ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 429/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 429/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 429/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 429 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 429/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία "Κ. ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Κουτσούκη, ο οποίος ανακάλεσε την δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) παράστασή του και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Λ. - Β. Κ. ΑΒΕΕ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ" και το δ.τ. "SPRINT A.E.", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, η οποία δεν παραστάθηκε.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2018 ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η .../2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...-2022 αίτησή της.
Με την .../2024 Πράξη της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι πιο πάνω διατάξεις διαφέρουν μόνον ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται να υφίσταται, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση, δηλαδή, να δικαστεί ερήμην και να υποστεί τις σχετικές συνέπειες. Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 702/2024, 156/2024, 936/2018, 869/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από ...-2024 υπ' αριθμ. .../2024 πράξη της Προέδρου του παρόντος Β2' Τμήματος του Αρείου Πάγου, προσδιορίστηκε, για τους λόγους που εκτίθενται στην ως άνω πράξη και συνίστανται στην αδυναμία έκδοσης απόφασης επί της από ...-2022 (αρ.εκθ.καταθ. .../2022) αίτησης αναίρεσης, που είχε συζητηθεί στη δικάσιμο της 9-1-2024, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (7-1-2025) με σκοπό την επανάληψη της συζήτησης. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με αριθμό .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την ως άνω απόφαση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση της καθ' ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αρ..../2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθμ. .../2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 10-4-2018 επιταγής προς πληρωμή. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανίστηκε η αναιρεσίβλητη αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα [βλ. το από 19-9-2024 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Κ. Δ., στην Α. Ζ., πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσίβλητης, δια της οποίας είχε αυτή παρασταθεί και καταθέσει προτάσεις κατά την αρχική δικάσιμο (9-1-2024) της υπόθεσης]. Επομένως θα θεωρηθεί παρούσα και κατά τη νέα συζήτηση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 455 του Α.Κ., εκχώρηση είναι η μεταβίβαση της απαίτησης του δανειστή σε νέο δικαιούχο μέσω σύμβασης μεταξύ τους, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με τον τρόπο αυτό μεταβιβάζεται η απαίτηση και μεταβάλλεται το πρόσωπο του δανειστή και όχι η φύση και τα χαρακτηριστικά της απαίτησης (ΑΠ 250/2024, 1050/2021, 695/2020). Ο νέος δανειστής (εκδοχέας), ως ειδικός διάδοχος, εισέρχεται στα δικαιώματα και στη θέση γενικότερα του παλαιού δανειστή, όπως αν η απαίτηση θεμελιωνόταν ευθύς εξαρχής με δανειστή αυτόν (ΑΠ 1050/2021), ήτοι, ο εκδοχέας, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης θέσης του οφειλέτη (ΑΠ 791/2019, 16/2008, 937/2005) και ότι ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που του ανήκουν από την απαίτηση κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωποπαγείς) και εφόσον η γένεσή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας (ΑΠ 791/2019). Περαιτέρω, κατά μεν την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κώδικα περί Δικηγόρων (κυρ. ν.δ. 3026/1954) επιτρέπεται συμφωνία εξαρτώσα την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, κατά δε την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, η πιο πάνω συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας για διεξαγωγή της δίκης εργολαβικώς, είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ότι ο εντολέας εκχωρεί στον εντολοδόχο δικηγόρο, προς είσπραξη της συμφωνηθείσης αμοιβής του, ποσοστό της απαίτησής του κατά του αντιδίκου του. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για καταπιστευτική εκχώρηση που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του δικηγόρου προς είσπραξη της αμοιβής του αμέσως από το προϊόν της δίκης μετά τη τελεσιδικία, χωρίς η εκχωρηθείσα απαίτηση να διέλθει από την περιουσία του εκχωρητή. Η εκχωρούμενη για τον προαναφερόμενο λόγο απαίτηση, αφού είναι επίδικη δεν έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της εκχώρησης, αλλά τελεί υπό την αίρεση της τελεσιδίκου επιδίκασης, μέχρι δε την πλήρωση της αίρεσης αντικείμενο της εκχώρησης είναι η προσδοκία που αποκτά ο δικαιούχος, για την κτήση ολοκληρωμένης απαίτησης. Επομένως, στην περίπτωση που με τη συμφωνία περί εργολαβίας δίκης, ο εντολέας προς εξασφάλιση της είσπραξης της συμφωνηθείσας αμοιβής του δικηγόρου εξεχώρησε σ` αυτόν μέρος της σε βάρος του αντιδίκου του επίδικης απαίτησης, ο δικηγόρος μέχρι την έκβαση της δίκης με τελεσίδικη απόφαση κλπ, αποκτά δικαίωμα προσδοκίας, η δε πλήρης απόκτηση της απαίτησης που εκχωρήθηκε αποκτάται με την πλήρωση της αναβλητικής αιρέσεως , δηλαδή με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο έκβαση της δίκης (ΑΠ 425/2020) ή με την επίλυση της διαφοράς με συμβιβασμό εξωδικαστικώς ή με περαίωση της εργασίας [201 Α.Κ.] (ΑΠ 418/2003).Εξάλλου, τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ, που ρυθμίζουν το συμψηφισμό, ορίζουν το μεν πρώτο ότι "Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες", το δε δεύτερο ότι "Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο, το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου, που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση, που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό, να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης του άρθρου 442 Α.Κ. (ΑΠ 43/2022, 695/2020) ή λόγου ανακοπής (ΑΠ 129/2023, 43/2022). Ωστόσο, δεν επιτρέπεται τέτοιος συμψηφισμός κατά απαιτήσεως, που κατά νόμο είναι ακατάσχετη. "Ακατάσχετες" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι απαιτήσεις οι οποίες κατά εξαιρετικό, και επομένως στενά ερμηνευτέο, δίκαιο εξαιρούνται από την κατάσχεση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 982 παρ. 2 εδ. α' έως στ' ΚΠολΔ ή προβλέπονται ευθέως ως τέτοιες (ακατάσχετες) από ειδικές διατάξεις νόμων, διατάξεις δηλονότι οι οποίες εκφράζουν σαφή περί του ακατάσχετου επιλογή του νομοθέτη (ΑΠ 1962/2017). Σε περίπτωση εκχώρησης απαίτησης, το επιτρεπτό του συμψηφισμού θα κριθεί από την ίδια τη φύση της απαίτησης που εκχωρήθηκε (η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, δεν μεταβάλλεται), και όχι από την αιτία που αποτελεί το δικαιολογητικό λόγο της εκχώρησης.

Συνεπώς, απαίτηση η οποία είναι επιτρεπτό να συμψηφιστεί και ακολούθως εκχωρήθηκε στα πλαίσια εργολαβικής συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής, δεν καθίσταται εκ του λόγου αυτού ακατάσχετη και συνεπώς ανεπίδεκτη συμψηφισμού, αφού η αιτία της εκχώρησης δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στη φύση της εκχωρούμενης απαίτησης (πρβ. ΑΠ 695/2020). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 448 και 463 παρ. 2 ΑΚ, συνάγεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό, κατά του εκδοχέα, ανταπαίτηση που έχει κατά του εκχωρητή, εφόσον αυτή υπήρχε κατά το χρόνο της αναγγελίας της εκχώρησης, ακόμη και αν δεν ήταν τότε ληξιπρόθεσμη, αρκεί να γίνεται ληξιπρόθεσμη πριν από τη λήξη της απαίτησης που εκχωρήθηκε (ΑΠ 1523/2011, 880/2010, 1204/1994). Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή κάμπτεται, κατ` εξαίρεση, η αρχή της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων (ο οφειλέτης κάθε μιάς απαιτήσεως είναι συγχρόνως και δανειστής της άλλης ΑΚ 440) και εκείνης της σχετικότητας, εφόσον ο εκδοχέας δεν συμμετέχει στην έννομη σχέση εκχωρητή-οφειλέτη (ΑΠ 59/2013, 1523/2011).

ΙΙΙ. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι μ' αυτή έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: <<...Το έτος 1996 η ανακόπτουσα εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο παραγωγής και εμπορίας βρεφικών και παιδικών ενδυμάτων υπό το σήμα "SPRINT" σύναψε με τον Ν. Τ., μη διάδικο στην παρούσα δίκη, προφορικά σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία εν συνεχεία και ειδικότερα την 1-4-2003 καταρτίστηκε και εγγράφως. Με τη σύμβαση αυτή ανέλαβε ο τελευταίος την αποκλειστική αντιπροσώπευση βρεφικών και παιδικών ενδυμάτων, παραγωγής και εμπορίας της πρώτης, στις περιοχές Θράκης, Στερεάς Ελλάδας, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, πλην της Θεσσαλονίκης. Τη σύμβαση αυτή κατήγγειλε προφορικά η ανακόπτουσα εταιρεία στις 8-1-2011 άνευ τηρήσεως της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 ΠΔ/τος 219/1991 προθεσμίας των έξι μηνών. Προκειμένου να διεκδικήσει ο Ν. Τ., αποζημίωση από τη μη νόμιμη καταγγελία, ανέθεσε στην εκκαλούσα - δικηγορική εταιρεία τη νομική διεκδίκηση των αξιώσεών του. Προς τούτο καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του Ν. Τ., το από 7-6-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο εκείνη, ανέλαβε να διεκπεραιώσει δια των συνεργατών της την υπόθεση του. Ειδικότερα και όσον αφορά την αμοιβή της εκκαλούσας συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: "Ι.α. Ο εντολοδόχος θα λάβει ως εργολαβική αμοιβή το 20% πλέον ΦΠΑ (23%) επί του ποσού που θα εισπράξει ο εντολέας (κεφάλαιο + τόκους + δικαστική δαπάνη). Για τον υπολογισμό του 20% λαμβάνονται υπόψη τυχόν φερόμενες προς συμψηφισμό απαιτήσεις του εντολέα με ανταπαιτήσεις της αντιδίκου. β. Τα πάσης φύσεως έξοδα βαρύνουν τον εντολέα. γ. Η παραπάνω συμφωνία ισχύει αδιάφορα από τον τρόπο που θα επιλυθεί η διαφορά δηλαδή είτε δικαστικά είτε εξωδικαστικά - συμβιβαστικά, αρκεί προς τούτο η ενέργεια έστω και μιας πράξης. δ. Η παραπάνω συμφωνία ισχύει μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Σε περίπτωση μη επιτυχούς έκβασης της δίκης δεν δικαιούται καμιά αμοιβή. 2. Απαγορεύεται στον εντολέα να συμβιβαστεί με την ως άνω αντίδικο χωρίς τη σύμπραξη και έγγραφη συναίνεση του εντολοδόχου, σε αντίθετη δε περίπτωση ο χωρίς τη συναίνεση του εντολοδόχου γενόμενος συμβιβασμός ή κατάργηση της δίκης είναι άκυρος. 3. Ρητά συμφωνείται ότι αν παρά τη παραπάνω απαγόρευση ο εντολέας συμβιβαστεί με την αντίδικο της ο εντολοδόχος δικαιούται να λάβει το παραπάνω ποσοστό όχι στο συμβιβαστικό αντάλλαγμα αλλά στο αιτούμενο με τη σχετική αγωγή ποσό. 5. Ο εντολέας δεν έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη παρούσα εντολή καθότι αυτή αφορά και στο συμφέρον του εντολοδόχου σύμφωνα με το άρθρο 724 ΑΚ. 6. Ο εντολέας για την εκτέλεση της παρούσας εντολής εκχωρεί και μεταβιβάζει από τώρα στον εντολοδόχο το ανωτέρω συμφωνηθέν ποσοστό επί του ποσού που θα ληφθεί από την αντίδικο της δικαστικά ή συμβιβαστικά, του εντολοδόχου δικαιούμενου να εισπράξει προνομιακά το ποσό αυτό απευθείας από την οφειλέτιδα - αντίδικο χωρίς νέα μεσολάβηση του εντολέα και χωρίς νέα εντολή ή εκχώρηση αυτής. 7. Σε περίπτωση που ήθελε χωρήσει εκ μέρους της αντιδίκου μερική καταβολή των δικαιούμενων χρηματικών ποσών ο εντολοδόχος θα λάβει αναλογικά το ως άνω ποσοστό αφού πρώτα αφαιρεθούν τα καταβληθέντα δικαστικά έξοδα. Το ίδιο ισχύει και επί της τελικής περαίωσης της διαφοράς... "[..............]. Ακολούθως η εκκαλούσα επέδωσε στις 24-6-2011 στην εφεσίβλητη αναγγελία της εκχωρηθείσας σε αυτή με το ανωτέρω συμφωνητικό απαίτησης του Ν. Τ. που ανήρχετο σε ποσοστό 20% επί του συνολικού ποσού που θα εισέπραττε αυτός, καλώντας την σε περίπτωση συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή επιδίκασης οποιουδήποτε ποσού με δικαστικές ή μη ενέργειες να μην αποδώσει ποσοστό 20% πλέον ΦΠΑ 23% επί του συνολικού ποσού που θα καταβληθεί στον εντολέα της (συμπεριλαμβανομένων και των τυχόν συμψηφιστέων απαιτήσεων της), αλλά να παρακρατήσει αυτό και να της το αποδώσει, λόγω της γενόμενης εκχώρησης, αφού προηγουμένως παρακρατήσει και αποδώσει το 20% στη Δ.Ο.Υ. της. Σε εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτήν εντολής του Ν. Τ., η εκκαλούσα δικηγορική εταιρεία άσκησε την από 1-7-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 366/2011 αγωγή με ενάγοντα τον Ν. Τ. και έτερα πρόσωπα, σε βάρος της εφεσίβλητης, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας, επικαλούμενη την ακυρότητα της καταγγελίας της συναφθείσας μεταξύ των εν λόγω διαδίκων σύμβασης αποκλειστικής εμπορικής αντιπροσωπείας με αίτημα να καταδικαστεί η ανακόπτουσα να καταβάλει στον Ν. Τ. [...............]. Η εφεσίβλητη άσκησε παραδεκτά με τις από 10-10-2013 έγγραφες προτάσεις της ανταγωγή [.............] ενώ παράλληλα πρότεινε σε συμψηφισμό προς απόκρουση της αγωγής του αντιδίκου της δική της ανταπαίτηση σε βάρος του ύψους 262.474,54 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό .../2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας [...............] οι ως άνω αντίδικοι άσκησαν εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό .../2017 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία, αφενός εξαφανίστηκε η ως άνω εκκαλούμενη απόφαση, όσον αφορά τον Ν. Τ. και αφετέρου απορρίφθηκε η ασκηθείσα από την ανακόπτουσα ανταγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στο σκεπτικό της απόφασης κρίθηκε, όσον αφορά την αγωγή του Ν. Τ., ότι αυτός δικαιούται από την εφεσίβλητη για τις αναφερόμενες σ' αυτήν αιτίες το συνολικό ποσό των 164.668,72 ευρώ καθώς και ότι οφείλει σε αυτήν το ποσό 262.474,54 ευρώ. Υπό τις παραδοχές αυτές το Εφετείο Λαρίσης έκανε δεκτή, ως κατ' ουσίαν βάσιμη την προβαλλόμενη εκ μέρους της εφεσίβλητης ένστασης συμψηφισμού, την οποία εκείνη είχε παραδεκτώς επαναφέρει, ως λόγο έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και απέρριψε την αγωγή καθό μέρος είχε κριθεί ορισμένη και νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη [..................]. Ειδικότερα στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης - όσον αφορά την αγωγή του Ν. Τ. αναγράφονται τα ακόλουθα: "...
Απορρίπτει την αγωγή εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη κάνοντας δεκτή την ένσταση συμψηφισμού που προέβαλε η εναγόμενη, ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τον πρώτο ενάγοντα..." ενώ εν συνεχεία επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - εναγόμενης σε βάρος του πρώτου ενάγοντα Ν. Τ. επειδή ηττήθηκε στην εν λόγω δίκη ορίζοντας αυτά στο ποσό των 800 ευρώ. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα επέδωσε στις 5-12-2017 στην εφεσίβλητη την από 30-11-2017 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία, επικαλούμενη την έκδοση της ως άνω απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, το προαναφερόμενο συμφωνητικό εργολαβίας δίκης, την αναγγελία προς αυτήν της εκχώρησης της εργολαβικής της αμοιβής καθώς και ότι επήλθε πλήρωση της αίρεσης περί επιτυχούς έκβασης της δίκης, την κάλεσε να της καταβάλει την εργολαβική της αμοιβή, υπολογιζόμενης σε ποσοστό 20%, πλέον Φ.Π.Α. 24%, επί του ως άνω ποσού των 164.668,72 ευρώ και ανερχόμενης στο ποσό των 63.531,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανωτέρω δικαστικής απόφασης. Λόγω μη ανταπόκρισης της εφεσίβλητης, η εκκαλούσα αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος της. Πιστό αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμ. ...-2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με επιταγή προς πληρωμή για το ποσό των 69.831,63 ευρώ επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 16-4-2018 (βλ. την με αριθμ. ...-2018 έκθεση επίδοσης Τ. Τ. διορισμένου στο Εφετείο Θεσσαλονίκης). Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής ασκήθηκε από την εφεσίβλητη ανακοπή η οποία έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση. [...................] Εν προκειμένω η εκκαλούσα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και διαπίστωσε, εμμέσως, ασάφεια και κενό στο ιδιωτικό συμφωνητικό - εργολαβικό δίκης που κατήρτισε με τον Ν. Τ. εντούτοις δεν προσέφυγε, ως όφειλε, στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. αναζητώντας την αληθή βούληση των συμβαλλόμενων μερών. Ειδικότερα η εκκαλούσα επικαλείται ότι εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αναζητούσε την αληθινή βούληση των συμβαλλόμενων, θα κατέληγε στο ορθό πόρισμα ότι το αληθές νόημα των ρητρών του εν λόγω συμφωνητικού και ειδικότερα της ρήτρας lα εδ.α' αυτού, στην οποία αναφέρεται ότι... "ο εντολοδόχος θα λάβει ως εργολαβική αμοιβή το 20% πλέον ΦΠΑ (23%) επί του ποσού που θα εισπράξει ο εντολέας (κεφάλαιο + τόκους + δικαστική δαπάνη).." είναι ότι η ευρεία έννοια της λέξεως "είσπραξη" περιλαμβάνει την καθοιονδήποτε τρόπο είσπραξη, ως τέτοιας νοούμενης, της εξόφλησης της με καταβολή, δημόσια κατάθεση, άφεση χρέους, συμψηφισμό και ότι ο δικηγόρος δικαιούται την εργολαβική αμοιβή με βάση την απαίτηση που αναγνωρίστηκε και οφείλεται στον εντολέα του. Ο εν λόγω ισχυρισμός ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι η περιλαμβανόμενη στο καταρτισθέν μεταξύ της εκκαλούσας και του Ν. Τ. ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνία αφορώσα την αμοιβή της ενάγουσας είναι πλήρης, χωρίς κενά ή ασάφειες, όσον αφορά στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των συμβαλλόμενων ενώ από το κείμενο της εκκαλουμένης απόφασης, δεν προκύπτει ότι γεννήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμφιβολία είτε άμεσα είτε έμμεσα, όσον αφορά την έννοια των δηλώσεων των συμβαλλομένων μερών, οι οποίες είναι σαφείς και απόλυτα κατανοητές. Αυτό διότι το εν λόγω συμφωνητικό, καταρτισθέν από τους έμπειρους δικηγόρους που στελεχώνουν την εκκαλούσα εταιρεία, έχει διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε η δήλωση βούλησης των δικαιοπρακτούντων να προκύπτει άμεσα και να μην χρήζει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, ως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Ειδικότερα αυτό περιλαμβάνει άπαντα τα αναγκαία για την εγκυρότητα του στοιχεία, προβλεπόμενα στον Κώδικα περί δικηγόρων. Ειδικότερα η αναφορά σε αυτό ότι, η συμφωνία, που εξαρτά την αμοιβή της εκκαλούσας από την έκβαση της δίκης, ισχύει μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, ενώ ο δικηγόρος σε περίπτωση αποτυχίας δεν θα δικαιούται να λάβει κάποια αμοιβή ταυτίζεται πλήρως με το περιεχόμενο του άρθρου 92 παρ. 5 του Ν.Δ.3026/1954 "Περί του Κώδικος των Δικηγόρων" [...................] Ως εκ τούτου ο όρος αυτός, ο οποίος περιέχει τα κύρια στοιχεία της ένδικης σύμβασης, διότι καθορίζει το ύψος της αμοιβής της εκκαλούσας, το ποσό επί του οποίου θα υπολογιστεί αλλά και την αναβλητική αίρεση εκ της οποίας εξαρτάται η είσπραξη της, δεν δύναται να είναι αόριστος και ασαφής, χρήζων την επικαλούμενη εκ μέρους της εκκαλούσας ερμηνεία, καθόσον σε αυτόν έχει ενσωματωθεί το κείμενο του νόμου, το οποίο δεν δύναται να έχει αόριστο ή ασαφές περιεχόμενο, ούτε να προκαλεί αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις περί της αληθούς έννοιας του (σημειωτέον ότι επ' αυτού δεν έχει εκδοθεί ερμηνευτικός νόμος). Άλλωστε, από τη γραμματική διατύπωση της σύμβασης προκύπτει αναμφίβολα, όσον αφορά τα κύρια στοιχεία της ένδικης συμφωνίας καθορισμού αμοιβής της εκκαλούσας, ότι η αμοιβή της εκκαλούσας, θα λαμβανόταν από το ποσό που θα εισέπραττε ο εντολέας της και θα αποτελούνταν από κεφάλαιο, τόκους και τη δικαστική δαπάνη. Η συγκεκριμένη αναφορά, επίσης δεν εμφανίζει κενό ή ασάφεια, ούτε χρήζει ανάγκη ερμηνείας με βάση τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Αυτό διότι καθορίζει με σαφήνεια τα δικαιώματα της εκκαλούσας επί της αμοιβής της και τα ποσά επί των οποίων θα υπολογιστεί Άλλωστε η δικηγορική αμοιβή, υπολογίζεται επί του αντικειμένου της δίκης, ως αυτό προσδιορίζεται στο διατακτικό της τελεσίδικης απόφασης με την οποία δικαιώνεται ο εντολέας - πελάτης [...........]. Εξάλλου πανομοιότυπη διατύπωση με το ιδιωτικό συμφωνητικό επέλεξε η εκκαλούσα να έχει και η αναγγελία της εκχώρησης προς την εφεσίβλητη, χωρίς και στην περίπτωση αυτή να καταλείπεται κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς το νοηματικό της περιεχόμενο. Ειδικότερα σε αυτήν αναφέρεται ότι ... "σύμφωνα με τη ρήτρα 6 των εν λόγω ιδιωτικών συμφωνητικών οι εντολείς (διότι υπήρχαν και έτεροι ενάγοντες) μας εκχώρησαν και μεταβίβασαν το ανωτέρω συμφωνηθέν ποσοστό επί του ποσού που θα εισπραχθεί - καταβληθεί από την εταιρεία σας κατόπιν δικαστικών ενεργειών ή συμβιβαστικά ... Σας καλούμε δε σε περίπτωση συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή σε περίπτωση επιδίκασης οποιουδήποτε ποσού με δικαστικές ή μη ενέργειες να μην αποδώσετε ποσοστό 20% πλέον ΦΠΑ 23% επί του συνολικού καταβληθησόμενου ποσού στην εντολίδα μας (συμπεριλαμβανομένων και τυχόν συμψηφιστέων ανταπαιτήσεων σας) αλλά να το παρακρατήσετε και να το αποδώσετε στην εταιρεία μας". Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η χρησιμοποίηση εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου των αναφερομένων στην έφεση εκφράσεων όπως .... "κατά την ανωτέρω συμφωνία τους δηλαδή ..." ή "υπέρ της κρίσης αυτής συνηγορεί..." σε συνάρτηση πάντοτε με το συνολικό περιεχόμενο της εκκαλουμένης απόφασης, οφείλεται στην εμφατική-αναλυτική διατύπωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης ενόψει του προβαλλόμενου από την εκκαλούσα ισχυρισμού περί πλήρωσης της αναβλητικής αιρέσεως και όχι στην έμμεση εκ μέρους του διαπίστωση κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των συμβαλλόμενων. Ως εκ τούτου, είναι πρόδηλο ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε ούτε εμμέσως (πολύ περισσότερο, βέβαια, ευθέως) ότι υφίστατο εν προκειμένω κενό ή ασάφεια στο υπό κρίση συμφωνητικό και κατ' επέκταση ευλόγως δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών (ΑΚ 173, 200) και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα. Η εκκαλούσα με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης κατ' ορθή εκτίμηση του δικογράφου ισχυρίζεται ότι οι συμβαλλόμενοι με την επιλογή της συγκεκριμένης διατύπωσης επιθυμούσαν να καταστήσουν σαφές ότι με το περιεχόμενο της ρήτρας 1 α εδαφ. Β. του ιδιωτικού συμφωνητικού στην οποία αναγράφεται ότι "για τον υπολογισμό του 20% λαμβάνονται υπόψη τυχόν φερόμενες προς συμψηφισμό απαιτήσεις του εντολέα με ανταπαιτήσεις της αντιδίκου" εννοούσαν α) ότι η εργολαβική αμοιβή υπολογίζεται και στις προς συμψηφισμό φερόμενες απαιτήσεις, δηλαδή ακόμη και στην περίπτωση που η εφεσίβλητη θα πρότεινε ένσταση συμψηφισμού και β) ότι για τον υπολογισμό της εργολαβικής αμοιβής λαμβάνονται υπόψη όλες οι απαιτήσεις μη επηρεαζόμενη αυτή από ενδεχόμενο συμψηφισμό. Πλην όμως ο διενεργηθείς συμψηφισμός μεταξύ των απαιτήσεων του εντολέα της εκκαλούσας και της εφεσίβλητης δεν δύναται να μην επηρεάσει την αμοιβή της, ως εκείνη αβασίμως ισχυρίζεται. Αυτό διότι ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο εν λόγω όρος ήταν ισχυρός και είχε το περιεχόμενο που επικαλείται η εκκαλούσα, αυτός δεν δέσμευε την εφεσίβλητη, η οποία παραδεκτώς και νομίμως προέβαλε σε συμψηφισμό την σχετική ανταπαίτηση της και απόσβεσε τελεσιδίκως κατ' αυτόν τον τρόπο εν συνόλω την απαίτηση του εντολέα της εκκαλούσας με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή του, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας η εκκαλούσα, πριν το συμψηφισμό των ως άνω αμοιβαίων απαιτήσεων, είχε μόνο δικαίωμα προσδοκίας, για την καταβολή της αμοιβής της, υπολογιζόμενης επί του ποσού που θα επιδικάζονταν στον εντολέα της κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη, ενώ μετά από αυτόν, ματαιώθηκε η αναβλητική αίρεση επιτυχούς έκβασης της δίκης από την οποία εξαρτιόταν η είσπραξη της αμοιβής της. Σημειωτέον ότι ο συμψηφισμός, επέφερε την αμοιβαία απόσβεση των απαιτήσεων, η οποία ανέτρεξε σε προγενέστερο χρόνο της προβολής της σχετικής ένστασης της γνωστοποίησης της εκχώρησης στην εφεσίβλητη και της σύνταξης του ιδιωτικού συμφωνητικού για την αμοιβή της εκκαλούσας. ήτοι στον χρόνο προφορικής καταγγελίας της σύμβασης αντιπροσωπείας. Σύμφωνα επομένως με όσα προεκτέθηκαν επειδή κρίθηκε τελεσιδίκως ότι η εφεσίβλητη δεν όφειλε στον εντολέα της εκκαλούσας, δεν υποχρεούταν να καταβάλει σε αυτήν (εκκαλούσα) το διεκδικούμενο με τη διαταγή πληρωμής ποσό.

Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο έκρινε έστω και με ελλειπή αιτιολογία η οποία παραδεκτώς συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση κατ' άρθρο 534 ΑΚ ότι η αξίωση της εκκαλούσας αφορώσα την αμοιβή της, αποσβέστηκε με αποτέλεσμα για τους λεπτομερώς ανωτέρω εκτιθέμενους λόγους να μην δύναται να υπολογιστεί επί των συμψηφιζομένων αξιώσεων από τη σύμβαση αντιπροσωπείας ορθώς το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει με το σχετικό λόγο έφεσης η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα. Με το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκχώρηση της απαίτησης επί της αμοιβής της και η αναγγελία της προς την εφεσίβλητη πριν την άσκηση της αγωγής, άρα και πριν από την πρόταση συμψηφισμού από την εφεσίβλητη ενείχε και προειδοποίηση - υπόμνηση ότι η υπό αίρεση εργολαβική αμοιβή είναι ανεπίδεκτη συμψηφισμού και τυχόν συμψηφισμός είναι άκυρος καθώς και ότι με την τελεσίδικη αναγνώριση της απαίτησης γεννάται το δικαίωμα της εκκαλούσας για την απόληψη της αμοιβής της χωρίς να διέλθει αυτή από την περιουσία του εντολέα της. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος. Αυτό διότι η εκχωρηθείσα από τον Ν. Τ. απαίτηση προς την εκκαλούσα δεν αποτελούσε μέχρι και την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης δικηγορική αμοιβή της εκκαλούσας, ως εσφαλμένως εκείνη υπολαμβάνει, ούτως ώστε να εφαρμόζεται το άρθρο 95 παρ.1 του Ν.Δ/τος 3026/1954 ως αναλυτικότερα θα εκτεθεί κατωτέρω αλλά αξίωση του εντολέα της από την παροχή των υπηρεσιών αντιπροσωπείας, ως εξάλλου και η προβληθείσα σε συμψηφισμό ανταπαίτηση της εφεσίβλητης. Η εκχωρηθείσα απαίτηση του Ν. Τ. από τη σύμβαση αντιπροσωπείας προς την εκκαλούσα δικηγορική εταιρεία κατά το ποσοστό του 20% έγινε χάριν εξοφλήσεως της οφειλής του εντολέα της από την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών προς αυτόν. Η αιτία όμως της εκχώρησης δεν μετέβαλε τη φύση της εκχωρηθείσας απαίτησης, από απαίτηση δικαιωμάτων αντιπροσωπείας σε απαίτηση από δικηγορική αμοιβή (βλ. σχετικά την με αριθμ. .../2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, εκδοθείσα επί αναιρέσεως ταυ Ν. Τ. κατά της με αριθμ. .../2017 απόφασης του Εφετείου Λάρισας).
Συνεπώς ορθώς συμψηφίστηκαν οι ως άνω αξιώσεις και ουδεμία ακυρότητα του συμψηφισμού υφίσταται, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο οδηγήθηκε σε όμοια κρίση, ορθά το νόμο ερμήνευσε και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα. Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εκείνη δικαιούται την αμοιβή της, ανεξαρτήτως του τρόπου της επωφελούς για τον εντολέα της Ν. Τ. επίλυσης της διαφοράς και ως εκ τούτου, ο όρος επιτυχής έκβαση της δίκης συνέχεται με την εν γένει ωφέλεια του εντολέα της και όχι με το διατακτικό της τελεσίδικης απόφασης που στην περίπτωση της πρότασης συμψηφισμού ισόποσης ή μεγαλύτερης απαίτησης του οφειλέτη είναι απορριπτικό της αγωγής. Επικαλούμενη τα παραπάνω η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι εν προκειμένω πληρώθηκε η αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης διότι αυτή αφορά την ικανοποιητική για τον εντολέα της δικαστική επίλυση της διαφοράς, μη ασκούσας έννομης επιρροής εάν ο εντολέας της εισέπραξε το δικαιούμενο ποσό ή αν αυτό συμψηφίστηκε με την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης. Ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος, δεδομένου ότι από τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 5 του Ν.Δ 3026/1954 "Περί του Κώδικος των Δικηγόρων", σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.4 του ίδιου άρθρου συνάγεται, ότι ζήτημα αμοιβής του δικηγόρου τότε μόνο δύναται να ανακύψει όταν κερδηθεί τελεσιδίκως η δίκη, από την έκβαση της οποίας είχε συμφωνηθεί ότι θα εξαρτάται η αμοιβή [.............]. Εξάλλου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 95 παρ. I του Ν. Δ/τος του προϊσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων επί συμφωνίας που εξαρτά τη δικηγορική αμοιβή εκ του αποτελέσματος ως η ένδικη, η αμοιβή εισπράττεται είτε από το προϊόν της δίκης είτε από την υπόλοιπη περιουσία του εντολέα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος όμως απολαύει προνομίου επί μόνου του προϊόντος της δίκης απαγορευόμενης κάθε εκχώρησης αυτού ή οποιοσδήποτε άλλης μεταβίβασης εν ζωή ή αιτία θανάτου ή κατάσχεσης μέχρι του ποσού που δικαιούται ο δικηγόρος.

Συνεπώς και από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκύπτει αναμφίβολα ότι η εργολαβική αμοιβή του δικηγόρου προϋποθέτει την επιδίκαση της απαίτησης του εντολέα του άλλως δεν υφίσταται προϊόν δίκης. Εξάλλου έχει κριθεί και νομολογιακά ότι ο υπολογισμός της εν λόγω αμοιβής μέχρι του ποσοστού 20% γίνεται επί του αντικειμένου της δίκης, ως τούτο προσδιορίζεται στο διατακτικό της τελεσίδικης απόφασης με την οποία δικαιώνεται ο εντολέας - πελάτης [ ..............].

Εν προκειμένω η συμφωνία που καταρτίστηκε μεταξύ της εκκαλούσας και του πελάτη της αποτελεί καταπιστευματική εκχώρηση που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της είσπραξης της αμοιβής της εκκαλούσας από το προϊόν της δίκης μετά την τελεσιδικία, χωρίς η εκχωρηθείσα απαίτηση να διέλθει από την περιουσία του εκχωρητή. Η απαίτηση αυτή, κατά το χρόνο της εκχώρησης δεν υφίστατο, διότι εξαρτιόταν από την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης τελεσίδικης επιτυχώς διεξαχθείσας δίκης. Ως εκ τούτου μέχρις ότου πληρωθεί η αίρεση αυτή η εκκαλούσα είχε μόνο δικαίωμα προσδοκίας το οποίο όμως εν συνεχεία ματαιώθηκε, ως προελέχθη, μετά την τελεσίδικη εν συνόλω απόρριψη της αγωγής και την απουσία οιουδήποτε επιδικασθέντος υπέρ του εντολέα ποσού. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων μερών στο ιδιωτικό συμφωνητικό ήταν η επιτυχής έκβαση της δίκης να μην συνέχεται με το διατακτικό της τελεσίδικης απόφασης αλλά με την ωφέλεια του εντολέα ακόμη και στην ειδική περίπτωση του συμψηφισμού, αφού και τότε η εκκαλούσα θα δικαιούταν αμοιβής λαμβανομένων υπόψη και των φερομένων προς συμψηφισμό απαιτήσεων. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος καθόσον ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ειδικότερα ότι υφίστατο κενό στις δηλώσεις βουλήσεων των συμβληθέντων στο ιδιωτικό συμφωνητικό, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω σύμφωνα με όσα λεπτομερώς έχουν προεκτεθεί. Εξάλλου επ' ουδενί δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόρριψη της αγωγής του εντολέα της εκκαλούσας εν μέρει ως αόριστης και εν μέρει ως κατ' ουσίαν αβάσιμης, καθώς και η επιβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης σε βάρος του, λόγω της ήττας του συνιστά ικανοποιητική δικαστική επίλυση της διαφοράς.

Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση οδηγήθηκε σε όμοια κρίση ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα. Περαιτέρω με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 95 παρ.1 του Ν.Δ. 3026/1954 του προϊσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων το οποίο ορίζει ότι "1. Συμφωνία περί αμοιβής εις ποσοστόν ανώτερον του δεκάτου του αντικειμένου της δίκης τεκμαίρεται ως αφορώσα το εισπραχθησόμενον ποσόν ή επιδικασθησόμενον αντικείμενον. Επί συμφωνίας εξαρτώσης την αμοιβήν εκ του αποτελέσματος η αμοιβή εισπράττεται είτε εξ αυτού του προϊόντος της δίκης δι' ην συνεφωνήθη, είτε εκ της λοιπής περιουσίας του εντολέως, ο πληρεξούσιος όμως Δικηγόρος απολαύει προνομίου επί μόνου του προϊόντος της δίκης, απαγορευόμενης πάσης εκχωρήσεως αυτού ή οιασδήποτε άλλης μεταβιβάσεως εν ζωή ή αιτία θανάτου ή κατασχέσεως μέχρι του ποσού εις ο δικαιούται ο δικηγόρος. Επικαλούμενη η ενάγουσα την ως άνω διάταξη ισχυρίζεται ότι αυτή λειτουργεί ως εξασφαλιστική της εργολαβικής αμοιβής και άρα εσφαλμένως απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σχετικό ισχυρισμό της αν και προβλήθηκε παραδεκτώς πρωτοδίκως. Ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται απορριπτέος διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι σύμφωνα με όσα λεπτομερώς προεκτέθηκαν οι συμψηφισθείσες απαιτήσεις δεν αφορούσαν την εργολαβική αμοιβή της αλλά αξιώσεις προερχόμενες από τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ του εντολέα της εκκαλούσας και της εφεσίβλητης. Στην κρινόμενη υπόθεση λόγω της απόσβεσης του συνόλου της απαίτησης του εντολέα της εκκαλούσας, δεν υπήρξε το απαιτούμενο εκ της ως άνω διατάξεως προϊόν δίκης επί του οποίου θα διεκδικούσε η εκκαλούσα την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής της και στο οποίο και μόνο απολαμβάνει προνόμιο ο δικηγόρος εντολοδόχος. Εξάλλου ως και η εκκαλούσα συνομολογεί η εν λόγω διάταξη έχει εξασφαλιστική της εργολαβικής αμοιβής λειτουργία και νομιμοποιείται να την προτείνει μόνο ο δικηγόρος μετά την πλήρωση της αίρεσης [..........] ήτοι την επιτυχή έκβαση της δίκης προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω σύμφωνα με όσα λεπτομερώς προεκτέθηκαν. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα επικαλούμενη τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά, ισχυρίζεται ότι με την αναγνώριση από το Εφετείο Λαρίσης των απαιτήσεων του εντολέα της ενεργοποιήθηκε άμεσα η ως άνω διάταξη που αφορά την προστασία της εργολαβικής αμοιβής, ήτοι η ρύθμιση περί του ακατάσχετου και ανεπίδεκτου συμψηφισμού αυτής, διότι πληρώθηκε η αίρεση επιτυχούς έκβασης της δίκης, οπότε κατ' αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε η απαίτηση της για την καταβολή της αμοιβής της. Πλην όμως ως, η ίδια η εκκαλούσα συνομολογεί ότι η προστατευτική της εργολαβικής αμοιβής ρύθμιση περί ακατάσχετου και ανεπίδεκτου συμψηφισμού της εργολαβικής αμοιβής, ενεργοποιείται μόνο με την πλήρωση της αίρεσης επιτυχούς έκβασης της δίκης και τη δημιουργία προϊόντος δίκης, εν συνεχεία της οποίας η προσδοκία δικαιώματος τρέπεται σε δικαίωμα εκ του οποίου προκύπτει η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του. Ως εκ τούτου η σχετική αναφορά περί της απαίτησης του εντολέα της στο σκεπτικό της Εφετειακής απόφασης, με την οποία η εκκαλούσα υπολαμβάνει εσφαλμένως ότι πληρώθηκε η αίρεση επιτυχούς έκβασης της δίκης, δεν επέφερε την πλήρωση της αίρεσης, καθόσον, ως εξάλλου λεπτομερώς θα αναπτυχθεί κατωτέρω, το διατακτικό της εφετειακής απόφασης δεν περιλαμβάνει ευνοϊκή έννομη συνέπεια για τον εντολέα της Ν. Τ. Αυτό διότι σύμφωνα με όσα έχουν λεπτομερώς προεκτεθεί τα οποία προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων δεν εκτίθενται εκ νέου, ο εντολέας της εκκαλούσας λογίζεται ως ηττηθείς και όχι ως νικήσας διάδικος. Περαιτέρω η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ένσταση συμψηφισμού της εφεσίβλητης προβλήθηκε με τη δικονομική αίρεση αναγνώρισης των απαιτήσεων του εντολέα της, ότι το Εφετείο πρώτα αναγνώρισε τελεσίδικα ως ουσιαστικά βάσιμη την απαίτηση του εντολέα της και εν συνεχεία την συμψήφισε με αυτήν της αντιδίκου, οπότε αναμφίβολα πληρώθηκε η αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης διότι ο εντολέας της δικαιώθηκε τελεσιδίκως. Επί του ως άνω ισχυρισμού λεκτέα τα ακόλουθα. [..................] Ως εκ τούτου η υποβολή εκ μέρους της εφεσίβλητης της ένστασης συμψηφισμού, ανέτρεξε στο χρόνο συνύπαρξης των αντίθετων απαιτήσεων της εφεσίβλητης και του εντολέα της εκκαλούσας. Από το συγκεκριμένο αυτό χρονικό σημείο, παρασχέθηκε κατά νόμο η δυνατότητα στην εφεσίβλητη, ως δικαιούχο της ανταπαιτήσεως, να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του εντολέα της εκκαλούσας προτείνοντας την ανταπαίτησή της.

Συνεπώς η εκκαλούσα εσφαλμένως απομονώνει χρονικά την αναγνώριση από το Εφετείο Λάρισας της απαίτησης του εντολέα της, καθόσον ο κρίσιμος χρόνος, είναι αυτός που οι αμοιβαίες απαιτήσεις συνυπήρξαν και εν προκειμένω, η καταγγελία της σύμβασης αντιπροσωπείας οπότε και γεννήθηκαν οι εκατέρωθεν αποζημιωτικές αξιώσεις καθώς και οι αξιώσεις από την εκκαθάριση της εν λόγω σχέσης. Ως εκ τούτου, ακόμη και εάν η ένσταση συμψηφισμού της εφεσίβλητης έχει ασκηθεί υπό την αίρεση παραδοχής εκ μέρους του δικαστηρίου Λάρισας της απαίτησης του εντολέα της εκκαλούσας, διότι άλλως δεν θα ηδύνατο να επέλθει η έννομη συνέπεια της, μόλις αναγνωρίστηκε από το δικαστήριο ότι υφίστανται οι ως άνω αμοιβαίες απαιτήσεις, αυτές αποσβέστηκαν καθό μέρος αλληλοκαλυπτόνταν άμεσα και αναδρομικώς από το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης αντιπροσωπείας με αποτέλεσμα να μην επιδικαστεί υπέρ του εντολέα της εκκαλούσας κάποιο ποσό και η εφεσίβλητη να μην υποχρεούται να παρακρατήσει την εργολαβική αμοιβή της εκκαλούσας όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται εκείνη κρίνονται απορριπτέα.

Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι δεν πληρώθηκε η αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης του εκχωρητή εντολέα της εκκαλούσας, αλλά αντιθέτως αυτή ματαιώθηκε οριστικά με την έκδοση της με αριθμ. 203/2017 απόφασης του Εφετείου Λάρισας και ότι η εκκαλούσα δεν νομιμοποιούταν να στραφεί κατά της εφεσίβλητης για την είσπραξη της εργολαβικής αμοιβής της, έστω και με ελλειπή αιτιολογία, η οποία παραδεκτώς συμπληρώνεται κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ από το παρόν δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα περί του αντιθέτου υποστήριζα η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα. Περαιτέρω η εκκαλούσα επικαλείται την απόρριψη από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο των αντενστάσεων της εκ των άρθρων 174, 203, 206, 451, 455 επ. 460 έως 462 ΑΚ. 95 παρ. 1 ΝΔ 3026/1954 με το να δεχτεί ότι δεν πληρώθηκε η αίρεση περί επιτυχούς έκβασης της δίκης. Ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος διότι αν και η εκκαλούσα επικαλείται την παραβίαση των ως άνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, δεν προσδιορίζει με ποιο τρόπο αυτές παραβιάσθηκαν [...........], και δη δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά την εκκαλούσα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια [............] μη επαρκούσης της εν γένει επίκλησης των άρθρων [.............] Με το πρώτο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την ένσταση ακατάσχετου και ιδίως ανεπίδεκτου συμψηφισμού της εργολαβικής αμοιβής (άρθρο 95 παρ.1 του ΝΔ/τος 3026/1954) με την αιτιολογία ότι η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης προϋποθέτει την ύπαρξη προϊόντος δίκης επικαλούμενη ότι η τελεσίδικη αναγνώριση της απαίτησης του εντολέα της και με βάση το σκεπτικό αρκεί για την πλήρωση της αίρεσης στην ειδική περίπτωση του συμψηφισμού. Οι ισχυρισμοί αυτοί κρίνονται απορριπτέοι καθόσον ρητά προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, ως ήδη έχει αναφερθεί ότι η εξασφάλιση της δικηγορικής αμοιβής, όταν αυτή εξαρτάται εκ του αποτελέσματος της δίκης εισπράττεται εξ αυτού του προϊόντος της δίκης ή από την περιουσία του εντολέα πλην όμως μόνο στην πρώτη περίπτωση μπορεί vu εξασφαλιστεί με τον προβλεπόμενο στην εν λόγω διάταξη τρόπο.

Συνεπώς δεν αρκεί για την ύπαρξη προϊόντος δίκης μόνη η σχετική περιλαμβανόμενη στις αιτιολογίες της απόφασης του Εφετείου Λάρισας αναφορά για την απαίτηση του εντολέα της εκκαλούσας, αλλά απαιτείται και η επιδίκαση ποσού υπέρ του, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο οδηγήθηκε σε όμοια κρίση ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα κρίνεται απορριπτέο. Περαιτέρω η εκκαλούσα με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης ισχυρίζεται ότι η επιτυχής έκβαση της δίκης συνέχεται με την ωφέλεια του εντολέα οπότε κρίσιμη είναι η τελεσίδικη αναγνώριση της απαίτησης του, η οποία περιλαμβάνεται στο σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου Λάρισας και αρκεί για την πλήρωση της αίρεσης στην ειδική περίπτωση του συμψηφισμού, ενώ με το τέταρτο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης ισχυρίζεται ότι καθό χρόνο έκρινε το Εφετείο Λαρίσης την ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης του εντολέα της, πληρώθηκε η αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης και γεννήθηκε η αξίωση της για την καταβολή της δικηγορικής της αμοιβής χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή προς αυτή η επακολουθήσασα έρευνα και παραδοχή εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου της ένστασης συμψηφισμού. Επικαλούμενη δε η εκκαλούσα το άρθρο 206 ΑΚ ισχυρίζεται ότι κάθε πράξη διάθεσης ή άλλη παρεμφερής ενέργεια επιχειρηθείσα όσο εκκρεμούσε η αίρεση που ματαίωσε ή έβλαψε το σκοπούμενο αποτέλεσμα της αίρεσης είναι άκυρη οπότε, η προβαλλόμενη εκ μέρους της εφεσίβλητης ένσταση συμψηφισμού είναι άκυρη, έναντι της εκκαλούσας, διότι κατέτεινε στη ματαίωση του σκοπούμενου αποτελέσματος της αιρέσεως. Οι ισχυρισμοί αυτοί κρίνονται απορριπτέοι καθόσον, μόνη η σχετική μνεία που γίνεται στις αιτιολογίες της με αριθμ. .../2017 απόφασης του Εφετείου Λάρισας για την απαίτηση του εντολέα της εκκαλούσας, δεν θεωρείται, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς προεκτέθηκαν, επιτυχής έκβαση της δίκης και πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης, ως εσφαλμένως, υπολαμβάνει η εκκαλούσα, δοθέντος του ότι η απαίτηση του εντολέα της σε βάρος της εφεσίβλητης κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου ότι έχει αποσβεστεί ενώ, πρέπει να σημειωθεί ότι από τις αιτιολογίες της με αριθμ. .../2017 απόφασης του Εφετείου Λάρισας προκύπτει ότι υφίσταται και εναπομείνασα οφειλή του Ν. Τ., προς την εφεσίβλητη, ποσού 97.805,82 ευρώ.

Συνεπώς ο εντολέας της εκκαλούσας λογίζεται ως ηττηθείς και όχι ως νικήσας διάδικος, ως εξάλλου προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το διατακτικό της απόφασης, καθόσον απορρίφθηκαν εν συνόλω τα αγωγικά του αιτήματα, ενώ αντίστοιχα έγινε δεκτή η ένσταση συμψηφισμού της αντίδικου του εφεσίβλητης. Εξάλλου ο εντολέας της εκκαλούσας θεωρών και ο ίδιος ότι είναι βλαπτόμενος από την έκβαση της συγκεκριμένης δίκης, έδωσε εντολή στην εκκαλούσα για την άσκηση αναίρεσης σε βάρος της απόφασης του Εφετείου Λάρισας η οποία, ως προελέχθη, απορρίφθηκε. Περαιτέρω η προβολή εκ μέρους της εφεσίβλητης της ένστασης συμψηφισμού ανταπαίτησης της με την απαίτηση του εντολέα της εκκαλούσας, συνιστά νόμιμο δικαίωμα της, καθόσον οι απαιτήσεις που συμψηφίστηκαν προέρχονταν από τη σύμβαση αντιπροσωπείας και δεν σχετίζονταν με το δικαίωμα προσδοκίας της εκκαλούσας όσον αφορά την αμοιβή της, το οποίο συνδεόταν μόνο με την ουσιαστική ευδοκίμηση της αγωγής και την τελεσίδικη επιδίκαση υπέρ του εντολέα της κάποιου ποσού. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι ματαιώθηκε η πραγματοποίηση της αναβλητικής αίρεσης επιτυχούς έκβασης της δίκης, με αποτέλεσμα να μην πληρούνται οι τεθείσες στο νόμο αλλά και στο ιδιωτικό συμφωνητικό προϋποθέσεις για την είσπραξη εκ μέρους της εκκαλούσας της συμβατικά καθορισμένης αμοιβής της, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα. Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν δεσμεύεται από το παραχθέν από την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση δεδικασμένο όσον αφορά τη δια συμψηφισμού απόσβεση της απαίτησης του εντολέα της, διότι τόσο η συμφωνία εκχώρησης όσο και η αναγγελία της δυνάμει της οποίας ολοκληρώθηκε η σύμβαση εκχώρησης ολοκληρώθηκαν πριν την επέλευση της εκκρεμοδικίας, αφού προηγήθηκαν της άσκησης της αγωγής του Ν. Τ. Σύμφωνα όμως με το περιεχόμενο του ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε μεταξύ της εκκαλούσας και του εντολέα της, τα συμβαλλόμενα μέρη καθόρισαν ότι η εκκαλούσα θα λάβει ως εργολαβική αμοιβή, το ποσό των 20% πλέον ΦΠΑ 23% επί του ποσού που θα εισπράξει ο εντολέας (κεφάλαιο + τόκους + δικαστική δαπάνη) ενώ επίσης ορίστηκε ότι εκείνη σε περίπτωση μη επιτυχούς έκβασης της δίκης δεν δικαιούται καμία αμοιβή. [.............] Ως εκ τούτου το δεδικασμένο που προήλθε από την με αριθμ. .../2017 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, εμποδίζει να αμφισβητηθεί μεταξύ των ίδιων προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε καθώς και η δικαιολογητική σχέση που το στηρίζει, ήτοι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί θετικά με την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση οφείλει να θέσει, ως βάση του, το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση.

Εν προκειμένω με την με αριθμ. .../2017 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Λάρισας απορρίφθηκε εν συνόλω η αγωγή του εντολέα της εκκαλούσας. Από το δεδικασμένο της εν λόγω απόφασης, εξαρτάται η πλήρωση της τεθείσας στο ιδιωτικό συμφωνητικό αναβλητικής αίρεσης, της επιτυχούς έκβασης της δίκης, καθόσον από το διατακτικό της προκύπτει εάν επιδικάστηκαν υπέρ του εντολέα της εκκαλούσας κεφάλαιο, τόκοι και δικαστική δαπάνη, ούτως ώστε το υφιστάμενο δικαίωμα προσδοκίας για την καταβολή της αμοιβής της εκκαλούσας να τραπεί σε σχετική αξίωση.

Συνεπώς το δεδικασμένο της εν λόγω απόφασης αποτελεί προδικαστικό θέμα της παρούσας δίκης, καθόσον από αυτό εξαρτάται η ύπαρξη ή όχι της απαίτησης που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Επειδή σύμφωνα με όσα λεπτομερώς έχουν ήδη προεκτεθεί δεν υφίσταται ευνοϊκή για τον εντολέα της εκκαλούσας απόφαση καθόσον η αγωγή του απορρίφθηκε εν συνόλω, ενώ υποχρεώθηκε και στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης, δεν γεννήθηκε η ασκούμενη με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αξίωση της εκκαλούσας και όσα περί του αντιθέτου υποστήριζα περί μη δέσμευσης από το δεδικασμένο της με αριθμ. .../2017 απόφασης του Εφετείου Λάρισας κρίνονται απορριπτέα. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται εκ νέου ότι με την παραδοχή της εφετειακής απόφασης ότι οφείλει η εφεσίβλητη το ποσό των 164.668,72 ευρώ στον Ν. Τ. και λόγω της προηγηθείσας εκχώρησης, ποσοστό 20% αυτής (απαίτησης) περιήλθε άμεσα, ως αμοιβή, στην εκκαλούσα και κατόπιν ενεργοποιήθηκε ο συμψηφισμός ως προς την εναπομείνασα απαίτηση. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος. Αυτό διότι η ιστορική αιτία, ήτοι οι αιτιολογίες της απόφασης, είναι το σύνολο των περιστατικών που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπήρξαν ή δεν υπήρξαν, ως ιστορικό συμβάν και είναι αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό της απόφασης, ήτοι την έννομη συνέπεια που γίνεται ή δεν γίνεται δεκτή, ως υπάρχουσα. Σκοπός της ιστορικής και νομικής αιτίας της απόφασης είναι να καταστήσει απόλυτα συγκεκριμένη και έτσι να διασφαλίσει κατά αυτόν τον τρόπο την έννομη συνέπεια που απαγγέλλει η απόφαση [................].

Συνεπώς σύμφωνα με τις αιτιολογίες της με αριθμ. .../2017 εφετειακής απόφασης, η αξίωση προς αποζημίωση του εντολέα της εκκαλούσας ποσού 164.668.72 ευρώ, αποσβέστηκε δυνάμει της παραδεκτής και κατ' ουσίαν βάσιμης ένστασης συμψηφισμού της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα το διατακτικό της εν λόγω απόφασης να μην είναι ευνοϊκό για τον Ν. Τ. και να μην μπορεί να απαγγελθεί με αυτό η έννομη συνέπεια που διεκδικούσε αυτός με την αγωγή του, ήτοι η επιδίκαση των αγωγικών κονδυλίων. Ως εκ τούτου, η απόσπαση ενός μόνο μέρους των περιλαμβανομένων στην εν λόγω απόφαση αιτιολογιών και ειδικότερα ότι ο Ν. Τ. είχε αξίωση 164.668,72 ευρώ κατά της εφεσίβλητης δεν επαρκεί, ως ήδη προελέχθη, προκειμένου να θεμελιώσει ευνοϊκή έννομη συνέπεια για τον εντολέα της εκκαλούσας, δεδομένου ότι από το διατακτικό της απόφασης, το οποίο στηρίζεται στο σύνολο των περιλαμβανόμενων στην απόφαση αιτιολογιών, προκύπτει ότι δεν του επιδικάστηκε το ποσό αυτό και ως εκ τούτου απορριπτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας, περί επιτυχούς διεξαγωγής της δίκης, πλήρωσης της αναβλητικής αιρέσεως και περιέλευσης σε αυτήν της αμοιβής της, λόγω της σχετικής αναφοράς στην αιτιολογία της απόφασης. Ως εκ τούτου η αναφορά του ποσού των 164.668,72 ευρώ στις αιτιολογίες της εν λόγω απόφασης, δεν επέφερε την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης ούτε προκάλεσε τη γέννηση και την άμεση μεταβίβαση της απαίτησης εργολαβικής αμοιβής της εκκαλούσας, ως εκείνη, εσφαλμένως ισχυρίζεται. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο οδηγήθηκε σε όμοια κρίση ορθά το νόμο ερμήνευσε έστω και με ελλειπή αιτιολογία, η οποία παραδεκτώς, κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, συμπληρώνεται από το παρόν δικαστήριο και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα. [..........] Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον πέμπτο λόγο της ισχυρίζεται ότι ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προέβαλε παραδεκτώς την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της εφεσίβλητης, αφορώσα την άσκηση της ανακοπής της, επικαλούμενη ότι η εφεσίβλητη, γνώριζε λόγω της γνωστοποίησης της εκχώρησης προς αυτήν, τους όρους υπό τους οποίους θα εισέπραττε η εκκαλούσα την αμοιβή της και παρόλα αυτά αιτήθηκε το συμψηφισμό της συνολικής απαίτησης του Ν. Τ. με τη δική της ανταπαίτηση. Ότι η ενέργεια της αυτή συνιστά υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη δεδομένου ότι μετά την καταπιστευτική εκχώρηση που τελούσε υπό την αίρεση αναγνώρισης των απαιτήσεων του Ν. Τ. οποιαδήποτε διάθεση του ποσού που αντιστοιχούσε στην αμοιβή της εκκαλούσας ήταν άκυρη ως προς αυτήν κατ' άρθρο 206 ΑΚ. Επικαλείται περαιτέρω η εκκαλούσα ότι η εφεσίβλητη αν και τελούσε εν γνώσει των παραπάνω και ιδίως την ακυρότητα του συμψηφισμού όσον αφορά την αμοιβή της εκκαλούσας, άσκησε ανακοπή καθώς και αναστολή εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής με σκοπό να ματαιώσει την είσπραξη της νόμιμης αμοιβής της ενεργούσα κατά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Με αυτό το περιεχόμενο η εν λόγω ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εφεσίβλητης αφορώσα στην άσκηση της ένδικης ανακοπής στην οποία σωρεύεται και ανακοπή κατά της εκτέλεσης και στην υποβολή αίτησης αναστολής εκτέλεσης όσον αφορά την εκδοθείσα για την απαίτηση της εκκαλούσας διαταγή πληρωμής είναι απορριπτέα. Αυτό διότι σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρονται ανωτέρω τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται για τη θεμελιακή της η εκκαλούσα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν δέχεται την ύπαρξη του δικαιώματος της εφεσίβλητης, προς υποβολή της ένστασης συμψηφισμού, της άσκησης των ένδικων ανακοπών και της αίτησης αναστολής εκτέλεσης, αλλά αιτιολογημένα αμφισβητεί τούτο ως προκύπτει πέρα πόσης αμφιβολίας από το δικόγραφο της έφεσης στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη υποχρεούται να καταβάλει το ποσό της αμοιβής της εκκαλούσας (βλ. σχετική μνεία στην έφεση... "έπληττε (ο ισχυρισμός) το ουσιαστικό δικαίωμα της αντιδίκου για συμψηφισμό, ότι δηλαδή η πρόταση συμψηφισμού πριν τη πλήρωση της αίρεσης ήταν άκυρη και ο γενόμενος συμψηφισμός ήταν άκυρος διότι ο εντολέας Ν. Τ. λόγω της γενομένης εκχώρησης δεν είχε εξουσία διάθεσης του ποσού της εργολαβικής αμοιβής, αφού αυτό με την αναγνώριση της απαίτησης από το Εφετείο περιήλθε αυτομάτως στην εκκαλούσα..").

Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι η εν λόγω ένσταση ρυθμίζει την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από ουσιαστικούς νόμους και όχι δικονομικούς και στην προκειμένη περίπτωση η άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά άσκηση δικαιώματος που απορρέει από τις δικονομικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει αφού αντικατασταθεί κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ η εσφαλμένη αιτιολογία με την ως άνω ορθή να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης.....".
Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και έτσι όπως έκρινε, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 174, 201, 203, 206, 451, 455 επ., 460-462 του ΑΚ, 95 παρ.1 ΝΔ 3026/1954, δεχθείσα ότι ο προταθείς από την αναιρεσίβλητη συμψηφισμός της ανταπαίτησής της κατά του εντολέα της αναιρεσείουσας δικηγορικής εταιρείας και εκχωρητή, ήταν έγκυρος, ακόμη και κατά το μέρος που αντιστοιχούσε στο ποσό της εργολαβικής αμοιβής της αναιρεσείουσας και οδήγησε στην αμοιβαία απόσβεση των αντιστοίχων απαιτήσεων και συνεπώς στην ολοσχερή απόσβεση κάθε αξίωσης του εκχωρητή έναντι της αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, όπως διαλαμβάνεται και στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η εκχώρηση, εκ μέρους του εντολέα της αναιρεσείουσας δικηγορικής εταιρείας, της απαίτησής του κατά της αναιρεσίβλητης από τη μεταξύ τους σύμβαση αντιπροσωπείας κατά το επικαλούμενο ποσοστό του 20% αυτής, χάριν εξοφλήσεως της οφειλής του από την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών της αναιρεσείουσας, που αποτελούσε και την αιτία της εκχώρησης, ουδόλως μετέβαλε τη φύση της εκχωρηθείσας απαίτησης, από απαίτηση αξιώσεων από την αντιπροσωπεία, σε απαίτηση δικηγορικής αμοιβής, ώστε να είναι ακατάσχετη και ανεπίδεκτη συμψηφισμού, και συνεπώς η ένσταση συμψηφισμού που προβλήθηκε για το σύνολο της αγωγικής απαίτησης του εκχωρητή ήταν επιτρεπτή και εμπόδισε τη γέννηση της απαίτησης της εκδοχέως. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, ακόμη και αν δεν είχε προηγηθεί ο συμψηφισμός στη δίκη μεταξύ εκχωρητή και οφειλέτιδας, η οφειλέτιδα αναιρεσίβλητη είχε δικαίωμα, κατ' άρθρο 463 Α.Κ., να αντιτάξει σε συμψηφισμό κατά της αναιρεσείουσας-εκδοχέως την εν λόγω, ήδη ληξιπρόθεσμη, ανταπαίτησή της κατά του εκχωρητή, με το ίδιο, ως άνω, αποτέλεσμα.

Συνεπώς είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας δικηγορικής εταιρείας, που περιλαμβάνονται στον τέταρτο αναιρετικό λόγο, με τον οποίο αυτή προσάπτει στην εφετειακή απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγω παραβίασης των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, ισχυριζόμενη ότι ο συμψηφισμός, κατά το μέρος που αφορούσε το εκχωρηθέν ποσό της δικηγορικής αμοιβή της, ήταν αυτοδικαίως άκυρος διότι η απαίτηση της αμοιβής ήταν ακατάσχετη και ανεπίδεκτη συμψηφισμού. Η περαιτέρω αιτίαση, στον τρίτο αναιρετικό λόγο, της πλημμέλειας από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για την απόρριψη ως αορίστου του λόγου της έφεσης της αναιρεσείουσας με τον οποίο αυτή παραπονείτο για την απόρριψη των αντενστάσεών της από τα ίδια ως άνω άρθρα, είναι αλυσιτελής, εφόσον το Εφετείο, καίτοι διέλαβε ότι ο λόγος έφεσης δεν περιελάμβανε την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης, εν τούτοις εκτενώς ανέλυσε στο σκεπτικό της, σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα, τα περιστατικά από τα οποία συνάγεται η ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών κανόνων δικαίου. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και μακροχρόνια, ακόμη και εάν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται καταφανώς των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Η δε κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/2018, 7/2002, 8/2001, ΑΠ 308/2020). Δεν είναι, όμως, νόμιμος ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, όταν ουσιαστικά τα επικαλούμενα περιστατικά δεν αναφέρονται στον τρόπο άσκησης του δικαιώματος, αλλά κωλύουν τη γέννηση ή καταλύουν το δικαίωμα, ώστε να πλήττουν αυτή την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος, το οποίο φέρεται ότι ασκείται καταχρηστικά, αφού στην περίπτωση αυτή, ο ισχυριζόμενος τα ανωτέρω αρνείται απλά ή αιτιολογημένα την ύπαρξη του δικαιώματος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση αυτού από τον αντίδικό του (ΑΠ 2115/2022, 1475/2022, 144/2019).

Με τον έκτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια, αληθώς από τον αριθμό 1 (και όχι από τον αριθμό 8) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., που απέρριψε ως μη νόμιμη την παραδεκτώς και νομίμως προβληθείσα ένστασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ανακόπτουσας αναιρεσίβλητης. 'Ότι ειδικότερα, η ίδια (αναιρεσείουσα) είχε ισχυριστεί ότι η αναιρεσίβλητη στη μεταξύ αυτής (αναιρεσίβλητης) και του εκχωρητή δίκη, επέδειξε καταχρηστική συμπεριφορά, προβαίνοντας κακόπιστα στην προβολή ένστασης συμψηφισμού κατατείνουσα στην ματαίωση της πλήρωσης της αίρεσης υπό την οποία τελούσε η αξίωση της εργολαβικής αμοιβής της αναιρεσείουσας, παρά τη γνώση της περί της αξίωσης αυτής με την αναγγελία της εκχώρησης πριν την άσκηση της αγωγής, και ότι συνέχισε την καταχρηστική συμπεριφορά της με τους ίδιους στρεβλωτικούς των συμφωνηθέντων όρων πραγματικούς ισχυρισμούς κατά την ανάπτυξη και θεμελίωση των λόγων της ανακοπής. Ωστόσο, υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η αναιρεσείουσα με τους πιο πάνω ισχυρισμούς της αρνήθηκε την ιστορική βάση της ανακοπής, αμφισβητώντας ότι η αντίδικός της είχε νόμιμο δικαίωμα να προβεί σε συμψηφισμό και συνεπώς να επικαλεστεί την ανυπαρξία της απαίτησης (της αναιρεσίβλητης) σε βάρος της, και επομένως αμφισβήτησε την ίδια τη γέννηση του δικαιώματος της τελευταίας και όχι τον τρόπο άσκησής του.

Συνεπώς ορθά το Εφετείο απέρριψε ως μη νόμιμη την πιο πάνω ένσταση και ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

V. Με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθμ. .../2017 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, το οποίο δεσμεύει την ίδια (αναιρεσείουσα), ενόσω δεν υφίσταται ταυτότητα διαδίκων, ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η ίδια κατέστη ειδική διάδοχος του εκχωρητή κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το πέρας αυτής. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθ' όσον το Εφετείο δεν έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεσμεύεται από το δεδικασμένο της δίκης εκείνης, αλλά ότι η προηγηθείσα δίκη, η οποία απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή του εντολέα της αναιρεσείουσας και αποτελεί δεδικασμένο μεταξύ των εκεί διαδίκων, αποτελεί προδικαστικό θέμα της εξεταζόμενης από το ίδιο υπόθεσης, με την έννοια ότι από αυτό εξαρτάται η πλήρωση της τεθείσας στο ιδιωτικό συμφωνητικό της αναιρεσείουσας και του εντολέα της αναβλητικής αίρεσης της επιτυχούς έκβασης της δίκης.

VI. Καθ' όσον αφορά όλους τους λοιπούς αναιρετικούς λόγους, αυτοί, ως αφορώντες το περιεχόμενο και την ερμηνεία των όρων του ιδιωτικού συμφωνητικού εργολαβίας δίκης, το οποίο είχε συναφθεί μεταξύ της αναιρεσείουσας δικηγορικής εταιρείας, ως εντολοδόχου, και του εντολέα της (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), είναι αλυσιτελείς και απορριπτέοι, αφού ανάγονται στις σχέσεις της αναιρεσείουσας και τρίτου προσώπου (εντολέως) και δεν αφορούν την αναιρεσίβλητη, ούτε βεβαίως την δεσμεύουν. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, η εκχώρηση εκ μέρους του εντολέα της αναιρεσείουσας ποσοστού 20% της απαίτησής του από τη σύμβαση αντιπροσωπείας με την αναιρεσίβλητη χάριν εξοφλήσεως της οφειλής του εντολέα από την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών της αναιρεσείουσας δεν μετέβαλε την φύση της εκχωρούμενης απαίτησης από τη σύμβαση αντιπροσωπείας μεταξύ εντολέα και αναιρεσίβλητης σε απαίτηση δικηγορικής αμοιβής, ούτε η εκχώρηση μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του οφειλέτη, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε.

VII. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημά της (ΚΠολΔ 176, 180 παρ.1, 183 και 191παρ.2), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

VIII. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ασκών το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ` αποφάσεως Εφετείου υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 450 ευρώ και ότι εν περιπτώσει ολικής ή μερικής νίκης του αναιρεσείοντος ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα, η υποχρέωση όμως καταθέσεως παραβόλου δεν ισχύει επί διαφορών από αμοιβές του άρθρου 614 παρ.5 ΚΠολΔ, οπότε, εάν παρά την έλλειψη σχετικής υποχρεώσεως κατατεθεί παράβολο, ο Άρειος Πάγος, βάσει των εν λόγω διατάξεων αναλόγως εφαρμοζομένων, διατάσσει την επιστροφή τούτου στον καταθέσαντα ασχέτως της ευδοκιμήσεως ή μη της αιτήσεως αναιρέσεως (ΑΕΔ 2/2015, 3 και 4/2014, ΑΠ 117/2019).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την έκθεση καταθέσεως του δικογράφου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα έχει καταθέσει το αναφερόμενο σ` αυτή παράβολο με αριθμό ..., ποσού 450 ευρώ, χωρίς όμως να υπέχει σχετική υποχρέωση, αφού η αναίρεση αφορά διαφορά από αμοιβή (πρβ. ΑΠ 1191/2019, 117/2019).

Συνεπώς, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του εν λόγω παραβόλου στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...-2022 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου, με αριθμό ..., ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, στην καταθέσασα τούτο αναιρεσείουσα και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή