
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 398 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 398/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα - Εισηγητή, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Μιχαήλ Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Κ. ή Κ. του Β., 2) Μ. Κ. του Η., συζύγου Ε. Κ. ή Κ., 3) Μ. - Π. Κ. ή Κ. του Ε. και 4) Β. - Μ. Κ. ή Κ. του Ε., απάντων κατοίκων ... Αττικής. Οι πρώτος και τρίτη αναιρεσείοντες παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Ψαλτήρα, ενώ οι δεύτερη και τέταρτη αναιρεσείουσες εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Δοβλέ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2350/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 2439/2021 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8-5-2023 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, της οποίας δεν προκύπτει επίδοση, δημοσιεύτηκε στις 13-5-2021 και η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 15-5-2023, ημέρα Δευτέρα, (άρθρα 144 παρ. 1 και 3, 145 παρ.1, 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και συνεπώς είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ συνάγεται, ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι: 1) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, δηλαδή απαίτηση της οποίας έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά γεγονότα και η οποία είναι ληξιπρόθεσμη κατά τον χρόνο συζήτησης της σχετικής αγωγής(ΑΠ 227/2024), 2) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 3) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει πως με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία του που απομένει να μη επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει πως συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών, η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει, μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά τον χρόνο αυτόν αφερέγγυος, και 5) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής(άρθρο 942 ΑΚ). Επίσης, η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία κατά το άρθρο 942 ΑΚ (ΑΠ 1353/2024, ΑΠ 227/2024, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 914/2020, ΑΠ 1382/2019). Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 942 ΑΚ, δηλαδή χαριστική, είναι και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα, αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα (ΑΠ 1353/2024, ΑΠ 227/2024, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 914/2020, ΑΠ 1382/2019, ΑΠ 28/2017). Το γεγονός ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση γίνεται προς εκπλήρωσή σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 1353/2024, ΑΠ 227/2024, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 914/2020, ΑΠ 28/2017). Εξάλλου, η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 1353/2024, ΑΠ 227/2024, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 914/2020) και τέτοια είναι κατ' αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ' αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι' αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 1353/2024, ΑΠ 227/2024, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 914/2020, ΑΠ 928/2014). Πραγματοποίηση της πρόθεσης βλάβης υπάρχει, όταν επέρχεται (ή επαυξάνεται) η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ματαιώνεται έτσι η ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει δε να έχει συντελεστεί ήδη κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής διαρρήξεως. Η γνώση από τον οφειλέτη των στοιχείων που συνθέτουν την πρόθεση βλάβης πρέπει επίσης να αποδειχθεί από τον δανειστή. Η απόδειξη αυτή είναι ευκολότερη, όταν ο οφειλέτης προκαλεί με την απαλλοτρίωση άμεση μείωση του ενεργητικού της περιουσίας του, όπως συμβαίνει επί εκποιήσεως ακινήτου με ευτελές αντάλλαγμα ή επί δωρεάς, ενώ όταν η απαλλοτρίωση οδηγεί μόνο σε έμμεση διακινδύνευση της ικανοποιήσεως του δανειστή, όπως όταν γίνεται έναντι ισάξιου τουλάχιστον ανταλλάγματος, τότε ο δανειστής πρέπει να προσκομίσει συγκεκριμένες αποδείξεις για την πρόθεση βλάβης του οφειλέτη, που δεν μπορεί πλέον να συναχθεί από την απαλλοτριωτική και μόνο πράξη του τελευταίου (ΑΠ 227/2024, ΑΠ 2038/2022, Α.Π. 1275/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 806 του Α. Κ. "με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η σύμβαση δανείου, η οποία είναι ετεροβαρής, καταρτίζεται με τη μεταβίβαση της κυριότητος του δανείσματος στον οφειλέτη (re καταρτιζόμενη). Η διάταξη, όμως, αυτή δεν είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς με βάση την αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών (άρθρο 361 ΑΚ) οι συμβαλλόμενοι μπορούν να καταρτίσουν το δάνειο με μόνη τη συναίνεσή τους (solo consensu), οπότε στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για σύμβαση υποσχετική δανείου (άρθρο 809 ΑΚ., (ΑΠ 1353/2024, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 917/2020). Επίσης, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 και 851ΑΚ με τη σύμβαση εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο του, που είναι έναντι άλλου δανειστής, την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ` αυτόν η οφειλή του άλλου. Με αυτή τη σύμβαση ο εγγυητής ενέχεται προς τον αντισυμβαλλόμενο του όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης απέναντι στον δανειστή του και συνεπώς όταν καταβάλει σε αυτόν, εκπληρώνει μεν την παροχή του πρωτοφειλέτη, συγχρόνως όμως εκπληρώνει και τη δική του οφειλή. Είναι συνεπώς και ο εγγυητής οφειλέτης κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από εκείνον προς βλάβη του αντισυμβαλλομένου του και δανειστή του, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίηση αυτού, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τους όρους των διατάξεων του περί καταδολιεύσεως δανειστών κεφαλαίου του ΑΚ (ΑΠ 1353/2024, ΑΠ 227/2024, ΑΠ 621/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Με το λόγο αυτόν, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αφού η εκτίμηση των αποδείξεων δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 4/2005, ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 185/2019, ΑΠ 326/2018). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. ...2009 σύμβασης δανείου, την οποία συνήψε στο Μοσχάτο η ενάγουσα τράπεζα(η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "... με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ... και το διακριτικό τίτλο "... που εδρεύει στον Ασπρόπυργο (οδός Μεγαρίδος) και εκπροσωπείται νόμιμα (οφειλέτης), ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στην τελευταία δάνειο ποσού 800.000 € διεπόμενη από τους όρους, που περιέχονται στο κείμενο της άνω συμβάσεως δανείου. Ειδικότερα συμφωνήθηκαν τα κατωτέρω:...(Ακολουθεί σε 4 σελίδες η αναλυτική παράθεση των όρων της σύμβασης). Ο πρώτος των εναγομένων Ε. Κ. ή Κ. του Β.(ήδη πρώτος αναιρεσείων), συμβαλλόμενος εκ τρίτου ως εγγυητής στην ανωτέρω υπ' αριθμ. ...2009 σύμβαση δανείου, εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα την οφειλή της ως άνω οφειλέτιδος ... εκ της πιο πάνω συμβάσεως και δη την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του δανείου, κατά το κεφάλαιο, τους τόκους, τις εισφορές, τους τόκους υπερημερίας, περιλαμβανόμενων και των τόκων επί των ληξιπρόθεσμων τόκων και εισφορών καθώς και επί των τόκων υπερημερίας, τα έξοδα και λοιπά κονδύλια από το δάνειο και μάλιστα και σε περίπτωση καταγγελίας του δανείου από τη δανείστρια σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση, και γενικά εγγυήθηκε, ενεχόμενος εις ολόκληρον με την οφειλέτιδα και ως αυτοφειλέτης, την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που ανέλαβε με τη σύμβαση η άνω εταιρεία, (άρθρο 15.01). Ο ανωτέρω εγγυητής α) παραιτήθηκε από το δικαίωμα της διζήσεως και από το δικαίωμα να προτείνει κατά το άρθρο 853 ΑΚ, ενστάσεις του οφειλέτη κατά της δανείστριας τράπεζας β) παραιτήθηκε έναντι της δανείστριας τράπεζας του δικαιώματος να ασκήσει τα τυχόν δικαιώματα από αναγωγή που θα έχει κατά του οφειλέτη και, επί πλειόνων εγγυητών, κατά των άλλων εγγυητών, εφόσον θα υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο από τη σύμβαση, γ) παραιτήθηκε έναντι της δανείστριας του δικαιώματος της υποκαταστάσεως του στα παρεπόμενα εμπράγματα δικαιώματα της δανείστριας τράπεζας, έστω και αν η απαίτησή της εξοφληθεί ολοσχερώς από αυτόν, (άρθρο 15.02). Περαιτέρω στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση ορίσθηκε ότι ο εγγυητής δεν ελευθερώνεται έστω και αν για οποιονδήποτε λόγο, που βαρύνει ή όχι τη δανείστρια, κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τον οφειλέτη, ούτε αν η δανείστρια για οποιονδήποτε λόγο παραιτήθηκε από ασφάλειες υπέρ της απαιτήσεώς της, παρέχει δε από τώρα ανεκκλήτως την ανεπιφύλακτη συναίνεσή του στη δανείστρια να παραιτείται οποτεδήποτε από τις εξασφαλίσεις, εμπράγματες ή ενοχικές, που έχουν ληφθεί ή θα ληφθούν. Τυχόν απόσβεση της κύριας οφειλής χωρίς να ικανοποιηθεί η δανείστρια(άρθρο 864 ΑΚ) ή τυχόν καθυστέρηση ή αμέλεια για την ανάληψη ή τη συνέχιση από τη δανείστρια της δικαστικής επιδιώξεως της απαιτήσεώς της (άρθρο 866-868 ΑΚ) συμφωνείται ότι δεν αποτελούν λόγο ελευθερώσεως του εγγυητή, (άρθρο 15.03). Επίσης ορίσθηκε ότι η δανείστρια έχει δικαίωμα να καταγγείλει εγγράφως τη σύμβαση, αν συντρέχει στο πρόσωπο του εγγυητή οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις: αν δεν εκπληρώσει οποιαδήποτε σημαντική υποχρέωσή του προς τρίτους, αν διαταχθεί κατάσχεση ή σφράγιση ή αναγκαστική διαχείριση της περιουσίας του, αν παύσει τις πληρωμές του ή πτωχεύσει ή τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση ή αν αποβιώσει. (άρθρο 15.04). Η ανάληψη του ποσού του δανείου από την πρωτοφειλέτρια εταιρεία έλαβε χώρα στις 31.7.2009. Έτσι ανοίχθηκε και τηρήθηκε στην ενάγουσα τράπεζα επ' ονόματι αυτής ο με αριθμό ... λογαριασμός του δανείου. Όμως η πρωτοφειλέτρια εταιρεία έπαψε να εξυπηρετεί το δάνειο. Συγκεκριμένα δεν κατέβαλλε, όπως όφειλε, τμήμα της δόσης της 31.10.2011 ποσού 20.982,91 ευρώ μετά των τόκων αυτής και τμήμα της δόσης της 31.1.2012 ποσού 23.207,40 ευρώ μετά των τόκων αυτής. Για το ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου ανοίχθηκε και τηρείται στην ενάγουσα τράπεζα επ' ονόματι της πρωτοφειλέτριας ο με αριθμό ... λογαριασμός του δανείου. Η ενάγουσα κάνοντας χρήση σχετικού δικαιώματος (όρος 6.01 θ) που της παρείχε η άνω σύμβαση δανείου στις 07.06.2012 κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση του δανείου επειδή η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία δεν είχε εκπληρώσει σημαντικές υποχρεώσεις της προς τρίτους. Με την καταγγελία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το άληκτο κεφάλαιο του δανείου ποσού 433.333,26 ευρώ και οι συμβατικοί τόκοι αυτού για το χρονικό διάστημα από 01.05.2012 έως την καταγγελία (07.06.2012) ποσού 1.930,26 ευρώ. Έτσι με την καταγγελία η ληξιπρόθεσμη απαίτηση της ενάγουσας ανήλθε στο συνολικό ποσό των 435.263,52 ευρώ. Την ίδια ημέρα (07.06.2012) η ενάγουσα με το προϊόν του υπ' αριθμόν 0026 0220 91
0200519549 ενεχυριασμένου σ' αυτήν λογαριασμού ύψους 152.831,28 ευρώ εξόφλησε ισόποσο μέρος της ανωτέρω οφειλής. Κατόπιν των ανωτέρω η απαίτηση της ενάγουσας από την ανωτέρω αιτία διαμορφώθηκε στο ποσό των 282.432,24 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από την επομένη ημέρα της καταγγελίας ήτοι από 08.06.2012 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Η ενάγουσα με την από 07.06.2012 επιστολή της, η οποία επιδόθηκε στην πρωτοφειλέτιδα εταιρεία την 13.06.2012 και στον πρώτο των εναγομένων στις 14.06.2012, όπως αποδεικνύεται από τις υπ' αριθμ. 11601 Δ'/13.06.2012 και 11.624 Δ'/14.06.2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Κ., γνώρισε στους άνω οφειλέτες την καταγγελία της υπ' αριθ. 1965/07.07.2009 συμβάσεως δανείου και την ληξιπρόθεσμη απαίτησή της ύψους 282.432,24 ευρώ και κάλεσε τόσο τη δανειολήπτρια εταιρεία όσο και τον εγγυητή να της καταβάλουν το ποσό των 282.432,24 ευρώ πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας από 08.06.2012 απάντων τούτων ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο σύμφωνα με το νόμο και την παραπάνω σύμβαση μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλην όμως αυτοί ουδέν κατέβαλαν. Στη συνέχεια, εκδόθηκε κατόπιν σχετικής αίτησης της ενάγουσας η υπ' αριθμ. 20.459/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της πρωτοφειλέτριας εταιρείας και των εγγυητών, ήτοι του Β. Κ. και του πρώτου των εναγομένων, Ε. Κ., με την οποία επιδικάσθηκε μέρος της άνω απαίτησής της, και δη ποσό 100.000,00€, της τράπεζας ρητώς επιφυλασσομένης για την είσπραξη και του υπολοίπου ποσού της απαιτήσεώς της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Αντίγραφο εξ απογράφου α' εκτελεστού της άνω διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτού από 14/6/2013 επιταγή προς πληρωμή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο των εναγομένων, όπως προκύπτει από την υπ' αρ. 888Δ'/2-7-2013 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Π. Ρ., με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα ως κεφάλαιο το ποσό των 100.000,00 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας από 08.06.2012, απάντων τούτων ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο σύμφωνα με το νόμο και την παραπάνω σύμβαση μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ποσό 1.700,00 ως δικαστική δαπάνη, πλέον τόκων, καθώς και ποσό 110,00 € πλέον τόκων, για την σύνταξη και επίδοση της επιταγής, κατά τα ειδικότερα καθοριζόμενα σε αυτήν. Όπως προαναφέρθηκε, όμως, την καταβολή του ποσού του δανείου, υπέρ της πιστούχου, εγγυήθηκε εγγράφως, και ο πρώτος εναγόμενος, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης και παραιτούμενος από την προβολή των ενστάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 855, 862, 863, 866, 867 και 868 του ΑΚ, καθώς και από κάθε ένσταση κατά της ενάγουσας, όπως και από την ένσταση διζήσεως.
Συνεπώς, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα οικεία μείζονα σκέψη, η ευθύνη του πρώτου εναγομένου εγγυητού, ευθυνόμενου ως αυτοφειλέτη και εις ολόκληρο μετά της πρωτοφειλέτριας, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από εκείνη της πρωτοφειλέτριας εταιρείας. Επιπροσθέτως, με βάση τα ανωτέρω λεχθέντα και αποδειχθέντα, εφόσον έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης, η εκκαλούσα-ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, η απαίτηση της ενάγουσας, κατά του πρώτου εναγομένου-εφεσίβλητου (εγγυητή) από την ανωτέρω αιτία, ανερχόταν στο ποσό των 282.432,24 ευρώ, πλέον τόκων, ποσό το οποίο δεν αμφισβήτησαν, ως προς το ύψος και την ύπαρξη, ούτε οι εναγόμενοι- εφεσίβλητοι με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, αν και τύγχανε εγγυητής και συνακόλουθα οφειλέτης της ενάγουσας από την παραπάνω σύμβαση δανείου και ο οποίος μετείχε στο διοικητικό συμβούλιο της πρωτοφειλέτριας εταιρείας κατέχοντας τη θέση του Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου αυτής, από το έτος 2006 έως και το έτος 20212(ενν.2012) (οπότε λύθηκε η εταιρεία), παρά τούτα τον Μάρτιο του 2011, προέβη στην ακόλουθη απαλλοτρίωση, του μοναδικού του περιουσιακού στοιχείου: δυνάμει του υπ' αριθμ. 20.718/31-3-2011 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Κ. - Γ., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου Ν. Ερυθραίας στον τόμο 33, με αριθμό 141, μεταβίβασε, λόγω δωρεάς εν ζωή, ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος της επικαρπίας επί του κατωτέρω ακινήτου στη σύζυγό του Μ. Κ. (ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα) και, λόγω γονικής παροχής, ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας του κατωτέρου ακινήτου ισομερώς, κοινά και αδιαίρετα, (ήτοι κατά ποσοστό 1/4 εξ' αδιαιρέτου επί του όλου ακινήτου) σε κάθε μία από τις ανήλικες θυγατέρες του Μ.-Π. Κ. και Β.- Μ. Κ. (ήδη τις ενηλικιωθείσες τρίτη και τέταρτη των αναιρεσειόντων αντιστοίχως). Ειδικότερα, η αναλυτική περιγραφή του κατά τα ανωτέρω μεταβιβασθέντος ακινήτου έχει ως εξής: Η με στοιχεία "Κ-42 κτήριο", αυτοτελής και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία [διώροφη κατοικία - μεζονέτα], η οποία είναι κτισμένη σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, το οποίο βρίσκεται στη θέση Μορτερό του Δήμου ... Αττικής, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της περιφέρειας του Δήμου ..., πρώην της κοινότητας ..., και ήδη Δήμου Κηφισιάς Αττικής της Δημοτικής Ενότητας ... Αττικής, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και επί της οδού Παπαναστασίου στην οποία φέρει τον αριθμό 1, εντός του υπ' αριθμ. 224 Οικοδομικού Τετράγωνου εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών 1.149 και το οποίο εμφαίνεται με τον αριθμό τέσσερα "4" και περιμετρικά με τα αλφαβητικά γράμματα (Λ-Β-Γ-Ω-Χ-Φ-Ν-Μ-Λ) στο από Δεκεμβρίου1996 τοπογραφικό διάγραμμά του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Π. Σ., το οποίο προσαρτάται στην υπ' αριθμόν .../1998 πράξη του Συμβολαιογράφου Πειραιά Π. Ν. Γ. και συνορεύει Βόρεια.... Η ανωτέρω υπό στοιχείο "Κ-42 κτήριο" αυτοτελής και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία (διώροφη κατοικία μεθ' υπογείου - μεζονέτα) αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο (Α') πάνω από το ισόγειο όροφο, που επικοινωνούν μεταξύ τους με εσωτερική κλίμακα. Το υπόγειο... περιλαμβάνει... ως τούτο διεμορφώθη εσωτερικώς το λεβητοστάσιο, το κλιμακοστάσιο, ένα WC και μία αποθήκη, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά 86,65 ...το ισόγειο ...περιλαμβάνει την είσοδο και το κλιμακοστάσιο, ένα (1) καθιστικό - τραπεζαρία - κουζίνα ενοποιημένα και ένα (1) WC, έχει ημιυπαίθριο χώρο και εξώστη επί του έμπροσθεν ακάλυπτου χώρου και έτερον εξώστη επί του όπισθεν ακάλυπτου χώρου, έχει επιφάνεια 66,76 τ.μ. και...ο πρώτος (Α') όροφος...περιλαμβάνει το κλιμακοστάσιο, 3 υπνοδωμάτια, λουτρό, WC και διάδρομο, έχει βεράντες επί του έμπροσθεν και πλαϊνού ακάλυπτου χώρου και ημιυπαίθριο χώρο επί του όπισθεν ακάλυπτου χώρου, έχει επιφάνεια 63,28 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν με ακάλυπτο χώρο και το υπ' αριθμ. 3 οικόπεδο...Στην άνω διώροφη κατοικία μεθ' υπογείου (μεζονέτα) ανήκει η αποκλειστική χρήση του τμήματος του άνω οικοπέδου που εμφαίνεται με τα στοιχεία (μ-λ-κ-ν-ξ-ο-Η-Θ-μ) στο από Δεκεμβρίου 1996 υπ' αριθ. 8 σχεδιάγραμμα καλύψεως και περιβάλλοντος χώρου του άνω Αρχιτέκτονα Μηχανικού το οποίο προσαρτάται στην υπ' αριθμόν .../1998 πράξη του Συμβολαιογράφου Πειραιά Π. Ν. Γ., επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών 194,00. Ο πρώτος των εναγομένων είχε αποκτήσει την ανωτέρω αναλυτικά περιγραφόμενη οριζόντια ιδιοκτησία κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1999 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Π. Γ. το οποίο έχει μεταγράφει νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ν. Ερυθραίας στον τόμο 2 και με αύξοντα αριθμό 433. Οι ανωτέρω ανήλικες θυγατέρες του πρώτου των εναγομένων κατά την κατάρτιση του ανωτέρω υπ' αριθμ. ...2011 συμβολαίου, της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Κ. - Γ., εκπροσωπήθηκαν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων. ως ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτών. Κατά τον χρόνο της μεταβίβασης και σύμφωνα με τον αντικειμενικό προσδιορισμό η αξία του ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας ανερχόταν σε 51.755,82 ευρώ και η αξία ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας ανερχόταν στο ποσό των 46.580,24 ευρώ (ήτοι η αξία του μεταβιβασθέντος σε κάθε μία από τις ανήλικες θυγατέρες του πρώτου των εναγομένων ποσοστού % εξ διαιρετού ανερχόταν στο ποσό των 23.290,12 ευρώ). Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, που ήδη αναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (9.7.2012), ο οποίος σημειωτέον είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της βλάβης του δανειστή, σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε άλλη εμφανή ακίνητη περιουσία που να είναι αρκετή για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία με την επωνυμία "... ήταν μία οικογενειακή επιχείρηση με βασικό μέτοχο, με ποσοστό συμμετοχής98%, τον πατέρα του πρώτου εναγόμενου Β. Κ., ενώ ο πρώτος των εναγόμενων... ξεκίνησε να εργάζεται στην εταιρεία του πατέρα του το έτος 1987, αμέσως μετά την ενηλικίωσή του και συνέχισε να εργάζεται αδιάλειπτα εκεί μέχρι το έτος 2012, ενώ από το έτος 2006, όπως προαναφέρθηκε, κατείχε τη θέση του Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου και του νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του Προέδρου αυτής, ενώ λόγω της επαγγελματικής του εμπειρίας είχε αναλάβει αποκλειστικά το πελατολόγιο της Ιταλίας και τύγχανε και πρόεδρος του Ιταλικού Επιμελητηρίου. Ενώ οι σχέσεις του Β. Κ. με τα μέλη της οικογένειας του είχαν κλονιστεί ήδη από το Μάιο του 2009, με αφορμή δικαστική διαμάχη στα πλαίσια της δίκης διαζυγίου μεταξύ αυτού (Β. Κ.) και της πρώην συζύγου του και μητέρας του πρώτου εναγομένου Μ. Κ., κάτι αντίστοιχο δε φαίνεται να συνέβη και στις σχέσεις του με το πρώτο εναγόμενο, ο οποίος συνέχισε τη συνεργασία του με τον πατέρα του, χωρίς να επέλθει καμία μεταβολή στις αρμοδιότητές του, ενώ αντίθετα αυτός υπέγραψε και ως εγγυητής τον Ιούλιο του 2009 στην επίδικη σύμβαση. Εξάλλου, το γεγονός της συγκεντρωτικής και στιβαρής διοίκησης της εταιρείας εκ μέρους του Β. Κ., δεν στερούσε επ' ουδενί από τον εναγόμενο και λόγω της θέσης του, η οποία δεν ήταν απλά υπαλληλική, τη γνώση του για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, ανεξάρτητα της δυνατότητάς του στη λήψη ή στη διαμόρφωση των εταιρικών αποφάσεων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία από το έτος 2010 άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, γεγονός που αποτυπώνεται στο δημοσιευμένο ισολογισμό της (ΦΕΚ 10595/4.10.2011), που σημειωτέον φέρει την υπογραφή του πρώτου εναγομένου, με απότομη και κατακόρυφη πτώση του κύκλου εργασιών της. Συγκεκριμένα, ενώ το έτος 2009 εμφάνιζε κύκλο εργασιών ύψους 10.960,537,74 ευρώ με καθαρά κέρδη 91.707,57 ευρώ, το έτος 2010 είχε κύκλο εργασιών ύψους 8.744.014,40 ευρώ περίπου, εμφανίζοντας ζημία 275.375,01 ευρώ. Αξιοσημείωτο είναι δε το συμπέρασμα του ορκωτού λογιστή, που διενήργησε τον έλεγχο των οικονομικών της πρωτοφειλέτριας εταιρείας και τίθεται στο τέλος του δημοσιευμένου ισολογισμού, ο οποίος εφιστά την προσοχή της τελευταίας (εταιρείας) στο γεγονός ότι δεν έχει ελεγχθεί φορολογικά για τη χρήση του έτους 2010, με συνέπεια να υπάρχει το ενδεχόμενο επιβολής πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων κατά το χρόνο που θα ελεγχθούν και οριστικοποιηθούν οι φορολογικές της υποχρεώσεις, αλλά και ότι τα ίδια κεφάλαια της εταιρίας γίνονται αρνητικά, με συνέπεια να απαιτείται αύξηση κεφαλαίου. Το γεγονός δε ότι ο ανωτέρω ισολογισμός υπογράφεται και από τον πρώτο εναγόμενο στις 30.4.2011, ήτοι ένα μήνα μετά την επίδικη μεταβίβαση, δεν αναιρεί τη γνώση του στον επίμαχο χρόνο της μεταβίβασης, καθώς σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ο ισολογισμός απαιτεί ικανό χρόνο για τη σύνταξή του. Γεγονός εξάλλου που συνηγορεί στο ότι ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε την οικονομική ύφεση της εταιρείας είναι ότι αυτός αρχές του 2011 συμβουλεύτηκε για τις επίμαχες μεταβιβάσεις τον οικονομικό διευθυντή της εταιρείας, Β. Λ., ο οποίος είχε πολυετή εμπειρία, εργαζόμενος σε νευραλγικές θέσεις στην εταιρία. Έτσι, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος οφειλέτης προέβη στις προαναφερθείσες μεταβιβάσεις προς τη σύζυγο και θυγατέρες του, του μοναδικού ως άνω περιουσιακού του στοιχείου, που αποτελεί χαριστική δικαιοπραξία, με πρόθεση βλάβης της δανείστριας αντιδίκου του, αφού γνώριζε ότι με την απαλλοτρίωση του μοναδικού περιουσιακού του στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε να μην μπορεί να ικανοποιήσει την ως άνω επίδικη απαίτηση. Περαιτέρω, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε πως υπήρχε ανάγκη που να δικαιολογεί την εσπευσμένη και αιφνίδια μεταβίβαση του προπεριγραφόμενου ακινήτου του πρώτου εναγομένου στις ανήλικες θυγατέρες του, ηλικίας 14 ετών και 12 ετών αντίστοιχα με γονική παροχή, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας δεν αναιρείται, αν, εκτός από την πρόθεση βλάβης της ενάγουσας Τράπεζας, ο πρώτος εναγόμενος - οφειλέτης, παράλληλα, επιδίωκε και τους σκοπούς της γονικής παροχής...Εξάλλου, δεν ασκεί έννομη επιρροή το ότι οι ένδικες μεταβιβάσεις συντελέστηκαν 15 μήνες προ της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και 7 μήνες πριν την πρώτη καθυστέρηση καταβολής του δανείου, ενώ γινόταν δηλαδή καταβολές και μετά τις ένδικες μεταβιβάσεις, αφού αυτές ήταν, εξάλλου οι συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρείας. Από όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις διάρρηξης της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που ο πρώτος εναγόμενος κατήρτισε με τη σύζυγο και θυγατέρες του το Μάρτιο του 2011, καθόσον η πράξη αυτή έγινε με σκοπό βλάβης, αφού ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε ότι έχει οφειλή έναντι της ενάγουσας, ότι με την απαλλοτρίωση του μοναδικού περιουσιακού του στοιχείου, δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση της ενάγουσας δανείστριας και ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα η επιχείρηση της πρωτοφειλέτριας εταιρείας. Δικαιούται επομένως η ενάγουσα να απαιτήσει τη διάρρηξη της ένδικης απαλλοτρίωσης και μάλιστα στο σύνολό της, γιατί η διάρρηξη μέρους μόνον δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, αφού τα απαλλοτριωθέντα έχουν μικρότερη αξία από την απαίτηση της ενάγουσας και ειδικά η αντικειμενική αξία του ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας ανέρχεται κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και της άσκησης της αγωγής στο ποσό των 51.755,82 ευρώ και η αξία ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας ανέρχεται κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και της άσκησης της αγωγής στο ποσό των 46.580,24 ευρώ, ήτοι στο συνολικό ποσό των 98.336,06 ευρώ, ενώ η απαίτηση της ενάγουσας, ως προελέχθη, ανέρχεται στο ποσό των 282.432,24 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, η διάρρηξη πρέπει να είναι ολική, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη και να διαρραγεί στο σύνολό της η ανωτέρω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι ο πρώτος εναγόμενος με την επίδικη απαλλοτρίωση δεν ενήργησε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, δηλαδή με δόλο ως προς τη ματαίωση της ικανοποίησης της επίδικης απαίτησής της, την οποία (ματαίωση) δεν προέβλεψε ούτε ως ενδεχόμενη, δεδομένου ότι στις 31-3- 2011 που αυτός προέβη στην ως άνω απαλλοτρίωση, το επίδικο δάνειο εξυπηρετούνταν κανονικά χωρίς καμία καθυστέρηση στην πληρωμή των δόσεών του, η δε πρώτη καθυστέρηση καταβολής μέρους δόσης αυτού έλαβε χώρα το πρώτον στις 31-10-2011 ήτοι επτά (7) μήνες αργότερα, ενώ η επίδικη σύμβαση δανείου καταγγέλθηκε από την ενάγουσα τον Ιούνιο του έτους 2012, σχεδόν ένα έτος και τρεις μήνες μετά την απαλλοτρίωση. Επίσης έκρινε η οικονομική κατάρρευση της πρωτοφειλέτριας ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2011 και ήταν αναπάντεχη, οφειλόμενη σε μονομερείς ενέργειες και χειρισμούς του βασικού μετόχου της οικογενειακής αυτής επιχείρησης, Β. Κ.. ο οποίος λόγω του ακραία συγκεντρωτικού και αυταρχικού του χαρακτήρα, λάμβανε μόνος του τις σχετικές αποφάσεις χωρίς να παρέχει ουδεμία ενημέρωση στα μέλη της οικογένειας του και δη στον πρώτο εναγόμενο. Η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία ενόψει όλων των ανωτέρω απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε". Ακολούθως, με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... κατά της υπ' αρ. 2350/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή, ακολούθως έκανε δεκτή την από 20-6 2012 αγωγή της εκκαλούσας κατά των αναιρεσειόντων και διέταξε την διάρρηξη της επίδικης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που έγινε με το υπ' αριθμ. ...2011 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Κ. - Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα.
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεχόμενο την αγωγή, ενώ κατά τις παραδοχές του από την απαλοτρίωση και μέχρι την άσκηση της αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και ενώ επίσης κατά τις παραδοχές του οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των αναιρεσειόντων, σύζυγος και τέκνα του πρώτου αναιρεσείοντος, δεν γνώριζαν ότι αυτός απαλλοτριώνει προς βλάβη της αναιρεσίβλητης και έτσι δεν ισχύει το τεκμήριο του άρθρου 941, αφού, όπως ισχυρίζονται, η απαλλοτρίωση "δεν έχει τον χαρακτήρα της απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία, για την οποία το άρθρο 942 ΑΚ ορίζει ότι δεν απαιτείται γνώση του τρίτου, αλλά έχει τον χαρακτήρα της διανομής της κοινής οικογενειακής περιουσίας λόγω του σφοδρού κλονισμού του γάμου των δύο πρώτων αναιρεσειόντων, όπως αποδείχθηκε τόσο πρωτοδίκως, όσο και σε δεύτερο βαθμό με τις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων, αλλά και με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε πρώτο βαθμό", παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 941 παρ. 2 και 942 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου από τον πρώτο αναιρεσείοντα προς τις λοιπές αναιρεσείουσες έγινε από χαριστική αιτία, δηλαδή λόγω δωρεάς στην δεύτερη αναιρεσείουσα και λόγω γονικής παροχής, που αποτελεί και αυτή χαριστική δικαιοπραξία, όπως αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, προς την τρίτη και την τέταρτη των αναιρεσειόντων και συνεπώς σύμφωνα με το άρθρο 942 ΑΚ, το οποίο συνεπώς ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Εφετείο, δεν απαιτείται για την διάρρηξη η προβλεπόμενη στο άρθρο 941 ΑΚ γνώση του προς ον η απαλλοτρίωση ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, υπό την επίκληση δε της ανωτέρω πλημμέλειας, οι αναιρεσείοντες πλήττουν απαραδέκτως την ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του Εφετείου ότι η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία.
Με τους δύο πρώτους λόγους αναίρεσης, εκτιμώμενους ως σύνολο, οι αναιρεσείοντες, αφού σε είκοσι σελίδες της αίτησης αναίρεσης παραθέτουν το ουσιώδες περιεχόμενο τεσσάρων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, που προσεκόμισαν με επίκληση τους ενώπιον του Εφετείου, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, σχολιάζοντας τα συμπεράσματα, που κατά την άποψή τους προκύπτουν από αυτές, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση επίσης την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι ο πρώτος αναιρεσείων ενήργησε με σκοπό βλάβης της αναιρεσίβλητης κατά την σύναψη της επίδικης δικαιοπραξίας και εν γνώσει ότι η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή της "εκτίμησε πλημμελώς τις ένορκες βεβαιώσεις μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά έγγραφα των αναιρεσειόντων με αποτέλεσμα τον σχηματισμό εσφαλμένης δικαστικής του κρίσης επί της ένδικης διαφοράς ως προς την ύπαρξη γνώσης των αναιρεσειόντων και ιδίως του πρώτου αναιρεσείοντος" ενώ "αποδεικνύεται πέραν πόσης αμφιβολίας ότι ουδείς σκοπός ή δόλος καταδολίευσης σε βάρος της ενάγουσας τράπεζας μπορεί να καταλογισθεί σε βάρος του πρώτου και της δευτέρας των εναγόμενων, αλλά και των λοιπών τότε ανηλίκων εναγόμενων (τότε έντεκα και δεκατριών χρόνων),από την καλόπιστη πράξη οικογενειακής αποκατάστασης των τέκνων(δευτέρας και τρίτης των εναγομένων), όπως άλλωστε πράττει ο μέσος συνετός άνθρωπος ενόψει της λύσης του έγγαμου βίου του" και έτσι παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί είναι αόριστος, αφού δεν προσδιορίζεται σε αυτόν το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως και γιατί υπό την επίκληση παράβασης της διατάξεως αυτής οι αναιρεσείοντες πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του Εφετείου ότι ο πρώτος αναιρεσείων οφειλέτης της αναιρεσίβλητης προέβη στην μεταβίβαση, με χαριστικές δικαιοπραξίες, προς τη σύζυγο και τις θυγατέρες του-λοιπές αναιρεσείουσες, του μοναδικού περιουσιακού του στοιχείου, με πρόθεση βλάβης της δανείστριας αντιδίκου του, γιατί γνώριζε ότι η επιχείρηση της πρωτοφειλέτριας εταιρείας αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, ότι ο ίδιος έχει οφειλή έναντι της αναιρεσίβλητης και ότι με την απαλλοτρίωση του μοναδικού περιουσιακού του στοιχείου αξίας 98.336,06 ευρώ θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση της ποσού 282.432,24 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 8-5-2023 αίτηση των 1) Ε. Κ. ή Κ., 2)Μ. Κ., 3)Μ.-Π. Κ. ή Κ. και 4) Β.-Μ. Κ. ή Κ. για αναίρεση της υπ' αρ. 2439/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. - Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και -
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ