ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 414/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 414/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 414/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 414 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 414/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Φωτεινή Μηλιώνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία "Ι. Ζ. & ΣΙΑ Ο.Ε.", που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΠΛΑΣΤΗΡΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "PLASTIRA CENTER A.E.", που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΑΡΤΕΜΙΣ ΕΝΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", και το διακριτικό τίτλο "ΑΡΤΕΜΙΣ ΕΝΑ Α.Ε.", που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Σουρλά με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Α. Μ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βρέλλο και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από .../2019 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης.
Εκδόθηκε η .../2022 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από .../2022 αίτησή τους και τους από .../2023 πρόσθετους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από ....2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό .../2022 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την οριζόμενη από το άρθρο 898 εδ. β' ΚΠολΔ ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ιδίου Κώδικα, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την κύρια αγωγή και ως απαράδεκτη τη συμπληρωματική αγωγή των εναγουσών και ήδη αναιρεσειουσών κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, με τις οποίες οι ενάγουσες ζητούν την ακύρωση της υπ' αριθ. .../2019 απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου Ηρακλείου. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1 και 566 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Οι από ....2023 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 15.1.2024 και επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη στις 17.1.2024 (βλ. τη με αριθ. ....2024 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, Κ. Σ.), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναίρεσης (19.2.2024), κατά την οποία άρχισε η εκδίκασή της, ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και αφού αφορούν στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης που πλήττονται και με την αναίρεση και στα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά (άρθρο 569 ΚΠολΔ.), είναι παραδεκτοί. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, οι οποίοι συνεκφωνήθηκαν με την αίτηση αναίρεσης, πρέπει να συνεκδικαστούν με αυτήν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται υποχρεωτικά με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 527/2023, ΑΠ 1078/2020, ΑΠ 921/2019) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο αυτών (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Kατά μεν το άρθρο 897 ΚΠολΔ η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση και για τους σ` αυτό περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους, κατά δε το άρθρο 899 παρ. 2α ΚΠολΔ, η αγωγή για την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 897 αρ. 1 έως 7 ΚΠολΔ ασκείται σε προθεσμία τριών μηνών από την κοινοποίησή της, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Εάν επομένως η αγωγή ακύρωσης, η οποία έχει χαρακτήρα διαπλαστικής αγωγής και το δι` αυτής αγόμενο προς κρίση δικαίωμα προς ακύρωση συνιστά επίσης διαπλαστικό δικαίωμα (ΑΠ 1743/2000), δεν ασκηθεί εντός της τασσόμενης από το νόμο τρίμηνης προθεσμίας, απορρίπτεται ως κατ` ουσίαν απαράδεκτη, διότι η ως άνω προθεσμία είναι όχι μόνο αποκλειστική, αλλά και αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 269, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο και αφετέρου διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1312/2022, ΑΠ 2111/2017, ΑΠ 1009/1988). Για την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, ο ακυρωτικός λόγος πρέπει να περιλαμβάνεται στην αγωγή, ενώ το δικαστήριο δεν μπορεί να την ακυρώσει για λόγο μη εμπεριεχόμενο στην αγωγή. Με την ακυρωτική αγωγή μπορεί να προτείνονται περισσότεροι από ένας λόγοι. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αντικειμενική σώρευση αγωγών με το ίδιο ακυρωτικό αίτημα, δηλαδή κάθε ακυρωτικός λόγος αποτελεί αγωγή ακύρωσης. Γι’ αυτό για κάθε λόγο ακύρωσης ισχύει η προαναφερόμενη τρίμηνη αποκλειστική και αποσβεστική προθεσμία.

Συνεπώς, αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει και άλλη συμπληρωματική (με πρόσθετους λόγους) αγωγή, δηλαδή με λόγους διαφορετικούς από εκείνους στους οποίους στηρίχθηκε η πρώτη. Αντίθετη άποψη, ότι μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 520 παρ. 2 ή το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ ως προς τη δυνατότητα άσκησης πρόσθετων λόγων ακύρωσης εκτός της αποκλειστικής τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 899 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι παρελκύει κατ` αποτέλεσμα την αποκλειστική από το άνω άρθρο προθεσμία, καθώς έτσι η αγωγή ακύρωσης με έναν λόγο θα οδηγούσε σε ενδεχόμενη μεταγενέστερη άσκηση πρόσθετου λόγου ακύρωσης εκτός της προθεσμίας αυτής. Άλλωστε, η αγωγή ακύρωσης διαιτητικής απόφασης δεν συνιστά ένδικο μέσο (απαγορευμένο από το άρθρο 895 παρ. 1 ΚΠολΔ), αλλά αγωγή με την οποία ασκείται, όπως προαναφέρθηκε, διαπλαστικό ουσιαστικής φύσης δικαίωμα (ΑΠ 1312/2022, ΑΠ 2111/2017, ΑΠ 61/2016). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 897 αριθ. 1 ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, μόνο με δικαστική απόφαση, αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 901 παρ. 1 στοιχ. α` ΚΠολΔ, μπορεί να επιδιωχθεί, με αγωγή ή ένσταση, η αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης, πλην άλλων περιπτώσεων, και αν δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας. Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται αφενός μεν η ακυρωσία και αφετέρου η ανυπαρξία διαιτητικής απόφασης, όταν η διαφορά για την οποία αποφάνθηκαν οι διαιτητές δεν έχει υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους. Το πότε η διαιτητική απόφαση είναι ακυρώσιμη και πότε ανύπαρκτη, εξαρτάται από τη συνομολόγηση συμφωνίας για διαιτησία. Έτσι, αν οι διαιτητές στηρίζουν την εξουσία τους σε ανύπαρκτη συμφωνία για διαιτησία, τότε η απόφασή τους είναι και αυτή ανύπαρκτη. Αν, αντίθετα, οι διαιτητές αντλούν μεν την εξουσία τους από υπαρκτή συμφωνία, αλλά την επέκτειναν και στην επίλυση διαφορών, οι οποίες με το συνυποσχετικό δεν έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία τους, ή βάσει του νόμου πλέον αποκλείονται από τη δικαιοδοσία τους, τότε η απόφασή τους είναι όχι ανύπαρκτη, αλλά ακυρώσιμη. Οι ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται η ανυπαρξία και η ακυρωσία των διαιτητικών αποφάσεων, είναι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, η δε παραβίασή τους ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1312/2022, ΑΠ 811/2019, ΑΠ 354/2018, ΑΠ 272/2016, ΑΠ 217/2004). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ένδικης υπόθεσης σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Με τον λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, δηλαδή, αποκλειστικά, των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν, καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (Ολ.ΑΠ 2/2021, Ολ.ΑΠ 3/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 319/2017). Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 23/2023, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 52/2019). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου από το δικαστήριο της ουσίας (αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Διότι μόνον ενόψει των ουσιαστικών αυτών παραδοχών, μπορεί να ελεγχθεί αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο να εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1027/2019, ΑΠ 873/2018). Εξάλλου η αοριστία του λόγου αναίρεσης δεν δύναται να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 1419/2023, ΑΠ 1230/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ "αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο". Υπό τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 532/2020, ΑΠ 503/2018, ΑΠ 1735/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης και τους πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους αναίρεσης, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου τους, τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενες ότι το Εφετείο, εσφαλμένα και χωρίς επαρκή αιτιολογία, απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της την από 23.11.2020 συμπληρωματική αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της υπ' αριθ. .../2019 διαιτητικής απόφασης, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, άλλως του άρθρου 901 ΚΠολΔ. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης, κατά το μέρος που οι αναιρεσείουσες επικαλούνται παράβαση του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι, διότι το Εφετείο δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο από το δικονομικό δίκαιο, αλλά απέρριψε την συμπληρωματική αγωγή ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης ως ουσιαστικά απαράδεκτη, λόγω μη τήρησης της αποκλειστικής αποσβεστικής προθεσμίας, εντός της οποίας έπρεπε να ασκηθεί. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο ως προς τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο δέχθηκε τα ακόλουθα : "Επίσης οι ενάγουσες στην ως άνω αγωγή με την από 23-11-2020 (αρ. πρωτ. .../2020) συμπληρωματική αγωγή τους ζητούν ν' ακυρωθεί η ίδια ως άνω διαιτητική απόφαση για τους πρόσθετους λόγους, που επικαλούνται στο υπό κρίση δικόγραφό τους. Ωστόσο, η συμπληρωματική αυτή αγωγή ακύρωσης ασκήθηκε με κατάθεσή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 2-12-2020, μετά, δηλαδή, την πάροδο της τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης διαιτητικής απόφασης, που έλαβε χώρα στις 4-3-2019 - κατά τα αναφερόμενα παραπάνω - και συνακόλουθα η υπό κρίση συμπληρωματική αγωγή ακύρωσης είναι εκπρόθεσμη και απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός, εξάλλου, των εναγουσών ότι σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί εκπρόθεσμη η από 23-11-2020 αγωγή ακύρωσης, αυτή φέρει τον χαρακτήρα πρόσθετων λόγων, που ασκούνται παραδεκτώς με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 520 § 2 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η παραπάνω διάταξη έχει εφαρμογή στο ένδικο μέσο της εφέσεως, ενώ η αγωγή ακύρωσης είναι ένδικο βοήθημα". Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 897 επ. ΚΠολΔ, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η ένδικη συμπληρωματική αγωγή των αναιρεσειουσών, με την οποία ζητούν να ακυρωθεί η υπ' αριθ. .../2019 διαιτητική απόφαση για τους αναφερόμενους σ' αυτήν πρόσθετους λόγους, ασκήθηκε μετά την πάροδο της τρίμηνης αποκλειστικής αποσβεστικής προθεσμίας από την επίδοση της προσβαλλόμενης διαιτητικής απόφασης στις αναιρεσείουσες και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, μη εφαρμοζομένης εν προκειμένω της διάταξης του άρθρου 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή θα οδηγούσε σε παρέλκυση της ως άνω τρίμηνης αποκλειστικής αποσβεστικής προθεσμίας, ούτε της διάταξης του άρθρου 901 ΚΠολΔ, καθόσον με την ένδικη συμπληρωματική αγωγή δεν ζητείται η αναγνώριση της ανυπαρξίας της ως άνω διαιτητικής απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά σ' αυτή τη διάταξη. Επομένως, οι ως άνω αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος τους με το οποίο προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, είναι απαράδεκτοι, διότι το Εφετείο δεν ερεύνησε την ένδικη συμπληρωματική αγωγή κατ' ουσίαν, αλλά την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενες ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες ισχυρισμούς τους περί μη τήρησης της νόμιμης διαδικασίας άσκησης της διαιτητικής αγωγής, η οποία ασκήθηκε ως δικόγραφο στο πολιτικό δικαστήριο, ενώ απευθύνεται στο αρμόδιο διαιτητικό δικαστήριο και της κακής συγκρότησης του Διαιτητικού Δικαστηρίου, αφού, με την υπ' αριθ. .../2013 πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Ηρακλείου, είχε ήδη συγκροτηθεί το διαιτητικό δικαστήριο και είχε ορισθεί μονομελής διαιτητής η Ε. Ψ. προς εκδίκαση διαιτητικής αγωγής της συνοικοπεδούχου Α. Θ. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι οι ως άνω ισχυρισμοί διαλαμβάνονται στην συμπληρωματική αγωγή, η οποία απορρίφθηκε από το Εφετείο ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης και τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος, οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1, 8, 12, 14, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενες ότι το Εφετείο απέρριψε χωρίς αιτιολογίες, άλλως με εσφαλμένες αιτιολογίες και με παραποίηση του περιεχομένου των εγγράφων που προσκόμισαν οι διάδικοι και κυρίως του εργολαβικού συμβολαίου, στο οποίο έχουν περιληφθεί η διαιτητική ρήτρα και οι συμφωνίες για την ποινική ρήτρα, τους προταθέντες λόγους ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης που αφορούσαν α) το σφάλμα της διαιτητικής απόφασης ως προς την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας και τον υπολογισμό της, καθώς δεν συνομολογήθηκε η πληρωμή ποινικής ρήτρας για την καθυστέρηση παράδοσης των θέσεων στάθμευσης και των αποθηκών, αλλά μόνο για την καθυστέρηση παράδοσης καταστημάτων, γραφείων και κατοικιών των οικοπεδούχων, β) το σφάλμα της διαιτητικής απόφασης για την εις ολόκληρον ευθύνη όλων των αναιρεσειουσών από την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, την υπαγωγή της δεύτερης και της τρίτης εξ αυτών, βάσει των εργολαβικών συμβολαίων, στη διαιτητική διαδικασία και την έκδοση καταψηφιστικής σε βάρος τους διάταξης, καθώς στη διαιτητική συμφωνία δεν περιλαμβάνεται και η επιδίκαση της ποινικής ρήτρας, αλλά μόνο η διαπίστωση των προϋποθέσεων για τον υπολογισμό της και γ) τη μη τήρηση της νόμιμης διαδικασίας άσκησης και συζήτησης της διαιτητικής αγωγής. Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι αβάσιμοι ως στηριζόμενοι επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον οι ως άνω επικαλούμενοι από τις αναιρεσείουσες λόγοι ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης δεν εμπεριέχονται στην κύρια αγωγή τους που ερευνήθηκε κατ' ουσίαν από το Εφετείο, αλλά στη συμπληρωματική τοιαύτη, ως προς την οποία δεν υπήρξε κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας και συνακόλουθα σχετικό πόρισμα, αφού η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος και τον τέταρτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου τους, την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενες ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 897 αρ. 6 του ΚΠολΔ, απορρίπτοντας τον λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης ως αντίθετης στις διατάξεις δημοσίας τάξεως των άρθρων 347 - 692 ΚΠολΔ, οι οποίες αξιώνουν την απόλυτη δικανική πεποίθηση και αποκλείουν την πιθανολόγηση. Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ως άνω ουσιαστικού νόμου, ούτε εκτίθενται οι παραδοχές του δικαστηρίου, υπό τις οποίες συντελέστηκε η επικαλούμενη παραβίαση. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της αναίρεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειουσών, λόγω της ήττας τους, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρ. 106, 176, 183, 189 αρ. 1 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από ....2022 αίτηση και τους από ....2023 πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της υπ’ αριθ. .../2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.

Απορρίπτει την από ....2022 αίτηση αναίρεσης και τους από ....2023 πρόσθετους λόγους αυτής.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαρτίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή