
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 324 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 324/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Αναστασία Καραμανίδου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Nοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση και από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού και ήδη Υπουργό Πολιτισμού, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Ελένη Περούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Χ. Α. του Ε., 2.Α. Θ. του Ι., 3.Σ. Κ. του Ε., 4.Ε. Μ. του Α., κατοίκων όλων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-6-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2014 του ίδιου Δικαστηρίου, 674/2017 μη οριστική και 81/2022 οριστική του Μονομελούς Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 27-12-2023 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Τις κλητεύσεις, δε, επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 536/2020, 177/2018). Περαιτέρω με το άρθρο 6Α του Νομοθετικού Διατάγματος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 "Περί Κώδικος Δικών του Δημοσίου", όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ. 3 του ν. 4305/2014 (ΦΕΚ Α 237/31.10.2014), ορίζεται ότι "1. Η επίδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. κάθε ενδίκου βοηθήματος και ενδίκου μέσου, οποιασδήποτε κλήσης προς συζήτηση υπόθεσης, οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, προσωρινής διαταγής, για οποιαδήποτε υπόθεση σε οποιονδήποτε βαθμό ή στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δύναται να γίνει: α) στους αντιδίκους του ή τον αντίκλητό τους, β) στον δικηγόρο ο οποίος τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που αφορά την υπόθεση, στην τελευταία δηλωθείσα, κατά τις κείμενες διατάξεις, διεύθυνση τους. Ο δικηγόρος στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται αντίκλητος και για κάθε μεταγενέστερη επίδοση, έκτος εάν ο διάδικος, κατά περίπτωση, γνωστοποίησε με δήλωση στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή την έδρα του Ν.Π.Δ.Δ., το διορισμό νέου πληρεξουσίου ή αντικλήτου. Ο δικηγόρος ή ο αντίκλητος οφείλει να παραδίδει αμελλητί το επιδιδόμενο έγγραφο. Επιδόσεις που έχουν διενεργηθεί κατά τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια θεωρούνται νόμιμες και για εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο υποθέσεις. 2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται ανάλογα και για επιδόσεις που διενεργούνται, κατ` εφαρμογή κείμενων διατάξεων, από τη Γραμματεία οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές". Ως δικηγόρος του διαδίκου, στον οποίο μπορεί εγκύρως να γίνει επίδοση, κατά τη σαφή έννοια της ως άνω διάταξης, θεωρείται εκείνος ο οποίος εκπροσώπησε το διάδικο στην τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή υπέγραψε το τελευταίο δικόγραφο που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό του, κατά την διαδικαστική πορεία αυτής, εφόσον ο δικηγόρος αυτός δεν έχει αντικατασταθεί κατά τον αναφερόμενο στην διάταξη αυτή τρόπο (ΑΠ 660/2024, ΑΠ 378/2022,ΑΠ 330/2018, 789/2017). Στην προκειμένη περίπτωση από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της ένδικης από 27-12-2023 με αριθμ. καταθ. 10950/1074/28-12-2023 αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των αναιρεσίβλητων, δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι αναιρεσίβλητες, ούτε υποβλήθηκε η, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δήλωση. Από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως από το αναιρεσείον με αριθμ. 6501/4-7-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελητρίας της περιφερείας του Εφετείου ... Ε. Α., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω υπό κρίση αίτησης για αναίρεση της με αριθ. 81/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου ..., με πράξη ορισμού, ως αρμοδίου, του Β2 Τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε, με την επιμέλεια αυτού, νόμιμα και εμπρόθεσμα στη δικηγόρο ... Μαρίνα Ν. Γκάτα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων (εκκαλούντων-εναγόντων), η οποία είχε εκπροσωπήσει αυτούς ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου ..., κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (21-9-2021), κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (81/2022) και συνεπώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, είναι αντίκλητος των αναιρεσιβλήτων για την επίδοση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης στην παρούσα δίκη, αφού δεν προκύπτει ότι η ως άνω δικηγόρος έχει αντικατασταθεί από αυτούς κατά τον αναφερόμενο στην προαναφερθείσα διάταξη τρόπο. Συνακόλουθα, εφόσον οι αναιρεσίβλητες κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστούν κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, το δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη από 27-12-2023, με αριθ. κατάθεσης 10950/1074/28-12-2023 αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των αναιρεσιβλήτων, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με αριθ. 81/12-1-2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ..., που εκδόθηκε κατόπιν άσκησης της από 30-6-2015 έφεσης των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων (με αριθ. καταθ. 4749/2015) κατά της εκδοθείσας, κατά την ίδια διαδικασία, με αριθμ. .../2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία απέρριψε, ως προς τις αναιρεσίβλητες, ως νόμω αβάσιμη την αγωγή. Με την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, το Εφετείο, δέχτηκε τυπικά και κατ ουσίαν την έφεση και μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κράτησε την υπόθεση, δίκασε αυτήν κατ ουσίαν και δέχτηκε την αγωγή των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων ως ουσιαστικά βάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ) στις 28-12-2023, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ καθόσον δεν προκύπτει, η , με επιμέλεια οιουδήποτε των διαδίκων, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 12-1-2022. Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
2.-Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 του ΑΚ, 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί με το άρθρο 11 του α.ν. 547/1937, 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2190/1994, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της 1999/70 κοινοτικής οδηγίας (10-7-2001), τις αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και τέλος, τις διατάξεις των άρθρων 5,6,7 του π.δ. 164/2004 (ΦΕΚ Α 134/19-7-2004), με τις οποίες ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ανωτέρω κοινοτική Οδηγία για τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, προκύπτει ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημοσίου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 18-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν ούτε κατά νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, μπορεί να εφαρμοστεί σε διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πριν από την έναρξη ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και της 1999/70 ΕΚ Οδηγίας. Τούτο διότι οι συμβάσεις αυτές, παρά την απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (ορισμένου χρόνου), είχαν ήδη, πριν από την έναρξη ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων προσλάβει τον χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών (ν. 2112/1920), τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (ΟλΑΠ 7/2011 και 8/2011, ΑΠ 960/2018). Στην περίπτωση αυτή , η, μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων (18-4-2001) και της οδηγίας (10-7-2001), συνέχιση της εξακολούθησης της κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχαν όμως αρχίσει να συνάπτονται πριν την ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση, είναι νομικώς αδιάφορη, διότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είχε ήδη προσλάβει το χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησε στη συνέχεια κατά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων (ΟλΑΠ 7/2011). Προϋπόθεση όμως για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 είναι οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου και υπό τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους, να διακρίνονται από συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ τους δηλαδή να μη μεσολαβούν πολύμηνα χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μίας και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 960/2018, ΑΠ 788/2017, 1425/2015, 244/2015) καθόσον δεν συντρέχει στην περίπτωση αυτή η χρονική ενότητα (ΑΠ 666/2023, ΑΠ 237/2022, ΑΠ1610/2022). Ωσαύτως με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 περ. α, 2 εδ.α και β, 3 και 5 του πιο πάνω π.δ. 164/2004, που κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (ΟλΑΠ 16/2017), ρυθμίστηκε το ζήτημα του χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένης διάρκειας κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του ίδιου διατάγματος (δηλαδή διαδοχικών συμβάσεων με αντικείμενο την ίδια ή παρεμφερή εργασία μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί διάστημα μικρότερο των τριών μηνών) που είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του και ήσαν ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού (ΠΔ 164/19-7-2004) ή είχαν λήξει εντός του προηγούμενου τριμήνου, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εφεξής χρόνο, υπό τις τασσόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα απασχόλησης και έλεγχο από το ΑΣΕΠ. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του Π.Δ. 164/2004 ορίζονται τα εξής: "1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση... γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) Ο, κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις, συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση...". Στο, δε, άρθρο 5 του ιδίου π.δ. ορίζονται τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφ' όσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφ' όσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης". Επομένως εάν η τελευταία από τις διαδοχικές σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έληξε πριν τις 19 Απριλίου 2004 ή δεν συντρέχουν οι τιθέμενες από το πιο πάνω Π.Δ/μα λοιπές προϋποθέσεις, η διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής και μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 1610/2022, ΑΠ 104/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 1/2022, ΑΠ 453/2023, ΑΠ 330/2022, ΑΠ 319/2017).
3. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προς έρευνα των αναιρετικών λόγων, προκύπτει ότι με την από 1-6-2007 (αριθμ. καταθ. 179480/3557/30.7.2007) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... οι τέσσερες (4) ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες (επί συνόλου 52 εναγόντων) εκθέτοντας ότι απασχολήθηκαν στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ως φύλακες αρχαιοτήτων, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου , κατά τα χρονικά διαστήματα α) η πρώτη Χ. Α. από 1-8-1992 έως 31-10-1992, από 2-5-2001 έως 30-9-2001, από 1-10-2001 έως 31-12-2001 από 18-2-2002 έως 30-6-2002 από 1-7-2002 έως 31-10-2002, από 9-6-2003 έως 9-11-2003, από 6-7-2004 έως 30-11-2004, από 11-7-2005 έως 31-10-2005, από 1-11-2005 έως 31-12-2005 και από 23-1-2006 έως 6-10-2006, β) η δεύτερη Α. Θ. από 11-5-2000 έως 15-7-2000, από 1-7-2000 έως 31-10-2000, από 4-8-2000 έως 31-8-2000, από 28-4-2002 έως 27-9-2002, από 1-6-2004 έως 31-10-2004, από 18-6-2005 έως 31-10-2005, από 1-5-2006 έως 31-8-2006 και από 1-9-2006 έως 30-9-2006, γ) η τρίτη Σ. Κ. από 18-6-1997 έως 18-10-1997, από 1-7-1999 έως 31-10-1999, από 1-7-2000 έως 31-10-2000, από 1-6-2001 έως 31-10-2004, από 18-6-2005 έως 17-10-2005 και από 1-5-2006 έως 31-10-2006 και δ) η τέταρτη Ε. Μ. από 1-5-1998 έως 31-10-1998 , από 1-6-2004 έως 31-10-2004, από 16-6-2005 έως 15-10-2005 και από 21-1-2006 έως 6-10-2006, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος) και ότι οι ανωτέρω συμβάσεις συνήφθησαν καταχρηστικά και προς καταστρατήγηση του νόμου και ζήτησαν, επικαλούμενες τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ, 1 και 8 του ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004 ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της Κοινοτικής Οδηγίας, να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται με το εναγόμενο με ενιαία σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι οι απολύσεις τους είναι άκυρες και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί δυνάμει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ. .../2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία απέρριψε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων ως νόμω αβάσιμη. Μετά την από 30-6-2015 με αρ. 4749/28-7-2015 έφεση των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της ανωτέρω απόφασης και αφού εκδόθηκε πρώτα η με αρ. 674/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ..., ακολούθως, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλομένη με αριθ. 81/12-1-2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ..., η οποία δέχτηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση των εκκαλουσών (αναιρεσιβλήτων), εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε κατ ουσίαν, έκρινε ότι η αγωγή ως προς τις ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες είναι νόμιμη και δέχτηκε αυτήν ως και κατ' ουσίαν βάσιμη. Συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχθηκε κατά το αναιρετικά ενδιαφέρον τμήμα αυτής τα ακόλουθα: "Περαιτέρω ως προς την πρώτη, δεύτερη, τέταρτη και έκτη εκκαλούσες, η υπόψη αγωγή κρίνεται βάσιμη κατά νόμο, διότι αναφέρεται σαφώς σε αυτήν ότι οι άνω εκκαλούσες προσελήφθησαν το πρώτον (1/8/1992 η πρώτη, 11/5/2000 η δεύτερη, 18-6-1997 η τέταρτη και 1-5-1998 η έκτη εκκαλούσα) πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος- που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 και απαγορεύουν ακόμα και την εκ του νόμου μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω κι αν οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., επίσης πριν την έναρξη ισχύος της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 10-7-1999 και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001- καθώς και πριν την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004, στις 19-7-2004, ενώ κάλυπταν με την εργασία τους, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, συνέχισαν δε βάσει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, να εργάζονται ως τον Οκτώβριο του 2006, ήτοι και μετά την έναρξη ισχύος των ως άνω διατάξεων, οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα δεν εφαρμόζονται, επειδή οι εν λόγω συμβάσεις είχαν ήδη προσλάβει - πριν αρχίσουν να ισχύουν οι παραπάνω διατάξεις,- κατ ορθή νομική εκτίμηση, τον χαρακτήρα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου , τον οποίο διατηρούν και μετέπειτα ήτοι μετά την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών διατάξεων- και άρα εφαρμοστέα τυγχάνει, εν προκειμένω, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 . Εν συνεχεία από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκε ότι οι ως άνω εκκαλούσες προσελήφθησαν από τον εναγόμενο, αρχικά, την 1-8-1992 η πρώτη, στις 11-5-2000 η δεύτερη, στις 18-6-1997 η τέταρτη και την 1-5-1998 η έκτη εκκαλούσα, ήτοι πριν την έναρξη ισχύος των άνω διατάξεων, εργάστηκαν, δε, σε διάφορες Εφορίες Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού- η πρώτη στην Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η δεύτερη και η τέταρτη στην Ι'Εφορία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων- απασχολούμενες με τη φύλαξη αρχαιοτήτων σε κλειστούς ή υπαίθριους αρχαιολογικούς χώρους, καθώς και με την παροχή πληροφοριών στους επισκέπτες των εκθεσιακών χώρων, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες όμως αποτελούσαν πραγματικά, ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού οι ως ανωτέρω εκκαλούσες κάλυπταν, με την εργασία τους, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ακριβώς όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοί του, είχαν δε οι συμβάσεις τους προσλάβει, πριν την έναρξη ισχύος των άνω διατάξεων- που δεν εφαρμόζονται στην υπόψη περίπτωση- τον χαρακτήρα συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τα προδιαληφθέντα. Ωστόσο , το εναγόμενο, όταν έληξε η διάρκεια και της τελευταίας συμβάσεως κάθε μιας των παραπάνω εκκαλουσών, σταμάτησε να αποδέχεται την εργασία τους, καταγγέλλοντας έτσι σιωπηρά τις συμβάσεις τους, προκειμένης ακυρότητας των εν λόγω καταγγελιών, ως μη γενομένων κατά νόμο- δηλαδή εγγράφως και με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, υποχρεουμένου ως εκ τούτου, του εναγομένου να δέχεται τις υπηρεσίες τους απειλουμένης χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ημέρα παραβίασης αυτής της υποχρέωσης....". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 669 και 672 ΑΚ, 8 παρ. 1α και 3 του ν. 2112/1920, 21 και 14 παρ. 1 του ν. 2190/1994 τις οποίες εσφαλμένα εφήρμοσε, διότι το άρθρο 8 του ν. 2112/1920 εφαρμόζεται μόνο για διαδοχικά συναφθείσες συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν πριν την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος ήτοι πριν τις 18-4-2001, ενώ για τις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά την αναθεώρηση του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και έως την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 11 π.δ. 164/20024, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε . Ειδικότερα στην υπό κρίση υπόθεση: 1) Ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη Χ. Α., κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτή συνήψε μία μόνο σύμβαση πριν την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης διάταξης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (18-4-2001) ήτοι από 1-8-1992 έως 31-10-1992, συνεπώς δεν υπάρχει το στοιχείο της διαδοχικότητας περισσοτέρων συμβάσεων ορισμένου χρόνου πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω διάταξης του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2112/1920 η μετατροπή της ως άνω σύμβασης ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Στη συνέχεια, η πρώτη αναιρεσίβλητη συνήψε συμβάσεις ορισμένου χρόνου από 2-5-2001 έως 30-11-2004, πλην, όμως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η μεταβατική διάταξη του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 αυτού , παρότι κατά την έναρξη ισχύος του στις 19-7-2004 υπήρχε ενεργής σύμβαση . Και τούτο διότι η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 περ.α του π.δ. 164/2004, εφόσον α) η συνολική χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεών της, μετά την 18-4-2001 (έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος) έως την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (19-7-2004) είναι μικρότερη των είκοσι τεσσάρων μηνών (24) και ειδικότερα πέντε (5) μηνών η πρώτη (από 2-5-2001 έως 30-9-2001), τριών (3) μηνών η δεύτερη (από 1-10-2001 έως 31-12-2001), τεσσάρων (4) μηνών και είκοσι δύο (22) ημερών η τρίτη ( από 18-2-2002 έως 30-6-2002), τεσσάρων (4) μηνών η τέταρτη (από 1-7-2002 έως 31-10-2002), πέντε (5) μηνών η πέμπτη (από 9-6-2003 έως 9-11-2003) και η έκτη (από 6-7-2004 έως 30-11-2004) διάρκειας δεκατριών (13) ημερών έως την έναρξη ισχύος του πδ. 164/2004 (19-7-2004), δηλαδή η συνολική διάρκεια είναι είκοσι δύο (22) μήνες και πέντε (5) ημέρες και συνεπώς δεν πληροί τον συνολικό χρόνο των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων έως 19-7-2004, β) δεν συντρέχει η προϋπόθεση των τριών (3) τουλάχιστον ανανεώσεων πέραν της αρχικής, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18 ) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση (από 2-5-2001 έως 30-9-2001) δηλαδή έως 30-9-2003, εφόσον οι ανανεώσεις πέραν της αρχικής, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από αυτή, είναι μεν τέσσερες (4) αλλά ο συνολικός χρόνος απασχόλησης βάσει των συμβάσεων αυτών και μέχρι 30.9.2003 ανέρχεται σε δεκαπέντε μήνες (15) και μία (1) ημέρα καθώς συνήψε (πέραν της αρχικής) την από 1-10-2001 έως 31-12-2001 σύμβαση διάρκειας τριών (3) μηνών, την από 18-2-2002 έως 30-6-2002 σύμβαση διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών και δέκα (10) ημερών, την από 1-7-2002 έως 31-10-2002 σύμβαση διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών καθώς και την από 9-6-2003 έως 9-11-2003 σύμβαση διάρκειας έως στις 30-9-2003 τριών (3) μηνών και είκοσι μίας (21) ημερών . Εξάλλου ενώ υπήρχε ενεργός σύμβαση κατά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004, μεταξύ των προηγηθεισών συμβάσεων ήτοι των από 1-7-2002 έως 31-10-2002, από 9-6-2003 έως 9-11-2003 και από 6-7-2004 έως 30-11-2004, μεσολάβησαν χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε η χρονική ενότητα και διαδοχικότητα των περισσοτέρων συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ως εκ τούτου δεν μπορεί, ούτε, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 11 του π.δ 164/2004 να χαρακτηρισθούν οι ως άνω συμβάσεις ως ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. 2) Η δεύτερη αναιρεσίβλητη Α. Θ., κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνήψε συμβάσεις ορισμένου χρόνου από το 2000 έως το 2006. Αυτή συνήψε τρείς (3) συμβάσεις ορισμένου χρόνου εντός του έτους 2000, πριν την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (18-4-2001) οι οποίες όμως αλληλοκαλύπτονται (από 11-5-2000 έως 15-7-2000, από 1-7-2000 έως 31-10-2000, από 4-8-2000 έως 31-8-2000) και δεν αποτελούν τρείς (3) διαφορετικές διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου καθόσον ελλείπει το στοιχείο της διαδοχικότητας αλλά στην πραγματικότητα μία (1) σύμβαση ορισμένου χρόνου (διάρκειας 5 μηνών και 19 ημερών), και ως εκ τούτου δεν μπορεί κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2112/1920 να μετατραπεί η ως άνω σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Στη συνέχεια συνήψε μια σύμβαση το 2002 (από 28-4-2002 έως 27-9-2002) και την επόμενη το 2004 (από 1-6-2004 έως 31-10-2004) και ενώ υπήρχε ενεργός σύμβαση ορισμένου χρόνου κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του π.δ. 164/2004 (19-7-2004), μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διαδοχικότητα και χρονική ενότητα μεταξύ των συμβάσεων αυτών ορισμένου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση δε, αυτή δεν πληροί ούτε τα χρονικά όρια του άρθρου 11 παρ. 1 περ.α του π.δ. 164/2004 ήτοι της διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος διότι η συνολική διάρκεια των συμβάσεών της ανέρχεται σε έξι (6) μήνες και δεκαεννέα (19) ημέρες ούτε υπάρχουν τρείς (3) ανανεώσεις έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οχτώ (18) μηνών και ως εκ τούτου δεν μπορεί, ούτε, κατ'εφαρμογή της ως άνω διάταξης να χαρακτηρισθούν οι ως άνω συμβάσεις ως ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. 3) Η τρίτη αναιρεσίβλητη Σ. Κ., κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνήψε με το αναιρεσείον συμβάσεις ορισμένου χρόνου κατά τις θερινές περιόδους από 18-6-1997 έως 18-10-1997, από 1-7-1999 έως 31-10-1999 και από 1-7-2000 έως 31-10-2000 ήτοι πριν την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος (παρ. 7 και 8) και πριν την ισχύ της οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του π.δ. 164/2004, όμως οι εν λόγω συμβάσεις δεν είναι διαδοχικές διότι μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ενός (1) έτους, οκτώ (8) μηνών και δώδεκα (12) ημερών και μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης οκτώ (8) μηνών, συνεπώς δεν έχουν μεταξύ τους χρονική ενότητα και συνοχή και ως εκ τούτου δεν μπορεί, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2112/1920, να μετατραπούν οι ως άνω συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Στη συνέχεια αυτή συνήψε μία σύμβαση ορισμένου χρόνου, από 1-6-2001 έως 31-10-2004 , διάρκειας τριών (3) ετών και πέντε (5) μηνών, είναι όμως μία σύμβαση ορισμένου χρόνου τριετής και δεν υπάρχει διαδοχικότητα με περισσότερες της μίας συμβάσεις ορισμένου χρόνου και ως εκ τούτου δεν μπορεί, ούτε, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 11 του π.δ 164/20024 να χαρακτηρισθεί η ως άνω σύμβαση ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. 4) Η τέταρτη αναιρεσίβλητη Ε. Μ., κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνήψε, πριν την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος, μια μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου από 1-5-1998 έως 31-10-1998 (διάρκειας 6 μηνών) και επομένως δεν υπάρχει το στοιχείο των περισσοτέρων συμβάσεων και της διαδοχικότητας και ως εκ τούτου δεν μπορεί κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 να μετατραπεί η ως άνω σύμβαση σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Στη συνέχεια συνήψε τρείς (3) συμβάσεις από 1-6-2004 έως 31-10-2004, από 16-6-2005 έως 15-10-2005 και από 21-1-2006 έως 6-10-2006. Επομένως κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του π.δ. 164/2004 ήταν ενεργός μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου και δεν υφίσταται το στοιχείο της διαδοχικότητας και ως εκ τούτου δεν μπορεί, ούτε, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 11 του π.δ 164/2004 να χαρακτηρισθεί η ως άνω σύμβαση ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά η αγωγή των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων είναι νόμω αβάσιμη, διότι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, α) κατά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης διάταξης του άρθρου 103 του Συντάγματος, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και συγκεκριμένα δεν είχαν συναφθεί περισσότερες διαδοχικές συμβάσεις με χρονική ενότητα και συνοχή μεταξύ τους, ώστε να αναγνωριστούν ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, β) για το χρονικό διάστημα μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 103 του Συντάγματος (18-4-2001), ως εκ του χρόνου σύναψης των επιδίκων συμβάσεων, δεν είναι δυνατή με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, η, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αναγνώριση αυτών ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν οι αναιρεσίβλητες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος και γ) για το χρονικό διάστημα έως 19.7.2004 (έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004), δεν υπάρχει μεταξύ των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνήψαν οι αναιρεσίβλητες (ενάγουσες) με το αναιρεσείον (εναγόμενο), το στοιχείο του συνολικού χρόνου απασχόλησης ούτε της διαδοχικότητας αυτών και της χρονικής ενότητας, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν οι επίδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην μεταβατική διάταξη του άρθρου 11 του πδ. 164/2004. Εξάλλου, ούτε οι ρυθμίσεις της με αρ. 1999/70 Οδηγίας, επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, τα, δε, προς εφαρμογή της οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 7 του π.δ. 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημοσίου φορέα όπου απασχολούνται. Τέλος, ενόψει του ότι οι ανωτέρω συμβάσεις μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 103 του Συντάγματος και του π.δ. 164/2004 δεν αναγνωρίζονται, κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι συναφθείσες μετά την έναρξη ισχύος του (π.δ. 164/2004) συμβάσεις ορισμένου χρόνου των αναιρεσιβλήτων δεν αποκτούν τον χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη. Επομένως ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι με το να κρίνει νόμιμη την αγωγή παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του ΑΚ, 8 ν.2112/1920 και 21 και 14 του Ν.2190/1994, ενώ αν ερμήνευε και εφάρμοζε ορθά τις ως άνω διατάξεις θα έπρεπε να την απορρίψει ως μη νόμιμη, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν τούτου, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την έρευνα του δευτέρου εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Δεδομένου δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α' ΚΠολΔ, να κρατηθεί αυτή και δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα και να απορριφθεί κατ` ουσίαν η από 30-6-2015 έφεση των εκκαλουσών. Τέλος οι αναιρεσίβλητες, που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα σχετικά με την αναιρετική και την κατ' έφεση δίκη δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά του (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 22 του ν. 3693/1957 σε συνδυασμό προς την παρ. 2 της υπ'αριθμ. 134423 οικ. της 8.12.1992/20.1.1993 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ.5 του ν. 1738/1987, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 81/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ....
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 30-6-2015 με αριθμ. καταθ. 4749/2015 έφεση των ως άνω αναιρεσιβλήτων κατά της υπ' αριθμ. .../2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ....
Καταδικάζει τις ως άνω αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει συνολικά για την αναιρετική και την κατ' έφεση δίκη σε εξακόσια (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ