
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 392 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 392/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 404/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Ειρήνη Νικολάου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 3 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Νίκης Αγγελοπούλου, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Χ. Τ. του Θ., και 11) Α. Α. του Ν., κατοίκων Θ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-12-2017 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν η 94/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 19-07-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ειρήνη Νικολάου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος, ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε, ή επιδόθηκε, αλλά όχι νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήση, άλλως προχωρεί η συζήτηση παρά την απουσία του (576 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 32/2024, ΑΠ 57/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της κρινόμενης υπόθεσης από το οικείο πινάκιο στη σειρά της, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας (3/12/2024), δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, οι αναιρεσίβλητοι, ούτε υποβλήθηκε ως προς αυτούς, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Εξάλλου, από τις με αριθμούς 2254/9.11.2022, 2242/9.11.2022, 2222/7.11.2022, 2251/9.11.2022, 2199/4.11.2022, 2240/8.11.2022, 2253/9.11.2022, 2235/8.11.2022, 2217/7.11.2022, 2213/7.11.2022 και 2241/9.11.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Σ. Σ.. Σ., τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται το αναιρεσείον, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξεις κατάθεσης δικογράφου, ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτής για την αρχική δικάσιμο της 5/12/2023, κατά την οποία αναβλήθηκε από το πινάκιο η συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (3/12/2024), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος. Επομένως, εφόσον αυτοί δεν εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο κατά την από το οικείο πινάκιο νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης, ούτε υπέβαλαν την, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση και εφόσον για την παρούσα δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη κλήτευσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 575 εδ. β' ΚΠολΔ), πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, να προχωρήσει το Δικαστήριο στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία τους, σαν να ήταν και αυτοί παρόντες.
Με την κρινόμενη από 19 Ιουλίου 2022 (αρ. κατ. 14646/1383/19.7.2022) αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (Ε.Λ.Γ.Α.) κατά των αναιρεσιβλήτων προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με αριθμό .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάσαντος ως Εφετείου, με την οποία απορρίφθηκε η από 25/9/2020 (αρ. κατ. 22150/1071/29.9.2020) έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ως προς τους 1η, 3η, 4η, 5η, 6η, 7η, 9η και 11η των αναιρεσιβλήτων και έγινε δεκτή ως προς τους 2ο, 8η και 10ο αυτών, εξαφανίσθηκε η εκδοθείσα, κατά την ίδια διαδικασία, με αριθμό 94/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης ως προς τους 2ο, 8η και 10ο αναιρεσίβλητους και έγινε δεκτή εν μέρει η από 18/12/2017 (αρ. κατ. 41929/8209/28.12.2017) αγωγή ως προς αυτούς. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 19/7/2022, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την επομένη της δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλόμενης (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, παρότι γίνεται επίκληση επίδοσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς το αναιρεσείον στις 20/6/2022, δεν προσκομίζεται από αυτό αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης με σχετική επισημείωση δικ. επιμελητή. Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Ι. Με το άρθρο 560 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του δυνάμει του άρθρου 35 Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190/13.10.2021), που ισχύει από 1/1/2022, και πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 26 Ν. 5134/2024 (ΦΕΚ Α 146/11.9.2024) και εφαρμόζεται ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης (άρθρα 116 παρ. 2α' και 120 του ν. 4842/2021), ορίζεται ότι: "Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε δικαστής του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο δέχτηκε ή δεν δέχτηκε τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ` ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Οι ως άνω λόγοι αναίρεσης απαριθμούνται περιοριστικά στη διάταξη αυτή, όπως συνάγεται από τη χρήση της λέξης "μόνο", και, συνεπώς, είναι απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης ερειδόμενοι στις λοιπές περιπτώσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 45/1987, ΑΠ 235/2024, ΑΠ 1300/2022). Περαιτέρω, ως προς την επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής ή της ένστασης, γίνεται διάκριση νομικής αοριστίας, η οποία συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ελέγχεται ως παραβίαση από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της κρίσης του ως προς τη νομική επάρκεια αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα, και ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της ένστασης, η οποία υπάρχει αν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της ένστασης και ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, κατά το οποίο υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, ήτοι αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό, μόνο, δίκαιο (ΑΠ 131/2023, ΑΠ 77/2022, ΑΠ 19/2022, ΑΠ 1511/2021). Η αιτίαση δε από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ δεν προβλέπεται από το άρθρο 560 ΚΠολΔ ως λόγος αναίρεσης κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων και κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων (ΑΠ 77/2022, ΑΠ 441/2020, ΑΠ 517/2019, ΑΠ 60/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ 4979/2020). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 348/2023). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης, που ερείδεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει όταν με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από τον έλεγχο αυτής, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει το αντίθετο, απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΑΠ 522/2024, ΑΠ 1575/2023, ΑΠ 1041/2023).
ΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αληθώς δε από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, διότι αυτή "ερμηνεύοντας εσφαλμένα τον νόμο δέχεται τελείως αβάσιμα και αυθαίρετα ότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων και νυν αναιρεσιβλήτων ορισμένου χρόνου αποτελούν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας τους στον ΕΛΓΑ (αναιρεσείον), ενώ έπρεπε, ερμηνεύοντας ορθά τον νόμο και κυρίως εκτιμώντας ορθά το προσκομισθέν και επικληθέν αποδεικτικό υλικό, να δεχθεί ότι οι αντίδικοι συνδέονται με τον ΕΛΓΑ με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου". Με τις παραπάνω αιτιάσεις το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα εφαρμόσθηκαν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 2190/1994, διότι οι επίδικες συμβάσεις δεν ήταν διαδοχικές, ούτε δικαιολογημένες και ότι πραγματοποιούνταν κάθε φορά για την κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών ή για την κάλυψη παροδικών αναγκών. Από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε σχετικά με τον χαρακτήρα των συμβάσεων, που συνέδεαν τους αναιρεσίβλητους με το αναιρεσείον, ότι με δύναμη δεδικασμένου έχει κριθεί με τη με αριθμό 547/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που επικυρώθηκε μετά την απόρριψη της ασκηθείσας από το αναιρεσείον αίτησης για αναίρεση αυτής με την υπ'αριθμ. 422/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι οι συμβάσεις εργασίας, που συνέδεαν τους αναιρεσίβλητους με το αναιρεσείον, είχαν τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με διαφορετικό για τον καθένα αυτών χρόνο έναρξης. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, ως ερειδόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στην παραπάνω κρίση της ότι οι συμβάσεις εργασίας των αναιρεσιβλήτων είχαν τον χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις σχετικά προβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ενώ, όπως προεκτέθηκε, η κρίση της αυτή βασίζεται στο δεδικασμένο, που απορρέει από την προαναφερόμενη τελεσίδικη (ήδη αμετάκλητη) απόφαση. Κατά το μέρος του ίδιου λόγου δε, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, ο λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1223/2022, ΑΠ 894/2020).
ΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αληθώς από τον αρ. 6 του άρθρου 560 του ιδίου Κώδικα, διότι, κατά τις σχετικές αιτιάσεις, απορρίφθηκε με ανεπαρκή αιτιολογία ο πρώτος λόγος έφεσης του αναιρεσείοντος, με τον οποίο αυτό μεμφόταν την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την ουσιαστική κρίση του για τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας των αναιρεσιβλήτων. Ο ως άνω δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού είναι απαράδεκτος πρωτίστως λόγω της αοριστίας του, διότι στο οικείο δικόγραφο δεν γίνεται μνεία της διατάξεως, ή των διατάξεων, του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκαν, ούτε το περιεχόμενο αυτής ή αυτών, επιπλέον δε διαλαμβάνονται εντελώς περιορισμένες και αποσπασματικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, και όχι, έστω και συνοπτικά, όλες οι κρίσιμες παραδοχές αυτής επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Εφετείο (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του, υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και η έλλειψη νόμιμης βάσης, ούτε αναφέρεται το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη του εκ του αριθμού 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης. Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ ως προς την απόρριψη του δεύτερου λόγου έφεσης, που αφορούσε το ύψος των αποδοχών των αναιρεσιβλήτων. Ο σχετικός αναιρετικός λόγος κατά το δεύτερο σκέλος αυτού πρέπει να απορριφθεί, κατά μεν το μέρος του με το οποίο το αναιρεσείον επικαλείται πλήρη έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη σιωπηρή απόρριψη του ισχυρισμού του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτος, διότι δεν γίνεται επίκληση σφάλματος της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αλλά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που προβλήθηκε μάλιστα με σχετικό λόγο έφεσης, κατά το μέρος δε που επικαλείται σφάλμα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την κρίση της ότι ο σχετικός ισχυρισμός, που αποτελούσε ένσταση, ήταν απαράδεκτος λόγω αοριστίας, ενώ, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση αναιρέσεως, αυτός ήταν ορισμένος και έπρεπε να εξετασθεί κατ'ουσίαν, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι επιχειρείται να θεμελιωθεί στον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλην όμως η ως άνω αιτίαση δεν προβλέπεται από το άρθρο 560 ΚΠολΔ ως λόγος αναίρεσης κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Τέλος, απορριπτέο ως απαράδεκτο είναι και το τρίτο σκέλος του δεύτερου αναιρετικού λόγου, με το οποίο το αναιρεσείον, κατ'επίκληση πλημμέλειας από τον αρ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η ένσταση μερικής εξόφλησης, που αυτό προέβαλε με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε στο Εφετείο με τον τρίτο λόγο έφεσης, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ αυτή ήταν ορισμένη και αποδεικνυόταν από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, διότι η ως άνω αιτίαση ελέγχεται ως παραβίαση από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που, όπως προεκτέθηκε, δεν προβλέπεται στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις των αναιρετικών λόγων του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Κατόπιν των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, ελλείψει σχετικού αιτήματος, λόγω της απουσίας των αναιρεσιβλήτων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19/7/2022 (αρ. κατ. 14646/1383/19.7.2022) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαρτίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ