ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 459/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 459/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 459/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 459 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 459/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Μαρία Γιαννακοπούλου- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1.Σ. Β. του Χ., κατοίκου ..., 2.Χ. Γ. του Χ., κατοίκου ..., 3.Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., 4.Χ. Ν. του Γ., κατοίκου ..., 5.Ε. Π. του Ι., κατοίκου ..., και 6.Ε. Τ. του Γ., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Δανιηλίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Μαρία Παπίδα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2021 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2022 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2023 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από ...-2224 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ένδικη από ...-2024 με αριθμ. κατάθ. ...-2024 αίτηση αναίρεσης των 6 - εκ των αρχικά 119 εναγόντων και 30 εκκαλούντων- και συγκεκριμένα των: 1) Σ. Β. (44ου ενάγοντος- πρώτου εκκαλούντος), 2) Χ. Γ. (58ου ενάγοντος-4ου εκκαλούντος), 3) Α. Κ. (111ης ενάγουσας-10ης εκκαλούσας), 4)Χ. Ν. (43ου ενάγοντος-18ου εκκαλούντος), 5)Ε. Π. (114ης ενάγουσας-20ης εκκαλούσας) και 6)Ε. Τ. (110ης ενάγουσας- 27ης εκκαλούσας), προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. ...-2023 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την από ...-2022 με αριθμ. κατάθ. ...-2022 έφεση των 30 εκ των συνολικά 119 εναγόντων κατά της εκδοθείσας, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, υπ' αριθμ. .../2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού θεώρησε ως μη ασκηθείσα την από ...-2021 αγωγή, όσον αφορά τους στο διατακτικό της αναφερόμενους ενάγοντες, την απέρριψε, όσον αφορά τους λοιπούς, ως μη νόμιμη. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι μέσα στην προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση αυτής), δεδομένου ότι κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών στις 19-2-2024 και η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 9-3-2023 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ).

Συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρα 577 παρ. 1 και 569 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 672 του ΚΠολΔ και 1 του ν. 2112/1920 συνάγεται ότι σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι εκείνη στην οποία, ρητά ή σιωπηρά, έχει συμφωνηθεί η λήξη της σε ορισμένο χρόνο ή η λήξη της προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής σύμβασης ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Εξάλλου το άρθρο 8 παρ. 1 εδ. β' του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του α.ν. 547/1937, ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού περί υποχρεωτικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εφαρμόζονται και επί σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ο σκοπός της διάρκειας αυτής δε δικαιολογείται, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζόμενων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την καταγγελία ο ν. 2112/1920 και αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, στις περιπτώσεις ιδίως των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες στην πραγματικότητα καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του εργοδότη, οπότε ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας και δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται κυρίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, παρέχοντας μάλιστα πληρέστερη προστασία έναντι της μεταγενέστερης 1999/70 κοινοτικής Οδηγίας (ΟλΑΠ 7/2011). Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ακυρότητα των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζόμενου χωρίς έγγραφη, καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 6/2022). Η πρόθεση καταστρατήγησης τεκμαίρεται από το γεγονός, ότι επιλέγεται η σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά η ορισμένη διάρκεια αυτής από τη φύση της εργασίας ή τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, απαιτείται όμως και η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου, δηλαδή η ύπαρξη καταστρατηγητικής πρόθεσης από την πλευρά του εργοδότη, έστω και αν αυτή είναι από τη φύση της δυσαπόδεικτη. Σκοπός της διάταξης είναι η εξασφάλιση της αποζημίωσης απόλυσης που καταβάλλεται στο μισθωτό, όταν αυτός απασχολείται με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, και όχι η μονιμότητα, η οποία δεν προβλέπεται στις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου που διέπονται από το σύστημα της αναιτιώδους καταγγελίας της σύμβασης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2, 3 και 8 του Συντάγματος, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι η δημόσια διοίκηση, στην οποία περιλαμβάνεται και η δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στελεχώνεται κατά κανόνα από μόνιμους υπαλλήλους, οι οποίοι καταλαμβάνουν με το διορισμό τους νομοθετημένες οργανικές θέσεις. Ως εξαίρεση στον κανόνα αυτόν, οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις παρέχουν τη δυνατότητα σύναψης συμβατικών σχέσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου είτε για την προσωρινή κάλυψη κενών οργανικών θέσεων, ακόμη και πέραν των ρητώς προβλεπόμενων από το Σύνταγμα περιπτώσεων, είτε για την αντιμετώπιση πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, όταν δεν υφίσταται νομοθετημένη οργανική θέση. Για τη σύναψη πάντως σχέσεων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, το Σύνταγμα επιβάλλει να καθορίζονται από τον νόμο, κατά τρόπο σαφή, οι όροι αυτών και η διάρκειά τους, ενώ απαγορεύει ρητά τη μονιμοποίηση του προσωπικού που έχει προσληφθεί με τις σχέσεις αυτές ή τη μετατροπή τους σε σχέσεις αορίστου χρόνου (ΣτΕ 911/2020, ΣτΕ 1882/2017), άσχετα αν έχουν συναφθεί νόμιμα ή όχι. Και τούτο ειδικότερα, διότι με την ως άνω απαγόρευση, η οποία θεσπίσθηκε με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, η οποία συνίστατο στην πρόσληψη στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα προσωπικού με σχέσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, τύποις, απρόβλεπτων ή επειγουσών ή παροδικών αναγκών και στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές ήταν πάγιες και διαρκείς, με κατάληξη την "τακτοποίηση" του προσληφθέντος προσωπικού είτε με διορισμό σε οργανικές θέσεις τακτικών υπαλλήλων είτε με μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου, κατά αποκλεισμό όλων των πάγιων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας (Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής ΡΜΔ'/21.3.2001,σ.731,744,754,755 και ΡΜΕ'/21.3.2021,σ. 768,771,772,782), (ΟλΑΠ 6/2022). Η τακτική της πρόσληψης χωρίς διαγωνισμούς και εχέγγυα αντικειμενικότητας, είναι αποδοκιμαστέα και για τον πρόσθετο λόγο ότι ευνοεί την αναξιοκρατία, απολήγοντας σε βάρος άλλων που επιθυμούν να προσληφθούν στον Δημόσιο τομέα, οι οποίοι έχουν ενδεχομένως περισσότερα προσόντα και οι οποίοι στερούνται αυτή τη δυνατότητα, όταν οι ανανεώσεις των συμβάσεων γίνονται παράνομα, ερήμην του ΑΣΕΠ. Για την αποτροπή δε του φαινομένου στο μέλλον, επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, περιλαμβάνοντας τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου Δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση Δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου Δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (δηλαδή από την 17.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση του αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (ΟλΑΠ19, 20/2007).

Συνεπώς, στις συναφθείσες μετά την 17.4.2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο ή σε φορείς του Δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β. Δ/τος 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται, ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19 και 20/2007). Οποιαδήποτε άλλη αντίθετη ερμηνεία συνιστά contra legem ερμηνεία της ως άνω συνταγματικής διάταξης. Και τούτο ανεξάρτητα του αν η προαναφερθείσα νομοθετική διάταξη θα μπορούσε να εφαρμοσθεί - ακόμη και αν έλειπε η ανωτέρω συνταγματική απαγόρευση - στην περίπτωση των αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών, δηλαδή σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτει το Δημόσιο με αναπληρωτές και ωρομισθίους εκπαιδευτικούς, δεδομένου ότι, όπως αναλυτικότερα πιο κάτω εκτίθεται, οι συμβάσεις αυτές υπόκεινται σε ειδικούς όρους, ουσιαστικού και διαδικαστικού χαρακτήρα, οι οποίοι θεσπίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, ώστε να αποκλείεται η καταχρηστική σύναψή τους. Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (L 175) απέβλεψε (άρθρο 1) με τη θέσπισή της στην υλοποίηση της "συμφωνίας-πλαισίου" για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία προσαρτάται στην ανωτέρω οδηγία και είχε συναφθεί στις 18 Μαρτίου 1999 μεταξύ των "διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)". Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας, "Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να, διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα Οδηγία [...]". Από τις ρυθμίσεις της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου και ιδίως από τη ρήτρα 5 αυτής ("Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης") προκύπτει ότι επιβλήθηκε στα κράτη μέλη η υποχρέωση, "προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου", να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στην ως άνω ρήτρα, εφόσον η εσωτερική τους νομοθεσία δεν περιλαμβάνει "ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα" για την πρόληψη των καταχρήσεων. Με την έκφραση "ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα" η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου καλύπτει κάθε μέτρο του εθνικού δικαίου που αποσκοπεί, όπως και τα μέτρα που απαριθμούνται στην εν λόγω ρήτρα, στην αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Τα τρία, εξ άλλου, μέτρα που απαριθμούνται στα στοιχεία α' έως γ' του ως άνω σημείου 1 αφορούν την πρόβλεψη από τον εθνικό νομοθέτη (α) αντικειμενικών λόγων οι οποίοι δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ή (β) μέγιστης επιτρεπόμενης διάρκειας των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ή (γ) μεγίστου αριθμού επιτρεπομένων ανανεώσεων. Στο σημείο 2 της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπεται ότι "τα κράτη μέλη ... καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιές συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ... β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου". Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα κράτη μέλη μπορούν, κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχει η ανωτέρω ρήτρα, να θεσπίζουν ένα ή περισσότερα ή και όλα τα μέτρα που απαριθμούνται σ` αυτήν, καθώς και να εφαρμόζουν ήδη ισχύοντα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Όπως εξ άλλου έχει παγίως κριθεί, με τις ως άνω ρυθμίσεις της συμφωνίας-πλαισίου δεν τίθενται κανόνες άμεσης εφαρμογής και τα κράτη μέλη έχουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσοτέρων λύσεων, χωρίς να επιβάλλεται να χαρακτηρίζουν τις επίμαχες συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου ως αορίστου χρόνου, διότι αυτό προβλέπεται από τη συμφωνία-πλαίσιο μόνο ως δυνητικό ("όταν χρειάζεται") μέτρο (Ολ ΑΠ 20/2007, αποφάσεις Δ.Ε.Ε. της 23.4.2009, C-378/07 έως C-380/07). Επισημαίνεται, ότι η στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου ερμηνευτική εκδοχή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την υπ' αριθ. C 760/18 της 21ης Φεβρουαρίου 2021 απόφασή του επί προδικαστικού ερωτήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, ότι "η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος, αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον Δημόσιο τομέα", - εκδοχή που σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής μόνο σε όλως οριακές περιπτώσεις διαδοχικών συμβάσεων ορισμένης διάρκειας, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη χρήση του όρου "ενδεχομένως" από το ως άνω Δικαστήριο, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό (ελληνικό) δίκαιο, για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά Δικαστήρια, υπάρχει εισέτι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο Δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω υπ' αριθ. C 760/18 απόφαση). Τέτοιο έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο Δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν υφίσταται όμως μετά την έναρξη εφαρμογής (18.4.2001) της πιο πάνω Συνταγματικής Αναθεώρησης, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, αφού τούτο θα αντέβαινε ευθέως στη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος και θα οδηγούσε αναγκαία σε μία contra legem ερμηνεία των συνταγματικών αυτών ρυθμίσεων. Ο εθνικός νομοθέτης, εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη μέλη από την οδηγία 1999/70, θέσπισε το Π.Δ. 164/2004 (Α' 134), το οποίο εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα. Κινούμενος δε εντός του πλαισίου που παρέχεται από τις ρυθμίσεις της οδηγίας και της συμφωνίας-πλαισίου και λαμβάνοντας υπόψη τη ρητή συνταγματική απαγόρευση της μονιμοποίησης του ως άνω προσωπικού ή της μετατροπής των σχέσεών του σε αορίστου χρόνου, προέβλεψε με τα άρθρα 5 και 6 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος συγκεκριμένα μέτρα αποτροπής των καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, τα οποία ανήκουν και στις τρεις κατηγορίες που προβλέπονται στο σημείο 1 στοιχεία α' έως γ' της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου [ήτοι αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την κατ` εξαίρεση σύναψη διαδοχικών συμβάσεων (άρθρο 5 παρ. 2), μέγιστη διάρκεια 24 μηνών των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, με την εξαίρεση ειδικών περιπτώσεων που δικαιολογούνται από τη φύση και το είδος της εργασίας (άρθρο 6 παρ. 2), και μέγιστο αριθμό τριών διαδοχικών συμβάσεων (άρθρο 5 παρ. 4)]. Όπως εξ άλλου έχει κριθεί από το Δ.Ε.Ε. (Αγγελιδάκη κλπ., σκέψη 133), η ρήτρα 8 σημείο 3 της συμφωνίας-πλαισίου (κατά την οποία "Η εφαρμογή της παρούσης συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία") δεν έχει εφαρμογή, όταν ο δικαιολογητικός λόγος για την "υποβάθμιση" αυτή δεν είναι η ανάγκη θέσης σε εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, αλλά η "ανάγκη προαγωγής ενός άλλου σκοπού και όχι του σκοπού της θέσης σε εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας". Εν όψει των ανωτέρω - και ανεξαρτήτως του ότι, όπως στη συνέχεια εκτίθεται, η μη πρόβλεψη από το Π.Δ. 164/2004 δυνατότητας χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, όπως προέβλεπε το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη "υποβάθμιση" υπό την ανωτέρω έννοια και λόγω των αποτρεπτικών μέτρων που ελήφθησαν με το παραπάνω διάταγμα - στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για "υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων" στο Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα προεχόντως για το λόγο ότι η επιβληθείσα με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος ρητή απαγόρευση μονιμοποίησης προσωπικού ή μετατροπής των σχέσεών του σε αορίστου χρόνου δεν υπήρξε απόρροια της ανάγκης να εφαρμοσθεί η συμφωνία-πλαίσιο, αλλά, όπως ήδη ελέχθη, της ανάγκης να αντιμετωπισθεί μία μακροχρόνια πολιτική πρακτική, οι απαρχές της οποίας ανάγονται σε χρόνο πολύ προγενέστερο της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου και η οποία αποδοκιμάσθηκε ευθέως από τον αναθεωρητικό του Συντάγματος νομοθέτη, διότι είχε ως συνέπεια την καταστρατήγηση των αρχών της ισότητας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας στους διορισμούς και τις προσλήψεις προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 μετά τη θέσπιση (το έτος 2001) της ανωτέρω ρητής συνταγματικής απαγόρευσης, καθώς και η μη πρόβλεψη ανάλογου μέτρου από το Π.Δ. 164/2004 (με την επιφύλαξη όσων ειδικώς προβλέφθηκαν στο άρθρο 11 αυτού, οι ρυθμίσεις του οποίου κρίθηκαν ως συνταγματικώς ανεκτές - ΟλΑΠ 16/2017), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανεπίτρεπτη "υποβάθμιση" του επιπέδου προστασίας των εργαζόμενων και για τον πρόσθετο λόγο ότι τα μνημονευθέντα μέτρα, τα οποία προβλέφθηκαν από το Π.Δ. 164/2004 για την αποτροπή των καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων, ανταποκρίνονται πλήρως στο περιεχόμενο της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου και είναι απολύτως επαρκή και αποτελεσματικά για την αποτροπή των επίμαχων καταχρηστικών πρακτικών, λαμβανομένου υπόψη ότι με το ίδιο διάταγμα (άρθρο 7 παρ. 1-3) προβλέφθηκαν, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των μέτρων τούτων, συγκεκριμένες κυρώσεις τόσο αστικού, όσο και ποινικού χαρακτήρα για τους παραβάτες (αυτοδίκαιη ακυρότητα των καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων, διασφάλιση των αξιώσεων των εργαζόμενων για παρασχεθείσα εργασία δυνάμει των συμβάσεων αυτών, ποινικές κυρώσεις για τους παραβάτες των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ. 164/2004). Τέλος η προσθήκη από τον Αναθεωρητικό Νομοθέτη των πιο πάνω διατάξεων των παρ. 7 και 8 στο άρθρο 103 του Συντάγματος κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταφοράς της υπ' αριθ. 1999/70 Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη δεν έλαβε χώρα προκειμένου να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η επίτευξη του επιδιωκομένου με την Οδηγία αποτελέσματος, αλλά για την κατοχύρωση ενός διαφανούς και αξιοκρατικού συστήματος προσλήψεων βάσει συγκεκριμένων δεσμευτικών διαδικασιών, αναγόμενων στις ιδιαιτερότητες του Δημόσιου τομέα και συνακόλουθα στην αποτροπή του αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη ως άνω φαινομένου πρόσληψης προσωπικού με αδιαφανή κριτήρια, πολλώ δε μάλλον που, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, αφενός μεν η Οδηγία δεν επιβάλλει, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου οι προπαρατεθείσες εφαρμοστικές διατάξεις του υπ' αριθ. 164/2004 Π.Δ/τος, που σε συμφωνία με την συνταγματική απαγόρευση αποκλείουν τον χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των απασχολουμένων στο Δημόσιο τομέα σε έγκυρη ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, συνιστούν κατά τα προεκτεθέντα το προσήκον αντιστάθμισμα που αποτρέπει την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο τομέα (ΟλΑΠ 6/2022). Εξάλλου, η ελληνική εκπαιδευτική νομοθεσία, ( ιδίως τα άρθρα 17 παρ. 1 του Ν. 1566/1985 και 5 παρ. 1 του Ν. 3848/2010, αλλά και των νεότερων διατάξεων του Ν. 4589/2019, με το άρθρο 67 του οποίου καταργήθηκαν εν μέρει διατάξεις του Ν, 3848/2010), εξαρτά παγίως τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου με αναπληρωτές και ωρομισθίους εκπαιδευτικούς από την ύπαρξη προσωρινών ή εκτάκτων αναγκών λειτουργίας των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες ανακύπτουν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους και δεν μπορούν να καλυφθούν από το υφιστάμενο προσωπικό του Δημοσίου. Η κάλυψη των αναγκών αυτών, υπό τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που παγίως θεσπίζονται από την εκπαιδευτική νομοθεσία, συνιστά λόγο Δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος δικαιολογεί τη σύναψη των οικείων συμβάσεων ορισμένου χρόνου τόσο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος, όσο και με βάση τις διατάξεις της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου, οι δε σχετικές διατάξεις της εκπαιδευτικής νομοθεσίας μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν και ως "ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα", κατά την έννοια της ως άνω συμφωνίας- πλαισίου, με τα οποία προβλέπονται ειδικότεροι "αντικειμενικοί λόγοι", οι οποίοι συνδέονται με τον πρόσκαιρο ή έκτακτο χαρακτήρα των σχετικών εκπαιδευτικών αναγκών, η αντιμετώπιση των οποίων καθιστά αναγκαία την προσφυγή στις εν λόγω συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η σύναψη, περαιτέρω, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου με αναπληρωτές ή ωρομισθίους εκπαιδευτικούς δεν συνιστά μηχανική και εκ προοιμίου προβλέψιμη ανανέωση της ίδιας αρχικής σύμβασης, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων μεταξύ του ίδιου εκπαιδευτικού και του Δημοσίου, αφενός διότι οι αντικειμενικοί λόγοι που, κατά τις κείμενες διατάξεις, δικαιολογούν τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων διαπιστώνονται μετά από ειδική διοικητική διαδικασία (άρθρο 7 του Ν. 3848/2010), στο πλαίσιο της οποίας προσδιορίζονται κατ` έτος από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας οι υφιστάμενες κενές θέσεις και οι σχετικές λειτουργικές ανάγκες, αφετέρου διότι η πρόσληψη των αναπληρωτών και ωρομισθίων εκπαιδευτικών διενεργείται κατ’ έτος με ειδική, επίσης, διοικητική διαδικασία, κατόπιν κατάταξης των υποψηφίων σε πίνακες συντασσομένους με αντικειμενικά κριτήρια (προϋπηρεσία, επίδοση σε διαγωνισμούς εκπαιδευτικών, κατάταξη σε αξιολογικούς πίνακες βάσει κριτηρίων άρθρα 6 παρ. 5 του Ν. 3255/2004, 5 παρ. 2 επ. του Ν. 3848/2010 και 63 παρ. 2 επ. του Ν. 4589/2019) και με βάση τις αντίστοιχες δηλώσεις προτίμησης των υποψηφίων, ώστε να μη μπορεί να προβλεφθεί ότι μετά την αρχική σύμβαση θα επακολουθήσει άλλη και μάλιστα υπό τους αυτούς ή παρεμφερείς όρους με την προηγούμενη (από πλευράς χρονικής διάρκειας, τόπου και περιεχομένου παροχής των υπηρεσιών, σχολικής μονάδας κλπ (ΣτΕ 911/2020). Ας σημειωθεί ότι το ΔΕΕ με την απόφαση του στην υπόθεση C -245/17 "περί συμβάσεων εργασίας αναπληρωτών εκπαιδευτικών" αποφάνθηκε ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιτρέπει σε εργοδότη να λύσει, κατά την ημερομηνία κατά την οποία λήγει το διδακτικό έτος, τη σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου των εκπαιδευτικών που διορίζονται για ένα σχολικό έτος ως αναπληρωτές Δημόσιοι υπάλληλοι, με το αιτιολογικό ότι κατά την ημερομηνία αυτή έχουν παύσει να συντρέχουν οι λόγοι επιτακτικών και επειγουσών αναγκών που αποτελούσαν προϋπόθεση για τον διορισμό τους, ενώ η σχέση εργασίας αορίστου χρόνου των εκπαιδευτικών που είναι τακτικοί υπάλληλοι διατηρείται.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού ( ΟλΑΠ 6/2022, ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν ( ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 56/2022, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017). Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία ( ΑΠ 452/2023, ΑΠ 933/2022,ΑΠ 58/2015). Τέλος, λόγος αναίρεσης ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, πράγμα που συμβαίνει, όταν υποστηρίζεται με αυτόν ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά γεγονότα, ενώ από την τελευταία προκύπτει το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 342/2023, ΑΠ 1238/2022, ΑΠ 630/2020).

Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι πιο πάνω αναφερόμενοι 6 ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, μαζί με άλλους ,που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη με την από ...-2021 με αριθ. κατάθ. ...-2021 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προσλήφθηκαν από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και απασχολήθηκαν ως προσωρινοί αναπληρωτές - εκπαιδευτικοί σε δημόσια σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, από το έτος 2003 και εντεύθεν κατά τα χρονικά διαστήματα και με τα ειδικότερα καθήκοντα που λεπτομερώς παραθέτουν, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου ήδη αναιρεσίβλητου, το οποίο, δια των αρμοδίων οργάνων του, έλεγχε τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Ότι οι παραπάνω συμβάσεις καταρτίστηκαν καταχρηστικά ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αφού υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι από την ημερομηνία λήξης της τελευταίας σύμβασης του καθενός το εναγόμενο ήδη αναιρεσίβλητο έπαυσε να αποδέχεται την εργασία τους και επομένως τους οφείλει τους αναφερόμενους μισθούς υπερημερίας. Ζήτησαν δε, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 648, 281,181,174 ΑΚ, 1 και 8 του ν. 2112/1920, 25 παρ. 1,3 και 103 του Συντάγματος, καθώς και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ : α) να αναγνωρισθεί ότι οι παραπάνω συμβάσεις τους συνιστούν για τον καθένα από αυτούς μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καθενός, η οποία έλαβε χώρα στις 25-6-2021 γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο ήδη αναιρεσίβλητο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους δυνάμει της ως άνω σύμβασης, με απειλή χρηματικής ποινής, ύψους 200 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης στην υποχρέωση αυτή και δ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο ήδη αναιρεσίβλητο να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας για τα αναλυτικά αναφερόμενα χρονικά διαστήματα με το νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών η υπ' αριθμ. .../2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού θεώρησε ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε για τους αναφερόμενους ενάγοντες, την απέρριψε, όσον αφορά τους λοιπούς ενάγοντες, ως μη νόμιμη. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης οι 6 ενάγοντες-εκκαλούντες ήδη αναιρεσείοντες μαζί με άλλους, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, άσκησαν την από ...-2022 με αριθμ. κατάθ. .../2022 έφεση και επ' αυτής εκδόθηκε, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των περιουσιακών- εργατικών διαφορών η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ...-2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση, με την ακόλουθη αιτιολογία:"[...] Στην προκειμένη περίπτωση, οι ως άνω εκκαλούντες εξέθεσαν στην ένδικη αγωγή ότι απασχολήθηκαν από το Δημόσιο ως προσωρινοί αναπληρωτές εκπαιδευτικοί κατά τα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή χρονικά διαστήματα, προκειμένου ως εκ της φύσεως της απασχόλησής τους να καλύψουν λειτουργικά κενά τα οποία δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν ή να καλυφθούν από μόνιμους εκπαιδευτικούς και η σύμβασή τους έληγε μετά τη λήξη του εκπαιδευτικού έτους.

Συνεπώς οι εκκαλούντες προσληφθέντες με την προβλεπόμενη [...] νομοθετικά, πρόσληψη έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού, με σκοπό την αντιμετώπιση των έκτακτων, απρόβλεπτων και μεταβαλλόμενων εκπαιδευτικών αναγκών, [...] και εξαιτίας της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα απαγόρευσης της μονιμοποίησης του προσωπικού που έχει προσληφθεί με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή της μετατροπής σε σχέσεις αορίστου χρόνου, αποκλείεται η εφαρμογή στο Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 "περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων" (Α` 67), με την οποία προβλέπεται, ότι σε περιπτώσεις καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, η οποία δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, οι σχετικές συμβατικές ρήτρες είναι άκυρες, ώστε η συναφθείσα σύμβαση να θεωρείται ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Και τούτο ανεξαρτήτως του αν η προαναφερθείσα νομοθετική διάταξη θα μπορούσε να εφαρμοσθεί - ακόμη και αν έλειπε η ανωτέρω συνταγματική απαγόρευση - στην περίπτωση των εκκαλούντων, δηλαδή σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτει το Δημόσιο με αναπληρωτές και ωρομισθίους εκπαιδευτικούς, οι οποίες υπόκεινται σε ειδικούς όρους, ουσιαστικού και διαδικαστικού χαρακτήρα, οι οποίοι θεσπίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, ώστε να αποκλείεται η καταχρηστική σύναψή τους.

Συνεπώς -και ανεξαρτήτως του ότι η μη πρόβλεψη από το Π.Δ.164/2004 δυνατότητας χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, όπως προέβλεπε το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη "υποβάθμιση" υπό την ανωτέρω έννοια και λόγω των αποτρεπτικών μέτρων που ελήφθησαν με το παραπάνω διάταγμα-στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για "υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων" στο Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, ενώ αφενός το Π.Δ. 164/2004 προέβλεψε τα προεκτεθέντα συγκεκριμένα μέτρα αποτροπής των καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, τα οποία ανήκουν και στις τρεις κατηγορίες που προβλέπονται στο σημείο 1 της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου, αφετέρου δε, η ελληνική εκπαιδευτική νομοθεσία εξαρτά παγίως τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων ορισμένου χρόνου από λόγους δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογούν τη σύναψη των οικείων συμβάσεων τόσο με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος όσο και με βάση τις διατάξεις της οδηγίας και της συμφωνίας πλαισίου, δεδομένου ότι οι σχετικές διατάξεις της εκπαιδευτικής νομοθεσίας μπορούν να θεωρηθούν και ως "ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα" με τα οποία προβλέπονται "αντικειμενικοί λόγοι" που συνδέονται με τον πρόσκαιρο χαρακτήρα και έκτακτο χαρακτήρα των εκπαιδευτικών αναγκών [...]. Αλλά ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες κάλυπταν διαρκείς και πάγιες ανάγκες του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και σε αυτή την περίπτωση η ένδικη αγωγή υπό το ανωτέρω περιεχόμενο, καθίσταται μη νόμιμη, καθόσον οι εκτιθέμενες στην αγωγή ένδικες συμβάσεις εργασίας καταρτίστηκαν ως τέτοιες με το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο μετά την έναρξη ισχύος (στις 17-4-2001) του αναθεωρημένου άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και συνεπώς δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Και τούτο διότι, στις συναφθείσες μετά την 17-4-2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο ή σε φορείς του Δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του Ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β. Δ/τος 16/18.7.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης [...]. Κατ` ακολουθία όλων των ανωτέρω η αγωγή καθίσταται μη νόμιμη σε ότι αφορά το αίτημα με το οποίο οι ενάγοντες επιδιώκουν να αναγνωριστεί ότι οι ένδικες συμβάσεις εκάστου συνιστούν εξ αρχής μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συνακόλουθα μη νόμιμα καθίστανται τα αιτήματα περί αναγνώρισης ακυρότητας της απόλυσης η οποία έλαβε στις 25-6-2021, για όσους από τους ενάγοντες απασχολήθηκαν κατά το σχολικό έτος 2020-2021, υποχρέωσης αποδοχής από το εναγόμενο της προσφερόμενης εργασίας και καταβολής αποδοχών υπερημερίας. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη έστω με ελλιπέστερη και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται και αντικαθίσταται εν μέρει με την παρούσα, ορθά το νόμο εφάρμοσε και πρέπει απορριμμένων των συναφών λόγων έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος, 8 παρ.3 Ν. 2112/1920, 281, 671 ΑΚ, 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, της κοινοτικής Οδηγίας 1999/70 η αγωγή τους απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ως και ουσιαστικά αβασίμων να απορριφθεί η έφεση ως κατ` ουσίαν αβάσιμη [...]. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, απορρίπτοντας κατ'ουσίαν την έφεση των εναγόντων ήδη αναιρεσειόντων και επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η αγωγή τους απορρίφθηκε ως μη νόμιμη , δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 25 παρ. 1,3 και 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, αφού, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εφόσον οι επικαλούμενες συμβάσεις καταρτίστηκαν από το έτος 2003 και εφεξής, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (από 17-4-2001) το εναγόμενο ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ενόψει του υφιστάμενου ως άνω νομικού πλαισίου, δεν είχε τη νομική δυνατότητα να καταρτίσει με τους ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ούτε απολιπόταν πεδίο εκτίμησης από το δικαστήριο για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των ένδικων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου ακόμη και εάν οι αναιρεσείοντες εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσίβλητου. Ούτε, επίσης, παραβίασε τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αφενός μεν δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου δε τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Π.Δ/τος 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημόσιου φορέα, όπου απασχολούνται. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και αν έλειπε η προαναφερθείσα συνταγματική απαγόρευση, οι ένδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνήψαν οι ενάγοντες ήδη αναιρεσείοντες με το εναγόμενο ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί υπόκεινται δε ειδικούς όρους ουσιαστικού και διαδικαστικού χαρακτήρα, οι οποίοι θεσπίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εκπαιδευτικής νομοθεσίας και έτσι αποκλείεται η καταχρηστική σύναψή τους. Επομένως, είναι αβάσιμα τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο και δεύτερο, συνολικά εκτιμώμενους, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, (παρότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο προκύπτει όμως από τα εκτιθέμενα), λόγους αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι με το να απορρίψει την έφεσή τους ως κατ' ουσίαν αβάσιμη , επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 και 3 του Ν.2112/1920, 25 παρ.1,3, 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ και της με αριθ. 1999/70/ΕΚ Οδηγίας. Η ειδικότερη, αναφερόμενη στον πρώτο λόγο αναίρεσης αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε παλαιότερη διαδικασία διορισμού μόνιμων εκπαιδευτικών και πρόσληψης αναπληρωτών παρά τη θέσπιση των νεότερων διατάξεων του Ν. 4589/2019 και συγκεκριμένα των άρθρων 53,54,55, 56 παρ. 1, 61 και 62, που ρυθμίζουν πλέον τη διαδικασία πρόσληψης είτε μόνιμων είτε αναπληρωτών εκπαιδευτικών είναι αβάσιμη, ως ερειδόμενη επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Και τούτο γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε επί του αιτήματος της ένδικης αγωγής να αναγνωριστεί ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνήψαν με το εναγόμενο ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο συνιστούν για τον καθένα απ'αυτούς μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι επί αιτήματος διορισμού τους ως μόνιμων ή την πρόσληψή τους ως αναπληρωτών, σύμφωνα με το πάγιο σύστημα που εισήγαγε ο Ν. 4589/2019 για την εφεξής επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού (μόνιμων, αναπληρωτών και ωρομίσθων) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατόπιν συμμετοχής των υποψήφιων σε προκήρυξη που εκδίδεται ανά διετία και κατάταξής τους σε αξιολογικούς πίνακες βάσει σειράς προτεραιότητας, η οποία καθορίζεται ανάλογα με τη βαθμολογία τους σε προκαθορισμένα, μοριοδοτούμενα κριτήρια [ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία, κοινωνικά κριτήρια (αριθμός τέκνων, αναπηρία)], από τους αξιολογικούς δε αυτούς πίνακες και κατά τη διάρκεια της ισχύος τους διενεργούνται οι διορισμοί των μονίμων εκπαιδευτικών και οι προσλήψεις των αναπληρωτών και ωρομίσθιων, ανάλογα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Οικονομικών. Με το άρθρο 28 παρ.4 εδ. α` του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ Α 31) ορίζεται ότι "Οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 "Περί Κώδικος των νόμων περί δικών το Δημοσίου" και 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α 230), έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.). Τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών"(ΑΠ 1065/2023). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στη δικαστική δαπάνη, είναι διάταξη ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 667/2024, ΑΠ 461/2021, ΑΠ 461/2017) και ελέγχεται από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του ηττηθέντος διαδίκου δεν έχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι συνέπεια της εκ της ανωτέρω διάταξης αρχής της ήττας, αφού η ρύθμιση των δικαστικών εξόδων ανατέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι ανέλεγκτη αναιρετικά κατ' άρθρο 561 του ΚΠολΔ, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 667/2024,ΑΠ 1055/2021, ΑΠ 461/2021, ΑΠ 461/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολ.Δ, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Και στην περίπτωση αυτή ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, και άρα η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 1166/2023, ΑΠ 308/2016).

Με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ (παρότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο προκύπτει όμως από τα εκτιθέμενα) πλημμέλεια, ότι εσφαλμένα τους καταδίκασε στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, ενώ όφειλε να συμψηφίσει μεταξύ τους τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας κατά την ερμηνεία των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που εφάρμοσε, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχουν δικαστικά έξοδα για την εκπροσώπηση του Δημοσίου, καθώς προβλέπεται πλήρης απαλλαγή του από αυτά σύμφωνα με τον Κώδικα Δικών του Δημοσίου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί, όπως εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, δεν ιδρύεται η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 176 του ΚΠολΔ και μη εφαρμογής της επίσης ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, καθόσον υπό την επίκληση της ανωτέρω πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας(ΑΠ 461/2021), ενώ σε κάθε περίπτωση οι πιο πάνω αναφερόμενες απαλλαγές, ατέλειες και προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου δεν αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων για την επιβολή σε βάρος του των δικαστικών εξόδων, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες. Τέλος, πρέπει καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις και του οποίου η νομική εκπροσώπηση έλαβε χώρα από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 2 και 20 παρ. 1 του Ν. 4831/2021 (βλ. Α.Π. 1065/2019, υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 3086/2002), κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένων, όμως, κατά το μέτρο του άρθρου 22 του Ν. 3693/1957, 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου και την παρ. 2 της υπ' αριθμ. 134423 οικ. της 8.12.1992/20.1.1993 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20-01-1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 5 του Ν. 1738/1987, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από ...-2024 με αριθμ. καταθ. ...-2024 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ'αριθμ. ...-2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Μαρτίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή