ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 355/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 355/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 355/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 355 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 355/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη - Εισηγήτρια και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Β. Γ. του Χ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σπυριδαντωνάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Β. χήρας Ε. Α., το γένος Ι. Α., κατοίκου ... Αττικής. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δούναβη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-10-2022 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 198/2023 του ίδιου Δικαστηρίου και 5257/2023 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6-3-2024 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 6 Μαρτίου 2024 και με αριθμό κατάθεσης 2469/225/7-3-2024 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό ...2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών- διαφορών, επί της από 25-4-2023 και με αριθμό κατάθεσης ...2023 έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια ειδική διαδικασία, με αριθμό 198/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 11-10-2022 και με αριθμό κατάθεσης .../2022 αγωγή στο σύνολό της, με αιτήματα 1) την αναγνώριση της ακυρότητας της από 27-7-2022 καταγγελίας εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης της ένδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου και μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, άλλως λόγω της καταχρηστικότητάς της 2) την αποδοχή των προσφερόμενων υπηρεσιών και πραγματική απασχόληση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και 3) την καταβολή σε αυτόν α) μισθών υπερημερίας του διαστήματος από 26-7-2022 έως 31-12-2023, ποσού 21.103,08 ευρώ, άλλως της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης ποσού 19.728,80 ευρώ, β) των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2017 έως και 2022, ποσού 8.954,99 ευρώ και γ) των αποδοχών μη ληφθείσας άδειας και του επιδόματος αδείας των ίδιων ετών, ποσού 10.754,42 ετών, με βάση την ένδικη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, άλλως, σε περίπτωση ακυρότητας αυτής, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, νομιμοτόκως. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση, έκρινε την μεταξύ των διαδίκων έγκυρη ένδικη έννομη σχέση ως σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και συνακόλουθα ουσιαστικά αβάσιμη την, θεμελιούμενη σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και σε ειδικές διατάξεις του εργατικού δικαίου, αγωγή κατά την κύρια βάσης της, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και μετά ταύτα, χωρίς να ερευνήσει την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω μη πλήρωσης του όρου της επικουρικότητάς της, απέρριψε την άνω έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατ'ουσία. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε, στις 7-3-2024, πριν την πάροδο της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έγινε στις 28-11-2023 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1και 144 του ΚΠολΔ.
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει στον εργαζόμενο δεσμευτικές εντολές και οδηγίες, ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας και να ασκεί έλεγχο και εποπτεία για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του τελευταίου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του σχετικά με τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1127/2022, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 953/2020). Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια (ΑΠ 9/2023, 1127/2022, ΑΠ 1034/2020, ΑΠ 953/2020), η σύμβαση δε ανεξαρτήτων υπηρεσιών μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (αρθ.669, 672 ΑΚ), και δεν εφαρμόζονται επ'αυτής οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΑΠ 1127/2022). Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ ΑΠ 28/2005, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 953/2020, ΑΠ 677/2017, ΑΠ 133/2014). Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ` αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 1127/2022, ΑΠ 573/2018). Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 1110/2017, ΑΠ 44/2017). Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (ΟλΑΠ 3/2021, Ολ ΑΠ 13/2017, Ολ ΑΠ 8/2011). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2639/1998 (Α 205), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 (A 66), ορίζεται ότι "Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες" και με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απασχόληση αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τουλάχιστον εννέα (9) συνεχείς μήνες αποτελεί τη βάση τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο, όμως, είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022), ο ισχυρισμός του δε ως εναγόμενου ότι δεν είχε συνάψει με τον ενάγοντα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ότι ο τελευταίος του παρείχε τις υπηρεσίες του το επίδικο διάστημα με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση του αγωγικού ισχυρισμού περί ύπαρξης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1064/2020) . Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 844/2022, ΑΠ 790/2020). Το, κατά νόμο, αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται με σαφήνεια, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1678/2023, ΑΠ 356/2022, ΑΠ 444/2019). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα (ΑΠ 991/2024, ΑΠ 764/2021, ΑΠ 50/2020). Δεν ιδρύεται δε ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1678/2023, ΑΠ 906/2022).
Από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ'άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη έχει στην πλήρη κυριότητά της ένα ακίνητο, το οποίο χρησιμεύει ως εξοχική κατοικία της που βρίσκεται στη θέση Γιαννιτσάρενα ..., συνολικής επιφανείας 400 τ.μ. περίπου, αποτελούμενη από έξι υπνοδωμάτια, πέντε μπάνια, δύο σαλόνια και κουζίνα, και βρίσκεται σε οικόπεδο 7,5 στρεμμάτων περίπου, εντός του οποίου υπάρχουν επιπλέον πισίνα, γήπεδο τένις και ένας οικίσκος επιφανείας 60 τ.μ. περίπου. Κατά τις αρχές του έτους 1990 ο μετέπειτα (2001) αποβιώσας σύζυγος της εναγομένης και αρχικός κύριος του εν λόγω ακινήτου, Ε. Α., είχε συμφωνήσει με τον ενάγοντα να αναλάβει την παροχή υπηρεσιών φροντίδας του κήπου και γενικώς του περιβάλλοντος χώρου της εξοχικής κατοικίας, όπως πότισμα και κλάδεμα δέντρων, καθαρισμό πισίνας, και εργασίες παροδικής συντήρησης του κυρίως κτηρίου της εξοχικής κατοικίας, η οποία χρησιμοποιούνταν ως τόπος διαμονής του θανόντος και της εναγομένης συζύγου του μόνο κατά τους θερινούς μήνες και σπάνια κατά τη χειμερινή περίοδο έναντι συμφωνημένης μεταξύ τους αμοιβής. Επιπλέον, συμφωνήθηκε μεταξύ των ανωτέρω ότι θα του παραχωρηθεί χωρίς αντάλλαγμα η χρήση του οικίσκου, που βρισκόταν στο κτήμα της εξοχικής κατοικίας, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία. Κατά το έτος 2000 ο ως άνω θανών προσέλαβε εικονικά τον ενάγοντα ως φορτοεκφορτωτή (εργάτη) στην εταιρία του με αντικείμενο διεθνείς μεταφορές με την επωνυμία ... Με τον τρόπο αυτό καλυπτόταν η παροχή εργασίας του ενάγοντος στην Ελλάδα, αλλά και η ασφαλιστική του κάλυψη, που αμφότερα δεν μπορούσαν να καλυφθούν μέσω της προαναφερόμενης άτυπης σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών για τη φροντίδα εξοχικής κατοικίας, για την οποία (σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών) επισημαίνεται δεν είναι αναγκαίο στοιχείο του κύρους της η τήρηση εγγράφου τύπου βάσει της γενικής αρχής του ατύπου των συμβάσεων (αρθ.160 ΑΚ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά το θάνατο του Ε. Α., το 2001, ο ενάγων εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του υπό καθεστώς παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών στην εναγομένη, σύζυγο του θανόντος, η οποία υπεισήλθε στη σύμβαση μέχρι τις 25-7-2022, οπότε κατήγγειλε δια της από 22-7-2022 εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησής της προς τον ενάγοντα αυτή, καθώς και τη σύμβαση χρησιδανείου του ως άνω οικίσκου που χρησιμοποιούσε ως κατοικία, μετά τη διατάραξη των σχέσεών της με τον ενάγοντα και τη σύζυγό του, για το λόγο ότι ο τελευταίος είχε τοποθετήσει σκάλα στον μαντρότοιχο του κτήματος για να διευκολύνει την πρόσβασή του σε όμορο ακίνητο στο οποίο είχε εγκαταστήσει εκτροφείο ζώων, τα οποία εμπορευόταν, με κίνδυνο τόσο της υγείας της λόγω των μικροβίων που παράγονταν από τις ακαθαρσίες των ζώων, όσο και της ασφάλειας της εξοχικής κατοικίας.[....]. Η εναγομένη κατέθεσε σε βάρος του ενάγοντος την από 29.07.2022 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, διότι ο ενάγων μετά την καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου του οικίσκου αρνούνταν την απόδοση αυτού, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθμ..../2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αταλάντης, η οποία την έκανε δεκτή και υποχρέωσε τον ενάγοντα και κάθε τρίτο που έλκει δικαίωμα να αποδώσει προσωρινά στην εναγομένη τη νομή και κατοχή του οικίσκου. Προσέτι δε, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά την εκτέλεση των άνω καθηκόντων φροντίδας του κτήματος είχε πλήρη αυτονομία ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, μη υποκείμενος στο διευθυντικό δικαίωμα της εναγομένης, χωρίς οποιαδήποτε νομική εξάρτηση από αυτήν και χωρίς υποχρέωσή του να συμμορφώνεται με τις εντολές και τις οδηγίες της ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο της παροχής των υπηρεσιών του, μη υποκείμενος στον έλεγχο αυτή, αλλά αντίθετα αναπτύσσοντας κάθε πρωτοβουλία στα πλαίσια των καθηκόντων του, δοθέντος ότι η εναγομένη απουσίαζε μεγάλο χρονικό διάστημα στην κύρια κατοικία της στην ΑΘΗΝΑ. Υπό τα προεκτεθέντα δεδομένα και σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν είναι αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και ως εκ τούτου δεν διέπεται από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου, αλλά μόνο από τις διατάξεις του κοινού δικαίου των άρθρων 361, σε συνδυασμό (κατά περίπτωση) και στις διατάξεις των άρθρων 703 επ., 681 επ. ΑΚ. Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση αυτή, πέραν των προαναφερομένων στοιχείων, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα καταστάσεις του Ενιαίου Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης του ΗΔΙΚΑ σε συνδυασμό με τα επίσης προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ίδιο έντυπα αναγγελίας πρόσληψης και οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού του ΟΑΕΔΑ, προκύπτει ότι στις ως άνω καταστάσεις του Ενιαίου Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης του ΗΔΙΚΑ ως
Αριθμός Μητρώου (ΑΜ) Εργοδότη αναφέρεται αυτός της προαναφερόμενης εταιρίας με την επωνυμία ... από την οποία και καταβάλλονταν η αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ενάγων δεν προσκομίζει οποιαδήποτε απόδειξη τακτικής καταβολής μισθού ή ημερομισθίων από την εναγομένη προς αυτόν. Επιπλέον, η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος Χαράλαμπου Γιάννη, υιού του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που ανέφερε ότι ο ενάγων δεν είχε ωράριο εργασίας, αλλά εργαζόταν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, 1. αντίκεται στα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού ουδέν ανέφερε προς απόδειξη της ύπαρξης απλής ή γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία και 2. Η μη ύπαρξη συγκεκριμένου ωραρίου εργασίας συνηγορεί σε μεγάλο βαθμό υπέρ της άποψης ότι δεν υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο έφεσης ότι επειδή η εναγομένη δεν προέβαλε ισχυρισμό εικονικότητας της σύμβασης εργασίας του με την επωνυμία ... το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κρίνοντας την ως άνω σύμβαση ως εικονική έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, αυτό δεν ευσταθεί γιατί όπως έχει ήδη αναφερθεί ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ανήκει κυριαρχικά στο Δικαστήριο, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που προσέδωσαν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι. Δεδομένου λοιπόν ότι οι λοιποί λόγοι έφεσης ανάγονται σε επικαλούμενα σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης επί της εκτίμησης των μαρτυρικών καταθέσεων, οπότε παρέλκει η περαιτέρω αναφορά σε αυτές, κρίνεται ότι ο ενάγων δεν έχει νόμιμη αξίωση για την καταβολή των επιδίκων μισθών υπερημερίας και επιδομάτων εορτών και αδείας, αλλά ούτε και της επικουρικής αξίωσης για αποζημίωση απόλυσης....". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, χαρακτηρίζοντας τη μεταξύ των διαδίκων ένδικη έννομη σχέση ως σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, μη διεπόμενη από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου, έκρινε για το λόγο αυτό, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, την αγωγή ουσιαστικά αβάσιμη, κατά την θεμελιούμενη, σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και σε ειδικές διατάξεις του εργατικού δικαίου, κύρια βάση της με αιτήματα (που ενδιαφέρουν τον προκείμενο αναιρετικό έλεγχο): την αναγνώριση της ακυρότητας της από 25-7-2022 καταγγελίας της εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου και μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης, την επαναπρόσληψη του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, και την επιδίκαση σε αυτόν, λόγω της ακυρότητας της άνω καταγγελίας, μισθών υπερημερίας από 26-7-2022 έως και 31-12-2023, άλλως νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, και αποδοχών αδείας, επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας των ετών από 2017 έως και 2022, και μετά ταύτα (το Εφετείο) απέρριψε κατ'ουσία την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις, αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για τη φύση της συνδέουσας τους διαδίκους σύμβασης ως σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και για την ορθή μη εφαρμογή επ'αυτής των προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας [που αφορούν την αποζημίωση απόλυσης (άρθρα 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με την παρ.10 του άρθρου 34 Ν.4111/2013,ΦΕΚ Α 18/25.1.2013,διόρθ.σφαλμάτων ΦΕΚ Α 33/7.2.2013 και με την παρ. 4 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του Ν. 4093/2012 και άρθρα 2 και 5 παρ. 1 και 2, 3 του ν. 3198/1955), την ακυρότητα της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας λόγω μη τήρησης εγγράφου τύπου και μη καταβολής της άνω αποζημίωσης (άρθρα 174, 656 Α.Κ, 1,3 του Ν. 2112/1920, 5 του ν.3198/1955 και Β.Δ της 16/18-7-1920), το επίδομα αδείας (άρθρο 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966) και τα επιδόματα εορτών (άρθρο 3 παρ. 2 της με αριθμό 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας "Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου" (ΦΕΚ Α' 742), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1082/1980)], ως και των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, και τέλος της διάταξης του άρθρου 1 του ν.2639/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.3846/2010 (ανατρεπομένου του μαχητού τεκμηρίου αυτής). Κατά συνέπεια το Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις με ελλιπείς, αντιφατικές, ασαφείς και ενδοιαστικές αιτιολογίες, στερώντας έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση, ως προς το ανωτέρω ουσιώδες, για την έκβαση της δίκης, ζήτημα. Ειδικότερα με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης πράγματι η συνδέουσα τους διαδίκους σύμβαση, δεν είχε, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη διαλαμβάνονται, το χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, αλλά είχε χαρακτήρα σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού, πάντοτε κατά τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές του Εφετείου, ο αναιρεσείων, κατά την παροχή των συμφωνημένων, με την ένδικη προφορική σύμβαση, υπηρεσιών του, που συνίσταντο στην φροντίδα του περιβάλλοντος χώρου και τη συντήρηση του κτιρίου της κειμένης στο Λόγγο Φθιώτιδας εξοχικής κατοικίας της αναιρεσίβλητης, την οποία η τελευταία, κατοικώντας μόνιμα στην Αθήνα, επισκεπτόταν μόνο τους θερινούς μήνες και σπάνια το χειμώνα, δεν υπόκειτο στο διευθυντικό δικαίωμα και τον έλεγχο της αναιρεσίβλητης, δεν είχε οποιαδήποτε νομική εξάρτηση από αυτήν, ούτε υποχρεούτο να συμμορφώνεται με τις εντολές και οδηγίες της ως προς τον τρόπο, τόπο και το χρόνο της απασχόλησής του, αλλά είχε πλήρη αυτονομία, αναπτύσσοντας κάθε πρωτοβουλία στα πλαίσια των καθηκόντων του, ασκούσε δε παράλληλα και άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αυτή της εκτροφής και εμπορίας ζώων σε όμορο ακίνητο, της οποίας μάλιστα η επικίνδυνη λειτουργία οδήγησε στην από 25-7-2022 καταγγελία της ένδικης σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών εκ μέρους της αναιρεσίβλητης. Οι ανωτέρω αναφερόμενοι στην προσβαλλόμενη απόφαση όροι και συνθήκες παροχής των συμφωνημένων με την ένδικη σύμβαση υπηρεσιών του αναιρεσείοντος, χωρίς νομική και προσωπική εξάρτησή του από την αντισυμβαλλομένη του-αναιρεσίβλητη, που συνιστούν τα αποφασιστικά κριτήρια του γενόμενου νομικού χαρακτηρισμού της, ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, προσδιορίζονται με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς να καταλείπονται αμφιβολίες, και συνακόλουθα αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια η ανατροπή του νομίμου μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 1 του ν.2639/1998 όπως αντικατ.με το άρθρο 1 του ν.3846/2010, για το χαρακτήρα της, λόγω της διάρκειάς της άνω των εννέα (9) μηνών, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Συνεπώς, με βάση τις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης καλύπτεται πλήρως το σαφές αποδεικτικό της πόρισμα, της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, λόγω του χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ορθώς, με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, με πλήρεις και σαφείς, χωρίς αντιφάσεις, αιτιολογίες. Κατόπιν τούτων οι ερευνώμενοι πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, αληθώς από τον αριθμό 19 (και όχι από τους αριθμούς 10 και 19 όπως αριθμείται ο πρώτος) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Οι επικαλούμενες στον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ελλείψεις της προσβαλλόμενης απόφασης, που ανάγονται, αφενός στην περαιτέρω αιτιολόγηση του ανωτέρω διατυπωμένου με σαφήνεια αποδεικτικού της πορίσματος, και αφετέρου μόνο στην ανάλυση και τη στάθμιση των αποδεικτικών μέσων ως προς την περιγραφή κάθε επιμέρους εργασίας του αναιρεσείοντος κατά την παροχή των υπηρεσιών του, τη διάρκεια της απασχόλησής του σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση, και του λόγου παραχώρησης της χρήσης του οικίσκου του κτήματος ως κατοικία του επί 30 έτη, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, και δεν ιδρύουν τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Το ίδιο ισχύει και για τις αιτιάσεις του για ελλιπείς αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω μη προσδιορισμού της συμφωνημένης αμοιβής του και του τρόπου καταβολής της (μετά από αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ή με άλλον τρόπο), καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, δεν είναι αποφασιστικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι, ο τρόπος προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του παρέχοντος την εργασία του, ούτε τα άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, η αναφορά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου του μάρτυρα-υιού του ενάγοντος-αναιρεσείοντος περί μη ύπαρξης ωραρίου εργασίας του "συνηγορεί σε μεγάλο βαθμό υπέρ της άποψης ότι δεν υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας", δεν συνιστά παραδοχή της, διαμορφωτική του αποδεικτικού της πορίσματος της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής και επομένως αιτιολογία της, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον ερευνώμενο λόγο αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως ενδοιαστική και ασαφής, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αλλά συνιστά πραγματικό επιχείρημα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την αξιολόγηση της μαρτυρικής αυτής κατάθεσης ως ενισχυτικής της σαφώς διατυπωμένης, κατά τα άνω, κρίσης του για τη φύση της ένδικης σύμβασης, με συνέπεια οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος να μην ιδρύουν τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης. Στις προαναφερόμενες δε παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια, ανεπάρκεια ή αντίφαση για το κρίσιμο ζήτημα της συνδέουσας τους διαδίκους ένδικης έννομης σχέσης, η αναφορά της εικονικής πρόσληψης του ενάγοντος-αναιρεσείοντος το έτος 2000 ως φορτοεκφορτωτή (εργάτη) από την εταιρία διεθνών μεταφορών, συμφερόντων του συζύγου της αναιρεσίβλητης, με την επωνυμία ... προκειμένου να καλυφθεί η παροχή της εργασίας του στην Ελλάδα και η ασφαλιστική του κάλυψη (στο ΙΚΑ) και μέσω της οποίας καταβαλλόταν η αμοιβή των επιδίκων υπηρεσιών του. Τα περιστατικά αυτά που διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώθηκε το αποδεικτικό της πόρισμα για τους όρους και τις συνθήκες παροχής των υπηρεσιών του και το χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης και συνακόλουθα δεν αποτελούν αιτιολογίες της, αλλά συνιστούν πραγματικά επιχειρήματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την αξιολόγηση των αποδείξεων για το ανωτέρω κρίσιμο ζήτημα και για τους τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρτιση μιας εικονικής, μη επίδικης, σύμβασης εργασίας μεταξύ του αναιρεσείοντος και της ιστορούμενης ανώνυμης εταιρίας, συμφερόντων του συζύγου της αναιρεσίβλητης. Συνακόλουθα, οι σχετικές με την ανωτέρω εικονική, και μη επίδικη, σύμβαση εργασίας, αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για ανεπάρκεια και αντιφατικότητα των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την εικονικότητά της και το στοιχείο της δικής του γνώσης της εικονικότητας αυτής, είναι αλυσιτελείς, καθόσον δεν αφορούν την ένδικη έννομη σχέση και δεν ιδρύουν την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια. Άλλωστε, ούτε και η ασφάλιση του αναιρεσείοντος στο ΙΚΑ, στην οποία, κατά τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, σκοπούσε η εν λόγω εικονική σύμβαση, ούτε η καταβολή, μέσω της άνω ανώνυμης εταιρίας, της συμφωνημένης με την ένδικη σύμβαση αμοιβής του, ασκούν οποιαδήποτε επιρροή, καθόσον τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της παρεχόμενης εργασίας του ως εξαρτημένης ή όχι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη σκέψη που προηγήθηκε. Τέλος, με τις λοιπές αιτιάσεις στους ερευνώμενους λόγους αναίρεσης υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται απαραδέκτως, κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, η αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το προαναφερόμενο ουσιώδες, για την έκβαση της δίκης, ζήτημα, ως και η εκτίμηση της αξιοπιστίας και η στάθμιση των αποδεικτικών μέσων από το Δικαστήριο, που είναι ελεύθερη (αρθ.340 ΚΠολΔ), και επίσης αναιρετικά ανέλεγκτη. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 13 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ως εσφαλμένη εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ. κατανομή του (υποκειμενικού) βάρους απόδειξης, η οποία προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί απόδειξης. Μετά την κατάργηση όμως του άρθρου 341 Κ.Πολ.Δ. με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2915/2001, τέτοια απόφαση δεν εκδίδεται και συνεπώς έκτοτε η έννοια του υποκειμενικού βάρους της απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο δε αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ περιορίζεται μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος της απόδειξης, το οποίο καθορίζει το διάδικο που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών (ΑΠ 579/2024, ΑΠ 1551/2022). Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 2639/1998 (Α 205), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010 (A 66), προκύπτει ότι η απασχόληση αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για τουλάχιστον εννέα (9) συνεχείς μήνες αποτελεί τη βάση τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, το οποίο, όμως, είναι μαχητό και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής του (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022).
Με τον δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο της αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, καθόσον απέρριψε την αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη, επιρρίπτοντας στον ίδιο την ανατροπή του νομίμου μαχητού τεκμηρίου του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 2639/1998 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 3846/2010, για το χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης, που διήρκησε για πλέον των 9 μηνών (και δη επί 30 περίπου έτη) ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στην κρίση της αβασιμότητας της αγωγής, μετά από επανεκτίμηση των προσκομισθέντων και επικληθέντων, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, και στην απόρριψη της έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, κατέληξε το Εφετείο, όχι λόγω μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση των αγωγικών ισχυρισμών περιστατικών, αλλά μετά τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης ότι η ένδικη σύμβαση που συνδέει τους διαδίκους, είναι σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όπως ισχυρίστηκε η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, δεχόμενο περαιτέρω ότι τούτο αποδείχθηκε, ήτοι κατ'ανατροπή του ανωτέρω νομίμου μαχητού τεκμηρίου του χαρακτήρα της ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας λόγω της μεγάλης διαρκείας της, και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αναστροφής και παραβίασης του αντικειμενικού βάρους της απόδειξης κατά την προδιαληφθείσα του όρου έννοια. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί ο διαλαμβανόμενος στον ίδιο λόγο αναίρεσης ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το Εφετείο κατέληξε στην ανωτέρω κρίση στηριζόμενο μόνο στα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε ο ίδιος, καθόσον οι προσαχθείσες αποδείξεις, ανεξάρτητα από ποιος διάδικος τις προσκόμισε, κατ` επιταγήν του άρθρου 346 ΚΠολΔ, καθίστανται κοινό αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 49/2022). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002 ΑΠ 9/2023, ΑΠ 194/2020). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (Ολ ΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1770/2022, ΑΠ 194/2020, ΑΠ 249/2020). Τέλος, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται εάν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι έχει τούτο, εφ' όσον η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 248/2021, ΑΠ 188/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο, και με το επικουρικό σκέλος του τέταρτου λόγου, της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά την ουσιαστική έρευνα της ένδικης αγωγής του, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής του λόγω του χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης που τον συνέδεε με την αναιρεσίβλητη ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκε νομίμως και ασκούν ουσιώδη επίδραση της έκβασης της δίκης και ειδικότερα 1) τα έγγραφα που επικαλέστηκε νομίμως και προσκόμισε ο ίδιος το πρώτον ενώπιον του Εφετείου και δη α) το απόσπασμα του διαβατηρίου του και β) την φωτοτυπία της αστυνομικής του ταυτότητας, που αποδεικνύουν ότι ο ίδιος δεν χρήζει αδείας για την παροχή της εργασίας του στην Ελλάδα (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης), 2) τα παρακάτω έγγραφα που νομίμως είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιον του Εφετείου αλλά και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως εκκαλών και ενάγων, και συγκεκριμένα α) τους ετήσιους πίνακες προσωπικού της εταιρίας με την επωνυμία ... των ετών 2012, 2013, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021, β) τις με αριθμό πρωτ. ΚΑ 246826/15-12-2017, ΚΑ 250265/15-12-2018, ΚΑ 276804/19-2-2019, ΚΑ 340339/27-2-2020, ΚΑ 373498/19-2-2020, ΚΑ 335223/30-7-2021, ΚΑ 336245/30-7-2021 και ΚΑ 360756/30-6-2022 γνωστοποιήσεις στοιχείων ετήσιας κανονικής άδειας της ίδιας ως άνω εταιρίας, γ) την υπ'αριθμ. πρωτ.8000/20-12-2012 βεβαίωση του ΙΚΑ Αταλάντης για την ασφάλισή του από τον Ιούλιο του 1992, δ) το από 12-10-2022 απόσπασμα για τα στοιχεία της ασφάλισής του μέχρι τον Απρίλιο του 2016 και ε) τον από 13-10-2022 λογαριασμό ασφάλισής του για το διάστημα από Ιανουάριο του 2002 έως και Ιούλιο 2022, από τα οποία αποδεικνύεται η εικονική πρόσληψή του από την ανωτέρω ανώνυμη εταιρία και η στα πλαίσια αυτής ασφάλισή του στο ΙΚΑ (δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης) και 3) τις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και μετά από νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου του ληφθείσες υπ'αριθμ. 6249/30-11-2022, 6250/30-11-2022 και 6251/30-11-2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του Ν. Γ., Ε. Γ. και Β. Γ., από τις οποίες αποδεικνύεται η σχέση εξάρτησής του από την εναγομένη κατά την παροχή της εργασίας του, εάν δε το Εφετείο είχε λάβει υπόψη του τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα θα κατέληγε στην ουσιαστική κρίση ότι η μεταξύ του ιδίου και της αντιδίκου ένδικη σύμβαση είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Αναφορικά με τα ιστορούμενα στον υπό κρίση λόγο αναίρεσης έγγραφα υπό τον αριθμό 2 με τα στοιχεία α', β', γ', δ' και ε', και τις αναφερόμενες υπό τον αριθμό 3 ένορκες βεβαιώσεις, τόσο από τη ρητή βεβαίωση της προσβαλλομένης απόφασης, η οποία παραδεκτά επισκοπείται (αρθ.561 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπου ρητά αναφέρεται (στο 3ο φύλλο), ότι για το αποδεικτικό της πόρισμα το Εφετείο επανεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιόν του από τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων και οι υπ'αριθμ. 6249, 6250,6251/30-11-2022 νομότυπα ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος-εκκαλούντος, Ν. Γ., Ε. Γ. και Β. Γ., τα οποία συνεκτίμησε και αξιολόγησε, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όσο και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, την ανάλυση και το σχολιασμό των αποδείξεων, στον οποίο το Εφετείο προβαίνει για να αιτιολογήσει το πόρισμά του, αλλά και από το εν γένει περιεχόμενο του αιτιολογικού του, όπου, μεταξύ άλλων, γίνεται ειδική αναφορά στην εικονική του πρόσληψη το 2000 ως φορτοεκφορτωτή από την εταιρία "... για την ασφάλισή του στο ΙΚΑ (4ο φύλλο), και δεν καταλείπεται αμφιβολία και καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσης του ως αποδεικτικά μέσα τα ανωτέρω έγγραφα και τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, εξάγοντας το αποδεικτικό του πόρισμα ότι, από τον συνδυασμό αυτών προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη-εκκαλούσα ένορκες βεβαιώσεις, και έγγραφα, προς απόδειξη άμεση και έμμεση) η συνδέουσα τους διαδίκους σύμβαση, που διαρκούσε άνω των 9 μηνών, είναι σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και μετά ταύτα το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της, που θεμελιωνόταν στον χαρακτηρισμό της ένδικης σύμβασης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη, και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατ'ουσία. Σε κάθε περίπτωση το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά τα αποδεικτικά μέσα (ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα), και από ποια προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, κατ'αντιδιαστολή προς τα λοιπά ή με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς, εκ του γεγονότος της μη ρητής αναφοράς ορισμένων εξ αυτών, να συνάγεται ότι δεν προσέδωσε σ'αυτά τη δέουσα αποδεικτική δύναμη. Ούτε είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την κρίση του για την αποδεικτική βαρύτητα ή αξιοπιστία, την οποία προσέδωσε σε ένα έκαστο των προαναφερόμενων ισοδυνάμων αποδεικτικών μέσων, τα οποία εκτίμησε ελεύθερα και κυριαρχικά (αρθ.340 ΚΠολΔ). Αναφορικά με τα αναφερόμενα υπό τον αριθμό 1 έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων ως εκκαλών το πρώτον ενώπιον του Εφετείου με τις έγγραφες προτάσεις, κατά την προαναφερόμενη περικοπή της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο για το αποδεικτικό του πόρισμα δεν τα έλαβε υπόψη, καθόσον σαφώς αναφέρεται ότι προς τούτο ελήφθησαν υπόψη και επανεκτιμήθηκαν τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει οι διάδικοι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Όμως τα έγγραφα αυτά, και συγκεκριμένα το απόσπασμα του διαβατηρίου του αναιρεσείοντος και η φωτοτυπία της αστυνομικής του ταυτότητας, δεν αποδεικνύουν την αλήθεια πραγματικού ισχυρισμού που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα αυτού για τη φύση της ένδικης σύμβασης που τον συνδέει με την αναιρεσίβλητη, αλλά ούτε αποδεικνύουν, ούτε καν συνέχονται, με οποιονδήποτε πραγματικό ισχυρισμό κρίσιμο για την έκβαση της δίκης. Κατόπιν τούτων το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ.11 γ' του ΚΠολΔ και οι ερευνώμενοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Η άποψη δε του αναιρεσείοντος ότι η διαφορετική εκτίμηση των επίμαχων ως άνω αποδεικτικών μέσων, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, δηλαδή σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη επιταγή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την κυριαρχική και ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Με τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 579/2023, ΑΠ 9/2023). Αντιθέτως δεν θεωρούνται "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια η απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, της ανταγωγής ή της ένστασης, τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται, ως λόγοι έφεσης, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, περιστατικά επουσιώδη, που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό, οι αποδείξεις ή τα περιστατικά, που προκύπτουν από τις αποδείξεις, τα επικληθέντα αποδεικτικά μέσα και το περιεχόμενό τους και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 409/2022, ΑΠ 268/2020) , ούτε το περιεχόμενο νομικής διάταξης για την οποία γεννάται ζήτημα ερμηνείας ή εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 409/2022), αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 308/2020) και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΑΠ 179/2019) Επιπλέον, ο από το ανωτέρω άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 338/2023, ΑΠ 153/2019, ΑΠ 79/2018), ο ίδιος δε λόγος δεν καθιδρύεται όταν το δικαστήριο, εφαρμόζοντας αυτεπάγγελτα το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό της διαφοράς με βάση τα εκτιθέμενα, έστω και αν καταλήγει σε διάφορο συμπέρασμα από τον διάδικο που προτείνει τα περιστατικά (ΑΠ 579/2024, ΑΠ 1890/2022, ΑΠ 258/2019). Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης κατά το κύριο σκέλος του, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 α'και β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο 1) παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα την εικονικότητα, της εντός του έτους 2000, σύμβασης εργασίας μεταξύ αυτού και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ... που καταρτίστηκε για δική του διευκόλυνση, παρότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προταθεί από την εναγομένη-εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσίβλητη (στοιχείο Ι α' του τέταρτου λόγου), και 2) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα α) τον προβληθέντα αγωγικό ισχυρισμό του ότι με την ένδικη σύμβαση του είχε ανατεθεί ως υπηρεσία, εκτός από τη φροντίδα του περιβάλλοντος χώρου και της εξοχικής οικίας, και η φύλαξή τους (στοιχείο

ΙΙΙ του τέταρτου λόγου) και β) τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις, που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ίδιος και αποσκοπούσαν τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της ένδικης σύμβασης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (στοιχεία Ι β', γ', δ', ε' και στ' και
ΙΙ του τέταρτου λόγου αναίρεσης). Ο ως άνω τέταρτος, κατά το κύριο σκέλος του, λόγος αναίρεσης, είναι απαράδεκτος, καθόσον τα επικαλούμενα δεν συνιστούν "πράγματα" κατά την προηγηθείσα έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως απαιτείται για την ίδρυση του λόγου αυτού. Ειδικότερα, η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα υπό το στοιχείο Ια' του κρινόμενου λόγου, αλλά και η διαλαμβανόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εικονικότητα της, από τους έτους 2000, και προς διευκόλυνση του αναιρεσείοντος, σύμβασης εργασίας, μεταξύ του αναιρεσείοντος και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ... δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό-ένσταση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, ώστε να απαιτείται η παραδεκτή προβολή της από αυτή, για να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο, καθόσον η ανωτέρω σύμβαση εργασίας δεν είναι επίδικη. Η εικονικότητά της συνιστά πραγματικό επιχείρημα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων για τη φύση και το χαρακτήρα της συνδέουσας τους διαδίκους ένδικης έννομης σχέσης και περιστατικό επουσιώδες για το λόγο που οδήγησε στα μέρη στην κατάρτιση της και συνεπώς δεν αποτελεί "πράγμα". Περαιτέρω, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με τις προαναφερόμενες ανέλεγκτες παραδοχές του, κρίνοντας ότι οι συμφωνημένες με την ένδικη σύμβαση υπηρεσίες του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος συνίσταντο στην φροντίδα του περιβάλλοντος χώρου της εξοχικής οικίας της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης (όπως πότισμα και κλάδεμα δέντρων, καθαρισμός πισίνας), και στις εργασίες συντήρησης του κυρίως κτιρίου της, αντιμετώπισε και έκρινε αβάσιμο εκ των πραγμάτων κάθε άλλο, πλέον των υπηρεσιών αυτών, σχετικό αγωγικό ισχυρισμό, όπως η επικαλούμενη υπό το στοιχείο

ΙΙΙ του κρινόμενου λόγου αναίρεσης και αναφερόμενη στην, παραδεκτά επισκοπούμενη κατά το μέρος τούτο (αρθ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), από 11-10-2022 αγωγή του αναιρεσείοντος, φύλαξη της εξοχικής κατοικίας και του περιβάλλοντος χώρου της, με την παραδοχή ως συμφωνημένων των άνω υπηρεσιών που αποδείχθηκαν και αναφέρονται συγκεκριμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενό της. Τέλος, δεν συνιστούν "πράγματα", τα αναφερόμενα υπό τα στοιχεία Ι β', γ', δ', ε' και στ' και
ΙΙ του υπό κρίση λόγου αναίρεσης, αποδεικτικά μέσα (έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις), τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προς απόδειξη της ένδικης αγωγής του. Κατόπιν όλων των ανωτέρω δεν στοιχειοθετείται η από τον αριθμό 8α'και β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετική πλημμέλεια, την οποία επικαλείται, με τις προαναφερόμενες αιτιάσεις, ο αναιρεσείων. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά ουσιαστική παραδοχή του νομίμου αιτήματός της (αρθ.176, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Μαρτίου 2024 και με αριθ.καταθ.2469/225/7-3-2024 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 5257/2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (διαδικασίας περιουσιακών-εργατικών-διαφορών).
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή