθεση χαλκοσωλήνες σε απόσταση 2 μέτρων περίπου από διερχόμενα ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ, υπέστη ηλεκτροπληξία, όταν ένας απ' αυτούς τους μεταφερόμενους χαλκοσωλήνες άγγιξε τα ως άνω ηλεκτροφόρα καλώδια, με αποτέλεσμα να επέλθει εξ αυτού του γεγονότος ο θάνατός του, στη συνέχεια δε, έχοντας απωλέσει πλέον παντελώς τις αισθήσεις και την ισορροπία του, κατέπεσε στο έδαφος από τον τρίτο όροφο. Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ιδίως από την από 1-3-2010 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής, αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι ο θάνατος του Α. Φ. προήλθε αποκλειστικά από ηλεκτροπληξία και όχι από κακώσεις λόγω της μεταγενέστερης πτώσης του, οι οποίες προκλήθηκαν μετά τον θάνατό του. Ειδικότερα, ενώ ο ως άνω εργαζόμενος μετέφερε έναν χαλκοσωλήνα μήκους τεσσάρων (4) μέτρων σε μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου της οικοδομής, είτε ακούμπησε μ' αυτόν είτε προσέγγισε σε πολύ μικρή απόσταση ηλεκτροφόρα εναέρια καλώδια της ΔΕΗ, δημιουργήθηκε ηλεκτρικό τόξο, με αποτέλεσμα να διέλθει ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από το σώμα του και να επέλθει ακαριαία ο θάνατός του από ηλεκτροπληξία, ενώ η πτώση του στο έδαφος επακολούθησε. Περαιτέρω, σύμφωνα και μετά διαλαμβανόμενα στην αρχική μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 78 και 79 του π.δ. 1073/1981, με τις οποίες καθορίζονται τα μέτρα ασφαλείας για την πρόληψη ατυχημάτων από άμεση ή έμμεση επαφή ή προσέγγιση σε δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάση, από εκείνους που εκτελούν το έργο και τον επιβλέποντα τούτο μηχανικό πρέπει να λαμβάνονται όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση εργαζομένων σε ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσης τους. Οι μεταφορές, χειρωνακτικές ή μη, σιδηροπλισμού, σωλήνων, κιγκλιδωμάτων κ.λπ., πραγματοποιούνται μακριά από τους ηλεκτροφόρους αγωγούς, ενώ, εάν πλησίον εργοταξίου διέρχονται αγωγοί του ηλεκτρικού ρεύματος, ειδοποιείται εγγράφως η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ από εκείνους που εκτελούν το έργο, πριν από την έναρξη των εργασιών, και τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να ληφθούν εξετάζονται από κοινού από τη ΔΕΗ, εκείνον που εκτελεί το έργο και τον επιβλέποντα μηχανικό, κατόπιν δε της έγγραφης έγκρισης της αρμόδιας υπηρεσίας της ΔΕΗ λαμβάνονται όλα τα ενδεικνυόμενα κατά περίπτωση προστατευτικά μέτρα και ιδίως η κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, κατά την ανέγερση της ως άνω οικοδομής, ουδείς είχε ειδοποιήσει τη ΔΕΗ, ούτε πριν αρχίσουν οι οποιεσδήποτε εργασίες ούτε μετέπειτα, ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί η επαφή των εργαζομένων με τα ηλεκτροφόρα καλώδια. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το με αριθμό πρωτοκόλλου ...2009 έγγραφο της ΔΕΗ (περιοχή Φιλοθέης-Κηφισιάς), στο όποιο αναφέρεται ότι η εν λόγω υπηρεσία δεν είχε ενημερωθεί πριν από το θανατηφόρο ατύχημα του Α. Φ., για την ανέγερση της οικοδομής, ούτε βεβαίως είχε υποβληθεί αίτημα ελέγχου των ορίων ασφαλείας του δικτύου από την οικοδομή αυτή. Εξάλλου, μετά από έλεγχο που έγινε από τεχνικούς επιθεωρητές του Υπουργείου Εργασίας του τμήματος Περιφερειακού Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕ.ΠΕ.Κ.) για τις συνθήκες και τα αίτια του ως άνω θανατηφόρου ατυχήματος, με το με αριθμό πρωτοκόλλου .../13-11-2009 έγγραφό του, διαπιστώθηκε η ανάγκη διακοπής των οικοδομικών εργασιών της εν λόγω οικοδομής, μέχρι την εφαρμογή όλων των σχετικών διατάξεων, που αφορούν τα μέτρα ασφαλείας, όπως αυτά ορίζονται από το π.δ. 1073/1981. Η δε ΔΕΗ, με το με αριθμό πρωτοκόλλου ΠΦΚ.../13-11-2009 έγγραφό της προχώρησε σε διακοπή των εργασιών στην ως άνω οικοδομή με την επισήμανση ότι "το δίκτυο δεν πληρούσε τα όρια ασφαλείας". Στο μεταγενέστερο με αριθμό πρωτοκόλλου ΠΦΚ...2010 έγγραφο της ΔΕΗ, προς την Αστυνομική Διεύθυνση Β/Α Αττικής, επισημαίνονται τα παραπάνω περιστατικά σχετικά με την παντελή έλλειψη ενημέρωσης της ΔΕΗ, για τη διενέργεια εργασιών στην ως άνω οικοδομή και βεβαίως και την απουσία οποιουδήποτε αιτήματος ελέγχου των ορίων ασφαλείας του δικτύου από την οικοδομή αυτή και την αντίστοιχη εκπόνηση και εφαρμογή των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας. Η ενημέρωση της ΔΕΗ έγινε την επομένη του θανατηφόρου ατυχήματος, οπότε και στάλθηκε αμέσως αρμόδιο συνεργείο αυτής στην ως άνω οικοδομή, το οποίο "διαπίστωσε την επικινδυνότητα του δικτύου Μέσης Τάσης (20ΚΝ/) λόγω έλλειψης των απαιτούμενων ορίων ασφαλείας (1,60ΓΠ) από τη νεοαναγειρόμενη οικοδομή". Έτσι, αποδείχθηκε σαφώς, ότι οι ηλεκτροφόροι αγωγοί της ΔΕΗ βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη (1,60 μέτρων) από τις ελάχιστες αποστάσεις των 2,5 μ., που ορίζονται από το τμ.23 άρθρο 234 § Γ.4.1α πίνακα 4 της Υ.Α. 70261/2874/1968 , όπως τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 2013/87/1969, αλλά και με τους κανονισμούς εγκατάστασης και συντήρησης υπαίθριων γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας (Φ.Ε.Κ. 476/23.7.1969, τεύχος δεύτερο), καθώς και το άρθρο 12 του ν. 1672/1951, για την περίπτωση αυτή, που η τάση τους ήταν 20 ΚV, κατά τα προαναφερόμενα. Μάλιστα, η απόσταση της οικοδομής από τα ελάχιστα προβλεπόμενα όρια ασφαλείας από τους ηλεκτροφόρους αυτούς αγωγούς, ήταν μικρότερη και από εκείνη ακόμη την εξαιρετική περίπτωση, που επισημαίνεται σε σημείωση στην ως άνω υπουργική απόφαση, στην οποία αναφέρεται, ότι προκειμένου για εξαιρετικά στενούς δρόμους ή για συνήθεις δρόμους μετά στενών πεζοδρομίων, όπου η οριζόντια απόσταση των 2,5 μέτρων δεν μπορεί να τηρηθεί, και παράλληλα άλλες λύσεις κρίνονται ασύμφορες, επιτρέπεται η μείωση της ως άνω αποστάσεως στα 2 μέτρα. Τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, που πιστοποιούν τη διενέργεια λεπτομερών και πλήρων ελέγχων από αρμόδιους επιθεωρητές του ΚΕ.ΠΕ.Κ. και αρμοδίων συνεργείων της ΔΕΗ, δεν αναιρούνται από τα όσα αναφέρονται σχετικά με τις αποστάσεις των ηλεκτροφόρων καλωδίων από την ως άνω οικοδομή στη με αριθμό πρωτ. 1535/Α/2009 έκθεση έρευνας θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος της τεχνικής επιθεωρήτριας, Κ. Μ., η οποία επισκέφθηκε την οικοδομή αυτή στις 13-11-2009, δηλαδή την επομένη του θανατηφόρου ατυχήματος, οπότε έγινε και η αναγγελία αυτού. Ειδικότερα, στην ως άνω έκθεση, η απόσταση του στύλου της ΔΕΗ από την εν λόγω οικοδομή υπολογίζεται περίπου στα τρία (3) μέτρα και των ηλεκτροφόρων καλωδίων από την άκρη του εξώστη περίπου στα 2,3 μέτρα και όχι στα 1,6 μέτρα, που υπολογίσθηκε από το αρμόδιο συνεργείο της ΔΕΗ, κατά τα προαναφερόμενα, γεγονός που οδήγησε, όπως ήδη εκτέθηκε, στη διακοπή των εργασιών. Ανεξαρτήτως από το γεγονός ότι η απόσταση των μέτρων που αναφέρεται στην ως άνω έκθεση, υπολείπεται και αυτή της ενδεδειγμένης ελάχιστης των 2,5 μέτρων, είναι προφανές, ότι αυτή υπολογίσθηκε κατά προσέγγιση, γι' αυτό γίνεται και χρήση της λέξης "περίπου", ενώ μεταγενέστερα έγινε πλήρης έλεγχος και προσδιορίσθηκε με ακρίβεια, από τα αρμόδια συνεργεία της ΔΕΗ, που επισκέφθηκαν το εν λόγω εργοτάξιο. Μάλιστα, στο αρχικό πρώτο στάδιο αυτού του ελέγχου, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση της Κ. Μ., δεν είχε καταστεί ακόμη σαφές, αν το επίδικο ατύχημα συνέβη "επειδή ο θανών για κάποιο λόγο έχασε την ισορροπία του και πέφτοντας από τα απροστάτευτα πέρατα του εξώστη προσέγγισε το δίκτυο της ΔΕΗ κρατώντας τους σωλήνες ή εάν η πτώση του από τα απροστάτευτα πέρατα ήταν αποτέλεσμα της αρχικής προσέγγισης με τους σωλήνες στο δίκτυο της ΔΕΗ", γεγονός που αποσαφηνίσθηκε μεταγενέστερα, μετά τη νεκροψία και νεκροτομή του θανόντος, κατά τα προαναφερόμενα. Αναφέρεται δηλαδή η ως άνω επιθεωρήτρια σε, κατά προσέγγιση, αρχικές εκτιμήσεις, για τα στοιχεία του θανατηφόρου συμβάντος, πλην όμως, ακόμη και στο στάδιο αυτό, η ίδια εξάγει το σαφές συμπέρασμα ότι: "Το ατύχημα θα είχε αποφευχθεί εάν είχαν ληφθεί κατάλληλα μέτρα ώστε να αποκλείεται η προσέγγιση των εργαζομένων σε ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεως, σύμφωνα με το π.δ. 1073/81, άρθρο 78 παράγραφοι α, β, σε συνδυασμό με τα π.δ. 1073/81 άρθρο 79, ν. 1396/83 άρθρα 4, 5,7 και π.δ. 305/96, άρθρο 2 παράγραφοι 2, 3β και 4". Στην ίδια δε έκθεση γίνεται μνεία, ότι, επιπλέον, θα έπρεπε να υπάρχουν και προστατευτικές διατάξεις έναντι πτώσης, οι οποίες δεν υπήρχαν, γεγονός που όμως δεν συνδέεται αιτιωδώς με το θανατηφόρο ατύχημα, αφού αυτό οφείλεται σε ηλεκτροπληξία, κατά τα προαναφερόμενα. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, το θανατηφόρο ατύχημα του Α. Φ. οφείλεται, με βεβαιότητα, στο γεγονός ότι, ενώ πλησίον του εργοταξίου της ως άνω οικοδομής διέρχονταν αγωγοί του ηλεκτρικού ρεύματος, σε απόσταση μάλιστα μικρότερη από την ενδεδειγμένη, δεν ειδοποιήθηκε εγγράφως η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΗ πριν από την έναρξη των εργασιών, ώστε να εξετασθούν και να ληφθούν όλα τα ενδεικνυόμενα στη συγκεκριμένη περίπτωση προστατευτικά μέτρα και ιδίως η κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων, προκειμένου να αποφευχθεί η επαφή των εργαζομένων με τα ηλεκτροφόρα καλώδια, με αποτέλεσμα, κατά τη μεταφορά χαλκοσωλήνων από τον θανόντα, όπως περιγράφηκε παραπάνω, ένας απ' αυτούς, μήκους 4 μέτρων, να αγγίξει στα εν λόγω ηλεκτροφόρα καλώδια και ο τελευταίος να υποστεί οποία επήλθε ο θάνατός του. Υπόχρεοι για την ειδοποίηση της αρμόδιας υπηρεσίας της ΔΕΗ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον νόμο, όπως ήδη εκτέθηκε, ήταν εκείνος που εκτελούσε το έργο και ο επιβλέπων μηχανικός. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδείχθηκε, το έργο εκτελούσε ο τρίτος κυρίως εναγόμενος, Γ. Κ., ο οποίος είχε αναλάβει από την πεθερά του, τότε επικαρπώτρια της οικοδομής και ήδη αποβιώσασα πρώτη κυρίως εναγομένη, Μ. Χ.-Ξ., την εκτέλεση του έργου και είχε την εποπτεία των εργασιών τής ως άνω οικοδομής, ενεργώντας ουσιαστικά ως εργολάβος. Αυτός, για να μειώσει το κόστος κατασκευής αυτής, έχοντας βεβαίως ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς τον σκοπό αυτό, όντας παράλληλα σύζυγος της (ψιλής τότε) κυρίας της οικοδομής, δεύτερης κυρίως εναγομένης, Π. Ξ..-Κ.., χρησιμοποιούσε ως εργάτες διάφορους γνωστούς του, οι οποίοι, πολλές φορές ήταν άσχετοι με την εργασία του οικοδόμου ή του τεχνίτη, δεν είχαν εξειδίκευση και τους υποδείκνυε ο ίδιος τις εργασίες, που θα διεκπεραιώσουν, χωρίς να λαμβάνει οποιαδήποτε μέτρα ασφαλείας για την προστασία τους. Ανέθετε επίσης τμήματα του έργου σε διάφορους υπεργολάβους, ενώ ο ίδιος προέβαινε στην αγορά των διαφόρων υλικών που απαιτούνταν για τις κάθε είδους εργασίες. Επομένως, αυτός είχε την ιδιότητα εκείνου που "εκτελούσε το έργο" και την αντίστοιχη υποχρέωση ειδοποίησης της ΔΕΗ για την έναρξη εργασιών στην ως άνω οικοδομή, όπως βεβαίως την αντίστοιχη ρητή υποχρέωση είχε και ο επιβλέπων μηχανικός, κατά τα προαναφερόμενα, αποκλεισμένης, επομένως, για την πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος, της ευθύνης τόσο της πρώτης κυρίως εναγομένης, τότε επικαρπώτριας της οικοδομής και ήδη αποβιώσασας, Μ. Χ.-Ξ., η οποία ουδόλως είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, όσο και της δεύτερης κυρίως εναγομένης, Π. Ξ..-Κ.., η οποία, ως σύζυγος του τρίτου κυρίως εναγομένου Γ. Κ., γνώριζε μεν για την εργολαβική ανάθεση σ' αυτόν της εκτέλεσης του έργου από την μητέρα της και πεθερά του, Μ. Χ.-Ξ., η ίδια όμως δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στη σχετική συμφωνία ούτε πολύ περισσότερο ασκούσε κάποια επίβλεψη ή έδινε οποιεσδήποτε οδηγίες στον σύζυγό της σχετικά με την εκτέλεση του έργου, μη υφισταμένου λόγου έφεσης ως προς αυτήν. Την ιδιότητα του επιβλέποντος μηχανικού στην κατασκευή της οικοδομής, εκτός μόνον της μελέτης και επίβλεψης καυσίμων αερίων, είχε ο τέταρτος κυρίως εναγόμενος, Π. Ν. [ήδη αναιρεσείων], πολιτικός μηχανικός, ο οποίος, στο σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας (άρθρο 3 §§3, 4, 5, 6, 8, 9 και 10 του π.δ. 305/1996), που είχε υποβάλει στην αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, αναφερόμενος στα ξυλουργικά και κουφώματα της εν λόγω οικοδομής, ανέφερε ότι αυτά θα είναι "έτοιμα και θα ανέβουν με τα χέρια στην οικοδομή", ενώ όσον αφορά τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιασθούν, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι υφίσταται "πιθανός κίνδυνος ηλεκτροπληξίας", από το ανέβασμα υλικών, τόσο για τα ξυλουργικά όσο και για τα δάπεδα, ηλεκτρικά και υδραυλικά. Παρότι, επομένως, εντόπισε τον κίνδυνο αυτό, δεν φρόντισε παράλληλα να ειδοποιήσει τη ΔΕΗ, ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα και επιπλέον δεν επέβλεπε κατά την εκτέλεση των εργασιών αυτών, όπως είχε υποχρέωση, ώστε να αποτρέπει τη διενέργεια τυχόν επικίνδυνων εργασιών, όπως αυτή που είχε ως συνέπεια τον θάνατο του Α. Φ.. Έτσι, οι ως άνω κυρίως εναγόμενοι, Γ. Κ. και Π. Ν., σε ουδεμία σχετική ειδοποίηση της ΔΕΗ είχαν προβεί, ούτε πολύ περισσότερο είχαν φροντίσει, ώστε από κοινού με τη ΔΕΗ, να εξετάσουν και να λάβουν τα ενδεδειγμένα προστατευτικά μέτρα. Επομένως, δεν υφίσταται υπαιτιότητα της ΔΕΗ κατά τα προαναφερθέντα για το ένδικο ατύχημα. Ωστόσο, αμφότεροι αρνούνται την ευθύνη τους για το επίδικο θανατηφόρο ατύχημα, υποστηρίζοντας, καταρχάς, ότι αποκλειστικώς υπαίτιος αυτού, άλλως συνυπαίτιος σε ποσοστό 95%, ήταν ο ίδιος ο θανών, ο οποίος, κατά τον μεν Γ. Κ., δεν πρόσεξε ότι παράλληλα προς την οικοδομή διέρχονταν σε απόσταση 3 μέτρων περίπου τα ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ και έφερε σε επαφή αυτά με τον χαλκοσωλήνα που κρατούσε στα χέρια του, κατά τον δε Π. Ν., από εγκληματική αμέλεια και χωρίς στοιχειώδη σύνεση και προσοχή, μετέφερε τον τετράμετρο χαλκοσωλήνα στον δεύτερο όροφο της οικοδομής από τη βεράντα του πρώτου ορόφου σε συνεργασία με τον θείο του, Κ. Φ., και τον τρίτο κυρίως εναγόμενο Γ. Κ., ενώ αυτό δεν ήταν απαραίτητο και θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τη μεταφορά ακινδύνως, αν επιδείκνυε λίγη προσοχή. Επιπλέον, ο Γ. Κ. ισχυρίζεται επικουρικώς ότι αποκλειστικώς υπαίτιος, άλλως συνυπαίτιος με τον θανόντα σε ποσοστό 95%, στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος ήταν ο Κ. Φ., ο οποίος είχε αναλάβει εργολαβικά την εκτέλεση του έργου και ήταν υπεύθυνος να λαμβάνει όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούσαν το έργο, μεταξύ αυτών και τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή προσέγγισης των εργαζομένων σε ηλεκτροφόρους αγωγούς, ενώ ο Π. Ν. ισχυρίζεται επικουρικώς ότι το επίδικο ατύχημα συνέβη κατά τις εργασίες εγκατάστασης του φυσικού αερίου, ώστε την κατά νόμο ευθύνη να φέρει η εκπονήσασα τη μελέτη και επιβλέπουσα τις εργασίες μηχανολόγος πέμπτη κυρίως εναγομένη, Α. Τ., σύμφωνα με την οικοδομική άδεια. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο θανών, την ημέρα που έλαβε χώρα το ατύχημα, μετέφερε χαλκοσωλήνες, από το ισόγειο στον δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο και συγκεκριμένα από τη βεράντα του ενός ορόφου στη βεράντα του άλλου, σε συνεργασία, πράγματι, με τον ήδη αποβιώσαντα θείο του, Κ. Φ., και τον τρίτο κυρίως εναγόμενο Γ. Κ., των οποίων η παρουσία στον χώρο του ατυχήματος ουδέποτε αμφισβητήθηκε και από τους ίδιους. Το ατύχημα έλαβε χώρα, αφού ο θανών, ευρισκόμενος στη βεράντα του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου, είχε μόλις παραλάβει από τον θείο του, που βρισκόταν στη βεράντα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, χέρι με χέρι, έναν χαλκοσωλήνα μήκους 4 μέτρων και στην προσπάθειά του να τον ανυψώσει και να τον φέρει από την εξωτερική πλευρά της βεράντας στην εσωτερική, προσέχοντας κατά πάσα πιθανότητα να μην προκαλέσει κάποια ζημιά στον εξωτερικό τοίχο της οικοδομής, οπότε, από απροσεξία του, είτε ακούμπησε είτε προσέγγισε μ' αυτόν σε πολύ μικρή απόσταση τα ευρισκόμενα σε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων από τη βεράντα του δευτέρου ορόφου ηλεκτροφόρα εναέρια καλώδια της ΔΕΗ, με συνέπεια να επέλθει ακαριαία ο θάνατός του από ηλεκτροπληξία, ενώ επακολούθησε η πτώση του στο έδαφος. Το γεγονός ότι το ατύχημα έλαβε χώρα κατά τη μεταφορά του χαλκοσωλήνα από τη βεράντα του πρώτου ορόφου στη βεράντα του δεύτερου και όχι κατά τη μεταφορά του από τη βεράντα του δευτέρου ορόφου στο εσωτερικό της οικοδομής, αποδεικνύεται με βεβαιότητα από το ίχνος που άφησε το ηλεκτρικό ρεύμα στην εξωτερική πλευρά του στηθαίου της βεράντας του δεύτερου ορόφου, τη στιγμή που διαπέρασε τον χαλκοσωλήνα που κρατούσε ο άτυχος Α. Φ. (σχετ. οι με επίκληση προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες), το οποίο (ίχνος) μάλιστα είναι πιο έντονο στην κάτω πλευρά του στηθαίου, γεγονός που μαρτυρά, επιπλέον, τόσο την κάθετη κίνηση του χαλκοσωλήνα όσο και την κλίση που έλαβε αυτός στην προσπάθεια του θανόντος να τον ανεβάσει από τον πρώτο στον δεύτερο όροφο και να τον μεταφέρει από την εξωτερική στην εσωτερική πλευρά της βεράντας, ανυψώνοντάς τον κάθετα και κλίνοντας την πάνω πλευρά του χαλκοσωλήνα προς τα ηλεκτροφόρα εναέρια καλώδια της ΔΕΗ και την κάτω πλευρά προς την εξωτερική πλευρά του στηθαίου της βεράντας. Βεβαίως, ο τελικός προορισμός του χαλκοσωλήνα ήταν το εσωτερικό της οικοδομής, διότι διαφορετικά ο θανών, κατά την ανύψωση του χαλκοσωλήνα, δεν θα έδινε σ' αυτόν κλίση προς τα ηλεκτροφόρα εναέρια καλώδια της ΔΕΗ αλλά θα μπορούσε ακινδύνως να κλίνει αυτόν είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά, δηλαδή παράλληλα προς τη βεράντα και όχι κάθετα προς αυτήν, ενέργεια στην οποία προέβη, κατά πάσα πιθανότητα, αφενός στην προσπάθειά του να εκτελέσει τη μεταφορά του χαλκοσωλήνα από τη βεράντα του πρώτου ορόφου απευθείας στο εσωτερικό του δευτέρου ορόφου και αφετέρου να μην προκαλέσει, ενόψει του μεγάλου μήκους του χαλκοσωλήνα (4 μέτρα), κάποια ζημιά στους τοίχους της οικοδομής, καθώς είχαν μόλις τελειώσει τα επιχρίσματα. Αυτός ήταν προφανώς και ο λόγος που προτιμήθηκε από τους τρεις συμμετέχοντες στη μεταφορά, δηλαδή τον Γ. Κ., τον Κωνσταντίνο Φιλντίση και τον θανόντα, η μεταφορά των χαλκοσωλήνων από τις βεράντες και όχι λ.χ. από τις σκάλες ή το φρεάτιο του ασανσέρ παρά την ύπαρξη σε μεγάλη εγγύτητα από τη βεράντα του δευτέρου ορόφου εναέριων των ηλεκτροφόρων καλωδίων της ΔΕΗ και του εξ αυτού του λόγου κινδύνου ηλεκτροπληξίας. Το γεγονός άτι ο θανών, ευρισκόμενος στη βεράντα του πρώτου ορόφου, είχε μόλις παραλάβει τον χαλκοσωλήνα από τον θείο του, Κ. Φ., ο οποίος βρισκόταν στη βεράντα του πρώτου ορόφου, χέρι με χέρι, συνάγεται με βεβαιότητα αφενός από το ότι η εργασία της μεταφοράς των χαλκοσωλήνων από τη βεράντα ενός ορόφου στη βεράντα του άλλου δεν ήταν δυνατόν να γίνει από ένα πρόσωπο αλλά χρειάζονταν τουλάχιστον δύο και αφετέρου από το γεγονός ότι ο Γ. Κ. ήταν ήδη στον δεύτερο όροφο, όταν συνέβη το ατύχημα, ενώ ο Κ. Φ. μόλις έφθανε στον δεύτερο όροφο από τις σκάλες του πρώτου ορόφου, όπως αποδεικνύεται από τις από 12-11-2009 προανακριτικές καταθέσεις αμφοτέρων των Γ. Κ. και Κ. Φ., καθώς και από τις απολογίες τους ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό της κατηγορίας της ανθρωποκτονίας από συγκλίνουσα αμέλεια σε βάρος τους. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η μεταφορά των χαλκοσωλήνων την ημέρα του ατυχήματος λάμβανε χώρα στο πλαίσιο υδραυλικών εργασιών και όχι εργασιών για την εγκατάσταση συστήματος φυσικού αέριου, οι οποίες δεν είχαν ξεκινήσει. Ειδικότερα, ο ήδη αποβιώσας Κ. Φ., στην ως άνω από 12-11-2009 προανακριτική κατάθεσή του, αμέσως μετά το θανατηφόρο ατύχημα, όταν τα γεγονότα ήταν πρόσφατα και δεν είχαν επέλθει βελτιώσεις στους ισχυρισμούς και στις απόψεις των εμπλεκόμενων μερών, κατέθεσε σαφώς ότι την ίδια ημέρα και περί ώρα 13.30 είχε μεταβεί μαζί με τον ανεψιό του, Α. Φ., σε κατάστημα, όπου αγόρασαν τέσσερις (4) σωλήνες μήκους περίπου τεσσάρων (4) μέτρων, τύπου ΦΙΣ, για να τις μεταφέρουν στην εν λόγω οικοδομή "για υδραυλικές εργασίες και συγκεκριμένα για να τοποθετηθούν τις επόμενες ημέρες". Ουδεμία αναφορά έκανε στην κατάθεση αυτή για εργασίες εγκατάστασης φυσικού αερίου, αλλά αντίθετα, εξεταζόμενος προανακριτικά ως μάρτυρας, κατέθεσε σαφώς ότι οι σωλήνες που είχαν αγορασθεί και μεταφέρονταν από τον ανεψιό του, θα χρησιμοποιούνταν τις επόμενες ημέρες, για υδραυλικές εργασίες. Η κατάθεσή του αυτή κρίνεται απολύτως αξιόπιστη ως προς το σημείο αυτό, κατά τα προαναφερόμενα, και επιπροσθέτους, διότι, παραδεχόμενος σ' αυτήν ο Κ. Φ. ότι ο ίδιος είχε αναλάβει τα ηλεκτρολογικά και υδραυλικά της ως άνω οικοδομής, οπότε και είχε ευθύνη για τη διενέργεια των εργασιών αυτών, ως υπεργολάβος, θα του ήταν ευχερές να καταθέσει ότι οι εργασίες που θα εκτελούνταν θα ήταν εκείνες της εγκατάστασης φυσικού αερίου, εφόσον αυτό ίσχυε, για να αποσείσει τις δικές του ευθύνες για το θανατηφόρο ατύχημα. Το συμπέρασμα αυτό, ότι δηλαδή στην οικοδομή δεν επρόκειτο να αρχίσουν εργασίες εγκατάστασης φυσικού αερίου, πολύ δε περισσότερο ότι δεν εκτελούνταν τέτοιες εργασίες αλλά αντίθετα οι σωλήνες που είχαν αγορασθεί, τους οποίους μετέφερε ο θανών Α. Φ., θα χρησιμοποιούνταν για υδραυλικές εργασίες, σχετιζόμενες κατά πάσα πιθανότητα με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, αφού οι λοιπές υδραυλικές εργασίες στο εσωτερικό της οικοδομής είχαν ολοκληρωθεί, σε τομέα δηλαδή, αρμοδιότητας ως προς την επίβλεψη, του επιβλέποντος μηχανικού Π. Ν., ενισχύεται αποφασιστικά από το γεγονός, ότι αυτοί ήταν μόνο τέσσερεις (4), συνολικού μήκους δέκα έξι (16) μέτρων, ενώ το απαιτούμενο συνολικό μήκος των σωλήνων, οι οποίοι θα χρησιμοποιούνταν για την εγκατάσταση φυσικού αερίου, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη, ανέρχονταν σε εκατόν δέκα μέτρα και ενενήντα εκατοστά (110,90μ.). Εξάλλου, αν οι σωλήνες αυτοί αφορούσαν την εγκατάσταση φυσικού αερίου, δεν υπήρχε λόγος να μεταφερθούν από το ισόγειο, όπου βρίσκονταν αρχικώς, στον δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο, δεδομένου ότι η εγκατάσταση αρχίζει από κάτω προς τα πάνω, ενώ σύμφωνα με τη μελέτη ο σωλήνας που θα "έτρεχε" κατακόρυφα στον πλαϊνό τοίχο της οικοδομής προβλεπόταν να έχει μήκος 9 μέτρων για την αποφυγή αστοχιών από τη συγκόλληση μικρότερων σωλήνων μεταξύ τους. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα Ζ. Χ., πολιτικού μηχανικού, στο ακροατήριο, ο οποίος επίσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχοι χαλκοσωλήνες προορίζονταν για υδραυλικές εργασίες. Κρίνεται δε προδήλως αβάσιμος κατ' ουσίαν ο ισχυρισμός του Γ. Κ. ότι οι χαλκοσωλήνες μεταφέρθηκαν στη βεράντα του δεύτερου ορόφου για την αποφυγή κλοπής τους, διότι, όπως αποδείχθηκε, υπήρχε αποθηκευτικός χώρος στο υπόγειο της οικοδομής, όπου θα μπορούσαν να τοποθετηθούν, μακριά από τα βλέμματα τρίτων, χωρίς να χρειάζεται να καταβληθεί κόπος για την ανύψωσή τους στον δεύτερο όροφο και χωρίς να χρειάζεται να διατρέξει κάποιος τον κίνδυνο της ηλεκτροπληξίας. Επομένως, το επίδικο ατύχημα έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση υδραυλικών εργασιών, ευθύνης του εργολάβου Γ. Κ., του υπεργολάβου Κ. Φ. και του επιβλέποντος μηχανικού Π. Ν., για τις οποίες δεν είχε υποχρέωση επίβλεψης η πέμπτη κυρίως εναγομένη, μηχανολόγος μηχανικός, Α. Τ., εκπονήσασα τη μελέτη και επιβλέπουσα τις εργασίες εγκατάστασης φυσικού αερίου, σύμφωνα με την οικοδομική άδεια. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, η Α. Τ. ουδόλως είχε ειδοποιηθεί από οποιονδήποτε ότι θα άρχιζαν εργασίες του τομέα της αρμοδιότητάς της στην ως άνω οικοδομή, ώστε να παρευρίσκεται, να επιβλέπει και να φροντίσει για τη λήψη μέτρων σε σχέση μετά διερχόμενα ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ, εφόσον, κατά τις συγκεκριμένες εργασίες, υπήρχε σχετικός κίνδυνος για τους εργαζόμενους σ' αυτές. Η ειδοποίησή της, ήταν αναγκαία, αφού η ίδια δεν γνώριζε πότε ακριβώς θα γινόταν η σχετική εγκατάσταση, η οποία συμβαίνει σε απώτερο χρόνο από το πέρας της οικοδομής. Επιπλέον, τα παραπάνω μέτρα, θα έπρεπε να είχαν ληφθεί ήδη από την έναρξη των εργασιών της ως άνω οικοδομής, από τους υπόχρεους προς τούτο τρίτο και τέταρτο των κυρίως εναγομένων, και όχι βεβαίως να αναμένεται να ληφθούν στο τελικό στάδιο της κατασκευής της, όταν θα λάμβανε χώρα η εγκατάσταση φυσικού αερίου. Ο ισχυρισμός του τέταρτου κυρίως εναγόμενου, Π. Ν., ότι υπεύθυνη για τη λήψη αυτών ήταν η πέμπτη κυρίως εναγομένη, Α. Τ., ενέχει τη μη λογική άποψη ότι δεν χρειαζόταν να ληφθούν τέτοια μέτρα κατά τη διενέργεια όλων των εργασιών της οικοδομής, για τα οποία ο ίδιος ήταν υπεύθυνος και που είναι δεδομένο ότι δεν τα είχε λάβει, αλλά έπρεπε να ληφθούν μόνο στο συγκεκριμένο, μεταγενέστερο στάδιο, που υπεύθυνη ήταν και η πέμπτη κυρίως εναγόμενη. Αντιθέτως, αν αυτός είχε ειδοποιήσει, όπως είχε υποχρέωση τη ΔΕΗ, για τη λήψη των μέτρων αυτών, αυτά θα εξακολουθούσαν να υφίστανται μέχρι πέρατος του όλου οικοδομικού έργου και έτσι, η πέμπτη κυρίως εναγόμενη θα είχε την υποχρέωση να λάβει οποιαδήποτε άλλα μέτρα ήταν αναγκαία για τη διενέργεια των εργασιών εγκατάστασης φυσικού αερίου. Επομένως, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι το θανατηφόρο ατύχημα, που υπέστη ο Α. Φ. συνδέεται αιτιωδώς με οποιονδήποτε τρόπο με την Α. Τ., πρέπει επομένως να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός διά του 1ου και 2ου συναφών λόγων της δεύτερης έφεσης και του 4ου λόγου της τρίτης έφεσης ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, στην ως άνω προανακριτική κατάθεση του ήδη αποβιώσαντος Κ. Φ., αναφέρονται επίσης τα εξής: "Από τον Αύγουστο του 2008, έχω αναλάβει τα ηλεκτρολογικά και υδραυλικά της νεοανεγειρόμενης οικοδομής επί της οδού Αττικής 7Α με συμφωνία ένα μεροκάματο και όχι εργολαβία. Μετά την 15η Σεπτεμβρίου 2009 και μέχρι τώρα ερχόταν κάποιες φορές ο ανηψιός μου και με βοηθούσε. Αυτό το έκανα καθόσον ήταν άνεργος και επειδή μου το ζητούσε εκείνος... Φθάνοντας στην οικοδομή ο Θ. πήρε τους σωλήνες και τις ανέβασε στον 3° όροφο της οικοδομής. Μαζί του ανέβηκε ο Γ. Κ. και εγώ ακολούθησα ύστερα από λίγο...". Από τα παραπάνω, προκύπτει αβίαστα, ότι ο αποβιώσας Κ. Φ., είχε πράγματι αναλάβει υπεργολαβικά τις ως άνω εργασίες, όπως άλλωστε έκανε και στο παρελθόν, εργαζόμενος σε τέτοιες εργασίες, τις οποίες αναλάμβανε εργολαβικά, εκδίδοντας τιμολόγια και σχετικά φορολογικά στοιχεία. Ο ίδιος άλλωστε ήταν πτυχιούχος ηλεκτρολόγος και ο μοναδικός από τους εργαζόμενους στην ως άνω οικοδομή, που, κατείχε άδεια ηλεκτρολόγου εγκαταστάτη και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει την προβλεπόμενη από τον νόμο υπεύθυνη δήλωση στην αρμόδια Πολεοδομική Αρχή σχετικά με την ασφάλεια της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης της οικοδομής, την κατασκευή τόσο της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης όσο και εκείνη της θερμοϋδραυλικής, ως υπεργολάβος ως προς το συγκεκριμένο τμήμα του έργου, όπως και πράγματι συνέβη. Ο τρίτος κυρίως εναγόμενος, Γ. Κ., ήταν εκείνος, ο οποίος, στο πλαίσιο της γενικής εποπτείας της οικοδομής, κατά τα προαναφερόμενα, ανέθεσε υπεργολαβικά το ως άνω έργο στον ήδη αποβιώσαντα Κ. Φ., ο οποίος και χρησιμοποίησε ως εργαζόμενο τον θανόντα ανεψιό του, Α. Φ., όπως είχε πράξει και στο παρελθόν σε άλλες εργασίες. Η ιδιότητα του Κ. Φ., ως υπεργολάβου, δεν αναιρείται από τον τρόπο τής αμοιβής του, δηλαδή από το γεγονός ότι αμειβόταν με μεροκάματο και όχι με εργολαβική αμοιβή, όπως αποδείχθηκε, ούτε από το ότι θανών εργαζόμενος αμειβόταν από τον ίδιο τον Γ. Κ., διότι οι συμφωνίες αυτές του Γ. Κ. λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο της προσπάθειας του τελευταίου να ελαχιστοποιήσει το κόστος κατασκευής της οικοδομής, κατά τα προεκτιθέμενα. Έτσι, ευθύνη για το θανατηφόρο ατύχημα του θανόντος εργαζομένου, είχε και ο ήδη αποβιώσας Κ. Φ., που έδινε εντολές στον ανεψιό του για τη διενέργεια των συγκεκριμένων εργασιών και ήταν παρών κατά την ημέρα του ατυχήματος, όφειλε να είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψει το ατύχημα, μην επιτρέποντας στον θανόντα εργαζόμενο να μεταφέρει χειρωνακτικά χαλκοσωλήνες, όταν πλησίον της ως άνω οικοδομής διέρχονταν ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ, χωρίς ουδεμία προστασία. Ωστόσο, και ο θανών γνώριζε καλώς τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας που διέτρεχε κατά τη μεταφορά των χαλκοσωλήνων, καθώς και ότι δεν είχαν ληφθεί προστατευτικά μέτρα για την αποφυγή ενός τέτοιου ατυχήματος, όπως αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Γ. Ρ. ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο θανών είχε πει στον Γ. Κ. "να προσέχει για τα καλώδια γιατί έχει παιδιά". Παρά τούτα, ανέλαβε την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας από κοινού με τον θείο του, Κ. Φ., και υπό την επίβλεψη του Γ. Κ., χωρίς να λάβει οποιοδήποτε ατομικό μέτρο προστασίας, όπως λ.χ. τη χρήση ειδικών υποδημάτων για την αποφυγή δημιουργίας ηλεκτρικού κυκλώματος και διέλευσης του ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από το σώμα του σε περίπτωση επαφής του μεταφερόμενου απ' αυτόν χαλκοσωλήνα με τα ηλεκτροφόρα εναέρια καλώδια της ΔΕΗ, αν και, σύμφωνα με το άρθρο 114 §5 του π.δ. 1073/1981, κάθε εργαζόμενος πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει τις απαραίτητες προφυλάξεις για την προσωπική του ασφάλεια και να απέχει από οποιαδήποτε πράξη, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τον ίδιο, σύμφωνα μετά διαλαμβανόμενα στην αρχική μείζονα σκέψη της παρούσας. Είναι, επομένως, και αυτός συνυπαίτιος από συντρέχον πταίσμα για την πρόκληση του ατυχήματος που επέφερε τον θάνατό του. Η συνυπαιτιότητά του αυτή ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου σε ποσοστό 30%, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών περί του ποσοστού συνυπαιτιότητας του θανόντος διά του 2ου λόγου της πρώτης έφεσης, του 3ου λόγου της δεύτερης έφεσης και του 2ου λόγου της τρίτης έφεσης ως αβασίμων. Κατά το λοιπό ποσοστό 70% ευθύνονται ως συνυπαίτιοι από συγκλίνουσα αμέλεια ο εκτελών το έργο της κατασκευής της οικοδομής, ως εργολάβος, τρίτος κυρίως εναγόμενος Γ. Κ., ο επιβλέπων μηχανικός, τέταρτος κυρίως εναγόμενος Π. Ν. και ο υπεργολάβος για τις εκτελούμενες από τον θανόντα υδραυλικές εργασίες Κ. Φ., από τους οποίους οι δύο πρώτοι σε ουδεμία ειδοποίηση της ΔΕΗ είχαν προβεί σχετικά με τη μικρή απόσταση των ηλεκτροφόρων εναέριων καλωδίων της από την οικοδομή, ούτε πολύ περισσότερο είχαν φροντίσει, ώστε από κοινού με τη ΔΕΗ, να εξετάσουν και να λάβουν τα ενδεδειγμένα προστατευτικά μέτρα για την αποφυγή ηλεκτροπληξίας των εργαζομένων στην οικοδομή, ο δε τρίτος απ' αυτούς, ο οποίος έδινε εντολές στον ανεψιό του για τη διενέργεια των συγκεκριμένων εργασιών και ήταν παρών κατά την ημέρα του ατυχήματος, αν και όφειλε να είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψει το ατύχημα, επέτρεψε στον θανόντα εργαζόμενο να μεταφέρει χειρωνακτικά χαλκοσωλήνες, εν γνώσει του ότι πλησίον της ως άνω οικοδομής διέρχονταν ηλεκτροφόρα καλώδια της ΔΕΗ, χωρίς ουδεμία προστασία, απορριπτομένου του ισχυρισμού του Γ. Κάτρη διά του 1ου λόγου της πρώτης έφεσης ότι δεν είχε την ιδιότητα του εργολάβου και δεν είναι συνυπαίτιος για το ατύχημα, του 3ου λόγου της τρίτης έφεσης των κυρίως εναγόντων ότι ο Κ. Φ. δεν είναι συνυπαίτιος για το ατύχημα και του ισχυρισμού διά του 4ου λόγου της δεύτερης έφεσης του Π. Ν. περί αποκλειστικής συγκλίνουσας αμέλειας της Π.. Κ., Γ.. Κ., Κ.. Φ., Α.. Τ. και του θανόντος, ως αβασίμων. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι, από τον κατά τον παραπάνω τρόπο αιφνίδιο θάνατο του υιού και αδελφού τους, οι κυρίως ενόγοντες, που ανήκουν στην οικογένεια του θανόντος, δοκίμασαν θλίψη και κυριεύθηκαν από ψυχική οδύνη και, συνεπώς, δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα, τον βαθμό υπαιτιότητας των τρίτου και τέταρτου των κυρίως εναγόμενων, καθώς και του ήδη αποβιώσαντος θείου του θανόντος, Κ. Φ. (αμέλεια), το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος (30%), τον βαθμό συγγένειας καθενός των κυρίως εναγόντων με τον θανόντα (γονείς και αδέλφια), τη συναισθηματική σύνδεσή τους μ' αυτόν και, τέλος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διάδικων μερών, κρίνει ότι το ποσό που δικαιούται καθένας από τους κυρίως ενάγοντες, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη από τον θάνατο του ως άνω συγγενούς τους, ανέρχεται στο ποσό των 35.000,00 € για έκαστο των γονέων του θανόντος και σε 28.000,00€ ευρώ για έκαστο των αδελφών του, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού για το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης δια του 3ου λόγου της πρώτης έφεσης και του 6ου λόγου της δεύτερης έφεσης, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του 1ου λόγου της τρίτης έφεσης και της τρίτης έφεσης στο σύνολό της.(....). Επομένως, μη υφισταμένου άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει η πρώτη και δεύτερη έφεση να απορριφθούν ως αβάσιμες και η τρίτη έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και να δικαστεί η αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τον τρίτο και τέταρτο των εναγομένων και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος σε έκαστο των δύο πρώτων κυρίως εναγόντων το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ ( 35.000,00) και σε έκαστο των τρίτο και τέταρτη των εναγόντων το ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων ευρώ (28.000,00) νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση...". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, δέχτηκε την έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, ως βάσιμη κατ' ουσία και εξαφανίζοντας την εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση δέχτηκε την αγωγή ως εν μέρει βάσιμη κατ' ουσία επιδικάζοντας τα αναφερόμενα στην προσβαλλομένη απόφασή του χρηματικά ποσά, για την χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από τον επελθόντα, κατά το περιγραφόμενο εργατικό ατύχημα, θάνατο του συγγενούς τους Α. Φ.. Κατά της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων, ως προς το ζήτημα της ευθύνης του ιδίου στο επισυμβάν εργατικό ατύχημα και τον εξαιτίας αυτού επελθόντα θάνατο του εργαζόμενου Α. Φ., προβάλλει τους υπό το κεφάλαιο Α ακόλουθους λόγους αναίρεσης. Ειδικότερα: Με τον πρώτο (Α1) λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλει την από τους αριθμούς 11 γ και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά την συγκρότηση του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς το ως άνω ζήτημα, Α) δεν έλαβε υπόψη: α) τη δικαστική ομολογία των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων ότι ο θάνατος του συγγενούς τους Α. Φ. επήλθε κατά την εκτέλεση εργασιών εγκατάστασης φυσικού αερίου, την μελέτη και επίβλεψη της οποίας είχε αναλάβει η συνεναγομένη του Α. Τ., η δικαστική δε αυτή ομολογία των εναγόντων προέκυπτε από τα αναφερόμενα αποσπάσματα της ένδικης αγωγής τους και των ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προτάσεών τους, στις οποίες ενσωμάτωσαν αυτούσιες και τις ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου προτάσεις τους. Συνακόλουθα, κατά τον οικείο αναιρετικό λόγο, εάν το Εφετείο λάμβανε υπόψη την πιο πάνω δικαστική ομολογία των αναιρεσιβλήτων, δεν θα κατέληγε κατ' ουσία στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι και αυτός ευθύνεται για το θάνατο του ως άνω εργαζόμενου, αλλά ότι ευθύνεται υπό την ιδιότητα της επιβλέπουσας μηχανικού η πέμπτη εναγομένη Α. Τ. που είχε αναλάβει την εκτέλεση εργασιών εγκατάστασης φυσικού αερίου, β) τα υπ' αυτού επικληθέντα και προσκομισθέντα, τόσο στο πρωτόδικο δικαστήριο όσο και στο Εφετείο, έγγραφα και συγκεκριμένα: 1) την από 12-11-2009 ένορκη εξέταση του Γ. Κ., ενώπιον του ΑΤ Ηρακλείου, 2) το από 13-12-2009 έγγραφο-υποβολή δικογραφίας του ΑΤ Ηρακλείου Αττικής σε βάρος των Κ. Φ. και Π. Ξ., 3) την από10-11-2009 έγγραφη καταγγελία του Κ. Φ. στην Επιθεώρηση Εργασίας Αθηνών, 4) τις από 2-6-2010 έγγραφες εξηγήσεις του Κ. Φ., 5) τη με αρ. πρωτ. 1535/Α/2009 έκθεση έρευνας θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος της Τεχνικής Επιθεωρήτριας του Υπουργείου Εργασίας Κ. Μ., 6) τη φωτογραφία εκείνης της ημέρας που δείχνει την πρόσοψη του κτιρίου εφ' ου το ατύχημα και 7) τις φωτογραφίες και τις αεροφωτογραφίες της επίδικης οικοδομής μέσω Google Earth. Β). επικουρικώς στην περίπτωση που κριθεί ότι λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα, δεν προσέδωσε στην περιεχόμενη στο δικόγραφο της αγωγής και τις έγγραφες προτάσεις στο πρωτοβάθμιο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των αναιρεσιβλήτων, δικαστική ομολογία τους ότι οι χαλκοσωλήνες θα χρησιμοποιούντο για φυσικό αέριο, την κατά νόμο πλήρη περί τούτου απόδειξη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα: 1) ως προς τις αιτιάσεις με αρίθμηση Α α και Β, διότι οι προβαλλόμενες αιτιάσεις ότι δεν λήφθηκε υπόψη δικαστική ομολογία των αναιρεσιβλήτων και δεν της αποδόθηκε η κατά νόμο (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ) πλήρης απόδειξη, δεν ήταν ουσιώδης για την έκβαση της προκειμένης δίκης, αναφορικά με την αδικοπρακτική ευθύνη του αναιρεσείοντος, καθόσον η ευθύνη του αναιρεσείοντος στηρίζεται, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, στην παραδοχή του Εφετείου, ότι αυτός ως επιβλέπων μηχανικός, ενώ είχε από το νόμο υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 1073/1981, αφενός μεν δεν έλαβε εξ αρχής, πριν δηλαδή την έναρξη των εργασιών στο εκτελούμενο έργο, τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων, ούτε (από κοινού με τον Γ. Κ.) προέβη σε ειδοποίηση της ΔΕΗ, για τη λήψη ενδεδειγμένων προστατευτικών μέσων (ενόψει και των παραδοχών σε άλλα σημεία της προσβαλλόμενης απόφασης περί εγγύτητας της διέλευσης των ηλεκτροφόρων καλωδίων από την ανεγειρόμενη οικοδομή σε απόσταση μικρότερη της κατά νόμο ελαχίστης τοιαύτης και περί επισήμανσης από τον ίδιο αναιρεσείοντα στο Σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας που είχε υποβληθεί στην Πολεοδομία ότι υφίσταται πιθανός κίνδυνος ηλεκτροπληξίας) αφετέρου δε δεν επέβλεπε την εκτέλεση των εργασιών αυτών, ώστε να αποτραπεί η διενέργεια τυχόν επικίνδυνων εργασιών, όπως αυτή του αποθανόντος Α. Φ.. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ουδεμία επίδραση έχει στην ως άνω ευθύνη του αναιρεσείοντος, ως επιβλέποντος μηχανικού του όλου έργου, το είδος των εκτελούμενων εργασιών των αντιστοίχων τμημάτων αυτού και η ενδεχόμενη συνυπαιτιότητα του αντιστοίχου εργολάβου που δυνάμει σχετικής σύμβασης, το εκτελεί, αν δηλαδή εκτελούντο υδραυλικές ή κατά τους ισχυρισμούς του εργασίες εγκατάστασης φυσικού αερίου. 2) ως προς την με αρίθμηση Α β αιτίαση, διότι από τη βεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφαση του ότι στην περί πραγμάτων κρίση του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, την 5502/30-9-2015 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα Σ. Π. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και από όλα γενικά τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και ιδιαίτερα από τις προεκτεθείσες παραδοχές της απόφασης, που αφορούν τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος προς απόδειξη των οποίων αυτός επικαλέστηκε τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και όλα τα φερόμενα ως αγνοηθέντα, ως άνω, αποδεικτικά μέσα. Κατά το μέρος δε που με τις λοιπές αιτιάσεις πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, οι διαλαμβανόμενες στο λόγο αυτό της αίτησης αναίρεσης αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες (άρθ. 561 παρ. 1 του KΠολΔ). Με το δεύτερο (Α2) λόγο της αίτησης αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ΒΔ 17/1950, του ΠΔ 778/1980, του ΠΔ 1073/1981 και του ν. 1396/1983 με την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση με την επάλληλη αιτιολογία της ότι, "Επιπλέον, τα παραπάνω μέτρα, θα έπρεπε να είχαν ληφθεί ήδη από την έναρξη των εργασιών της ως άνω οικοδομής, από τους υποχρέους προς τούτο τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, και όχι βεβαίως να αναμένεται να ληφθούν στο τελικό στάδιο της κατασκευής της, όταν θα ελάμβανε χώρα η εγκατάσταση φυσικού αερίου", εσφαλμένα εφαρμόζοντας τις ως άνω διατάξεις δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων ευθύνεται και για την εγκατάσταση του φυσικού αερίου εργασία, η οποία δεν εμπίπτει στο έργο, τη μελέτη και επίβλεψη του οποίου είχε αναλάβει, αλλά σε εκείνο της συνεναγομένης του Α. Τ., η οποία κατά τις παραδοχές της, είχε αναλάβει τη μελέτη και επίβλεψη της εγκατάστασης φυσικού αερίου, παραλλήλως δε διέλαβε ενδοιαστική αιτιολογία με την παραδοχή ότι "οι χαλκοσωλήνες θα χρησιμοποιούντο για υδραυλικές εργασίες, σχετιζόμενες κατά πάσα πιθανότητα με τους ηλιακούς θερμοσίφωνες" και επί πλέον, παραβίασε ευθέως και τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον ελλείπει η απαιτούμενη προυπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αποδιδόμενης στον αναιρεσείοντα παράλειψης να αιτηθεί από τη ΔΕΗ τη μετατόπιση των ηλεκτροφόρων αγωγών και του επελθόντος εξ αυτής αποτελέσματος, δοθέντος ότι δεν είχε την επίβλεψη του έργου εγκατάστασης του φυσικού αερίου. Υπό το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, κατά την έρευνα του επικουρικού ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ότι το επίδικο ατύχημα συνέβη κατά τις εργασίες εγκατάστασης του φυσικού αερίου, ώστε την κατά νόμο ευθύνη φέρει η εκπονήσασα τη μελέτη και επιβλέπουσα τις εργασίες μηχανολόγος κυρίως πέμπτη εναγομένη Α. Τ., σύμφωνα με την οικοδομική άδεια, η ως άνω φερόμενη κατά τον αναιρεσείοντα ως επάλληλη αιτιολογία, είναι επιχείρημα, προς στήριξη της με σαφήνεια διατυπούμενης παραδοχής ότι ουδεμία ευθύνη φέρει η συνεναγομένη του Α. Τ. και δεν συνιστά επάλληλη αιτιολογία, της προεκτεθείσας, κατά την έρευνα του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, αιτιολογίας, ως προς την αδικοπρακτική του ευθύνη για το ένδικο εργατικό ατύχημα και τον εξ αυτού επελθόντα θάνατο του Α. Φ.. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός, ενόψει του ότι κατά την σαφή παραδοχή του Εφετείου η ευθύνη του αναιρεσείοντος θεμελιώνεται στην μη λήψη υπ' αυτού προστατευτικών μέτρων ασφάλειας των εργαζομένων κατά την υπ' αυτών εκτέλεση εργασιών στο εκτελούμενο έργο, πριν την έναρξη των εν λόγω εργασιών, όπως προεκτέθηκε, είναι αλυσιτελής και ουδεμία επιρροή έχει στη θεμελίωση της ευθύνης του, αν το επίδικο ατύχημα συνέβη κατά την εκτέλεση υδραυλικών εργασιών ή εργασιών εγκατάστασης φυσικού αερίου. Ως προς την έρευνα των ακόλουθων, υπό το κεφάλαιο Β, δυο λόγων της αίτησης αναίρεσης, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Από την επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 KΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι: Ο αναιρεσείων, τέταρτος εναγόμενος της προαναφερθείσας κύριας αγωγής των εναγόντων εδώ αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου άσκησε την από 10-11-2014 με αρ. κατάθ. 125227/4246/10-11-2014 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, στην οποία σώρευσε και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία επικαλούμενος ότι σε βάρος του ασκήθηκε η προαναφερόμενη κύρια αγωγή των αναιρεσιβλήτων από 25-7-2014 με αρ. κατάθ. 92367/3187/31-7-2014, ζήτησε να υποχρεωθεί ο παρεπιμπτόντως εναγόμενος Κ. Φ., θείος του αποθανόντος Α. Φ. και εργοδότης του, να παρέμβει στη δίκη προς υποστήριξη του και σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να του καταβάλει αναγωγικά οποιοδήποτε ποσό τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, άλλως και επικουρικώς το 95 % τουλάχιστον των κονδυλίων αυτών με το νόμιμο τόκο. Μετά τον επισυμβάντα θάνατο του Κ. Φ. την 9-3-2015 και την για το λόγο αυτό διακοπείσα βιαίως δίκη, ο αναιρεσείων επανέφερε με κλήση του ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου την παρεμπίπτουσα αγωγή του κατά των Γ. και Κ. Φ., ήδη τρίτου και τετάρτου αναιρεσιβλήτων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων αυτού κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, μετά την αποποίηση της κληρονομίας εκ μέρους του πατέρα τους Χ. Φ.. Με την πρωτόδικη απόφαση η παρεμπίπτουσα αγωγή, απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης παθητικής αυτών νομιμοποίησης, μετά την από τους ίδιους αποποίηση της επαχθείσας σ' αυτούς κληρονομίας. Μετά την άσκηση υπό του αναιρεσείοντος της προαναφερθείσας έφεσης, η προσβαλλομένη απόφαση, μετ' επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, την απορριπτική της κρίση, στήριξε στις ακόλουθες αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της, κατ` ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της. Ειδικότερα, αφού δέχθηκε ότι και ο Κ. Φ., ως υπεργολάβος των υδραυλικών εργασιών της οικοδομής είναι συνυπαίτιος με τον αναιρεσείοντα (και τον Γ. Κ. εργολάβο της οικοδομής), για τον επισυμβάντα θάνατο του Α. Φ., κατά το αναφερόμενο εργατικό ατύχημα, διέλαβε τις αιτιολογίες: " Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι με τη με αριθμό 173/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε επί αγωγής των τρίτου και τέταρτης κυρίως εναγόντων, Γ. Φ. και Κ. Φ., η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, ακυρώθηκε η αποδοχή απ' αυτούς της κληρονομιάς του αποβιώσαντος στις 9-3-2015 θείου τους, Κ. Φ., η οποία πλασματικά θεωρήθηκε ότι έγινε απ' αυτούς λόγω παρέλευσης άπρακτης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησής της από τη γνώση της επαγωγής της σ' αυτούς και του λόγου της, μετά τη νομότυπη προγενέστερη αποποίηση αυτής από τον πρώτο κυρίως ενάγοντα πατέρα τους, Χ. Φ., στις 29-4-2015. Μετά απ' αυτά οι τρίτος και τέταρτη κυρίως ενάγοντες, έχοντας αποποιηθεί την κληρονομιά του θείου τους, Κ. Φ., δεν ενέχονται για τα όποια χρέη αυτής ούτε εξ αναγωγής. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος της δεύτερης έφεσης διά του 5ου λόγου έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο εσφαλμένα δέχθηκε ότι οι Γ. Φ.. και Κ. Φ. δεν νομιμοποιούνται παθητικά ως παρεμπιπτόντως εναγόμενοι διότι η σχετική ένστασή τους δεν έχει προβληθεί με καταχώρισή της στα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης, η δε ως άνω 178/2018 [εννοεί 173/2018] απόφαση δεν είχε καταστεί τελεσίδικη κατά την εκδίκασή της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ως προς το πρώτο σκέλος διότι η παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν υποβολής σχετικής ένστασης, ως προς το δεύτερο σκέλος διότι κατ' αποτέλεσμα έκρινε ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθόσον ήδη η ως άνω απόφαση έχει καταστεί τελεσίδικη.". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον πέμπτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, που παραπονείτο για την απόρριψη της παρεμπίπτουσας αγωγής του, και στη συνέχεια απέρριψε την έφεσή του ως αβάσιμη κατ' ουσία. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδβ, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρ. 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομία που έχει επαχθεί σ' αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε. Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει - δεν δέχεται - την κληρονομία που έχει επαχθεί σ' αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ.β ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή όμως από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδβ ΑΚ). Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ.β ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομία επάγεται σ' εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1856 ΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Δεν αποκλείεται, συνεπώς, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή να είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ. 147 επ. 150 επ. 184 Α.Κ.), που εφαρμόζονται, ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, (η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης), μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολ.ΑΠ 858/1990, ΟλΑΠ 3/1989), υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 1211/2008). Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομίας λόγω της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποίησης προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, μη ανατρέποντας από μόνη της τις συνέπειες της πλασματικής αποδοχής, η ακύρωση της οποίας μόνο με αγωγή ή αντίστοιχη ένσταση της ΑΚ 1857 παρ. 2 μπορεί να γίνει. (ΑΠ 22/2022, ΑΠ 572/2016). Με τη δικαστική ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας λόγω πλάνης και ειδικότερα με την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, τα έννομα αποτελέσματα της εν λόγω δικαιοπραξίας ανατρέπονται κατ' άρθρα 184, 180ΑΚ αυτοδικαίως και αναδρομικά. Περαιτέρω, η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 KΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας.
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχει ή όχι η προϋπόθεση αυτή ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 (ΟλΑΠ 25/2008). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ` αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσης της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος απόδειξης, με συνέπεια, και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποίησης του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης κατ' ουσία, για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης (ΑΠ 55/2022, ΑΠ 915/2021, AΠ 46/2020, ΑΠ 59/2017, ΑΠ 410/2016). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχτηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε, ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη. Πρόκειται δηλαδή για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 του Κ.Πολ.Δ. Για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός προϋποτίθεται ότι το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε, αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, της έρευνας για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και ακολούθως δέχθηκε ή δεν δέχθηκε την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξή του (Ολ.Α.Π 19/2005, Α.Π. 148/2020, Α.Π. 169/2019). Ως εκ τούτου, αν, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το δεδικασμένο, τότε δεν ιδρύεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος (Α.Π. 1247/2023, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 451/2019, ΑΠ 542/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον Β 1 λόγο της αίτησης αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχτηκε την ύπαρξη δεδικασμένου απορρέοντος από την με αρ. 173/18-1-2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί του οποίου στήριξε την απορριπτική του κρίση ως αβάσιμης κατ' ουσία της παρεμπίπτουσας αγωγής του για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης των με αυτή εναγομένων, τρίτου και τετάρτου των αναιρεσιβλήτων, παρόλο που ο αναιρεσείων δεν ήταν διάδικος στη δίκη αυτή. Από τις προεκτεθείσες παραδοχές του Εφετείου, προκύπτει ότι στην προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχεται θετική κρίση για αποδοχή δεδικασμένου σχετικά με το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα ζήτημα και συνεπώς ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Με τον με αρίθμηση Β 2 λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με την ως άνω απορριπτική του κρίση, ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή του, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1848 ΑΚ. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος που ερείδεται στον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο της εκ πλαγίου παραβίασης των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1847, 184, και 1857 του ΑΚ είναι βάσιμος, καθότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας ως προς το ζήτημα της ουσιαστικής βασιμότητας της παθητικής νομιμοποίησης των τρίτου και τέταρτης των αναιρεσιβλήτων, υπό την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του ήδη αποβιώσαντος στις 9-3-2015 θείου τους Κ. Φ., κριθέντος ως συνυπαιτίου του θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνει παραδοχές ως προς το χρόνο κατά τον οποίο επήλθε η τελεσιδικία της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία με αρ. 173/18-1-2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε λόγω πλάνης η πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του άνω κληρονομηθέντος, λόγω άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης και ως προς τον τρόπο επέλευσης της τελεσιδικίας (λ.χ. με την επίδοση αυτής και την παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκηση της έφεσης, με την παρέλευση άπρακτης της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της για την άσκηση έφεσης, με την άσκηση έφεσης εκ μέρους του εκεί εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και την απόρριψη αυτής κλπ), ούτε παραδοχές ως προς το χρόνο υποβολής των δηλώσεων αποποίησης της κληρονομίας από τους ως άνω αναιρεσιβλήτους στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, προκειμένου να κριθεί εάν οι δηλώσεις αποποίησης της κληρονομίας υποβλήθηκαν από αυτούς εμπρόθεσμα, εντός της τετράμηνης προθεσμίας από την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης ή ακόμη και σε προγενέστερο της τελεσιδικίας χρόνο, ενόψει της αναδρομικής και αυτοδίκαιης ανατροπής των αποτελεσμάτων της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας από την τελεσιδικία, προκειμένου να επιφέρουν τα έννομα αυτών αποτελέσματα. Κατ' ακολουθία αυτών, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με αριθμό 199/12-1-2023, κατά το μέρος που αφορά ο με αρίθμηση Β 2 λόγος της αίτησης αναίρεσης και συγκεκριμένα ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή του αναιρεσείοντος κατά των τρίτου και τέταρτης των αναιρεσιβλήτων και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 199/12-1-2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος η αρχαιότερη της σύνθεσης Αρεοπαγίτης ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή