ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 431/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 431/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 431/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 431 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 431/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Ταμείο Αυτοασφάλειας Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και δεν παραστάθηκε.

Της αναιρεσίβλητης: Σ. Π. του Ε., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η .../2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από ...-2022 αίτησή του.
Με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι πιο πάνω διατάξεις διαφέρουν μόνον ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται να υφίσταται, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση, δηλαδή, να δικαστεί ερήμην και να υποστεί τις σχετικές συνέπειες. Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 702/2024, 156/2024, 936/2018, 869/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 4-7-2024 υπ'αριθμ. .../2024 πράξη της Προέδρου του παρόντος Β2' Τμήματος του Αρείου Πάγου, προσδιορίστηκε, για τους λόγους που εκτίθενται στην ως άνω πράξη και συνίστανται στην αδυναμία έκδοσης απόφασης επί της από ...-2022 (αρ.εκθ.καταθ. .../2022) αίτησης αναίρεσης, που είχε συζητηθεί στη δικάσιμο της 7-11-2023, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (21-1-2025) με σκοπό την επανάληψη της συζήτησης. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με αριθμό .../2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανίστηκαν οι διάδικοι, αν και κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα [βλ. τα από 16-10-2024 και 1-10-2024 αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Αρείου Πάγου Ε. Π., προς τους Γ. Τ. και Α. Ρ., πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντος και της αναιρεσίβλητης, αντίστοιχα, δια των οποίων είχαν αυτοί παρασταθεί και καταθέσει προτάσεις κατά την αρχική δικάσιμο (7-11-2023) της υπόθεσης]. Επομένως θα θεωρηθούν παρόντες και κατά τη νέα συζήτηση, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.

ΙΙ. Με την ....1926 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Εθνικής Τραπέζης, συστήθηκε ύστερα από την από 24 Απριλίου 1926 απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της Εθνικής Τραπέζης, το "Ταμείο Αυτασφαλείας Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης" (Τ.Α.Π.-Ε.Τ.Ε.), ως αυτοτελής και αυτόνομος Οργανισμός, διεπόμενος από τις διατάξεις του Κανονισμού του, ο οποίος εγκρίθηκε με την ίδια απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας και ανακοινώθηκε κατά τη συνεδρίαση 2 της 06.04.1927 του ιδίου Γενικού Συμβουλίου, με σκοπό την καταβολή εφάπαξ παροχής στους ασφαλιζόμενους σε αυτό. Ακολούθως, με το άρθρο μόνο του ν. 3483/1928, κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου η από 23.02.1928 σύμβαση, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος "Περί διακανονισμού των μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος σχέσεων και περί της εφεξής λειτουργίας της Τραπέζης ταύτης", το ως άνω δε Ταμείο, με την από 09.05.1928 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της ως ανωτέρω Τραπέζης μετονομάσθηκε και λειτούργησε ως κοινό "Ταμείο Αυτασφαλείας του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, της Τραπέζης της Ελλάδος και της Εθνικής Κτηματικής Τραπέζης της Ελλάδος", ως αυτόνομος Οργανισμός, διοικούμενος σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού του. Ακολούθως, με το ν.δ. 2626/1953, το Ταμείο αναδιοργανώθηκε, ως ειδικό "Ταμείον Αυτασφαλίσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης" και μετατράπηκε από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, στην παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 "Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης" όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε διαδοχικώς με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 35 του ν. 3220/2004, της παρ. 7 του άρθρου 20 του ν. 3232/2004, της παρ. 3 του άρθρου 63 του ν. 3518/2006 και της παρ. 8 του άρθρου 138 του ν. 3655/2008 και ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι : "Οι αυτοτελείς κλάδοι ή Τομείς Πρόνοιας, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, για τα οποία καταβάλλονται εισφορές μόνο από τους εργαζόμενους, δύνανται να μετατρέπονται σε Ν.Π.Ι.Δ., με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά από αίτηση, που υποβάλει προς αυτούς το Διοικητικό Συμβούλιο κάθε Ταμείου. Κατά την ανωτέρω μετατροπή, η ακίνητη και κινητή περιουσία των υφιστάμενων ασφαλιστικών ταμείων, περιέρχεται αυτοδίκαια στο νέο Ν.Π.Ι.Δ. χωρίς την καταβολή φόρου μεταβίβασης... Με την ίδια κοινή απόφαση εγκρίνεται και το καταστατικό του Ν.Π.Ι.Δ. Τα εν λόγω ταμεία, με αποφάσεις των Διοικητικών τους Συμβουλίων, ύστερα από αναλογιστική μελέτη, η οποία και υποβάλλεται προς έγκριση στους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθορίζουν το ύψος των παρεχόμενων εφάπαξ βοηθημάτων για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους τους, διασφαλίζοντας την αναλογιστική ισορροπία κάθε ταμείου... Το εφάπαξ βοήθημα των Ταμείων αυτών, καθώς και οι όροι χρηματοδότησης δύνανται να ανακαθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από πρόταση των οργάνων διοίκησης των νέων Ταμείων και σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, που υποβάλλεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εγκρίνεται με την ίδια απόφαση....". Κατ' επίκληση του πρώτου εδαφίου της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως, εξεδόθη η Φ.80000/30226/1366/14.01.2004 (ΦΕΚ Β' 27) κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία το Ταμείο Αυτασφάλειας του Προσωπικού της Ε.Τ.Ε. μετατράπηκε σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, εγκρίθηκε η εκπονηθείσα, το Δεκέμβριο του έτους 2003, αναλογιστική μελέτη του Ταμείου και, τέλος, εγκρίθηκε και το καταστατικό αυτού. Περαιτέρω, κατ' επίκληση του ως άνω τελευταίου εδαφίου της ίδιας εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002, εξεδόθη η Φ.80000/35187/1180/19-12-2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας "Τροποποίηση του Καταστατικού του Ταμείου Αυτασφάλειας Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος" (ΦΕΚ Β' 3239/19-12-2013), με την οποία εγκρίθηκε η με ημερομηνία 18-11-2013 αναλογιστική μελέτη και αντικαταστάθηκε, αφού υιοθετήθηκε η απόφαση ...-2013 του Δ.Σ. του Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε., το άρθρο 7 του Καταστατικού του Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε., στο οποίο καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της χορηγούμενης από το Ταμείο εφάπαξ παροχής και ορίστηκε ότι ο νέος τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος, εφαρμόζεται αναδρομικά και για όσους έχουν ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία από 03.01.2012 και δεν έχουν λάβει το σύνολο του βοηθήματος αυτού, ήτοι εφαρμόζεται : α) Για όσους έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία από τις 03.01.2012 μέχρι την ημερομηνία λήψης της επίμαχης αποφάσεως του Δ.Σ. του Ταμείου (16.12.2013) και δεν έχουν λάβει το σύνολο της εφάπαξ παροχής και β) Για όσους θα αποχωρήσουν από την ως άνω ημερομηνία και στο εξής. Όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002, στους αυτοτελείς κλάδους ή Τομείς Πρόνοιας, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα για τα οποία καταβάλλονται εισφορές μόνο από τους εργαζόμενους (όπως είναι και το αναιρεσείον ν.π.ι.δ. "Τ.Α.Π.- Ε.Τ.Ε."), παρέχεται μεν η δυνατότητα μεταβολής του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν στους ασφαλισμένους τους, αποφασιστική, όμως, αρμοδιότητα επί του ζητήματος τούτου έχουν οι αναφερόμενοι στη διάταξη Υπουργοί, που εκδίδουν τη σχετική εγκριτική απόφαση (Κ.Υ.Α.) και όχι το προτείνον προς αυτούς Δ.Σ. του Ταμείου, του οποίου η απόφαση επί του θέματος έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα (κατά το νόμο "πρόταση") και, συνεπώς, χωρίς τη σχετική εγκριτική Υπουργική απόφαση, είναι ανίσχυρη. Εξάλλου, από τις διατάξεις του Συντάγματος περί διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26) και περί παροχής στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (άρθρο 43) συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομική κανονιστική ρύθμιση, εφόσον τούτο δεν προβλέπεται ρητώς στην εξουσιοδοτική διάταξη ( ΑΠ 1479/2021, ΟλΣτΕ 1210/2010, ΣτΕ 1530/2018).

Εν προκειμένω, η ως άνω διάταξη της παρ. 20 εδ. τελ. του άρθρου 6 του ν. 3029/2002, δεν παρέχει ρητή εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να ανακαθορίζουν αναδρομικώς το ύψος του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν τα ως άνω νομικά πρόσωπα και, επομένως, και το Ταμείο Αυτασφάλειας Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Με το δεδομένο αυτό, η Φ.80000/35187/1180/19-12-2013 κοινή υπουργική απόφαση, που εκδόθηκε κατ' επίκληση της ως άνω διατάξεως, ως προς το μέρος της, με το οποίο ανακαθορίζεται αναδρομικώς το απονεμόμενο από το Ταμείο Αυτασφάλειας Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εφάπαξ βοήθημα και ορίζεται, ειδικότερα, ότι ο νέος τρόπος υπολογισμού της εφάπαξ παροχής εφαρμόζεται και για όσους έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία από τις 03.01.2012 μέχρι την ημερομηνία λήψεως της επίμαχης αποφάσεως του Δ.Σ. του Ταμείου (16.12.2013) και δεν έχουν λάβει το σύνολο της εφάπαξ παροχής, δεν είναι νόμιμη, αφού εκδόθηκε χωρίς σχετικό εξουσιοδοτικό έρεισμα. Επομένως, είναι άκυρη και δεν ισχύει έναντι εκείνων, που εμπίπτουν στην αναδρομική περίοδο, ήτοι έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, λόγω συνταξιοδοτήσεως από τις 03.01.2012 μέχρι την ημερομηνία λήψεως της ...-2013 αποφάσεως του Δ.Σ. του " Τ.Α.Π.-Ε.Τ.Ε." και δεν έχουν λάβει το σύνολο της εφάπαξ παροχής, οι οποίοι ούτω εξακολουθούν να υπάγονται στην προηγούμενη ρύθμιση (ΑΠ 416/2022, 900/2022,1479/2021). Ήδη, με την απόφαση 1530/2018 του ΣτΕ, η ως άνω Κ.Υ.Α. κρίθηκε μη νόμιμη, ως προς την άνω αναδρομική της ρήτρα (ΑΠ 1695/2022, 900/2022).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1, εδαφ. α' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 19/2020, 319/2017, 1420/2013).

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη και τα λοιπά πρόσωπα, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα αναιρετική δίκη, στην από ...-2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στρεφομένη κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, εξέθετε ότι είναι συνταξιούχος, πρώην υπάλληλος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", στην οποία προσέφερε τις υπηρεσίες της από την πρόσληψή της έως την αποχώρησή της λόγω συνταξιοδότησης την 10-5-2012. 'Ότι καθ'όλη τη διάρκεια της απασχόλησής της, υπήχθη για τον κλάδο πρόνοιας στην ασφάλιση του εναγομένου, καταβάλλοντας τις εκάστοτε αναλογούσες σε αυτή εισφορές υπέρ του Ταμείου, μέχρι την αποχώρησή της και συνεπώς, σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ταμείου, τύγχανε δικαιούχος της προβλεπόμενης από αυτόν (Κανονισμό) εφάπαξ παροχής, η οποία και έπρεπε να του καταβληθεί, υπό τις προϋποθέσεις και με τον τρόπο υπολογισμού, που ορίζονται στα, ειδικώς αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή, άρθρα του Κανονισμού του εναγομένου Ταμείου, όπως αυτά ίσχυαν κατά τον χρόνο αποχώρησής της. Ότι, ωστόσο, παρότι η ίδια υπέβαλε νομοτύπως τη σχετική αίτησή της για τη χορήγηση ολόκληρης της εφάπαξ παροχής από το εναγόμενο Ταμείο, το τελευταίο δεν της κατέβαλε το σύνολο της εφάπαξ παροχής, επανυπολογίζοντας αυτή με βάση τα οριζόμενα στην τροποποιηθείσα (δυνάμει της με αριθμό ...-2013 απόφασης του Δ.Σ.) διάταξη του άρθρου 7 του Κανονισμού του και όχι σύμφωνα με το προϊσχύσαν αντίστοιχο άρθρο, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο συνταξιοδότησής της, περικόπτοντας, με αυτόν τον τρόπο, το δικαιούμενο εφάπαξ βοήθημα προνοίας και μάλιστα αναδρομικά. Ότι, ειδικότερα, η αναδρομική εφαρμογή του νέου τρόπου υπολογισμού της δικαιούμενης εφάπαξ παροχής, σύμφωνα με τον τροποποιηθέντα Κανονισμό του εναγομένου και την με αριθμό ...-2013 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε η ανωτέρω αναδρομική τροποποίηση του Καταστατικού του εναγομένου, περί υπολογισμού της εφάπαξ παροχής, είναι παράνομη και αντισυνταγματική, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στην ιστορική βάση της αγωγής λόγους. Στη συνέχεια η ενάγουσα εξέθετε ότι, από την ως άνω περιγραφόμενη αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου υπέστη ζημία, η οποία συνίσταται στο ύψος του δικαιούμενου υπόλοιπου εφάπαξ βοηθήματος, ποσού 29.694,74 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της καταβλητέας και της καταβληθείσας εφάπαξ παροχής, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της εξόδου της από την ενεργό ασφάλιση, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό .../2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε σχέση με την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση. Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, μετά την άσκηση αντιθέτων εφέσεων από τους διαδίκους, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε, ως προς τα ζητήματα επί των οποίων εκτείνεται ο αναιρετικός έλεγχος, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει τα εξής: "....Το εναγόμενο, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αλλά και με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του, προέβαλε ένσταση κατ' άρθρο 101 εδ. 3 ΑΚ, ισχυριζόμενο ότι η υπ' αρ. 23/16.12.2013 απόφαση του Δ.Σ. του εναγομένου έχει καταστεί πλέον απρόσβλητη λόγω της άπρακτης παρέλευσης της προβλεπόμενης από το ανωτέρω άρθρο εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. [..........] Ο δεύτερος λόγος εφέσεως του εκκαλούντος [...........] ότι η υπ' αρ. 23/16.12.2013 απόφαση του Δ.Σ. του κατά το χρόνο άσκησης της σε βάρος του αγωγής είχε καταστεί απρόσβλητη λόγω της άπρακτης παρέλευσης της προβλεπόμενης από το ανωτέρω άρθρο εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από τη λήψη της απόφασης μέχρι την άσκηση της αγωγής, ο οποίος είχε υποβληθεί και ως ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση" κρίνεται απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον το άρθρο 101 ΑΚ αναφέρεται σε απόφαση γενικής συνέλευσης νομικού προσώπου και όχι απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου, όπως εν προκειμένω. Επιπλέον, η ως άνω απόφαση του Δ.Σ. του εναγόμενου - εκκαλούντος ταμείου στερείται πλέον νομικής υπόστασης, καθόσον η εγκριτική αυτής Φ.80000/35187/1180/19.12.2013 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, κατά το μέρος που με αυτήν προβλεπόταν ότι ο νέος τρόπος υπολογισμού της επίδικης εφάπαξ παροχής εφαρμόζεται αναδρομικά και για όσους έχουν ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία από 3.1.2012 και δεν έχουν λάβει το σύνολο του βοηθήματος, ακυρώθηκε με την υπ'αρ. 1530/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια με την εκκαλουμένη απόφαση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Και ο τρίτος όμως λόγος εφέσεως του εκκαλούντος, ήτοι αυτός που αφορά δήθεν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εφεσιβλήτου με την άσκηση της ένδικης αγωγής, ισχυριζόμενο ότι η αιτία της μη δυνατότητάς του να προβεί σε άμεση και εμπρόθεσμη καταβολή της ένδικης παροχής είναι η οικονομική αδυναμία του, η οποία οφείλεται σε αντικειμενικούς, απρόβλεπτους και ασυνήθεις λόγους, γεγονός το οποίο τελεί σε γνώση των εναγόντων, λόγος εφέσεως που προβλήθηκε ως ένσταση του εκκαλούντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς οι λόγοι οικονομικής διαχείρισης και διοίκησης του εναγόμενου - εκκαλούντος νπιδ - Ταμείου, δεν αφορούν σε παραλείψεις ή πράξεις της εφεσίβλητης - ενάγουσας που να οδηγούν σε αποδυνάμωση του επίδικου δικαιώματος της [..........], το οποίο αφορά κεκτημένο ασφαλιστικό δικαίωμά της κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής [..............], όπως ορθά και νόμιμα έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο είχε απορρίψει τον ταυτόσημο ισχυρισμό του εκκαλούντος. Και ο τέταρτος όμως λόγος εφέσεως του εκκαλούντος, ήτοι ότι έσφαλε η εκκαλουμένη, η οποία επιδίκασε στην εφεσίβλητη [...........] τόκους υπερημερίας ενώ η επιδίκαση τόκων υπερημερίας προϋποθέτει υπερημερία του οφειλέτη άλλως γνώση της οφειλής του και νομική δυνατότητα εξοφλήσεώς της που δεν υφίστανται εν προκειμένω από το ίδιο, κρίνεται απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι το εκκαλούν είχε καταστεί υπερήμερο έναντι της ασφαλισμένης σε αυτό, δεύτερης ενάγουσας, όπως και έναντι των υπολοίπων συναδέλφων της μαζί με τους οποίους είχε ασκήσει αυτή την αγωγή με την ένδικη απαίτηση αλλά και διότι γνώριζε την ύπαρξη οφειλής του έναντι της εφεσιβλήτου και μπορούσε να είχε προβεί στην πλήρη ικανοποίησή της χωρίς να είχε χρειαστεί να προβεί αυτή στην άσκηση της αγωγής....." Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά, το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Με την κρίση του αυτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 20 του ν. 3029/2002 "Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης", τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναλυτικά αναπτύχθηκαν στην προεκτεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, αφενός ότι προβλέπεται δυνατότητα μεταβολής του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος, που παρέχει το αναιρεσείον "Τ.Α.Π.-Ε.Τ.Ε.", μετά από απόφαση (πρόταση) του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, αποφασιστική, όμως, αρμοδιότητα, επί του ζητήματος τούτου, έχουν οι αναφερόμενοι στη διάταξη Υπουργοί, που εκδίδουν τη σχετική εγκριτική απόφαση και όχι το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, του οποίου η απόφαση επί του θέματος έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα και αφετέρου ότι η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 20 του άρθρου 6 εδ. τελ. του ν. 3029/2002, δεν παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομίας, Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, να ανακαθορίζουν αναδρομικώς το ύψος του εφάπαξ βοηθήματος, εφόσον δεν προβλέπει τούτο ρητά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος περί διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26) και περί παροχής στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (άρθρο 43).

Συνεπώς, εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου με την απόφαση ...-2013 πρότεινε την αντικατάσταση του άρθρου 7 του Καταστατικού του, στο οποίο καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της χορηγούμενης από το Ταμείο εφάπαξ παροχής και όρισε ότι ο νέος τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος εφαρμόζεται αναδρομικά και για όσους έχουν ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία από 03.01.2012 και δεν έχουν λάβει το σύνολο του βοηθήματος αυτού, η Φ.80000/35187/1180/19.12.2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που ενέκρινε την ως άνω, υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, προταθείσα αναδρομική ρύθμιση είναι άκυρη, ως προς την αναδρομική αυτή ρήτρα, ως εκδοθείσα χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και δεν ισχύει έναντι εκείνων, που εμπίπτουν στην αναδρομική περίοδο, όπως είναι η αναιρεσίβλητη, η οποία εξακολουθεί να υπάγεται στην προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 7 του Κανονισμού του "Τ.Α.Π.-Ε.Τ.Ε.". Εξάλλου, ενόψει του ότι η απόφαση αυτή (πρόταση) του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος (...-2013), έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα και όχι αποφασιστικό (δεσμευτικό), τον οποίο έχει η εγκριτική Κ.Υ.Α., είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι, λόγω του σωματειακού του χαρακτήρα, η άνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του είναι έγκυρη, ως μη προσβληθείσα εντός της αποκλειστικής 6μηνης προθεσμίας του άρθρου 101 εδ. 3 του Α.Κ. και, ως εκ τούτου, δεσμεύει τα μέλη του. Ομοίως, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του ότι, δεδομένου του ιδιωτικού χαρακτήρα της σχέσης του με την αναιρεσίβλητη και της βάσει αυτής τροποποιήσεως του Κανονισμού, η τροποποίηση αυτή χαρακτηρίζεται από νομιμότητα, είναι δε άλλο ζήτημα το θέμα της Διοικήσεως να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει την απόφαση αυτή, ούτως ώστε να πληροί τους όρους του Ν. 3029/2002, μέχρι δε τότε και δεδομένου του όλως προσφάτου της εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως του ΣτΕ (1530/2018), η μέχρι την τυχόν τροποποίηση του Κανονισμού, με νεώτερη άλλη απόφαση, ούτως ώστε να επέλθει "ισορροπία", μεταξύ των δύο πράξεων, το όλο ζήτημα μένει και πρέπει να παραμείνει σε εκκρεμότητα, λαμβανομένου υπόψη ότι ο συνολικός αριθμός των αναλόγων με τον αναιρεσίβλητο περιπτώσεων ανέρχεται σε 572 περίπου άτομα, η δε συνολική για το Ταμείο δαπάνη για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους στο ύψος των 16.000.000 ευρώ περίπου, ποσό που προφανώς ανατρέπει την αναλογιστική ισορροπία του Ταμείου, κάτι που δεν συμβαδίζει με τη βούληση των μερών για τη λειτουργία της δικαιοπρακτικής τους σχέσης. Και τούτο διότι το αναιρεσείον, διεπόμενο από το ν. 3026/2002, δεν είναι αυτεξούσιο και οι κρίσιμες αποφάσεις του, που αφορούν το ύψος των παρεχόμενων παροχών, τελούν υπό την έγκριση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επομένως, οι ενιαία εξεταζόμενοι, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους το αναιρεσείον ισχυρίζεται τα αντίθετα, προσάπτοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια, κατ' εκτίμηση, του άρθρου 559 αριθ. 1 εδαφ. α' του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, αντικαθισταμένης της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' άρθρο 578 του ΚΠολΔ, σε σχέση με την κρίση της ότι το άρθρο 101 του Α.Κ. αναφέρεται μόνο σε αποφάσεις Γενικής Συνέλευσης νομικού προσώπου και όχι σε αποφάσεις του Διοικητικού του Συμβουλίου, αφού το Εφετείο κατέληξε σε ορθό διατακτικό και δεν συντρέχει εν προκειμένω έννομο συμφέρον αποτροπής δεδικασμένου. IV. Κατά το άρθρο 346 του Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 02-04-2012 : "Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου, το δικαστήριο δύναται, κατ' εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση, με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει, ιδίως, για τις, κατ' εύλογη κρίση του δικαστηρίου, επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης, που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης". Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, η οποία πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου και μόνη προϋπόθεση έχει την επίδοση της αγωγής, ανεξαρτήτως υπερημερίας, αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες, που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι' αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, να αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις, που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι' αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ' αυτήν, όταν το δικαστήριο, κατ' εξαίρεση, επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας (ΑΠ 1207/2017).

Το αναιρεσείον, με τους ενιαία εξεταζόμενους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του όλου περιεχομένου τους, εκ του αριθ. 1 (και όχι από τους αριθμούς 8 και 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παραπονείται, το μεν (πρώτος λόγος) ότι το Εφετείο, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία, εφάρμοσε το άρθρο 346 Α.Κ., ενώ έπρεπε, όπως παραδεκτά ζήτησε, κατ' εφαρμογή των άρθρων 345 και 342 του Α.Κ., να μην επιδικάσει τόκους επιδικίας, διότι, ενόψει της ισχύος της επίμαχης Κ.Υ.Α., πριν την ακύρωσή της με την υπ' αριθμ. 1530/2018 απόφαση του ΣτΕ, δεν υπήρχε νομική δυνατότητα εξοφλήσεως, καθότι θα διέπραττε ποινικό αδίκημα, αποκλειομένης ούτω της επέλευσης υπερημερίας του, το δε (δεύτερος λόγος) ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε την Α.Κ. 346, διότι κατά το άρθρο 7 παρ. 5 του Κανονισμού του, που έχει δικαιοπρακτική ισχύ, για τυχόν μη έγκαιρη καταβολή της εφάπαξ παροχής αποκλείεται η υποχρέωση του Ταμείου για την καταβολή τόκων ή οποιασδήποτε άλλης αποζημίωσης. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθ' όσον η πρωτόδικη απόφαση προέβη στην επιδίκαση, όχι τόκων υπερημερίας, αλλά τόκων επιδικίας κατά το άρθρο 346 ΑΚ, όπως ισχύει, διάταξη η οποία είναι αναγκαστικού δικαίου και μόνη προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι η επίδοση της αγωγής ανεξαρτήτως υπερημερίας, το αναιρεσείον, δε, δεν επικαλείται κάποια από τις εξαιρέσεις που υπάρχουν στη διάταξη αυτή, ενώ το άρθρο 7 παρ. 5 του Κανονισμού του αναιρεσείοντος δεν αναφέρεται σε τόκους επιδικίας.

Συνεπώς το Εφετείο, με το να απορρίψει το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα κατ' άρθρο 578 του ΚΠολΔ, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού ορθά εφάρμοσε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις. Επομένως, αμφότεροι οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, είναι αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν.

V. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται, αυτεπαγγέλτως, ως αόριστος, χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των στοιχείων που λείπουν με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα (Α.Π. 317/2022, Α.Π. 555/2019, Α.Π. 275/2017, Α.Π. 766/2017, Α.Π. 7/2017). Ειδικά για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση από το δικαστήριο της ουσίας κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ) πρέπει στο δικόγραφο της αναίρεσης να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005), ενώ αν η επικαλούμενη πλημμέλεια αφορά την απόρριψη ή μη της αγωγής ή ένστασης ως μη νόμιμης, πρέπει να αναφέρεται με πληρότητα η ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, άλλως ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 651/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον παραπονείται ότι το Εφετείο απέρριψε άνευ επαρκούς αιτιολογίας και ως μη νόμιμη την ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ως δήθεν θεμελιουμένης μόνο σε δυσμενείς για το Ταμείο επιπτώσεις και όχι στο σύνολο των ασφαλισμένων του, που προσδοκούν στη λήψη αξιοπρεπούς εφάπαξ παροχής, αφού είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που διανέμει εκ του κεφαλαίου του παροχές στους δικαιούχους, εάν δε θιγεί το κεφάλαιό του αυτό, είναι προφανές ότι θίγεται καταχρηστικώς το σύνολο των ασφαλισμένων του. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος, καθ' όσον ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και τη διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος, ενώ εν προκειμένω η ένσταση απορρίφθηκε από το Εφετείο ως μη νόμιμη, ως προς δε την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, είναι αόριστος και συνακόλουθα απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι το αναιρεσείον δεν αναφέρει στο αναιρετήριο δικόγραφο κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, τα επικληθέντα, ενώπιον του Εφετείου, με τη σχετική ένσταση, πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 του Α.Κ., ούτε ο χρόνος και τρόπος υποβολής του σχετικού ισχυρισμού (ένστασης) στο Πρωτοδικείο και επαναφοράς του στο Εφετείο, προκειμένου να κριθεί το παραδεκτό της προβολής του, ενώπιον των Δικαστηρίων της ουσίας.

VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...-2022 (αρ.εκθ.καταθ. .../2022) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. .../2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και

Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή