ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 395/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 395/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 395/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 395 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 395/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα - Εισηγητή, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Μιχαήλ Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις υπόθεσεις μεταξύ:

Α. Της αναιρεσείουσας: Μ. Κ. του Γ., κατοίκου Αθηνών. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Κοντάκο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ν. Π.. Ζ., κατοίκου Αθηνών, 3) Χ. Τ. του Κ., κατοίκου Αθηνών, 4) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "..., που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 5) ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1η και 3ος αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντία Κυπρούλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ο 2ος αναιρεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Λύτρα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., η 4η αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται στο ακροατήριο η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ... ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "..., ενώ η 5η αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Νταραντάνη, η οποία ανακάλεσε την από 22-11-2024 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι παρίσταται η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ... ως καθολική διάδοχος της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...".
Β. Του αναιρεσείοντος: Χ. Τ. του Κ., κατοίκου Αθηνών. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντία Κυπρούλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "..., που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται στο ακροατήριο η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ... ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ".... Κοινοποιουμένη προς: 1) Μ. Κ. του Γ., κάτοικο Αθηνών, 2) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ...", με διακριτικό τίτλο ... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Ν. Π.. Ζ., κάτοικο Αθηνών και 4) ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "...", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη προς ην η κοινοποίηση παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Κοντάκο, ενώ άπαντες οι λοιποί προς ους η κοινοποίηση δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-11-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, της από 7-12-2021 αίτησης αναίρεσης, την από 2-12-2016 προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή (αριθ. κατ. δικογρ. 507938/2735/2016), την από 5-1-2017 προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή (αριθ. κατ. δικογρ. 500542/68/2017), την από 9-1-2017 πρόσθετη παρέμβαση (αριθ. κατ. δικογρ. 504287/395/2017) και την από 30-1-2017 πρόσθετη παρέμβαση (αριθ. κατ. δικογρ. 503836/350/2017), που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 77/2018 μη οριστική και 2105/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι : α) Μ. Κ. με την από 7-12-2021 αίτησή της και τους από 15-10-2024 προσθέτους αυτής λόγους και β) ο Χ. Τ., με την από 24-03-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων και προς ην η κοινοποίηση ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθένας, δε, την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση τη δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (25-11-2024) συζητήθηκαν οι εξής υποθέσεις: α) η από 7-12-2021 αίτηση αναίρεσης και ο από 15-10-2024 πρόσθετος λόγος αυτής της Μ. Κ. κατά των 1) ... 2) Ν. Ζ., 3) Χ. Τ., 4) .... και 5) ... και β) η από 24-3-2022 (επικουρική) αίτηση αναίρεσης του Χ. Τ. κατά της .... Οι ανωτέρω αιτήσεις αναιρέσεως στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και συγκεκριμένα κατά της υπ` αριθμ. 2105/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, επομένως, πρέπει να συνεκδικαστούν, κατά το ως άνω άρθρο 246 ΚΠολΔ, αφού είναι συναφείς και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Σημειώνεται ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη παρίσταται υπό την ορθή επωνυμία της "... ... για την τέταρτη αναιρεσίβλητη παρίσταται παραδεκτά η αποροφήσασα νόμιμα αυτήν καθολικός της διάδοχος ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "..." με ΑΦΜ ... και για την πέμπτη αναιρεσίβλητη παρίσταται παραδεκτά η αποροφήσασα νόμιμα αυτήν καθολικός της διάδοχος ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "...", με ΑΦΜ ....
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 1 ΚΠολΔ. "Το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης", ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "Αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553 παρ. 1, 309 εδ. 1, 321 και 495 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου, δηλαδή κατά τον χρόνο της κατάθεσης του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση(ΟλΑΠ 18/2001, ΑΠ 311/2024, ΑΠ 486/2022), είναι δε τελεσίδικη η απόφαση εκείνη, η οποία, απεκδύοντας το δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης (ΑΠ 486/2022). Η προθεσμία άσκησης αναίρεσης κατά απόφασης που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό δεν συντρέχει με την προθεσμία άσκησης έφεσης κατ` αυτής, αλλά αρχίζει από τότε που έληξε η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, οπότε η πρωτόδικη απόφαση καθίσταται τελεσίδικη και υπόκειται σε αναίρεση (ΑΠ 311/2024, 330/2022, ΑΠ 222/2020, ΑΠ 423/2017).
Συνεπώς, η κατ` αντιμωλία οριστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, μόνο αφ` ότου έπαυσε να υπόκειται σε έφεση, είτε διότι παρήλθε η νόμιμη γνήσια προθεσμία από την επίδοση της απόφασης των τριάντα (30) ημερών, εάν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, ή των εξήντα (60) ημερών, εάν ο εκκαλών διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη(άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), είτε διότι παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης, αν η απόφαση δεν έχει επιδοθεί, εφόσον αυτή δημοσιεύθηκε από την 1.1.2016 και εφεξής, κατά το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 330/2022). Τελεσίδικη και συνεπώς προσβλητή με αναίρεση είναι και η κατ' αντιμωλίαν οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αν έχει χωρήσει παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής της με το ένδικο μέσο της εφέσεως ή από το ήδη ασκηθέν ένδικο μέσο της εφέσεως. Η δήλωση για παραίτηση από το δικαίωμα προς άσκηση ενδίκου μέσου είναι έγκυρη και χωρίς να τηρηθεί ο διαδικαστικός τύπος του άρθρου 297 ΚΠολΔ, διότι ο τύπος αυτός αφορά αποκλειστικά την παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα ήδη ασκηθέντος ενδίκου μέσου (ΑΕΔ 42/1990, ΟλΑΠ 17/2013, ΑΠ 1586/2023, ΑΠ 1181/2022). Ενόψει τούτου η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης έφεσης μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς από το ότι ο δικαιούμενος σε άσκηση αυτής διάδικος άσκησε αναίρεση, χωρίς να ασκήσει έφεση. Για το κύρος μιας τέτοιας παραίτησης απαιτείται ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα του υπογράφοντος την αίτηση αναίρεσης δικηγόρου (άρθρο 98 περ.β' ΚΠολΔ), η έλλειψη της οποίας όμως μπορεί να καλυφθεί με έγκριση εκ των υστέρων του ασκήσαντος την αναίρεση διαδίκου, με συνέπεια, λόγω της αναδρομικής ενέργειας της έγκρισης, που αφορά την παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης έφεσης, να ισχυροποιείται αναδρομικά η παραίτηση από το χρόνο άσκησης της αναίρεσης και να θεωρείται η απόφαση τελεσίδικη από τότε και ως εκ τούτου να υπόκειται σε αναίρεση από το ίδιο χρονικό σημείο (ΟλΑΠ 17/2013, ΑΠ 1586/2023, ΑΠ 1181/2022, ΑΠ 1147/2021, ΑΠ 221/2020). Επιπλέον, αν η αίτηση είναι απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε εκπρόθεσμα, τότε και οι ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, δεδομένου ότι δεν έχουν ίδια αυτοτέλεια και αυθυπαρξία ( ΑΠ 506/2021, ΑΠ 48/2019, ΑΠ 649/2018, ΑΠ 325/2012). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 553 ΚΠολΔ με εκείνες των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2 και 76 παρ. 1 ίδιου Κώδικα, συνάγεται, ότι, στην απλή ομοδικία, η οριστική απόφαση γίνεται τελεσίδικη αυτοτελώς για κάθε ομόδικο και, συνεπώς, υπόκειται σε αναίρεση κατά το μέρος που είναι τελεσίδικη, προτού δηλαδή να γίνει τελεσίδικη και ως προς τους υπόλοιπους ομοδίκους. Αντίθετα, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, η οριστική απόφαση προσβάλλεται παραδεκτά με αναίρεση μόνο όταν καταστεί τελεσίδικη για όλους τους ομοδίκους (ΟλΑΠ 18/2001, ΑΠ 167/2024, ΑΠ 1181/2022, ΑΠ 1596/2018, ΑΠ 658/12). Η σχέση της αναγκαστικής ομοδικίας υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 76 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται και εκείνη, κατά την οποίαν ενάγουν περισσότεροι ως δικαιούχοι αποζημιώσεως από την ίδια αδικοπραξία ή ενάγονται περισσότεροι ως υπόχρεοι αποζημιώσεως από την ίδια αδικοπραξία (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 1181/2022, ΑΠ 1101/1993). Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 558 εδ. α' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 74, 80 και 81 παρ.3 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε το δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Σε κάθε περίπτωση όμως ο προσθέτως παρεμβαίνων καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, άλλως αυτή (συζήτηση) κηρύσσεται απαράδεκτη, τούτο δε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 285/2022, ΑΠ 927/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν τα ακόλουθα ως προς το παραδεκτό των ενδίκων αιτήσεων αναίρεσης: Η αναιρεσείουσα Μ. Κ. άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων της αίτησης αναίρεσης αυτής,1) ... Αθηνών, 2) Ν. Ζ. και 3) Χ. Τ. την από 7-11-2016 αγωγή της, στην οποία εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι στις 14/7/2011, στο νοσοκομείο της πρώτης εναγομένης ... Αθηνών, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο δεξί της χέρι για την αποκατάσταση της δεξιάς ωλένιου νευροπάθειας σημαντικού βαθμού, από την οποία έπασχε, η οποία επέμβαση διενεργήθηκε από τον χειρουργό ορθοπεδικό άκρας χειρός δεύτερο εναγόμενο Ν. Ζ., με βοηθό τον τρίτο εναγόμενο ιατρό Χ.. Τ., οι οποίοι είχαν προστηθεί από την πρώτη εναγομένη. Ότι από αμέλεια του δεύτερου και του τρίτου των εναγομένων, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή, η επέμβαση απέτυχε και η ίδια αναγκάστηκε να υποβληθεί στις 21/11/2011 στο νοσοκομείο της πρώτης εναγομένης από τους ιδίους ανωτέρω προστηθέντες από αυτήν ιατρούς σε νέα χειρουργική επέμβαση - αναθεώρηση της προηγούμενης, η οποία επίσης απέτυχε από αμέλεια του δεύτερου και του τρίτου των εναγομένων, όπως επίσης αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή. Ότι κατά τη δεύτερη αυτή επέμβαση ο δεύτερος εναγόμενος χρησιμοποίησε ως μόσχευμα τεχνητό νευραγωγό (neurotube), του οποίου η χρήση δεν ενδείκνυται στη δική της περίπτωση, χωρίς να την ενημερώσει προεγχειρητικά και χωρίς να λάβει συνεπώς τη δική της συναίνεση για τη συγκεκριμένη επιλογή. Ότι λόγω της αποτυχίας και της δεύτερης επέμβασης αναγκάστηκε να υποβληθεί στις 27/3/2012 σε τρίτη χειρουργική επέμβαση από άλλον χειρουργό ιατρό άκρας χειρός, η οποία περιελάμβανε και λήψη ως μοσχεύματος της σαφηνούς φλέβας από το πόδι της και την τοποθέτησή του ως προστατευτικού μοσχεύματος για το ωλένιο νεύρο. Ότι η τρίτη επέμβαση με τη συγκεκριμένη τεχνική ήταν επιτυχημένη αφού "έσωσε ό,τι μπορούσε να σωθεί" και επέφερε διακοπή της υφιστάμενης υποτροπής και αποτροπή της περαιτέρω επιδείνωσης, χωρίς όμως να επέλθει και αποκατάσταση της βλάβης, που είχε ήδη επέλθει από τα προηγούμενα χειρουργεία, όπως αναφέρεται στην αγωγή. Ότι, λόγω της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων από την πρώτη εναγομένη δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, η ενάγουσα ταλαιπωρήθηκε, διότι υποβλήθηκε σε πολλές εξετάσεις και σε τέσσερις συνολικά χειρουργικές επεμβάσεις και εκ του λόγου αυτού υπέστη ηθική βλάβη, ενώ επιπλέον υπέστη αναπηρία, η οποία επιδρά στο μέλλον της τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, αφού πλέον δεν μπορεί να ασκεί το επάγγελμα της φυσικοθεραπεύτριας, που ασκούσε ως κύρια επαγγελματική δραστηριότητα από το 1993 έως το 2006, ενώ έκλεισε και η επιχείρηση βιβλιοπωλείου, που διατηρούσε στην συνέχεια, αφού δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί. Ότι επιπλέον προς αποκατάσταση των ιατρικών σφαλμάτων που σημειώθηκαν στην πρώτη επέμβαση, υποβλήθηκε σε δαπάνες για τις αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο χειρουργικές επεμβάσεις που ακολούθησαν, εξετάσεις και έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης, ενώ υποβλήθηκε και σε δαπάνη για την απασχόληση νοσοκόμας και οικιακής βοηθού, καθόσον αδυνατούσε να εκτελεί βασικές καθημερινές ανάγκες της συνεπεία της αδυναμίας του χεριού της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, όπως παραδεκτά με τις από 15-2-2017 προτάσεις της περιόρισε το σύνολο του αγωγικού της αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, α) να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν νομιμοτόκως, εις ολόκληρον ο καθένας, 1) το ποσό των 150.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 2) το ποσό των 100.000€ ως ιδιαίτερη αποζημίωση του αρ. 931ΑΚ, και 3) το συνολικό ποσό των 26.475,54€, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής και β) να απειληθεί χρηματική ποινή 5.000€ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης των εναγομένων και εκάστου των δευτέρου και τρίτου αυτών για κάθε παραβίαση της απόφασης, που θα εκδοθεί. Το ανωτέρω δικαστήριο, με την 77/2018 μη οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την αγωγή: 1) με την από 5-1-2017 προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή του Ν. Ζ. κατά της ήδη πέμπτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ...", με την οποία αυτός, επικαλούμενος ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη είχε ασφαλίσει την αστική του ευθύνη από την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματός του, την προσεπικάλεσε να παρέμβει υπέρ αυτού στην δίκη και ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει νομιμοτόκως όποιο ποσό θα επιδικασθεί σε βάρος του στο πλάισιο της κύριας αγωγής, μέχρι του ασφαλιστικού ορίου των 400.000 ευρώ, 2) με την από 2-12-2016 ανακοίνωση δίκης- προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή του Χ. ρήστου Τ. κατά της αναιρεσίβλητης αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... με την οποία αυτός, επικαλούμενος επίσης ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη είχε ασφαλίσει την αστική του ευθύνη από την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματός του, τις ανακοίνωσε την δίκη από την κύρια αγωγή, την προσεπικάλεσε να παρέμβει υπέρ αυτού και ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει νομιμοτόκως όποιο ποσό θα επιδικασθεί σε βάρος του στο πλάισιο της κύριας αγωγής, 3) με την από 30-1-2017 πρόσθετη παρέμβαση της παρεπιμπτόντως εναγομένης ανώνυμης εταιρείας ...", υπέρ του Ν. Ζ. και κατά της ενάγουσας και 5) με την 9-1-2017 πρόσθετη παρέμβαση της παρεπιμπτόντως εναγομένης ανώνυμης εταιρείας "... υπέρ του Χ. Τ. και επίσης κατά της ενάγουσας και αφού εξέτασε το ορισμένο και νόμιμο των ανωτέρω δικογράφων και των ενστάσεων των εναγομένων σε αυτά, ακολούθως ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε την διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από τους αναφερόμενους στην απόφαση α)ιατρό χειρουργό ορθοπαιδικό και β) ιατρό νευρολόγο, οι οποίοι κλήθηκαν να απαντήσουν, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή τους, για τα εξής ζητήματα: α) αν η ωλένια νευρίτιδα ενδείκνυται να αντιμετωπίζεται χειρουργικά και σε καταφατική περίπτωση ποιοι μέθοδοι χρησιμοποιούνται και αν τούτο (ήτοι η χειρουργική αντιμετώπιση με τη συγκεκριμένη μέθοδο) ήταν η αναγκαία και ενδεδειγμένη στην προκειμένη περίπτωση της ενάγουσας με δεδομένο το ιατρικό ιστορικό της, β) ποίες οι πιθανές επιπλοκές της χειρουργικής επέμβασης για την αντιμετώπιση της ωλένιας νευρίτιδας, γ) ποιες οι αιτίες δημιουργίας μετεγχειρητικού αιματώματος και ποιος ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισής του, δ) ποιες οι αιτίες δημιουργίας ουλώδους ιστού στην περίπτωση χειρουργικής αποκατάστασης του ωλένιου νεύρου, και αν σχετίζεται η δημιουργία ουλώδους ιστού με την ανάπτυξη μετεγχειρητικού αιματώματος, ε) αν η διενεργούμενη στις 22-11-2011 δεύτερη επέμβαση ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της υγείας της ενάγουσας μετά την επέμβαση της 14ης -7-2011, στ) αν η χρήση του νευραγωγού πολυγλυκολικού οξέος Neurotube ήταν η ενδεδειγμένη για την αποκατάσταση του δεξιού ωλένιου νεύρου της ενάγουσας, ζ) ποια η παρούσα κατάσταση της υγείας της ενάγουσας αναφορικά με το δεξί της άνω άκρο, και συγκεκριμένα αν διαπιστώνεται αδυναμία να εκτελέσει συγκεκριμένες κινήσεις με το δεξί της χέρι και τα δάκτυλά της, και, αν ναι, ποιες είναι αυτές, και αν έχουν χαρακτήρα μόνιμο ή προσωρινό, και η) κατά πόσο αυτές οι συνέπειες είναι αναμενόμενες στα πλαίσια υποτροπής της ωλένιας νευρίτιδας. Μετά την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης επανήλθαν για συζήτηση οι ανωτέρω υποθέσεις και εκδόθηκε η δημοσιευθείσα στις 3-8-2021 ανωτέρω αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η αγωγή γιατί κρίθηκε ότι "ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγομένων δεν υπέπεσαν σε οποιαδήποτε πλημμέλεια, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους" και κατόπιν αυτού κρίθηκε ότι παρέλκει η εξέταση α)της ύπαρξης σχέσης πρόστησης, μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγομένης και β) των δύο παρεμπιπτουσών αγωγών. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε νόμιμα στην ενάγουσα Μ. Κ., με επιμέλεια των εναγομένων Χ. Τ. και ... Αθηνών στις 11-10-2021 (βλ. την 1145/11-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Ε. Τ.) και η αίτηση αναίρεσης της Μ.. Κ.. ασκήθηκε στις 7-12-2021, δηλαδή μετά την πάροδο τριάντα ημερών από την προς αυτήν επίδοση της απόφασης και πριν την πάροδο των επομένων τριάντα ημερών, ενώ η Μ. Κ. προσκομίζει και το 10.296/3-12-2021 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών, από το οποίο προκύπτει ότι μέχρι τις 2-12-2021 δεν ασκήθηκε τακτικό η έκτακτο ένδικο μέσο κατά της ανωτέρω απόφασης.
Συνεπώς, ως προς την αναιρεσείουσα και τους ανωτέρω Χ. Τ.. και ... Αθηνών, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, συνδέονται με δεσμό απλής ομοδικίας με τον Ν. Ζ.., αφού είναι συνεναγόμενοι σε αγωγή αποζημιώσεως από αδικοπραξία, η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα, αφού κατά την άσκησή της η προσβαλλόμενη κατ' αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχε καταστεί τελεσίδικη, αφού είχε παρέλθει η τριακονθήμερη προθεσμία από τη επίδοση της απόφασης, χωρίς να ασκηθεί έφεση κατά αυτής και δεν είχε παρέλεθει η τριακονθήμερη προθεσμία, που άρχισε με την λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, που κατέστησε την απόφαση τελεσίδικη και συνεπώς αφού και κατά τα λοιπά ασκήθηκε νομότυπα(άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). Παραδεκτά επίσης ασκήθηκε ως προς τους ανωτέρω αναιρεσιβλήτους και ο από 15-10-2024 πρόσθετος λόγος αναίρεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 15-10-2024 και επιδόθηκε στους αναιρεσιβλήτους αυτούς στις 18/10/2024 (βλ. αντιστοίχως τις 4323 και 4325/18-10-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Δ.), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στις 25-11-2024, αφού αφορά στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, που πλήττονται και με την αναίρεση (άρθρο 569 Κ. Πολ. Δ.). Επομένως και ο πρόσθετος λόγος πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο του (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ως προς τον δεύτερο αναιρεσίβλητο Ν. Ζ., ως προς τον οποίο δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή, κατά τον ανωτέρω χρόνο άσκησης της αναίρεσης, δεν είχε καταστεί τελεσίδικη, αφού δεν είχε παρέλθει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, που έληξε στις 3/8/2023, οπότε η απόφαση κατέστη τελεσίδικη και άρχισε να τρέχει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ για την άσκηση αναίρεσης και συνεπώς, όπως προαναφέρθηκε κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου η αίτηση αναίρεσης και ο από 15/10/2024 πρόσθετος λόγος αυτής, καθ' όσον στρέφονται κατά του Ν.. Ζ., είναι απαράδεκτοι. Επίσης απαράδεκτη είναι η αναίρεση και ο πρόσθετος λόγος αυτής καθ' όσον στρέφονται κατά των ασφαλιστικών εταιρειών ... και Ευρωπαϊκή Πίστη, ήδη τέταρτης και πέμπτης των αναιρεσιβλήτων αντιστοίχως, οι οποίες άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση στο Πρωτοδικείο, γιατί δεν περιέχουν λόγο αναίρεσης για την πρόσθετη παρέμβαση, αφού όμως, όπως προαναφέρθηκε, η γενόμενη επίδοση με επιμέλεια των επισπευδόντων-αναιρεσιβλήτων Χ.. Τ. και ... Αθηνών της αίτησης αναίρεσης και στις προσθέτως παρεμβαίνουσες, με κλήση για συζήτηση στην αρχική δικάσιμο της 9/10/2023 (βλ. αντιστοίχως τις υπ' αρ. 159/8-3-2022 και 442/30-3-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Δ.. Δ.) και η επίδοση σε αυτές του προσθέτου λόγου αναίρεσης με επιμέλεια της αναιρεσείουσας (βλ. αντιστοίχως τις 4321 και 4322/18-10-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Δ.), θα εκτιμηθεί ως νόμιμη κλήση τους στη συζήτηση της αναίρεσης. Περαιτέρω στις 29/3/2022 ο τρίτος εναγόμενος Χ. Τ. άσκησε κατά της εναγομένης στην παρεμπίπτουσα αγωγή του και προσθέτως υπέρ αυτού παεμβαίνουσας ... επικουρική αναίρεση, την οποία κοινοποίησε στην αναιρεσείουσα Μ. Κ. και στους λοιπούς αναιρεσιβλήτους της αίτησης αναίρεσης αυτής, με την οποία ζήτησε, υπό την αίρεση της ευδοκιμήσεως της κύριας αναίρεσης της Μ. Κ., να ερευνηθεί από το δικαστήριο της παραπομπής, εκτός από την κύρια αγωγή που αφορά η αναίρεση αυτή και η παρεμπίπτουσα αγωγή, που είχε ασκήσει κατά της ... Η επικουρική αναίρεση αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί κατά τον χρόνο που ασκήθηκε αυτή, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είχε καταστεί τελεσίδικη ως προς την αναιρεσίβλητη ..., αφού δεν προκύπτει επίδοσή της σε αυτήν ή με επιμέλειά της και δεν είχε παρέλθει η διετής καταχρηστική προθεσμία για άσκηση αναίρεσης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β` 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της ένδικης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες και γι` αυτό η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος κρίνει εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεμελιώσει ή όχι υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) και να θεωρηθεί ή όχι πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου (περιουσιακού ή ηθικού) αποτελέσματος που επήλθε. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του, απαιτείται δηλαδή παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. (ΑΠ 74/2024, ΑΠ 668/2022, ΑΠ 1344/2021, ΑΠ 693/2020). Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας, ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας ("διπλή λειτουργία της αμέλειας") (ΑΠ 668/2022, ΑΠ 1344/2021, ΑΠ 693/2020). Αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι αόριστη νομική έννοια όπως προαναφέρθηκε, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή (ΑΠ 309/2024, ΑΠ 1381/2022, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 910/2017)Ειδικότερα, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 "περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, και ίσχυε κατά τον παρακάτω αναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, πριν την κατάργησή του με το άρθρο 341 του Ν. 4512/2018 "Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεων της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή, θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία ο μέσος εκπρόσωπος του κύκλου του, θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιόποινου μη επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Κατ` εφαρμογή των ανωτέρω, στο χώρο της ιατρικής ευθύνης γίνεται κάθε φορά αναγωγή στην ειδικότητα του κάθε ιατρού για την ανεύρεση του προτύπου επιμέλειας, το οποίο σχηματίζεται από τα κατά κοινή συνείδηση και αντικειμενική κρίση, δεοντολογικώς κρατούντα σε ορισμένη ειδικότητα ιατρού. Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι, εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας, απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Αντιθέτως, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 74/2024, ΑΠ 668/2022, ΑΠ 1344/2021, ΑΠ 693/2020, ΑΠ 1478/2018, ΑΠ 1598/2017). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών", όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007 που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο" (παρ. 1), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο πλαίσιο της υπηρεσίας, το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων" και ότι "μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνεται συναφώς, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 74/2024, ΑΠ 1381/2022, ΑΠ 1344/2021, ΑΠ 693/2020). Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2619/1998, που κύρωσε την διεθνή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει, μόνον εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσής του ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, μπορεί δε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεσή του. Έτσι, πέραν των παραπάνω υποχρεώσεων του ιατρού προς αποφυγή αμιγώς ιατρογενών σφαλμάτων, κατά την άσκηση οποιασδήποτε φύσης ιατρικής πράξης, υφίσταται υποχρέωσή του να ενημερώνει τον ασθενή ως προς το είδος, τους κινδύνους και τις πιθανότητες αποτυχίας της θεραπείας, που επιλέγει, κι αυτό προκειμένου ο ασθενής, ενημερωμένος πλέον, να καταλήξει σε έγκυρη συναίνεση ως προς τη διενέργεια της ιατρικής πράξης. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η ενημέρωση του ασθενούς από τον ιατρό σχετικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των θεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών, συνιστά δικαίωμα αυτού και αντίστοιχη υποχρέωση του ιατρού, ώστε να μπορεί να λαμβάνει ελεύθερα τις αποφάσεις του για την υποβολή του στις μεθόδους και πρακτικές αυτές ή όχι. Παραβίαση δε του δικαιώματος αυτού και της αντίστοιχης υποχρέωσης του ιατρού, η οποία προβλέπεται και από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ν. 3418/2005 (Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας) συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση του ασθενούς, σε περίπτωση επέλευσης βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία του από επιπλοκές, σχετιζόμενες με την εφαρμογή των πιο πάνω θεραπευτικών και ιατρικών μεθόδων και πρακτικών, κατ` εφαρμογή των άρθρων 330 και 914 του ΑΚ. Προκειμένου δε να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του γι` αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο ασθενής, όμως, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού ότι, αν είχε ενημερωθεί επαρκώς, δεν θα είχε υποβληθεί στην ιατρική πράξη που επέφερε τη ζημία, καθώς ο ισχυρισμός αυτός ουσιαστικά εντάσσεται στη στοιχειοθέτηση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων που αφορούν τη συναίνεση και την ενημέρωση και της ζημίας από την ιατρική πράξη (ΑΠ 74/2024, ΑΠ 1344/2021, ΑΠ 693/2020, ΑΠ 655/2019). Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του αρθρ. 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δυο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων (ΑΠ 823/2024, ΑΠ 418/2018). Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο, αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το προρρηθέν άρθρο 24 Α.Ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 823/2024, ΑΠ 418/2018, ΑΠ 687/2013, ΑΠ 181/2011). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ,που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε.
Συνεπώς ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο(ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ,είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά ,που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων ,που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 68 Κ. Πολ. Δ., που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προς τα άρθρα 556, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, που ορίζουν ποια πρόσωπα δικαιούνται να ασκήσουν αναίρεση (άρθρο 556) και ποια είναι τα αναγκαία στοιχεία του αναιρετηρίου (άρθρο 566 παρ. 1), καθώς και την υποχρέωση του Αρείου Πάγου, μετά την εξέταση του παραδεκτού της αναίρεσης, να εξετάσει και το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 557 παρ.3), συνάγεται ότι, αν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, εφ' όσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται καθόλου ή δεν πλήττεται αποτελεσματικά με ειδικό λόγο αναίρεσης, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές αιτιολογίες θα πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, γιατί η μη πληττόμενη ή η μη πληττόμενη αποτελεσματικά αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 1349/2022, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 175/2020, ΑΠ 876/2017). Στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του , δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: "Το καλοκαίρι του έτους 2011 η ενάγουσα(η ήδη αναιρεσείουσα Μ. Κ.), πάσχουσα ήδη από χρόνια αυχενική ριζοπάθεια και βιώνοντας επίμονα συμπτώματα αυχενοβραχιόνιου συνδρόμου, υποβλήθηκε, κατόπιν σύστασης από τους θεράποντες ιατρούς της, στις 15/06/2011, σε μαγνητική τομογραφία και στις 22/06/2011 σε ηλεκτρομυογράφημα, στα οποία δεν διαπιστώθηκαν παθολογικά ευρήματα για τους μύες και τα νεύρα των άνω άκρων. Ωστόσο, εξαιτίας της εμμονής των συμπτωμάτων της συνεστήθη η διενέργεια εκ νέου ηλεκτρομυογραφήματος, το οποίο διενεργήθηκε στις 24/06/2011 και διαπιστώθηκαν, εκτός από ήπια ευρήματα χρόνιας ριζοπάθειας, και "δεξιά ωλένιος νευροπάθεια, που από νευροφυσιολογικής άποψης χαρακτηρίζεται ως μετρίου προς σημαντικού βαθμού". Οι θεράποντες ιατροί της συνέστησαν χειρουργική αντιμετώπιση της χρόνιας αυχενικής ριζοπάθειας και παρακολούθηση της ωλένιας νευροπάθειας. Ακολούθως, επειδή η ενάγουσα συνέχισε να εμφανίζει εντονότερα συμπτώματα και δη σοβαρή δυσχέρεια έως αδυναμία χρήσης του δεξιού χεριού σε πληθώρα καθημερινών κινήσεων, ενώ είχε ήδη προγραμματιστεί η επέμβαση για την αυχενική νευροπάθεια, πραγματοποίησε νέο ηλεκτρομυογράφημα στις 11/07/2011, το οποίο επιβεβαίωσε τη βλάβη, που αυτή είχε εξαιτίας της αυχενικής ριζοπάθειας, αλλά επιπλέον διαπίστωσε και επιδείνωση της δεξιάς ωλένιας νευροπάθειας, που πλέον από νευροφυσιολογικής άποψης χαρακτηριζόταν ως σημαντικού βαθμού με αυτόματη δραστηριότητα που υποδήλωνε ενεργό απονεύρωση. Ενόψει των ευρημάτων αυτών και κατόπιν υπόδειξης των θεραπόντων ιατρών της, η ενάγουσα επισκέφθηκε τον δεύτερο εναγόμενο(τον ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο Ν. Ζ..), ο οποίος είναι ιατρός χειρουργός ορθοπεδικός άνω άκρων στην πρώτη εναγομένη ιδιωτική κλινική(ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ... Αθηνών), και ο οποίος της συνέστησε άμεση χειρουργική αντιμετώπιση της ωλένιας νευρίτιδας που θα εκτελούσε ο ίδιος. Ακολούθως, η ενάγουσα αποφάσισε να πραγματοποιηθούν την αυτή ημέρα και οι δύο επεμβάσεις, ήτοι προς αποκατάστασης της χρόνιας ριζικής νευροπάθειας και της δεξιάς ωλένιας νευροπάθειας, δεδομένου ότι οι θεράποντες ιατροί της τη διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε κάποια αντένδειξη προς τούτο. Πράγματι, κατόπιν συνεννόησης των θεραπόντων ιατρών της, συμφωνήθηκε οι δύο επεμβάσεις να διενεργηθούν στην κλινική της πρώτης εναγομένης στις 14/07/2011, και υπό γενική αναισθησία και ειδικότερα η μεν πρώτη από τον ιατρό Π. Ζ., η δε δεύτερη από τον δεύτερο εναγόμενο, με βοηθό τον τρίτο εναγόμενο(τον ήδη τρίτο αναιρεσίβλητο Χ. Τ..). Συγκεκριμένα, κατά τη δεύτερη επέμβαση, ο δεύτερος εναγόμενος προέβη σε έξω πλάγια επιμήκη τομή στην περιοχή του δεξιού αγκώνα, ακολούθως πραγματοποίησε νευρόλυση του ωλένιου νεύρου σε όλα τα πιθανά σημεία πίεσης και μετάθεση αυτού πρόσθια υπό τμήμα της περιτονίας των καμπτήρων (Ζ- plasty). Λίγες ώρες μετά την επέμβαση η ενάγουσα αισθάνθηκε πόνο στον αγκώνα και μούδιασμα στην έξω επιφάνεια του αντιβραχίου και στο μικρό και παράμεσο δάκτυλο του δεξιού της χεριού. Για τα συμπτώματα αυτά ενημερώθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος την επισκέφθηκε και κατά την εξέτασή της διαπίστωσε εσωτερική αιμορραγία. Προς αντιμετώπιση δε αυτής, πίεσε με τα δάκτυλά του την τομή προκειμένου να ελευθερωθεί κατά το δυνατό περισσότερο αίμα. Μετά δε την πάροδο δύο ημερών, ήτοι στις 16/07/2011, η ενάγουσα πήρε εξιτήριο και ο δεύτερος εναγόμενος την εξέτασε στο ιδιωτικό του ιατρείο, όπου της συνέστησε κινησιοθεραπεία για την επαναδραστηριοποίηση του νεύρου και την κινητοποίηση του αγκώνα, ενώ το αιμάτωμα έβαινε απορροφούμενο. Η ενάγουσα, ένα και πλέον μήνα μετά την ως άνω επέμβαση, θορυβήθηκε, καθόσον η ενδυνάμωση του δεξιού της χεριού ήταν στάσιμη. Για το λόγο αυτό της συνεστήθη η διενέργεια νέου ηλεκτρομυογραφήματος, το οποίο και πραγματοποιήθηκε στις 08/09/2011 και το οποίο ανέδειξε δεξιά ωλένιο νευροπάθεια, που από νευροφυσιολογικής άποψης χαρακτηριζόταν ως σημαντικού βαθμού, με αυτόματη δραστηριότητα που υποδήλωνε σίγουρα υπολειπόμενη απονεύρωση, ενώ δεν μπορούσε να αποκλειστεί πλήρως, η ήπια συνύπαρξη ενεργού απονεύρωσης. Η συνολική εικόνα έδειχνε βελτίωση αλλά το πόρισμα της εξέτασης τόνιζε ότι έπρεπε να αξιολογηθεί η ενδεχόμενη εμφάνιση ουλώδους ιστού, ο οποίος τυχόν εμπόδιζε την ανάρρωση με εκ νέου ενόχληση του νεύρου. Ακολούθως, ο θεράπων ιατρός της ενάγουσας, δεύτερος εναγόμενος, ενημερώθηκε για τα ευρήματα της νέας ως άνω εξέτασης και της συνέστησε εκ νέου κινησιοθεραπεία και παρακολούθηση της κατάστασης. Στη συνέχεια, τον μήνα Οκτώβριο του 2011 η ενάγουσα άρχισε να έχει έντονες ενοχλήσεις και πόνο στο αντιβράχιο, η δε εμμονή των συμπτωμάτων την οδήγησε στη διενέργεια νέου ηλεκτρομυογραφήματος στις 07/11/2011, όπου διαπιστώθηκε "... σταθερότητα σε σχέση με την προηγούμενη μελέτη, με πολύ ελαφρά τάση βελτίωσης". Με αυτή την εξέλιξη ο δεύτερος εναγόμενος συνέστησε στην ενάγουσα νέα χειρουργική επέμβαση (αναθεώρηση της πρώτης), προκειμένου να διαπιστωθεί αν το νεύρο εμποδίζεται από ουλώδη ιστό ή πήγματα αίματος και σε καταφατική περίπτωση να γίνει ό,τι είναι ιατρικώς ενδεδειγμένο προκειμένου αυτό να ελευθερωθεί. Η δεύτερη επέμβαση πραγματοποιήθηκε στις 21/11/2011 στην κλινική της πρώτης εναγομένης από το δεύτερο εναγόμενο, με βοηθό τον τρίτο εναγόμενο, κατά την οποία αρχικά πραγματοποιήθηκε προσπέλαση επί της παλιάς τομής και εν συνεχεία εξαιτίας σχηματισμού ιστού γύρω από το ωλένιο νεύρο ακολούθησε περινευρική νευρόλυση σε όλο το μήκος του νεύρου γύρω από τον αγκώνα και τοποθέτηση νευραγωγού "neurotube" για προστασία από ουλώδη ιστό. Η μετεγχειρητική παρακολούθηση της ενάγουσας, αφού έλαβε εξιτήριο από την κλινική, έγινε και πάλι από τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος της εξήγησε την πορεία της επέμβασης. Η κατάσταση του δεξιού χεριού της ενάγουσας, καίτοι εμφάνιζε σημαντική βελτίωση μετά την δεύτερη επέμβαση, εντούτοις, κατά τον τρίτο μετεγχειρητικό μήνα και πάλι διαπιστώθηκε ότι η ενδυνάμωσή του παρέμενε στάσιμη, ενώ εμφανίστηκε δυσχέρεια έως και αδυναμία εκτέλεσης κινήσεων που μέχρι τότε η ενάγουσα δεν είχε πρόβλημα να εκτελέσει. Κρίθηκε δε αναγκαία η διενέργεια νέου ηλεκτρομυογραφήματος, που πραγματοποιήθηκε στις 05/03/2012, μετά το οποίο διαπιστώθηκε και πάλι ένδειξη σημαντικής βλάβης του δεξιού ωλένιου νεύρου και ότι ενώ υπήρξε περίοδος βελτίωσης, πλέον υπήρχαν ενδείξεις νέας ενεργούς απονεύρωσης. Έκτοτε με βάση τα ευρήματα αυτά η ενάγουσα επισκέφθηκε άλλον, πέραν του δεύτερου εναγομένου, ιατρό και συγκεκριμένα τον Σ. Α., χειρουργό ορθοπαιδικό, ο οποίος κατόπιν κλινικής εξέτασης στις 14/03/2012 και μελέτης του ιστορικού της, κατέληξε ότι χρήζει επανεγχείρησης. Παράλληλα εξετάσθηκε και από τον δεύτερο εναγόμενο στις 21/03/2012, ο οποίος αφού περιέγραψε εν συντομία το ιστορικό της, γνωμάτευσε ότι συνολικά η ασθενής παρουσιάζει σημαντική μείωση της δύναμης της δεξιάς άκρας χείρας με αρνητική επίπτωση στις καθημερινές της ασχολίες, τόσο επαγγελματικές όσο και προσωπικές. Εν τέλει η ενάγουσα υποβλήθηκε στις 27/03/2012 στην ιδιωτική κλινική ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ σε νέα επέμβαση νευρόλυσης και αποκατάστασης του καθηλωμένου ωλένιου νεύρου και σε λήψη από το πόδι της σαφηνούς φλέβας και τοποθέτησής της ως προστατευτικό μόσχευμα στο ωλένιο νεύρο από τον ιατρό Π. Γ.. Η ενάγουσα, μετά και τις ως άνω επεμβάσεις, υποβλήθηκε εκ νέου στις 30/05/2012 σε ηλεκτρομυογράφημα, το οποίο ανέδειξε και πάλι σημαντική βλάβη του δεξιού ωλένιου νεύρου, με ενδείξεις ελαφράς βελτίωσης σε σχέση με την προηγούμενη μελέτη. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η επελθούσα βλάβη στην υγεία της και δη στο δεξιό ωλένιο νεύρο της, οφείλεται σε εσφαλμένους ιατρικούς χειρισμούς των προστηθέντων ιατρών της πρώτης εναγομένης, ήτοι του δεύτερου εναγόμενου και του βοηθού του, τρίτου εναγόμενου, συνιστάμενους, αφενός μεν στη μη αναγκαιότητα διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων, καθόσον η υγεία της μπορούσε να αποκατασταθεί με συντηρητική αγωγή και αφετέρου, στη μη άρτια διενέργεια των δύο χειρουργικών επεμβάσεων στις 14/07/2011 και 07/11/2011. Σε σχέση με τους ιατρικούς χειρισμούς των τελευταίων λεκτέα είναι τα ακόλουθα. Συνομολογεί, η ίδια η ενάγουσα στη αγωγή της ότι μετά τη διενέργεια του δεύτερου ηλεκτρομυογραφήματος στις 11/07/2011 και τη διαπίστωση ότι υπήρξε επιδείνωση στη δεξιά ωλένιο νευροπάθεια, η οποία χαρακτηρίστηκε πλέον σημαντικού βαθμού με ενεργό απονεύρωση, αφενός μεν ο νευρολόγος τον οποίο επισκέφθηκε (τον οποίο δεν κατονομάζει στο αγωγικό δικόγραφο) και αφετέρου οι χειρούργοι ορθοπεδικοί Χ. Θ. και Π. Ζ., τους οποίους επίσης επισκέφθηκε η ενάγουσα, της συνέστησαν να χειρουργηθεί άμεσα, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε και ο δεύτερος εναγόμενος μετά την κλινική εξέταση αυτής στο ιατρείο του. Ως εκ τούτου, αποδείχθηκε ότι συνεπεία επιδείνωσης των ευρημάτων, στην περίπτωση της ενάγουσας η επέμβαση ήταν ενδεδειγμένη (βλ. την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 197/2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη σελ. 26) και επομένως ο ισχυρισμός της ότι η κατάσταση της υγείας της δεν αξιολογήθηκε δεόντως από τον δεύτερο εναγόμενο, καθόσον θα μπορούσε να έχει ακολουθηθεί συντηρητική αγωγή πριν την πραγματοποίηση της χειρουργικής επέμβασης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειώνεται ότι ο πραγματογνώμονας Δ. Α. στην υπ' αριθμ. 266/2018 πραγματογνωμοσύνη του, ενώ αναφέρει ότι ενδεχομένως υπήρχαν περιθώρια κάποιας συντηρητικής αγωγής, ωστόσο στη συνέχεια επισημαίνει επ' αυτού "Δεν είμαι απόλυτος, διότι δεν είχα και δεν έχω πλήρη και αναλυτική εικόνα της προεγχειρητικής κατάστασης της ενάγουσας από τον θεράποντα ιατρό που έκρινε την επέμβαση αναγκαία" (βλ. την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 266/2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη σελ. 13). Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατά την πρώτη επέμβαση της ενάγουσας που πραγματοποιήθηκε στις 14/07/2011 η χειρουργική αντιμετώπιση της ωλένιας νευροπάθειας με τη συγκεκριμένη μέθοδο που εφάρμοσε ο δεύτερος εναγόμενος, ήτοι νευρόλυση και πρόσθια μετάθεση ενδομυϊκά του ωλένιου νεύρου κάτω από την περιτονία των καμπτήρων - πρηνιστή με επιμήκυνσή της σε σχήμα "Ζ" (βλ. το προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. 59649 από 14/07/2011 πρακτικό χειρουργείου), ήταν η ενδεδειγμένη (βλ. την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 197/2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη σελ. 25). Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εξαιτίας μη άρτιας εκτέλεσης της προαναφερθείσας επέμβασης (στις 14/07/2011) εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου και συγκεκριμένα εξαιτίας πλημμελούς αιμόστασης στο χειρουργείο, δημιουργήθηκε σε αυτήν άμεσα μετεγχειρητικά εκτεταμένο αιμάτωμα και ότι ακολούθως, η ανεπαρκής αντιμετώπισή του από αυτόν (δεύτερο εναγόμενο), είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση μετεγχειρητικών συμφύσεων (ουλώδους ιστού), που αποτέλεσαν την αιτία της υποβολής της σε δεύτερη επέμβαση στις 21/11/2011 (αναθεώρηση χειρουργείου). Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αν ο τρόπος αντιμετώπισης του μετεγχειρητικού αιματώματος της ενάγουσας, εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου, ήταν ιατρικά ορθός ή όχι, ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του μετεγχειρητικού αιματώματος και ακολούθως της δημιουργίας ουλώδους ιστού στην χειρουργηθείσα περιοχή του ωλένιου νεύρου, που προκάλεσε υποτροπή των συμπτωμάτων της ωλένιας νευρίτιδας της ενάγουσας, καθιστώντας αναγκαία τη διενέργεια δεύτερης επέμβασης. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η περινευρική ίνωση, δηλαδή η ανάπτυξη ουλώδους ιστού γύρω από το ωλένιο νεύρο, αποτελεί πιθανή επιπλοκή της χειρουργικής επέμβασης για την αντιμετώπιση της ωλένιας νευρίτιδας (βλ. την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 266/2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη σελ. 14 και την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 197/2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη σελ. 28), οφειλόμενη σε βιολογικούς παράγοντες, εξατομικευμένους για κάθε ασθενή, που δεν μπορούν να αναγνωρισθούν προεγχειρητικά ή να προληφθούν. Ως εκ τούτου, πρόκειται για μία επιπλοκή που εξαρτάται από την ιδιοσυστασία του κάθε ασθενούς (βλ. την προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 266/2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη σελ. 15 και την προσκομιζόμενη υτί αριθμ. 197/2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη σελ. 32).
Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι ο σχηματισμός ουλώδους ιστού στην χειρουργειθείσα περιοχή του αγκώνα της ενάγουσας, ο οποίος ακολούθως καθήλωσε το ωλένιο νεύρο της και επέβαλε τη διενέργεια και δεύτερης χειρουργικής επέμβασης (αναθεώρησης χειρουργείου), δεν εμπίπτει στη σφαίρα ελέγχου του δεύτερου εναγόμενου - χειρουργού, ούτε εξαρτάται από τον τρόπο που ο τελευταίος αντιμετώπισε το μετεγχειρητικό αιμάτωμα που εμφανίστηκε, αλλά οφείλεται αμιγώς σε βιολογικούς παράγοντες της ασθενούς - ενάγουσας. Σημειώνεται ότι τα όσα αναφέρει ο διορισθείς πραγματογνώμονας στην υπ' αριθμ. 197/2018 πραγματογνωμοσύνη του (σελ. 32-33) ότι δηλαδή "Η συνύπαρξη όμως μετεγχειρητικού αιματώματος και η απελευθέρωση των ινοβλαστών από τα τραυματισμένα στοιχεία "ενεργοποιούν το αιμάτωμα", το οποίο απορροφάται μόνο εν μέρει, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του οργανώνεται και μετασχηματίζεται σε ινώδη συνδετικό ιστό - συμφύσεις που τελικά σχηματίζονται και προκαλούν σημαντικού βαθμού περινευρική ίνωση", δεν κρίνονται πειστικά διότι, όπως και ο ίδιος τονίζει, τα ανωτέρω περιγράφονται σε πειραματική μελέτη και δεν αποδίδουν οποιαδήποτε ευθύνη στον δεύτερο εναγόμενο. Εξάλλου, ουλώδης ιστός που ακολούθως οδήγησε σε περινευρική ίνωση, που καθήλωσε το ωλένιο νεύρο της ενάγουσας, σχηματίσθηκε και μετά τη διενέργεια της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης στις 21/11/2011, μετά την οποία δεν αναφέρθηκε η ύπαρξη μετεγχειρητικού αιματώματος.
Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η πρόκληση μετεγχειρητικών συμφύσεων στην ενάγουσα οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες και δεν συνδέονται αιτιωδώς με την ύπαρξη μετεγχειρητικού αιματώματος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Δεν αποδείχθηκε, επομένως, ότι κατά τη διενέργεια της πρώτης χειρουργικής επέμβασης (στις 14/07/2011), ο δεύτερος εναγόμενος εκτέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντά του. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι κατόπιν υποτροπής των συμπτωμάτων της ωλένιας νευρίτιδας, στις 21/11/2011, η ενάγουσα εισήχθη εκ νέου στην κλινική της πρώτης εναγομένης για τη διενέργεια δεύτερης χειρουργικής επέμβασης (αναθεώρησης της πρώτης), την οποία εκτέλεσε, ομοίως με την πρώτη επέμβαση, ο δεύτερος εναγόμενος με βοηθό τον τρίτο εναγόμενο. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω επέμβασης, σύμφωνα με το συνταχθέν από τον δεύτερο εναγόμενο πρακτικό χειρουργείου, έγινε επινευρική νευρόλυση σε όλο το μήκος του ωλένιου νεύρου γύρω από τον αγκώνα και τοποθέτηση νευραγωγού (neurotube) για προστασία από ουλώδη ιστό. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος, κατά παράβαση της σχετικής υποχρέωσής του, δεν την ενημέρωσε για το πώς επρόκειτο να διεξαχθεί η επέμβαση και για τις πιθανές επιπλοκές, που ανέμενε να αντιμετωπίσει και ότι, ακολούθως, χωρίς τη δική της συγκατάθεση ο δεύτερος εναγόμενος προέβη σε χρησιμοποίηση μοσχεύματος (νευραγωγού). Πλην, όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από το προσκομιζόμενο από 21/11/2011 έγγραφο συγκατάθεσης για τη διενέργεια πράξεων της πρώτης εναγομένης, που φέρει την υπογραφή της ενάγουσας, προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος της εξήγησε τη φύση και τις συνέπειες της επέμβασης, που επρόκειτο να διενεργηθεί και ότι εκείνη είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για κάθε επιπλέον απαραίτητους ή εναλλακτικούς χειρισμούς, που ενδέχετο να χρειαστούν στη διάρκεια της επέμβασης, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά τη διενέργεια επεμβάσεων αναθεώρησης, στην περίπτωση της ωλένιας νευροπάθειας, ο ιατρός δεν μπορεί εκ των προτέρων να γνωρίζει ποια μέθοδο θα ακολουθήσει, αλλά διεγχειρητικά έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την αιτία καθήλωσης του ωλένιου νεύρου και υποτροπής των συμπτωμάτων της οπότε και αποφασίζεται, με βάση τα ευρήματα, η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα επιλέχθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο η χρήση νευραγωγού neurotube, η οποία προκάλεσε νέα επιδείνωση του προβλήματος υγείας της, καθόσον ο συγκεκριμένος νευραγωγός προορίζεται από την κατασκευάστρια εταιρία για να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περιπτώσεις συρραφής/ανακατασκευής κομμένων νεύρων και όχι ως υλικό περιτύλιξης νεύρων, όπως συνέβη εν προκειμένω. Σχετικά με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό αποδείχθηκε ότι ο νευραγωγός neurotube είναι ένα πλέγμα σε μορφή σωλήνα από απορροφήσιμο πολυγλυκολικό οξύ, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο στο πλαίσιο πρόληψης επανεμφάνισης συμφύσεων και ακολούθως περινευρικής ίνωσης, στην χειρουργηθείσα περιοχή του αγκώνα της ενάγουσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η προτεινόμενη χρήση από την εταιρία που το εμπορεύεται και για την οποία έχει αδειοδοτηθεί είναι η αποκατάσταση/ανακατασκευή τραυματισμένου (κομμένου) νεύρου. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η κατασκευάστρια εταιρία σε σχετική ερώτηση της ενάγουσας, οι επαγγελματίες της υγείας μπορούν να χρησιμοποιούν το προϊόν όπως κατά την επαγγελματική τους κρίση θεωρούν ότι είναι αρμόζον (βλ. την προσκομιζόμενη από 22/07/2013 απάντηση της κατασκευάστριας εταιρίας ..." στην ενάγουσα). Εξάλλου, και στο προσκομιζόμενο από την ενάγουσα φύλλο των χαρακτηριστικών του νευραγωγού neurotube αναφέρονται μόνο οι ενδείξεις, ήτοι οι προτεινόμενες χρήσεις του συγκεκριμένου υλικού, χωρίς να γίνεται οπουδήποτε λόγος για αντενδείξεις/απαγορευμένες χρήσεις. Αποδείχθηκε, επομένως, ότι αποτελεί συνήθη και αποδεκτή πρακτική η χρήση των ιατροτεχνολογικών υλικών από τους θεράποντες i ιατρούς καθ' οιονδήποτε τρόπο κρίνεται ωφέλιμος για τον ασθενή.
Συνεπώς, τα όσα αναφέρει ο διορισθείς πραγματογνώμονας στην υπ' αριθμ. 197/2018 πραγματογνωμοσύνη του (σελ. 35), ότι δηλαδή η χρήση του νευραγωγού neurotube στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν εκτός των προδιαγραφών της κατασκευάστριας εταιρίας και ως εκ τούτου δεν ήταν η ενδεδειγμένη, δεν κρίνονται πειστικά. Σημειώνεται δε ότι η χρήση βιοαποδομήσιμων υλικών, όπως ο νευραγωγός neurotube, σε περιπτώσεις αναθεώρησης της αποσυμπίεσης του ωλένιου νεύρου του αγκώνα, για βέλτιστη επούλωση του νευρικού ιστού, προτείνεται πλέον τόσο από τη διεθνή βιβλιογραφία (βλ. την προσκομιζόμενη από τον δεύτερο εναγόμενο διεθνή βιβλιογραφία σχετ. 5, 9 και 21) όσο και από την ιατρική πρακτική (βλ. τις προσκομιζόμενες υπ' αριθμ. 8.284/13.02.2017, 8.286/14.02.2017 και 7.262/14.02.2017 ένορκες βεβαιώσεις) και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτή πειραματική δοκιμή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Επομένως, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος χρησιμοποιώντας το προαναφερθέν βιοαποδομήσιμο υλικό ως μέσο πρόληψης επανεμφάνισης συμφύσεων, περιτυλίγοντας το ωλένιο νεύρο της ενάγουσας με αυτό, δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε πλημμέλεια, καθώς δεν προέβη σε κάποια απαγορευμένη χρήση του εν λόγω υλικού. Εξάλλου, η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα όσα αναφέρει ο διορισθείς πραγματογνώμονας στην υπ' αριθμ. 197/2018 πραγματογνωμοσύνη του (σελ.34 - 35), ότι δηλαδή η χρήση του νευραγωγού neurotube στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν η ενδεδειγμένη διότι εξαιτίας της διατομής του (νευραγωγού), στην οποία προέβη ο δεύτερος εναγόμενος για να περιτυλίξει με αυτόν το ωλένιο νεύρο της ενάγουσας, επιταχύνθηκε η διαδικασία υδρόλυσής του (νευραγωγού), καθόσον απορροφήθηκε από τον οργανισμό της ενάγουσας σε μικρότερο χρονικό διάστημα από το αναμενόμενο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκ νέου ουλώδης ιστός. Οι ως άνω παραδοχές, συνολικά εκτιμώμενες, δεν κρίνονται πειστικές, διότι ο διορισθείς πραγματογνώμονας ουδόλως επεξηγεί, με συγκεκριμένο και ειδικό τρόπο και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, πώς κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα, χωρίς παράλληλα να έχει ερευνήσει το ενδεχόμενο η ταχύτερη υδρόλυση να οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες, ενόψει του ιστορικού της ενάγουσας. Εξάλλου, η ως άνω κρίση του πραγματογνώμονα δεν στηρίζεται ούτε σε έρευνες της κατασκευάστριας εταιρίας, δεδομένου ότι όπως ο ίδιος αναφέρει στην πραγματογνωμοσύνη του, ... (κατασκευάστρια εταιρία) δεν έχει αξιολογήσει τον νευραγωγό όταν ακολουθείται διαμηκής τομή της συσκευής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εικάσει αναφορικά με τις συνέπειες από τη χρήση της συσκευής για τον σκοπό αυτό". Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι στην περίπτωση της ενάγουσας ο χρόνος απορρόφησης του νευραγωγού neurotube ήταν μικρότερος από τον αναμενόμενο, καθώς επίσης και ότι εκ νέου δημιουργήθηκε ουλώδης ιστός στην χειρουργηθείσα περιοχή του αγκώνα της, αποδείχθηκε ότι δεν οφείλεται στην ύπαρξη διαγνωστικών ή τεχνικών σφαλμάτων εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου, αλλά σε βιολογικούς παράγοντες και στην ιδιοσυστασία της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να μην συνδέεται αιτιωδώς η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της με τις ενέργειες του δεύτερου εναγόμενου, ούτε με τη χρησιμοποίηση του νευραγωγού neurotube κατά τη διενέργεια της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος ενήργησε πλημμελώς επιλέγοντας στην δεύτερη επέμβαση να χρησιμοποιήσει τον νευραγωγό neurotube, ο οποίος τελικά επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας της, αντί τής τεχνικής περιτύλιξης του νεύρου με φλέβα, η οποία ακολουθήθηκε στην τρίτη επέμβαση (27/03/2012) και είχε θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου, μεταξύ περισσότερων ενδεικνυόμενων, για την αντιμετώπιση μιας παθολογικής κατάστασης εναπόκειται στην ελεύθερη in concretο εκτίμηση του θεράποντος ιατρού, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ειδικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δεύτερος εναγόμενος, κατά τη διενέργεια της δεύτερης επέμβασης και με βάση τα ιατρικά δεδομένα της ενάγουσας, που είχε στη διάθεσή του τότε, προέκρινε ως καταλληλότερη τη χρήση νευραγωγού neurotube για την πρόληψη επανεμφάνισης συμφύσεων, καθόσον αποτελούσε ηπιότερη μέθοδο σε σχέση με αυτήν της περιτύλιξης του νεύρου με φλεβικό μόσχευμα. Τούτο δε διότι η τελευταία απαιτούσε την ταυτόχρονη διενέργεια και έτερου χειρουργείου για τη λήψη του μοσχεύματος, η οποία θα καθιστούσε την ανάρρωση δυσκολότερη και υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης φλεβικής ανεπάρκειας κάτω άκρου του ενάγουσας.
Συνεπώς, ουδέν σφάλμα βαρύνει τον δεύτερο εναγόμενο σχετικά με την επιλογή της μεθόδου που ακολούθησε κατά τη διενέργεια της δεύτερης χειρουργική επέμβασης, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της ενάγουσας ως ουσιαστικά αβάσιμου. Τέλος, ουδόλως αποδείχθηκε ότι μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης επέμβασης της ενάγουσας μεσολάβησε μακρό χρονικό διάστημα από υπαιτιότητα του δεύτερου εναγόμενου, δεδομένου ότι μεταξύ των δύο επεμβάσεων μεσολάβησαν μόλις 4μήνες (21/11/2011 η δεύτερη επέμβαση και 27/03/2012 η τρίτη επέμβαση), όσοι μεσολάβησαν μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης επέμβασης (14/07/2011 η πρώτη επέμβαση και 21/11/2011 η δεύτερη επέμβαση), ενώ σύμφωνα με την από 21/03/2012 προσκομιζόμενη ιατρική γνωμάτευση του δεύτερου εναγόμενου "Μετεγχειρητικά, η κλινική εικόνα εμφάνισε σημαντική βελτίωση με αύξηση της μυϊκής δύναμης. Κατά τον τρίτο μετεγχειρητικό μήνα, η ασθενής (ενάγουσα) άρχισε να παραπονιέται για επιδείνωση των συμπτωμάτων και επιστροφή της μυϊκής αδυναμίας".
Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα μετά την πάροδο 3 μηνών από τη δεύτερη επέμβαση ενημέρωσε τον δεύτερο εναγόμενο για επιδείνωση της κατάστασης του αγκώνα της και αμέσως μόλις διαπιστώθηκε η υποτροπή, με τη διενέργεια ηλεκτρομυογραφήματος στις 05/03/2012, ενημερώθηκε ότι πρέπει να γίνει νέα αναθεώρηση της επέμβασης, η οποία τελικά έλαβε χώρα στις 27/03/2012. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αντιθέτως εκτέλεσε άρτια και με τον πλέον ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο τις προαναφερθείσες δύο χειρουργικές επεμβάσεις στην ενάγουσα και αντιμετώπισε επιμελώς το πρόβλημα υγείας από το οποίο εκείνη έπασχε. Η δε υποτροπή των συμπτωμάτων της ωλένιας νευρίτιδας μετεγχειρητικά (και στις δύο περιπτώσεις) οφείλεται, όπως προαναφέρθηκε, στον σχηματισμό ουλώδους ιστού από τον οργανισμό της ασθενούς - ενάγουσας γύρω από το ωλένιο νεύρο, γεγονός που αποτελεί πιθανή επιπλοκή της χειρουργικής επέμβασης για την αντιμετώπιση της ωλένιας νευρίτιδας, οφειλόμενη αμιγώς σε βιολογικούς παράγοντες και όχι σε σφάλμα του χειρουργού - δεύτερου εναγόμενου. Για τους ίδιους ως άνω λόγους, κανένα σφάλμα δεν βαρύνει ούτε τον τρίτο εναγόμενο, βοηθό του δεύτερου στις ένδικες επεμβάσεις. Σε κάθε δε περίπτωση, ουδεμία ευθύνη μπορεί να αποδοθεί στον τρίτο εναγόμενο δεδομένου ότι ως εκ της θέσεως του, είχε αμιγώς βοηθητικό ρόλο, περιοριζόμενος στην εκτέλεση των εντολών του θεράποντος ιατρού - δεύτερου εναγόμενου, τον οποίο και συνέδραμε κατά τη διενέργεια των επεμβάσεων, ενώ δεν συμμετείχε στο τεχνικό μέρος αυτών, ούτε στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αναγκαιότητά τους και δεν είχε υποχρέωση ενημέρωσης, ούτε προεγχειρητικού ελέγχου ή μετεγχειρητικής φροντίδας της ενάγουσας, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις της ενάγουσας ότι δηλαδή ο τρίτος εναγόμενος υπέχει ευθύνη διότι ουδεμία διαφωνία εξέφρασε ως προς τη μεθοδολογία και την τακτική του δεύτερου εναγόμενου και ότι επέδειξε έλλειψη ενδιαφέροντος και επιμέλειας προς το πρόσωπό της, τόσο προεγχειρητικά όσο και μεταγχειρητικά. Ακολούθως, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων δεν υπέπεσαν σε οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά την εκτέλεση των καθήκόντων τους, παρέλκει η διερεύνηση της ύπαρξης σχέσης προστήσεως...μεταξύ εκείνων και της πρώτης εναγομένης ιδιωτικής κλινικής".
Από το περιεχόμενο της ανωτέρω απόφασης του Εφετείου προκύπτει ότι αυτό, για την απόρριψη της αγωγής της αναιρεσείουσας ως προς τον τρίτο εναγόμενο Χ. Τ.. και συναφώς και ως προς την πρώτη εναγομένη ... ως προστήσασα αυτόν, διέλαβε δύο επάλληλες αιτιολογίες, κάθε μία των οποίων στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό και συγκεκριμένα δέχθηκε: α) "ότι ο δεύτερος εναγόμενος(Ν.. Ζ.) δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε πλημμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αντιθέτως εκτέλεσε άρτια και με τον πλέον ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο τις προαναφερθείσες δύο χειρουργικές επεμβάσεις στην ενάγουσα και αντιμετώπισε επιμελώς το πρόβλημα υγείας από το οποίο εκείνη έπασχε... Για τους ίδιους ως άνω λόγους, κανένα σφάλμα δεν βαρύνει ούτε τον τρίτο εναγόμενο(Χ. Τ.), βοηθό του δεύτερου στις ένδικες επεμβάσεις" και β) ότι "σε κάθε...περίπτωση(δηλαδή ακόμα και αν κριθεί ότι ευθύνεται ο δεύτερος εναγόμενος), ουδεμία ευθύνη μπορεί να αποδοθεί στον τρίτο εναγόμενο δεδομένου ότι ως εκ της θέσεως του, είχε αμιγώς βοηθητικό ρόλο, περιοριζόμενος στην εκτέλεση των εντολών του θεράποντος ιατρού - δεύτερου εναγόμενου, τον οποίο και συνέδραμε κατά τη διενέργεια των επεμβάσεων, ενώ δεν συμμετείχε στο τεχνικό μέρος αυτών, ούτε στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αναγκαιότητά τους και δεν είχε υποχρέωση ενημέρωσης, ούτε προεγχειρητικού ελέγχου ή μετεγχειρητικής φροντίδας της ενάγουσας, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις της ενάγουσας ότι δηλαδή ο τρίτος εναγόμενος υπέχει ευθύνη διότι ουδεμία διαφωνία εξέφρασε ως προς τη μεθοδολογία και την τακτική του δεύτερου εναγόμενου και ότι επέδειξε έλλειψη ενδιαφέροντος και επιμέλειας προς το πρόσωπό της, τόσο προεγχειρητικά όσο και μεταγχειρητικά".Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση της αναίρεσης και του προσθέτου λόγου αυτής σαφώς προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα δεν πλήττει με λόγο αναίρεσης την ανωτέρω δεύτερη επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης, και, επομένως, ελλείπει το έννομο συμφέρον αυτής, κατά τα άρθρα 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, να ζητήσει την αναίρεση της απόφασης κατά το μέρος, που αφορά στον τρίτο εναγόμενο Χ. Τ.. και συναφώς και στην πρώτη εναγομένη ... ως προστήσασα αυτόν, αφού το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζει και η μη πληττόμενη με λόγο αναίρεσης ως άνω δεύτερη επάλληλη αιτιολογία της απόφασης, δηλαδή ότι σε κάθε δε περίπτωση(δηλαδή ακόμα και αν κριθεί ότι ευθύνεται ο δεύτερος εναγόμενος), ουδεμία ευθύνη μπορεί να αποδοθεί στον τρίτο εναγόμενο δεδομένου ότι ως εκ της θέσεως του, είχε αμιγώς βοηθητικό ρόλο. Επομένως, αφού όλοι οι λόγοι αναίρεσης είναι αλυσιτελείς, αφού η τυχόν ευδοκίμησή τους δεν δύναται να επιφέρει την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τον τρίτο εναγόμενο-ήδη τρίτο αναιρεσίβλητο Χ. Τ.. και συναφώς και ως προς την πρώτη εναγομένη-ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ... Αθηνών, ως προστήσασα αυτόν και συνεπώς είναι απαράδεκτοι, θα πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτούς, η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αυτής.
Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς την πρώτη εναγομένη-ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ... Αθηνών, ως προστήσασα τον δεύτερο εναγόμενο-ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο Ν. Ζ.., στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση και συνεπώς παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 330 Α.Κ., 24 α.ν. 1565/1939, 5 ν. 2619/1998, 11 και 12 ν. 3418/2005 και 8 ν. 2251/1994, σχετικά με το ζήτημα της αμέλειας του δευτέρου εναγομένου-ήδη δευτέρου αναιρεσιβλήτου ιατρού χειρουργού άνω άκρων Ν. Ζ. και της επαρκούς προεγχειρητικής ενημέρωσης της αναιρεσείουσας, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθόσον δεν εκτίθενται με επάρκεια, σαφήνεια και χωρίς ενδοιαστικές και αντιφατικές αιτιολογίες τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το διατυπούμενο αρνητικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς την υπαιτιότητα, υπό την μορφή της αμέλειας, του δευτέρου εναγομένου, ως προς τον οποίο απορρίφθηκε η κύρια αναίρεση και συνακολούθως ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη ως προστήσασας αυτόν της πρώτης εναγομένης- ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, εφόσον κριθεί η ύπαρξη σχέση πρόστησης με αυτόν, η οποία δεν εξετάστηκε από το Πρωτοδικείο: Συγκεκριμένα το Πρωτοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του: α) Δέχεται ότι η περινευρική ίνωση, δηλαδή η ανάπτυξη ουλώδους ιστού γύρω από το ωλένιο νεύρο, στην οποία αποδίδεται κατά τις ουσιαστικές παραδοχές του η αποτυχία των δύο επεμβάσεων, που εκτέλεσε υπό γενική αναισθησία στην αναιρεσείουσα ο δεύτερος εναγόμενος στις 14/7/2011 και στις 21/11/2011 προς αποκατάσταση της σημαντικού βαθμού ωλένιας νευροπάθειας στο δεξί της χέρι, που υποδήλωνε ενεργό απονεύρωση, αποτελεί "πιθανή" και συνεπώς όχι σίγουρη επιπλοκή της χειρουργικής επέμβασης για την αντιμετώπιση της ωλένιας νευρίτιδας, οφειλόμενη σε βιολογικούς παράγοντες, που εξαρτάται από την ιδιοσυστασία κάθε ασθενούς και δεν οφείλεται σε σφάλμα του χειρουργού, αφ' ενός χωρίς να προσδιορίζει καθόλου ποίοι είναι οι βιολογικοί παράγοντες αυτοί και κατά ποίο τρόπο επέδρασαν στον σχηματισμό του ουλώδους ιστού και αφ' ετέρου αντιφατικά δέχεται ότι μετά την τρίτη επέμβαση, που πραγματοποίησε στην αναιρεσείουσα άλλος ιατρός χειρουργός στις 27/3/2012 για την αντιμετώπιση της νέας ενεργού απονεύρωσης που διαπιστώθηκε κατά το ηλεκτρομυογράφημα που πραγματοποιήθηκε μετά τη δεύτερη επέμβαση στην αναιρεσείουσα στις 5/3/2012, παρουσιάστηκε βελτίωση στο δεξιό ωλένιο νεύρο, χωρίς να περιέχει καθόλου αιτιολογίες για το πώς κατέστη δυνατό αυτό, ενώ κατά τις παραδοχές του η αναιρεσείουσα, λόγω της ιδιοσυστασίας της, αναπτύσσει στο χειρουργηθέν σημείο ουλώδη ιστό, ενώ δεν περιέχει καμία αιτιολογία για το ποια είναι η κατά τη συζήτηση της αγωγής κατάσταση της υγείας της αναιρεσείουσας στο δεξί χέρι της, όπως ζητήθηκε στους πραγματογνώμονες να αποφανθούν με το έβδομο ερώτημα της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την 77/2018 απόφαση και έτσι δεν αιτιολογείται επαρκώς η παραδοχή του ότι η ανάπτυξη ουλώδους ιστού οφείλεται στην ιδιοσυστασία της αναιρεσείουσας, αφού εάν είναι επιτυχημένη η τρίτη επέμβαση αναιρείται η παραδοχή του αυτή. β) Ενώ δέχεται ότι κατά την πρώτη επέμβαση της 14/7/2011 και λίγες ώρες μετά από αυτήν διαπιστώθηκε εσωτερική αιμορραγία στο χειρουργημένο χέρι και ότι για την αντιμετώπισή της ο δεύτερος εναγόμενος ιατρός πίεσε με τα δάκτυλά του την τομή "προκειμένου να ελευθερωθεί κατά το δυνατό περισσότερο αίμα", ότι ο δεύτερος εναγόμενος της συνέστησε μετά το ηλεκτρομυογράφημα της 7/11/2021 νέα δεύτερη χειρουργική επέμβαση, που τελικά πραγματοποιήθηκε στις 21/11/2021, "προκειμένου να διαπιστωθεί αν το νεύρο εμποδίζεται από ουλώδη ιστό ή πήγματα αίματος και σε καταφατική περίπτωση να γίνει ό,τι είναι ιατρικώς ενδεδειγμένο προκειμένου αυτό να ελευθερωθεί" και ότι ο πραγματογνώμονας ιατρός ορθοπεδικός αναφέρει στην 197/2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ότι "το αιμάτωμα απορροφάται μόνο εν μέρει ενώ το μεγαλύτερο μέρος του μετασχηματίζεται σε ινώδη συνεκτικό ιστό - συμφύσεις, που τελικά σχηματίζονται και προκαλούν σημαντικού βαθμού περινευρική ίνωση", στη συνέχεια: 1) δεν περιέχει καθόλου αιτιολογίες για το εάν ο τρόπος αντιμετώπισης του μετεγχειρητικού αιματώματος από τον δεύτερο εναγόμενο ήταν ορθός ή όχι και συνεπώς και αν συνετέλεσε ή όχι ο τρόπος αυτός στην δημιουργία του ουλώδους ιστού και στην αποτυχία της επέμβασης και 2) περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την παραδοχή του ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του μετεγχειρητικού αιματώματος και της δημιουργίας ακολούθως του ουλώδους ιστού γύρω από το ωλένιο νεύρο, αναφέροντας μόνο τη μη επαρκή αιτιολογία ότι το αναφερόμενο αντίθετο συμπέρασμα του πραγματογνώμονα περιγράφεται "σε πειραματική μελέτη" και παραθέτοντας το επιχείρημα ότι ουλώδης ιστός σχηματίστηκε και μετά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία δεν υπήρξε μετεγχειρητικό αιμάτωμα, ενώ ο πραγματογνώμονας, κατά τις παραδοχές της απόφασης, εκθέτει διαφορετική αιτία σχηματισμού του ουλώδους ιστού κατά τη δεύτερη επέμβαση και συγκεκριμένα την εκτός των προδιαγραφών της κατασκευάστριας εταιρείας του χρησιμοποίηση του νευραγωγού (neurotube) (ο οποίος είναι απορροφούμενο από τον οργανισμό βιοαποδομήσιμο υλικό), με χρήση μάλιστα μη ενδεδειγμένη αυτού, διότι εξαιτίας της μη προβλεπόμενης διατομής του, στην οποία προέβη ο δεύτερος εναγόμενος για να περιτυλίξει με αυτόν το ωλένιο νεύρο, επιταχύνθηκε η διαδικασία υδρόλυσής του, καθ' όσον απορροφήθηκε από τον οργανισμό της αναιρεσείουσας σε μικρότερο χρονικό διάστημα από το αναμενόμενο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί νέος ουλώδης ιστός. γ) Ενώ δέχεται ότι η προτεινόμενη χρήση από την εταιρεία που εμπορεύεται τον νευραγωγό και χρησιμοποιήθηκε στη δεύτερη επέμβαση και η χρήση για την οποία έχει αδειοδοτηθεί είναι για την "αποκατάσταση / ανακατασκευή τραυματισμένου (κομμένου) νεύρου", περίπτωση η οποία κατά τις παραδοχές του Εφετείου δεν υφίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακολούθως με μη επαρκή αιτιολογία: 1) δέχεται ότι η χρήση του στην αναιρεσείουσα δεν ήταν απαγορευμένη, γιατί αυτό δεν αναφερόταν στις αντενδείξεις του, χωρίς να λέει σαφώς και ότι ήταν η ενδεδειγμένη χρήση, 2) αναφέρει ότι η χρήση ιατροτεχνολογικών υλικών από τους θεράποντες ιατρούς με τον τρόπο που κρίνουν ωφέλιμο για τον ασθενή αποτελεί "συνήθη και αποδεκτή πρακτική", χωρίς όμως να λέει αν ήταν η ενδεδειγμένη πρακτική στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς για αυτό να αρκεί η αναφορά ότι αποτελούσε ηπιότερη μέθοδο σε σχέση με την περιτύλιξη του νεύρου με φλεβικό μόσχευμα, όπως έγινε από άλλο χειρουργό ιατρό κατά την τρίτη επέμβαση και 3) δεν αντικρούει με επαρκή αιτιολογία την απόφανση του πραγματογνώμονα ότι εξαιτίας της διατομής του νευραγωγού, στην οποία προέβη ο δεύτερος εναγόμενος επιταχύνθηκε η διαδικασία υδρόλυσής του - καθόσον απορροφήθηκε από τον οργανισμό της αναιρεσείουσας σε μικρότερο χρονικό διάστημα από το αναμενόμενο - όπως και η απόφαση δέχεται και όπως συνάγεται και από το γεγονός ότι κατά τις παραδοχές του Πρωτοδικείου, κατά τον τρίτο μετεγχειρητικό μήνα μετά τη δεύτερη επέμβαση διαπιστώθηκε και πάλι "ένδειξη σημαντικής βλάβης του δεξιού ωλένιου νεύρου και ενώ υπήρξε περίοδος βελτίωσης πλέον υπήρχαν ενδείξεις νέας ενεργούς απονεύρωσης" - μη αρκούσης της αιτιολογίας ότι δεν εξηγεί ο πραγματογνώμονας πώς κατέληξε στο ανωτέρω συμπέρασμα, χωρίς να ερευνήσει το ενδεχόμενο η υδρόλυση να οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες, ούτε της αιτιολογίας ότι η κατασκευάστρια εταιρεία του νευραγωγού δεν έχει αξιολογήσει τον νευραγωγό όταν ακολουθείται, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση διαμήκης τομή αυτού, αφού τέτοια χρήση του νευραγωγού δεν προβλεπόταν. δ) Το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος πριν τη δεύτερη επέμβαση ενημέρωσε την αναιρεσείουσα για το πώς πρόκειται να διεξαχθεί η επέμβαση και τις πιθανές επιπλοκές που ανέμενε να αντιμετωπίσει και ότι εκείνη, υπογράφοντας το από 21/11/2011 έγγραφο έδωσε τη συγκατάθεσή της για κάθε επιπλέον απαραίτητους ή εναλλακτικούς χειρισμούς ενδέχετο να χρειασθούν, χωρίς όμως να απαντά στον κρίσιμο αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε προαποφασίσει πριν την επέμβαση να χρησιμοποιήσει το μη ενδεικνυόμενο στην περίπτωσή της νευραγωγό, αφού αυτός είναι δαπανηρός και δεν είναι άμεσα διαθέσιμος, αλλά πρέπει να παραγγελθεί πριν από μία επέμβαση, ώστε να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκειά της, αλλά δεν την ενημέρωσε ειδικά για τη χρήση του και τις πιθανές επιπλοκές από αυτήν και συνεπώς δεν μπορεί να κριθεί εάν η αναιρεσείουσα, γνωρίζοντας όλα τα δεδομένα της δεύτερης επέμβασης προέβη ή όχι σε έγκυρη συναίνεση για τη χρήση του νευραγωγού, κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσης από τον δεύτερο εναγόμενο. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και μοναδικός πρόσθετος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ(όχι δε και από τον αρ. 1β' του ιδίου άρθρου κατά την νοηματική εκτίμηση του δευτέρου λόγου), εκτιμώμενοι ως σύνολο, είναι βάσιμοι.
Κατόπιν αυτού, χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης, η εξέταση των οποίων παρέλκει γιατί καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια των ανωτέρω λόγων, που κρίθηκαν βάσιμοι, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το ανωτέρω μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ.3 Κ ΠολΔ και να καταδικασθεί η πρώτη αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω τα δικαστικά έξοδα των δευτέρου, τρίτου, τετάρτης και πέμπτης των αναιρεσιβλήτων, ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η κυρία αναίρεση, οι οποίοι παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της. Τέλος , ως προς την επικουρική αναίρεση, που απορρίφθηκε, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - Δέχεται την από 7-12-2021 αίτηση της Μ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2105/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη αυτής. -
Αναιρεί την ανωτέρω απόφαση, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
-
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την απόφαση.
-Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα. -
Καταδικάζει την πρώτη αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
-
Απορρίπτει την ίδια ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ως προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των αναιρεσιβλήτων.
-
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων αυτών, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
-
Απορρίπτει την από 24-3-2022 επικουρική αίτηση του Χ. Τ., για αναίρεση της ιδίας υπ' αριθμ. 2105/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. - Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και -
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή