ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 457/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 457/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 457/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Δ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 457 / 2025    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 457/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη και Ερασμία Λιούλη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "GENERALI HELLAS Ανώνυμος Ασφαλιστική Εταιρεία", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "GENERALI HELLAS Ι ΑΑΕ" (πρώην "ΑΧΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ"), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σωτηρία Βελέντζα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Α. του Χ., 2) Χ. Μ. Ο. του Ι., 3) Ε. Α. του Γ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, Γ. Α. και Χ. Μ. Ο., 4) Χ. Α. του Χ., 5) Μ. Α. Ο. του Ζ. και 6) Ι. Μ. Ο. του Μ., κατοίκων ..., εκ των οποίων ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παρηγόρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-11-2019 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 800/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3557/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-2-2023 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και ο 1ος των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 23-2-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 1741/156/2023), αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 αριθ. 6 του ΚΠολΔ), με αριθ. 3557/2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Αυτή είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ), διότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή, αν και εμφανίστηκε, δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση. Στη περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 176/2025, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 1032/2024). Ειδικότερα από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι επί αίτησης αναίρεσης στρεφόμενης κατά περισσότερων αναιρεσίβλητων, που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση απλής ομοδικίας, εάν κάποιος από τους αναιρεσίβλητους αυτούς, παρότι έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από το διάδικο που επισπεύδει τη συζήτηση, δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους, παρά την απουσία εκείνου που έχει νομίμως κλητευθεί (ΑΠ 176/2025, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 1507/2022). Περαιτέρω, από το άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος την 1-1-2016 (σύμφωνα με τη παρ. 4 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του ίδιου νόμου), με το οποίο ορίζεται ότι "ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96, (δηλαδή είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε ειδικά στις εργατικές διαφορές, με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή), είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του", συνάγεται ότι ο δικηγόρος που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του διαδίκου στη πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια δίκη (εφόσον ασκηθεί έφεση) θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του (ΑΠ 313/2025, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 1578/2021). Από δε, το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 438 και 104 του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι από τη μνεία που γίνεται στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης, ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σ` αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος και τη βεβαίωση στο κύριο σώμα αυτής, ότι το δικαστήριο δίκασε κατ` αντιμωλία των διαδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για το διορισμό αυτού ως δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου αυτού, δεδομένου ότι, η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 104 του ως άνω Κώδικα (ΑΠ 313/2025, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 57/2023, ΑΠ 1170/2021). Στην ερευνώμενη υπόθεση, από την με αριθ. 9281/2-1-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη περιφέρεια του Εφετείου Θεσσαλονίκης Σ. Α., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, που επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προκύπτει ότι κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της πληρεξουσίου δικηγόρου της, ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της από 23-2-2023 αίτησης αναίρεσης κατά της με αριθ. 3557/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με πράξη κατάθεσης δικογράφου και ορισμού δικασίμου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (7-2-2025) και κλήση για να παραστούν κατά τη συζήτηση αυτής, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον Ε. Κ., πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των αναιρεσίβλητων, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, φέρει, κατ` άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, την ιδιότητα του αντίκλητου αυτών για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), της με αριθ. 3557/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος παρέστη ως πληρεξούσιος δικηγόρος των πιο πάνω αναιρεσίβλητων, στη δευτεροβάθμια δίκη (υπογράφοντας, ως μέλος δικηγορικής εταιρίας και τις από 1-12-2021 προτάσεις τους) και δεδομένου, ότι δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε με δικόγραφο από αυτούς προς την αναιρεσείουσα η τυχόν αντικατάστασή του. Επομένως, εφόσον η δεύτερη έως έκτος των ως άνω αναιρεσίβλητων δεν εμφανίσθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε υποβλήθηκε η, από το άρθρο 242 του ΚΠολΔ σχετική δήλωση στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να χωρήσει στη συζήτηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί η αναίρεση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ), επισημαινόμενου περαιτέρω και του ότι στη θέση της αρχικώς εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "Generali Hellas Μονοπρόσωπη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία" υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχός της, η αναιρεσείουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "GENERALI HELLAS Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία", λόγω απορρόφησης της πρώτης από τη δεύτερη, με συνέπεια η απορροφούσα εταιρία να υποκαθίσταται σε όλα γενικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφηθείσας εταιρίας (ΑΠ 264/2025, ΑΠ 1545/2024). Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β`και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στη περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του ΑΚ να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στη τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στη παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από τη καλή πίστη, κατά τη κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ` αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το πιο πάνω άρθρο 300 του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, κατά πόσο δηλαδή τα περιστατικά αυτά του πταίσματος επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 693/2024, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 1342/2023, ΑΠ 263/2022). Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό - τη βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την κατ` άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 693/2024, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1195/2023, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 263/2022). Τα προαναφερόμενα έχουν εφαρμογή και στη περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓπΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των αυτοκινήτων που συγκρούστηκαν, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας, άρα και από αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί και η ευθύνη για τη ζημία που προκαλείται κατά τη λειτουργία του αυτοκινήτου, κατ` άρθρ. 4 του ν. ΓπΝ/1911. Περαιτέρω, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθ`εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, 3α` και 8 του Κ.Ο.Κ. (ν. 2696/1999), στους οδηγούς των οδικών οχημάτων απαγορεύεται να διαβαίνουν την εκ μιας ή δύο συνεχών γραμμών, κατά μήκος, διαγράμμιση, η οποία σημαίνει διαχωρισμό των λωρίδων αντίθετων κατευθύνσεων, καθώς και να κινούνται στην αριστερή πλευρά αυτής, ενώ, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ίδιου νόμου 2696/1999: "Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημίες σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή... και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών...", ενώ στο άρθρο 16 του ίδιου νόμου, ορίζεται, στη μεν παράγραφο 1 αυτού ότι "ο οδηγός κάθε οχήματος υποχρεούται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 και 17 παρ. 6 του παρόντος Κώδικα, να οδηγεί το όχημά του πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και αν ακόμη ολόκληρο το οδόστρωμα είναι ελεύθερο", στη δε παράγραφο 4 ότι "ο οδηγός δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί σε οδόστρωμα που προορίζεται για την αντίθετη προς την κατεύθυνσή του κυκλοφορία ..., εκτός από περιπτώσεις απολύτου ανάγκης ή όταν ειδικές ρυθμίσεις το επιτρέπουν". Η εν λόγω παράβαση (του άρθρου 16 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ.) θεσπίσθηκε για τη μη παρακώλυση της κυκλοφορίας των οχημάτων, που κινούνται στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας (ΑΠ 223/2023, ΑΠ 607/2023, ΑΠ 439/2019, ΑΠ 70/2017, ΑΠ 69/2017, ΑΠ 846/2001). Επίσης, στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1, 2 και 3 εδ. α` του Κ.Ο.Κ. ορίζεται ότι: "ο οδηγός οδικού οχήματος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς" (παρ. 1), "ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν" (παρ. 2) ... "Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές, ..., πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων, ......., κατά τις νυκτερινές ώρες, ........ (παρ. 3 εδ. α`). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 1/2016, Ολ.ΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (Ολ.ΑΠ 2/2021, Ολ.ΑΠ 3/2020, ΑΠ 1709/2024). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 6/2006, ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1032/2024). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1101/2023). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 453/2022). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1709/2024, ΑΠ 1101/2023).
Συνεπώς, κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, επομένως, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 78/2020). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ.ΑΠ 15/2006, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 453/2022).
Συνεπώς ως αιτιολογία που συγκροτεί τη νόμιμη βάση της απόφασης, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει τον προαναφερόμενο αναιρετικό λόγο, νοείται η παραδοχή ή άρνηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το πραγματικό μέρος της οικείας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, και όχι οι σκέψεις, κρίσεις ή τα επιχειρήματα, με τα οποία το δικαστήριο αιτιολογεί γιατί πείθεται ή δεν πείθεται ως προς τη συνδρομή των εν λόγω περιστατικών. Δηλαδή, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης και δεν έχει εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ.ΑΠ 1/2020, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 453/2022). Μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 162/2020, ΑΠ 169/2019). Από δε τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 1209/2023, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 68/2020, ΑΠ 262/2020). Στην ερευνώμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την με αριθ. 3557/2022 (προσβαλλόμενη) απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα: ''....... το βράδυ της 16 Οκτωβρίου 2018, περί ώρα 21:15, ο συγγενής των εναγόντων Γ. Α., οδηγούσε, επί της, διπλής κατευθύνσεως, με μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά διεύθυνση, επαρχιακής οδού Ξάνθης - Ιάσμου, την υπό στοιχεία κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα του, με φορά προς Ίασμο. Είχε προορισμό την κωμόπολη Σέλερο, όπου κατοικούσε και προσέγγιζε στο ύψος του 6,7ου χιλιομέτρου. Εκεί η οδός εκτυλίσσεται οριζοντίως ευθεία ενόσω το οδόστρωμα εκτείνεται κατά ολικό πλάτος στα 8,00 μέτρα, με εκατέρωθεν διαμορφωμένα έρεισμα πλάτους 0,70 - 1,30 μ. και φαρδιά πεζοδρόμια. Για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας υπάρχει, μόνο, οριζόντια σήμανση, με κατά μήκος επί του άξονος του καταστρώματος διαγράμμιση. Τούτη αποτελείται από δύο συνεχείς γραμμές, οι οποίες απαγορεύουν, αμφιμερώς, στους οδηγούς να τις διαβαίνουν. Η ταχύτητα, αν και δεν δηλώνεται με πινακίδα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα 50 χιλιόμετρα την ώρα, διότι η περιοχή είναι κατοικημένη. Ειδικά δε στη θέση του 6,7ου χιλιομέτρου η εν λόγω οδός τέμνεται στο ρεύμα προς Ίασμο από ανώνυμη, διπλής κατευθύνσεως, κατωφερή οδό. Κατά εκείνο το χρόνο, στην ενδιαφέρουσα συμβολή επικρατούσε καλοκαιρία, οι οδοί ήταν στεγνοί (ξηροί) και παρόλο που ήταν νύκτα ο κόμβος εμφαινόταν επαρκώς, φωτιζόμενος τεχνητώς από ηλεκτρικές πηγές φωτισμού. Η ροή των κυκλοφορούντων οχημάτων ήταν πυκνή, δίχως περιορισμό της ορατότητός τους, διεξαγόμενη απρόσκοπτα και εύρυθμα. Συγχρόνως, στο αντίρροπο ρεύμα κινείτο το υπό στοιχεία ... ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο, επίσης κάτοικος Σέλερου, Μ. Α., προτιθέμενος να ακολουθήσει την άνω ανώνυμη οδό. Επειδή, όμως, τούτη έτεμνε την επαρχιακή οδό στην οδική ζώνη που χρησιμοποιούσαν οι αντιθέτως κινούμενοι και ακριβώς στο ύψος της συμβολής υπήρχε η, γνωστή σε εκείνον, απαγορευτική διαγράμμιση, ούτος έπρεπε να προχωρήσει περισσότερο προς την Ξάνθη, προκειμένου, κατ' αρχάς, να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα από μέρος, όπου επιτρέπεται τέτοιο εγχείρημα, και, στη συνέχεια, με αριστερό ελιγμό να ακολουθήσει την ανώνυμη οδό. Ο ανωτέρω δεν θέλησε να συμμορφωθεί με τη ρυθμίζουσα την κυκλοφορία άνω σήμανση, οπότε αποφάσισε να διαβεί τη διπλή συνεχή γραμμή και να διασχίσει καθέτως το αντίθετο ρεύμα ώστε να οδεύσει κατευθείαν στην ανώνυμη οδό. Όταν, μάλιστα, έφθασε έναντι της απόληξης της ανώνυμης οδού, είχε αντιληφθεί (όπως ο ίδιος ομολογεί με το από 6.3.2019 προανακριτικό απολογητικό του υπόμνημα) ότι αντιθέτως ερχόταν, με αναμμένα φώτα, η προς Ίασμο πορευομένη δίκυκλη μοτοσικλέτα του Γ. Α.. Εντούτοις, ο Μ. Α. δεν σταμάτησε για να διέλθει η μοτοσικλέτα μήτε βεβαιώθηκε ότι μπορούσε να πραγματοποιήσει την παράνομη οδηγική του επιλογή δίχως να εκθέσει σε κίνδυνο τον αναβάτη του δίκυκλου. Αλλά δίχως να ανακόψει την ταχύτητά του στράφηκε αριστερά και, αφού παραβίασε την επιμήκη διαγράμμιση, προχώρησε στο αντίθετο ρεύμα. Έτσι, έφραξε τη διαδρομή του δίτροχου οχήματος. Αντιληφθείς ο Γ. Α. την αιφνίδια και απρόβλεπτη πορεία του αυτοκινήτου, προσπάθησε να το αποφύγει, στρίβοντας προς τα δεξιά, όμως δεν κατέστη δυνατόν να αποφύγει τον κίνδυνο. Τα δύο οχήματα συγκρούσθηκαν πλαγιομετωπικά 1,50μ. εντός του ρεύματος πορείας του δίκυκλου. Η μοτοσικλέτα προσέπεσε με το εμπρόσθιο μέρος στο εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του φορτηγού, ο αναβάτης Γ. Α. κατέπεσε με το κράνος στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου και κατέληξε στο κατάστρωμα της οδού ενόσω το όχημά του ανατράπηκε και, συρόμενο, σταμάτησε πλησίον της οριογραμμής της λωρίδος του. Απότοκος του επίδικου τροχαίου ήταν να τραυματισθεί ελαφρά ο οδηγός του αυτοκινήτου, Μ. Α., ενώ ο Γ. Α. έφερε βαρύτατες σωματικές κακώσεις και διακομίσθηκε, με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β., στο Γενικό Νοσοκομείο Ξάνθης. Από τη σφοδρότητα της σύγκρουσης είχε υποστεί κατάγματα στο στέρνο, υπαραχνοειδή αιμορραγία, ρήξεις εγκεφαλικής ουσίας, αιμάτωμα παρεγκεφαλίδας και ρήξεις ήπατος, ένεκα των οποίων επήλθε ο θάνατος του τη 00:47 η ώρα της επομένης 17.10.2018. Η καλύπτουσα την αστική ευθύνη του Μ. Α. εναγόμενη ήδη εφεσίβλητη - εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία διατείνεται (όπως και εκείνος προανακριτικούς) ότι το φορτηγό είχε κεκλιμένως σταματήσει επάνω στη διαχωριστική γραμμή, αναμένοντας να περάσουν τα προς Ίασμο κινούμενα οχήματα και μετά να ολοκληρώσει την είσοδο του στην τέμνουσα οδό. Έχοντας δε καταλάβει 1,50 μ. από τα 4,00 μ. του πλάτους της λωρίδος που κινείτο ο Γ. Α., ο τελευταίος είχε την ευχέρεια να συνεχίσει την πορεία του. Ο πραγματικός αυτός ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Καθόσον, εάν ο Μ. Α. είχε με τροχοπέδηση σταματήσει το φορτηγό του, τούτο - λόγω της ορμής που δέχθηκε από την προσπεσούσα μοτοσικλέτα - θα είχε μετατοπισθεί, έστω ελάχιστα, προς τα πίσω και θα είχαν αποτυπωθεί στην άσφαλτο ίχνη τριβής των ελαστικών (πλαγιολίσθησης) καθώς οι τροχοί του θα ήταν ακινητοποιημένοι, λόγω της πέδησης. Τέτοιο, όπως, στοιχείο δεν εντοπίσθηκε κατά την αυτοψία. Άρα το φορτηγό, έχοντας ελεύθερους τους τροχούς, ήταν εν κινήσει (...). Οι συνθήκες του ατυχήματος προκύπτουν με ενάργεια από τα, συνταχθέντα από τους, αρμοδίως επιληφθέντες, αστυνομικούς, έκθεση αυτοψίας και συνοδεύον σχεδιάγραμμα που αποτυπώνουν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των οδών, τη διασπορά των θραυσμάτων και τα λοιπά ευρήματα του τόπου του ατυχήματος. Επιβεβαιώνονται δε από τις φωτογραφίες, στις οποίες ευκρινώς εμφαίνονται οι τελικές θέσεις και πλήξεις των συγκρουσθέντων οχημάτων. Υπό τα εξιστορούμενα γεγονότα, αποδεικνύεται ότι η πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος ως και ο θανάσιμος τραυματισμός του συγγενούς των εναγόντων οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ... αυτοκινήτου. Η υπαιτιότητά του έγκειται στο δεδομένο ότι δεν προείδε το αποτέλεσμα της προπεριγραφείσας συμπεριφοράς του, εξαιτίας μη καταβολής της προσοχής και επιμέλειας που, με αντικειμενική κρίση, μπορούσε και έπρεπε να καταβάλει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, ο μέσος, συνετός και ευσυνείδητος οδηγός αυτοκινήτου, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τις κατά τα άνω επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες, την οποία (επιμέλεια) αν επιδείκνυε, θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει. Ειδικότερα, το πταίσμα του συνίσταται στο ότι, αντίθετα με όσα επιβάλλουν οι - οριζόμενοι δια των διατάξεων των άρθρων 2 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 8 περίπτωση γ', 12 παράγραφος 1, 19 παράγραφοι 1 και 3 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.) - ουσιώδεις κανόνες της ασφαλούς οδήγησης, οδηγούσε με τρόπο που εξέθετε σε κίνδυνο τους άλλους χρήστες της οδού, εφόσον, όντως αμελής, δεν οδηγούσε το άνω φορτηγό του με την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις σύνεση και δη εν νυκτερινή ώρα που η κίνηση των οχημάτων ήταν πυκνή. Κυρίως, διάβηκε τη διπλή συνεχή διαχωριστική γραμμή και αιφνιδίως διέσχιζε τη λωρίδα του αντίθετου ρεύματος, δίχως να επιτρέψει την προηγούμενη διέλευση του προσεγγίζοντος οχήματος του Γ. Α. αλλά παρακωλύοντας τη δίοδο εκείνου. Με την επιδειχθείσα οδηγική συμπεριφορά του, ο Μ. Α. παρέβη τις προβλεπόμενες, εκ των άνω διατάξεων του Κ.Ο.Κ. και των ομοίων του άρθρου 330 εδάφιο β' του ΑΚ, υποχρεώσεις του, η αθέτηση των οποίων τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος. Ήδη δε αυτός έχει παραπεμφθεί να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, ως υπαίτιος για την τελεσθείσα, σε βάρος του Γ. Α., πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. Ο Γ. Α. - ενεργών βάσει της σχέσεως εμπιστοσύνης που διέπει τους οδηγούς, κατά την οδήγηση των οχημάτων τους, περί τηρήσεως του Κ.Ο.Κ. - δεν ηδύνατο να προβλέψει ότι ενδέχεται οιοσδήποτε οδηγός να παραβιάσει την προμνημονευόμενη σήμανση και να εισέλθει οτη αντίρροπη λωρίδα. Βέβαια, ο ίδιος ήταν κάτοχος αδείας οδηγήσεως μοτοσικλέτας κατηγορίας Α2 που του έδινε το δικαίωμα να οδηγεί μοτοσικλέτα ανώτατης ισχύος 35 kw και μέγιστου λόγου ισχύος/βάρους μικρότερο των 0,2 kw/kg. Αυτή που οδηγούσε κατά το ατύχημα ήταν εργοστασίου κατασκευής Yamaha mbk industrie, τύπου xt 660, μέγιστης ισχύος 35,5 kw με αντίστοιχο λόγο ισχύος/βάρους 0,187. Πλην, η ελάχιστη διαφορά της ισχύος κατά 0,5 kw δεν στερεί από το Γ. Α. την ικανότητά του να οδηγεί το συγκεκριμένο όχημά του και δια τούτο δεν ασκεί επιρροή στην πρόκληση του επίμαχου συμβάντος. Κατά το ατύχημα προξενήθηκαν ζημίες στις εμπρόσθιες επιφάνειες των οχημάτων που ήρθαν σε επαφή. Ήτοι στον προφυλακτήρα, το ψυγείο, το σύστημα διεύθυνσης, το καπό του κινητήρα, τη βάση στήριξης μηχανής του φορτηγού καθώς και στο τιμόνι, τον τροχό, τα αμορτισέρ, το πλαίσιο της μηχανής της μοτοσικλέτας. Από το είδος και το μέγεθος των παραμορφώσεων σε συσχετισμό με τη γωνία πρόσπτωσης της μοτοσικλέτας και το γεγονός ότι το φορτηγό δεν περιστράφηκε ούτε ο οδηγός του δίκυκλου εκσφενδονίσθηκε, εκτιμάται ότι η ταχύτητα της μοτοσικλέτας υπερέβαινε το ανώτατο όριο των 50 χιλιομέτρων ανά ώρα και προσδιορίσθηκε στα 61,39 χιλιόμετρα ανά ώρα(.....). Μόνη, όμως, η παράβαση αυτή του Κ.Ο.Κ. δεν συνετέλεσε στο επίμαχο ατύχημα. Τουναντίον, ο οδηγός Γ. Α., παρά την απρόοπτη και εσφαλμένη οδηγική συμπεριφορά του φορτηγού, επιδίωξε ενστικτωδώς να αποσοβήσει το ατύχημα με δεξιό ελιγμό, πλην δεν κατόρθωσε να το αποτρέψει. Ο Μ. Α. εισήλθε στη λωρίδα του αντίθετου ρεύματος χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του και σε μικρή απόσταση από την ερχόμενη μοτοσικλέτα. Από την αλλαγή της πορείας του έως το σημείο σύγκρουσης το φορτηγό διένυσε 4,00 μ. σε χρόνο μικρότερο του ενός δευτερολέπτου ενώ ο μέσος συνετός οδηγός χρειάζεται χρόνο ενός δευτερολέπτου για να αντιδράσει. Ακόμη, λοιπόν, και αν ο Γ. Α. κινείτο με ταχύτητα 50 χιλιομέτρων, δεν υπήρχε ούτε η χρονική ούτε η τοπική δυνατότητα να αποφύγει την επίμαχη σύγκρουση(....). Η εκφραζόμενη στην τεχνική έκθεση του Σ. Σ. γνώμη ότι η μοτοσικλέτα είχε αναπτύξει ταχύτητα 117 χιλιομέτρων δεν υποστηρίζεται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Κατ' επέκταση, ανεπέρειστη αποβαίνει και η συνεκδοχική θέση του ιδίου τεχνικού συμβούλου καθώς και της εναγόμενης εταιρείας ότι ο Γ. Α. τυγχάνει συνυπαίτιος του ατυχήματος. Σε συνέπεια των προεκτεθέντων ουδεμία υπαιτιότητα συντρέχει στο πρόσωπο του Γ. Α., για την πρόκληση του ατυχήματος και τον, εξαιτίας τούτου, επελθόντα θάνατο του, τα οποία θα είχαν αποφευχθεί εάν ο Μ. Α. δεν επιχειρούσε τον επίμαχο ελιγμό με τον προεκτεθέντα τρόπο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίναν τον οδηγό της μοτοσικλέτας, Γ. Α., συνυπαίτιο κατά 20% στη πρόκληση του ατυχήματος έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως παραπονούνται οι εκκαλούντες ενάγοντες, με τον πρώτο λόγο της υπό I. έφεσής τους. Όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα εναγομένη με τον πρώτο λόγο της υπό II. έφεσής της καταδεικνύονται αβάσιμα και, δια τούτο, απορριπτέα.......''. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την από 29-6-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. 50788/3970/2021) έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων-αναιρεσίβλητων, εξαφάνισε την με αριθ. 800/2021 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κράτησε και δίκασε κατ' ουσία την από 4-11-2019 (αριθ. έκθ. κατάθ. 100090/4584/2019) αγωγή των εναγόντων, την οποία και δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσία. Κρίνοντας έτσι, το Εφετείο, δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300 και 330 του ΑΚ, καθώς και αυτές των άρθρων 12 παρ. 1, 16 παρ. 1 και 19 παρ. 1, 2, 3 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς: α) ως προς την αποκλειστική υπαιτιότητα του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα οδηγού του με αριθ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσης φορτηγού αυτοκινήτου και β) την έλλειψη οποιασδήποτε υπαιτιότητας του Γ. Α., "οικείου" των αναιρεσίβλητων, οδηγού της με αριθ. κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας, στη πρόκληση του θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν αντικειμενικά την έννοια της υπαιτιότητας του οδηγού του, ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία, οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου, ως προς το κρινόμενο τροχαίο ατύχημα και επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του εν λόγω οδηγού και του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, με βάση δε τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, η οδηγική συμπεριφορά του οδηγού αυτού, κατά το μέρος που παραβίασε τα άρθρα 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), ήταν πρόσφορη αιτία του επελθόντος ένδικου αποτελέσματος (ατυχήματος). Επομένως, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, με τη προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ως άνω διατάξεις τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς, δεν κατέληξε δε σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα), αλλά αντιθέτως διέλαβε επαρκείς και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες τόσο ως προς την αποκλειστική υπαιτιότητα για το ένδικο ατύχημα του οδηγού του ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου, αναλύοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούσαν την έννοια της αμέλειας, που επέδειξε ο εμπλεκόμενος στη πρόκληση του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος οδηγός, σε συνδυασμό με τις από αυτόν παραβάσεις διατάξεων του Κ.Ο.Κ, οι οποίες, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα η πληττόμενη απόφαση, βρίσκονταν σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα, δηλ. το ένδικο τροχαίο ατύχημα και τον εξ αυτού θανάσιμο τραυματισμό του "οικείου" των αναιρεσίβλητων Γ. Α., όσο και ως προς την έλλειψη υπαιτιότητας για το ένδικο ατύχημα αυτού (Γ. Α.) ως οδηγού της με αριθ. κυκλοφορίας ... δίκυκλης μοτοσικλέτας, καθώς και ως προς την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού της εν λόγω μοτοσικλέτας και του προπεριγραφέντος ένδικου τροχαίου ατυχήματος. Πιο συγκεκριμένα, διέλαβε στην απόφασή του με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την έννοια της αμέλειας περιστατικά, που επέδειξε ο ως άνω οδηγός του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα φορτηγού, καθόσον αυτός, οδηγώντας το προαναφερόμενο όχημά του και κινούμενος με αυτό επί της διπλής κατεύθυνσης επαρχιακής οδού Ξάνθης-Ιάσμου, με κατεύθυνση από Ίασμο προς Ξάνθη και με σκοπό να κατευθυνθεί αριστερά, σε σχέση με την πορεία του, προς ανώνυμη οδό, δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, ούτε ασκούσε τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, ρυθμίζοντας και την ταχύτητά του ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες ενόψει του ότι κινείτο νυκτερινή ώρα σε οδό και πλησίον ισόπεδου κόμβου στο ύψος του οποίου υπάρχει επί της οδού απαγορευτική διπλή διαγράμμιση, κατά την οποία έπρεπε να προχωρήσει περισσότερο στο ρεύμα πορείας του προς την Ξάνθη και αφού εισέλθει αρχικά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, από μέρος όμως όπου επιτρέπονταν, λόγω έλλειψης διαγράμμισης, τέτοιο εγχείρημα, στη συνέχεια, με αριστερό ελιγμό να ακολουθήσει την ανώνυμη οδό στην οποία είχε σκοπό να εισέλθει, δεν συμμορφώθηκε με τη σήμανση αυτή επί της οδού που ρυθμίζει τη κυκλοφορία στο συγκεκριμένο κόμβο, αλλά παραβίασε τη διπλή συνεχή διαγράμμιση της οδού με σκοπό να διασχίσει κάθετα το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ώστε να κινηθεί κατευθείαν στην ανώνυμη οδό. Αν και αντιλήφθηκε δε την κινούμενη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας δηλ. από Ξάνθη προς Ίασμο, με αναμμένα φώτα, δίκυκλη μοτοσικλέτα του Γ. Α., δεν σταμάτησε, όπως όφειλε, για να διέλθει η μοτοσικλέτα, αλλά χωρίς να ανακόψει την ταχύτητά του κινήθηκε αριστερά και, αφού παραβίασε τη διπλή διαγράμμιση επί της οδού, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα, παρεμβαίνοντας στη πορεία της μοτοσικλέτας, ο οδηγός της οποίας, αντιλαμβανόμενος τη ξαφνική και απρόβλεπτη κίνηση του φορτηγού, ενήργησε ελιγμό προς τα δεξιά, όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση η οποία έλαβε χώρα 1,50μ. μέσα στο ρεύμα πορείας του οδηγού της μοτοσικλέτας. Ακόμη και σχετικά με την έλλειψη οποιασδήποτε υπαιτιότητας του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας για τη πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης, διέλαβε το Εφετείο ότι ο εν λόγω οδηγός δεν επέδειξε οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά που να συνδέεται αιτιωδώς με τη πρόκλησή του. Ειδικότερα, δέχθηκε, ότι δεν συνδέονται αιτιωδώς με το ατύχημα: 1] η εκ μέρους του υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητος κατά 11,39 χλμ/ώρα (οδηγούσε με ταχύτητα 61,39 χλμ, ενώ η επιτρεπόμενη ήταν αυτή των 50 χλμ/ώρα), καθόσον η παράβαση αυτή δεν συνετέλεσε στο ένδικο ατύχημα, το οποίο οφείλεται στην αιφνίδια και εσφαλμένη οδηγική συμπεριφορά του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου, ο οποίος εισήλθε στη λωρίδα του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας της οδού, χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του και σε μικρή απόσταση από την κινούμενη σύννομα στο ρεύμα πορείας της μοτοσικλέτα, ο οδηγός της οποίας (μοτοσικλέτας) επεδίωξε ενστικτωδώς να τον αποφύγει διενεργώντας αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, πλην όμως δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη πρόσκρουση και 2] η κατοχή άδειας οδήγησης μοτοσικλέτας κατηγορίας Α2 που του έδινε το δικαίωμα να οδηγεί μοτοσικλέτα ανώτατης ισχύος 35 kw, ενώ αυτή που οδηγούσε ήταν μέγιστης ισχύος 35,5 kw, καθόσον η ελάχιστη διαφορά της ισχύος κατά 0,5 kw δεν του στερούσε την ικανότητα να οδηγεί το συγκεκριμένο όχημα και ως εκ τούτου δεν ασκεί επιρροή στη πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, λαμβανομένου υπόψη και ότι, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτεθέντα, η παράβαση διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 206/2021). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 80/2025, ΑΠ 693/2024, ΑΠ 607/2023, ΑΠ 224/2023, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 1310/2014). Το γεγονός ότι ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας δεν κινείτο στο άκρο δεξιό τμήμα του ρεύματος πορείας του, αλλά προς τα μέσον και αριστερά αυτού, εντός όμως του ρεύματος πορείας του από Ξάνθη προς Ίασμο, δεν μπορεί να θεμελιώσει συνυπαιτιότητά του, όπως αβάσιμα η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται. Και αυτό, γιατί, η παράβαση εκ μέρους του, της διάταξης του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 2696/1999 [οδήγηση στο άκρο δεξιό του ρεύματος κυκλοφορίας], είναι γεγονός που καθαυτό δεν είναι ικανό και δεν μπορεί, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να συντελέσει στην επέλευση της σύγκρουσης των οχημάτων και ως εκ τούτου δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, η παράβαση του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 2696/1999 θεσπίσθηκε για τη μη παρακώλυση της κυκλοφορίας των κινούμενων στη ίδια λωρίδα κυκλοφορίας οχημάτων, η δε κίνηση αυτού ακόμη και πλησίον του νοητού άξονα της οδού δεν αναιρεί την επιμέλεια και προσοχή στην οδήγηση του οδηγού αυτού, αφού αυτός δεν μπορούσε να προβλέψει την αιφνίδια και αντικανονική είσοδο του αντιθέτως κινούμενου οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα οχήματος στο ρεύμα πορείας του. Περαιτέρω και η αιτίαση με την οποία η αναιρεσείουσα αποδίδει στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, καθόσον παρέβλεψε, εντελώς το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του Σ. Σ. που συντάχθηκε κατ' εντολή του οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου Μ. Α. (ασφαλισμένου της αναιρεσείουσα) και δέχθηκε χωρίς αιτιολογία τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων Ε. Κ. και Δ. Τ., είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού δεν καθιερώνεται από το άρθρο 387 του ΚΠολΔ δεσμευτική αποδεικτική δύναμη της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων (ΑΠ 714/2024, ΑΠ 110/2023, ΑΠ 1587/2023), υπό την επίκληση δε της φερομένης ως υπαγομένης στον αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειας ο λόγος αυτός πλήττει αποκλειστικά την εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση), καθ` εαυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Οι επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα ως ελλείψεις, και ασάφειες, πέραν του ότι, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συνιστούν τέτοιες, αναφέρονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το προαναφερόμενο σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, υπό την επίκληση δε της προβαλλόμενης πλημμέλειας της παράβασης εκ πλαγίου των άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα σχετικά με την αποκλειστική υπαιτιότητα του ως άνω οδηγού του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα φορτηγού αυτοκινήτου και, συνεπώς, απαραδέκτως προβάλλονται. Με τις αιτιάσεις της η αναιρεσείουσα δεν πλήττει τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά πλήττει μόνο την αξιολόγηση και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα των εγγράφων που το δικαστήριο έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 1943/2024, ΑΠ 208/2020) και την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 175/2025, ΑΠ 687/2024, ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 1943/2024, ΑΠ 1198/2023, ΑΠ 1226/2023, ΑΠ 1442/2021). Κατόπιν αυτών, ο πρώτος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 1α' και 19 του ΚΠολΔ, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου του ΑΚ και του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), με ανεπαρκείς, ασαφείς και εσφαλμένες αιτιολογίες, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και απαράδεκτος, κατά τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ, "σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης". Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 174/2025, ΑΠ 265/2025, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 1033/2024), καθώς και την ηλικία τόσο του θύματος, όσο και των μελών της οικογένειάς του τα οποία δοκιμάζουν ψυχική οδύνη, ως και το γεγονός της συμβίωσης ή όχι των επιζώντων μελών της οικογένειας με το ίδιο το θύμα (Ολ.ΑΠ 21/2000, AΠ 1590/2014). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ' αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, δηλ. ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 265/2025, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1545/2024, ΑΠ 1909/2024). Και αυτό, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στη πρώτη περίπτωση (όσον αφορά το δικαιούχο-παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 174/2025, ΑΠ 1032/2024, ΑΠ 1545/2024, ΑΠ 1909/2024). Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αριθ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην ερευνώμενη υπόθεση, η προσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με το κεφάλαιο που ενδιαφέρει στη παρούσα δίκη τον δεύτερο αναιρετικό λόγο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κατ' άρθρο 932 του ΑΚ, που επιδικάστηκε σε καθένα των αναιρεσίβλητων "οικείων" του θανόντος Γ. Α., δέχθηκε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπησή της, τα εξής: ''.... ο θανών Γ. Α., ηλικίας 21 ετών και 8 μηνών (γεννηθείς την 13.2.1997), ζούσε αρμονικά με τους γονείς του, δύο πρώτους των εναγόντων, Γ. Α. και Χ. Μ. Ο. και το μικρότερο αδελφό του, Ε. Α., ηλικίας, τότε, 16 ετών. Πρόκειται για οικογένεια που για να ανταπεξέλθει στις οικονομικές ανάγκες της, ο πατήρ Γ. Α. εργάζεται συστηματικά, για ορισμένους μήνες κάθε έτος, σε ναυπηγείο της Γερμανίας. Μεταξύ των μελών της είχαν καλλιεργηθεί στενοί συναισθηματικοί δεσμοί σεβασμού και αγάπης. Ο θανών είχε, επίσης, εργασθεί στη Γερμανία για να εξασφαλίσει τις επιπλέον προσωπικές του δαπάνες. Είχε σπουδάσει κομμωτική, είχε αγοράσει, με δικά του χρήματα, τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε και εργαζόταν σε κομμωτήριο της Ξάνθης μέχρις ότου συγκεντρώσει όλα τα προσόντα που απαιτούνταν για να ανοίξει δικό του κομμωτήριο. Ο ίδιος έχαιρε άκρας υγείας και ήταν κατ' εξοχήν αγαπητός στο κοινωνικό περιβάλλον του, διακρινόμενος για το ήθος και την εργατικότητα του. Ο βίαιος θάνατος του, υπό τις περιστάσεις που επήλθε, προκάλεσε ισχυρό ψυχικό κλονισμό σε όλους τους ανωτέρω. Ακόμη, βαθιά θλίψη και οδύνη δοκιμάζουν, από τον απρόσμενο και αδόκητο θάνατο του, οι λοιποί ενάγοντες, πάππος και μάμμη εκ πατρός, Χ. Α. και Μ. Α. Ο., όπως και ο πάππος εκ μητρός, Ι. Μ. Ο., που κατοικούν στην ίδια κωμόπολη και με τους οποίους τον συνέδεαν αμοιβαία στοργή και θαλπωρή. Εκ παραλλήλου, ο οδηγός Μ. Α., τότε, διήγε το 41° έτος της ηλικίας του και είναι εργολάβος οικοδομών, όπως διαφημίζει επί του ζημιογόνου οχήματός του. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το πταίσμα (αποκλειστική υπαιτιότητα) του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος στη πρόκληση του ατυχήματος, την ηλικία του θανασίμως τραυματισθέντος, τις προσωπικές του σχέσεις, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων (η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας είναι εγγυητική), όπως τούτα νοηματικώς εκτέθηκαν στα δικόγραφα και προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τη μεγάλη στενοχώρια που δοκίμασαν και δοκιμάζουν τα μετ' εκείνου συνοικήσαντα πρόσωπα από την απώλεια του υιού και αδελφού όπως και άλλοι άνω συγγενείς του, τα διδάγματα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση, οδηγείται στη κρίση ότι προς ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφιση των εναγόντων πρέπει να καταβληθεί σε αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση, ένεκα της ψυχικής οδύνης τους, το εύλογο και δίκαιο ποσό (ι) των 120.000,00 ευρώ σε εκάτερο των γονέων, (ιι) των 90.000,00 ευρώ στον ενάγοντα αδελφό και (ιιι) των 20.000,00 ευρώ σε καθένα από τους λοιπούς τοιούτους. Στα ποσά τούτα δεν συμπεριλαμβάνεται αυτό των 50,00 ευρώ ως προς το οποίο έκαστος των εναγόντων γονέων περιόρισε το αγωγικό κονδύλιό του, προκειμένου (ανεξαρτήτως της νομιμότητος της προθέσεώς των) να το επιδιώξουν στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, οπότε δεν κατάχθηκε σε κρίση. Εντεύθεν, πρέπει το μεν να γίνει δεκτός ο δεύτερος (τελευταίος) λόγος της υπό I. έφεσης των εναγόντων που αιτιώνται ότι τα επιδικασθέντα ποσά υστερούσαν του ευλόγου, το δε να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της υπό II. έφεσης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρεία, δι' ου μέμφεται την εκκαλουμένη ότι τα επιδικασθέντα ποσά ήταν υπερβολικά.......''. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, δηλαδή με το να καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση των εναγόντων-ως άνω αναιρεσίβλητων, λόγω ψυχικής οδύνης την οποία υπέστησαν από το θανάσιμο τραυματισμό του 21 ετών, Γ. Α., γιού του πρώτου και δεύτερης, αδελφού του τρίτου και εγγονού των λοιπών αναιρεσίβλητων, στα πιο πάνω ποσά, αφού εκτίμησε τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά, δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού τα εν λόγω ποσά, κατά τη κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη περί δικαίου συνείδηση, δεν υπερβαίνουν και μάλιστα καταφανώς από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως, είναι αβάσιμος ο τρίτος, από τον αριθ. 1 εδ. α' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης. Με βάση δε τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, μη απαιτούμενης της παράθεσης και άλλων, αλλά και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που δικαιολογούν το ανωτέρω αποδεικτικό του πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή ή μη του πιο πάνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 932 του ΑΚ, τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες καθόσον, προκειμένου να καθορίσει, το ύψος της οφειλόμενης σε καθένα των αναιρεσίβλητων χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη (λόγω ψυχικής οδύνης) που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του ασφαλισμένου στην αναιρεσείουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, αναφέρεται και στην ηλικία του θανόντος, την εργασία του, την υπαιτιότητα (αποκλειστική) του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, την οικονομική κατάσταση των διάδικων φυσικών προσώπων, τη συνοίκηση με τους γονείς και τον αδελφό του και τη μη συνοίκηση με τους παππούδες και τη γιαγιά του, με τους οποίους όμως συνδέονταν με ισχυρούς δεσμούς αγάπης και στοργής, ως στοιχεία τα οποία συνεκτίμησε για τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτούς εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, ενώ εξ άλλου, στο πλαίσιο της ελεύθερης από μέρους του Εφετείου εκτίμησης όλων των στοιχείων που προσδιορίζουν το ύψος της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποίησης, δεν είχε υποχρέωση, να αιτιολογήσει ειδικότερα την απόφασή του ως προς κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά (ΑΠ 174/2025, ΑΠ 1055/2023). Επομένως, είναι αβάσιμος ο ίδιος λόγος (δεύτερος) αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, "ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης". Σύμφωνα με την προαναφερόμενη ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι` αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί. Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτή, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, μετά το ν. 4055/2012, λόγο για την κατ` εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1854/2024, ΑΠ 597/2023, ΑΠ 1185/2023, ΑΠ 163/2022, ΑΠ 375/2021, ΑΠ 1039/2021, ΑΠ 609/2020). Με τον τρίτο αναιρετικό λόγο, προσάπτεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την επίκληση, κατ` εκτίμηση, ότι το Εφετείο παραβίασε, ευθέως, τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 του ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία τους, καθώς και με εσφαλμένη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ και με εσφαλμένη μη εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 345 του ίδιου Κώδικα, δεδομένου ότι αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει σε καθένα των αναιρεσίβλητων, τα αναφερόμενα στη προσβαλλόμενη χρηματικά ποσά με το τόκο επιδικίας κατ` άρθρο 346 του ΑΚ και όχι με τον τόκο υπερημερίας κατ` άρθρ. 345 του ίδιου Κώδικα που αυτή ζήτησε με την έφεσή της, καθόσον οι αξιώσεις των εναγόντων-αναιρεσίβλητων αφορούν και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το ύψος της οποίας καθορίζεται, κατ` εύλογη κρίση, από το Δικαστήριο και η ίδια ευλόγως αντιδίκησε. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, σε κάθε περίπτωση, δεν υπέπεσε στη πλημμέλεια των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ με το να επιδικάσει τόκους επιδικίας κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ορθά εφάρμοσε, καθόσον δέχθηκε, απορρίπτοντας ρητά και όχι σιωπηρά όπως η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, τους αντίθετους ισχυρισμούς της εκκαλούσας-αναιρεσείουσας ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εξαίρεσης της τελευταίας από την επιδίκαση τόκων επιδικίας, χωρίς να περιέχεται και παραδοχή ότι υπάρχει εύλογη αντιδικία που να δικαιολογεί, κατά τη δυνητική ευχέρεια του δικαστηρίου, την εφαρμογή των εδαφίων δ` και ε` του άρθρου 346 του ΑΚ, δηλ. δέχθηκε ότι δεν συντρέχει το εύλογο της αντιδικίας, που, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, είναι το μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας και ως εκ τούτου εφαρμοστέα ήταν η διάταξη του άρθρου 346 του ΑΚ, την οποία το Εφετείο, κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών του, ορθώς εφάρμοσε, ενώ δεν παραβίασε, ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, τη διάταξη του άρθρου 345 του ίδιου Κώδικα, την οποία ορθά δεν εφάρμοσε, γιατί δεν ήταν εφαρμοστέα. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.
Η διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στη δικαστική δαπάνη, είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η τυχόν παραβίασή της ελέγχεται από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού είναι απόρροια της αρχής της ήττας, της πιο πάνω διάταξης. Δεν ιδρύεται όμως ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος εκ του ότι στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, η δικηγορική αμοιβή υπολογίστηκε σε ύψος μεγαλύτερο του κατώτερου ορίου του Κώδικα Δικηγόρων. Ούτε έχει ανάγκη αιτιολόγησης η σχετική δικανική κρίση (ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 915/2020, ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 678/2016). Η κατανομή των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το μέγεθος της νίκης ή της ήττας κάθε διαδίκου κατά το άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή ο συμψηφισμός τους εν όλω ή εν μέρει κατά το άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας κατά την ερμηνεία του κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε, απόκειται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά, αφού αφορά εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον βεβαιώνεται στην απόφαση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των ως άνω άρθρων. Επομένως, ο λόγος που βασίζεται στην αιτίαση, ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικό, είναι απαράδεκτος (ΑΠ 1909/2024, ΑΠ 652/2022, ΑΠ 453/2020, ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 192/2016). Εδώ, η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο αναιρετικό λόγο, παραπονείται πως το Εφετείο, με τη διάταξη της απόφασής του περί δικαστικών εξόδων "...κατά εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 179-181 του ΚΠολΔ, επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους δικαστική δαπάνη ύψους 8.000 ευρώ, καίτοι συνέτρεξε μερική και όχι ολική παραδοχή της αγωγής, ενώ παράλληλα έλαβε χώρα και δυσχέρεια περί την ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων και έπρεπε να συμψηφιστεί η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη..". Αυτά, όμως, απαράδεκτα προβάλλονται, σύμφωνα με όσα νομικά δεδομένα προπαρατέθηκαν. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος, είναι απαράδεκτος και συνακόλουθα απορριπτέος. Μετά τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για να ερευνηθεί, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της. Σύμφωνα με το άρθρο 579 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης επαναφοράς προϋποθέτει τη παραδοχή της αναίρεσης (ΑΠ 228/2024, ΑΠ 55/2023, ΑΠ 698/2021). Στην ερευνώμενη υπόθεση, η αναιρεσείουσα, με το αναιρετήριο, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στη κατάσταση που υπήρχε πριν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και, ειδικότερα, να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι σε επιστροφή των ποσών που αναλυτικά αναφέρονται και τα οποία τους έχει καταβάλει σε εκούσια εκτέλεση της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης. Όμως, η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων είναι ως άνευ αντικειμένου, αφού, κατά τα ανωτέρω, η ως άνω αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, για την άσκηση της αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ όπως ισχύει) και να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του παριστάμενου πρώτου αναιρεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την, από 23-2-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. 1741/156/2023), αίτηση για αναίρεση της με αριθ. 3557/2022 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει την υποβληθείσα με την αίτηση αναίρεσης αίτηση της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκτέλεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε η αναιρεσείουσα, για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του πρώτου αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή