ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 353/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 353/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 353/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 353 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 353/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Γεώργιο Μικρούδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 10 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Δ. Μ. του Κ., κατοίκου ... Αττικής και 2.Α. Μ. του Κ.. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Λαμπρόπουλο, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Γενικό Νοσοκομείο Αττικής ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ - ΑΜΑΛΙΑ ΦΛΕΜΙΓΚ" που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λύτρα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2021 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2022 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2024 του Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17-7-2024 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 17-7-2024 (89438/162/2024) αίτηση αναιρέσεως των αναιρεσειόντων προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα .../2024 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (εκδοθείσα στις 21-2-2024). Η παραπάνω αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 22-7-2024, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης ούτε έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της αποφάσεως, γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητείται από την αντίδικη πλευρά. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-12-2021 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο ..., με την οποία εδίωκαν την καταβολή του επιδόματος γάμου, το οποίο παρανόμως δεν τους χορήγησε το ήδη αναιρεσίβλητο για το διάστημα από 1-1-2019 έως 31-12-2021. Εξεδόθη αρχικώς η .../2022 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έκανε δεκτή την αγωγή. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από πλευράς εναγομένου, ήδη αναιρεσιβλήτου, εξεδόθη η ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή ως μη νόμιμη. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι ενάγοντες, ήδη αναιρεσείοντες, με την κρινομένη αίτηση τους. 1] Με την έκδοση της ΠΥΣ 6/28-2-2012, που εξεδόθη κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 Ν. 4046/2012 (και σε αντίθεση προς τα μέχρι τότε ισχύοντα με τις καταργούμενες διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990), η λεγόμενη "μετενέργεια" των ΣΣΕ, ήτοι η παράταση της ισχύος κανονιστικών όρων μετά τη λήξη της χρονικής διάρκειας ή την καταγγελία της ΣΣΕ στην οποία περιέχονται, περιορίστηκε ως προς τη διάρκεια και το περιεχόμενο. Ειδικότερα, προκειμένου για ΣΣΕ που είχαν λήξει ή καταγγελθεί πριν από την ισχύ του εξουσιοδοτικού (ως προς την έκδοση της ΠΥΣ) Ν. 4046/2012, η οποία άρχισε την 14-2-2012, ορίσθηκε ότι η "μετενέργεια" ισχύει (γενικώς) μόνο για ένα τρίμηνο και ότι μετά την πάροδο του τριμήνου αυτού περιορίζεται (ειδικώς) μόνο στους κανονιστικούς όρους που αναφέρονται στο βασικό μισθό (ή ημερομίσθιο) και σε τέσσερα (μόνο) επιδόματα, τα οποία κατονομάζονται περιοριστικά και προσδιορίζονται ως "ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας". Οπότε, κατά ρητή πρόβλεψη του νέου νόμου (τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ), οι ατομικές συμβάσεις εργασίας "προσαρμόζονται", για το μέλλον, στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, ήτοι περιλαμβάνουν μόνο τους ως άνω κανονιστικούς όρους που συνεχίζουν να "μετενεργούν" και όχι τους υπόλοιπους. Και μάλιστα η προσαρμογή αυτή είναι επιτρεπτό να επέλθει μονομερώς, με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη, σύμφωνη γνώμη των εργαζόμενων. Τέλος, λόγω της γενικότητας που υπάρχει στη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ, τα προαναφερθέντα ισχύουν για όλες τις ΣΣΕ που είχαν λήξει ή καταγγελθεί πριν από την ισχύ του Ν. 4046/2012, ήτοι και γι' αυτές των οποίων οι κανονιστικοί όροι, σύμφωνα με την ήδη καταργηθείσα παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990, είχε θεωρηθεί ότι "μετά την πάροδο εξαμήνου" από τη λήξη ή την καταγγελία "εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας". Η ερμηνεία αυτή συνάγεται από τον ορισμό του τετάρτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ, περί μονομερούς "προσαρμογής" των ατομικών συμβάσεων στο νέο δίκαιο, ήτοι τροποποίησης αυτών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου (ΑΠ 812/2023, ΑΠ 904/2020). Εξάλλου, με την από 15-7-2010 ΕΓΣΣΕ, το άρθρο 10 της οποίας ορίζει ότι η ισχύς της αρχίζει την 1-1-2010 και λήγει την 31-12-2012, ειδικότερα δε, με το άρθρο 3 αυτής αναπροσαρμόστηκαν τα κατώτατα όρια αποδοχών, ενώ με το άρθρο 4 ορίστηκε ότι τα επιδόματα που προβλέπονται από ΕΓΣΣΕ ή όμοιας έκτασης διαιτητικές αποφάσεις υπολογίζονται επί των γενικών κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων, που διαμορφώθηκαν μετά την αύξηση του προηγούμενου άρθρου. Βάσει της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 2 της 6/28-2-2012 ΠΥΣ, η εν λόγω (από 15-7-2010) ΕΓΣΣΕ, η οποία στις 14-2-2012 βρισκόταν σε ισχύ περισσότερο από 24 μήνες, έληξε στις 14-2-2013, η δε μετενέργεια αυτής εκτεινόταν έως 14-5-2013, ήτοι επί ένα τρίμηνο από τη λήξη της, μετά την πάροδο του οποίου εξακολούθησαν να ισχύουν από τους κανονιστικούς όρους αυτής αποκλειστικώς και μόνον εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, ενώ έπαυσε αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σ' αυτήν επίδομα, μεταξύ των οποίων και το επίδομα γάμου (ΑΠ 812/2023). Ακολούθως, με την υπό στοιχ. 2.α διάταξη της υποπαραγράφου ΙΑ.11 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 "Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 κλπ" αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990 ως εξής: "Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου". Επακολούθησε η από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ, με συμβαλλόμενα μέρη από πλευράς εργοδοτών α) τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., β) την Ε.Σ.Ε.Ε. και γ) τον Σ.Ε.Τ.Ε. και από πλευράς εργαζομένων τη Γ.Σ.Ε.Ε., με έναρξη ισχύος 1-1-2013 και λήξη 31-12-2013 (άρθρο 3), με το άρθρο 1 της οποίας ορίστηκε ότι "1. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι το επίδομα γάμου έχει θεσμικό και καθολικό χαρακτήρα για τους εργαζόμενους όλης της χώρας, εναρμονίζοντας τις ισχύουσες στη χώρα μας διατάξεις δικαίου με τις διεθνώς εφαρμοστέες αρχές της προστασίας της οικογένειας, της διευκόλυνσης συμμετοχής στην αγορά εργασίας, της ισότητας των φύλων, της συμφιλίωσης εργασιακής και επαγγελματικής ζωής, της αξιοπρεπούς εργασίας. 2. Επαναλαμβάνεται και διατηρείται σε ισχύ κωδικοποιημένη η διάταξη σειράς προηγούμενων Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., Διαιτητικών Αποφάσεων και κυρωτικών τους νόμων, ότι το επίδομα γάμου χορηγείται σε όλους τους μισθωτούς ανεξαρτήτως φύλου με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του ν. 1766/1988, με το οποίο κυρώθηκε το άρθρο 4 της από 26-1-1988 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.". Με την ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 της από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ ορίστηκε ότι το επίδομα γάμου έχει θεσμικό (μη μισθολογικό) και καθολικό χαρακτήρα, προκειμένου τούτο να μην εμπίπτει στις προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990, που ορίζουν αφενός ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας και αφετέρου ότι βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, που καθορίζονται από ΕΓΣΣΕ, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων. Δεδομένου όμως ότι το επίδομα γάμου περιλαμβάνεται αναμφιβόλως στους μισθολογικούς όρους εργασίας, καθόσον προσδιορίζεται σε ποσοστό επί του κατωτάτου ορίου του βασικού μισθού ή βασικού ημερομισθίου που ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα οικεία συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση ή άλλη διάταξη, όπως προελέχθη, και ειδικότερα αποτελεί "μισθό" κατά την έννοια του άρθρου 648 του ΑΚ, επιπλέον δε είχε ήδη καταργηθεί από 14-5-2013 με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 της 6/28-2-2012 ΠΥΣ, η επαναφορά του με την ως άνω από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ-και μάλιστα υπό τη μορφή θεσμικού όρου- ισχύει μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν καταλαμβάνει τους λοιπούς εργαζόμενους. Από τα ως άνω εκτεθέντα προκύπτει ότι από 14-5-2013 και εφεξής το επίδομα γάμου δικαιούνται μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων στην από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ εργοδοτικών οργανώσεων(ΑΠ 812/2023). 2) Περαιτέρω το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό με βάση τον οποίο το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών, τα οποία ήταν αναγκαία για την διάγνωση της έννομης σχέσεως καθώς και τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη νόμου και τις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει διαγνωστεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει, αν, κατά τον κρίσιμο χρόνο για την μεταγενέστερη δίκη, έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος ή των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζεται το δικαίωμα, αφού τότε υπάρχει μεταβολή της νομικής ή ιστορικής αιτίας, ενώ ο κανόνας αυτός ισχύει, αν η μεταβολή έχει χωρήσει κατά την διάρκεια του κριθέντος χρονικού διαστήματος κατά την προηγούμενη δίκη, καλυπτόμενη τότε από το δεδικασμένο, το οποίο ακριβώς ως εκ της εννοίας του, παράγεται και από εσφαλμένη δικαστική απόφαση (AΠ 791/2024, AΠ625/2017). Η ύπαρξη πάντως και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της αποφάσεως και όχι από εκείνο της κριθείσης αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξήντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 38/2019, ΑΠ 1135/2012).
3) Τέλος, λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο, ερευνώντας αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση διαδίκου τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Έτσι, εάν στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδεμία γίνεται μνεία περί υπάρξεως ή μη υπάρξεως δεδικασμένου, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ και το ταυτόσημο με αυτό άρθρο 560 αρ. 5 ΚΠολΔ (επί αποφάσεων Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων που δικάζουν κατ' έφεση), αλλά τότε μόνο όταν ο διάδικος προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας τελεσίδικη απόφαση και επικαλέσθηκε το δεδικασμένο που απορρέει από αυτή, προς απόδειξη της βάσεως της αγωγής ή την απόκρουση αυτής, τον ισχυρισμό δε τούτο, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, παρέλειψε να ερευνήσει το Δικαστήριο (ΑΠ 791/2024, ΑΠ 1012/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 5 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το (δικάσαν ως Εφετείο) Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δεν έλαβε υπ' όψιν ισχυρισμό που προτάθηκε στην κατ' έφεση δίκη για ύπαρξη δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από τις τελεσίδικες 8770/2018 και 13239/2022 αποφάσεις του ως άνω δικαστηρίου, που εξεδόθησαν επί παρεμφερών αγωγών των εδώ αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου Νοσοκομείου, με τις οποίες εκρίθη ότι οι πρώτοι δικαιούνται επίδομα γάμου 10% επί του βασικού μισθού τους, εκ των οποίων η μεν πρώτη απόφαση αφορά τα έτη 2013-2015 και η δεύτερη τα έτη 2016-2018 (ήτοι μετά την ισχύ των Νόμων 4046/2012, 4093/2012 και της ΠΥΣ 6/2012).
Εν προκειμένω δηλαδή πρόκειται περί αποφάσεων που αφορούν χρονικά διαστήματα και μετά τις 14-5-2013, οπότε (σύμφωνα με την υπ' αρ. 1 νομική σκέψη), το επίδομα γάμου δικαιούνται μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων στην από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ εργοδοτικών οργανώσεων. Από την παραδεκτή δε επισκόπηση των εγγράφων της δίκης (αρθ. 561 παρ. 2 ΚπολΔ) προκύπτει ότι τον ισχυρισμό περί υπάρξεως δεδικασμένου από τις δύο παραπάνω αποφάσεις είχαν προτείνει οι αναιρεσείοντες με τις από 15-3-2023 προτάσεις τους (ως εφεσίβλητοι) ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενώ το δεδικασμένο εκ της πρώτης ως άνω αποφάσεως (8770/2018) είχαν προτείνει και καθ' υποφοράν με την από 23-12-2021 αγωγή τους (η ΜονΠρΑθ 13239/2022 εξεδόθη μετά την άσκηση της αγωγής). Ωστόσο από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπ' όψιν και εξέτασε τον ως άνω ισχυρισμό, ώστε να απαντήσει αν εν προκειμένω απορρέει -ή όχι- δεδικασμένο από τις ως άνω αποφάσεις (σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπ' αρ. 2 νομική σκέψη), υποπίπτοντας έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 5 ΚΠολΔ (σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπ' αρ. 3 νομική σκέψη).
Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και στη συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων θα συμψηφισθεί εν μέρει λόγω της εύλογης αμφιβολίας του αναιρεσιβλήτου ως προς την έκβαση της δίκης και κατά τα λοιπά θα επιβληθεί εις βάρος του τελευταίου, που ηττήθηκε στη δίκη (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2, συνδ. με 179 εδ. β ΚπολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την .../2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστή, άλλον από εκείνον που δίκασε.
Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσιβλήτου μέρος των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή