ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 391/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 391/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 391/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 391 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 391/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ε. χήρας Ν. Α., το γένος Ι. και Ε. Β., κατοίκου Θ. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Κωνσταντινίδη, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Δ. του Α., κατοίκου Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αφροδίτη Αμανατίδου-Καβακλιλή, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-2-2020 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1523/2022 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-3-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι).Η κρινόμενη από 20-3-2023 αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 1523/2022 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, έφεση της αναιρεσείουσας κατά της .../2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η περί κλήρου αγωγή, της ήδη αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ).Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 21-2-2020 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εξέθετε ότι ο υιός της Ν. Α. που απεβίωσε την 18-12-2018 σε ηλικία 57 ετών, στη Θεσσαλονίκη, όπου κατοικούσε εν ζωή, αφήνοντας ως μόνη πλησιέστερη συγγενή του την ίδια, την 14-12-1994 σε ηλικία 33 ετών, διατύπωσε σε έντυπο υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, τη δήλωση ότι κληροδοτεί όλη την περιουσία του, κινητή και ακίνητη, αναφέροντας εντός παρενθέσεως αυτοκίνητο και πράγματα που περιέχονται στο διαμέρισμά του, στον εναγόμενο, στενό φίλο του, για τον οποίο έτρεφε δυνατά αισθήματα αγάπης. Ότι ακίνητη περιουσία απέκτησε ο υιός της μετά τη σύνταξη της άνω δήλωσης και συγκεκριμένα το έτος 1997 απέκτησε λόγω αγοράς το αναγραφόμενο και περιγραφόμενο διαμέρισμα και το έτος 2012 λόγω γονικής παροχής της ίδιας το επίσης αναφερόμενο και περιγραφόμενο διαμέρισμα, αμφοτέρων κειμένων στην πόλη της Θεσσαλονίκης καθώς και ένα νέο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, για τα οποία δεν γίνεται αναφορά στην παραπάνω δήλωση. Ότι την ανωτέρω δήλωση του υιού της εξέλαβε ο εναγόμενος ως ιδιόγραφη διαθήκη και μερίμνησε για τη δημοσίευσή της και την κήρυξη αυτής ως κυρίας, πλην όμως η δήλωση αυτή δεν αποτελεί διαθήκη του θανόντος καθότι δε συντάχθηκε απ' αυτόν με πρόθεση ρυθμίσεως της τύχης της περιουσίας του μετά το θάνατό του, ώστε να εγκαταστήσει μοναδικό κληρονόμο και καθολικό του διάδοχο τον εναγόμενο, αλλά αποτελούσε εκδήλωση προς αυτόν, με εμφαντικό τρόπο των δυνατών συναισθημάτων, που έτρεφε για το πρόσωπό του κατά το χρόνο εκείνο. Με βάση το άνω ιστορικό ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ανωτέρω διαθήκης, ελλείψει βούλησης του διαθέτη προς σύνταξη διαθήκης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων αιτία θανάτου και το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της δικαίωμα στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του θανόντος κληρονομούμενου, επικουρικά δε σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η άνω δήλωση αποτελεί διαθήκη του θανόντος να κηρυχθεί άκυρη η διαθήκη, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 142 Α.Κ., άλλως της διάταξης του άρθρου 1786 Α.Κ., επικαλούμενη ότι κατά τη σύνταξή της διαθήκης ο διαθέτης τελούσε σε πλάνη (ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησής του), καθότι δεν φανταζόταν τότε ότι θα προαποβίωνε της ίδιας, η οποία κατά τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, θα απεβίωνε πριν απ' αυτόν, ούτε φανταζόταν ότι κατά το χρόνο του θανάτου του θα υπήρχε αυτή ως νόμιμη μεριδούχος του, την οποία παρέλειψε, με τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν θα είχε την ιδιότητα της νόμιμης μεριδούχου και να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του διαθέτη, άλλως επικουρικότερα, εφόσον ήθελε κριθεί ότι η διαθήκη δεν είναι άκυρη, ούτε ακυρώσιμη λόγω πλάνης του διαθέτη, ζήτησε να αναγνωριστεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της δικαίωμα στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του διαθέτη, πλην των αντικειμένων που αυτός κατέλειπε στον εναγόμενο με κληροδοσία, ισχυριζόμενη ότι με την ένδικη διαθήκη εγκαταστάθηκε ο εναγόμενος ως κληροδόχος μόνο στα αναφερθέντα στη διαθήκη δήλη πράγματα τα οποία δεν εξαντλούν τον κλήρο του και πλέον επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε κληρονόμος επί δήλων πραγμάτων, να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα, ως μόνης εξ αδιαθέτου κληρονόμου, στο μέρος της κληρονομίας που δεν εξαντλήθηκε και τέλος επικουρικά και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το επίμαχο έγγραφο αποτελεί διαθήκη ισχυρή και μη πάσχουσα από ακυρότητα λόγω πλάνης του διαθέτη και ότι ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε κληρονόμος στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του διαθέτη και όχι ως κληροδόχος, να αναγνωριστεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της που προσβάλλεται με τη διαθήκη, ως μητέρας του αποβιώσαντος και νομίμου μεριδούχου, ανερχόμενο σε ποσοστό 50%εξ αδιαιρέτου επί κάθε περιουσιακού στοιχείου της κληρονομιαίας περιουσίας και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της διαθήκης, καθ' ο μέρος προσβάλλει το δικαίωμά της αυτό. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και κατ' αντιμωλία των διαδίκων η υπ' αριθμ. .../2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού εκτιμήθηκε ότι στο δικόγραφο της αγωγής σωρεύονται κυρίως και επικουρικώς περισσότερες βάσεις και αιτήματα, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς την κύρια, την δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των επικουρικών βάσεων, απορρίπτοντας αυτήν (αγωγή) ως μη νόμιμη κατά την πρώτη επικουρική της βάση και κατ' αμφότερα τα σκέλη της, με την αναφερόμενη αιτιολογία και στη συνέχεια απέρριψε ως ουσία αβάσιμη αυτήν κατά την κύρια, δεύτερη και τρίτη των σωρευομένων βάσεών της, ενώ δέχθηκε αυτήν κατά την σωρευόμενη τέταρτη επικουρική της βάση, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της ένδικης διαθήκης κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα της ενάγουσας καθώς και το κληρονομικό δικαίωμα της τελευταίας επί της νόμιμης μοίρας στην κληρονομιαία περιουσία του θανόντος σε ποσοστό 50%εξ αδιαιρέτου επί κάθε στοιχείου της κληρονομίας του. Ασκηθείσης κατά τη άνω απόφασης της από 8-1-2022 εφέσεως εκ μέρους της ενάγουσας- αναιρεσείουσας ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1523/2022 απόφασή του με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η άνω έφεση, επικυρουμένης της πρωτόδικης αποφάσεως.

ΙΙΙ). Κατά το άρθρο 1783 ΑΚ, η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης βρισκόταν σε πλάνη ως προς την ταυτότητα είτε του τιμώμενου που ήθελε είτε του αντικειμένου που ήθελε να αφήσει. Η εσφαλμένη ονομασία ή περιγραφή προσώπου ή αντικειμένου δεν παραβλάπτει το κύρος της διάταξης. Κατά το επόμενο άρθρο 1784 η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη αν υπήρξε αποτέλεσμα πλάνης από αίτια που μνημονεύονται στη διαθήκη και ανάγονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον χωρίς τα οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη. Από τις διατάξεις αυτές συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 140 - 143 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι προκειμένου για διαθήκη, η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται στην ταυτότητα του τιμωμένου ή του αντικειμένου της κληρονομίας. Και πλάνη για την ταυτότητα του τιμώμενου υπάρχει όταν ο διαθέτης από λάθος που δεν μπορεί να διορθωθεί με ερμηνεία της διαθήκης, αναγράφει άλλον από αυτόν που ήθελε να τιμήσει, ενώ πλάνη για το αντικείμενο που ήθελε να αφήσει υπάρχει όταν αυτό που αναφέρεται στη διαθήκη δεν είναι εκείνο που ήθελε ο διαθέτης αλλά διαφορετικό και αναγράφηκε έτσι από λάθος του. Σε αντίθεση δε με τις δικαιοπραξίες εν ζωή, η διάταξη της διαθήκης για να είναι ισχυρή πρέπει να είναι απαλλαγμένη από πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης. Παραγωγικό αίτιο της βούλησης είναι η πραγματική κατάσταση που ανάγεται στο παρελθόν, το παρόν η το μέλλον, υπάρχει κατά την κατάρτιση της διαθήκης και επέδρασε στον προσδιορισμό της βούλησης. Όταν η πραγματική αυτή κατάσταση, που απαραίτητα πρέπει να μνημονεύεται στη διαθήκη δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και επί πλέον επέδρασε στη διαμόρφωση της τελευταίας διάταξης διότι ο διαθέτης αγνοούσε την αλήθεια ή είχε εσφαλμένη γνώση γι` αυτήν δημιουργείται λόγος ακύρωσής της. Αντίθετα, αν τα αίτια που αναφέρονται στη διαθήκη είναι μεν ψευδή, αλλά ο διαθέτης γνώριζε την αλήθεια, δεν υφίσταται πλάνη στα παραγωγικά αίτια και τα σχετικά γεγονότα δεν έχουν επίδραση στο κύρος της διαθήκης (Α.Π.1706/2009). Από το συνδυασμό εξάλλου των άνω διατάξεων των άρθρων 1783 και 1784 Α.Κ. προκύπτει ότι τα είδη της πλάνης, βάσει των οποίων είναι ακυρώσιμη η διαθήκη ή συγκεκριμένη διάταξη αυτής, είναι: 1) Η πλάνη του διαθέτη ως προς την ταυτότητα του τιμώμενου, που ήθελε να συμπεριλάβει στη διαθήκη του, η οποία υπάρχει, όταν ο διαθέτης από λάθος, που δεν μπορεί να διορθωθεί με ερμηνεία της διαθήκης, αναγράφει άλλον από αυτόν που ήθελε να τιμήσει, 2) η πλάνη του διαθέτη ως προς το αντικείμενο, που ήθελε να αφήσει, όταν το αντικείμενο, που αναφέρεται στη διαθήκη, δεν είναι εκείνο που πράγματι είχε σκοπό να αφήσει ο διαθέτης, αλλά διαφορετικό και αναγράφηκε έτσι από λάθος του και 3) η πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης του διαθέτη. Ειδικότερα, σε περίπτωση που η δήλωση βούλησης του διαθέτη δεν αντιστοιχεί με την πρόθεσή του, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα πλάνης του ως προς τη δήλωσή του αυτή, όταν δηλαδή ανάμεσα στη δήλωσή του και στη βούλησή του υπάρχει ακούσια διάσταση, για την ακύρωση της διαθήκης εφαρμογής τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 1783 ΑΚ, που ρυθμίζει την περίπτωση της πλάνης του διαθέτη στη δήλωση, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 140-143 του ίδιου κώδικα, από τις οποίες συνάγεται ότι, προκειμένου για διαθήκη η πλάνη στη δήλωση είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται στην ταυτότητα του τιμώμενου ή του αντικειμένου της κληρονομιάς. Αν η πλάνη του διαθέτη αναφέρεται σε άλλο σημείο της δήλωσης βουλήσεώς του, πέραν δηλαδή από την ταυτότητα του τιμώμενου ή του αντικειμένου - περίπτωση στην οποία εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1783 ΑΚ, που θεωρεί την πλάνη αυτή πάντοτε ουσιώδη - εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 140-143 ΑΚ, οπότε για να επιτευχθεί η ακύρωση πρέπει να αποδειχθεί το ουσιώδες της πλάνης με τα κριτήρια που προσδιορίζονται στη διάταξη του άρθρου 141 ΑΚ. Η διαπίστωση, όμως, του εάν εκφράσθηκε η αληθινή βούληση του διαθέτη, προϋποθέτει ερμηνεία της διαθήκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ, με μοναδικό κριτήριο την υποκειμενική άποψη και υπό την έννοια αυτή είναι ορθό το συνήθως λεγόμενο ότι "της ακυρώσεως της διαθήκης προηγείται η ερμηνεία αυτής" ενώ συγχωρείται, στην περίπτωση αυτή, η λήψη υπόψη και περιστατικών ή στοιχείων εκτός του ερμηνευόμενου κειμένου της διαθήκης. Εξάλλου συμφώνα με το άρθρο 1786 εδ. α Α.Κ. η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε τον μεριδούχο που υπήρχε κατά τον θάνατο του και η ύπαρξη του κατά την σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή, έγινε μεριδούχος μετά την σύνταξή της. Περαιτέρω, κατ' αρθρ. 1787 ιδίου κώδικα, την κατά το προηγούμενο άρθρο ακύρωση μπορεί να ζητήσει μόνο μεριδούχος που παραλείφθηκε. Με τις προεκτεθείσες διατάξεις με τις οποίες εισάγεται ειδική περίπτωση πλάνης περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης θεσπίζεται ερμηνευτικός κανόνας, κατά τον οποίο, αν ο διαθέτης παρέλειψε τον μεριδούχο, που υπήρχε κατά τον θάνατό του, ακουσίως, είτε γιατί κατά την σύνταξη της διαθήκης αγνοούσε την ύπαρξή του, είτε διότι απέκτησε την τοιαύτη ιδιότητα (του αναγκαίου κληρονόμου) μετά την σύνταξη αυτής (διαθήκης), η τελευταία λογίζεται ως γενομένη, υπό την προϋπόθεση της ανυπαρξίας του μεριδούχου και, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, η διαθήκη είναι ακυρώσιμη. Στην περίπτωση αυτή τεκμαίρεται, ότι ο διαθέτης, αν γνώριζε την ύπαρξη του μεριδούχου δεν θα προέβαινε στην σύνταξη της τελευταίας βουλήσεώς του με το περιεχόμενο αυτό. Παράλειψη δε μεριδούχου, κατά την κρατήσασα άποψη, είναι και αν κατά την σύνταξη της διαθήκης ο διαθέτης γνώριζε μεν την ύπαρξη του προσώπου, αλλά (λόγω πλάνης ως προς το δίκαιο) αγνοούσε την ιδιότητά του ως μεριδούχου. Κατά δε το εδ. β' του άνω άρθρου, η ακύρωση της διαθήκης αποκλείεται, όταν ο υπέρ του κύρους της διαθήκης μαχόμενος (επικαλεσθεί και) αποδείξει, ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στην σύνταξη της διαθήκης και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε. Άρα, εδώ το καθοριστικό και αποδεικτέο είναι ότι ο διαθέτης θα προέβαινε στην σύνταξη της ιδίας διαθήκης και αν ακόμη (κατά την σύνταξη) γνώριζε την ύπαρξη του παραληφθέντος μεριδούχου ή έστω και αν τελούσε υπόψιν του ότι θα γινόταν μετά μεριδούχος του (Α.Π.278/2019, 1095/2007). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, για την εφαρμογή της εξαιρετικής διάταξης του άρθρου 1786 Α.Κ. πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: 1)πλήρης παράλειψή του, κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη, υφισταμένου μεριδούχου, έστω και ως συνειλημμένου (1711 εδ.α Α.Κ.), β) άγνοια του διαθέτη για την ύπαρξη του μεριδούχου ή απόκτησης της ιδιότητας αυτής μετά τη σύνταξη της διαθήκης, χωρίς να είναι απαραίτητο να μνημονεύεται στη διαθήκη το πεπλανημένο αίτιο (η άγνοια της ύπαρξης του μεριδούχου) αλλά τεκμαίρεται από το νόμο ως κίνητρο για το διαθέτη και γ) μη συναγωγή αντίθετης βούλησης του διαθέτη, διότι το τεκμήριο που εισάγει η ανωτέρω διάταξη είναι μαχητό και, σύμφωνα με το εδ. β' της ίδιας διάταξης (άρθρου 1786 ΑΚ), ανατρέπεται εάν ο μαχόμενος υπέρ του κύρους της διαθήκης επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο διαθέτης θα προέβαινε στη σύνταξη αυτής ακόμη και εάν γνώριζε την υπάρχουσα πραγματική κατάσταση, την ύπαρξη δηλαδή και την ιδιότητα του μεριδούχου ή την κατάσταση που αργότερα δημιουργήθηκε, ήτοι ότι γεννήθηκε μεριδούχος ή κατέστη τέτοιος μη έχοντας κατά τη σύνταξη της διαθήκης την ιδιότητα αυτή, άρα ότι η διαθήκη περιέχει την εικαζόμενη του διαθέτη θέληση, δηλαδή εκείνη που θα είχε αν γνώριζε την κατά το θάνατό του υπάρχουσα πραγματική κατάσταση (ΑΠ 278/2019). Επομένως ο παραλειφθείς μεριδούχος, που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1787 του ΑΚ, μπορεί να ζητήσει με αγωγή την ακύρωση της διαθήκης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1786 εδ.α Α.Κ. οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, εκτός από την παράλειψή του στη διαθήκη, ότι ο διαθέτης, κατά τη σύνταξη αυτής, αγνοούσε είτε την ύπαρξη του προσώπου του είτε την ιδιότητα αυτού ως μεριδούχου καθώς και ότι ο διαθέτης δεν θα προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε (ΑΠ 1095/2007). Αν ο διαθέτης δεν αφήνει τη νόμιμη μοίρα σε μεριδούχο, που είναι γνωστός σ' αυτόν κατά τη σύνταξη της διαθήκης, η διαθήκη είναι έγκυρη και συνεπώς ο μεριδούχος ,που παραλείφθηκε/συντρέχει ως κληρονόμος εκ του νόμου, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας (1825 παρ. 1 εδ. β' ΑΚ), με τους λοιπούς κληρονόμους. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται, μόνον, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ.Α.Π 1/2016, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Έτσι ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο α) την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε πρώτο ή σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, αλλά και β) την αιτίαση ότι παραβιάστηκε ορισμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου με αποτέλεσμα η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως κατ' ουσίαν βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν (1706/2009) IV) Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 21-2-2020 αγωγή η ενάγουσα- αναιρεσείουσα ζήτησε κατά την πρώτη επικουρική της βάση σε περίπτωση που ήθελε κριθεί, ότι η από 14-12-1994 δήλωση που είναι διατυπωμένη σε έντυπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, του αποβιώσαντος στη Θεσσαλονίκη την 18-12-2018 υιού της, ότι κληροδοτεί όλη την περιουσία του, κινητή και ακίνητη, αναφέροντας εντός παρενθέσεως αυτοκίνητο και πράγματα που περιέχονται στο διαμέρισμά του, στον εναγόμενο, αποτελεί διαθήκη αυτού, να κηρυχθεί άκυρη κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 142 Α.Κ., άλλως της διάταξης του άρθρου 1786 Α.Κ., καθώς συνετάγη από εκείνον μη φανταζόμενος ότι κατά τον χρόνο του θανάτου του θα υπήρχε η ίδια ως νόμιμος μεριδούχος του, με την δικαιολογημένη πεποίθηση ότι θα προαποβιώσει εκείνου επικαλούμενη σχετικά κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα ακόλουθα: " ο γιός μου συνέταξε την από 14-12-1994 "ιδιόγραφη διαθήκη", σε ηλικία 33 ετών, έχοντας άριστη υγεία και διάθεση για ζωή. Στην ως άνω "διαθήκη του" ο γιός μου ουδόλως με μνημονεύει και μου καταλείπει κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Σε καμία περίπτωση όμως δεν υπήρξε πρόθεσή του να με παραλείψει από την άνω "διαθήκη του". Αντίθετα, με βάση την στενή μεταξύ μας σχέση, τα διδάγματα της κοινής πείρας, τη λογική, τη φύση των πραγμάτων, τόσο για τον ίδιο, όσο και για μένα (τόσο κατά τη σύνταξη της "διαθήκης", αλλά και όλα τα μετέπειτα χρόνια) φάνταζε αδιανόητο να προαποβιώσει εμού, πρόωρα, και μάλιστα σε ηλικία 57 ετών, ενώ εγώ κατά το χρόνο του θανάτου του να παραμείνω εν ζωή και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία των 81 ετών τότε, μολονότι υπέφερα από σημαντικά προβλήματα υγείας........... Από την ανωτέρω περιγραφείσα αδιαμφισβήτητη στενή σχέση μου με τον υιό μου και την ομολογημένη και από τον εναγόμενο μέριμνα του γιού μου να εξεύρει άτομο που θα με φροντίζει τις τελευταίες ημέρες της ζωή του, συνάγεται αβίαστα, ότι με την από 14-12-1992 "ιδιόγραφη διαθήκη του" ο αποβιώσας γιός μου σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να παραλείψει εμένα, τη μητέρα του, από την κληρονομιαία περιουσία του, η οποία μάλιστα αποκτήθηκε στη μεγαλύτερη έκτασή της από τη δική μου περιουσία (βλ. δωρεά χρημάτων, γονική παροχή ακινήτου). Αντίθετα, πλανήθηκε και τη συνέταξε αγνοώντας δικαιολογημένα το ενδεχόμενο να προαποβιώσει εμού και μάλιστα στην ηλικία των 57 ετών. Ούτε ο ίδιος μπορούσε φυσικά να αναλογιστεί ότι θα ασθενήσει σοβαρότατα και αιφνιδιαστικά και ότι θα αποβιώσει πριν το θάνατό μου, δεδομένου ότι και εγώ, ως πολύ γηραιότερη εκείνου, υπέφερα από προβλήματα της προχωρημένης ηλικίας μου. Αν ο Νικηφόρος εκτιμούσε ότι ήταν δυνατόν να επισυμβεί ο θάνατός του προ του δικού μου και με βάση τα παραπάνω, σε καμία περίπτωση δεν θα με απέκλειε από την κληρονομιαία περιουσία του. Σε καμία περίπτωση δεν θα απένειμε στον εναγόμενο τέτοιο κληρονομικό δικαίωμα, που θα οδηγούσε αναπόδραστα στο να με αποβάλει από την κατοικία που εγώ η ίδια μεταβίβασα χαριστικά στον ίδιο. Δηλαδή υπό το πρίσμα που ερμηνεύει ο αντίδικος την από 14-12-1994 διαθήκη του υιού μου (ως δήθεν καθολικό δικαίωμα στην κληρονομιά), η τελευταία ανεπίτρεπτα δημιουργεί εις βάρος μου δυσβάστακτες πραγματικές, νομικές και οικονομικές καταστάσεις, τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε ο γιός μου και θα κατέβαλε τα μέγιστα για να τις αποτρέψει. Ούτε όμως θα μου κατέλειπε αποκλειστικά τη νόμιμη μοίρα η οποία περιορίζεται σε ιδανικό μερίδιο των κληρονομιαίων. Αναμφίβολα θα μου κατέλειπε τόσο περιουσιακά στοιχεία εξασφαλίζοντάς μου μια ελάχιστη οικονομική και νομική αυτοτέλεια και επιτρέποντάς μου τουλάχιστον μια αξιοπρεπή διαβίωση τα τελευταία χρόνια του βίου μου, όπως αποδεικνύει η συμπεριφορά του ενόσω βρισκόταν εν ζωή. Επειδή λοιπόν ο γιός μου συνέταξε την επίδικη "διαθήκη" από ουσιώδη πλάνη και συγκεκριμένα μη φανταζόμενος ότι κατά το θάνατό του θα ευρισκόμουν εγώ εν ζωή, με επακόλουθο και σύμφωνα με τα ανωτέρω η επίμαχη διαθήκη πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλάνης κατά τα άρθρα 140,141 και 142 Α.Κ. Κατά μείζονα λόγο, επειδή ο γιός μου αγνοούσε ότι κατά το θάνατό του ως επιζήσασα θα είχα την ιδιότητα της νομίμου μεριδούχου, ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμο του στη Β' τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής επικουρικά θα πρέπει να ακυρωθεί η επίμαχη διαθήκη λόγω παράλειψής μου απ' αυτήν κατ' άρθρο 1786 Α.Κ." Την βάση αυτή της αγωγής απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμη. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε τον σχετικό με την απόρριψη της επικουρικής αυτής βάσης, λόγο έφεσης με τις ακόλουθες παραδοχές: "Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής, η πλάνη του διαθέτη, που επικαλείται η ενάγουσα, δεν ήταν αποτέλεσμα της διάστασης μεταξύ της δήλωσης του διαθέτη και της βούλησής του, δηλαδή δεν αποτελεί ακούσια διάσταση ανάμεσα στη δήλωση και στη βούλησή του, συνεπεία εσφαλμένης γνώσης ή άγνοιας της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησής του πραγματικής κατάστασης, περίπτωση στην οποία, ........, θα τύγχαναν εφαρμογής, πέραν του άρθρου 1783 ΑΚ - που θεωρεί πάντοτε ουσιώδη την πλάνη ως προς την ταυτότητα του τιμώμενου ή του αντικειμένου - και οι γενικές διατάξεις των άρθρων 140-143 ΑΚ, οπότε για να επιτευχθεί η ακύρωση της διαθήκης θα έπρεπε να αποδειχθεί το ουσιώδες της πλάνης, με προηγηθείσα ερμηνεία της διαθήκης, για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη. Αντιθέτως, η επικαλούμενη από την ενάγουσα στην αγωγή πλάνη του διαθέτη, αποτελεί πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησής του, διότι αναφέρεται σε πλάνη του ως προς πραγματική κατάσταση, που ανάγεται στο μέλλον, η οποία υπήρχε κατά την κατάρτιση της διαθήκης και επέδρασε στον προσδιορισμό της βούλησης αυτού, οπότε εφαρμογής τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 1784 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη αν υπήρξε αποτέλεσμα πλάνης από αίτια που μνημονεύονται στη διαθήκη και ανάγονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, χωρίς τα οποία ο διαθέτης δε θα διατύπωνε τη διάταξη. Επίκληση, όμως, από την ενάγουσα και αναφορά στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής ότι στην προσβαλλόμενη διαθήκη μνημονεύονται τα αίτια, που ανάγονται στο μέλλον, χωρίς τα οποία ο διαθέτης δε θα διατύπωνε τη διαθήκη, δεν γίνεται. Τα περιστατικά αυτά, που επέδρασαν στον προσδιορισμό της βούλησης του, έπρεπε να αναφέρονται στην προσβαλλόμενη διαθήκη, καθότι, ........, η επίκληση τέτοιων περιστατικών απαιτείται για αγωγή, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1784 ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που υπήγαγε την πρώτη επικουρική βάση της ένδικης αγωγής, ως προς το πρώτο σκέλος της, στη διάταξη άρθρου 1784 ΑΚ και όχι στη διάταξη του άρθρου 142 ΑΚ, την εφαρμογή της οποίας η ενάγουσα επικαλείται, την απέρριψε δε ως μη νόμιμη ως προς το σκέλος αυτό με την προαναφερθείσα αιτιολογία, που συμπληρώνεται και από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ουδόλως έσφαλε. Επίσης, σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, εφόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται στοιχεία αναγκαία, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1786 ΑΚ και συγκεκριμένα ότι ο διαθέτης αγνοούσε την ύπαρξή της, κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης, αλλά αντιθέτως επικαλείται ότι γνώριζε την ύπαρξή της, ούτε επικαλείται ότι αυτή απέκτησε την ιδιότητα του αναγκαίου μεριδούχου μετά τη σύνταξη της διαθήκης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε και ως προς το δεύτερο σκέλος της ως μη νόμιμη την ίδια ως άνω επικουρική βάση της αγωγής, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, ορθά ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 1786 εδ.α ΑΚ και ουδόλως έσφαλε." Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο σχετικά με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής ότι δηλαδή κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής η επικαλούμενη πλάνη του διαθέτη, αποτελεί πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησής του, αναφερόμενη σε πλάνη του ως προς πραγματική κατάσταση που ανάγεται στο μέλλον και υπήρχε κατά τη σύνταξη της διαθήκης, επιδρώντας στον προσδιορισμό της βούληση του, εφαρμοζομένης της διατάξεως του άρθρου 1784 Α.Κ. σχετικά με το ακυρώσιμο αυτής, και όχι σε πλάνη που ήταν αποτέλεσμα της διάστασης μεταξύ της δήλωσης του διαθέτη και της βούλησής του, ήτοι δεν αποτελούσε ακούσια διάσταση ανάμεσα στη δήλωση και τη βούλησή του, συνεπεία εσφαλμένης γνώσης ή άγνοιας της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βούλησής του πραγματικής κατάστασης, ώστε να ετύγχαναν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις των άρθρων 140-143 Α.Κ. για την ακύρωση της ένδικης διαθήκης, με τη συνδρομή του ουσιώδους της πλάνης και με προηγηθείσα ερμηνεία της διαθήκης, για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη και επειδή δεν γίνεται αναφορά, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής ότι στην επίμαχη διαθήκη μνημονεύονται τα αναγόμενα στο μέλλον αίτια, χωρίς τα οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διαθήκη, όπως απαιτείται από την άνω διάταξη (1784 Α.Κ.) απορρίπτοντας την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής κατά το πρώτο σκέλος της, ως μη νόμιμη και επιπλέον ότι δεν γίνεται επίκληση των αναγκαίων για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1786 Α.Κ. στοιχείων και συγκεκριμένα της άγνοιας της ύπαρξής της ως μεριδούχου εκ μέρους του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης, αλλά αντίθετα γίνεται επίκληση από την αναιρεσείουσα της γνώσεως του διαθέτη της υπάρξεώς της κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης, ούτε και του γεγονότος ότι η ίδια απέκτησε την ιδιότητα του αναγκαίου μεριδούχου μετά τη σύνταξή της, απορρίπτοντας και κατά το δεύτερο σκέλος της την ίδια ως άνω επικουρική αυτή βάση της αγωγής ως μη νόμιμη γιατί δεν ήταν αρκετά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής περιστατικά, για την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1784 και 1786 Α.Κ. και ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 Α.Κ., δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της ευθείας παραβάσεως των εν λόγω ουσιαστικών διατάξεων, αξιώνοντας, για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της άνω επικουρικής βάσης της αγωγής κρίσης του, περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούν οι άνω διατάξεις για τη στήριξη του επικουρικού αυτού αιτήματος .Επομένως οι περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 559 αρ. 1 πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του άρθρου αυτού πλημμέλεια της ευθείας παράβασης νόμου, συνισταμένη στην κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή των άνω διατάξεων (1786, 140, 141 και 142 Α.Κ.) απόρριψη ως νόμω αβάσιμης της πρώτης επικουρικής βάσης της αγωγής κατά αμφότερα τα σκέλη της, με την οποία η αναιρεσείουσα ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη η από 14-12-1994 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος υιού της Ν. Α., ο οποίος κατά το χρόνο σύνταξης της, λόγω πλάνης περί το δίκαιο, αγνοούσε την ιδιότητα αυτής ως κατά το θάνατό του αναγκαίας κληρονόμου- μεριδούχου, παραλείποντάς την ακουσίως, την οποία (ιδιότητα) αν γνώριζε δεν θα συνέτασσε την εν λόγω διαθήκη με το ρηθέν περιεχόμενο, καθόσον συναγόταν διαφορετική του βούληση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
V) Ως προελέχθη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ.Α.Π 1/2016, 2/2013). Κατά δε το άρθρο 559 αριθ.19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεση. Ακόμη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ συνάγεται ότι κατά την ερμηνεία των διαθηκών (επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ) αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική τούτου άποψη και όχι κατά την αντικειμενική έννοια, υπό την οποία θα την αντιλαμβάνονταν οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, πλην έδαφος για τέτοια ερμηνεία παρέχεται, μόνον αν είναι ασαφές το έγγραφο της διαθήκης, οπότε μπορούν να ληφθούν υπόψη και στοιχεία εκτός αυτής κείμενα, όχι δε και όταν, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, από το περιεχόμενο της διαθήκης, και μόνο, και χωρίς τίποτε άλλο προκύπτει με σαφήνεια αυτό που ο διαθέτης θέλησε.
Συνεπώς, προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνον εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης. Εξάλλου, κατά την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1α Κ.Πολ.Δ., παραβιάζονται οι ερμηνευτικοί κανόνες, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού, ασάφειας ή αμφιβολίας, σχετικά με την έννοια της δήλωσης τελευταίας βούλησης του διαθέτη, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας της (Ολ.Α.Π. 26/2004) ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους ή όταν προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της αληθινής βούλησης του διαθέτη, παρόλο που δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι αυτή είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας ή και στην περίπτωση που, αν και προσέφυγε σε ερμηνεία της διαθήκης, δεν αναζήτησε, ακόμη και λαμβάνοντας στοιχεία εκτός αυτής, την αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική αυτού άποψη, αλλά ερμήνευσε τη βούλησή του αντικειμενικά, κατά την συναλλακτική καλή πίστη, όπως την εκλαμβάνουν οι τρίτοι (ΑΠ 1179/2010, ΑΠ 1182/2010). Περαιτέρω, έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας, σχετικά με τη δήλωση τελευταίας βούλησης του διαθέτη, προκύπτει και όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση για την ανυπαρξία τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της αληθινής βούλησής του, από την οποία αποκαλύπτεται ότι αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία ως προς την έννοια της, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία της. Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι το δικαστήριο για την διαπίστωση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, έλαβε υπόψη και άλλα στοιχεία, που βρίσκονται εκτός του κειμένου της διαθήκης ή χρησιμοποίησε επιχειρήματα. Αντίθετα, τόσο η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθινή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., στον έλεγχο τον Αρείου Πάγου (Α.Π. 1491/2023, Α.Π 97/2019). Επίσης, εκ πλαγίου παραβίαση των ερμηνευτικών διατάξεων των παραπάνω άρθρων υπάρχει, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, όταν, παρ' ότι διαπιστώθηκε η ανάγκη ερμηνείας, κενό, δηλαδή, ή ασάφεια της δήλωσης βουλήσεως που περιέχεται στη διαθήκη, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόσθηκαν κατά τρόπο που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή τους, όπως όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν για το σκοπό εξεύρεσης της αληθινής βούλησης του διαθέτη ( Α.Π. 1491/2023, Α.Π 850/2021 ΑΠ 105/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) το Εφετείο δέχθηκε, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 18 Δεκεμβρίου 2018 απεβίωσε στο Γενικό Νοσοκομείο "Άγιος Παύλος" της Θεσσαλονίκης, όπου νοσηλευόταν προσβληθείς από τη νόσο των λεγεωνάριων, σε ηλικία 57 ετών, ο Ν. Α. του Ν. και της Ε., κάτοικος εν ζωή Θεσσαλονίκης, με αιτία θανάτου οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΥ/20-12-2018 απόσπασμα της με αριθμό ...2018 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, που προσκομίζει η ενάγουσα. Ο ως άνω αποβιώσας ήταν άγαμος και άτεκνος και μόνη πλησιέστερη συγγενή, που θα τον κληρονομούσε κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή, άφησε την ενάγουσα, μητέρα αυτού, εφόσον ο πατέρας του είχε προαποβιώσει και δεν είχε αδέλφια, όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό πρωτοκόλλου 43283/20-12-2018 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Καλαμαριάς. Ο αποβιώσας είχε σπουδάσει οικονομικά και από το έτος 1983 εργαζόταν στο Δήμο Καλαμαριάς και πριν το θάνατό του κατείχε τη θέση του Προϊσταμένου Διοικητικών Υπηρεσιών του ως άνω Δήμου. Την ημέρα του τεσσαρακονθήμερου μνημοσύνου του αποβιώσαντος συνάδελφοί του, που άνοιξαν με αντικλείδι το συρτάρι του γραφείου του, όπου φύλασσε προσωπικά του έγγραφα και ήταν κλειδωμένο καθ' όλο το διάστημα της νοσηλείας του, παρέδωσαν στον φίλο και κουμπάρο του Γ. Γ., επίσης εργαζόμενο στο Δήμο Καλαμαριάς, μεταξύ άλλων εγγράφων και προσωπικών αντικειμένων του, ένα έντυπο υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, στο οποίο είναι γραμμένα με το χέρι τα στοιχεία του αποβιώσαντος Ν. Α. (όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, μητρώνυμο) και το ακόλουθο κείμενο "Κληροδοτώ όλη μου την περιουσία κινητή και ακίνητη (αυτοκίνητο και εμπράγματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά μου) στον Σ. Δ. του Α.. Θεωρώ ότι κάθε ένσταση στην παραπάνω δήλωσή μου είναι απαράδεκτη. Θεσσαλονίκη, 14-12-1994". Κάτω από το κείμενο υπάρχει υπογραφή του δηλούντος και ολογράφως το όνομά του, ενώ προς βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυτού, υπάρχουν οι υπογραφές των Γ. Γ. και Σ. Π., συναδέλφων του αποβιώσαντος. Το έγγραφο αυτό, που παραδόθηκε από τον Γ. Γ. στον εναγόμενο, αφού προηγουμένως ενημερώθηκε και η ενάγουσα για την ύπαρξή του, η οποία μάλιστα τον προέτρεψε να το σκίσει, μετά από την από 3-4-2019 αίτηση του εναγόμενου, δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 4101/29-11-2019 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, ως η από 14-12-1994 ιδιόγραφη διαθήκη του Ν. Α. και με τη με αριθμό ... 2019 πράξη του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης η διαθήκη αυτή κηρύχθηκε κυρία, αφού προηγουμένως διενεργήθηκε η διαταχθείσα με το από 28-6-2019 πρακτικό αναβολής του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, που επιβεβαίωσε τη γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη, η γνησιότητα των οποίων συνομολογείται και από την ενάγουσα. Η τελευταία δε, επειδή στο ανωτέρω έγγραφο το κείμενό του συντάχθηκε σε έντυπο υπεύθυνης δήλωσης και δεν αναφέρεται η λέξη "διαθήκη", σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο γιός της, κατά το χρόνο σύνταξής του, βρισκόταν σε ηλικία 33 ετών και ήταν απόλυτα υγιής, ισχυρίζεται ότι το έγγραφο αυτό δεν αποτελεί έγκυρη διαθήκη του γιου της, ο οποίος δεν είχε σοβαρή και σπουδαία πρόθεση να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του στον εναγόμενο, δεν είχε δηλαδή βούληση διάθεσης αιτία θανάτου (animus testandi), αλλά απλώς ήθελε να δηλώσει με εμφαντικό τρόπο τα ισχυρά αισθήματα, που έτρεφε για τον εναγόμενο κατά το διάστημα εκείνο. Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι πράγματι ο αποβιώσας, κατά το χρόνο που συνέταξε το άνω κείμενο, ήταν ηλικίας 33 ετών και ουδέν πρόβλημα υγείας αντιμετώπιζε. Το μορφωτικό του επίπεδο ήταν υψηλό, καθώς είχε σπουδάσει οικονομικά και από το έτος 1983, όπως προαναφέρθηκε, εργαζόταν στον Δήμο Καλαμαριάς. Τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξης του πιο πάνω εγγράφου, παρείχε γραμματειακή υποστήριξη του Δημάρχου και ειδικότερα κατάρτιζε τα προγράμματα συσκέψεων και επαφών του Δημάρχου, φρόντιζε για τη φιλοξενία των καλεσμένων του Δήμου, οργάνωνε και παρουσίαζε τις εκδηλώσεις του Δήμου, παρείχε γραμματειακή υποστήριξη στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και ήταν διευθύνων σύμβουλος της δημοτικής επιχείρησης πληροφόρησης και επικοινωνίας Καλαμαριάς. Επομένως, παρότι ήταν νέος, διέθετε το μορφωτικό επίπεδο και την κοινωνική εμπειρία για να διαγνώσει το περιεχόμενο και τη σημασία της ανωτέρω δήλωσής του. Ο αποβιώσας ήδη από το έτος 1983, είχε γνωριστεί με τον εναγόμενο, με τον οποίο ανέπτυξαν ισχυρότατο δεσμό φιλίας και αγάπης και συζούσαν σε μισθωμένο διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη. Ο δεσμός τους και τα αισθήματα που έτρεφε ο ένας για τον άλλο εξακολούθησαν να υφίστανται και μετά τη μετακόμιση του εναγομένου στην Αθήνα κατά το έτος 2000 για επαγγελματικούς κυρίως λόγους και μέχρι το θάνατο του Ν. Α. ο εναγόμενος αποτελούσε τον σημαντικότερο άνθρωπο στη ζωή του και μάλιστα, παρά το γεγονός ότι, την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ο αποβιώσας διατηρούσε σχέση και συγκατοικούσε με άλλο πρόσωπο. Η λέξη διαθήκη, αν και είναι ευρέως γνωστή, δεν μνημονεύεται στο ανωτέρω έγγραφο, πλην όμως, από την εκτίμηση του περιεχομένου της δήλωσης αυτής, συνάγεται ότι ο συντάκτης της είχε πρόθεση το έγγραφο αυτό να αποτελέσει τη διαθήκη του, διότι η πρόθεσή του για ρύθμιση ολόκληρης της υφιστάμενης περιουσίας του αιτία θανάτου, προκύπτει με σαφήνεια από την επιλογή και χρήση των λέξεων "κληροδοτώ όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου". Επιπλέον δε, το ανωτέρω έγγραφο φέρει και όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο στοιχεία για την εγκυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, όπως χρόνο και τόπο σύνταξης, γραφή και υπογραφή του διαθέτη και ρύθμιση περιουσιακών ζητημάτων αιτία θανάτου. Η ύπαρξη της πρόθεσης αυτής του διαθέτη προκύπτει και από την επιλογή του να συντάξει την τελευταία του βούληση σε κείμενο υπεύθυνης δήλωσης, καθώς και από το γεγονός ότι ζήτησε από δύο συναδέλφους του, με τους οποίους συνδεόταν και με φιλία, να βεβαιώσουν ως μάρτυρες το γνήσιο της υπογραφής του, θέλοντας να προσδώσει με τις λεπτομέρειες αυτές επισημότητα και κύρος στη δήλωσή του, ώστε να μην χωρεί αμφιβολία ότι αποτελεί την τελευταία του βούληση, δηλώνοντας παράλληλα ότι θεωρεί απαράδεκτη κάθε ένσταση στην παραπάνω δήλωσή του. Η κρίση του Δικαστηρίου, ότι η δημοσιευθείσα με το προαναφερόμενο πρακτικό του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης από 14-12-1994 ιδιόγραφη διαθήκη του Ν. Α. και κηρυχθείσα κυρία με τη με αριθμό ...2019 πράξη του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης είναι έγκυρη ως περιέχουσα τη βούληση του διαθέτη να ρυθμίσει τη διάθεση ολόκληρης της περιουσίας του μετά το θάνατό του, στηρίζεται στα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα και ενισχύεται και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της με αριθμό ...2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Κ. των μαρτύρων Γ. Γ. του Α. και Σ. Π. του Ι., που προσκομίζει ο εναγόμενος, οι οποίοι υπέγραψαν το ανωτέρω κείμενο προς βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαθέτη και ειδικότερα από την αναφορά της Σ. Π. στη βεβαίωση αυτή ότι όταν διαπίστωσε ότι επρόκειτο για τη διαθήκη του Ν. Α. τον ρώτησε με αγωνία μήπως ήταν άρρωστος και ήθελε να συντάξει τη διαθήκη του και αυτός, αφού τη διαβεβαίωσε ότι ήταν υγιής και δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας, της απάντησε ότι απλώς με τη διαθήκη του ήθελε να εξασφαλίσει τον εναγόμενο. Δεν αναιρείται δε η ανωτέρω κρίση από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, μη αποδεικνυόμενης της ακυρότητας της από 14-12-1994 ιδιόγραφης διαθήκης του Ν. Α., λόγω έλλειψης βούλησης αυτού για διάθεση αιτία θανάτου της περιουσία του (animus testandi), όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, η κύρια βάση της ένδικης αγωγής της κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια αυτή βάση της με την ίδια αιτιολογία, ορθά τις αποδείξεις που τέθηκαν υπόψη του εκτίμησε και δεν έσφαλε, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, που, ως εκ τούτου, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ως προς τη δεύτερη και την τρίτη επικουρική βάση της αγωγής λεκτέα τα εξής: Η διαθήκη ως προς το κρίσιμο περιεχόμενό της "Κληροδοτώ όλη μου την περιουσία κινητή και ακίνητη (αυτοκίνητο και εμπράγματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά μου)", παρουσιάζει ασάφεια, αφού δεν προκύπτει εάν με αυτή ο διαθέτης εγκατέστησε τον εναγόμενο γενικό κληρονόμο του επί όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, όπως θα συναγόταν μόνο από τις λέξεις "όλη μου την περιουσία κινητή και ακίνητη" ή κληρονόμο επί δήλων πραγμάτων, καθώς εντός της παρενθέσεως αναφέρει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία (αυτοκίνητο και εμπράγματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά μου) ή κληροδόχο, όπως θα συναγόταν από την επιλογή του ρήματος "κληροδοτώ", καθότι οι ανωτέρω λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, άλλο νόημα αποδίδουν ιδωμένες μόνες τους και άλλο νόημα αποδίδουν συσχετιζόμενες μεταξύ τους. Επομένως, πρέπει να ανευρεθεί η αληθινή του βούληση και συγκεκριμένα αν, με τις εντός της παρενθέσεως λέξεις, ο διαθέτης επεξηγεί πλεοναστικώς από ποιά στοιχεία απαρτιζόταν η κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης περιουσία του, δεδομένου ότι ήδη έχει αναφέρει ότι αφήνει στον εναγόμενο όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του ή αν περιορίζει αυτόν στα εντός της παρενθέσεως απαριθμούμενα κινητά πράγματα, δηλαδή στο αυτοκίνητο και στην οικοσκευή του και μάλιστα, στην τελευταία περίπτωση, αν τον εγκαθιστά κληρονόμο επί δήλων πραγμάτων, δηλαδή καθολικό διάδοχο ή κληροδόχο, δηλαδή ειδικό διάδοχο. Η αληθινή βούληση του διαθέτη θα αναζητηθεί με την ερμηνεία της διαθήκης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, λαμβανομένων υπόψη και περιστατικών που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, μεταξύ των οποίων και η σπουδαιότητα των αντικειμένων, που έχουν καταλειφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και η σπουδαιότητα των προσωπικών σχέσεων του διαθέτη. Κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης (14- 12-1994) όλη η περιουσία του διαθέτη απαρτιζόταν από τα αναφερόμενα στη διαθήκη του, εντός παρενθέσεως, κινητά πράγματα, ήτοι από ένα αυτοκίνητο και οικοσκευή η έννοια αυτής αποδίδεται με τις λέξεις "εμπράγματα εντός του διαμερίσματος", στο οποίο (μισθωμένο διαμέρισμα) κατά το διάστημα εκείνο, όπως προαναφέρθηκε, ο διαθέτης συγκατοικούσε με τον εναγόμενο. Αναφέρει, όμως, στη διαθήκη του, παρότι δεν διέθετε ακίνητη περιουσία, ότι αφήνει στον εναγόμενο και όλη την ακίνητη περιουσία του. Ακίνητη περιουσία ο διαθέτης απέκτησε μετά τη σύνταξη της διαθήκης. Συγκεκριμένα, το έτος 1997, δυνάμει του με αριθμό .../1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Π. Γ., που μεταγράφηκε στον τόμο 181 με αριθμό 283 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς, απέκτησε λόγω αγοράς, με τίμημα που εξόφλησε και με στεγαστικό δάνειο που έλαβε από πιστωτικό ίδρυμα, ένα διαμέρισμα, εμβαδού καθαρού 43 τ.μ. και μικτού 52 τ.μ., κείμενο στον πρώτο όροφο οικοδομής ανεγερθείσας επί οικοπέδου κειμένου επί της οδού Ηράκλειας 2, στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, στο οποίο αναλογεί ποσοστό συγκυριότητας 15% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και ο οποίο ήδη έχει λάβει ΚΑΕΚ .... Στη συνέχεια, το έτος 2012, μετά το θάνατο του πατέρα του, δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε στον τόμο 2665 με αριθμό 281 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, απέκτησε, λόγω γονικής παροχής προς αυτόν εκ μέρους της ενάγουσας μητέρας του, ένα διαμέρισμα εμβαδού καθαρού 73 τ.μ., κείμενο στο ισόγειο της επί της οδού Ιωάννη Κονδυλάκη, αριθ. 5 της Θεσσαλονίκης κειμένης οικοδομής, στο οποίο αναλογεί ποσοστό 7,74 % στο οικόπεδο και ήδη έχει λάβει ΚΑΕΚ .... Επίσης, το έτος 2012, ο διαθέτης απέκτησε το με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής FORD, τύπου FOCUS 1.600cc. Η αξία των στοιχείων της κληρονομιάς, που ρητώς μνημονεύονται στη διαθήκη, είναι πολύ μικρή και αμελητέα σε σχέση με την αξία των ως άνω περιουσιακών στοιχείων, που ο διαθέτης απέκτησε μεταγενέστερα, η οποία εκτιμάται συνολικά σε 104.000 ευρώ, κατά το χρόνο θανάτου του, ήτοι σε 50.000 ευρώ η εμπορική αξία κάθε διαμερίσματος και σε 4.000 ευρώ η αξία του ως άνω αυτοκινήτου. Πλην όμως, τα στοιχεία της κληρονομιάς, που ρητώς μνημονεύονται στη διαθήκη, ανεξαρτήτως της αξίας τους, αποτελούσαν το σύνολο της περιουσίας που ο κληρονομούμενος διέθετε κατά τον χρόνο σύνταξης της ανωτέρω διαθήκης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις του διαθέτη με την ενάγουσα μητέρα του ήταν άριστες και έτρεφαν ο ένας προς τον άλλο αισθήματα αγάπης, στοργής και αφοσίωσης. Ιδίως δε, μετά το θάνατο του πατέρα του, που επισυνέβη το έτος 2009, ο διαθέτης μεριμνούσε για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων της μητέρας του και είχαν τακτική επικοινωνία, ενώ και η τελευταία, προς ένδειξη της αγάπης της προς το γιο της, το έτος 2012 του μεταβίβασε με γονική παροχή, όπως προαναφέρθηκε, το διαμέρισμα επί της οδού Ιωάννη Κονδυλάκη αριθ. 5, που ήταν το μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό της στοιχείο και το χρησιμοποιούσε ως κύρια κατοικία της, χωρίς μάλιστα να διατηρήσει επ' αυτού δικαίωμα οίκησης ή επικαρπίας. Αντίστοιχα άριστη σχέση διατηρούσε ο διαθέτης και με τον εναγόμενο. Γνωρίστηκαν σε νεαρή ηλικία, όταν ο εναγόμενος ήταν περίπου 18 ετών και ο διαθέτης περίπου 23, είχαν αναπτύξει ο ένας για τον άλλο ισχυρότατα αισθήματα αγάπης και συγκατοικούσαν για περίπου 15 έτη. Ο δεσμός τους συνεχίσθηκε και μετά τη συγκατοίκησή τους και συνέχισαν να επικοινωνούν, σχεδόν καθημερινά και να επισκέπτονται ο ένας τον άλλον και μετά το έτος 2000, που ο εναγόμενος μετακόμισε στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό της σχέσης που διατηρούσαν μέχρι το χρόνο θανάτου του διαθέτη, παρότι ο τελευταίος κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του διατηρούσε σχέση με άλλο πρόσωπο, είναι το γεγονός ότι όταν ο διαθέτης, κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του, ζήτησε από τον φίλο και κουμπάρο του Γ. Γ. να ενημερώσει για τη νοσηλεία του τον εναγόμενο, ο οποίος, μόλις το πληροφορήθηκε μετέβη αμέσως στη Θεσσαλονίκη για να του συμπαρασταθεί και έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος. Από τα ανωτέρω, καθώς επίσης από το γεγονός, που αποδείχθηκε, ότι δηλαδή η διαθήκη του βρέθηκε από τους συναδέλφους του διαθέτη μετά το θάνατό του, χωρίς να είναι φυλαγμένη σε κάποιο φάκελο, στο κλειδωμένο προσωπικό του συρτάρι στο χώρο εργασίας του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο διαθέτης κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, άλλαξε θέσεις ευθύνης, μετακινούμενος κάθε φορά σε άλλο γραφείο, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι η διαθήκη αυτή δεν ήταν ένα έγγραφο που γράφηκε σε μία στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του διαθέτη, τοποθετήθηκε σε ένα συρτάρι και ξεχάστηκε, αλλά ένα έγγραφο, το οποίο ο διαθέτης συνειδητά φύλασσε επί 24 έτη και το μετέφερε μαζί του κάθε φορά που άλλαζε χώρο εργασίας και χρειαζόταν να μεταφέρει τα προσωπικά του έγγραφα και αντικείμενα, εν γνώσει του ότι σε αυτό ανέγραφε "κληροδοτώ όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου...", την οποία μάλιστα "ακίνητη περιουσία" είχε αποκτήσει μεταγενέστερα της σύνταξης του εγγράφου και μάλιστα το ένα εκ των ακινήτων αυτών από γονική παροχή της μητέρας του. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο διαθέτης συνειδητά φύλαγε και δεν κατέστρεψε τη διαθήκη αυτή, ακόμη και όταν είχε αποκτήσει αξιόλογη ακίνητη περιουσία και ότι ήθελε πράγματι να καταστήσει τον εναγόμενο γενικό κληρονόμο του και όχι κληρονόμο επί δήλων πραγμάτων. Ιδιαίτερης βαρύτητας δε, ως προς τη βούλησή του αυτή, είναι οι λέξεις "... όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου...". Η χρήση της λέξης "κληροδοτώ" δεν μεταβάλλει την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, εφ' όσον ο διαθέτης δεν διέθετε νομική κατάρτιση και αγνοούσε την ακριβή της νομική έννοια, θεωρώντας την, με τις γνώσεις που διέθετε, ταυτόσημη των λέξεων "εγκαθιστώ κληρονόμο", ενώ εκ περισσού αναφέρει εντός παρενθέσεως τα στοιχεία από τα οποία αποτελούνταν τότε η περιουσία του (το σύνολο αυτής) και όχι για να περιορίσει τα κληρονομιαία που κατέλειπε στον εναγόμενο. Ούτε χρειαζόταν η προσθήκη και των λέξεων "και ό,τι τυχόν αποκτήσω στο μέλλον", όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφού ήδη η αναφορά "...και ακίνητη περιουσία μου...", κάλυπτε και την ενδεχόμενη μελλοντική απόκτηση τέτοιας, κρίση που ενισχύεται από το γεγονός ότι ο διαθέτης φύλασσε τη διαθήκη του ακόμη και όταν απέκτησε ακίνητη περιουσία και μάλιστα επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που κάλυπτε σχεδόν το ήμισυ του βίου του. Επομένως, τόσο η δεύτερη όσο και η τρίτη εκ των επικουρικών βάσεων της αγωγής, με τις οποίες η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της δικαίωμα στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας, πλην των αντικειμένων που καταλείφθηκαν με κληροδοσία στον εναγόμενο, άλλως στο μέρος του κλήρου, που δεν εξαντλήθηκε, κρίνονται απορριπτέες ως αβάσιμες από ουσιαστική άποψη". Με βάση τις πιο πάνω πραγματικές παραδοχές το Εφετείο, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της εκκαλούσας - ενάγουσας κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή της κατά την κύρια, πρώτη δεύτερη και τρίτη επικουρική της βάση, έκανε δεκτή αυτήν ως προς την τέταρτη επικουρική της βάση, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της ένδικης διαθήκης κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα της εξ αδιαθέτου κληρονόμου και νομίμου μεριδούχου ενάγουσας- αναιρεσείουσας σε ποσοστό 50% επί της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος διαθέτη. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι το από 14-12-1994 έγγραφο - υπεύθυνη δήλωση του αποβιώσαντος την 18-12-2018 στη Θεσσαλονίκη Ν. Α. αποτελεί έγκυρη ιδιόγραφη διαθήκη καθώς φέρει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία ήτοι χρόνο και τόπο σύνταξης γραφή και υπογραφή του διαθέτη και ρύθμιση περιουσιακών ζητημάτων αιτία θανάτου (παρά το γεγονός ότι η λέξη διαθήκη δεν μνημονεύεται στο ανωτέρω έγγραφο), και ότι υπήρχε βούληση του διαθέτη προς σύνταξη διαθήκης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων αιτία θανάτου, όπως συνάγεται (ευθέως) από το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής. Ακολούθως έκρινε ανελέγκτως, ότι υπήρχε ασάφεια στο περιεχόμενο της προαναφερόμενης διαθήκης, ως προς το κρίσιμο κατά τα άνω περιεχόμενό της, εάν δηλαδή ο διαθέτης εγκατέστησε τον εναγόμενο γενικό κληρονόμο του επί όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, ή κληρονόμο επί δήλων πραγμάτων ή κληροδόχο. Μετά δε την κρίση του αυτή, το Εφετείο προσέφυγε σε ερμηνεία της διαθήκης και ως προς τα ζητήματα αυτά αναζήτησε με τη χρησιμοποίηση και στοιχείων έξω από τη διαθήκη, την αληθινή θέληση του διαθέτη, την οποία ανελέγκτως επίσης έκρινε, ότι είναι αυτή που πιο πάνω εκτίθεται, χωρίς προς τούτο να αναζητήσει την έννοια, που, κατά την καλή πίστη, θα προσέδιδαν στις εν λόγω δηλώσεις του διαθέτη οι τρίτοι. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 173, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 1712, 1721 και 1781 Α.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθώς δεν διαπίστωσε κενό ή ασάφεια, ούτε διατύπωσε αμφιβολία ως προς την έννοια της βούλησης του διαθέτη προς σύνταξη διαθήκης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων αιτία θανάτου με την ένδικη διαθήκη και έτσι δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει στις άνω ερμηνευτικές διατάξεις δεδομένου ότι το κείμενο αυτής ήταν σαφές, από το οποίο και μόνο προέκυπτε η αληθής βούληση του διαθέτη να διαθέσει αιτία θανάτου τα περιουσιακά του στοιχεία και το ένδικο έγγραφο να αποτελέσει την διαθήκη του. Η εκ περισσού δε αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση πρόσθετων επιχειρημάτων ως ενισχυτικών της αντίληψης περί της άνω βούλησης του διαθέτη απόλυτα ήδη σαφώς εκπεφρασμένης με βάση τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, δεν συνιστά διαπίστωση σχετικού (εμμέσου) κενού ή αμφιβολίας. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης με τον προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της ευθείας παραβάσεως των ως άνω αναφερομένων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων διότι το Εφετείο, μολονότι διαπίστωσε, όπως διατείνεται, έστω και έμμεσα κενά και ασάφεια στη ύπαρξη ή όχι βούλησης του διαθέτη, διάθεσης αιτία θανάτου (animus testandi) της περιουσίας του με την αναφερόμενη "διαθήκη", δεν αναζήτησε αυτήν (βούληση) κατά την υποκειμενική αυτού άποψη, προσφεύγοντας στις ρηθείσες ερμηνευτικές διατάξεις, απορρίπτοντας την κύρια βάση της αγωγής ως αβάσιμη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
VI) Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες της ευθείας και εκ του πλαγίου παραβίασης , των περιεχομένων στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ ερμηνευτικών κανόνων των διαθηκών, συνιστάμενες στο ότι η προσβαλλομένη απόφαση προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμά της ότι με την από 14-12-1994 δήλωση- διαθήκη του διαθέτη εγκατέστησε τον αναιρεσίβλητο γενικό κληρονόμο του και όχι κληροδόχο ή κληρονόμο επί δήλου, προσέφυγε, προκειμένου να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο της (διαθήκης) σύμφωνα με την αληθινή βούληση του διαθέτη κατά την υποκειμενική του βούληση, στους κανόνες της ερμηνείας των διαθηκών, διαλαμβάνοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ύπαρξης ή όχι κενού και της εν γένει ασάφειας της άνω βούλησης του διαθέτη και επιπλέον στα πλαίσια αναζήτησης της αληθινής υποκειμενικής βούλησης του διαθέτη, εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 Α.Κ., δεν αναζήτησε την αληθινή βούλησή αυτού κατά την υποκειμενική του άποψη, αλλά αντίθετα ερμήνευσε αυτήν αντικειμενικά κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, όπως την εκλαμβάνουν οι τρίτοι, εφαρμόζοντας, εμμέσως πλην σαφώς και τη διάταξη του άρθρου 200 Α.Κ. η οποία όμως δεν ήταν εφαρμοστέα, κρίνοντας απορριπτέες την δεύτερη και τρίτη επικουρική βάση της αγωγής της. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο διότι με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, όπως παραπάνω αναφέρονται και έτσι που έκρινε δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής που προεκτέθηκε διέλαβε πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ύπαρξης ασάφειας ως προς το κρίσιμο περιεχόμενο της διαθήκης "κληροδοτώ όλη μου την περιουσία κινητή και ακίνητη (αυτοκίνητο και εμπράγματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά μου)" και προκειμένου να ανευρεθεί η αληθής βούληση του διαθέτη περί εγκαταστάσεως του αναιρεσίβλητου- τετιμημένου ως γενικού κληρονόμου, κληρονόμου δήλων πραγμάτων ή κληροδόχου, προσέφυγε κατά την ανέλεγκτη κρίση του στην ερμηνεία της διαθήκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 Α.Κ., χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη του διαθέτη, λαμβάνοντας υπόψη ωστόσο και περιστατικά που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, μεταξύ των οποίων και τη σπουδαιότητα των αντικειμένων, που έχουν καταληφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά καθώς και τη σπουδαιότητα των προσωπικών σχέσεων του διαθέτη, χωρίς όμως να ερμηνεύσει αυτήν αντικειμενικά κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, όπως την εκλαμβάνουν οι τρίτοι κατ' εφαρμογή του άρθρου 200 Α.Κ., όπως διατείνεται η αναιρεσείουσα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο διαθέτης εγκατέστησε τον αναιρεσίβλητο γενικό κληρονόμο του επί όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και όχι κληρονόμο επί δήλων πραγμάτων ή κληροδόχο. VII). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11γ' του Κ.Πολ.Δ., συντρέχει λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως του καθενός, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της αποφάσεως, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψεως υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναιρέσεως για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της αποφάσεως δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή, κατ' άλλη έκφραση, αδιστάκτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη (Ολ.Α.Π. 8/2016, Ολ.Α.Π. 2/2008, Ολ.Α.Π. 23/2008, Ολ.Α.Π. 14/2005). Επίσης, δεν αποκλείεται να στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός, αν, παρότι στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας γίνεται ειδική μνεία ορισμένου αποδεικτικού μέσου, ωστόσο, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και ιδίως τις αιτιολογίες της γεννώνται αμφιβολίες αν πράγματι αυτό λήφθηκε υπόψη (Α.Π 1980/2022, Α.Π. 955/2022, Α.Π. 87/2021, Α.Π. 2080/2017, Α.Π. 1911/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ισχυριζόμενη ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως τα νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα απ' αυτήν κρίσιμα έγγραφα, ήτοι: α) την από 28-3-2019 εξώδικη δήλωση του Γ. Γ., β) την υπ' αριθμ. 13321/2020 ένορκη βεβαίωση του ιδίου Γ. Γ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Α. Κ. και γ) την υπ' αριθμ. 3311/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης από τα οποία αποδεικνύεται ότι η βούληση του διαθέτη υιού της ήταν να εγκαταστήσει τον αναιρεσίβλητο κληρονόμο του επί δήλων πραγμάτων ή επικουρικά κληροδόχο του, όπου και θεμελιώνεται η δεύτερη και τρίτη επικουρική βάση της αγωγής της. Όμως από την ρητή βεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα έλαβε υπόψη και όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή εξ αυτών δικαστικών τεκμηρίων, όσον και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, στο οποίο μάλιστα το δεύτερο από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα που αναφέρεται ειδικά ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα άλλα έγγραφα, αναλύεται και σχολιάζεται εκτενώς (βλ. σελίδα 14 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, αναφορικά με την απόρριψη του αγωγικού ισχυρισμού περί εγκαταστάσεως με την ένδικη διαθήκη του διαθέτη του αναιρεσίβλητου ως κληρονόμου δήλων πραγμάτων ή κληροδόχου και όχι γενικού κληρονόμου, το Εφετείο έλαβε υπόψη, συναξιολόγησε και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα ανωτέρω αναφερόμενα ως αγνοηθέντα από την αναιρεσείουσα, ενώ, τυγχάνει αναιρετικώς ανέλεγκτη η κρίση του Εφετείου ως προς τη βαρύτητα, που προσέδωσε σε ένα έκαστο εξ αυτών, καθώς ανάγεται στην περί των πραγμάτων κρίση του. Επομένως ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.
VIII) Συνακόλουθα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της 1523/2022 τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις κατά το σχετικό αίτημά του (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τα οριζόμενα στον διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-3-2023 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1523/2022 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή