
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 387 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 387/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Γ. του Δ. και της Ε., 2) Χ. Γ. του Δ. και της Ε., κατοίκων Π. δήμου Λ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Αθανασιάδη, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσαν προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Α., συζ. Γ. Κ., το γένος Γ. Μ., κατοίκου Π. Λ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Πανωραία Λύμουρα, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και του ήδη αποβιώσαντος Νικολάου Μεταξά,, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λευκάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 86/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 61/2008 μη οριστική, ...2021 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-4-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι). Η κρινόμενη από 19-4-2021 αίτηση αναίρεσης με την οποία προσβάλλεται η κατά την τακτική διαδικασία και κατ' αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα υπ' αριθμ. ...2021 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, που δίκασε ως Εφετείο, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558,560,564 παρ.1, 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ).Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 28-12-2004 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λευκάδας κατά της ήδη αναιρεσίβλητης, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες και ο ήδη αποβιώσας Ν. Μ., ζήτησαν να αναγνωριστούν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας έκαστος εξ αυτών, της επικαρπίας ανήκουσας στον αποβιώσαντα Ν. Μ. του αναφερομένου και περιγραφομένου τμήματος ακινήτου, την κυριότητα του οποίου απέκτησαν με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των αναφερομένων συμβολαίων δωρεάς που μεταγράφηκαν νόμιμα και να υποχρεωθεί η εναγομένη, που το κατέλαβε παράνομα να τους το αποδώσει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, με την υπ' αριθμ.86/2006 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε τους ήδη αναιρεσείοντες ψιλούς κυρίους και τον ήδη αποβιώσαντα Ν. Μ. επικαρπωτή της ένδικης εδαφικής λωρίδας και υποχρέωσε την εναγομένη να αποδώσει τη νομή αυτής στον επικαρπωτή. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης η τελευταία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας την από 14-11-2006 έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε επίσης αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία αρχικά η υπ' αριθμ. 61/2008 μη οριστική απόφασή που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη και ακολούθως, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. ...2021 απόφαση με την οποία έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή η έφεση και ακολούθως απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επειδή οι αναιρεσείοντες- ενάγοντες, μετά την ρητή αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης, με τις από 26-6-2006 νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λευκάδας της κυριότητας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων επί του επιδίκου ακινήτου, παρέλειψαν να συμπληρώσουν με τις προτάσεις τους την αγωγή τους ως προς τον τρόπο απόκτησης της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους.
ΙΙΙ). Στο έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 120, 566 παρ.1, 577 παρ.3, 578, 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και να διαπιστωθεί, αν και σε ποιο λόγο, από όσους αναφέρονται περιοριστικώς, στο άρθρο 559 ή 560 Κ.Πολ.Δ., θεμελιώνεται η αιτίαση, που προβάλλεται. Διαφορετικά, ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορρίπτεται, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος, ενώ η αοριστία του δεν μπορεί να θεραπευθεί, με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, Α.Π. 16/2023, Α.Π. 1559/2022), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος αλλά ούτε από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μην συνιστούν σφάλμα και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως το ανωτέρω αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό ( Α.Π. 348/2023, ΑΠ 972/2022, ΑΠ 892/2019). Εξάλλου κατά το άρθρο 560 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., που είναι ταυτόσημος με τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ίδιου Κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι κανόνας, που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ήτοι, αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων - αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών δηλαδή αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) ο άνω λόγος αναίρεσης και, συνεπώς, εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, δηλ. η πλημμέλεια που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από το άρθρο 560 παρ. 1 (και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., που από παραδρομή αναφέρεται στο αναιρετήριο, δεδομένου ότι η αναίρεση στρέφεται κατά απόφασης που εκδόθηκε σε έφεση κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου), πλημμέλεια της ευθείας παράβασης του νόμου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως αόριστος, διότι στο οικείο δικόγραφο δεν προσδιορίζονται από τους αναιρεσείοντες η διάταξη ή οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκαν, ούτε αναφέρεται το αποδιδόμενο στο δικαστήριο της ουσίας νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, δηλαδή η πλημμέλεια που αποδίδεται και η καταγνωσθείσα από την πλημμέλεια αυτή νομική συνέπεια, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με το αν η αποδιδόμενη στην αγωγή νομική πλημμέλεια οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απορριπτέος. Ο από το άρθρο 560 αρ.6 Κ.Πολ.Δ., που είναι ταυτόσημος με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ίδιου Κώδικα, λόγος αναιρέσεως προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονας πρότασης της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ή την αίτηση ως μη νόμιμη ή απαράδεκτη (Ολ. ΑΠ 44/1990, Α.Π. 101/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη.
Συνεπώς ο τέταρτος από το άρθρο 560 αρ. 6 Κ.Πολ.Δ. (και όχι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ίδιου Κώδικα, που από παραδρομή αναφέρεται στο αναιρετήριο, δεδομένου ότι η αναίρεση στρέφεται κατά απόφασης που εκδόθηκε σε έφεση κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείο) λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παράβασης νόμου, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.
Με το άρθρο 560 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 433...2015 (που ισχύει από 1-1-2016) και εφαρμόζεται ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης (5-12-2017) ορίζεται ότι "Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Οι ως άνω λόγοι αναίρεσης απαριθμούνται περιοριστικά στη διάταξη αυτή, όπως συνάγεται από τη χρήση της λέξης "μόνο" και συνεπώς είναι απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης, ερειδόμενοι στις λοιπές περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δ. (ΟλΑΠ 4...1987, Α.Π.1300/2022), όπως οι περιπτώσεις των αριθμών 11 παρ.γ και 14 του ως άνω άρθρου με τους οποίους ορίζεται ότι επιτρέπεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της αίτησης αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμό 11γ και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.. Όμως οι αντίστοιχοι αναιρετικοί λόγοι δεν περιλαμβάνονται στους περιοριστικά αναγραφόμενους στη διάταξη του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ. λόγους αναίρεσης αποφάσεων ειρηνοδικείων ή πρωτοδικείων που εκδόθηκαν σε εφέσεις κατ' αποφάσεων ειρηνοδικείων, όπως στην ένδικη περίπτωση και επομένως οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
IV) Συνακόλουθα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της ...2021 τελεσίδικης αποφάσεως του δικάσαντος ως εφετείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τα οριζόμενα στον διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-4-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ...2021 αποφάσεως του δικάσαντος ως Εφετείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ