
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 439 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 439/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Βαρβάρα Πάπαρη, Μαρία Πετσάλη και Άλκηστη Σιάννου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) V. (Β.) V. (Β.) του D. (Ν.), κατοίκου ..., 2) S. (Σ.) G. (Γ.) του A. (Α.), κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, που ανακάλεσε την από .../2023 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΜΑΡΕ ΝΟΣΤΡΟΥΜ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ" και τον διακριτικό τίτλο "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΔΑΝΑΗ", που εδρεύει στην Νικήτη Σιθωνίας Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Σαββίδου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από .../2019 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πολυγύρου.
Εκδόθηκε η .../2020 απόφαση ίδιου Δικαστηρίου που απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο ως προς την επικουρική και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Ακολούθως εκδόθηκε η .../2022 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από .../2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από ....2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθ. .../2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που δίκασε ως Εφετείο, με την οποία (απόφαση) είχε απορριφθεί κατ' ουσίαν η από 23.2.2021 έφεση των αναιρεσειόντων κατά της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, κατά της υπ' αριθ. ....2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πολυγύρου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και απέρριψε την από 17.9.2019 αγωγή των αναιρεσειόντων κατά της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας. Η ως άνω αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της, κατά νόμο, διετούς καταχρηστικής προθεσμίας, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την απόφαση αυτή Δικαστηρίου στις ....2022 και δεν προκύπτει, η, με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, επίδοση της απόφασης αυτής, η οποία δημοσιεύθηκε στις 15.12.2020, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 § 3 - όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/23-7-2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, άρθρο 1 άρθρο ένατο του Ν. 4335/2015 - 566 § 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 § 3 του ΚΠολΔ).
ΙΙ.Α. Σύμφωνα με το άρθρο 834 ΑΚ "Ο ξενοδόχος ευθύνεται για κάθε βλάβη, καταστροφή ή αφαίρεση των πραγμάτων που έφεραν οι πελάτες στο ξενοδοχείο, εκτός αν η ζημία οφείλεται στον ίδιο τον πελάτη, ή σε επισκέπτη, συνοδό ή υπηρέτη του, ή στην ιδιάζουσα φύση του πράγματος ή σε ανώτερη βία. Με ξενοδοχεία εξομοιώνονται τα οικοτροφεία, οι κλινικές, οι κλινάμαξες και τα επιβατικά πλοία ή αερόπλοια για το κατάλυμα που παρέχουν στους πελάτες", σύμφωνα δε με το άρθρο 835 ΑΚ "Για χρήματα, χρεόγραφα και τιμαλφή η ευθύνη του ξενοδόχου σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο περιορίζεται στο ποσό των ογδόντα οκτώ (88) ευρώ για κάθε πελάτη, εκτός εάν ο ξενοδόχος, γνωρίζοντας την ιδιότητα των πραγμάτων αυτών, ανέλαβε τη φύλαξή τους ή την αποποιήθηκε, καθώς και αν η ζημία προήλθε από πταίσμα του ξενοδόχου ή της οικογένειας ή του προσωπικού του". Περαιτέρω, στο άρθρο 8 § 20 του Ν. 1652/1986, με τον οποίο κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου από τότε που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30.10.1986) η απόφαση .../1976 (ΦΕΚ 166/1976) του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Τουρισμού "Περί κανονισμού σχέσεων ξενοδόχων και πελατών αυτών", ορίζεται ότι: "Ο πελάτης, άμα τη αφίξει του εις το Ξενοδοχείον, οφείλει να παραδώση εις τον Ξενοδόχον ή τον εντεταλμένον Διευθυντήν του Ξενοδοχείου τα πολύτιμα ή σημαντικής αξίας αντικείμενα ως και τα χρήματα άτινα φέρει μεθ' εαυτού έναντι αποδείξεως. Εν εναντία περιπτώσει ο Ξενοδόχος δεν ευθύνεται δια την τυχόν απώλειαν αυτών. Δια τα λοιπά αντικείμενα τα εισκομισθέντα υπό του πελάτου ο Ξενοδόχος απαλλάσσεται πάσης ευθύνης, εάν η ζημία ή η απώλεια οφείλεται εις αμέλειαν του πελάτου ή των συνοδευόντων αυτόν προσώπων ή των επισκεπτομένων αυτόν ή των εν τη υπηρεσία του ευρισκομένων. Επίσης ο Ξενοδόχος απαλλάσσεται πάσης ευθύνης εάν η βλάβη, η καταστροφή ή η απώλεια οφείλεται εις ανωτέραν βίαν (σεισμόν, πυρκαϊάν κλπ.) ή εις την ιδιάζουσαν του πράγματος φύσιν". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: Η ευθύνη του ξενοδόχου για τα εισκομισθέντα από τον πελάτη ρυθμίζεται από την ΑΚ 834επ., ενώ σχετική είναι και η ρύθμιση του άρθρου 20 του Κανονισμού, η οποία τροποποιεί, ως προς τα εισκομισθέντα (ειδικότερα τα τιμαλφή και τα χρήματα), εν μέρει τη ρύθμιση του Αστικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, η ευθύνη του ξενοδόχου για κάθε βλάβη, καταστροφή ή αφαίρεση των πραγμάτων που έφεραν οι πελάτες στο ξενοδοχείο (ΑΚ 834 § 1) πρόκειται για ευθύνη εκ του νόμου, η οποία γεννάται από μόνο το γεγονός της αποδοχής του πελάτη και της εισκόμισης των πραγμάτων. Η ως άνω ευθύνη δεν προϋποθέτει την ύπαρξη πταίσματος στο πρόσωπο του ξενοδόχου ή των προσώπων που αυτός χρησιμοποιεί και δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο Αστικός Κώδικας θέλησε να επιβάλλει σε βάρος του ξενοδόχου ένα είδος επαγγελματικού κινδύνου, στηρίζοντας έτσι την συγκεκριμένη ευθύνη στην ιδιαίτερη επιμέλεια και παραφυλακή που οφείλει να επιδεικνύει ο ξενοδόχος. Πρόκειται για μορφή ευθύνης από διακινδύνευση, όπου ο ξενοδόχος, ο οποίος είναι ο φορέας της επιχειρηματικής δράσης και καρπωτής των οικονομικών ωφελημάτων, αναλαμβάνει τον κίνδυνο της βλάβης, καταστροφής ή απώλειας των πραγμάτων που συνδέονται με την επιχείρησή του. Συνολικά, η ευθύνη του ξενοδόχου, κατά τον ΑΚ, είναι ευθύνη αυτοτελής, εξωδικαιοπρακτική και αντικειμενική, είναι δε απεριόριστη με την έννοια ότι δεν προβλέπεται ανώτατο όριο, ακόμη και αν τα εισκομισθέντα ανήκουν σε τρίτους. Προκειμένου δε να θεμελιωθεί η ευθύνη του ξενοδόχου κατά τις ΑΚ 834επ, προϋποτίθεται α) η στοιχειοθέτηση της ιδιότητας τόσο του ξενοδόχου όσο και του πελάτη, β) το αντικειμενικό γεγονός της εισκόμισης των πραγμάτων και γ) η βλάβη, καταστροφή ή αφαίρεσή τους. Η εισκόμιση των πραγμάτων αποτελεί τη σημαντικότερη προϋπόθεση θεμελίωσης της ευθύνης του ξενοδόχου, είναι δε υλική πράξη, με την οποία η επιμέλεια και η παραφυλακή επί των πραγμάτων του πελάτη μεταβαίνει στη σφαίρα επιρροής του ξενοδόχου. Έτσι, ως εισκομιζόμενα θα πρέπει να θεωρούνται τα πράγματα, τα οποία ο πελάτης παραδίδει στον ξενοδόχο ή σε πρόσωπο που είναι εντεταλμένο προς τούτο είτε ρητά είτε λόγω συναλλακτικής συνήθειας ή επαγγελματικής πρακτικής. Το ίδιο ισχύει και για τα πράγματα, τα οποία τοποθετούνται από τον πελάτη σε χώρο που του υποδεικνύουν τα ως άνω πρόσωπα ή, σε περίπτωση έλλειψης τέτοιας υπόδειξης, σε χώρο που προσδιορίζεται ειδικά ή κατά την κοινή λογική για τον σκοπό αυτό. Ο ξενοδόχος δεν είναι απαραίτητο να λάβει γνώση της εισκόμισης των πραγμάτων, αρκεί η εκ μέρους του αποδοχή του πελάτη ως προσώπου, στο οποίο πρόκειται να παράσχει υπηρεσίες ξένισης. Απαραίτητη, επίσης, προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του ξενοδόχου είναι και η επέλευση ενός ζημιογόνου γεγονότος, που οδηγεί σε βλάβη, καταστροφή ή απώλεια ενός ή περισσοτέρων πραγμάτων που εισκόμισε ο πελάτης στο ξενοδοχείο. Το ζημιογόνο γεγονός μπορεί να προέρχεται είτε από τον ίδιο τον ξενοδόχο είτε από υπάλληλό του είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο (άλλο πελάτη του ίδιου ξενοδοχείου, κλέπτη κλπ) είτε εκ τύχης. Η αποζημίωση θα περιλαμβάνει την πραγματική αξία του πράγματος που υπέστη βλάβη ή καταστράφηκε ή αφαιρέθηκε, όχι δε και τυχόν περαιτέρω ζημία. Περαιτέρω, ο ξενοδόχος απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον πελάτη για την βλάβη, καταστροφή ή αφαίρεση των εισκομισθέντων στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Σύμφωνα με την ΑΚ 834 § 1 ο ξενοδόχος δεν ευθύνεται εάν η ζημία οφείλεται στον ίδιο τον πελάτη ή σε επισκέπτη, συνοδό ή υπηρέτη του. Η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν προϋποθέτει την ύπαρξη πταίσματος των ως άνω προσώπων, αλλά αρκείται στην κατάφαση της αιτιώδους συμμετοχής τους στην επέλευση της ζημίας επί των εισκομισθέντων πραγμάτων και συνεπώς θα ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες που σχετίζονται με το είδος των εισκομισθένων πραγμάτων, την τάξη στην οποία ανήκει το ξενοδοχείο, την εσωτερική διαρρύθμιση αυτού κλπ. Ωστόσο, μετά την κύρωση του Κανονισμού των σχέσεων ξενοδόχων και πελατών με τον Ν. 1652/1986, οι ρυθμίσεις του ως άνω Κανονισμού, ως ειδικές και μεταγενέστερες κατισχύουν αυτών του ΑΚ, εφόσον ρυθμίζουν το ίδιο ζήτημα. Έτσι, με τον παραπάνω Κανονισμό, στο άρθρο 8 § 20 εδάφιο γ' του Ν. 1652/1986, ρυθμίζεται η απαλλαγή του ξενοδόχου από την ευθύνη του, εφόσον η ζημία ή η απώλεια των εισκομισθέντων οφείλεται σε αμέλεια του πελάτη ή των προσώπων που τον συνοδεύουν ή των επισκεπτών ή αυτών που βρίσκονται στην υπηρεσία του. Επομένως, η απαλλαγή του ξενοδόχου επέρχεται μόνο εφόσον τον πελάτη βαρύνει υπαιτιότητα ως προς την επέλευση της ζημίας. Εάν όμως βαρύνει πταίσμα και τον ξενοδόχο ή τα πρόσωπα που εμπίπτουν στην σφαίρα επιρροής του, τότε κρίνεται εφαρμοστέα και η διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ ("ζημία από οικείο πταίσμα"), οπότε μπορεί να μην επιδικασθεί αποζημίωση ή να μειωθεί το ποσόν αυτής, β) η ΑΚ 834 § 1 προβλέπει ως λόγο απαλλαγής και την πρόκληση ζημίας λόγω της ιδιάζουσας φύσης του πράγματος, γ) η ευθύνη του ξενοδόχου εξικνείται μέχρι την ανωτέρα βία, ήτοι ο ξενοδόχος δεν ευθύνεται όταν η ζημία ευθύνεται σε ανωτέρα βία και δ) η ΑΚ 836 ρυθμίζει μία ακόμη περίπτωση, σύμφωνα με την οποία ο ξενοδόχος απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης του πελάτη και συγκεκριμένα αν ο τελευταίος καθυστερήσει αδικαιολόγητα να του γνωστοποιήσει την ζημία του, ο ισχυρισμός δε αυτός συνιστά ένσταση που πρέπει να προτείνει και να αποδείξει ο ξενοδόχος. Περαιτέρω, όμως, αναφορικά με τα χρήματα, χρεώγραφα και τιμαλφή ο Αστικός Κώδικας περιορίζει την αντικειμενική ευθύνη του ξενοδόχου στο ποσό των ογδόντα οκτώ (88) ευρώ για κάθε πελάτη (ΑΚ 835). Ο περιορισμός αυτός, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, παύει να υφίσταται εφόσον ο ξενοδόχος, γνωρίζοντας την ιδιότητα των πραγμάτων αυτών, ανέλαβε τη φύλαξή τους ή την αποποιήθηκε, καθώς και αν η ζημία προήλθε από πταίσμα του ξενοδόχου ή της οικογένειας ή του προσωπικού του (ΑΚ 835). Ωστόσο, η συγκεκριμένη ρύθμιση, που αφορά τα χρήματα και τα τιμαλφή, καταργήθηκε με το άρθρο 20 του Κανονισμού, ο οποίος πλέον θέτει ένα βάρος στο πρόσωπο του πελάτη. Συγκεκριμένα, ο πελάτης, με την άφιξή του στο ξενοδοχείο, οφείλει να παραδώσει στον ξενοδόχο ή τον εντεταλμένο διευθυντή του ξενοδοχείου, τα πολύτιμα ή σημαντικής αξίας αντικείμενα (τιμαλφή) ως και τα χρήματα που φέρει μαζί του έναντι απόδειξης. Εφόσον ο πελάτης δεν συμμορφωθεί με αυτήν την υποχρέωση - βάρος, επέρχεται η δυσμενής γι' αυτόν έννομη συνέπεια, δηλαδή δεν μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση για ενδεχόμενη απώλειά τους, ούτε καν εκείνη των ογδόντα οκτώ (88) ευρώ. Επομένως, η ρύθμιση της ΑΚ 835 για χρήματα και τιμαλφή (ως τέτοια δε θεωρούνται τα αντικείμενα που έχουν κατά γενική συναλλακτική αντίληψη και αναλόγως των περιστάσεων ιδιαίτερα μεγάλη αξία, πχ κοσμήματα, έργα τέχνης κλπ) ισχύει για όλους τους άλλους επιχειρηματίες, πλην των ξενοδόχων, που εμπίπτουν στο πραγματικό της ΑΚ 834. Η άρνηση όμως του ξενοδόχου να παραλάβει τα πιο πάνω πράγματα προς φύλαξη, θεμελιώνει απεριόριστη ευθύνη του με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 835 του ΑΚ, το οποίο κατά τα άλλα καταργήθηκε από το άρθρο 20 του Κανονισμού, απορριπτομένου ως μη νομίμου του σχετικού ισχυρισμού των αναιρεσειόντων ότι με το άρθρο 20 του Κανονισμού ανατρέπεται απλά ο κανόνας της αντικειμενικής ευθύνης του ξενοδόχου, η οποία επανέρχεται σε περίπτωση συνδρομής πταίσματος του ιδίου ή του προσωπικού του. Β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 6 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 § 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 2/2022, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 367/2020). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 367/2020). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος, καθόσον ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 548/2020). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 367/2020) ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 367/2020 ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995), οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 548/2020, ΑΠ 367/2020). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 561 § 1 KΠολΔ, προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 KΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΟλΑΠ 1/1995, ΑΠ 23/2020, ΑΠ 1228/2019), ενώ οι λόγοι αναίρεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι, με την αιτιολογία ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, όταν υποστηρίζεται με αυτούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει το αντίθετο (ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 1406/2021). Τέλος, στην περίπτωση που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και με τους λόγους της αναίρεσης πλήττεται η μία μόνον από αυτές, οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης (ΟλΑΠ 25/1994). Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που με τους λόγους της αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες, αλλά η προσβολή της μίας από αυτές δεν τελεσφορεί. Δηλαδή, σε περίπτωση διαδοχικής αιτιολογίας (κύριας και επικουρικής), χρειάζεται η προσβολή με επιτυχία όλων των αιτιολογιών που στηρίζουν το διατακτικό (καθεμίας αυτοτελώς) της προσβαλλόμενης απόφασης για την αναίρεση της τελευταίας (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 73/2024, ΑΠ 94/2024, ΑΠ 146/2024, ΑΠ 170/2024). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης επειδή περιέχει αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες σχετικά με τα ουσιώδη και κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ζητήματα, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 835 εδάφιο β', 297, 298, 330, 300 του ΑΚ. Συγκεκριμένα, κατά τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απολύτως αντιφατική διότι ενώ δέχεται ότι είχαν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας, σε βαθμό μάλιστα που καθιστούσαν απολύτως αδύνατη την είσοδο τρίτου προσώπου στον ξενοδοχειακό χώρο, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από το προσωπικό ασφαλείας ή το σύστημα επιτήρησης με κάμερες ασφαλείας και δέχεται ότι τέτοιο άτομο δεν εισήλθε στον χώρο αυτό και εντεύθεν στον αύλειο χώρο και την βίλα, αντιφατικά στη συνέχεια δέχεται ότι οι δράστες κατάφεραν με άγνωστο τρόπο να εισέλθουν εντός του αύλειου χώρου της βίλλας, να εισέλθουν στο εσωτερικό της από την πόρτα που είχε πρόσοψη προς την βεράντα και την πισίνα της βίλας, να ανοίξουν τον χώρο της ντουλάπας στο υπνοδωμάτιο του πρώτου αναιρεσείοντος και να αφαιρέσουν τα τιμαλφή τους, χωρίς, δηλαδή, να αιτιολογεί πως με τέτοιο τέλειο σύστημα φυσικής και τεχνολογικής επιτήρησης, που είχε εγκαταστήσει η αναιρεσίβλητη, οι δράστες αποκόμισαν ολόκληρο χρηματοκιβώτιο και παρόλα αυτά δεν εντοπίστηκαν κατά την έξοδό τους. Επίσης, κατά τους αναιρεσείοντες η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι και ελλιπής διότι δεν αποφαίνεται εάν στον αύλειο χώρο και εντεύθεν στην βίλλα, που διέμεναν, ήταν δυνατή καθ' οιονδήποτε τρόπο, στο επίμαχο διάστημα της απουσίας τους, η είσοδος μέλους ή μελών του προσωπικού της, αν πράγματι τέτοιο προσωπικό εισήλθε στο διάστημα αυτό στη βίλλα και αν σε περίπτωση που τέτοιο μέλος του προσωπικού εισερχόταν, αυτό θα ήταν ορατό από τις κάμερες ασφαλείας. Διαλαμβάνουν, επίσης, οι αναιρεσείοντες ότι ειδικά ως προς την είσοδο στην βίλα μιας ή περισσοτέρων καθαριστριών ή άλλου μέλους του προσωπικού της αναιρεσίβλητης η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ενδοιαστική αιτιολογία, αφού δεν αποφαίνεται ότι δεν μπορούσε να εισέλθει και δεν εισήλθε κάποιο μέλος του προσωπικού της στην βίλα, απλά αποφαίνεται ότι οι ίδιοι δεν κάλεσαν καθαρίστρια και αυτές (οι καθαρίστριες) προσέρχονται κανονικά μέχρι τις 19.00, ενώ ως προς το προσωπικό ήταν υποχρεωμένη να διαλάβει ειδική αιτιολογία, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 835 ΑΚ, η απεριόριστη ευθύνη του ξενοδόχου γεννάται και όταν η ζημία προήλθε από πταίσμα του προσωπικού του. Επιπρόσθετα, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων η αιτιολογία της προσβαλλόμενης είναι ελλιπής και επειδή δεν αποφαίνεται αν στον αύλειο χώρο και εντεύθεν στην βίλα που διέμεναν ήταν δυνατή καθ' οιονδήποτε τρόπο, στο επίμαχο διάστημα των δύο ωρών της απουσίας τους, η είσοδος άλλων πελατών του ξενοδοχείου, αν πράγματι τέτοιοι πελάτες εισήλθαν στο διάστημα αυτό στη βίλα και, αν σε περίπτωση που εισέρχονταν, αυτό θα ήταν ορατό από τις κάμερες ασφαλείας, όφειλε δε η προσβαλλόμενη απόφαση να διαλάβει ειδική αιτιολογία για το παραπάνω ζήτημα, αφού η αποτροπή αυτή αποτελούσε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης και τα μέτρα ασφαλείας που είχε λάβει θα έπρεπε να αποτρέπουν και την είσοδο πελάτη σε χώρο μισθωμένο σε άλλον πελάτη. Τέλος, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και για το λόγο ότι το Εφετείο δεν αντιμετώπισε καν το αποδιδόμενο με την αγωγή τους πταίσμα της αναιρεσίβλητης αναφορικά με την σταθερή και στιβαρή έμπηξη και πάκτωση του χρηματοκιβωτίου, ώστε να είναι αδύνατη η αποκόμισή του, αντίθετα μάλιστα η προσβαλλόμενη απεφάνθη αορίστως ότι το χρηματοκιβώτιο ήταν βιδωμένο, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση και δεν αποφάνθηκε, όπως όφειλε, αν το χρηματοκιβώτιο το αποκόμισαν οι δράστες μαζί με τα κλοπιμαία και αν με την πάκτωση και στερεή πρόσδεση του χρηματοκιβωτίου θα ήταν εφικτή ή όχι ή πάντως δυσχερής η κλοπή και αν η παράλειψη του ξενοδόχου να κατασκευάσει κατά τον τρόπο αυτό το χρηματοκιβώτιο επέφερε ή συνετέλεσε στην ζημία. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε ανέλεγκτα τα εξής: "Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες τυγχάνουν σύντροφοι και μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού. Ο μεν πρώτος ενάγων, ο οποίος τυγχάνει υπήκοος Λιθουανίας, ασχολείται με το επιχειρείν και, μεταξύ άλλων, είναι μέτοχος και διευθυντής σε σειρά επιχειρήσεων στο Ντουμπάι και στην Κύπρο, η δε δεύτερη ενάγουσα, η οποία τυγχάνει υπήκοος Ρωσίας, είναι ιδιοκτήτρια ακινήτων στην Μόσχα. Στις 01-04-2017, επιθυμώντας να περάσουν τις θερινές τους διακοπές στην Ελλάδα και αναζητώντας προς το σκοπό τούτο ένα ξενοδοχείο υψηλών προδιαγραφών, προέβησαν, μέσω του ταξιδιωτικού γραφείου "Fenix Tours S.A.", σε κράτηση διαμονής, από τις 17-07-2017 έως τις 23-07-2017, της "Danai Villa (νούμερο 89)" του ξενοδοχείου με την επωνυμία "DANAI BEACH RESORT & VILLAS" στη Νικήτη Χαλκιδικής, συμφερόντων της εναγομένης, αντί τιμήματος 3.160 ευρώ την βραδιά, συμπεριλαμβανομένου πρωινού, με αριθμό κράτησης 297. Η ως άνω "Danai Villa" αποτελεί μέρος μεγαλύτερης βίλας με όνομα "Villa of the Greek Riviera". Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους (ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρουν και με την υπό κρίση έφεσή τους) ότι δεν διέμειναν στην "Danai Villa", αλλά στην "Villa of the Greek Riviera". Ωστόσο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους ίδιους υπ' αριθμ. ...-2017 απόδειξη (σχετ. 9) περί πληρωμής του συνολικού ποσού των 36.320 δολαρίων, αυτοί διέμεναν στην "Danai Villa" με αριθμό ... Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από το υπ' αριθμ. πρωτ. ...-2017 υπηρεσιακό σημείωμα και την από 23-07-2017 σηματική αναφορά εγκλημάτων του Α.Τ. Σιθωνίας, καθώς και την από 27-10-2017 ένορκη κατάθεση της Ε. Λ. του Χ., Αστυνομικού του Α.Τ. Σιθωνίας, τα οποία προσκομίζουν οι ίδιοι οι ενάγοντες, δεν αναιρούνται δε από την περί του αντιθέτου ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των εναγόντων Γ. Μ. του Μ., ο οποίος ήταν απλός επισκέπτης στη βίλα (καθόσον διέμενε σε έτερο ξενοδοχείο στη Νικήτη Χαλκιδικής) και δεν θα ηδύνατο να διακρίνει εάν πρόκειται για την "Danai Villa" με αριθμό ... ή για την "Villa of the Greek Riviera", παρά μόνον από όσα του είχαν μεταφερθεί από τους ίδιους τους ενάγοντες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες αφίχθησαν νωρίτερα στο ξενοδοχείο και δη στις 14-07-2017, φορώντας όλα τα ρολόγια και τα κοσμήματά τους. Όπως προκύπτει από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της εναγομένης, Μ. Ζ. του Α., η οποία εργάζεται επί σειρά ετών στο τμήμα κρατήσεων της εναγομένης, το οποίο βρίσκεται εντός του χώρου υποδοχής του ξενοδοχείου, κατά την άφιξη των πελατών στο ξενοδοχείο, ακολουθείται απαρέγκλιτα η παρακάτω τυπική διαδικασία: Ο υπάλληλος της πύλης εισόδου ενημερώνει το front desk για τα στοιχεία τους και, εφόσον γίνει η ταυτοποίηση, τους επιτρέπεται η είσοδος με άτομο του προσωπικού ή όχημα του ξενοδοχείου (όπως στην εν λόγω περίπτωση) να τους οδηγεί στο χώρο υποδοχής. Εκεί αναλαμβάνει ο guest relation την ενημέρωσή τους για τις παροχές και τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ξενοδοχείου και, εάν υπάρχει από την πλευρά τους ευχέρεια χρόνου, τους γίνεται και ξενάγηση στους χώρους του ξενοδοχείου, διαφορετικά κλείνεται κάποιο ραντεβού για να γίνει σε μεταγενέστερο χρόνο. Παράλληλα, το προσωπικό της reception ολοκληρώνει τις διατυπώσεις και μεταξύ άλλων ο πελάτης ενημερώνεται ότι το ξενοδοχείο διαθέτει κεντρικό χρηματοκιβώτιο και μπορεί να αφήσει τα πολύτιμα αντικείμενά του και κοσμήματα προς φύλαξη.
Σύμφωνα δε με την υπ' αριθμ. ...-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, Γ. Χ. του Σ., ξενοδοχοϋπάλληλου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πολυγύρου Β. Μ., την οποία η εναγομένη παραδεκτά προσκόμισε με την προσθήκη των προτάσεών της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και η οποία δόθηκε (όπως ρητά αναγράφεται στο περιεχόμενό της) προς αντίκρουση των προτάσεων των εναγόντων, αλλά και της υπ' αριθμ. .../2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πολυγύρου Κ. Κ., συνεπώς ορθώς ελήφθη υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις των εναγόντων, κατά την άφιξη των εναγόντων στο ξενοδοχείο, ο ίδιος είχε υπηρεσία στη reception του ξενοδοχείου. Ο ως άνω μάρτυρας κατέθεσε δε ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από τον ίδιο ότι το ξενοδοχείο διαθέτει κεντρικό χρηματοκιβώτιο και ότι μπορούν να αφήσουν τα πολύτιμα αντικείμενα και κοσμήματά τους προς φύλαξη, καθώς και ότι το ξενοδοχείο δεν φέρει καμιά ευθύνη για πράγματα που μπορεί να χαθούν μέσα από το δωμάτιο. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, οι ενάγοντες δεν παρέδωσαν τα ως άνω πολύτιμα αντικείμενα και κοσμήματά τους στον εντεταλμένο υπάλληλο της εναγομένης. Ο ως άνω μάρτυρας κατέθεσε περαιτέρω ότι, αναφορικά με την εισαγωγή στις λειτουργίες του δωματίου, αυτή έγινε από την guest relation, η οποία ενημέρωσε τους ενάγοντες για την λειτουργία των εγκαταστάσεων του δωματίου, Key card, safe box και τα υπόλοιπα, όπως και για τις παροχές και τους χώρους του ξενοδοχείου. Επίσης, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης Μ. Ζ. του Α. και Π. Δ. του Ι., αποδείχθηκε ότι η Danai Villa, που φέρει νούμερο 89, διαθέτει κεντρική πόρτα εισόδου με key card ασφαλείας και σύστημα καταγραφής εισόδου και εξόδου, το οποίο διαθέτουν και όλα τα δωμάτια και βίλες του ξενοδοχείου. Στο χώρο υπάρχουν δυο διπλές μπαλκονόπορτες που οδηγούν στη βεράντα με την πισίνα και φέρουν κλειδαριές εσωτερικά και εξωτερικά. Ακόμη, διαθέτει μικρό χρηματοκιβώτιο, το οποίο είναι βιδωμένο μέσα στην ντουλάπα. Το προσωπικό καθαριότητας εισέρχεται στο δωμάτιο το αργότερο μέχρι της 19.00 (night service), για την δε είσοδο τους πέρα της ώρας αυτής πρέπει να υπάρχει σχετικό αίτημα από τον πελάτη. Στις 22-07-2017 και περί ώρα 20.15' οι ενάγοντες αποχώρησαν από το δωμάτιο τους, προκειμένου να δειπνήσουν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, χωρίς να φορέσουν κανένα από τα πολύτιμα τιμαλφή τους. Κατά την επιστροφή τους στο δωμάτιο στις 22.10', διαπίστωσαν ότι άγνωστα σε αυτούς άτομα, χωρίς να παραβιάσουν την κλειδαριά της πόρτας, είχαν εισέλθει εντός της βίλας κατά τη διάρκεια της απουσίας τους και είχαν αφαιρέσει τα ως άνω τιμαλφή τους. Όπως αποδείχθηκε, οι δράστες κατάφεραν με άγνωστο τρόπο να εισέλθουν εντός του αύλιου χώρου της βίλας και τελικώς να εισέλθουν στο εσωτερικό της από την πόρτα που είχε πρόσοψη προς την βεράντα και την πισίνα της βίλας. Η ως άνω πόρτα είχε αφεθεί ανασφάλιστη από τους ενάγοντες. Τούτο δε προκύπτει από το υπ' αριθμ. ...-2020 έγγραφο του Α.Τ. Σιθωνίας, στο οποίο αναφέρεται ρητώς ότι δεν διαπιστώθηκαν ίχνη διάρρηξης στις θύρες του δωματίου από τους αστυνομικούς που μετέβησαν στο δωμάτιο των εναγόντων, καθώς και από το υπ' αριθμ. ...-2020 αντίγραφο του βιβλίου αδικημάτων και συμβάντων, αλλά και από το υπ' αριθμ. ...-2017 υπηρεσιακό σημείωμα του Α.Τ. Σιθωνίας, στα οποία αναφέρεται ότι οι δράστες εισήλθαν από ανασφάλιστη μπαλκονόπορτα της βίλας. Ομοίως και στην από 23-07-2017 σηματική αναφορά εγκλημάτων του Α.Τ. Σιθωνίας αναφέρεται ότι ο πρώτος ενάγων προσήλθε στο ως άνω Α.Τ. και κατήγγειλε ότι "άγνωστοι δράστες εισήλθαν από την ανασφάλιστη μπαλκονόπορτα της Βίλας ... του ξενοδοχείου DANAI όπου διαμένει προσωρινά". Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι δράστες εισήλθαν στην βίλα από την κεντρική πόρτα, είτε με την χρήση δεύτερης μαγνητικής κάρτας είτε με άλλο τρόπο. Οι δε κάμερες, οι οποίες βρίσκονταν σε λειτουργία, δεν κατέγραψαν κάποια κίνηση. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι κάμερες ήταν εκτός λειτουργίας, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, καθώς, όπως αναφέρεται στην από 27-10-2017 ένορκη κατάθεση της Υπαστυνόμου Α', Λ. Ε., η οποία υπηρετεί στο Α.Τ. Σιθωνίας και κατά την ημέρα της κλοπής ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία Επόπτη της Διεύθυνσης Αστυνομίας Χαλκιδικής, μαζί με τους επιληφθέντες συναδέλφους της ερεύνησαν τον περιβάλλοντα χώρο του ξενοδοχείου για εντοπισμό των δραστών με αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ περαιτέρω ήλεγξαν τις κάμερες ασφαλείας, οι οποίες δεν είχαν καταγράψει κάτι σχετικά. Από την ως άνω κατάθεση προκύπτει ότι οι κάμερες ασφαλείας ελέγχθηκαν σε λιγότερο από μία ώρα, μετά την δήλωση του συμβάντος από τους ενάγοντες, από την ως άνω αστυνομικό και αφενός μεν ήταν σε λειτουργία, καθώς σε αντίθετη περίπτωση η ως άνω αστυνομικός θα ανέφερε τούτο ρητά, αφετέρου δε, αυτές δεν είχαν καταγράψει κάποια ύποπτη κίνηση.
Συνεπώς, η εναγομένη, η οποία κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων δεν τους προσκόμισε το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας, παρότι ζητήθηκε από αυτούς, αλλά αντιθέτως κατέστρεψε αυτό, δεν τους στέρησε το δικαίωμα να λάβουν οποιοδήποτε στοιχείο, ούτε παρακώλυσε την έρευνα των Αρχών, αλλά ούτε και όφειλε να διατηρήσει τούτο, αφού οι κάμερες δεν είχαν καταγράψει κάτι σχετικά. Ο δε ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο διευθυντής του ξενοδοχείου τους δήλωσε ότι κατά την ημέρα εκείνη (της κλοπής), αλλά και τις προηγούμενες δύο με τρεις ημέρες, είχε παρατηρήσει ο ίδιος ένα πρόσωπο που κυκλοφορούσε εντός των χώρων του ξενοδοχείου και που έφερε γενειάδα και φορούσε φόρμα σε χρώμα "καμουφλάζ", καπέλο (jockey) και γυαλιά ηλίου και περιφερόταν για αρκετές φορές στην παραλία έμπροσθεν του ξενοδοχείου και ότι οι κάμερες ασφαλείας τον έχουν καταγράψει να κινείται στους χώρους του ξενοδοχείου, στην περιοχή του καταστήματος και του εστιατορίου, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Τουναντίον, όπως κατηγορηματικά κατέθεσε ο μάρτυρας της εναγομένης Π. Δ. του Ι., ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών φύλαξης και ασφαλείας χώρων και ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο υπεύθυνος ασφαλείας του ξενοδοχείου της εναγομένης, δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να περιφερόταν τρίτο άτομο ούτε για δεκαπέντε λεπτά μέσα στο ξενοδοχείο και με αυτή ειδικότερα την αμφίεση και να μην γινόταν αντιληπτό και κατά συνέπεια να μην απομακρυνόταν άμεσα, όχι τρεις ημέρες. Μάλιστα ένα τέτοιο άτομο, ακόμη και σε γειτονιά να περιφερόταν, θα κινούσε υποψίες και θα απομακρυνόταν, όχι σε ένα ξενοδοχείο πολυτελείας, δυναμικότητας 140 ατόμων. Επιπροσθέτως, ο ως άνω μάρτυρας κατέθεσε ότι, εάν το επίμαχο χρονικό διάστημα συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο ίδιος ως υπεύθυνος ασφαλείας θα είχε ειδοποιηθεί άμεσα από τους αρμόδιους του ξενοδοχείου. Το περιστατικό απέκλεισε και η Μ. Ζ. του Α. με την ένορκη κατάθεση της, όπου, μεταξύ άλλων, προσέθεσε ότι το ξενοδοχείο αποτελεί έναν μικρό χώρο φιλοξενίας, δυναμικότητας 140 ατόμων και προσωπικού 135 ατόμων, όπου η αναλογία προσωπικού πελατών, όταν το ξενοδοχείο είναι πλήρες, είναι περίπου 1/1, γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι οτιδήποτε πέρα της φυσιολογικής λειτουργίας του ξενοδοχείου γίνεται αντιληπτό σχεδόν αμέσως. Όσον αφορά δε στον ισχυρισμό των εναγόντων, τον οποίο επαναφέρουν με την υπό κρίση έφεσή τους, ότι τα μέτρα ασφαλείας που τηρούνταν στο ξενοδοχείο ήταν ανεπαρκή, αποδείχθηκε, σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας της εναγομένης Π. Δ. του Ι., ότι το ξενοδοχείο της εναγομένης διαθέτει δυο άτομα προσωπικό, αναφορικά με την ασφάλεια του εσωτερικού χώρου του ξενοδοχείου. Ειδικότερα ένα άτομο στην πύλη εισόδου του χώρου του ξενοδοχείου και ένα άτομο για περιπολία στους κοινόχρηστους ανοιχτούς χώρους του ξενοδοχείου, κήπους διαδρόμους κλπ. Το ξενοδοχείο βρίσκεται σε περιφραγμένο χώρο και έχει δύο διόδους εισόδου, μία από την πύλη εισόδου και μία από την παραλία. Στην πύλη εισόδου διενεργείται έλεγχος των εισερχομένων, με την διασταύρωση των στοιχείων τους με το front desk, ενώ δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άλλα άτομα, πέραν των πελατών, φίλων των πελατών (για τους οποίους οι τελευταίοι έχουν ενημερώσει σχετικά) και συνεργατών του ξενοδοχείου. Όσον αφορά δε στην δίοδο από την παραλία, αυτή είναι μεν ανοιχτή, ωστόσο η πρόσβαση είναι δύσκολη λόγω της ύπαρξης φυσικών εμποδίων (βράχια από την μία πλευρά και δύσβατος δρόμος καθόδου από την άλλη). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν κάποιο τρίτο άτομο καταφέρει να εισέλθει στον χώρο της παραλίας, ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει στον κυρίως χώρο του ξενοδοχείου είναι να διέλθει από μία σκάλα, η οποία οδηγεί αρχικά στα εστιατόρια του ξενοδοχείου και στην οποία, αν γίνει αντιληπτό, απομακρύνεται άμεσα από το προσωπικό του ξενοδοχείου, ενώ κατά τα λοιπά, λόγω της υψομετρικής διαφοράς της παραλίας με τον κυρίως χώρο του ξενοδοχείου, απαιτούνται γνώσεις και εξοπλισμός αναρρίχησης. Το δε ξενοδοχείο, πέραν του προσωπικού, διαθέτει τελευταίας τεχνολογίας σύστημα με κάμερες που καλύπτει όλους τους κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου, με παράλληλο σύστημα καταγραφής, ενώ η παρακολούθηση ιδιωτικών χώρων, όπως ενδεικτικά βεραντών, ιδιωτικών πισίνων κλπ., δεν επιτρέπεται εκ του νόμου. Υπό τα πλήρως ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και δεδομένης της ύπαρξης δύο (2) μόνο διόδων εισόδου προς το ξενοδοχείο, τα τηρούμενα από την εναγομένη μέτρα ασφαλείας κρίνονται - και υπό το πρίσμα των περιορισμών και απαγορεύσεων της νομοθεσίας - επαρκή και ο σχετικός ισχυρισμός των εναγόντων είναι απορριπτέος. Εφόσον λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, το προσωπικό καθαριότητας του ξενοδοχείου εισέρχεται στο δωμάτιο το αργότερο μέχρι της 19.00 (night service) και δεν προκύπτει (ούτε οι ενάγοντες επικαλούνται) σχετικό αίτημα για την είσοδο του πέρα της ώρας αυτής, οι ενάγοντες ήταν οι τελευταίοι που εξήλθαν από το δωμάτιό τους και, ως εκ τούτου, όφειλαν να ελέγξουν ότι όλες οι πόρτες της βίλας ήταν ασφαλισμένες και, σε διαφορετική περίπτωση, να τις ασφαλίσουν κατά την έξοδο τους από το δωμάτιο. Εφόσον, όμως, δεν έπραξαν τούτο, αλλά ούτε και παρέδωσαν τα χρήματα και τα αντικείμενα σημαντικής αξίας στην εναγόμενη ή στον εντεταλμένο διευθυντή του ξενοδοχείου, όπως όφειλαν, σύμφωνα με το άρθρο 20 της .../1976 απόφασης του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, η εναγόμενη δεν ευθύνεται για την απώλεια των παραπάνω εισκομισθέντων των εναγόντων, ούτε αποδείχθηκε πταίσμα της εναγομένης ή των προστηθέντων της". Με βάση όσα ανέλεγκτα δέχθηκε το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, δικάζον ως Εφετείο, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της .../2020 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πολυγύρου, η οποία είχε απορρίψει ως κατ' ουσία αβάσιμη την αγωγή. Απέρριψε δε την έφεση ως προς τα εισκομισθέντα και κλαπέντα αντικείμενα, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε πταίσμα της αναιρεσίβλητης ή του προσωπικού της, για την απώλειά τους αλλά αντίθετα αυτή οφείλεται σε αμέλεια των αναιρεσειόντων και με επάλληλη αιτιολογία ως προς τα τιμαλφή και τα χρήματα, επειδή επιπρόσθετα προέκυψε ότι οι αναιρεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση - βάρος, που θεσπίστηκε με το άρθρο 20 της .../1976 απόφασης του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, που κυρώθηκε με τον Ν. 1652/1986 και έχει ισχύ νόμου από 30.10.1986 και με την οποία καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 835 ΑΚ και συγκεκριμένα επειδή αυτοί δεν παρέδωσαν, όπως όφειλαν, τα χρήματα και τα αντικείμενα σημαντικής αξίας στην αναιρεσίβλητη ή στον εντεταλμένο διευθυντή του ξενοδοχείου της. Με βάση τα ανωτέρω, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων περί αντιφατικής και ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με την ευθύνη της αναιρεσίβλητης ως προς την ζημία τους αναφορικά με τα τιμαλφή και τα χρήματα είναι αλυσιτελείς δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχεία ΙΙΒ νομική σκέψη της παρούσας, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες και με τους λόγους αναίρεσης πλήττεται η μία μόνον από αυτές, αν και η μη πληττόμενη αιτιολογία, που αφορά το ανεύθυνο του ξενοδόχου, με βάση το άρθρο 20 της .../1976 απόφασης του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο παραπάνω λόγος πρέπει να απορριφθεί και ως απαράδεκτος καθόσον οι επιμέρους αιτιάσεις αφορούν στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ' αυτές (αποδείξεις), στις οποίες το Δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ, αφού μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Επίσης, οι παραπάνω αιτιάσεις αφορούν σε επιχειρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 560 αριθμ. 6 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το Δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς. Σε κάθε περίπτωση, έτσι που έκρινε το Εφετείο αναφορικά με την μη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της ευθύνης της αναιρεσίβλητης προς αποζημίωση των αναιρεσειόντων, διέλαβε στην απόφασή του, πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα α) της απαλλαγής της αναιρεσίβλητης - ξενοδόχου από την ευθύνη επειδή η απώλεια των εισκομισθέντων αντικειμένων δεν οφείλετο σε πταίσμα της αναιρεσίβλητης αλλά στην αμελή συμπεριφορά των αναιρεσειόντων και β) ως προς το ανεύθυνο της αναιρεσίβλητης, αναφορικά με τα χρήματα και με τα τιμαλφή, με βάση το άρθρο 20 της .../1976 απόφασης του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού. Ειδικότερα, σαφώς και πλήρως εκτίθενται στην προσβαλλομένη και στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το αποδεικτικό της πόρισμα, ήτοι η αμελής συμπεριφορά των αναιρεσειόντων και η έλλειψη οποιουδήποτε πταίσματος της αναιρεσίβλητης και του προσωπικού της καθώς και η άρνηση συμμόρφωσης των αναιρεσειόντων με την υποχρέωση - βάρος, που θεσπίστηκε με το άρθρο 20 της .../1976 απόφασης του Γενικού Γραμματέα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1652/1986 και έχει ισχύ νόμου από 30.10.1986. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και ως αβάσιμος. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 5 του ΚΠολΔ (όμοια με αυτή του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β' του ΚΠολΔ), ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έμβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997). Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός, πρέπει ο ισχυρισμός να έχει προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, να είναι νόμιμος και να ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (λυσιτελής). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 81/2022, ΑΠ 1275/2021, ΑΠ 1143/2015). Επομένως, δεν αποτελούν "πράγματα" οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 1594/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 536/2019), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται (ΑΠ 1594/2022). Επίσης, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1594/2022, ΑΠ 1373/2022, ΑΠ 1416/2022). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 1594/2022, ΑΠ 50/2020) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 211/2024, ΑΠ 358/2024, ΑΠ 484/2024, ΑΠ 1417/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, με το λόγο αυτό οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης τον ισχυρισμό τους που στήριζε αυτοτελώς την αγωγή τους, ότι δηλαδή η κλοπή των τιμαλφών τους οφείλεται μεταξύ άλλων και σε πταίσμα της αναιρεσίβλητης, συνιστάμενο στην παράλειψή της να πακτώσει το χρηματοκιβώτιο της βίλας όπου διέμεναν, ώστε η κλοπή του να είναι αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής και ότι η κλοπή που ιστορείται στην αγωγή, που συντελέσθηκε με την ολική αφαίρεση του χρηματοκιβωτίου της βίλας και επήλθε στο διάστημα της δίωρης απουσίας τους, δεν θα μπορούσε να επισυμβεί, αν δεν είχε λάβει χώρα η συγκεκριμένη παράλειψη, η οποία και τελούσε και σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για τη μη λήψη υπόψη των άνω αναφερόμενων αγωγικών ισχυρισμών τους, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει με σαφήνεια ότι το Εφετείο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων όλους τους άνω προβληθέντες ισχυρισμούς τους, δεχόμενο ότι το χρηματοκιβώτιο, από όπου αφαιρέθηκαν τα χρήματα και τιμαλφή των αναιρεσειόντων, ήταν "βιδωμένο μέσα στην ντουλάπα", τούτο δε, διότι με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που συγκροτούν τους ως άνω ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων προκύπτει ότι το Εφετείο τους έλαβε υπόψη και οδηγήθηκε στην απόρριψή τους, αποφαινόμενο εν τέλει ότι "η εναγομένη δεν ευθύνεται για την απώλεια των παραπάνω εισκομισθέντων των εναγόντων, ούτε αποδείχθηκε πταίσμα της εναγομένης ή των προστηθέντων της". Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. V. Κατ' ακολουθίαν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, θα επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ....2022 αίτηση των V. V. του D. S. G. του A. για αναίρεση της υπ' αριθ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που δίκασε ως Εφετείο.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ