ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 390/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 390/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 390/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 390 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 390/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Μ. «A. κατόχου του ΑΦΜ .../ΔΟΥ Βεροίας, που εδρεύει στην ... (Ελ. Βενιζέλου, 88) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αργυρώ Φωτάκη, και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Δήμος Βέροιας", το οποίο εδρεύει στη Βέροια και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Παπαστεργίου και Αριστούλα Παπαστάμκου, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-7-2018 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 28/ΤΜ/2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 555/2022 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-1-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Με την από 24-1-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η κατά την τακτική διαδικασία και κατ' αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα υπ' αριθμ. 555/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από 25-9-2020 (αριθμ. καταθ.114/2020) έφεση της αναιρεσείουσας, κατά της υπ' αριθμ. 28/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, που απέρριψε την από 12-7-2018 (αριθμ.καταθ. 204/2018) περί προσβολής νομής αγωγή της ενάγουσας -αναιρεσείουσας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558, 560, 564 παρ. 1 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι συνεπώς παραδεκτή (577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ) Στο έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 120, 566 παρ.1, 577 παρ.3, 578, 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και να διαπιστωθεί, αν και σε ποιο λόγο, από όσους αναφέρονται, περιοριστικώς, στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ., θεμελιώνεται η αιτίαση, που προβάλλεται. Διαφορετικά, ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορρίπτεται, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος, ενώ η αοριστία του δεν μπορεί να θεραπευθεί, με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, Α.Π. 16/2023, Α.Π. 1559/2022), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος αλλά ούτε από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μην συνιστούν σφάλμα και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως το ανωτέρω αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό ( Α.Π. 348/2023, ΑΠ 972/2022, ΑΠ 892/2019). Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι κανόνα, που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) Κ.Πολ.Δ. Κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ήτοι, αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων - αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών δηλαδή αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε, ο λόγος αυτός, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (ΑΠ Ολ. 3/2020). Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) Κ.Πολ.Δ. είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ Ολ. 28/1998). Για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) Κ.Πολ.Δ. και, συνεπώς, εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, δηλ. η πλημμέλεια που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, επίσης, να εκτίθενται, πλήρως και σαφώς, οι κρίσιμες ουσιαστικές - πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία και όχι μόνο το κατ' εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα. Ειδικότερα, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών, κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος. Αντίθετα, πρέπει να αναφέρεται, έστω και συνοπτικώς, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που η απόφαση δέχθηκε και κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα. Τούτο διότι μόνο από τις ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικώς, η ευδοκίμηση της αναιρέσεως (άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ.). Δηλαδή η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται, ως άνω, από την ορθότητα του διατακτικού, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ Ολ. 11/2017, ΑΠ Ολ. 1/2016, ΑΠ Ολ. 27/1998, ΑΠ 1559/2022). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ1103/2011). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ή η μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, γ) ο ουσιώδης αυτοτελής ισχυρισμός (αγωγικός ή ένσταση) και τα πραγματικά περιστατικά, που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό της απόφασης, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, καθώς και ότι ο εν λόγω (νόμιμος και ουσιώδης) ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, και δ) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ή τη μνεία ότι σ' αυτή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία (πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει) τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζεται ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά, ή αν προβάλλονται αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει. Διαφορετικά αν τα προαναφερόμενα δεν περιλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα στο αναιρετήριο, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας (Α.Π. 348/2023, Α.Π. 16/2023,ΑΠ 550/2017). Συνακόλουθα η εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθ. 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ.), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ' ουσία, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης. Διότι η ευδοκίμηση της αναίρεσης εξαρτάται από την ορθότητα όχι του αιτιολογικού αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης (Κ.Πολ.Δ. 578), το τελευταίο δε συνάπτεται αιτιωδώς με τις παραδοχές του δικαστηρίου. Επομένως η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία προκειμένου να ελεγχθεί είτε αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παράβαση ουσιαστικού νόμου οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό είτε αν τα πραγματικά γεγονότα, που συγκροτούν ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού εκτίθενται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, ώστε να αποβαίνει εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, συνακόλουθα δε και ο έλεγχος του διατακτικού της αποφάσεως. Για το ορισμένο αυτού του λόγου, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα ( ΑΠ 109/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 1551/2018, ΑΠ 319/2017). Και τούτο, διότι, μόνο κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί να κριθεί αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται τελικά, κατά τα προεκτιθέντα, η ευδοκίμηση της αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο, δεύτερο και πέμπτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης του νόμου, λόγω ασαφών, αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών. Ειδικότερα με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ. 1 πλημμέλεια της παραβίασης του ουσιαστικού κανόνα του άρθρων 12 του ν. 2882/2001, τον οποίο το Εφετείο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία εφάρμοσε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν εφαρμοστέος, εφόσον η ένδικη απαλλοτρίωση συντελέστηκε υπό το καθεστώς του Α.Ν. 1731/1939, καθώς και των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 50 παρ. 1 και 4 Π.Δ. 18/1988 και 1 του ν. 3068/2002 τους οποίους δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, ενώ με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται η εκ του αριθμού 19 του άνω άρθρου πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσεως και επαρκούς αιτιολογίας, συνισταμένης στο ότι η πληττόμενη προβαίνει σε απόρριψη της εφέσεώς της, διότι όπως διατυπώνεται επί λέξει στο αναιρετήριο " η ακύρωση της με αριθμ. 20/1976 Πράξης Τακτοποίησης και αναλογισμού στα σημεία που επηρεάζεται από την προαναφερόμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, η εν λόγω ιδιοκτησία, δεν μεταγράφηκε με επιμέλεια κάθε ενδιαφερομένου στα βιβλία μεταγραφών, δεν ανακτάται η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα από τον καθ' ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτη, ούτε αποσβέννυται το εμπράγματο δικαίωμα που τυχόν έχει συσταθεί με την απαλλοτρίωση επί του ακινήτου, κατ' άρθρο 12 παρ. 5 του ΚΑΑΑ, αφού το παραπάνω δικαίωμα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοκληρώσεως της διαδικασίας για την ανάκληση της απαλλοτριώσεως, δηλαδή από την μεταγραφή της απόφασης περί ανακλήσεως με την οποία ο ιδιοκτήτης επανακτά την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα του απαλλοτριωθέντος, από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης μέχρι την ανάκλησή της και αποτελούν τον γενεσιουργό λόγο κάθε εμπράγματου δικαιώματος με συνέπεια αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν έχουν πραγματωθεί κατά τον χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής να μην νομιμοποιείται ενεργητικά ο καθ' ου η απαλλοτρίωση ή ο διάδοχός του για την άσκηση της αξίωσής του. Αλλά απλή ανάγνωση της εφέσεως και της αγωγής αναδεικνύει ευθύς ότι το ιδιόρρυθμο δικαίωμα της νομής που προέβαλε η εταιρία "... είχε αποκτηθεί κατά παράγωγο τρόπο από την απρόσκοπτη κυριότητα του Ν. Π., καθολικού διαδόχου του επιτυχόντος την ακύρωση της απαλλοτριώσεως (απόφαση ΣτΕ2684/1985) .... Μάλιστα, την ακυρωτική κρίση εναντίον της 20/1976 Πράξεως Τακτοποιήσεως αναφέρει η πληττόμενη (....), χωρίς σχολιασμό του κύρους της ,σιγή ωστόσο αποκλειομένης από τον δικανικό συλλογισμό, χάριν της προκριτικής βεβαιότητας περί υφισταμένης μετεώρου ανακλήσεως απαλλοτριώσεως, η οποία δεν ολοκληρώθηκε λόγω αμέλειας μεταγραφής της 742/30-3-1992 αποφάσεως Νομάρχου Ημαθίας(...). Όμως ακύρωση της 20/76 Πράξεως Τακτοποιήσεως δυνάμει της αποφάσεως του ΣτΕ 2684/1985 και εμμονή σε ηρτημένη και μη ολοκληρωθείσα κατ' άρθρον 12 ΚΑΑΑ ανάκληση απαλλοτριώσεως είναι έννοιες αλληλοαναιρούμενες, αφιεμένου κατά μέρους του γεγονότος ότι ούτε ο ειδικός δικαιοπάροχος, ούτε ο προκτήτωρ Π. Π. ήτησαν ποτέ ανάκληση (συντελεσμένης) απαλλοτριώσεως, ούτε συναίνεσαν εις τούτο, ούτε εισέπραξαν αποζημίωση. Δηλονότι η πληττόμενη, παρά την έκθεση και θεμελίωση της 204/ΤΜ/2018 αγωγής σε ανεπίληπτη νομή λόγω προηγηθείσης δικαστικής ακυρώσεως της 20/76 Πράξεως Τακτοποιήσεως, αναφέρεται διαπεπλασμένως σε διαδικασία εκκρεμούς άρσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, αποκλειούσης ενεργητική νομιμοποίηση της εταιρίας ".... Έτσι το αιτιολογικό της κρίσεως αναδεικνύεται αντιφατικό, ασαφές και ελλιπές, ενώ η πληττόμενη στερείται νομίμου βάσεως και αιτιολογίας...". Οι παραπάνω λόγοι είναι απαράδεκτοι ως αόριστοι διότι στο οικείο δικόγραφο, δεν διαλαμβάνονται πέραν των παραβιασθέντων κανόνων ουσιαστικού δικαίου έστω και συνοπτικά όλες οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας- αναιρεσείουσας για την άσκηση της ένδικης περί προσβολής της νομής της αγωγή υπό τα οποία συντελέστηκε η ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης, ούτε αναφέρεται το αποδιδόμενο στο δικαστήριο της ουσίας νομικό σφάλμα, περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου δηλαδή πλημμέλεια που αποδίδεται και η καταγνωσθείσα νομική συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, ούτε εξάλλου εξειδικεύεται ποίες είναι οι ανεπαρκείς αιτιολογίες που περιέχονται στην προσβαλλομένη απόφαση και τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται σε αυτήν, σε τι συνίσταται η αντίφαση, επί ποίων ουσιωδών για την έκβαση της δίκης ισχυρισμών και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη των εκ των αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 λόγων αναίρεσης, χωρίς να αρκεί εν προκειμένω η μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών, κατά την επιλογή της αναιρεσείουσας για τη θεμελίωση της επικαλούμενης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 πλημμέλειας, αλλά αντίθετα, έπρεπε να αναφέρεται, έστω και συνοπτικώς, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που η απόφαση δέχθηκε και κατέληξε στο ως άνω δυσμενές για την αναιρεσείουσα συμπέρασμα. Πέραν τούτου, υπό το πρόσχημα της θεμελίωσης των λόγων αυτών αναίρεσης πλήττεται αποκλειστικά η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) καθ' εαυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) Επομένως οι άνω λόγοι πρέπει να απορριφθούν.


ΙΙΙ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 16 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης μιας απόφασης, αν το δικαστήριο που την έχει εκδώσει, δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη.
Εν προκειμένω, το δεδικασμένο κρίνεται κατά τα άρθρα 321 έως 334 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 321 Κ.Πολ.Δ. δεδικασμένο το οποίο, κατά το άρθρο 332 Κ.Πολ.Δ., λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των αυτών διαδίκων, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, εφόσον συντρέχουν και οι προϋποθέσεις των άρθρων 324 και 325 Κ.Πολ.Δ. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο και ελέγχει με βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου (Α.Π. 186/2013, Α.Π. 2019/2009) Για να είναι εξάλλου ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 16 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια στο αναιρετήριο, το αντικείμενο της προηγηθείσας δίκης, από την οποία η επίκληση του δεδικασμένου, τα ζητήματα που κρίθηκαν σ' αυτή με δύναμη δεδικασμένου, αναφορικά με το αντικείμενο της παρούσας δίκης, οι παραδοχές του εφετείου και τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης ήτοι εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης (ΑΠ 265/2011, ΑΠ 1591/2007). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του Ν. 4842/2021 και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις (άρθρο 116 παρ.2 περ.β', Ν. 4842/2021), είναι απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα, που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Εξαίρεση δικαιολογείται μόνο αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο, ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 476/ 2019, ΑΠ 40/2018, ΑΠ 157/2018). Δηλαδή, κι αν ακόμη ο λόγος ανάγεται στη δημόσια τάξη ή το δεδικασμένο, που προστέθηκε κατά τα προεκτεθέντα στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 περ.γ' του Κ.Πολ.Δ. (και αυτονοήτως αντιμετωπίζεται ομοίως με την έτερη προϊσχύσασα εξαίρεση του ισχυρισμού που αφορά τη δημόσια τάξη), για το παραδεκτό το πρώτον στον Άρειο Πάγο, πρέπει, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν, να προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, είτε αυτό να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του (Α.Π. 1817/2023). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του αριθμού 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια συνισταμένη στο ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθμ. 2684/1985 απόφαση του ΣτΕ, σχετικά με την ακυρότητα της 20/1976 Πράξεως Τακτοποιήσεως του Δήμου Βέροιας, αποφαινόμενη σιωπηρώς ότι δεν παράγει δεδικασμένο και προσδίδουσα νομιμότητα στην εξ αρχής άκυρη ως προς την κρίσιμη ιδιοκτησία ως άνω 20/76 Πράξη Τακτοποίησης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν γίνεται αναφορά στο αναιρετήριο της υποβολής στο δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών γεγονότων στα οποία στηρίζεται ο σχετικός περί δεδικασμένου ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ούτε αυτό προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή, στοιχείο το οποίο είναι αναγκαίο για την παραδεκτή θεμελίωση του λόγου αναίρεσης. Παρεκτός του ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 5 του Π.Δ/τος 18/1989 (άρθ. 50 παρ. 1 του Ν.Δ/τος170/1973, που κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τις διατάξεις νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας), οι αποφάσεις της Ολομελείας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των τμημάτων αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων, που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και επί ακυρωτικών διαφορών που εκδικάζονται από το Διοικητικό Εφετείο, σύμφωνα με την περί τούτου διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Ν. 702/1977. Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι επί ακυρωτικών διαφορών η διάγνωση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου αντίστοιχα, δεσμεύει τον πολιτικό δικαστή, ως προς το εκάστοτε κριθέν διοικητικής φύσης ζήτημα. Επομένως γεννάται δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια ως προς το διοικητικής φύσης ζήτημα που κρίθηκε κυρίως ή παρεμπιπτόντως στη διοικητική δίκη και αποτελεί ήδη προδικαστικό ζήτημα στην εκκρεμή πολιτική δίκη (ΟλΑΠ 39/1988). Ως προδικαστικό ζήτημα νοείται έτερη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση περί του κυρίου ζητήματος της πολιτικής δίκης. Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του Κ.Πολ.Δ. η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δίκαιο που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Όμως από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 50 παρ. 5 του Π.Δ/τος 18/1989 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 702/1977προκύπτει επίσης ότι τότε μόνο ιδρύεται δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των διοικητικών δικαστηρίων, όταν αυτά έκριναν κατ' ουσία επί του ζητήματος, το οποίο αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για την πολιτική δίκη. Εάν επομένως η ενώπιον των εν λόγω διοικητικών δικαστηρίων προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης κατά της διοικητικής πράξης απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, όπως είναι και η απόρριψη αυτών ως απαράδεκτων, δεν παράγεται από την απόφαση αυτή δεδικασμένο για το προέχον στην πολιτική δίκη διοικητικής φύσης ζήτημα (Α.Π. 1366/2018 ΑΠ 302/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από τη επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι η ένδικη υπ' αριθμ. 2684/1985 απόφαση του Σ.Τ.Ε. εκδόθηκε κατόπιν αίτησης ακύρωσης του απώτερου δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας ... κατά της σιωπηρής απόρριψης με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της από 18-11-1982 αίτησής του προς τον Υπουργό Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος και στη συνέχεια, της ρητής απόρριψής της αίτησής του με το υπ' αριθμ. 5552/13-1-1983 έγγραφο του Νομάρχη Ημαθίας και με την οποία απόφαση (2684/1985 του Σ.Τ.Ε.), ακυρώθηκαν για ανεπαρκή αιτιολογία οι αρνήσεις της διοίκησης να ανακαλέσει την επίμαχη απαλλοτρίωση και συνεπώς σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 5 του Π.Δ/τος 18/1989 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 702/1977, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε παραπάνω από τη συγκεκριμένη απόφαση δεν παράγεται δεδικασμένο για το διοικητικής φύσης ζήτημα της ανάκλησης της ένδικης απαλλοτρίωσης, το οποίο δεν ερευνήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας στην ουσία του. IV) Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής (559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ.) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης. Αντιθέτως δεν θεωρούνται "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΑΠ 76/2016). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν από την αναιρεσείουσα και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη την ακυρωτική υπ' αριθμ. 2684/1985 απόφαση του ΣτΕ, που παράγει ανυπέρθετο δεδικασμένο και είχε κυρίαρχη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι μόνο ως προς το ουσιαστικό δικαίωμα, αλλά και ως προς την απόρριψη της αγωγής και της εφέσεως, σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίησή της. Ο υπό κρίση λόγος έτσι διατυπωμένος είναι απαράδεκτος, και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι οι φερόμενοι ως μη ληφθέντες υπόψη πραγματικοί ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγματα", κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως αλλά ανάγονται αποκλειστικά στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το δικαστήριο της ουσίας και στην αξιολόγηση του αποδεικτικού του πορίσματος, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο.
V) Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της 555/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του αναιρεσίβλητου, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα αυτού, τα οποία θα καταλογισθούν μειωμένα (άρθρα 176, 183, 191παρ.2 Κ.Πολ.Δ. και 281 παρ. 2 του ν. 3463/2006), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24-1-2023 αίτηση για αναίρεση της 555/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή