
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 460 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 460/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη - Εισηγήτρια και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Β., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Οδυσσέα Καραγιαννακίδη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΩΔΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ", που εδρεύει στην Καβάλα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Παπαράλλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες δήλωσε ότι το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου - Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ" είναι εκ του νόμου καθολικός διάδοχος του.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας και συνεκδικάσθηκε με άλλη αγωγή προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2022 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2023 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...-2024 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από ... 2024 και με αριθμό κατάθεσης ...-2024 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό ...-2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών- διαφορών, επί της από ...-2022 και με αριθμό κατάθεσης ...-2022 έφεσης-μεταξύ άλλων μη διαδίκων στην προκείμενη αναιρετική δίκη, και- της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια ειδική διαδικασία, με αριθμό .../2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Με την εκκαλουμένη αυτή απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε, με άλλη αγωγή που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, την από ...-2019 με αριθμό κατάθεσης .../2019 αγωγή της, μεταξύ άλλων εναγόντων μη διαδίκων στην προκείμενη δίκη, ήδη αναιρεσείουσας (8η ενάγουσα), κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Δημοτικό Ωδείο Καβάλας"- στη θέση του οποίου ήδη υπεισήλθε μετά την κατάργησή του, ως καθολικός του διάδικος, συνεχίζοντας αυτοδικαίως την προκείμενη δίκη χωρίς να επέρχεται διακοπή της, το ΝΠΔΔ-ΟΤΑ Α'Βαθμού με την επωνυμία "Δήμος Καβάλας", σύμφωνα με τα άρθρα 27 παρ.1 και 3α του ν.5056/2023- είχε απορρίψει την άνω αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την 8η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα. Με την αγωγή της αυτή η ήδη αναιρεσείουσα, επικαλούμενη διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μίσθωσης έργου και εργασίας, που είχε καταρτίσει, από τις 15-9-1997 έως και 30-6-2023, με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ, με υποκρυπτόμενο και κατ'ορθό χαρακτηρισμό, πριν από την ισχύ του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήδη από στις 17-4-2001), μίας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του άνω εργοδότη της, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι συνδέεται, από τις 15-9-1997 και εντεύθεν, με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ και να υποχρεωθεί το τελευταίο να την απασχολεί με τέτοια σύμβαση, με απειλή χρηματική ποινής. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση, κρίνοντας, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι οι καταρτισθείσες μεταξύ των άνω διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν είχαν το χαρακτήρα μίας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συνακόλουθα ότι είναι ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή, απέρριψε την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατ'ουσία. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε, στις 15-5-2024, πριν την πάροδο της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έγινε στις 10-11-2023 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1και 144 του ΚΠολΔ.
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 του ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό αυτής (ΑΠ 4/2024, ΑΠ 1518/2022, ΑΠ 477/2022). Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται να λάβει χώρα καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης (ΑΠ 4/2024, ΑΠ 1269/2018). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α` και 3 του Ν. 2112/1920, συνάγεται ότι επί συνάψεως αλλεπάλληλων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, εάν δεν δικαιολογείται η συνομολογηθείσα διάρκεια αυτών από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Οι εν λόγω διατάξεις, όπως εξ αυτών προκύπτει, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων που υποκρύπτουν σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου που θεσπίσθηκαν εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν κατά τεκμήριο αυτοί που παρέχουν εξαρτημένη εργασία (ΟλΑΠ 3/2021, ΟλΑΠ 20/2007). Ο χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος (ή ο έχων ισχύ νόμου κανονισμός), διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 3/2021, ΟλΑΠ 13/2017, ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 8/2011). Η δυνατότητα δε του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της ουσίας της έννομης σχέσης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις περιπτώσεις των εργασιακών σχέσεων με εργοδότη το Δημόσιο (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 18/2006). Εξάλλου με τις διατάξεις των παρ.1, 2, 3 του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994, όπως ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο και πριν την κατάργηση των άρθρων 1-13, 14Α και 15-24 καθώς και των παραγράφων 1-5 και 9-11 του άρθρου 14 του ως άνω νόμου με το άρθρο 61 παρ.1α του Ν. 4765/2021 (ΦΕΚ Α 6), ορίσθηκε ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και γενικότερα τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ο ίδιος νόμος (2190/1994) ορίζει στην παρ.3 του άρθρου 14 αυτού ότι ο διορισμός ή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1, γίνεται είτε με γραπτό διαγωνισμό, είτε με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τους όρους και διαδικασίες που ορίζονται από τις διατάξεις του, τις οποίες ειδικότερα θεσπίζει αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 15 και 18 αυτού, αναλόγως των απαιτουμένων κατά την κείμενη νομοθεσία τυπικών προσόντων για τις αντίστοιχες προσλήψεις, και μετά από προηγουμένη προκήρυξη, υπό την έγκριση ή τον έλεγχο και εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού, καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17.4.2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι: "Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παρ. 5 (περί της οποίας δεν πρόκειται στην ένδικη υπόθεση), γίνεται είτε με διαγωνισμό, είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει". Επίσης, στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους αρχικά διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Π.Δ/τος 410/1988 και στη συνέχεια του Ν. 2190/1994 και του Ν. 2527/1997 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις έργου ορισμένης διάρκειας που υποκρύπτουν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας συναπτόμενες για πρώτη φορά με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 18.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Ούτε καταλείπεται πλέον πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Δηλαδή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι πλέον αλυσιτελής (ΑΠ 4/2024, ΑΠ 477/2022, ΑΠ 452/2020). Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (ΟλΑΠ 19/2007, ΟλΑΠ 20/2007, ΑΠ 4/2024, ΑΠ 477/2022). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001, με δικαίωμα παράτασης της προθεσμίας για την ενσωμάτωση αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών - μελών κατά ένα έτος, του οποίου η Ελλάδα έκανε χρήση) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη- μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη με το Π.Δ 164/2004, που ήδη εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η ισχύς του οποίου άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 19.7.2004. Ειδικότερα, για το Π.Δ.164/2004, επειδή οι διατάξεις του άρχισαν να ισχύουν από τις 19 Ιουλίου 2004, αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από τις 10 Ιουλίου 2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Έτσι με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ.α, 2 εδ.α και β, 3 και 5 του πιο πάνω Προεδρικού Διατάγματος, που κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (ΟλΑΠ 16/2017), ρυθμίσθηκε το ζήτημα του χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένης διάρκειας κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος (δηλαδή διαδοχικών συμβάσεων με αντικείμενο την ίδια ή παρεμφερή εργασία μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί διάστημα μικρότερο των τριών μηνών), που είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του Διατάγματος και ήσαν ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού (19.7.2004) ή είχαν λήξει εντός του προηγουμένου τριμήνου, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εφεξής χρόνο, υπό τις τασσόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα απασχόλησης και έλεγχο από το ΑΣΕΠ. Επομένως εάν η τελευταία από τις διαδοχικές σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έληξε πριν τις 19 Απριλίου 2004 ή δεν συντρέχουν οι τιθέμενες από το πιο πάνω Π.Δ/μα λοιπές προϋποθέσεις, η διάταξη του άρθρου 11 του Π. Δ/τος 164/2004 δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής και μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 238/2022, ΑΠ 1269/2018, ΑΠ 104/2016, ΑΠ 1664/2007). Ενόψει δε των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ.1999/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ' επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10.7.2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004 (19.7.2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 4/2024). Εξάλλου, με το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή του, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, εάν η αγωγή, ένσταση κλπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ'ουσία (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 3/2020).
Στην τελευταία περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 56/2022, ΑΠ 399/2021, ΑΠ 598/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 844/2022, ΑΠ 790/2020). Το, κατά νόμο, αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται με σαφήνεια, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1678/2023, ΑΠ 356/2022, ΑΠ 444/2019). Δεν ιδρύεται δε ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1678/2023, ΑΠ 906/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 561 παρ.2), το Μονομελές Εφετείο Θράκης, εκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, σε σχέση με την ήδη αναιρεσείουσα, τα ακόλουθα: "Όσον αφορά την 8η ενάγουσα της με αριθμ. εκθ. καταθ. .../2019 αγωγής ήδη 7η εκκαλούσα, Α. Κ. [ήδη αναιρεσείουσα], από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Το εναγόμενο ΝΠΔΔ [ήδη αναιρεσίβλητο] συστάθηκε με τις υπ'αριθμ. .../1937 και .../1938 αποφάσεις του Δήμου Καβάλας, που εγκρίθηκαν με το από 14-4-1938 (ΦΕΚ Α'105/1938) και ως μουσικό ίδρυμα διέπεται από το β.δ.16 της ...1966. Η 8η ενάγουσα της με αριθμ. εκθ. κατάθεσης .../2019 αγωγής, Α. Κ., απασχολήθηκε στο εναγόμενο ΝΠΔΔ ως καθηγήτρια θεωρητικών με συμβάσεις μίσθωσης έργου, όπως χαρακτηρίσθηκαν από τους συμβαλλόμενους, κατά τα χρονικά διαστήματα: από 15-9-1997 έως 30-6-1998, από 15-09-1998 έως 01-12-1998, από 01-01-1999 έως 31-12-1999, από 01-01-2000 έως 30-06-2000, από 01-10-2000 έως 31-12-2000, από 01-01-2001 έως 30-06-2001, από 01-10-2001 έως 31-12-2001, από 01-01-2002 έως 30-6-2002, από 01-10-2002 έως 31-12-2002, από 01-01-2003 έως 30-06-2003, από 01-09-2003 έως 31-12-2003, από 01-01-2004 έως 30-06-2004, από 01-10-2004 έως 31-12-2004, από 1-01-2005 έως 30-06-2005, από 01-10-2005 έως 31-12-2005, από 01-01-2006 έως 30-06-2006, από 11-10-2006 έως 31-12-2006, από 01-01-2007 έως 30-06-2007, από 01-10-2007 έως 31-12-2007, από 01-01-2008 έως 30-06-2008, από 01-10-2008 έως 30-06-2009, από 21-10-2009 έως 30-06-2010, από 20-09-2010 έως 30-06-2011, από 09-02-2012 έως 31-01-2013, από 15-04-2013 έως 30-11-2013 (με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου), από 01-11-2003 έως 30-06-2014, από 16-12-2014 έως 30-06-2015, από 01-12-2015 έως 30-06-2016, και ακολούθως με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από 05-10-2016 έως 30-06-2017, από 09-10-2017 έως 30-06-2018, από 15-10-2018 έως 30-6-2019, από 01-10-2019 έως 30-06-2020, από 12-10-2020 έως 30-06-2021, από 14-10-2021 έως 30-06-2022, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ωρομίσθιας απασχόλησης και από 03-10-2022 έως 30-06-2023 με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ωρομίσθιας απασχόλησης. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί πριν τις ...-2001, οπότε τέθηκαν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος, αλλά και των λοιπών συμβάσεων που καταρτίστηκαν έως την έναρξη ισχύος του .../2004, η εν λόγω ενάγουσα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, το οποίο παρείχε και παρέχει τις υπηρεσίες του στους σπουδαστές που παρακολουθούν τα προγράμματα διδασκαλίας που καταρτίζει για κάθε διδακτικό έτος, όπως προκύπτει από τα κενά χρονικά διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξύ των συμβάσεων της. Ειδικότερα, κάθε έτος ο αριθμός του εκπαιδευτικού προσωπικού του εναγομένου και οι ώρες εργασίας των καθηγητών καθορίζονταν ανάλογα με τις ανάγκες του εναγομένου και τον αριθμό των σπουδαστών που εγγράφονταν προκειμένου να παρακολουθήσουν τα σχετικά μαθήματα, με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο αν θα υπάρχουν ανάγκες και σε ποια έκταση κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους. Για το ίδιο λόγο και οι ώρες απασχόλησης της ενάγουσας κατά τη διάρκεια κάθε διδακτικού έτους δεν ήταν σταθερές αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις νέες εγγραφές ή τις αποχωρήσεις των σπουδαστών. Επομένως, ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας στις συμβάσεις της υπαγορευόταν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνταν από τη φύση τους, τον σκοπό της πρόσληψης και το αντικείμενο της εργασίας που επρόκειτο να παρασχεθεί και δεν έγινε προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας διατάξεων. Η κρίση αυτή περί της φύσης των συμβάσεων ενισχύεται από την κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου του μάρτυρα του εναγομένου, Θ. Μ., Δημάρχου Καβάλας, ο οποίος κατέθεσε "ανάλογα με τους μαθητές οι οποίοι εγγράφονται είναι και οι καθηγητές", και την παραδεκτά προσκομιζόμενη στο παρόν Δικαστήριο από την ενάγουσα-εκκαλούσα από 03-10-2022 ατομική της σύμβαση εργασίας ωρομισθίου όπου ρητά προβλέπεται ότι "Ο αντισυμβαλλόμενος θα απασχολείται σε συνάρτηση με τον αριθμό των προσερχομένων ατόμων στα αντίστοιχα τμήματα του γνωστικού αντικειμένου που του ανατίθεται", "Οι ανατιθέμενες ώρες εργασίας θα εξαρτηθούν από τον αριθμό των σπουδαστών στο αντίστοιχο ειδικό αντικείμενο ή υποχρεωτικό μάθημα και από τις ανάγκες που θα προκύψουν σε κάθε Τμήμα ή Σχολή καθώς οι μηνιαίες ώρες του προσωπικού είναι μεταβαλλόμενες σε συνάρτηση με την προσέλευση και την αποχώρηση των μαθητών". Συνακόλουθα, αφού με τις ανωτέρω συμβάσεις δεν καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 648 παρ.1 ΑΚ και 8 παρ.3 του ν.2112/1920 και χαρακτηρισμού αυτών ως ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
Συνεπώς οι συμβάσεις της 8ης ενάγουσας της με αρ. εκθ. καταθ. .../2019 αγωγής που είχαν καταρτιστεί πριν την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος, δεν είχαν το χαρακτήρα ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και οι λοιπές συμβάσεις που καταρτίστηκαν μετά την ισχύ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων δεν μπορούν να μετατραπούν σε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, ούτε να εκτιμηθούν ως τέτοιες κατ'ορθό νομικό χαρακτηρισμό. Επιπροσθέτως, λόγω του ότι το αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων δεν αφορούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και δεν υποκρύπτει ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δεν συντρέχει περίπτωση προσφυγής στις διατάξεις της κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. και δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 παρ.1 του π.δ.164/2004 (άρθρο 11 παρ.1 περ.γ'του π.δ.164/2004) και η υπό κρίση με αρ.εκθ.κατάθεσης 151/2019 αγωγή, κατά το μέρος που αφορά την 8η ενάγουσα ήδη 7η εκκαλούσα, Α. Κ., πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε, με την εκκαλουμένη απόφασή του, τα ίδια πραγματικά περιστατικά και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά το μέρος που αφορά την 8η ενάγουσα ήδη 7η εκκαλούσα, ορθώς ερμήνευσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν και επομένως ο υπό στοιχ.2Δ λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο παραπονείται η εκκαλούσα για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αυτών και για λανθασμένη ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Εφετείο Θράκης, έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την (συνεκδικασθείσα πρωτοδίκως) από ...-2019 με αριθμό κατάθεσης .../2019 αγωγή ως προς την ήδη αναιρεσείουσα (8η ενάγουσα-7η εκκαλούσα) και ακολούθως απέρριψε την έφεσή της, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη, με αριθμό .../2022, απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας) που είχε κρίνει όμοια και είχε απορρίψει ως προς αυτήν την ανωτέρω αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ.1 και 3 του ν.2112/1920, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 648, 671 και 281 ΑΚ, 25 παρ.1 και 3 του Συντ/τος, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των ως άνω πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθόσον σύμφωνα με τις προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές της, τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δικαιολογούσαν τη μη εφαρμογή τους και συνακόλουθα την ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής και την απόρριψη της έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει ομοίως. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι: α) με τις καταρτισθείσες, έως τις ...-2001, επίδικες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με την αναφερόμενη διάρκεια και τα μεταξύ τους κενά χρονικά διαστήματα, η ενάγουσα, παρέχοντας τις υπηρεσίες της στο εναγόμενο νπδδ "Δημοτικό Ωδείο Καβάλας" ως καθηγήτρια θεωρητικών μαθημάτων μουσικής σε σπουδαστές του που παρακολουθούσαν καταρτιζόμενα για κάθε διδακτικό έτος προγράμματα διδασκαλίας, δεν κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, καθόσον κάθε διδακτικό έτος αυτές δεν ήταν σταθερές, αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τον αριθμό των νέων εγγραφών ή των αποχωρήσεων σπουδαστών του και ήταν άγνωστο εάν και σε ποιά έκταση θα υπήρχαν το επόμενο διδακτικό έτος, και ως εκ τούτου ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας των εν λόγω συμβάσεων εργασίας, υπαγορευόταν από λόγους αντικειμενικούς που δικαιολογούνταν από τη φύση τους, τον σκοπό της πρόσληψης και το αντικείμενο της εργασίας που επρόκειτο να παρασχεθεί και δεν έγινε προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας διατάξεων και β) στις ανωτέρω συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 648 παρ.1 ΑΚ και 8 παρ.3 του ν.2112/1920 για τον χαρακτηρισμό τους ως ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως και στις λοιπές επίδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν, με τις ίδιες συνθήκες, μετά την ισχύ του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος και του π.δ/τος 164/2004. Με βάση τις παραδοχές αυτές του Εφετείου οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν είναι εφαρμοστέες εν προκειμένω, καθόσον δεν πληρούται το πραγματικό τους. Συγκεκριμένα, επειδή, κατά τα δεκτά γενόμενα, με τις επίδικες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων έως τις ...-2001, πριν την ισχύ των διατάξεων του άρθρου του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος-δεν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσίβλητου νπδδ, δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 8 παρ.3 του ν.2112/1920 σε συνδ. με τα αρθ. 648, 671 και 281 ΑΚ για τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων αυτών ως μίας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Το ίδιο ισχύει και για τις λοιπές επίδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Και τούτο διότι, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ακόμη και αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920 δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής για τις συμβάσεις αυτές που κατήρτισε η αναιρεσείουσα με το αναιρεσίβλητο νπδδ, υπό την ισχύ του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (από τις ...-2001 και εφεξής), ούτε κατ' επιταγή της ως άνω Οδηγίας, για το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π. Δ/τος .../2004 (19-7-2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Επομένως, το Εφετείο, μετά από ορθή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε, ορθά τις ερμήνευσε και ορθά έκρινε ότι δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής τους για να χαρακτηριστούν οι επίδικες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν τους αναφερόμενους χρόνους, με διάκρισή τους πριν και μετά την ισχύ του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντ/τος, αλλά και πριν και μετά την ισχύ του .../2004, ως μία και ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής και η απόρριψη της έφεσης κατ'ουσία. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνονται παραδοχές για τα κενά χρονικά διαστήματα μεταξύ των επιδίκων συμβάσεων και την κατάρτισή τους πριν ή μετά τις ...-2001 (ισχύς του άρθρου 103 παρ.7 και 8 Συντάγματος) ή πριν το έτος 2004 (ισχύς του πδ .../2004), στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται παραδοχές για το χρόνο κατάρτισης μίας εκάστης επίδικης σύμβασης και τη διάρκειά της, και συνακόλουθα για τα μεταξύ τους κενά χρονικά διαστήματα, και σαφώς προσδιορίζονται ποιες εξ αυτών καταρτίστηκαν πριν και μετά τις ...-2001, που τέθηκε σε ισχύ το άρθρο 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος, αλλά και πριν τις 19-7-2004 που τέθηκε σε ισχύ το πδ .../2004. Ο δε, κατά τα δεκτά γενόμενα, κυμαινόμενος αριθμός των σπουδαστών του αναιρεσιβλήτου νπδδ ανά διδακτικό έτος, καθιστά, κατά αντικειμενική κρίση, τις ανάγκες του που καλύπτονταν με τις επίδικες συμβάσεις, μεταβαλλόμενες ανά διδακτικό έτος και άγνωστες για κάθε επόμενο και συνακόλουθα μη πάγιες και διαρκείς (ΑΠ 1666/2018), και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα είναι αβάσιμα. Κατόπιν τούτων, ο πρώτος, κατά το κύριο σκέλος του, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για ευθεία παραβίαση των άνω διατάξεων, των άρθρων 8 παρ.1 και 3 του ν.2112/1920, σε συνδ. με αυτών των άρθρων και 671 και 281 ΑΚ και 25 παρ.1 και 3 του Συντ/τος, είναι αβάσιμος. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις, συνιστούν επιχειρήματα της αναιρεσείουσας προς ενίσχυση των αντίθετων από το αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης απόψεών της για τον χαρακτήρα των ενδίκων διαδοχικών συμβάσεων, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων και υπό την επίφαση του ανωτέρω, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετικού λόγου πλήττεται ανεπίτρεπτα η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω, με τις προαναφερόμενες παραδοχές του το Εφετείο, αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της μη κάλυψης πάγιων και διαρκών αναγκών του αναιρεσιβλήτου νπδδ κατά τη διάρκεια των ιστορούμενων επιδίκων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, και στηρίζουν το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα, της απόρριψης της έφεσης της ήδη αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή της. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας για ελλείψεις της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορικά με α) τη διάρκεια της δεύτερης των επιδίκων συμβάσεων, και επίκληση ότι αυτή είναι εσφαλμένη, β) την ύπαρξη των αναφερόμενων κενών, μεταξύ των επιδίκων συμβάσεων, χρονικών διαστημάτων και β) τη μη κάλυψη, κατά τη διάρκειά τους, πάγιων και διαρκών αναγκών του αντιδίκου της, λόγω της λήψης υπόψη για το ουσιώδες αυτό ζήτημα ανεπαρκών αποδεικτικών μέσων (κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης και της από 3-10-2022 σύμβασης εργασίας της ως ωρομισθίου), αφορούν σε ελλείψεις αναγόμενες στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην περαιτέρω αιτιολόγηση του διατυπωθέντος με σαφήνεια και πληρότητα, κατά τα προαναφερόμενα, αποδεικτικού πορίσματος, οι οποίες δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, με συνέπεια να μην ιδρύουν τον επικουρικά προσβαλλόμενο, από τον αριθμό 559 αρ.19 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, και υπό την επίφαση του λόγου αυτού, πλήττουν ανεπίτρεπτα την ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας, ουσιαστική του κρίση και την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς, το Εφετείο δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες για το ουσιώδες ζήτημα της μη κάλυψης πάγιων και διαρκών αναγκών με τις επίδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και του μη χαρακτηρισμού τους ως μίας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνακόλουθα, ο πρώτος, κατά το επικουρικό του σκέλος, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα" και στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου και ειδικότερα "πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση και όχι οι ισχυρισμοί που συνιστούν άρνηση της αγωγής ή της ένστασης, ούτε εκείνοι που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 650/2023, ΑΠ 146/2022, ΑΠ 138/2020). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, αυτός ο λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν περιέχει αιτιάσεις που αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων ή στην επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος και του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 146/2022, ΑΠ 59/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι ότι το Εφετείο δέχθηκε πράγμα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως αληθινό χωρίς απόδειξη, με την αιτίαση ότι κατέληξε χωρίς απόδειξη στην κρίση ότι με τις επίδικες διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου και εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν μέχρι τις ...-2001, αλλά και των λοιπών που καταρτίστηκαν έως την έναρξη του .../2004, δεν καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντιδίκου της, δεχόμενο ειδικότερα, μετά από εκτίμηση άσχετων με το ουσιώδες αυτό ζήτημα αποδεικτικών μέσων (της σύμβασης ωρομισθίου του έτους 2022 και της κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης Δημάρχου Καβάλας), ότι οι ώρες απασχόλησής της ανά διδακτικό έτος δεν ήταν σταθερές, αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις νέες εγγραφές ή αποχωρήσεις των σπουδαστών. Ο υπό κρίση λόγος αναίρεσης, δεν ιδρύεται, καθόσον τα επικαλούμενα δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, όπως απαιτείται για την ίδρυση του λόγου αυτού. Ειδικότερα, επί της ένδικης αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας, με την οποία διώκεται η αναγνώριση των επιδίκων διαδοχικών συμβάσεων μίσθωσης έργου και εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταχρηστικά χαρακτηρίστηκαν ως τέτοιες, ως μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ήδη πριν τις ...-2001, αλλά και πριν την ισχύ του .../2004, λόγω της κάλυψης με αυτές πάγιων και διαρκών αναγκών του ήδη αναιρεσίβλητου νπδδ, ο προς απόκρουση της ως άνω αγωγής αντίθετος ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής. Επομένως, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκε η άνω ιστορική βάση της αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας, δεν δέχθηκε "πράγμα" χωρίς απόδειξη, όπως ισχυρίζεται η τελευταία στον υπό κρίση λόγο αναίρεσης. Οι λοιπές δε διαλαμβανόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις της αναφέρονται στην επιχειρηματολογία του δικαστηρίου της ουσίας και στην εκτίμηση των αποδείξεων κατά το σχηματισμό της κρίσης του για την ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής της, που επίσης δεν θεμελιώνουν τον από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη που προηγήθηκε. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002 ΑΠ 9/2023, ΑΠ 194/2020). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (Ολ ΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1770/2022, ΑΠ 194/2020, ΑΠ 249/2020). Τέλος, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται εάν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι έχει τούτο, εφ' όσον η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 248/2021, ΑΠ 188/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά την ουσιαστική έρευνα της ένδικης αγωγής της, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα της αβασιμότητας της αγωγής της λόγω του ότι οι επίδικες διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου και εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν καταρτιστεί μέχρι τις ...-2021, αλλά και οι λοιπές που είχαν καταρτίστηκαν έως την έναρξη της ισχύος του .../2004, δεν είχαν αποκτήσει το χαρακτήρα μίας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου επειδή δεν κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντιδίκου της ΝΠΔΔ, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκε και προσκόμισε η ίδια νομίμως και ασκούν ουσιώδη επίδραση της έκβασης της δίκης, καθόσον αποδείκνυαν το αντίθετο και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α) το απόσπασμα της υπ'αριθμ. .../2020 απόφασης της με αριθμ. ...-2020 Έκτακτης Συνεδρίασης του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας και β) την υπ'αριθμ. .../2020 απόφαση της με αρ. ...-2020 Συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου Καβάλας, εάν δε το Εφετείο είχε λάβει υπόψη του τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα θα κατέληγε στην ουσιαστική κρίση ότι με τις επίδικες συμβάσεις ορισμένου χρόνου κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντιδίκου της και η σύμβαση που τους συνδέει είναι μία και ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ'ορθό χαρακτηρισμό. Από τη ρητή βεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία παραδεκτά επισκοπείται (αρθ.561 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπου ρητά αναφέρεται (στο 21ο φύλλο-όχι σελίδα, στην εμπρόσθια σελίδα), ότι για το αποδεικτικό της πόρισμα το Εφετείο επανεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ενώπιόν του από τους διαδίκους, και συγκεκριμένα την περιλαμβανόμενη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία συνεκτίμησε και αξιολόγησε, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όσο και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, την ανάλυση και το σχολιασμό των αποδείξεων, στον οποίο το Εφετείο προβαίνει για να αιτιολογήσει το πόρισμά του, αλλά και από το εν γένει περιεχόμενο του αιτιολογικού του, δεν καταλείπεται αμφιβολία και καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσης του ως αποδεικτικά μέσα και τα αναφερόμενα στον κρινόμενο λόγο αναίρεσης έγγραφα που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε η ήδη αναιρεσείουσα, εξάγοντας το αποδεικτικό του πόρισμα ότι, από τον συνδυασμό αυτών προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ένορκη μαρτυρική κατάθεση και προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, προς απόδειξη άμεση και έμμεση), οι καταρτισθείσες μέχρι τις ...-2001, ως και λοιπές μέχρι την έναρξη ισχύος του .../2004, διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου και εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ήδη αναιρεσιβλήτου ΝΠΔΔ και ως εκ τούτου δεν είχαν το χαρακτήρα μίας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και μετά ταύτα το Εφετείο, αφού έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατ'ουσία. Σε κάθε περίπτωση το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά τα αποδεικτικά μέσα, και από ποια προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, κατ'αντιδιαστολή προς τα λοιπά ή με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς, εκ του γεγονότος της μη ρητής αναφοράς ορισμένων εξ αυτών, όπως τα προαναφερόμενα έγγραφα, να συνάγεται ότι δεν προσέδωσε σ'αυτά τη δέουσα αποδεικτική δύναμη. Ούτε είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την κρίση του για την αποδεικτική βαρύτητα ή αξιοπιστία, την οποία προσέδωσε σε ένα έκαστο των προαναφερόμενων ισοδυνάμων αποδεικτικών μέσων, τα οποία εκτίμησε ελεύθερα και κυριαρχικά (αρθ.340 ΚΠολΔ). Τα ανωτέρω δε ουδόλως αναιρούνται, από το ότι το Εφετείο, μετά την διατυπωθείσα κρίση του, στην οποία, κατά τα άνω κατέληξε μετά την ελεύθερη εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι, διαλαμβάνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του (πίσω σελίδα του 22ου φύλλου) ότι: "Η κρίση αυτή "ενισχύεται από την κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου του μάρτυρα του εναγομένου, Θ. Μ., Δημάρχου Καβάλας...., και από την από 3-10-2022 σύμβαση εργασίας ωρομισθίου...". Κατόπιν τούτων το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ.11 γ' του ΚΠολΔ και ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Η άποψη δε της αναιρεσείουσας ότι η διαφορετική εκτίμηση των επίμαχων ως άνω αποδεικτικών μέσων, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, δηλαδή σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη επιταγή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την κυριαρχική και ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του υπεισελθόντος εκ του νόμου στη θέση του αναιρεσιβλήτου ΝΠΔΔ-ΟΤΑ με την επωνυμία "Δήμος Καβάλας", που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά ουσιαστική παραδοχή του νομίμου αιτήματός του (αρθ.176, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένων κατά το μέτρο του άρθρου 281 παρ.2 του ν.3463/2006 "Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων", όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ... 2024 και με αριθ. καταθ. ...-2024 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό .../2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης (διαδικασίας περιουσιακών-εργατικών-διαφορών).
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του υπεισελθόντος, στη θέση του αναιρεσιβλήτου, νπδδ, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Μαρτίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ