
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 339 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 339/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Βαρβάρα Πάπαρη, Μαρία Πετσάλη και Μαρία Αρχοντάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" (πρώην "EFG ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS A.E."), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Κουτρούμπα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Β. του Κ., 2) Μ. Β. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Σκιαδιώτη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...2017 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ...2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ...2022 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...2023 αίτησή της και τους από ...2024 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από ...2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία με αριθ. ...2022 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της με αριθ. ...2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή αυτών (αναιρεσιβλήτων) κατά της αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 εδάφ. α' ΚΠολΔ, όπως το εδάφιο τούτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 του ν. 4842/2021, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 281, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Κατά δε το εδάφιο β' της ίδιας παραγράφου, αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Περαιτέρω, το άρθρο 281 ΚΠολΔ ορίζει ότι συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της, το δε άρθρο 144 παρ. 1 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επομένη ημέρα μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, με πράξη του Προέδρου του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ορίστηκε δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης αίτησης αναίρεσης η ...2024, οπότε και έλαβε χώρα η συζήτηση αυτής. Η αναιρεσείουσα κατέθεσε στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου στις ...2024 το με ίδια ημερομηνία δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, το οποίο επέδωσε σε καθεμιά των αναιρεσιβλήτων στις ...2024 (βλ. τις με αριθ. ...Η'/...2024 και ...Η'/...2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Π. Ρ. αντίστοιχα). Με βάση τ' ανωτέρω, η τριακοστή ημέρα από την επομένη της κατά τα ανωτέρω κατάθεσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ήταν η ...2024, ημέρα Κυριακή, ήτοι ημέρα εξαιρετέα και, συνεπώς, η προκείμενη προθεσμία των τριάντα πλήρων ημερών για την κατάθεση και επίδοση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης έληξε στις ...2024 ημέρα Δευτέρα και ώρα 7 το βράδυ. Ωστόσο η συζήτηση της αναίρεσης είχε οριστεί και έλαβε χώρα την ίδια ημέρα (...2024) αλλά στις 9.30 π.μ., οπότε δεν είχαν συμπληρωθεί οι τριάντα πλήρεις ημέρες της εν λόγω προθεσμίας κατάθεσης και επίδοσης των προσθέτων λόγων αναίρεσης πριν από τη συζήτηση αυτής. Με τα δεδομένα αυτά, οι από ...2024 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης κατά της ως άνω αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έχουν ασκηθεί εκπρόθεσμα, όπως τούτο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο και, συνακόλουθα, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο καθενός από αυτούς. Σημειώνεται ότι ο σχετικός ισχυρισμός των αναιρεσιβλήτων που προβλήθηκε με το από ...2024 υπόμνημά τους, το οποίο κατατέθηκε στον Γραμματέα του Δικαστηρίου στις ...2024, είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος και δεν λαμβάνεται υπόψη, δεδομένου ότι με αυτόν προβλήθηκε ένσταση για το εμπρόθεσμο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, η οποία όμως έπρεπε να έχει προβληθεί με προτάσεις κατατεθειμένες είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο της ...2024, όπως ορίζει σαφώς το άρθρο 570 παρ. 1 εδάφ. α' και β' ΚΠολΔ και όχι στην προθεσμία του τριημέρου μετά την συζήτηση, που προβλέπει το εδάφ. γ' της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 570 ΚΠολΔ.
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδάφ. β' και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης, απορρέουσας από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παράνομου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης/ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας-πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων, ώστε ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και, κυρίως, να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικά, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού Τράπεζα, θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη (ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 669/2017).
ΙΙ. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών", όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 1, 3 και 4 ν. 3587/2007, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με πράξη ή παράλειψή του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή" (παρ. 1 εδάφ. α'), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 1 εδάφ. β'), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3) και ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδάφ. α'), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή" - και στις τράπεζες - την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή" - και του ιδιώτη επενδυτή - ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του "προμηθευτή" προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην "απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών". Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε "εμπορία υπηρεσιών από απόσταση", αφορούν, όμως - με τελολογική ερμηνεία τους - αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του "προμηθευτή", συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του ως άνω άρθρου 8 του εν λόγω νόμου (2251/1994), είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017). Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, άμεσα ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017). Περαιτέρω, επί όλων των σύνθετων τραπεζικών προϊόντων εφαρμόζεται επί πλέον και η 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, η οποία δημοσιευθείσα στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α', 277), έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 2123/2009). Βάσει δε της Πράξης αυτής, η ενημέρωση των συναλλασσομένων, οποιωνδήποτε προέλευσης και βαθμού εμπειρίας, πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές επί συνθέτων ομολόγων πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά, καθώς και η κατανόηση των πιθανών ειδικά ισχυόντων γι' αυτά κινδύνων και της αναμενόμενης απόδοσής τους (ΑΠ 459/2021).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της με αριθ. 12263/β.500/11.4.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24.4.1997), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν από 1.11.2007, με το άρθρο 85 του ν. 3606/1996), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς". [...] Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές". Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς". [...] Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σ' αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 354/2022). Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MΙFΙD, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (AΠ 354/2022, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις και ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος πρότασης της προσβαλλόμενης απόφασης σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 750/2022). Ιδρύεται δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 175/2020), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 40/2020, ΑΠ 1075/2019). Οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται μ' αυτούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο. Τέλος, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης, αλλά στην πραγματικότητα (υπό το πρόσχημα ότι περιέχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες) να πλήττει αυτήν κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1350/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθ. ...2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση κατά της με αριθ. ...2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή κατ' ουσίαν, δέχθηκε αυτήν εν μέρει, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης, ήδη αναιρεσείουσας να καταβάλει σε κάθε ενάγουσα, ήδη αναιρεσίβλητη, το ποσό των 272.607,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και δη, α) το μεν ποσό των 270.607,74 ευρώ για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από αδικοπραξία (ήτοι, αφαίρεσε από το συνολικό ποσό των 663.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην ονομαστική αξία του επιδίκου ομολόγου που είχαν αγοράσει κατ' ίσα μέρη οι αναιρεσίβλητες, όπως και παρακάτω θα αναφερθεί, το ποσό των 121.784,52 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσό των ληφθέντων από τις αναιρεσίβλητες τοκομεριδίων και το υπόλοιπο ποσό των 541.215,48 ευρώ διαίρεσε δια δύο), β) το δε ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία, δεχόμενη ότι από υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας δια του προστηθέντος υπαλλήλου της Γ. Ν., μη διαδίκου στην προκείμενη δίκη, οι αναιρεσίβλητες προέβησαν κατ' ίσα μέρη στην αγορά του επιδίκου δεκαετούς διάρκειας ομολόγου, ονομαστικής αξίας 663.000 ευρώ, κατόπιν επενδυτικής συμβουλής αυτής (αναιρεσείουσας), χωρίς να τους έχει παράσχει προσυμβατική ενημέρωση αναφορικά με τους κινδύνους της επένδυσης, καθώς δεν επρόκειτο για κοινό ομόλογο τράπεζας με απλή δομή, απόλυτα συμβατό με το συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των εναγουσών - αναιρεσιβλήτων, αλλά για απλό χρηματοπιστωτικό μέσο μειωμένης εξασφάλισης, αφού δεν ήταν εγγυημένο, ούτε παρείχε εξασφάλιση του κεφαλαίου του κατά το χρόνο λήξης της επένδυσής του, με συνέπεια οι ενάγουσες να απωλέσουν όλο το κεφάλαιο, όταν στη συνέχεια το ομόλογο τούτο απώλεσε πλήρως την αξία του, κατά τα διαλαμβανόμενα αναλυτικά σ' αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση). Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα, μητέρα της δεύτερης ενάγουσας είναι απόφοιτος γυμνασίου, ενώ η δεύτερη εξ αυτών απόφοιτος ΙΕΚ με αντικείμενο σπουδών το μάρκετινγκ και διατηρούν επιχείρηση υαλικών, την οποία (επιχείρηση) διαχειρίζονταν αποκλειστικά μέχρι την …2006, οπότε απεβίωσε, ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης Ε. Β.. Ο τελευταίος συνεργάζονταν επί έτη με την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, καθόσον σ' αυτή αποταμίευε τα χρήματα, που αποκέρδαινε από την ως άνω επιχειρηματική δραστηριότητά του, επιλέγοντας την τοποθέτηση αυτών κυρίως σε τραπεζικούς καταθετικούς και προθεσμιακούς λογαριασμούς, αμοιβαία κεφάλαια, μετοχές και ομόλογα διατηρώντας προς τούτο σχετικό χαρτοφυλάκιο. Σημειώνεται ότι προκειμένου να καταστούν συνδικαιούχοι αυτού (χαρτοφυλακίου) και οι ενάγουσες, ως μέλη της οικογένειας του Ε. Β., είχαν υπογράψει αμφότερες την από ...2004 και με αριθμό ... σύμβαση και η δεύτερη ενάγουσα την από …2009 και με αριθμό ... σύμβαση. Με τις συμβάσεις αυτές, οι οποίες αφορούσαν παροχή επενδυτικών υπηρεσιών - λήψης και διαβίβασης εντολών, με ίδιο περιεχόμενο συμφωνήθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα : "Σχετικά με α) τον τηρούμενο στην Τράπεζα σε ευρώ με αριθμό ... χρηματικό κοινό λογαριασμό τους, καθώς και κάθε άλλο υφιστάμενο ή μέλλοντα χρηματικό κοινό λογαριασμό των Πελατών τηρούμενο στην Τράπεζα σε ευρώ ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, β) τις κάθε είδους κινητές αξίες (είτε ενσώματες είτε άυλες) οι οποίες είτε κατατίθενται εκάστοτε από οποιονδήποτε εκ των Πελατών στην Τράπεζα με τον όρο η κατάθεση αυτών να διέπεται από την παρούσα σύμβαση, είτε άλλως στο πλαίσιο της παρούσας σύμβασης, παραλαμβάνονται εκάστοτε από την τράπεζα: ι) για τις ανωτέρω κινητές αξίες ανοίγεται και τηρείται στην Τράπεζα ο με αριθμό ... λογαριασμός κινητών αξιών ο οποίος αποκαλείται εφεξής για συντομία "Λογαριασμός Κινητών Αξιών". Η Τράπεζα φυλάσσει επ' ονόματι των Πελατών όσες από τις ανωτέρω κινητές αξίες είναι ενσώματες, χωρίς να αποκτά την κυριότητα αυτών. 2) Οι Πελάτες παρέχουν στην Τράπεζα την εντολή, πληρεξουσιότητα και εξουσιοδότηση, όπως η τράπεζα ενεργεί τις ακόλουθες πράξεις: Α) Με χρέωση του οριζόμενου εκάστοτε στην αντίστοιχη εντολή ενός από τους ανωτέρω χρηματικού λογαριασμό των Πελατών και εφόσον επαρκούν τα υπάρχοντα σε αυτόν χρήματα, εκτελεί, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της, κάθε εντολή των Πελατών διδομένη με οποιονδήποτε τρόπο, για κατάθεση επ' ονόματι τους χρημάτων στην Τράπεζα σε άλλη τράπεζα για απόκτηση από επ' ονόματι τους μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, για αγορά επ' ονόματι τους κάθε άλλου είδους κινητών αξιών και για συμμετοχή επ' ονόματι τους στην κάλυψη της έκδοσης τέτοιων κινητών αξιών, περιλαμβάνει δε τις κινητές αξίες. Β) Με πίστωση του οριζόμενου εκάστοτε στην αντίστοιχη εντολή ενός από τους ανωτέρω χρηματικού λογαριασμού των Πελατών, εκτελεί χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της, κάθε εντολή των Πελατών διδομένη με οποιοδήποτε τρόπο για ανάληψη επ' ονόματι τους χρημάτων από κατάθεση της Τράπεζας επ' ονόματι τους στην Τράπεζα ή σε άλλη τράπεζα για αίτηση επ' ονόματι τους περί εξαγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και για πώληση επ' ονόματι τους κάθε άλλου είδους κινητών αξιών. Γ) Εκτελεί, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ μέρους της, κάθε εντολή των Πελατών διδομένη με οποιονδήποτε τρόπο για άσκηση δικαιωμάτων μετατροπής ομολογιών σε μετοχές, παραλαμβάνει δε τις μετοχές. Δ) Εισπράττει κάθε χρηματική απαίτηση απορρέουσα από τις ανωτέρω κινητές αξίες και πιστώνει με τα αντίστοιχα ποσά έναν, επιλεγόμενο εκάστοτε από την Τράπεζα μεταξύ των τηρούμενων σε αντίστοιχο νόμισμα, από τους ανωτέρω χρηματικό λογαριασμό τους. Ε) Χρεώνει οποιονδήποτε, κατά την ελεύθερη κρίση της, από τους ανωτέρω χρηματικό λογαριασμό των Πελατών με οποιοδήποτε ποσόν της οφείλεται ως αμοιβή της κατά τα κατωτέρω, καθώς και με όλα γενικώς τα έξοδα και τις δαπάνες που γίνονται ή θα γίνουν με αιτία ή αφορμή την παρούσα σύμβαση και την εκτέλεσή της. ΣΤ) Προβαίνει σε κάθε πράξη συναφή προς τις ανωτέρω εργασίες και υπογράφει κάθε σχετικό με αυτές έγγραφο. 3) Οι Πελάτες δεν κωλύονται να αναλαμβάνουν χρήματα από τους ανωτέρω χρηματικούς λογαριασμούς ή να αναλαμβάνουν κινητές αξίες από το Λογαριασμό Κινητών Αξιών. 4) Από τις ανωτέρω πράξεις σε καμία περίπτωση και για κανένα λόγο δεν μπορεί να γεννηθεί ευθύνη της τράπεζας, κάθε σχετικού κινδύνου αναλαμβανομένου αποκλειστικά από τους Πελάτες. 5) Σχετικά με τις ανωτέρω κινητές αξίες, η Τράπεζα δεν θα έχει άλλη φροντίδα εκτός όσων αναφέρονται ανωτέρω. 6) Εάν εντολή των Πελατών κατά τα ανωτέρω υπό 2α, 2β, 2γ, 2δ, δίδεται στην Τράπεζα τηλεφωνικώς, καθώς και για κάθε άλλη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των Πελατών και της Τράπεζας, οι Πελάτες συναινούν από τούδε να αποτυπώνει η Τράπεζα εάν αυτή υποχρεούται εκ του νόμου ή κρίνει τούτο σκόπιμο με κάθε είδους συσκευή, κάθε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των Πελατών και της Τράπεζας. Εάν εντολή των Πελατών, κατά τα ανωτέρω υπό 2α, 2β, 2γ, 2δ, δίδεται στην Τράπεζα τηλεφωνικώς ή με οποιοδήποτε άλλο τηλεπικοινωνιακό μηχάνημα, η Τράπεζα έχει το δικαίωμα, εάν αυτή κρίνει τούτο σκόπιμο, να αρνείται την εκτέλεση της εντολής, πριν από την περιέλευση στην Τράπεζα εγγραφής επιβεβαίωσης της εντολής. Για τις περιπτώσεις επικοινωνίας μεταξύ των Πελατών και της Τράπεζας με τηλέφωνο ή με οποιοδήποτε άλλο τηλεπικοινωνιακό μηχάνημα, οι Πελάτες έχουν την ευθύνη για ζημιές που επέρχονται από λάθος ή παρανόηση ή πλάνη ή από επικοινωνία με την Τράπεζα τρίτου προσώπου, το οποίο υποδύεται έναν από τους Πελάτες". Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των ανωτέρω συμβάσεων, που συνυπογράφηκαν στο σύνολο τους από τους συμβαλλομένους περιλαμβάνονται σε αυτές προδιατυπωμένοι όροι, όπως αυτοί προεκτέθηκαν και γινόταν ρητή μνεία περί αποκλεισμού της ευθύνης της εναγόμενης για κάθε ζημία που τυχόν θα υποστούν οι ενάγουσες, λόγω των διακυμάνσεων στην επενδυτική αγορά, ενώ οι ενάγουσες δήλωναν ρητά ότι, οποιαδήποτε εντολή έδιναν προς την εναγόμενη ήταν απόρροια της ελεύθερης επιλογής τους, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές της τελευταίας. Σημειωτέο δε ότι ακόμη και μετά την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων οι ενάγουσες ουδεμία ενεργή και ουσιαστική συμβολή είχαν, αντιθέτως με τη λήψη αποφάσεων σχετικών με οποιεσδήποτε επενδυτικές αποφάσεις και την κίνηση του εν λόγω χαρτοφυλακίου ασχολούνταν ο σύζυγος και πατέρας Ε. Β., ο οποίος στις ...2004 είχε επενδύσει σε ένα επενδυτικό προϊόν με τον τίτλο "...", ποσού 352.164,34 ευρώ με ημερομηνία λήξης στις ...2005, ακολούθως δε επένδυσε ένα σημαντικό τμήμα των καταθέσεων του σε ένα ομόλογο με εκδότρια την EFG HELLAS PLC, το οποίο επρόκειτο να λήξει στις ...2007. Στο σημείο δε αυτό πρέπει να λεχθεί ότι λόγω των σημαντικών καταθέσεων που διατηρούσαν ως οικογένεια οι ενάγουσες και ο αποβιώσας Ε. Β. στην εναγόμενη είχαν ενταχθεί στο πελατολόγιο του τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής της ("Private Banking"), η οποία ως συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας, είχε και έχει ως σκοπό τη, μέσω εξειδικευμένων υπαλλήλων, παροχή συμβουλών επωφελούς, κυρίως, επενδυτικής διαχείρισης μεγάλης περιουσίας, εξαιτίας δε της επί πολλά έτη μεταξύ τους συνεργασίας είχαν αναπτύξει με τους υπαλλήλους του ως άνω τμήματος σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης, η οποία επιτάθηκε ακόμη περισσότερο μετά το θάνατο του προαναφερόμενου συζύγου και πατέρα, αφού το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος των κεφαλαίων τους ως οικογένειας, ο Ε. Β. τοποθετούσε σε ομόλογα. Μετά δε το θάνατο του τελευταίου και τη λήξη του προαναφερόμενου ομολόγου με εκδότρια την EFG HELLAS PLC στις ...2007, οι ενάγουσες αφού εισέπραξαν το ποσό των 663.000 ευρώ, ακολούθως απευθύνθηκαν στο τμήμα Ιδιωτικής Τραπεζικής της εναγόμενης και συγκεκριμένα στο δεύτερο εναγόμενο και μη διάδικο στην παρούσα δίκη Γ. Ν. ως αρμόδιου υπαλλήλου του συγκεκριμένου τμήματος, ήτοι προστηθέντος της πρώτης εναγόμενης - εφεσίβλητης, καθώς βρισκόταν σε υπαλληλική σχέση με αυτή, τον χρησιμοποιούσε για την ανάπτυξη της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας της και υπέκειτο στις οδηγίες και εντολές της ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του. Από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι ενάγουσες, δεν διέθεταν οποιασδήποτε μορφής ειδικότερη εκπαίδευση ή εμπειρία, η οποία θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιες τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων τους, περαιτέρω δε, λόγω της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να κατανοήσουν, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών, που αφορούν τα πιο εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα, τούτο δε τις καθιστούσε ανίκανες να ταξινομήσουν τα προϊόντα αυτά ανάλογα με τον κίνδυνο που μπορούσε να περικλείει η επιλογή τους. Σε κάθε περίπτωση δεν διέθεταν το απαιτούμενο επίπεδο εξειδικευμένων γνώσεων επί των χρηματοπιστωτικών μέσων, ώστε να μην έχουν ανάγκη, κατά το στάδιο της επιλογής της κατάλληλης για τις ίδιες επένδυσης, από την ανάλογη παροχή συμβουλών των εξειδικευμένων προστηθέντων υπαλλήλων της διεύθυνσης private banking της εναγόμενης εταιρείας, εξ αυτού δε του λόγου απευθύνθηκαν στην ανωτέρω διεύθυνση. Ενόψει των όσων προεκτέθηκαν σχετικά με το περιεχόμενο και την πορεία του χαρτοφυλακίου, που οι ενάγουσες κλήθηκαν να αναλάβουν και να διαχειριστούν μετά το θάνατο του συζύγου και πατρός, οι τελευταίες (ενάγουσες) σε καμία περίπτωση δεν ενδιαφέρονταν για μία ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζαν υψηλά κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα, αντίθετα, ενδιαφερόνταν για ένα ασφαλές επενδυτικό προϊόν, που θα προσομοίαζε σε αυτά των προθεσμιακών καταθέσεων, το οποίο θα διασφάλιζε, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου τους και μακροπρόθεσμα θα τους απέφερε κέρδη από τους τόκους. Τούτο καθίσταται σαφές από τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές, οι οποίες περιορίζονταν σε τοποθέτηση των αποταμιεύσεών τους από τον Ε. Β. σε προθεσμιακούς ή απλούς καταθετικούς λογαριασμούς καθώς και σε ομόλογα της εναγόμενης, και άλλων ελληνικών τραπεζών, σε μετοχές ελληνικών τραπεζών και εταιρειών, ενώ δεν αποδείχθηκε η κατά το παρελθόν τοποθέτηση των αποταμιεύσεων τους σε επενδυτικά προϊόντα με υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο, προκειμένου να καταταγούν σε αντίστοιχης κατηγορίας επενδύτριες. Σημειωτέο ότι στην περίπτωση των εναγουσών δεν προηγήθηκε της σύναψης των προαναφερόμενων συμβάσεων ή της ένδικης επένδυσης τους η τήρηση επενδυτικού ερωτηματολογίου από την εναγόμενη, προκειμένου να τις κατατάξουν σε αντίστοιχου προφίλ επενδυτή και να τηρήσουν το είδος του χαρτοφυλακίου που αντιπροσώπευε καλύτερα τους επενδυτικούς τους στόχους, ενώ για πρώτη φορά στις ...2007 η εναγόμενη κατέταξε τις ενάγουσες στην κατηγορία του Ιδιώτη - Πελάτη, προκειμένου να λαμβάνουν τη μέγιστη πληροφόρηση και προστασία, έχοντας υπόψη της τη μέχρι τότε μεταξύ τους συνεργασία αποστέλλοντας σε αυτές τις από ...2007 επιστολές και μετά τη θέση σε εφαρμογή του ν. 3606/2007, με τον οποίο ενσωματώθηκε η οδηγία 2004/39/ΕΚ γνωστή ως "MiFID" στο ελληνικό δίκαιο. Από τα ανωτέρω το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι στις ... και ...2004 μεταξύ των διαδίκων στην πραγματικότητα καταρτίστηκε, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, δεδομένου ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της διεύθυνσης private banking, και συγκεκριμένα ο μη διάδικος Γ. Ν. ήταν αυτός που διαμόρφωσε το περιεχόμενο της επιλογής των εναγουσών δηλαδή της αγοράς του επίδικου ομολόγου, για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω. Υπό τους ανωτέρω όρους, το Δικαστήριο, το οποίο και μόνο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει το είδος μίας σχέσης με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που θα προσδώσουν σε αυτήν τα μέρη, πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση που ο χαρακτηρισμός αυτής γίνεται από το κυρίαρχο μέρος της, όπως στην προκειμένη περίπτωση, από την εναγόμενη εταιρεία, λαμβανομένης υπόψη και της έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας των εναγουσών, κρίνει ότι η σχέση που συνέδεε τις τελευταίες με την εναγόμενη δεν ήταν αυτή της εκτέλεσης απλώς από την τελευταία των εντολών τους για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχαν καταλήξει αποκλειστικά και μόνο οι ίδιες, μετά από μία απλή ενημέρωση εκ μέρους των υπαλλήλων της εναγόμενης για τα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα, απορριπτόμενου του αντίστοιχου ισχυρισμού της εναγόμενης ότι η σχέση που τη συνέδεε με τις ενάγουσες ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών τους, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξή της στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασής τους. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι μετά τη λήξη του ομολόγου της EFG HELLAS PLC στις ...2007 και την είσπραξη εκ μέρους των εναγουσών του ποσού των 663.000 ευρώ στα πλαίσια λειτουργίας των ανωτέρω συμβάσεων και κατόπιν των συμβουλών του προστηθέντος από την εναγόμενη προαναφερόμενου υπαλλήλου, η εναγόμενη στις ...2007 προέβη στην αγορά για λογαριασμό τους (των εναγουσών), ομολόγου έκδοσης της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου "Cyprus Popular Bank" Το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο η εναγόμενη, το περιέγραψε ως προϊόν υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, χαμηλής διακινδύνευσης και εξασφαλισμένου, κατά το χρόνο λήξης της επένδυσής του, κεφαλαίου, εκ του οποίου θα εισέπραττε το προβλεπόμενο τοκομερίδιο, καθώς και ότι πρόκειται κατ' ουσίαν για αποταμιευτικό προϊόν εγγυημένου κεφαλαίου, με δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης. Ενόψει των ανωτέρω διαβεβαιώσεων, οι ενάγουσες πείστηκαν και σε εκτέλεση σχετικής εντολής στις ...2007 η εναγόμενη, όπως προεκτέθηκε, προέβη στην αγορά του προαναφερόμενου ομολόγου, με κωδικό τίτλου ..., δεκαετούς διάρκειας, ήτοι με ημερομηνία έκδοσης ...2006 και ημερομηνία λήξης ...2016, αξίας διακανονισμού 668.258,03 ευρώ και ονομαστικής αξίας 663.000 ευρώ, το τοκομερίδιο του οποίου πληρωνόταν ανά τρίμηνο και υπολογιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο (floating rate), το οποίο θα διαμορφωνόταν επί της εκάστοτε τιμής του Euribor τριμήνου, πλέον περιθωρίου (spread) 0,75% -1,75% ετησίως, κατά δε το χρόνο αγοράς ανερχόταν σε 4,36800%, το συνολικό ποσό της έκδοσης του παραπάνω ομολόγου ανήλθε σε 450.000.000 ευρώ. Σκοπός της εκδόσεως του άνω ομολογιακού δανείου ήταν η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευσή τους στην ως άνω τραπεζική εταιρία για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας. Σύμφωνα με το διεθνή οίκο αξιολόγησης με την επωνυμία "Moody's" η διαβάθμιση του άνω ομολόγου ως προς τον επενδυτικό κίνδυνο, που αυτό εγκυμονεί κατά το χρόνο αγοράς του, ήταν Baa2 και σύμφωνα με την επεξήγηση του άνω συμβόλου από τον προαναφερθέντα οίκο τα ομόλογα που κατατάσσονται στις κλίμακες με στοιχεία Baal έως Baa3, όπως το επίδικο κατά το χρόνο αγοράς του, είναι μέσης ποιότητας, οι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου θεωρούνται άμεσα καταβλητέες και ενέχουν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο. Επίσης, το συγκεκριμένο ομόλογο, κατά το χρόνο έκδοσής του, είχε πιστοληπτική αξιολόγηση από τους αντίστοιχους οίκους αξιολόγησης με τις επωνυμίες "Standard & Poor's" και "Fitch Ratings": "ΒΒΒ+", ήτοι βαθμίδα, που αφορά ομόλογα που θεωρείται ότι έχουν επαρκή πιστοληπτική ικανότητα και τα οποία παρίσταται πολύ πιθανό, σε περίπτωση αρνητικών οικονομικών συνθηκών, να οδηγήσουν σε μείωση της δυνατότητας εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό. Το εν λόγω ομόλογο είναι απλό χρηματοπιστωτικό μέσο μειωμένης εξασφάλισης (subordinated), καθώς η εκδότρια δεν είχε χορηγήσει καμία εγγύηση έναντι των περιουσιακών στοιχείων της (unsecured bond), η απόδοσή του συναρτάτο με τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor, ενώ δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε είχε διαβιβασθεί στην τελευταία κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια Αρχή άλλου Κράτους - Μέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17, ι8 ν. 3401/2005, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως υπ' αριθ. πρωτ. ...2018 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ad hoc ΤριμΕφΑθ .../2020 αδημ.), στοιχεία ασύμβατα με το προδιαληφθέν, επενδυτικό προφίλ των εναγουσών, και τούτο διότι το ως άνω επενδυτικό προϊόν δεν ήταν εγγυημένο, ούτε δε παρείχε εξασφάλιση του κεφαλαίου του κατά το χρόνο λήξης της επένδυσής του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες θα εισέπρατταν από αυτό το ομόλογο το προβλεπόμενο τοκομερίδιο, που θα υπολογιζόταν και θα καταβαλλόταν ανά τρίμηνο κατά τα παραπάνω ποσοστά, μέχρι την πιθανή ανάκλησή του (του ομολόγου) από την εκδότρια, που ήταν τον Μάιο του έτους 2011 και έως το έτος 2016 με βάση τους ειδικότερους όρους έκδοσής του (applicable call option), εφόσον δεν ανακαλείτο κατά το χρόνο εκείνο και παρατεινόταν η διάρκειά του για μια επιπλέον πενταετία, ενώ κατά τη λήξη του (οι ενάγουσες) θα εισέπρατταν την ονομαστική αξία του, εφόσον δεν συνέτρεχε περίπτωση συνδρομής κάποιου πιστωτικού κινδύνου, όπως για παράδειγμα, πτώχευση της εκδότριας εταιρείας, τον οποίο κίνδυνο είχαν αναλάβει οι ενάγουσες, κατά τα ανωτέρω κατά το στάδιο κατάρτισης των συμβάσεων. Η πλήρης και αναλυτική ενημέρωση των εναγουσών για τις ως άνω τεχνικές - οικονομικές παραμέτρους του συγκεκριμένου ομολόγου, στο οποίο επένδυσαν, κατόπιν προτροπής της εναγόμενης, με τρόπο μάλιστα εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, συνιστούσε αναληφθείσα από την αντισυμβαλλόμενη τους εναγόμενη, κύρια υποχρέωση, η οποία απέρρεε από τις ως άνω συναφθείσες συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών, έχοντας για τις ενάγουσες πρωταρχική σημασία για τη λήψη ή μη της απόφασης να επενδύσουν σε αυτό το επενδυτικό προϊόν, δοθέντος ότι με βάση το προαναφερθέν μορφωτικό και επαγγελματικό επίπεδο τους, αυτές στερούνταν εξειδικευμένων γνώσεων σχετικών με τις επενδύσεις σε ομολογιακούς τίτλους. Όμως, όπως αποδείχθηκε από το ίδιο αποδεικτικό υλικό, ο προστηθείς από την εναγόμενη υπάλληλος της, με τον οποίο οι ενάγουσες, ενταχθείσες στον κατάλογο των εξυπηρετούμενων από αυτόν πελατών του τμήματος "private banking", ερχόταν σε απευθείας επαφή, προκειμένου να προβούν στην ανωτέρω επενδυτική επιλογή αναφορικά με το κεφάλαιο τους, δεν τις ενημέρωσε για τα παραπάνω οικονομοτεχνικά χαρακτηριστικά του ομολόγου, στο οποίο εκείνες τελικά επένδυσαν, παρότι γνώριζε αυτά ενόψει της θέσης του και της εξειδίκευσής του στον εν λόγω τραπεζικό τομέα. Πλέον συγκεκριμένα, οι ενάγουσες δεν ενημερώθηκαν από αυτόν : α) για το ότι αυτό ήταν μειωμένης εξασφάλισης, όπως αυτό αναλύθηκε ανωτέρω β) για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, που για το συγκεκριμένο ομόλογο ήταν μέτριος, γ) για το ποια ήταν η αξιολόγηση αυτού (ομολόγου), το οποίο συνιστά εκτίμηση, με αντικειμενικά κριτήρια, της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη του, η οποία εκτίμηση, ανάλογα με το πρακτορείο που την εκδίδει, εκφράζεται με σύμβολα (π.χ. A, ΒΒ, CCC) και αποτελεί αντικειμενική, ακριβή και επίκαιρη εικόνα της πορείας του εκδότη, που η τράπεζα και η Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να παρουσιάζουν στον επενδυτή πελάτη τους κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, δ) για το ποια ήταν η φύση του εν λόγω ομολόγου, ε) για το ποιες ήταν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε αυτό να μην αποδώσει καθόλου κέρδος ή ακόμη και να επιφέρει τον κίνδυνο απώλειας του επενδυθέντος κεφαλαίου των εναγουσών σε συνδυασμό και με τον προαναφερθέντα μακροπρόθεσμο χαρακτήρα του. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, τόσο η αρχική, πριν και κατά την αγορά του επίδικου ομολόγου, όσο και μεταγενέστερη, κατά το χρόνο διακράτησής του από τις ενάγουσες μη επαρκής πληροφόρηση τους από τον προστηθέντα υπάλληλο της εναγόμενης, ενείχε και στοιχεία παραπλάνησής τους, καθώς παραλήφθηκε η επισήμανση σ' αυτές παραμέτρων σχετικών με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του ομολόγου και δη, ιδίως το δικαίωμα της εκδότριας προς ανάκληση του και η ενσωμάτωση σ' αυτό μεγάλου πιστωτικού κινδύνου, οι οποίες (παράμετροι) ήταν τόσο σημαντικές που αν, οι ενάγουσες τις γνώριζαν, θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη φύση του ομολόγου και την επικινδυνότητα που ενείχε η τοποθέτηση των χρημάτων τους σ' αυτό και θα είχαν λάβει διαφορετική απόφαση για την επένδυση του κεφαλαίου τους. Έτι περαιτέρω, η συντηρητική επενδυτική τακτική των εναγουσών, η ενέχουσα προσέγγιση διατήρησης των διατεθέντων κεφαλαίων, καθώς και η λήψη από αυτές υπόψη των προτάσεων επενδυτικών λύσεων των προστηθέντων της εναγόμενης, εξάγεται από τις μετέπειτα της αγοράς του ενδίκου ομολόγου κινήσεις τους σχετικά με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους, εκ των οποίων προκύπτει ότι προέβησαν στην αγορά ενός μόνο ομολόγου, της ... LUXEMBOURG, ονομαστικής αξίας 135-000 ευρώ με ημερομηνία λήξης ...2008, κατόπιν συμβουλών των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης, εμπιστευόμενες αυτούς και τις ειδικότερες γνώσεις τους. Άλλωστε η μεταγενέστερη αλλά εγγύτατη του επίδικου χρονικού διαστήματος αγορά άλλου ομολόγου δεν συνιστά προηγούμενη μακροχρόνια ενασχόλησή τους, ούτε στοιχειοθετεί γνώσεις περί τις επενδύσεις πέραν του μέσου επενδυτή (πρβλ ΑΠ 1406/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, η κατά περιοδικά διαστήματα αποστολή στις ενάγουσες αναλύσεων του επενδυτικού λογαριασμού τους, στους οποίους εμφαινόταν η σταθερά πτωτική πορεία της τρέχουσας αξίας πώλησης αυτού, δεν μπορεί να νοηθεί ως επαρκής κατά τους όρους των μεταξύ τους συμβάσεων, της οικείας νομοθεσίας και της καλής πίστης εκπλήρωση της υποχρέωσης της προς παροχή επίκαιρων πληροφοριών για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της συναφούς επένδυσης, καθώς αποδείχθηκε πως δεν συνοδεύθηκε από την παροχή ειδικής πληροφόρησης σχετικά με την πτωτική αποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της εκδότριας του χρεογράφου τράπεζας και συστάσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης εξέλιξης, παρά μόνο το Μάιο του 2012, οπότε και ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγόμενης ενημέρωσε αυτές για την δημόσια πρόταση της Λαϊκής Τράπεζας προς ρευστοποίηση ή ανταλλαγή του επίδικου ομολόγου για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω. Με βάση τα ανωτέρω κρίνεται ότι η εναγόμενη αθέτησε στο πλαίσιο των ανωτέρω εγγράφως καταρτισθεισών μεταξύ αυτής και των εναγουσών συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, την υποχρέωση για ακριβή, πλήρη και κατάλληλη καθοδήγηση, διαφώτιση και ενημέρωση τους σχετικά με τη φύση, τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους του άνω επενδυτικού προϊόντος, όπως το περιεχόμενο της υποχρέωσης αυτής προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288 ΑΚ και τον Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ η δεσμευτικότητα των όρων των συμβάσεων προϋποθέτει την προηγούμενη παροχή πλήρους, σαφούς, αναλυτικής και εμπεριστατωμένης ενημέρωσης στον επενδυτή και, εν προκειμένω, στις ενάγουσες, (καθώς σε διαφορετική περίπτωση οι απαλλακτικές ρήτρες στερούνται εγκυρότητας, ως αντικείμενες στην από τα άρθρα 332, 729 ΑΚ και 6 παρ. 12 Ν. 2251/1994 προβλεπόμενη ακυρότητα της κάθε εκ των προτέρων συμφωνίας περιορισμού του παρέχοντος υπηρεσίες από την ευθύνη [ΑΠ 1406/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]), σχετικά με τα προς αγορά επενδυτικά προϊόντα, ώστε αυτές ν' αναλάβουν, κατά πλήρη ευθύνη, την αντίστοιχη επενδυτική απόφαση, στηριζόμενες επί αληθών δεδομένων, ενημέρωση που δεν αποδείχθηκε ότι παρασχέθηκε στην υπό κρίση περίπτωση. Η προπεριγραφείσα συμπεριφορά συνιστά παράβαση του "Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών" (που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότησή του αρθ. 7 παρ. 1 του ήδη καταργηθέντος Ν. 2396/1996) οι αρχές του οποίου παρατίθενται στην οικεία άνω μείζονα σκέψη, σύμφωνα με τις οποίες δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης της εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών : α) εάν δεν εφιστούν εγγράφως αλλά και με προφορική ανάλυση (αναλόγως των δυνατοτήτων κάθε επενδυτή) την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ιδιαιτέρως εάν πρόκειται για προϊόν περισσότερο πολύπλοκο ή επικίνδυνο από τα μέχρι τότε επιλεγόμενα και στην προκειμένη περίπτωση το άνω ομόλογο προωθήθηκε στις ενάγουσες χωρίς να τους παρασχεθούν οι σχετικές πληροφορίες και να χορηγηθεί σε αυτές ενημερωτικό δελτίο στο οποίο να αναφέρονται λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά τους και όλες οι αναγκαίες για το σχηματισμό επενδυτικής αποφάσεως ως άνω πληροφορίες, β) εάν δεν πραγματοποιούν, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των περιλαμβανομένων στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα κινητών αξιών, γ) εάν δεν ενημερώνουν τον επενδυτή κατά τρόπο απολύτως σαφή και ακριβή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων προς επένδυση τίτλων και δ) εάν δεν λαμβάνουν υπόψη και δεν αξιολογούν ορθώς και προς το συμφέρον του επενδυτή την οικονομική του κατάσταση, τους επιδιωκομένους από αυτόν στόχους, την εμπειρία και τις γνώσεις του, δεδομένου ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη και στο αντικείμενο της επενδύσεως. Εξάλλου, στις ανωτέρω συμβάσεις, οι επίδικοι όροι ήταν προδιατυπωμένοι, χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης και μη κατανοητοί στις ενάγουσες, οι οποίες συμβλήθηκαν, φέρουσες την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 2251/1994, δηλαδή ως αποδέκτριες των παρεχόμενων από την εναγόμενη υπηρεσιών και ειδικότερα επενδυτικών συμβουλών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά την επένδυση των εναγουσών στο ανωτέρω ομόλογο, η αξία αποτίμησης του χαρτοφυλακίου τους ως προς αυτό άρχισε σταδιακά να φθίνει, γεγονός που, όπως προαναφέρθηκε, αποτυπωνόταν στις επιστολές ανάλυσης επενδυτικού λογαριασμού που λάμβαναν, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από την αγορά του μέχρι και την κάτωθι αναφερόμενη υποβολή δημόσιας πρότασης από την εκδότρια, για ρευστοποίηση ή ανταλλαγή του, τον Μάιο του έτους 2012. Για την επαρκή, όμως και σύμφωνη με τους όρους των συμβάσεων, της οικείας νομοθεσίας και της καλής πίστης εκπλήρωση της υποχρέωσης περί παροχής πληροφόρησης, ενημέρωση των εναγουσών δεν επαρκούσε ούτε το γεγονός ότι, με μέριμνα της εναγόμενης, αυτές λάμβαναν την προαναφερθείσα ανάλυση του επενδυτικού λογαριασμού τους, όπου αποτυπωνόταν η σταθερή πτωτική πορεία της τρέχουσας αξίας πώλησης του επίδικου ομολόγου. Και τούτο διότι η εν λόγω τακτικά αποστελλόμενη ανάλυση δεν συνοδεύτηκε από παροχή ειδικής πληροφόρησής του σχετικά με την πιθανή προοπτική της πτωτικής αποτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας της εκδότριας του χρεογράφου και αντίστοιχων συστάσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης εξέλιξης, παρά μόνο τον Μάιο του 2012, οπότε, κατά τα κατωτέρω, τις ενημέρωσαν για την δημόσια πρόταση της εκδότριας περί ρευστοποίησης ή ανταλλαγής του ομολόγου. Σε κάθε δε περίπτωση, η περιοδική αποστολή στις ενάγουσες επιστολής περί αποτίμησης του χαρτοφυλακίου του, ουδόλως υποκαθιστά την ενημέρωση που όφειλαν να τους παρέχει η αντισυμβαλλόμενη τους εναγόμενη ως προς τα ακριβή χαρακτηριστικά του ομολόγου στο οποίο είχαν επενδύσει, όπως και για τη σταδιακή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της εκδότριας αυτού εταιρείας που έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά για τους επενδυτές συντηρητικού προφίλ, όπως οι ενάγουσες, για τις οποίες οι συμβουλές και οι πληροφορίες της εναγόμενης δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, είχαν καίρια σημασία, αποτελώντας τη μοναδική πηγή γνώσεων τους και, συνακόλουθα, τη βάση για τη λήψη της απόφασης για την επένδυση και την πορεία αυτής στο επίδικο ομόλογο. Ακολούθως, μετά την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας "Lehman Brothers" και την επέκταση της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και στην Κύπρο και κατόπιν της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους μειωμένης ονομαστικής αξίας, με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI- Private Sector Involvement), στις αρχές του έτους 2012, επλήγησαν καίρια η κυπριακή οικονομία και κυπριακές τράπεζες, με περαιτέρω επακόλουθο τη ραγδαία υποτίμηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Προς το σκοπό αντιμετώπισης αυτής της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και βελτίωσης των αρνητικών δεικτών δανεισμού της, η εκδότρια του ομολόγου CYPRUS POPULAR BANK, στο οποίο είχε επενδύσει οι ενάγουσες, με δημοσιευθέν στις 14.05.2012 δελτίο τύπου της, απηύθυνε προς τους ομολογιούχους της, μεταξύ των οποίων και οι ενάγουσες, πρόταση είτε επαναγοράς των υφιστάμενων ομολόγων έναντι μετρητών σε ποσοστό 55% της αρχικής ονομαστικής τους αξίας, είτε να αντικαταστήσουν αυτούς με νέα ομόλογα σταθερού επιτοκίου υψηλής εξασφάλισης, ληξιπρόθεσμα το 2016, πλην όμως οι ενάγουσες δεν αποδέχθηκαν. Η εκδότρια, άλλωστε, δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την ανωτέρω δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει, με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία που ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου λόγω της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης της άνω εκδότριας τραπεζικής εταιρείας και της τράπεζας Κύπρου, συνήψε στις 16.2.2013 με το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) συμφωνία για την δημοσιονομική προσαρμογή της στο πλαίσιο της οποίας ψηφίστηκε ο "Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος (17) 2013". Στη συνέχεια με βάση Διατάγματα (Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις) του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου που λειτουργούσε ως Αρχή Εξυγίανσης, το Μάρτιο του 2013, δόθηκε το "Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Co Ltd Διάταγμα του 2013", με το οποίο, η εκδότρια του ομολόγου, στο οποίο επένδυσαν (και) οι νυν ενάγουσες, Λαϊκή Τράπεζα, διασπάστηκε σε "καλή" και "κακή" τράπεζα (good bank/bad bank) και τα μεν στοιχεία του ενεργητικού της πρώτης μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, τα δε στοιχεία του παθητικού της δεύτερης τέθηκαν σε ειδική εκκαθάριση, οπότε και οι ομολογιακές εκδόσεις της (Λαϊκής Τράπεζας) κατέστησαν άνευ αξίας, δοθέντος ότι δεν υπήρχε πλέον αγορά για τα χρηματοοικονομικά προϊόντα αυτής και, ως εκ τούτου, δεν παρεχόταν αποτίμηση γι' αυτά αλλά αυτή εμφανιζόταν μηδενική. Το ένδικο ομόλογο συμπεριλήφθηκε στα στοιχεία της "κακής τράπεζας", με επακόλουθο να απωλέσει πλήρως την αξία του, να μην εξοφληθεί κατά το χρόνο λήξης του το ποσό της τότε ονομαστικής αξίας του και να υποστούν οι ενάγουσες ως δικαιούχοι της συναφούς επένδυσης, ισόποση ζημία. Εξάλλου, η εκ μέρους του προστηθέντος υπαλλήλου του τμήματος private banking της εναγόμενης από το οποίο εξυπηρετούνταν οι ενάγουσες, προπεριγραφείσα πλημμελής εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης των εναγουσών συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, εφόσον αντιβαίνει στον ισχύσαντα κατά το έτος 2007 Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. και του ν. 2396/1996, καθώς διά των παραπάνω διαβεβαιώσεων προς αυτές, αλλά και της αποσιωπήσεως των παραπάνω ουσιωδών περιστατικών, οι τελευταίες πείστηκαν να προβούν στην αγορά του ένδικου επενδυτικού προϊόντος, για την άδικη δε αυτή πράξη θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη της εναγόμενης ως προστήσασας τον εν λόγω υπάλληλο της (ΑΚ 922). Επίσης, θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη αυτής, διότι ο άνω προστηθείς υπάλληλος διά της περιγραφείσας υπαίτιας συμπεριφοράς του παραβίασε τις απορρέουσες από την καλή πίστη συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και προστασίας των συμφερόντων του ενάγοντος (914, 28ι, 288 και 922 ΑΚ). Περαιτέρω, καθόσον οι ενάγουσες ως αντισυμβαλλόμενες της εναγόμενης, η οποία υπάγεται στην έννοια της παρέχουσας υπηρεσίες κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή ως τελικές αποδέκτριες των επενδυτικών υπηρεσιών, η προπεριγραφείσα αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης πληροί και τη νομοτυπική μορφή της εκτεθείσας στην οικεία μείζονα σκέψη διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994· Άλλωστε, εφαρμόζεται εν προκειμένω ο Ν. 2251/1994, αφού οι ενάγουσες δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω, δεν είχαν προηγούμενη ενασχόληση με αντίστοιχα επενδυτικά προϊόντα, ούτε διέθεταν υπερβαίνουσα, το μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά τους χαρακτηριστικά, γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους, ενώ το ύψος του επενδυθέντος ως άνω ποσού δεν δύναται να αναιρέσει τα ανωτέρω, καθώς αποδείχθηκε από το ίδιο ως άνω υλικό ότι ήταν προϊόν χρόνιων αποταμιεύσεων της οικογένειας τους, ενώ υφίσταται πληροφοριακή ασσυμετρία μεταξύ της εναγόμενης και των εναγουσών συνιστάμενη στο γεγονός ότι το στελεχιακό δυναμικό αυτής διαθέτει εμπειρία στις παραπάνω χρηματοοικονομικές συναλλαγές που δεν κατείχαν οι ενάγουσες, το δε αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητάς τους (εμπορία υαλικών) ουδεμία συνάφεια έχει με επενδύσεις στα άνω προϊόντα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εν λόγω εναγόμενη είχε διαπραγματευτική υπεροχή έναντι αυτών, καθώς οι τελευταίες δεν είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν το περιεχόμενο των προδιατυπωμένων Γ.Ο.Σ. που περιελήφθησαν στις ως άνω συναφθείσες συμβάσεις. Επίσης, η ως άνω εκτεθείσα υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, όπως εκδηλώθηκε δια του Π προστηθέντος υπαλλήλου της, συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα στις ενάγουσες ζημία, η οποία αντιστοιχεί στη μη ρευστοποιηθείσα ονομαστική αξία του επίδικου ομολόγου, ήτοι στο ποσό που με βεβαιότητα δεν θα είχαν αυτές απωλέσει, εφόσον δεν είχαν προβεί στη συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή και περί του οποίου ύψους ειδικότερα κατωτέρω. Η επιλογή δε αυτή, οπωσδήποτε δεν θα είχε λάβει χώρα, αν η εναγόμενη είχε εκτελέσει προσηκόντως, την υποχρέωση της να ενημερώσει τις ενάγουσες για τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου και δεν είχαν επιδείξει, δια του ανωτέρω προστηθέντα υπαλλήλου της, την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική εις βάρος τους συμπεριφορά. Εξάλλου, το προαναφερθέν γεγονός της απρόβλεπτης και παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που ακολούθησε την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας "Lehman Brothers" και οδήγησε στην πτώχευση της εύρωστης κατά το χρόνο απόκτησης του επίδικου ομολόγου από τις ενάγουσες, εκδότριάς του αλλοδαπής τραπεζικής (Κυπριακής) εταιρείας, ουδόλως δύναται να εκτιμηθεί ως γεγονός το οποίο διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης, όπως εκδηλώθηκε δια του προστηθέντος ως άνω υπαλλήλου της, με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα της απώλειας του επενδυθέντος κεφαλαίου των εναγουσών, καθώς η εν λόγω απώλεια επήλθε αποκλειστικά από την εκδηλωθείσα ως άνω υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου Γ. Ν. διά της παροχής συμβουλής για επένδυση στο επίδικο προϊόν, που δεν ήταν συμβατό με το άνω προφίλ των εναγουσών ως συντηρητικών και άπειρων επενδυτριών σε συνδυασμό με την αποσιώπηση των άνω χαρακτηριστικών του και ιδιαίτερα ότι ήταν μειωμένης εξασφάλισης, όπως και του σημαντικού πιστωτικού κινδύνου και των λοιπών προαναφερθέντων κινδύνων, η οποία συμπεριφορά ήταν ικανή να προκαλέσει και προκάλεσε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων την κάτωθι αναφερόμενη στις ενάγουσες ζημία, καθώς, εάν οι τελευταίες, γνώριζαν, όπως αναφέρθηκε, τους παραπάνω κινδύνους που εγκυμονεί η εν λόγω επένδυση, δεν θα είχαν προβεί στην αγορά του, η οποία ήταν αντίθετη με τη θέλησή τους για ασφαλή επένδυση του κεφαλαίου τους και έτσι θα είχε αποφευχθεί η ζημία που υπέστησαν. Η δε ζημία των εναγουσών επήλθε από την κακή πορεία της εκδότριας του ομολόγου και όχι από την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της εκδότριας του ομολόγου τράπεζας, η οποία (ανάκληση) δεν ήταν αντικειμενικά μη προβλέψιμη αλλά σταδιακή, ούτε ο Ν. Ι7(ι)/2013 της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν απρόβλεπτος εξωτερικός παράγων, αφού ο εν λόγω νόμος εκδόθηκε επειδή ακριβώς η εκδότρια είχε ήδη καταρρεύσει και προκειμένου να περιοριστούν οι συνέπειες στην κυπριακή οικονομία από το γεγονός αυτό. Επομένως, αναφορικά με το εν λόγω ομόλογο η επικαλούμενη οικονομική κρίση και η εν συνεχεία έκδοση των οικείων διαταγμάτων στην Κύπρο δεν διέκοψαν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και ζημίας των εναγουσών, καθώς τα οικεία διατάγματα αφορούσαν στη διάσωση μόνο της ως άνω τράπεζας που αντιμετώπιζε προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και όχι και τις λοιπές κυπριακές τράπεζες. Παράλληλα, η προαναφερθείσα συμπεριφορά συνιστά και πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης της εναγόμενης, που απορρέει από την ένδικη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, περί παροχής στις ενάγουσες πλήρους, σαφούς και συνεχούς πληροφόρησης αναφορικά με το επίδικο επενδυτικό προϊόν, εξαιτίας δε των παραπάνω πράξεων και παραλείψεων της εναγόμενης οι ενάγουσες θεώρησαν ότι, με την αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου το κεφάλαιο τους ήταν εξασφαλισμένο και για το λόγο αυτό προχώρησαν και συμφώνησαν για την αγορά του, πράξη στην οποία, προφανώς, δε θα προέβαιναν σε περίπτωση που είχαν ενημερωθεί για τους κινδύνους και τα χαρακτηριστικά του και για την πιθανότητα απώλειας του κεφαλαίου τους. Το σύνολο των ανωτέρω παραδοχών δεν αναιρούνται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης Σ. Γ., υπαλλήλου της τελευταίας, ο οποίος δεν ήταν παρών σε καμία από τις συναντήσεις των εναγουσών με τον προαναφερόμενο προστηθέντα υπάλληλο δεν έχει άμεση αντίληψη για τα γεγονότα αλλά καταθέτει από πληροφορίες συναδέλφων του. Περαιτέρω περιορίστηκε να αναφερθεί γενικά για τη διαδικασία, που οι υπάλληλοι της εναγόμενης ακολουθούν, βάσει οδηγιών που λαμβάνουν από αυτή, στην περίπτωση, που συνάπτεται μια απλή σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών. Τα όσα δε καταθέτει σχετικά με το επίμαχο ομόλογο ως ασφαλούς επενδυτικής επιλογής δεν επαληθεύονται από τα ως άνω αποδειχθέντα οικονομοτεχνικά χαρακτηριστικά του, ενώ η κατάθεση του περί πρότασης στις ενάγουσες περισσότερων επενδυτικών προϊόντων και επιλογής του επίδικου τυγχάνει αόριστη σχετικά με τη φύση και τα ιδιαίτερα στοιχεία των προταθεισών επενδυτικών προϊόντων...".
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 281, 288, 297, 298 ΑΚ και του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, τις οποίες δεν παραβίασε εκ πλαγίου, καθόσον διέλαβε στην απόφασή του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στις αναιρεσίβλητες (ενάγουσες) - καταναλώτριες, του προσδιορισμού του ύψους της ως άνω ζημίας τους και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας και της προκληθείσας από αυτήν ζημίας των αναιρεσιβλήτων, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη: α) ότι οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και, συγκεκριμένα, ότι οι συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις, στις οποίες οι αναιρεσίβλητες προέβησαν ενεργούσες ως μέσες καταναλώτριες, είχαν το χαρακτήρα παροχής συμβουλών προς αυτές ως επενδύτριες και ότι οι πληροφορίες, που οι προστηθέντες της αναιρεσείουσας παρείχαν στις αναιρεσίβλητες, δεν ήταν επαρκείς, αφού το ένδικο ομόλογο δεν ήταν απλό αλλά σύνθετο προϊόν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλό κίνδυνο, β) ότι η αναιρεσείουσα, ειδικότερα, δεν εκπλήρωσε την απορρέουσα από τις ένδικες συμβάσεις υποχρεώσεις της να προβεί σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την έλλειψη εγγύησης του κεφαλαίου και τον συνακόλουθο κίνδυνο απώλειας του προς επένδυση κεφαλαίου τους, το οποίο γνώριζε ότι αυτές ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης, άλλωστε, της έλλειψης εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης τους σχετικά με τις επενδύσεις, αλλά, αντιθέτως, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της και ιδίως του Γ. Ν., υπέδειξε στις άπειρες στις σχετικές συναλλαγές αναιρεσίβλητες, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου, την ένδικη επένδυση και τις έπεισε να την επιλέξουν, β) ότι η ζημία των αναιρεσιβλήτων συνίσταται στην αδυναμία τους να εισπράξουν, για τους διαλαμβανομένους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους που αφορούν τη φύση του ένδικου επενδυτικού προϊόντος, το επενδεδυμένο κεφάλαιό τους, στο σύνολό του και, ειδικότερα, στην αδυναμία τους να το εισπράξουν κατά τον ορισθέντα χρόνο επιστροφής του και δ) ότι η εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα ως άνω παραδοχές του Εφετείου, και επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν θα επερχόταν, αν ο προστηθείς υπάλληλος Γ. Ν. δεν είχε ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, δεδομένου ότι στην απόφαση αυτή περιέχονται με σαφήνεια και επάρκεια οι ως άνω, υποστηρίζουσες το αποδεικτικό της πόρισμα παραδοχές, οι οποίες, πιο συγκεκριμένα, συνίστανται στο ότι: α) Στις ...2001 και ...2004 μεταξύ της αναιρεσείουσας και των αναιρεσιβλήτων καταρτίστηκε στην πραγματικότητα "σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών", μολονότι οι ως άνω συμβάσεις φέρονται να αφορούσαν "παροχή επενδυτικών υπηρεσιών - λήψης και διαβίβασης εντολών", δεδομένου ότι ο προστηθείς υπάλληλος της αναιρεσείουσας Γ. Ν. ήταν αυτός που διαμόρφωσε το περιεχόμενο της επιλογής των αναιρεσιβλήτων, ήτοι της αγοράς του ενδίκου ομολόγου στις ...2007, β) το ένδικο ομόλογο που αγόρασαν οι αναιρεσίβλητες - το οποίο κατά την έκδοσή του αξιολογήθηκε με την ένδειξη ΒΒΒ+ από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης Standard & Poor's και Fitch Ratings, ήτοι βαθμίδα, που αφορά ομόλογα θεωρούμενα με επαρκή πιστοληπτική ικανότητα, παρίσταται δε πολύ πιθανό, σε περίπτωση αρνητικών οικονομικών συνθηκών, να μειωθεί η δυνατότητα εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά, ενώ κατά την αξιολόγηση του διεθνούς οίκου Moody's, η διαβάθμισή του ως προς τον επενδυτικό κίνδυνο, που εγκυμονούσε κατά το χρόνο της αγοράς του, ήταν Baa2, ήτοι, κατά την επεξήγηση του άνω συμβόλου από τον εν λόγω οίκο, το ομόλογο τούτο ήταν μέσης ποιότητας, οι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου θεωρούνταν άμεσα καταβλητέες και ενείχαν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο -, είναι απλό χρηματοπιστωτικό μέσο μειωμένης εξασφάλισης (subordinated), καθώς η εκδότρια δεν είχε χορηγήσει καμία εγγύηση έναντι των περιουσιακών στοιχείων της (unsecured bond), η απόδοσή του συναρτάτο με τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor, ενώ δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ενημερωτικό Δελτίο, ούτε είχε διαβιβασθεί στην τελευταία κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια Αρχή άλλου Κράτους - Μέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17, 18 ν. 3401/2005, δηλαδή, το εν λόγω επενδυτικό προϊόν δεν ήταν εγγυημένο, ούτε παρείχε εξασφάλιση του κεφαλαίου του κατά το χρόνο λήξης της επένδυσής του, γ) οι αναιρεσίβλητες, κατά τους χρόνους σύναψης των ενδίκων συμβάσεων (...2004 η πρώτη και ...2009 η δεύτερη), ενδιαφέρονταν, με βάση το μορφωτικό και επαγγελματικό τους επίπεδο και τη συνακόλουθη συντηρητική επενδυτική συμπεριφορά (συντηρητικό επενδυτικό προφίλ) τους, για επένδυση με εγγυημένο κεφάλαιο και όχι για υψηλού ρίσκου επένδυση, ενόψει του ότι δεν διέθεταν οιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εμπειρία, που θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιες τις μορφές τοποθέτησης του κεφαλαίου τους, αφού η πρώτη είναι απόφοιτη γυμνασίου, η δε δεύτερη απόφοιτη ΙΕΚ, με αντικείμενο σπουδών την επιτυχή προώθηση προϊόντων (μάρκετινγκ) και διατηρούν επιχείρηση υαλικών, την οποία (επιχείρηση) διαχειριζόταν αποκλειστικά μέχρι τις …2006, οπότε απεβίωσε, ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης Ε. Β., και βρίσκονταν εκτός του κύκλου των προσώπων, που θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν εκτεταμένο σύνολο προφορικών ειδικών πληροφοριών για τη μορφή, το περιεχόμενο και, κυρίως, τις διακρίσεις, με γνώμονα τους κινδύνους των προτεινομένων επενδυτικών επιλογών. Ως εκ τούτου, αδυνατούσαν να αντιληφθούν την ιδιότητα του συγκεκριμένου ομολόγου, όπως, επίσης, και τη βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού, με αποτέλεσμα να είναι άκρως απαραίτητες οι συμβουλές του προστηθέντος υπαλλήλου της αναιρεσείουσας Γ. Ν., που απασχολείτο στο τμήμα Ιδιωτικής Τραπεζικής (Private Banking) αυτής (στο οποίο είχαν ενταχθεί ο αποβιώσας και οι αναιρεσίβλητες λόγω των σημαντικών καταθέσεων που διατηρούσαν ως οικογένεια στην αναιρεσείουσα Τράπεζα) και ο οποίος διέθετε εξειδικευμένες γνώσεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις αντίστοιχες συναλλαγές, για τη διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες (αναιρεσίβλητες) βασίζονταν στην παροχή υπεύθυνης πληροφόρησης εκ μέρους της αναιρεσείουσας, δ) ενόψει των ανωτέρω, οι μεταξύ των διαδίκων συναλλακτικές σχέσεις δεν είχαν τη μορφή απλής εκτέλεσης εκ μέρους της τράπεζας σχετικών επενδυτικών επιλογών των αναιρεσιβλήτων, στις οποίες είχαν καταλήξει οι ίδιες, αφού, προηγουμένως, είχαν απλώς ενημερωθεί σχετικά από την ως άνω αντισυμβαλλομένη τους, όπως προαναφέρθηκε, αλλά, αντιθέτως, η αναιρεσείουσα, μέσω των εξειδικευμένων υπαλλήλων που απασχολούσε, μεταξύ των οποίων και του ήδη γνώριμου στις αναιρεσίβλητες Γ. Ν. (με τους οποίους οι αναιρεσίβλητες είχαν αναπτύξει σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης λόγω των πολλών ετών συνεργασίας του αποβιώσαντος Ε. Β. με την αναιρεσείουσα και ιδίως μετά τον θάνατο του τελευταίου), ήταν σε θέση να διαμορφώσει την απόφασή τους (αναιρεσιβλήτων), δίχως να παρέχει στις τελευταίες, κατά τρόπο κατανοητό για τις ίδιες, όσες πληροφορίες θα ήταν απαραίτητες, ώστε να αποφασίσουν αν θα αποδεχθούν ή θα απορρίψουν την προτεινόμενη από αυτήν επένδυση του κεφαλαίου τους, ε) εντούτοις, ο ανωτέρω προστηθείς υπάλληλος της αναιρεσείουσας Γ. Ν. υπέδειξε στις αναιρεσίβλητες να προβούν στην ένδικη επένδυση, παραλείποντας, αν και είχε υποχρέωση, να τις ενημερώσει σχετικά με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά της επένδυσης, με συνέπεια οι αναιρεσίβλητες να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους για την απώλεια του κεφαλαίου τους, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, συνδεόταν βάσιμα με τέτοιας μορφής επενδυτική επιλογή από την πλευρά τους, στ) ειδικότερα, ο ως άνω υπάλληλος, κατά την εκτέλεση της ανατεθειμένης σε αυτόν από την αναιρεσείουσα υπηρεσίας της παροχής τραπεζικών/επενδυτικών υπηρεσιών, ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές του εκάστοτε προϊσταμένου - διευθυντή του, ενήργησε χωρίς την επιμέλεια, που απαιτείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές, εκ μέρους του μέσου συνετού υπαλλήλου τραπεζικού ιδρύματος, επιφορτισμένου, μεταξύ άλλων, και με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι πρότεινε στις αναιρεσίβλητες την αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου, το οποίο ήταν μειωμένης εξασφάλισης, χωρίς να τις έχει ενημερώσει πλήρως για τα χαρακτηριστικά του και χωρίς να έχει προηγηθεί της σύναψης των προαναφερομένων συμβάσεων ή, πλέον, της επίδικης επένδυσης, η τήρηση επενδυτικού ερωτηματολογίου, προκειμένου να έχει κατατάξει η αναιρεσείουσα αυτές (αναιρεσίβλητες) σε επενδυτή αντίστοιχου προφίλ και να τηρήσει το είδος χαρτοφυλακίου που αντιπροσώπευε καλύτερα τους επενδυτικούς τους στόχους, αντίθετα, ο συγκεκριμένος υπάλληλος περιέγραψε το εν λόγω επενδυτικό προϊόν ως υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, χαμηλής διακινδύνευσης και εξασφαλισμένου, κατά το χρόνο λήξης της επένδυσής του, κεφαλαίου, με δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης, η) με τη συμπεριφορά του αυτή ο υπάλληλος της αναιρεσείουσας αθέτησε το καθήκον διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των αναιρεσιβλήτων - πελατών, αναφορικά με την ασφάλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου τους, εκπληρώνοντας πλημμελώς τις υποχρεώσεις του από τις ένδικες συμβάσεις και παραβιάζοντας, επίσης, και τον τότε ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, αφού δεν επέστησε, εγγράφως, την προσοχή των αναιρεσιβλήτων επενδυτριών στους κινδύνους της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής τους, παρέχοντας σ' αυτές με απολύτως σαφή τρόπο την κατάλληλη ενημέρωση, ιδίως, εφόσον επρόκειτο για περίπτωση σύνθετου προϊόντος, ενώ, εξάλλου, η παραπάνω συμπεριφορά της αναιρεσείουσας συνιστά και παράβαση του ν. 2251/1994, καθόσον παρέβη την υποχρέωση παροχής της αναγκαίας και κατάλληλης πληροφόρησης, ώστε οι αναιρεσίβλητες, μη υπερβαίνουσες το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, να λάβουν τεκμηριωμένα την απόφασή τους για την πραγματοποίηση ή όχι της ένδικης συναλλαγής, ζ) αν οι αναιρεσείουσα, δια του προστηθέντος ως άνω υπαλλήλου της, είχε επιχειρήσει προφορικά να αναπτύξει τις δυσνόητες για το μέσο άνθρωπο έννοιες που αφορούσαν το ένδικο επενδυτικό προϊόν και να τους εξηγήσει το περιεχόμενο της περιγραφόμενης σ' αυτό συναλλακτικής σχέσης, οι αναιρεσίβλητες θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την προτεινόμενη σ' αυτές τοποθέτηση του κεφαλαίου τους και η) λόγω εκμηδένισης της αξίας του ενδίκου ομολόγου, η καθεμία των αναιρεσιβλήτων υπέστη θετική ζημία ύψους 270.607,74 ευρώ, ήτοι, του ποσού των 663.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην ονομαστική αξία του ενδίκου ομολόγου που είχαν αγοράσει κατ' ίσα μέρη (σημειουμένου ότι για την αγορά του είχαν καταβάλει το μεγαλύτερο ποσό των 668.000 ευρώ), μειωμένου κατά το ποσό των 121.784,52 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσό των ληφθέντων από αυτές τοκομεριδίων και του υπόλοιπου ποσού των 541.215,48 ευρώ, διαιρούμενου σε δύο ίσα μέρη. Συνακόλουθα, με τα παραπάνω ο υπό στοιχείο Β.1 λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ανεπάρκεια και παράλληλα αντιφατικότητα αιτιολογιών, με τις οποίες (αιτιολογίες) επιχείρησε να θεμελιώσει την ευθύνη των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας στις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ και 8 του ν. 2251/1994, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η απόφαση δέχεται σε διάφορα σημεία ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ήταν σύμβαση απλής λήψης και διαβίβασης εντολών, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται σαφώς ότι η σχέση που συνέδεε στην πραγματικότητα τις διαδίκους ήταν εκείνη της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι δε περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, περί ανεπαρκών αιτιολογιών (αριθ. 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ) ως προς το γενόμενο δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση ως συντηρητικό επενδυτικό προφίλ των αναιρεσιβλήτων, διότι δεν αναφέρει 1) ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της επενδυτικής συμπεριφοράς του αποβιώσαντος το 2006 Ε. Β., εφόσον η επενδυτική συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων διαμορφωνόταν από τα χαρακτηριστικά εκείνου, 2) εάν οι αναιρεσίβλητες είχαν περαιτέρω χρήματα για άλλες επενδύσεις, για το λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιχειρεί να θεμελιώσει το συντηρητικό προφίλ τους στην μετέπειτα επενδυτική συμπεριφορά τους και δη στην αγορά μόνον του αναφερόμενου ομολόγου της ... LUXEMBOURG και 3) τι λειτουργία και τι χαρακτηριστικά είχε το τελευταίο τούτο ομόλογο, για να μπορεί να γίνει σύγκριση με το ένδικο και, τέλος, διότι δεν αρκεί η μοναδική, μεταγενέστερη της αγοράς του ενδίκου ομολόγου, νέα αγορά ομολόγου για να χαρακτηριστεί το επενδυτικό προφίλ των αναιρεσιβλήτων ως συντηρητικό, συνιστούν, σύμφωνα με τις παραδοχές της προηγηθείσας νομικής σκέψης, επιχειρήματα που δεν πλήττουν το αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά το γιατί αποδείχθηκαν τα όσα δέχθηκε αυτή με τις ως άνω παραδοχές της σχετικά με το ζήτημα του συντηρητικού επενδυτικού προφίλ των αναιρεσιβλήτων. Επί πλέον οι ίδιες ως άνω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας βάλλουν, υπό την επίφαση των ανεπαρκών αιτιολογιών, κατά της ανέλεγκτης αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) εκτίμησης της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Επίσης, ο υπό στοιχείο Β.3 λόγος αναίρεσης περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης (από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), γιατί δεν αναφέρεται, α) αν εξετάστηκε από τις αναιρεσίβλητες σε κάποιο στάδιο από το έτος 2007 μέχρι τον Μάιο του έτους 2012 η δυνατότητα πώλησης του ενδίκου ομολόγου στην δευτερογενή αγορά, στην οποία ήταν διαπραγματεύσιμο και μπορούσε να πωληθεί πριν τη λήξη του σε αξία διαμορφωνόμενη κατά το χρόνο της ρευστοποίησης, μεγαλύτερη ή μικρότερη της ονομαστικής του αξίας, β) αν είχαν ενημερωθεί οι αναιρεσίβλητες για την δυνατότητα αυτή από τους προστηθέντες και, γ) αν ναι, γιατί επέλεξαν να μην κάνουν χρήση της, αφορά σε πραγματικά επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με την εκτίμηση των αναιρετικώς ανέλεγκτων αποδείξεων και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι' αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015).
Με τον υπό στοιχείο Β.4 λόγο της αναίρεσής της η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς της αποδίδει ότι, απορρίπτοντας την ένσταση συνυπαιτιότητας που προέβαλε, διέλαβε στην απόφαση αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με το ζήτημα της συνυπαιτιότητας των εναγουσών. Ειδικότερα ισχυρίζεται, αφενός μεν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αγνόησε τη δυνατότητα που είχαν οι αναιρεσίβλητες να λάβουν τον Μάιο του 2012 στη θέση του ενδίκου ομολόγου άλλο ομόλογο με σταθερό επιτόκιο και υψηλή εξασφάλιση που θα έληγε το 2016, αλλά και τη δυνατότητα πώλησης του ενδίκου ομολόγου κατά την ίδια περίοδο στην εκδότρια τράπεζα στο 55% της αρχικής ονομαστικής του αξίας, την οποία δυνατότητα πώλησης, αν και την γνώριζαν από τους προστηθέντες της αναιρεσείουσας, την αρνήθηκαν, η οποία ωστόσο θα μείωνε κατά το ποσό των 364.650 ευρώ (55% της ονομαστικής αξίας του ομολόγου) τη ζημία τους, με συνέπεια να μην υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας και της τελικής ζημίας που υπέστησαν οι αναιρεσίβλητες, αφετέρου δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από ανεπαρκείς αιτιολογίες, καθόσον δεν αναφέρει, γιατί η επιλογή να λάβει ένας επενδυτής το 55% της αξίας του ομολόγου και άρα να ζημιωθεί κατά το υπόλοιπο δεν συνιστά πρόταση περιστολής της ζημίας που μπορούσε να υποστεί ούτε γιατί η άρνηση των αναιρεσιβλήτων να δεχθούν νέα ομόλογα σταθερού επιτοκίου και υψηλής εξασφάλισης ληξιπρόθεσμα το 2016 συνιστούσε επιλογή οικονομικής ζημίας τους και όχι περιστολής αυτής. Ως προς το ζήτημα τούτο της απόρριψης της ένστασης συνυπαιτιότητας, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε ότι: "...Περαιτέρω, η εναγόμενη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι οι ενάγουσες είναι συνυπαίτιες κατά ποσοστό 95% στην πρόκληση της ζημίας τους, διότι μπορούσαν να αποφύγουν την επέλευση της ζημίας τους ή να περιορίσουν αυτήν, καθώς ήδη από τις αρχές του 2009 είχε προταθεί σ' αυτές ο επιμερισμός του επίδικου ομολόγου σε επιμέρους επενδυτικά προϊόντα, ακόμη δε μπορούσαν το Μάιο του 2012, να συναινέσουν σε πρόταση εξαγοράς του από την εκδότρια σε ποσοστό 55% της αξίας του, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη ζημία τους. Ο εν λόγω, όμως, ισχυρισμός που κρίνεται ως νόμιμη εκ του άρθρου 300 παρ. 1 ΑΚ ένσταση, είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν καθότι η προεκτεθείσα υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, εξακολούθησε και κατά τη διάρκεια διακράτησης του επίδικου ομολόγου από τις ενάγουσες, αφού δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους.
Συνεπώς, οι ενάγουσες δεν είχαν ολοκληρωμένη εικόνα για τον υψηλό και μη ανταποκρινόμενο στο συντηρητικό επενδυτικό προφίλ τους πιστωτικό κίνδυνο που είχαν αναλάβει και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να λάβουν απόφαση ρευστοποίησης στηριζόμενες σε ασφαλή κριτήρια. Η δε τυχόν επιλογή τους να συναινέσουν σε πρόταση εξαγοράς του ομολόγου από την εκδότρια αυτού σε ποσοστό 55% της ονομαστικής αξίας του, λαμβανομένου υπόψη ότι θα συνοδευόταν και από παραίτησή τους από το δικαίωμά τους για αποζημίωση, θα συνιστούσε επιλογή οικονομικής ζημίας τους και όχι περιστολής αυτής, δοθέντος και ότι επιδίωξή τους ήταν να διατηρήσουν ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαιό τους". Με τις παραδοχές αυτές και έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παραβίασε εκ πλαγίου, με εσφαλμένη υπαγωγή, κατά την υπαγωγή των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, διέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης όσον αφορά τον ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας των εναγουσών - αναιρεσιβλήτων ως προς την έκταση της ζημίας τους. Δεν ήταν δε αναγκαία η παράθεση επιπλέον αιτιολογιών διότι οι πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν πλήρως την κρίση του Εφετείου για την αποκλειστική υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας στην πρόκληση και έκταση της ζημίας των αναιρεσιβλήτων. Σημειώνεται δε, επιπροσθέτως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει έτι περαιτέρω την αιτιολογία της στις παραδοχές, ότι οι αναιρεσίβλητες, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, ιδίως καθώς παραλήφθηκε η επισήμανση σ' αυτές του δικαιώματος της εκδότριας προς ανάκληση του ομολόγου τούτου και της ενσωμάτωσης σ' αυτό μεγάλου πιστωτικού κινδύνου, περιστατικό για το οποίο δεν τους ενημέρωσε η αναιρεσείουσα. Με βάση τ' ανωτέρω, είναι αβάσιμος ο υπό κρίση από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, σημειουμένου περαιτέρω ότι το μέρος αυτού με υποστοιχείο β' αφορά σε πραγματικά επιχειρήματα σχετικά με την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και κατά το μέρος τούτο είναι απαράδεκτος, συνεπώς, πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό του.
Επομένως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί. Περαιτέρω, το αίτημα που υπέβαλε η αναιρεσείουσα νομότυπα και εμπρόθεσμα με τις κατατεθειμένες στις ...2024 προτάσεις της, κατ' άρθρο 579 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 13/2004, ΑΠ 459/2021), περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ενόψει του ότι κατέβαλε εκουσίως σε καθεμιά των αναιρεσιβλήτων, στις ...2023, προς αποφυγή επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της με βάση την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση ...2022 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το ποσό των 272.607,74 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, το ποσό των 206.777,48 ευρώ για τόκους υπερημερίας και το ποσό των 11.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη και συνολικά το ποσό των 459.868,60 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου μετά την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Ακολούθως πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ...2023 (αριθ. κατάθ. …/...2023) αίτηση αναίρεσης και τους από ...2024 πρόσθετους λόγους αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης με αριθ. ...2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ