
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 358 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 358/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Μαρία Πετσάλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Του αναιρεσείοντος: Ν. Β. του Φ., κατοίκου ... Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεοδώρου Ζευκιλή που ανακάλεσε την από 1/2/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ - ΕΥΟΣΜΟΥ", που εδρεύει στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πλιάτσικα και κατέθεσε προτάσεις.
Β. Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΚΟΡΔΕΛΙΟΥ - ΕΥΟΣΜΟΥ", που εδρεύει στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πλιάτσικα και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Β. του Φ., κατοίκου ... Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Θεοδώρου Ζευκιλή που ανακάλεσε την από 1/2/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/1/2020 αγωγή του υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2851/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και .../2022 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο υπό στοιχείο Α αναιρεσείων με την από 5/12/2022 αίτησή του και ο υπό στοιχείο Β αναιρεσείων με την από 16/10/2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσιβλήτου ζήτησε την παραδοχή της από 5/12/2022 αιτήσεως και την απόρριψη της από 16/10/2022 αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσείοντος και υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσιβλήτου την παραδοχή της από 16/10/2022 αιτήσεως και την απόρριψη της από 5/12/2022 αιτήσεως και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, ο Άρειος Πάγος μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων, που εκκρεμούν ενώπιόν του μεταξύ των ίδιων ή διαφορετικών διαδίκων, αν κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 55/2023, ΑΠ 3/2022, ΑΠ 205/2020, ΑΠ 147/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο συζητήθηκαν: α) η από 5-12-2022 αίτηση αναιρέσεως του ενάγοντος Ν. Β. κατά του εναγομένου Δήμου Κορδελιού - Ευόσμου και β) η από 16-10-2022 αίτηση αναιρέσεως του εναγομένου Δήμου Κορδελιού - Ευόσμου κατά του ενάγοντος Ν. Β., οι οποίες στρέφονται κατά της αυτής, υπ` αριθ. .../2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία και πρέπει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να συνεκδικασθούν, γιατί έτσι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με τις κρινόμενες αντίθετες αιτήσεις αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθ. .../2022 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση του εναγομένου Δήμου Κορδελιού - Ευόσμου κατά της υπ' αρ. 2851/2021 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και εξαφανίστηκε αυτή, έγινε εν μέρει δεκτή η από 9-1-2020 αγωγή του Ν. Β. και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει στον τελευταίο το ποσό των 98.949 ευρώ, πλέον των νομίμων τόκων, ως αποζημίωση, λόγω αδυναμίας αυτούσιας αποδόσεως του παρανόμως και υπαιτίως καταληφθέντος από αυτόν ακινήτου. Οι αιτήσεις αναιρέσεως έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτές (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από τον νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση αυτού. Από τη διάταξη, δε, του άρθρου 1099ΑΚ, προκύπτει ότι αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών κτήση της νομής με παράνομη πράξη αποτελεί κάθε ενέργεια εναντίον της θελήσεως του κυρίου του πράγματος (άρθρο 984 παρ. 1ΑΚ) με την οποία συντελείται η αφαίρεση της νομής του, ανεξάρτητα εάν ο αφαιρέσας τελεί ή όχι σε καλή πίστη και αν η ενέργεια με την οποία συντελέστηκε η παράνομη κτήση αποτελεί ή όχι αξιόποινη πράξη (ΑΠ 1223/2021, ΑΠ 144/2015, ΑΠ 1900/2008). Περίπτωση αποζημιώσεως του κυρίου του πράγματος δημιουργείται, κατ' άρθρο 1097ΑΚ και όταν από υπαιτιότητα του κακόπιστου νομέα, όπως θεωρείται και κάθε νομέας μετά την επίδοση της αγωγής, το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο άλλο λόγο. Στην έννοια της αδυναμίας προς αυτούσια απόδοση εντάσσεται και η κατάληψη ακινήτου από τρίτο και η κατασκευή επ` αυτού μόνιμων εγκαταστάσεων, ώστε η επαναφορά του ακινήτου στην προτέρα αυτού κατάσταση και η απόδοση, έτσι, της νομής του ελεύθερης προς άσκηση στον κύριο αυτού να είναι ανέφικτη (ΑΠ 1223/2021, ΑΠ 1258/2020, 1222/2020, ΑΠ 144/2015, ΑΠ 394/2014). Έτσι, στην περίπτωση που ο νομέας του πράγματος απέκτησε τη νομή του με παράνομη πράξη και η απόδοση αυτού (πράγματος) είναι αδύνατη από υπαιτιότητα του νομέα, και συνεπώς αυτός έχει αδικοπρακτική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099ΑΚ, η αποζημίωση την οποία αυτός (νομέας) οφείλει στον κύριο του πράγματος, περιλαμβάνει, κατ` αρχήν, την πραγματική αξία του καταληφθέντος πράγματος, κατά το χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως και ως τέτοιος χρόνος νοείται, κατά τους δικονομικούς κανόνες, ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1223/2021, ΑΠ 144/2015). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 4/2014, ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1406/2021). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ ΑΠ 7/2006). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 357/2023, ΑΠ 150/2023). Ειδικότερα, από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (AΠ 1024/2010, ΑΠ 172/2010).
Ι. Επί της από 5-12-2022 αιτήσεως αναιρέσεως του Ν. Β.:
Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο αναιρετικούς λόγους ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο: α) παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099 ΑΚ με το να προσδιορίσει την εμπορική αξία του ακινήτου του και ακολούθως, την αποζημίωση από τη στέρησή του, με βάση την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε σε αυτό συνεπεία της παράνομης καταπατήσεώς του από τον αναιρεσίβλητο Δήμο και της εντεύθεν χρήσεώς του για την υλοποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου και β) παραβίασε εκ πλαγίου τις ίδιες παραπάνω διατάξεις, καθώς, αφενός με ανεπαρκείς αιτιολογίες προσδιόρισε το ύψος της ζημίας του και εντεύθεν της αποζημιώσεώς του, αφού δεν ανέφερε ποιά θα ήταν η πραγματική κατάσταση του ακινήτου του και η εμπορική αξία του κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής αν δεν είχε λάβει χώρα η παράνομη καταπάτησή του από τον Δήμο, αφετέρου με αντιφατική αιτιολογία προσδιόρισε την εμπορική αξία αυτού, δεχόμενο ότι η συγκεκριμένη θέση του είναι προνομιούχα, αλλά ταυτόχρονα και μειονεκτική. Aπό την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο πατέρας του ενάγοντος Φ. Β. του Ν. απέκτησε κατά κυριότητα λόγω πώλησης από την έως τότε κυρία αυτού Μ. συζ. Α.. Β. το γένος Ε.. Κ. διαιρετό τμήμα εκτάσεως 11.650τ.μ. του υπ' αριθ. 575 κληροτεμαχίου του αγροκτήματος Νέου Κουκλουτζά (Ευόσμου) Θεσσαλονίκης, αναφερόμενο (το τμήμα) με τον διακριτικό αριθμό 575Α βάσει του υπ' αριθ. 54046/17.08.1965 συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Θ. Κ. ή Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης (τόμος 408, αριθ. 99). Τμήμα αυτού, εκτάσεως 5.500 τ.μ., απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για τη διάνοιξη και κατασκευή της Εσωτερικής Περιφερειακής Οδού της πόλης της Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθ. 2843/3256/26.05.1970 ΚΥΑ, ΦΕΚ Δ' 128/29.06.1970 και απέμεινε στον άνω κύριο η υπόλοιπη έκταση, εμβαδού 6.150 τ.μ. Το ακίνητο βρίσκεται εν μέρει στα διοικητικά όρια του πρώην Δήμου Σταυρούπολης (ήδη Δήμου Παύλου Μελά) και ένα τμήμα του, εμβαδού 868,75 τ.μ. υπάγεται στα διοικητικά όρια του πρώην Δήμου Ευόσμου και ήδη του εναγομένου Δήμου Κορδελιού - Ευόσμου. Με το από 04 Απριλίου 1979 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ Δ' 271/15.05.1979) εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο Ευόσμου και καθορίστηκαν οι όροι και περιορισμοί δόμησης των οικοπέδων αυτού. Εν συνεχεία με την υπ' αριθ. Φ.97/0/17/07.01.2016 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (ΦΕΚ ΑΑΠ 7/29.01.2016) κηρύχθηκε συμπληρωματική αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για την κατασκευή του έργου της Εγνατίας Οδού "αναβάθμιση της Δυτικής Εσωτερικής Περιφερειακής Οδού Θεσσαλονίκης" στους Δήμους Παύλου Μελά (Δ.Δ, Σταυρούπολης) και Κορδελιού - Ευόσμου (Δ.Δ. Ευόσμου). Με αυτή, καθ' ο μέρος ενδιαφέρει εν προκειμένω, από την έκταση των 868,75 τ.μ. που βρίσκεται στα διοικητικά όρια του εναγομένου, ένα τμήμα της εμβαδού 403,96 τ.μ. απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και με δικές του δαπάνες. Από το υπόλοιπο, ένα τμήμα του βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως Ευόσμου και συνορεύει δυτικά επί τεθλασμένης γραμμής μήκους 13,85 μ. και 10 μ. περίπου με τμήμα του άλλοτε ένδικου κληροτεμαχίου ήδη μεταβιβασθέντος στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "....", βόρεια σε πλευρά μήκους 33 περίπου μ. με το όριο του σχεδίου πόλης, νοτιοανατολικά σε τεθλασμένη πλευρά μήκους 5 περίπου μ. και 17,08 μ. με τμήμα του άλλοτε ένδικου κληροτεμαχίου και ήδη με κοινόχρηστους χώρους και τη συμβολή των οδών Αντώνη Τρίτση και Ιθάκης, ανατολικά σε τεθλασμένη πλευρά μήκους 6,51 μ. και 2,19 μ. με τμήμα του άλλοτε ένδικου κληροτεμαχίου και ήδη με κοινόχρηστους χώρους, πεζόδρομο και την οδό Ιθάκης και νότια σε πλευρά μήκους 6,44 μ. ομοίως με τμήμα του ίδιου κληροτεμαχίου και ήδη με κοινόχρηστους χώρους και την οδό Ιθάκης. Αυτό είναι το εν προκειμένω ένδικο τμήμα, που κατά τα εκτιθέμενα στο κρινόμενο δικόγραφο υπολογίζεται με έκταση 329,83 τ.μ., σύμφωνα δε με τον εναγόμενο, που δεν αμφισβητεί την ταυτότητά του, έχει έκταση 339,38 τ.μ., πρόκειται δε για απόκληση ασήμαντη ενόψει της έκτασης του ακινήτου (περίπου 3%). Ωστόσο, για την επίδικη έκταση δεν έχει ακόμα συνταχθεί από τον αρμόδιο προς τούτο εναγόμενο πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού, προκειμένου να προσδιορισθούν οι τυχόν υποχρεώσεις του ιδίου και των παρόδιων ιδιοκτητών, ώστε να αποζημιωθεί η ρυμοτομούμενη ιδιοκτησία. Η παράλειψη αυτή επισημαίνεται και από το Τμήμα Χωροταξικού Σχεδιασμού και Ρυθμίσεων της Διεύθυνσης Μελετών και Έργων του εναγομένου Δήμου στο από 20.05.2020 έγγραφό του, στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του επί της κρινόμενης αγωγής. Παρά ταύτα, ήδη από την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως με το προεδρικό διάταγμα του έτους 1979 και από εκείνου του χρόνου ο τότε Δήμος Ευόσμου κατέλαβε το ένδικο εδαφικό τμήμα και το νέμεται. Από τότε και μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής τα όργανα του εκάστοτε ΟΤΑ προχώρησαν στη διαμόρφωσή του, διανοίγοντας τη δι' αυτού διερχόμενη οδό Αντώνη Τρίτση (παράλληλη της Περιφερειακής Οδού) και την κάθετη αυτής οδό Ιθάκης, τοποθέτησαν κράσπεδα, κατασκεύασαν πεζοδρόμια και φύτευσαν δέντρα. Κατά τη βαθμιαία εξέλιξη των εργασιών ο εναγόμενος έθεσε το ακίνητο στην κοινή χρήση δημοτών του, των κατοίκων της περιοχής και των διερχόμενων. Μάλιστα ήδη το έχει συμπεριλάβει ως χώρο πρασίνου στο ΟΤ 2022. Ενόψει αυτών, η κατά τα ανωτέρω κατάληψη από το έτος 1979 έγινε από τα αρμόδια όργανα του τότε Δήμου Ευόσμου και του εκ των υστέρων καθολικού διαδόχου αυτού εναγομένου Δήμου με πράξη παράνομη, καθόσον έλαβε χώρα πριν τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης με την καταβολή στον κύριο του ακινήτου της αναλογούσας αποζημίωσης, επιπλέον δε η πράξη αυτή ήταν και υπαίτια, αφού ο Δήμος, ως μόνο υπόχρεος κίνησης της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης, ήταν ασφαλώς σε πλήρη γνώση του γεγονότος ότι αυτή δεν είχε ολοκληρωθεί. Περαιτέρω, λόγω των άνω περιγραφεισών μόνιμων κατασκευών επί του ακινήτου, που έχει ενταχθεί στη διαμορφωθείσα στο σημείο περιοχή, η αυτούσια απόδοσή του στον κύριο αυτού καθίσταται αδύνατη. Επομένως, στο πρόσωπο του πατέρα του ενάγοντος Φ. Β., κυρίου του ένδικου ακινήτου κατά τον χρόνο της κατάληψής του, γεννήθηκαν αξιώσεις απορρέουσες από το προσβληθέν απόλυτο δικαίωμα της κυριότητάς του. Ενόψει της αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του ακινήτου αλλά και λόγω της τελεσθείσας από τα όργανα του εναγομένου σε βάρος του αδικοπραξίας, ο κύριος απέκτησε αξίωση καταβολής αποζημίωσης........ Ενόψει αυτών ο ενάγων κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος της σχετικής απαίτησης αποζημίωσης...... Περαιτέρω, το ένδικο εδαφικό τμήμα βρίσκεται, όπως προεκτέθηκε εντός του σχεδίου της πόλης του Ευόσμου, στην περιοχή που ονομάζεται "Νέα Πολιτεία", στο όριό της με τη δυτική Εσωτερική Περιφερειακή Οδό. Πρόκειται για περιοχή που παρουσίασε μεγάλη οικιστική ανάπτυξη μετά το 1990, με την κατασκευή πολυόροφων οικοδομών. Διαθέτει κοινόχρηστες και κοινωφελείς υποδομές, έχει εύκολη πρόσβαση στην Εσωτερική Περιφερειακή Οδό και μέσω αυτής στο εθνικό οδικό δίκτυο. Οι οδοί είναι ασφαλτοστρωμένες, με πεζοδρόμια και κράσπεδα, ενώ εξυπηρετείται και από αστικές λεωφορειακές γραμμές. Παρουσιάζει εμπορική δραστηριότητα κυρίως τοπικής εμβέλειας (εμπορικά καταστήματα, τράπεζες, επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κ.λπ.). Ο συντελεστής δόμησης στην περιοχή ανέρχεται σε 1,80 και το ποσοστό κάλυψης σε 60%. Ωστόσο, η εγγύτητά της στην Περιφερειακή Οδό, με διαρκή κυκλοφορία καθ' όλο το εικοσιτετράωρο οχημάτων επιβατικών αλλά και μεγάλου όγκου, που αναπτύσσουν υψηλές ταχύτητες, επηρεάζει αρνητικά την αξία των ακινήτων που βρίσκονται πέριξ αυτής, όπως το επίδικο, καθόσον είναι αδιαμφισβήτητη η επιβάρυνσή τους λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της ηχορύπανσης. Περαιτέρω, οι όμορες αυτής περιοχές του Ευόσμου και της Άνω Ηλιούπολης του Δήμου Παύλου Μελά (πρώην Σταυρούπολης) είναι πυκνοδομημένες, διαθέτουν λίγους χώρους πρασίνου και παρουσιάζουν έντονα κυκλοφοριακά και αστικά προβλήματα. Η αντικειμενική αξία του επιδίκου ακινήτου υπολογίζεται σε 221,40 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1113/12.06.2018 (ΦΕΚ Β' 2192/12.06.2018). Στοιχεία περί της εμπορικής αξίας των ακινήτων στην περιοχή κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ουδεμία των διαδίκων πλευρών προσκομίζει. Πρέπει ωστόσο να γίνει μνεία της υπ' αριθ. 1435/2012 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο καθόρισε την οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης για άλλο ρυμοτομηθέν τμήμα του μείζονος ακινήτου του ενάγοντος, με υπόχρεο τον Δήμο Σταυρούπολης, η οποία ωστόσο ποτέ δεν εφαρμόστηκε, καθώς ανακλήθηκε η υπ' αριθ. 7709/2007 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών της Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, που την αφορούσε. Έτσι, με την απόφαση εκείνη και με κρίσιμο χρόνο τις 30 Ιανουαρίου 2012, καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας σε ποσό εξακοσίων (600) ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο για ακίνητο με αντικειμενική αξία 543,77 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, υπερδιπλάσια της αντικειμενικής αξίας του επιδίκου. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα ανωτέρω, η εμπορική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανέρχεται σε τριακόσια (300) ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και συνολικά σε (329,83 τ.μ. χ 300 ευρώ) 98.949 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του εκτίμησε την ανά τετραγωνικό μέτρο εμπορική αξία του ακινήτου σε ποσό μείζον και δη σε 600 ευρώ, επιπλέον δε, αν και ο ενάγων ζητούσε να του καταβληθεί η αποζημίωση που αντιστοιχούσε σε έκταση 329,83 τ.μ., την υπολόγισε επί εκτάσεως μείζονος και δη 339,38 τ.μ. Σύμφωνα λοιπόν με τα προεκτεθέντα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως παραπονείται ο εκκαλών Δήμος με τον 3° λόγο της εφέσεώς του. Αντιθέτως, ο υπό Α' λόγος της εφέσεως του εκκαλούντος Ν. Β., με τον οποίο παραπονείται για την εν μέρει απόρριψη αυτού του κεφαλαίου της αγωγής του, πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί...".Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η κατά τον χρόνο της συζητήσεως της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εμπορική αξία του επίδικου εδαφικού τμήματος, κυριότητας του αναιρεσείοντος, που καταλήφθηκε από το έτος 1979 από τον αναιρεσίβλητο ΟΤΑ, λαμβανομένων υπόψη ότι βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως Ευόσμου, στην περιοχή Νέα πολιτεία, με πολυόροφες οικοδομές, κοινόχρηστες και κοινωφελείς υποδομές, με πρόσβαση στο Εθνικό Οδικό Δίκτυο, εξυπηρετείται από αστικές συγκοινωνίες, έχει εμπορική δραστηριότητα, ο συντελεστής δομήσεως ανέρχεται σε 1,80 και το ποσοστό καλύψεως σε 60%, αλλά και της επιβαρύνσεως της περιοχής από τη διαρκή κυκλοφορία των οχημάτων, της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως και ηχορυπάνσεως, της γειτνιάσεώς της με περιοχές πυκνοδομημένες που διαθέτουν λίγους χώρους πρασίνου, με έντονα κυκλοφοριακά και αστικά προβλήματα και ότι η αντικειμενική αξία αυτού υπολογίζεται σε 221,40 ευρώ ανά τ.μ., σύμφωνα με την ΠΟΛ 1113/2018, ανέρχεται σε 300 ευρώ ανά τ.μ. και συνολικά στο ποσό των 98.949 ευρώ, το οποίο υποχρεούται ο αναιρεσίβλητος ΟΤΑ να καταβάλει ως αποζημίωση στον αναιρεσείοντα. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων αναφορικά με τον καθορισμό της ζημίας του ενάγοντος - αναιρεσείοντος, οι οποίες εφαρμόσθηκαν, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της αποφάσεως, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως η γενική αυτή αναφορά της λήψεως υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναιρέσεως για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της αποφάσεως δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνον η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 252/2021). Με τον τέταρτο αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από αυτόν στην κατ' έφεση δίκη, με τις προτάσεις που κατέθεσε, αποδεικτικά έγγραφα, ήτοι: α) την υπ' αρ. 1027/16-7-2020 ένορκη βεβαίωση του τοπογράφου Σ. Α. και β) την από 13-7-2020 έκθεση εκτιμήσεως του αγρονόμου τοπογράφου Α. Π., με αποτέλεσμα να καθορίσει την εμπορική αξία του ακινήτου του, μόλις, στο ποσό των 300 ευρώ ανά τμ, αντί του αιτούμενου από αυτόν ποσού των 800 ευρώ ανά τμ. Από τη βεβαίωση, όμως, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, εκτός των άλλων και "η υπ' αριθ. 1027/16.07.2020 ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ. Γ. ένορκη βεβαίωση του Σ.. Α.. του Δ., που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νόμιμη κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ κλήτευση του αντιδίκου του (βλ. την υπ' αριθ. 2465ΣΤ/13.07.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Α. Κ.) και από τη με ημερομηνία 13.07.2020 έκθεση εκτίμησης του αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Α. Π., που ως γνωμοδότηση προσώπου με ειδικές γνώσεις επιστήμης εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 390 ΚΠολΔ).." σε συνδυασμό και με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και να καθορίσει την εμπορική αξία του επιδίκου εδαφικού τμήματος του ευρύτερου ακινήτου του αναιρεσείοντος, κατά το χρόνο της συζητήσεως της αγωγής του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σε 300 ευρώ ανά τ.μ. Επομένως, ο παραπάνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας την αναφορά περισσότερων στοιχείων από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση της νομικής αοριστίας της αγωγής ή της ενστάσεως (Ολ. ΑΠ 18/1998, ΑΠ 1967/2006). Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1356/2010). Αντιθέτως, η έλλειψη εξειδικεύσεως των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως (ΑΠ 689/2021, ΑΠ 963/2006) και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 703/2019, ΑΠ 1966/2017, ΑΠ 1452/2007). Από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, απαράδεκτο, ή έκπτωση από το δικαίωμα που προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διατάξεως (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 1419/2019) και όχι διατάξεως ουσιαστικού δικαίου. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχεται και η αοριστία της αγωγής ποσοτική ή ποιοτική, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής (Ολ. ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 689/2021, ΑΠ 218/2020, ΑΠ 571/2004). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Για να είναι ορισμένη κατά το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ` αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (Ολ. ΑΠ 22/1995, ΑΠ 689/2021). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' εκτίμηση, την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το αίτημα της αγωγής του για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών ύψους 98.949 ευρώ, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του αναιρεσιβλήτου.
Από την επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) του δικογράφου της από 9-1-2020 αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων ιστορούσε ότι, η επίδικη εδαφική έκταση 329,83 τμ, που αποτελεί τμήμα ευρύτερου ακινήτου του, εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως με το πδ 4.4.1979 "περί εγκρίσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Ευόσμου" και ότι ο εναγόμενος Δήμος, ήδη από το έτος 1979, χωρίς να έχει συντελεστεί απαλλοτρίωση και να έχει καταβάλλει την αναλογούσα αποζημίωση, την κατέλαβε δια των αρμοδίων οργάνων του παρανόμως και υπαιτίως και έκτοτε την κατέχει συνεχώς εν γνώσει της παρανομίας, διαμορφώνοντας την σε χώρους πρασίνου - πάρκα, διαδρόμους περιπάτου ασφαλτοστρωμένους, δημοτικές οδούς, κράσπεδα και πεζοδρόμια, με συνέπεια να είναι πλέον αδύνατον να του αποδοθεί αυτούσια. Ότι με την ανωτέρω συμπεριφορά του ο εναγόμενος Δήμος του στέρησε να δυνατότητα να αξιοποιήσει ελεύθερα το ακίνητό του ιδίως, με την ανέγερση επί αντιπαροχή πολυωρόφων οικοδομών, ενώ σε κάθε περίπτωση από την εκμίσθωσή του την τελευταία πενταετία προ της ασκήσεως της αγωγής του, ήτοι από 10-1-2015 μέχρι 10-1-2020 θα εισέπραττε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές οικονομικές συνθήκες της επίδικης περιοχής, ως εύλογο, δίκαιο και ανάλογο μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των πέντε (5,00) ευρώ ανα τ.μ. και συνολικά το ποσό των 98.949 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, εκτός των άλλων, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος Δήμος οφείλει να του καταβάλει για διαφυγόντα κέρδη, το ποσό των 98.949 ευρώ, πλέον των νόμιμων τόκων. Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, το ως άνω αίτημα της αγωγής είναι απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του, καθόσον δεν εκτίθεται στο δικόγραφο το αντικείμενο της μισθωτικής σχέσεως και οι ειδικές εκείνες περιστάσεις, ιδίως τα ληφθέντα από τον ενάγοντα προπαρασκευαστικά μέτρα που θα καθιστούσαν πιθανή την επίτευξη τέτοιων κερδών. Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το αγωγικό αυτό αίτημα, δεν προέβη σε παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου και ως εκ τούτου ο πέμπτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Έγγραφα, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432-465 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη. Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν έγγραφα και άρα δεν επιδέχονται παραμόρφωση εκείνες οι υπουργικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατά εξουσιοδότηση νόμου, ως αποτελούσες κανόνες δικαίου (ΑΠ 1388/2018, ΑΠ 178/2015, ΑΠ 590/2007). Με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ΠΟΛ 1113/12-6-2018 (ΦΕΚ Β'2192/12-6-2018) αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών με έναρξη χρόνου ισχύος την 1-9-2019, η οποία, για το υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, αναπροσάρμοσε τις τιμές εκκινήσεως στην περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, με το να δεχθεί ότι η αντικειμενική αξία αυτού ανέρχεται σε 221,4 ευρώ ανά τ.μ., ενώ με τον ορθό συνυπολογισμό των τιμών του Πίνακα Τιμών Εκκινήσεως (ΤΖ) που καθορίστηκαν με την άνω υπουργική απόφαση η αντικειμενική του αξία ανέρχεται σε 279,2 ευρώ ανά τ.μ., με αποτέλεσμα ακολούθως να καταλήξει στο επιζήμιο γι' αυτόν πόρισμα ότι η εμπορική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 300 ευρώ ανά τ.μ. Ο λόγος αυτός όμως είναι απαράδεκτος, καθόσον η ως άνω υπουργική απόφαση εκδοθείσα κατά εξουσιοδότηση νόμου (άρθρο 41Ν. 1249/1982), αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και δεν συνιστά αποδεικτικό έγγραφο κατά την παραπάνω εκτεθείσα έννοια ώστε να επιδέχεται παραμόρφωση. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη από 5-12-2022 αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας του αναιρεσείοντος (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Δήμου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 281 παρ.2 Ν. 3463/2006, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
IΙ. Επί της από 16-10-2022 αιτήσεως αναιρέσεως του Δήμου Κορδελιού - Ευόσμου:
Σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντάγματος, όπως αυτό ίσχυε πριν αναθεωρηθεί με το από 6-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων "1.Η εκδίκασις των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει εις τα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Εκ των ως άνω διαφορών αι μη υπαχθείσαι εισέτι εις τα δικαστήρια ταύτα, δέον να υπαχθούν υποχρεωτικώς εις την δικαιοδοσίαν αυτών, εντός πέντε ετών από της ισχύος του παρόντος της προθεσμίας ταύτης δυναμένης να παρατείνεται δια νόμου. 2. Μέχρι της υπαγωγής εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και των λοιπών ουσιαστικών διοικητικών διαφορών, είτε εν τω συνόλω είτε κατά κατηγορίας, αύται εξακολουθούν να υπάγωνται εις τα πολιτικά δικαστήρια, πλην εκείνων δια τας οποίας ειδικοί νόμοι συνέστησαν ειδικά διοικητικά δικαστήρια, εις τα οποία τηρούνται αι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. 3. Εις τα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται πάσαι αι ιδιωτικαί διαφοραί, ως και αι δια νόμου ανατιθέμεναι εις ταύτα υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας. 4. Εις τα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια δύναται να ανατεθή και πάσα άλλη υπό του νόμου οριζομένη διοικητικής φύσεως αρμοδιότης". Αντίστοιχα ο ΚΠολΔ ορίζει στο άρθρο 1 ότι "στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν: α) Οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)...και δ) οι διοικητικές διαφορές που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων" και στο άρθρο 2 ότι "τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως", εφόσον βέβαια τα ζητήματα αυτά δεν καλύπτονται από δεδικασμένο (ΑΠ 1271/2019). Σε εκτέλεση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 1406/1983 "Ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κ.λ.π.", ο οποίος στα άρθρα 1, 9, 10 και 31 όρισε και τα ακόλουθα: "1. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α)... η) την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. θ)..." (άρθρο 1), "1. Η εκδίκαση των διαφορών του άρθρου 1 από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια αρχίζει: α) για τις διοικητικές διαφορές των περιπτώσεων α, β, και γ της παραγράφου 2 του άρθρου 1, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού β) για τις διοικητικές διαφορές των περιπτώσεων δ, ε, στ και ζ από 11 Ιουνίου 1984 και γ) για τις λοιπές διοικητικές διαφορές από 11 Ιουνίου 1985. 2. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. 3. Η προθεσμία του άρθρου 94 παράγραφος 1 του Συντάγματος, που παρατάθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 1366/1983 (ΦΕΚ 81) μέχρι την 31.12.83 παρατείνεται από την παραπάνω λήξη της έως την 11η Ιουνίου 1985" (άρθρο 9), "Διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή παραλείψεις που συντελούνται ή αξιώσεις που γεννιούνται και είναι δικαστικώς επιδιώξιμες μέχρι τις χρονολογίες, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του προηγουμένου άρθρου, εξακολουθούν να υπόκεινται στα ένδικα ή ενδικοφανή μέσα, που προβλέπονται από τις ισχύουσες, κατά το χρόνο της έκδοσης, συντέλεσης ή γέννησής τους, διατάξεις και εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές αρμόδια δικαστηρία ή διοικητικά όργανα" (άρθρο 10) και "Καταργούνται οι διατάξεις: α) ...καθώς και κάθε άλλη διάταξη που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή που αναφέρεται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται από αυτές" (άρθρο 31). Εξάλλου, στα άρθρα 104, 105 εδ. α' και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι "Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα"(άρθρο 104), "Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος..."(άρθρο 105) και "Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους"(άρθρο 106). Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 του ΑΚ, προκύπτει ότι μπορεί να δημιουργηθεί ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ και από υλική πράξη οργάνου τους, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (ΑΕΔ 5/1995, ΟλΑΠ3/1994), συνεπώς δε να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας, είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ` ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθεαυτή δραστηριότητα, η οποία αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών, το οποίο αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα δε, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου, μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθεαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής έναντι των πολιτών, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας των ανωτέρω νομικών προσώπων, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίως στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και, συνεπώς, η διαφορά που ανακύπτει είναι ιδιωτική (ΟλΑΠ 3/1994, ΑΠ 1271/2019, ΑΠ 1175/2014, ΑΠ 599/2013, ΣτΕ 1033/2019, ΣτΕ 1159/2018). Στο πλαίσιο αυτό ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και κατ` επέκταση δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάρχει όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΑΠ 1271/2019, ΣτΕ 1033/2019, ΣτΕ 1159/2018). Περαιτέρω, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγών κατά του Δημοσίου (συνεπώς και κατά των λοιπών ΝΠΔΔ, που αναφέρονται στο άρθρο 106 ΕισΝ ΑΚ), περί ευθύνης αυτού σε αποζημίωση από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν από την 11η Ιουνίου 1985 και η δικαιοδοσία αυτή των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να υπάρχει και στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι συνέπειες των ανωτέρω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές αξιώσεις είναι, είτε πριν, είτε μετά την ως άνω ημερομηνία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προσδιορίσιμες. Αντιθέτως, εάν οι αξιώσεις αυτές γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες μετά την 11η Ιουνίου 1985, η επίλυση των σχετικών διαφορών ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 31/2008). Εξάλλου, προσδιορίσιμες κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι και οι αξιώσεις εκείνες, οι οποίες γεννήθηκαν από παράνομη πράξη, τελεσθείσα πριν τις 11-6-1985, αρμοδίων οργάνων Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), που στο πλαίσιο ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως κηρυχθείσας νομίμως, προβαίνουν παρανόμως, πριν την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, στην κατάληψη του ρυμοτομούμενου ιδιωτικού ακινήτου και, ακολούθως, παρά την αντίδραση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, χωρίς να ολοκληρώνουν τη διαδικασία απαλλοτριώσεως, παραλείπουν, αντίθετα στην καλή πίστη και συνεπώς παράνομα, την άρση της καταλήψεως, με την απόδοση του ακινήτου στον ιδιοκτήτη του, και οι οποίες (αξιώσεις) αφορούν εκτός από την απόδοση του ακινήτου και σε αποζημίωση του ιδιοκτήτη του ακινήτου για την στέρηση αυτού, που άρχισε πριν τις 11-6-1985 και συνεχίζεται και μετά την ημερομηνία αυτή.
Συνεπώς, δικαιοδοσία να δικάσουν και τις διαφορές αυτές έχουν τα πολιτικά και όχι τα διοικητικά δικαστήρια, αφού πρόκειται, αφενός μεν για παράνομη πράξη τελεσθείσα πριν τις 11-6-1985, από την οποία δημιουργήθηκε παρατεταμένη ζημιογόνος κατάσταση, οι συνέπειες της οποίας εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή, αφετέρου δε για αξιώσεις του ιδιοκτήτη προς αποκατάσταση της ζημίας του, απορρέουσες και μετά την 11-6-1985 από την παρατεταμένη αυτή κατάσταση, δηλαδή την προεκτεθείσα παράνομη κατάληψη του ακινήτου και την εν συνεχεία διαρκή παράνομη παράλειψη άρσεως της καταλήψεως αυτής, οι οποίες ήταν, κατά τα ανωτέρω, προσδιορίσιμες (πρβλ για το συναφές ζήτημα της παράνομης παραλείψεως ολοκληρώσεως ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ΣτΕ 907/2022, ΣτΕ 2299/2010). Η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.4 ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υποθέσεως, η οποία, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 1/2018, ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 1271/2019), ενώ, όταν το δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της υποθέσεως, απορρίπτει εσφαλμένα την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας), υποπίπτει στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κηρύξεως απαραδέκτου του αριθ. 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ781/2019, ΑΠ 741/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.4 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο υπερέβη τη δικαιοδοσία του με το να επιληφθεί της προκειμένης υποθέσεως, που ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, απορρίπτοντας τον σχετικώς προταθέντα από αυτόν πρώτο λόγο της εφέσεώς του.
Σύμφωνα με το προαναφερθέν περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, σε αυτή ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ιστορούσε ότι η επίδικη εδαφική έκταση 329,83 τμ, που αποτελεί τμήμα ευρύτερου ακινήτου του, εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως με το πδ 4.4.1979 "περί εγκρίσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Ευόσμου" και ότι ο εναγόμενος Δήμος, ήδη από το έτος 1979, χωρίς να έχει συντελεστεί απαλλοτρίωση και να έχει καταβάλει την αναλογούσα αποζημίωση, την κατέλαβε δια των αρμοδίων οργάνων του παρανόμως και υπαιτίως και έκτοτε την κατέχει συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής, εν γνώσει της παρανομίας, διαμορφώνοντάς την σε χώρους πρασίνου - πάρκα, διαδρόμους περιπάτου ασφαλτοστρωμένους, δημοτικές οδούς, κράσπεδα και πεζοδρόμια, με συνέπεια να είναι πλέον αδύνατον να του αποδοθεί αυτούσια και να υφίσταται ισόποση με την αξία της ζημία, την οποία και ζήτησε.
Περαιτέρω, από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του τα ακόλουθα : "Κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, που προκάλεσε στον ενάγοντα την επικαλούμενη ζημία του, είναι η χωρίς δικαίωμα κατάληψη του ακινήτου του, η διαμόρφωση σε αυτό κοινόχρηστων χώρων και η θέση τους σε κοινή χρήση. Επιπλέον η συμπεριφορά αυτή είναι και παράνομη, καθώς έγινε χωρίς να περατωθεί η διαδικασία που απαιτείται κατά νόμο για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης με την πλήρη αποζημίωση του κυρίου του ένδικου ακινήτου. Πρόκειται συνεπώς για "παράνομη πράξη ή παράλειψη" "κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας" που έχει ανατεθεί στον εναγόμενο Ο.Τ.Α., ήτοι συμπεριφορά υπαγόμενη στο πραγματικό των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, που γεννά κατ' αρχήν υποχρέωσή του προς αποζημίωση του ενάγοντος. Η περιγραφόμενη συμπεριφορά τοποθετείται χρονικά από το έτος 1979, κατά την έκδοση του προεδρικού διατάγματος "περί εγκρίσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Eυόσμου", στο οποίο εντάσσεται το επίδικο ακίνητο και περιγράφεται εξακολουθούσα έως την άσκηση της κρινόμενης αγωγής.
Συνεπώς, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η σχετική αξίωση του ενάγοντος γεννήθηκε προ της κατά τα ανωτέρω κρίσιμης 11ης Ιουνίου 1985, οι δε συνέπειές της εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή. Εξάλλου, ήδη από την ημερομηνία εκδήλωσης της παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του εναγομένου ήταν δυνατός ο προσδιορισμός της αξίωσης του ενάγοντος προς αποζημίωση, συνιστάμενης στην αξία του καταληφθέντος ακινήτου.
Συνεπώς, .....θεμελιώνεται και εξακολουθεί να υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της αγωγής, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης του εκκαλούντος Δήμου Κορδελιού - Ευόσμου πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί." Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήτοι : α) ότι η κατάληψη του επιδίκου ακινήτου ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου έγινε παράνομα από τα αρμόδια όργανα του αναιρεσείοντος Δήμου, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας τους, το πρώτον το έτος 1979, οπότε και άρχισαν να διαμορφώνουν εντός αυτού κοινόχρηστους χώρους και β) ότι έκτοτε συνεχώς και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, ο Δήμος συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο και να διαμορφώνει εντός αυτού κοινόχρηστους χώρους, που κατέστησαν πλέον αδύνατη την αυτούσια απόδοσή του, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών και όχι των διοικητικών δικαστηρίων για εκδίκαση της ένδικης αξιώσεως για αποζημίωση του ενάγοντος για την ζημία, που αυτός υφίσταται από την αδυναμία αποδόσεως του ακινήτου του. Τούτο διότι, σύμφωνα και με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, υπό τα ως άνω επικαλούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, η ένδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου για αποζημίωση γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη πριν τις 11-6-1985 με την παράνομη κατάληψη του επίδικου ακινήτου το έτος 1979 από τα αρμόδια όργανα του Δήμου, οι συνέπειες όμως της παράνομης αυτής πράξεως εκτείνονται και μετά την ημερομηνία αυτή μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, καθόσον τα αρμόδια όργανα του αναιρεσείοντος, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της απαλλοτριώσεως του επιδίκου ακινήτου με την καταβολή της καθορισθείσης αποζημιώσεως, από το έτος 1979 και εφεξής παραλείπουν παράνομα να άρουν την κατάληψη, προβαίνοντας εντός αυτού σε κατασκευές που κατέστησαν πλέον αδύνατη την αυτούσια απόδοσή του, η εξ αυτών δε των συνεπειών αξίωση του αναιρεσιβλήτου προς αποκατάσταση της ζημίας του από τη διαρκή παράνομη παράλειψη άρσεως της καταλήψεως του ακινήτου του ήταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προσδιορίσιμη. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι δεν στερείται δικαιοδοσίας και απέρριψε τον πρώτο λόγο της εφέσεως του αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1096-1110, 1099, 249, 937ΑΚ, προκύπτει ότι οι αξιώσεις των άρθρων 1096-1110 ΑΚ, μεταξύ των οποίων και η αξίωση για αποζημίωση του κυρίου, αν από υπαιτιότητά του χειροτέρευσε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο λόγο, υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ και, μόνον κατ` εξαίρεση, η από το άρθρο 1099 αξίωση για αδικοπραξία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ. Κατά δε το άρθρο 91 του ν.δ. 321/17.8.1969 "Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού" (το οποίο ν.δ. αντικαταστάθηκε με το ν. 2362/1995), ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων του Δημοσίου είναι πέντε ετών, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής. H αξίωση του κυρίου για αποζημίωση, λόγω αδυναμίας προς απόδοση του πράγματος, γεννιέται από τότε που βεβαιώνεται στην απόφαση του δικαστηρίου επί σχετικής αγωγής ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου πράγματος (ΑΠ 1728/2022, ΑΠ 1223/2021, 1220/2020, 1388/2018, ΑΠ 144/2015, ΑΠ 1927/2014, ΑΠ 1435/2010).
Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι Εφετείο παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 91 του Ν.Δ.321 της 17/18.10.1969 "περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού, με το να απορρίψει την, νομοτύπως προβληθείσα από αυτόν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφερθείσα στο Εφετείο με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, ένσταση πενταετούς παραγραφής της ένδικης αξιώσεως του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου, η οποία συμπληρώθηκε την 31-12-1996. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά το, ενδιαφέρον τον αναιρετικό αυτό λόγο μέρος, δέχθηκε τα εξής : "... Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση περί παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντα, εκθέτοντας ότι χρόνος έναρξης υπολογισμού της πενταετούς παραγραφής είναι το έτος 1990, οπότε -με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή- εκτιμάται ότι ο ενάγων γνώριζε το γεγονός της κατάληψης του ακινήτου του και της αδυναμίας απόδοσής του. Ωστόσο, ........ η περί αποζημίωσης αξίωση του ενάγοντος δεν παραγράφεται μετά πενταετίας από την κατάληψη του ακινήτου, αλλά η παραγραφή αυτής αρχίζει από τη βεβαίωση της απόφασης ή τη διαπίστωση κατά την εκτέλεση ότι κατέστη αδύνατη η απόδοση του διεκδικούμενου ακινήτου, οπότε και γεννάται η σχετική αξίωση, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην άνω σκέψη της παρούσας. Τέτοια αδυναμία απόδοσης βεβαιώθηκε το πρώτον με την εκκαλουμένη απόφαση, από τη δημοσίευση της οποίας δεν παρήλθε πενταετία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις διατάξεις και συνεπώς ο περί του αντιθέτου 2ος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί. "Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προαναφερθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η παραγραφή της ένδικης αξιώσεως του αναιρεσιβλήτου για αποζημίωση, λόγω αδυναμίας του αναιρεσείοντος προς απόδοση του επίδικου ακινήτου, δεν άρχισε από τότε που έλαβε χώρα η κατάληψη του ακινήτου από τον αναιρεσείοντα, αλλά από την δημοσίευση στις 23-4-2021 της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία βεβαιώθηκε, το πρώτον, ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικούμενου ακινήτου, από την οποία (δημοσίευση) δεν παρήλθε πενταετία. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Οι παρεχόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 1096-1110 ΑΚ αγωγές, μεταξύ των οποίων και αυτή με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση του κυρίου, αν από υπαιτιότητά του κακόπιστου νομέα χειροτέρευσε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο λόγο το πράγμα, δεν έχουν ως θεμέλιο τη βλάβη της νομής του ενάγοντος, αλλά απορρέουν από το δικαίωμα της κυριότητάς του (ΑΠ 1223/2021, ΑΠ 448/2015, ΑΠ 1954/2014, ΑΠ 2201/2013, ΑΠ 358/2012). Έτσι, στην περίπτωση αυτή, υποκειμένης ευθύνης από αδικοπραξία, αυτή υπάρχει έναντι του κατά το χρόνο αποκτήσεως υπό του τρίτου της νομής κυρίου του πράγματος, η δε παράνομη πράξη πρέπει να έχει στραφεί κατά του μέχρι την άσκηση της αγωγής νομέως.
Συνεπώς, αν ο ενάγων δεν ήταν ο κατά το χρόνο της υπό του εναγομένου αποκτήσεως της νομής με παράνομη πράξη κύριος αυτού, δεν έχει δικαίωμα αποζημιώσεως, βάσει της άνω διατάξεως, κατά του εναγομένου, εκτός αν του εκχωρήθηκε η σχετική αγωγή. Τούτο όμως συμβαίνει στη περίπτωση μεταβιβάσεως της κυριότητας καταληφθέντος παρανόμως πράγματος, κατά την οποία οι αξιώσεις αποζημιώσεως συμμεταβιβάζονται μόνο με χωριστή εκχώρηση, όχι όμως και στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής, κατά την οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710 και 1846 ΑΚ, ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως από το θάνατο του κληρονομουμένου την περιουσία του ως σύνολο, και επομένως, και κάθε ενοχική αξίωση του κληρονομουμένου από σύμβαση ή αδικοπραξία, συνακόλουθα δε και αυτές που απορρέουν από την παράνομη κατάληψη της νομής για αποζημίωση, κατά το χρόνο που κύριος του πράγματος ήταν ο κληρονομούμενος, τις οποίες μπορεί να επιδιώξει ο κληρονόμος, με μόνη την ιδιότητά του αυτή, χωρίς να απαιτείται χωριστή εκχώρηση (ΑΠ 358/2012). Περαιτέρω, η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον, συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, η συνδρομή των οποίων ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η έλλειψή τους δε συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αιτήσεως δικαστικής προστασίας. Ως νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της και η οποία έχει, ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, της νομιμοποιήσεως των διαδίκων και της συνδρομής έννομου συμφέροντος, συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας.
Συνεπώς, η παράβαση της διατάξεως του άρθρου 68 ΚΠολΔ ελέγχεται με τους λόγους των αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559ΚΠολΔ και μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της ιδρύεται ο, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος (Ολομ. ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 102/2022, ΑΠ 656/2020, ΑΠ 1259/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, με το να δεχθεί ότι ο ενάγων - αναιρεσίβλητος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει την ένδικη αγωγή ως δικαιούχος ολόκληρης της επίδικης αξιώσεως, απορρίπτοντας τον πέμπτο λόγο της εφέσεώς του, με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι αυτός έχει έννομο συμφέρον μόνο για τα 3/8 της επίδικης αξιώσεως, ως καθολικός διάδοχος του πατέρα του, Φ. Β.. Α. την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το, ενδιαφέρον τον αναιρετικό αυτό λόγο, μέρος, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τα ακόλουθα: ".....Επομένως, στο πρόσωπο του πατέρα του ενάγοντος Φ. Β., κυρίου του ένδικου ακινήτου κατά τον χρόνο της κατάληψής του, γεννήθηκαν αξιώσεις απορρέουσες από το προσβληθέν απόλυτο δικαίωμα της κυριότητάς του. Ενόψει της αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του ακινήτου αλλά και λόγω της τελεσθείσας από τα όργανα του εναγομένου σε βάρος του αδικοπραξίας, ο κύριος απέκτησε αξίωση καταβολής αποζημίωσης..... Τα δικαιώματα αυτά μεταβιβάστηκαν στον ενάγοντα αμέσως λόγω της επελθούσας εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του θανόντος στις 26 Μαϊου 1990 πατέρα του (κυρίου του ακινήτου) κατά τα 3/8 εξ αδιαιρέτου, μετά την εκ μέρους του αποδοχή της σε αυτόν επαχθείσας κληρονομίας με την υπ' αριθ. 27135/23.08.1990 ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου Η. Φ. δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης (τόμος 50, υπ' αριθ. 19). Και τούτο διότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710 και 1846 ΑΚ ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως από τον θάνατο του κληρονομουμένου την περιουσία του τελευταίου ως σύνολο, στην οποία περιλαμβάνεται επομένως και κάθε ενοχική αξίωση του κληρονομουμένου από σύμβαση ή αδικοπραξία, συνακόλουθα δε και αυτές που απορρέουν από την παράνομη κατάληψη της νομής ακινήτου ........ Τα υπόλοιπα εξ αδιαιρέτου ποσοστά επί του ακινήτου περιήλθαν για την ίδια αιτία στις συγκληρονόμους του ενάγοντος, μητέρα του Υ. χήρ. Φ. Β. το γένος Χ. Χ., που υπεισήλθε σε αυτή κατά τα 2/8 εξ αδιαιρέτου και αδελφή του Α. Β. του Φ., που υπεισήλθε σε αυτή κατά τα 3/8 εξ αδιαιρέτου. Και αυτές απέκτησαν τα συναφή με την κυριότητά τους ενοχικά δικαιώματα ως προς τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας που απέκτησαν. Εν συνεχεία, οι δύο συγκυρίες μεταβίβασαν στον ενάγοντα τα ανήκοντα σε εκάστη αυτών εξ αδιαιρέτου ποσοστά, η μεν πρώτη λόγω γονικής παροχής και η δεύτερη λόγω δωρεάς (υπ' αριθ. 27136 και 27137/23.08.1990 συμβόλαια του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφέντα στον τόμο 50 υπ' αριθ. 20 και 21). Με τον τρόπο αυτό ο ενάγων κατέστη αποκλειστικός κύριος του ένδικου ακινήτου. Ταυτόχρονα, με τις ίδιες πράξεις η παρέχουσα και η δωρήτρια μεταβίβασαν στον ενάγοντα όλα τα επί του ακινήτου δικαιώματά τους, προσωπικά και πραγματικά και τις συναφείς αγωγές. Η σύμβαση αυτή έχει τον χαρακτήρα κατ' άρθρο 455 ΑΚ εκχωρήσεως της αξίωσης αποζημίωσης των τότε συγκυρίων προς τον ενάγοντα. Η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στον εναγόμενο Δήμο εκτιμάται ως αναγγελία της εκχώρησης προς τον οφειλέτη, οπότε από την περιέλευσή της στον τελευταίο στις 14 Ιανουαρίου 2020 (βλ. τη με την ημερομηνία αυτή επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Θ. Π. επί του επιδοθέντος στον εναγόμενο δικόγραφο) ο ενάγων (εκδοχέας) απέκτησε το δικαίωμα και έναντι του τελευταίου (άρθρο 460 ΑΚ). Ενόψει αυτών ο ενάγων κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος της σχετικής απαίτησης αποζημίωσης, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο εκκαλών Δήμος Κορδελιού - Ευόσμου με τον 5° λόγο της έφεσής του παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη θεμελίωση του δικαιώματος στο πρόσωπο του ενάγοντος, ισχυριζόμενο ότι ο τελευταίος δεν νομιμοποιείται στην άσκησή του κατά τα περιελθόντα στις συγκληρονόμους του εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί...". Από τις παρατιθέμενες ως άνω παραδοχές προκύπτει ότι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεχόμενο ότι ο ενάγων -αναιρεσίβλητος κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος της ένδικης αξιώσεως αποζημιώσεως. Και τούτο διότι ο αναιρεσίβλητος, κατά το χρόνο του θανάτου του πατρός του, κυρίου του ακινήτου (26-5-1990), απέκτησε την ένδικη αξίωση καταβολής αποζημιώσεως κατά τα 3/8 εξ αδιαιρέτου με την εκ μέρους του αποδοχή της επαχθείσας σ' αυτόν κληρονομίας, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 5/8 εξ αδιαιρέτου την απέκτησε με την μεταβίβαση σ' αυτόν από την μητέρα του λόγω γονικής παροχής των 3/8 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου και με την μεταβίβαση από την αδελφή του λόγω δωρεάς των 2/8 εξ αδιαιρέτου αυτού, μεταβιβάζοντας σ' αυτόν συγχρόνως με τα σχετικά συμβολαιογραφικά έγγραφα και τις συναφείς αγωγές, τις αφορώσες το εν λόγω ακίνητο. Με την επίδοση δε της ένδικης αγωγής στον αναιρεσείοντα, ο αναιρεσίβλητος ανήγγειλε προς αυτόν την ως άνω γενόμενη εκχώρηση της αξιώσεως αποζημιώσεως των ως άνω συγκυρίων προς τον ίδιο (αναιρεσίβλητο). Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή καλύπτονται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπληρώσεως ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Προσφυγή πάντως στις διατάξεις αυτές υπάρχει, έστω και αν αυτές δεν κατονομάζονται ρητά στην απόφαση, εφόσον από το περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, προσέφυγε τελικά στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ` αυτή, όπως συμβαίνει όταν παρά την έλλειψη σχετικής διαπιστώσεως στην απόφαση το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους. Ιδίως αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο προβαίνει στο συσχετισμό των όρων της συμβάσεως, στη λήψη υπόψη στοιχείων εκτός της συμβάσεως ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ` αρχήν παραβάσεως των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 1363/2021, ΑΠ 1123/2019).Οι ίδιοι κανόνες παραβιάζονται όμως και εκ πλαγίου, κατά έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο, έχοντας προβεί στην εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, δεν παραθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή όταν παραθέτει συναφώς ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες (ΑΠ 900/2023, ΑΠ 766/2019 και ΑΠ 1360/2017).
Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173, 200 ΑΚ, διότι, αφού διαπίστωσε κενό ως προς το αν οι συμβαλλόμενοι στα υπ' αρ. 27136 και 27137/23-8-1990 συμβόλαια γονικής παροχής και δωρεάς, αντίστοιχα, του Συμβολαιογράφου Βόλου, Η. Φ. συμφώνησαν να εκχωρηθούν στον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο τα 5/8 της επίδικης, ενοχικής φύσεως, αξιώσεως, προχώρησε σε ερμηνεία των εν λόγω δικαιοπραξιών, καταλήγοντας με ανεπαρκείς αιτιολογίες στο εσφαλμένο πόρισμα ότι με τα ανωτέρω συμβόλαια μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα δια εκχωρήσεως το προαναφερόμενο συνολικό ποσοστό της επίδικης αξιώσεως. Από τις ανωτέρω εκτιθέμενες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε, ούτε έμμεσα, κενό στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών στα επίμαχα συμβόλαια, ούτε προέβη σε ερμηνεία αυτών με το να δεχθεί ότι: α) οι συγκύριες - μεταβίβασαν στον ενάγοντα τα ανήκοντα σε εκάστη αυτών εξ αδιαιρέτου ποσοστά επί του ακινήτου, η μεν πρώτη λόγω γονικής παροχής και η δεύτερη λόγω δωρεάς και ταυτόχρονα με τα ίδια συμβόλαια η παρέχουσα και η δωρήτρια μεταβίβασαν στον ενάγοντα όλα τα επί του ακινήτου δικαιώματά τους, προσωπικά και πραγματικά και τις συναφείς αγωγές, β) με τις ως άνω συμβάσεις οι συγκύριες εκχώρησαν την αξίωση αποζημιώσεώς τους κατά του αναιρεσείοντος στον αναιρεσίβλητο και γ) ο αναιρεσίβλητος κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος της αξιώσεως αποζημιώσεως. Το γεγονός ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ερμηνεία των άνω δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών προκύπτει και από το ότι δεν συσχέτισε αυτές με άλλες δηλώσεις τους που περιέχονται στα ίδια συμβόλαια, ούτε κατέφυγε σε άλλα αποδεικτικά μέσα ή σε στοιχεία εκτός των συμβολαίων, ούτε χρησιμοποιεί ενδοιαστικές εκφράσεις. Αντιθέτως, τα ως άνω δεκτά γενόμενα προέκυψαν κατά τρόπο σαφή από τα κείμενα των συμβολαιογραφικών εγγράφων, χωρίς να δημιουργείται καμία αμφιβολία, ώστε να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στους οποίους δεν προσέφυγε. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη από 16-10-2022 αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος Δήμου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 281 παρ.2 Ν. 3463/2006, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ι.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 5-12-2022 και 16-10-2022 αιτήσεις για αναίρεση της υπ' αριθμ. .../2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΙΙ. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5-12-2022 αίτηση αναιρέσεως.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΙΙΙ. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16-10-2022 αίτηση αναιρέσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ