ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 474/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 474/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 474/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 474 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 474/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου - Εισηγήτρια και Μιχαήλ Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ο. Β. ΔΙΕΘΝΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Γκιουλέκα.

Του αναιρεσιβλήτου: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης", το οποίο εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Αλεξίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από ...-2017 προσεπίκληση με ανακοίνωση δίκης - παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και τις δύο από ...-2017 ανακοινώσεις δίκης - προσεπικλήσεις - παρεμπίπτουσες αγωγές εταιρείας που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2018 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...-2020 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από ....2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων και κατά τη τακτική διαδικασία εκδοθείσα, με αριθμό .../2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (αρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Η προσβαλλομένη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατά παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την από 10.11.2015 αγωγή του το ήδη αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ επικαλούμενο ενδοσυμβατική ευθύνη της ήδη αναιρεσείουσας, από τις συμβάσεις παρακαταθήκης που συνήψε με την τελευταία, εταιρεία φύλαξης και μεταφορών, καθώς και αδικοπρακτική τοιαύτη, από την οφειλόμενη σε αμέλεια της αναιρεσείουσας, πρόκληση πυρκαγιάς στις εγκαταστάσεις (αποθήκες) της, η οποία προκάλεσε την ολοσχερή καταστροφή των αναφερομένων στην αγωγή κειμηλίων και αντικειμένων που φυλάσσονταν πλημμελώς σ' αυτές, ζήτησε να της επιδικασθεί αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό .../2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε τις προσεπικλήσεις-παρεμπίπτουσες αγωγές κατά δικονομικών εγγυητών, που συνεκδικάσθηκαν με την αγωγή, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην, απέρριψε αυτή ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Επί της από 16.7.2018 έφεσης του ηττηθέντος ενάγοντος ΝΠΔΔ, εκδόθηκε η με αριθμό .../2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (αναιρεισιβαλλομένη), η οποία κατ' αποδοχή λόγου έφεσης ως βασίμου, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, διακράτησε την υπόθεση και έκανε δεκτή την αγωγή ως εν μέρει βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, δεχθείσα κατά το ενδιαφέρον για τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της τα ακόλουθα: " Η εναγομένη εταιρεία δραστηριοποιείται εμπορικά κυρίως στην παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών μεταφοράς και αποθήκευσης σε εφοδιαστικές αλυσίδες τρίτων (TPL- Third Party Logistics), στις διαμεταφορές εμπορευμάτων, στις μεταφορές έργων τέχνης και οικοσκευών (αεροπορικές, θαλάσσιες, οδικές) στις αποθηκεύσεις, και στην παροχή επί πλέον σχετικών συναφών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε το 1923, εδρεύει στην Ελευσίνα Αττικής και διατηρεί εγκαταστάσεις στη Θεσσαλονίκη, στη ΒΙΠΕ Σίνδου και στην Αττική. Στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στην ΒΙΠΕ Σίνδου υπάρχουν τρείς αποθήκες και συγκεκριμένα, α) η υπό στ. Α αποθήκη, εμβαδού 2.000 τετ.μέτρων, που είχε κατασκευαστεί το έτος 1996 και η οποία συνορεύει...νότια με την υπό στ. Γ αποθήκη και πέραν αυτής με γειτονική ιδιοκτησία, β) η υπό στ. Γ αποθήκη , εμβαδού 1643,25 τετ.μέτρων, ... και γ) η υπό στ. Β αποθήκη, εμβαδού 540,50 τετ.μέτρων που κατασκευάστηκε το έτος 1999 και συνορεύει δυτικά με την αποθήκη Γ.... Επί πλέον στις εγκαταστάσεις της εναγομένης υφίσταται και χώρος γραφείων, αποτελούμενος από ισόγειο και δύο ορόφους, που συνορεύει ΝΔ με την αποθήκη Α, με την οποία επικοινωνεί και εσωτερικά ..Στην ανατολική πλευρά του ακινήτου και δη αριστερά της εισόδου σε σχέση με τον εισερχόμενο σε αυτό, ευρίσκεται το φυλάκιο στο οποίο και διέμενε μονίμως ο φύλακας L. P. και η σύζυγός του, αφού αποτελούσε και την κατοικία τους. Από το φυλάκιο υπήρχε οπτική επαφή προς τις δύο πλευρές της περίφραξης που συνορεύουν με τις οδούς ... και ... Το ενάγον ΝΠΔΔ είναι το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης, το οποίο διαθέτει μεγάλο αριθμό έργων τέχνης και εκθεμάτων, κάποια εκ των οποίων εκτίθενται στο χώρο του Μουσείου, ενώ άλλα, ελλείψει επαρκών κτιριακών εγκαταστάσεων, δόθηκαν στην εναγομένη εταιρεία προς φύλαξη, με συμβάσεις αμειβόμενης παρακαταθήκης. Ειδικότερα, δυνάμει των από 9.4.1996 και 29.8.1998 εγγράφων συμβάσεων που συνήψαν οι διάδικοι, η εναγομένη, η οποία στις ανωτέρω συμβάσεις φέρεται με έδρα στη ΒΙΠΕ ..., ανάλαβε την υποχρέωση να συσκευάσει, μεταφέρει και αποθηκεύσει σε αποθηκευτικό χώρο στη ΒΙΠΕ Καλοχωρίου, έναντι αμοιβής, διάφορα μουσειακά αντικείμενα του ενάγοντος ΝΠΔΔ, όπως αυτά περιγράφονται στις συνημμένες, στις εν λόγω συμβάσεις, αναλυτικές καταστάσεις με την αντίστοιχη αξία ενός εκάστου, και συγκεκριμένα, 551 αντικείμενα συνολικής αξίας 59.681.500 δρχ. με την πρώτη σύμβαση και 481 αντικείμενα, συνολικής αξίας 103.565.000 δρχ. με τη δεύτερη σύμβαση. Σύμφωνα δε, με τον όρο 5 των εν λόγω συμβάσεων τα ξυλοκιβώτια με τα μουσειακά αντικείμενα θα έπρεπε να τοποθετηθούν συγκεντρωμένα σε ιδιαίτερο και κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο της αποθήκης της εναγομένης που θα έχει εγκαταστημένο σύστημα πυρασφάλειας και αντικλοπής και θα φυλάσσεται σε εικοσιτετράωρη βάση, και δη σε υπερυψωμένο επίπεδο κατά τουλάχιστον 15 έως 20 εκατοστά. Περαιτέρω με το ίδιο άρθρο της σύμβασης, αναφερόταν ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η μεταφορά και αποθήκευση των μουσειακών αντικειμένων σε άλλο αποθηκευτικό χώρο και αν προκύψει τέτοια ανάγκη μετά την πάροδο του εξαμήνου, ο νέος χώρος θα πρέπει να έχει την έγκριση του Μουσείου, η οποία θα ζητηθεί εγγράφως και επί αποδείξει, τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την ημερομηνία μεταφοράς, η οποία θα βαρύνει τον ανάδοχο και θα πραγματοποιηθεί με τους ίδιους όρους και προδιαγραφές. Οι ανωτέρω συμβάσεις εξάμηνης διάρκειας παρατείνονταν συνεχώς με διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις ετήσιας διάρκειας, ενώ με την από 9.1.2012 ανανέωση σύμβασης αποθήκευσης μουσειακών αντικειμένων, οι συμβάσεις αυτές ανανεώθηκαν για ένα ακόμη έτος έως την 31.12.2012, έναντι της εκεί συμφωνηθείσας αμοιβής, η οποία καταβαλλόταν από την εναγομένη. Σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων, η εναγομένη εταιρεία μετέφερε και αποθήκευσε τα παραπάνω μουσειακά αντικείμενα αρχικώς, σε μισθωμένες αποθήκες στην περιοχή του ..., και στη συνέχεια, σε ιδιόκτητες αποθήκες της στη Βιομηχανική περιοχή της Σίνδου Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, το 2006 το ενάγον Μουσείο παρέλαβε από την ανωτέρω αποθήκη, κατόπιν συμφωνίας με την εναγομένη 45 εκθέματα, προκειμένου να εκτεθούν σε διάφορες κινητές εκθέσεις, τα οποία επεστράφησαν το καλοκαίρι του 2008 στις αποθήκες της τελευταίας, μαζί με άλλα 11 νέα αντικείμενα, πάντοτε κατόπιν εγγράφων συμφωνιών, στις οποίες το ενάγον φρόντιζε επιμελώς να περιγράφει τα αντικείμενα που παραλάμβανε και παρέδιδε κατ' είδος, κωδικό, διαστάσεις και αξία... Ωστόσο στις 2.5.2012 περί ώρα 00.15' εκδηλώθηκε πυρκαγιά στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις της εναγομένης, με αποτέλεσμα την καταστροφή αγαθών διαφόρων πελατών της επιχείρησης, μεταξύ των οποίων και 68 μουσειακά εκθέματα του ενάγοντος. Η εστία της πυρκαγιάς διαπιστώθηκε ότι ευρίσκετο στο με αριθμό κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο τύπου Mercedes, το οποίο ανήκε στην εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο "ELBISCO", από την οποία και χρησιμοποιείτο, και το οποίο ήταν σταθμευμένο κατά τον ως άνω χρόνο στον πίσω αύλειο χώρο των εγκαταστάσεων της εναγομένης. Ειδικότερα, μεταξύ του τοιχίου της αποθήκης και της περίφραξης καταλείπεται ένα κενό περί τα 10 μέτρα και σε αυτό το σημείο, ήτοι παράλληλα με το τοιχίο της αποθήκης, ήταν σταθμευμένα το ένα πίσω από το άλλο τρία οχήματα της εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο "ELBISCO", μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω ΙΧΦ με αριθμό κυκλοφορίας ... Η εταιρεία με τον διακριτικό τίτλο "ELBISCO", δυνάμει του από 5.4.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, μίσθωνε από την εναγομένη εταιρεία, ένα χώρο γραφείων και ένα αποθηκευτικό χώρο, ενώ, επί πλέον, της είχε παραχωρηθεί από την εναγομένη και δικαίωμα χρήσης 14 θέσεων στάθμευσης για τα φορτηγά της στον αύλειο χώρο της αποθήκης. Τα οχήματά της είχαν σταθμεύσει στο ως άνω σημείο από το μεσημέρι της 30ης Απριλίου 2012, χωρίς έκτοτε να μετακινηθούν, αφού μεσολαβούσε η αργία της Πρωτομαγιάς. Ειδικότερα, η φωτιά εκδηλώθηκε στο εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του κινητήρα του με αριθμό κυκλοφορίας ... οχήματος και δη στο σημείο όπου ευρίσκεται ο συσσωρευτής (μπαταρία). Η φωτιά επεκτάθηκε στη συνέχεια προς τα δεξιά του οχήματος, καίγοντας αυτό ολοσχερώς, όπως και το όπισθεν και νοτίως αυτού ευρισκόμενο όχημα. Το με αριθμό κυκλοφορίας ... όχημα, που ήταν σταθμευμένο έμπροσθεν του ΙΧΦ οχήματος, στο οποίο εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, κάηκε μόνον στο οπίσθιο τμήμα του, καθώς ο άνεμος είχε αντίθετη φορά, που ωθούσε τη φωτιά κυρίως προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η φωτιά επεκτάθηκε στη συνέχεια πλευρικά από το ως άνω όχημα προς την αποθήκη Α και εν συνεχεία κατέκαψε μέρος του χώρου των γραφείων στην απόληξη της ίδιας αποθήκης, προς τα βορειοανατολικά. Ακολούθως επεκτάθηκε με κατεύθυνση προς τα νότια και περί ώρα 1.30' διαπέρασε και εισήλθε στην αποθήκη Γ. Από την πυρκαγιά καταστράφηκαν οι υπό στ. Α και Γ αποθήκες και τα εμπορεύματα που υπήρχαν σε αυτές, που είτε καταστράφηκαν ολοσχερώς, είτε αλλοιώθηκαν, ενώ ζημίες προκλήθηκαν και στον χώρο των γραφείων. Παρά τα σχετικώς υποστηριζόμενα από την εναγομένη περί κακόβουλης ενέργειας, οι σχετικές απόψεις δεν επιβεβαιώθηκαν, αφού ούτε ίχνη παραβίασης διαπιστώθηκαν, ούτε εμπρηστικός μηχανισμός ανευρέθη στον χώρο, ενώ και οι οκτώ εξωτερικές κάμερες ασφαλείας που ήταν τοποθετημένες στον εξωτερικό χώρο της επιχείρησης και καλύπτουν την πρόσοψη και τους χώρους έξωθεν του κτιρίου γραφείων, δεν κατέγραψαν σχετική ενέργεια. Η πυρκαγιά, αντιθέτως, οφείλεται σε βραχυκύκλωμα στο σημείο του συσσωρευτή (μπαταρίας) του σταθμευμένου φορτηγού οχήματος. Από το εν λόγω σημείο διέρχονται οι καλωδιώσεις του εκκινητή, ήτοι της μίζας, καθώς και της γεννήτριας, από δε τις άνω καλωδιώσεις διέρχεται ρεύμα υψηλής τάσης. Η εκκίνηση της φωτιάς από το ως άνω εμπρόσθιο τμήμα του προαναφερθέντος οχήματος επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το ψυγείο στον κινητήρα έχει υποστεί μεγαλύτερες φθορές και είναι καμένο στην αριστερή πλευρά, όπου και ευρίσκεται ο συσσωρευτής. Ο εμπρόσθιος ανεμοθώρακας, άλλωστε, έλιωσε στο κάτω τμήμα του και με κατεύθυνση από την εμπρόσθια αριστερή κολώνα του αυτοκινήτου προς τα δεξιά, ενώ κατά τα λοιπά, το τσιμεντένιο τοιχίο της εγκατάστασης της εναγομένης, όπου ήταν σταθμευμένο το ζημιογόνο όχημα, είχε αποχρωματισθεί περισσότερο στο σημείο αυτό. Ως πιθανότερη αιτία του βραχυκυκλώματος κρίθηκε η περίπτωση κάποιο τρωκτικό να έκοψε κάποια από τις καλωδιώσεις εντός του ΙΧΦ αυτοκινήτου, δεδομένου ότι και οι καλωδιώσεις οι οποίες διέρχονταν από το εν λόγω σημείο ήταν εσωτερικά ιδιαίτερα πυρακτωμένες. Εντός του φορτηγού άλλωστε, υπήρχε φορτίο από ψωμί για τοστ, στοιχείο, που παρά την τήρηση προγράμματος μυοκτονιών της εναγομένης και την τοποθέτηση παγίδων σε διάφορα σημεία της εγκατάστασης, προσέλκυσε το ενδιαφέρον τρωκτικού, που μύρισε την τροφή και εισήλθε στο σημείο, όπου ευρίσκετο ο κινητήρας του οχήματος, με αποτέλεσμα το εν λόγω τρωκτικό να αρχίσει να τρώει κάποιο καλώδιο, που πυρακτώθηκε. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία ειδοποιήθηκε άμεσα από τον φύλακα, περί ώρα 00.20', μόλις εκείνος αντιλήφθηκε τη φωτιά. Ο ατομικές του προσπάθειες προς κατάσβεση της φωτιάς εν τη γενέσει της απέβησαν άκαρπες, διότι πολύ γρήγορα η φωτιά έλαβε μεγάλη έκταση και ανέπτυξε μεγάλη ένταση. Από τη δεξιά πλευρά του ως άνω ΙΧΦ αυτοκινήτου εξαπλώθηκε στην αποθήκη Α, μέσω ρηγμάτων που προκλήθηκαν στα πάνελς. Λόγω της έντασης της φωτιάς μάλιστα, αλλά και της πυράκτωσης των μεταλλικών στοιχείων της πλαγιοκάλυψης της υπό στ. Α αποθήκης, μεγάλο τμήμα της οροφής, αλλά και πλαϊνά κομμάτια πάνελς είχαν ήδη υποχωρήσει κατά την άφιξη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, μόλις στις 00.28' (βλ. τη προκαταρκτική ένορκη εξέταση του πυροσβέστη Ε. Κ.). Περί ώρα 1.30' μάλιστα, η φωτιά εξαπλώθηκε και στην υπό στ. Γ αποθήκη, ενώ τέθηκε υπό έλεγχο περί ώρα 4.00'. Η κατάσβεση συνεχίστηκε και τις επόμενες ώρες, και η μεν υπό στ. Β αποθήκη και το περιεχόμενο αυτής διασώθηκαν, οι υπό στ. Α και Γ αποθήκες όμως, καταστράφηκαν ολοσχερώς, όπως και άπαντα σχεδόν τα αντικείμενα, που είχαν τοποθετηθεί προς φύλαξη εντός αυτών. Ο πυροσβέστης Ε. Κ. που μετέβη πρώτος στο σημείο προς κατάσβεση της πυρκαγιάς, αποδίδει την ταχύτατη εξάπλωση της φωτιάς στη φύση των υλικών που ήταν αποθηκευμένα εντός των αποθηκών (οικοσκευές, έργα τέχνης, ηλεκτρικά είδη, χρώματα, βερνίκια, υλικά βαφής αυτοκινήτων, θερμάστρες υγραερίου, ελαστικά, φαρμακευτικά προϊόντα, λιπαντικά, ανταλλακτικά αυτοκινήτων κλπ) και στη φορά και την ένταση του ανέμου (βλ. την από 12.2.2012 προανακριτική του κατάθεση). Κατά την αυτοψία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας διαπιστώθηκε η ύπαρξη κατεστραμμένων από τη φωτιά συσκευασιών ψωμιού στην καρότσα του με αριθμό κυκλοφορίας ... αυτοκινήτου και η παρουσία διαρρηγμένων από έκρηξη μεταλλικών φιαλιδίων που περιείχαν διαλυτικό υγρό αυτοκινήτου πλησίον αυτού. Τα συγκεκριμένα μεταλλικά φιαλίδια ήταν ιδιοκτησίας της εταιρείας "Α. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" και περιέχονταν σε χαρτοκιβώτια αποθηκευμένα στην αποθήκη Α και Γ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 1.7.2011 ανακλήθηκε το με αριθμό ....2011 πιστοποιητικό πυροπροστασίας της εγκατάστασης της εναγομένης στη Σίνδο. Η ως άνω ανάκληση οφειλόταν στο γεγονός, ότι στον από 27.6.2011 έκτακτο έλεγχο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας διαπιστώθηκε: " (α) ότι στην αποθήκη εμβαδού 1.643 τετ.μέτρων, ήτοι την αποθήκη Γ, αποθηκεύονταν λιπάσματα σε μεγάλες ποσότητες, που δεν αναφέρονταν στη μελέτη πυροπροστασίας, γεγονός που καθιστούσε αναγκαίο τον επανυπολογισμό του πυροθερμικού φορτίου και την εκ νέου κατηγοριοποίηση της επιχείρησης από πλευράς παθητικής πυροπροστασίας, διότι τα λιπάσματα δεν είναι κατηγορίας χαμηλού βαθμού κινδύνου (Ζ1) και ο υπολογισμός του πυροθερμικού φορτίου στη μελέτη παθητικής πυροπροστασίας είχε γίνει για υλικά μεταφορικής εταιρείας (υαλικά, χαρτικά, ηλεκτρικές συσκευές, αναψυκτικά, μπύρες κλπ). Σημειωτέον ότι οι ένδικες αποθήκες είχαν κατηγοριοποιηθεί ως χαμηλού βαθμού κινδύνου (Ζ1) με πυροθερμικό φορτίο < 1000 Μj/m2 ενώ τα λιπάσματα κατατάσσονται κατ' αρχάς στα μεσαίου βαθμού κινδύνου υλικά με πυροθερμικό φορτίο 1.000 Μj/m2 έως 2.000 Μj/m2 , η δε σχετική κατηγοριοποίηση ως προς τον κίνδυνο πυρκαγιάς, λαμβάνει χώρα αναλόγως του είδους των αποθηκευμένων υλικών, (β) η μη ύπαρξη της εξόδου κινδύνου στην υπάρχουσα αποθήκη εμβαδού 2.000 τετ. μέτρων επιβάλλει την τοποθέτηση sprinklers, διότι πλέον με μία έξοδο υπάρχει υπέρβαση της μεγίστης επιτρεπόμενης όδευσης διαφυγής (35 μ. πραγματική και 25 μ. άμεση) για κατηγορία Ζ1, ενώ αν τελικά αλλάξει η κατηγορία κινδύνου (λόγω λιπασμάτων) οι ανωτέρω αποστάσεις μειώνονται περαιτέρω, (γ) το κλείσιμο του ενδιάμεσου χώρου και η μετατροπή του σε στεγασμένο επηρεάζει τις οδεύσεις διαφυγής, διότι πλέον η αναγραφόμενη ως έξοδος κινδύνου οδηγεί σε στεγασμένο χώρο και όχι σε υπαίθριο, (δ) το λεβητοστάσιο δεν είναι στον προβλεπόμενο χώρο, αλλά σε υπόγειο χώρο, ο οποίος δεν προβλέπεται από την εγκεκριμένη μελέτη πυροπροστασίας...". Παρά την κοινοποίηση στην εναγομένη της ανάκλησης του πιστοποιητικού πυροπροστασίας, για το σύνολο των εγκαταστάσεών της, αυτή δεν προέβη μέχρι την εκδήλωση της πυρκαγιάς σε κατάθεση νέας μελέτης πυροπροστασίας προς έγκριση, που να συμπεριλαμβάνει τη νέα κατάσταση στην επιχείρηση και δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα πυροπροστασίας. Σε δεύτερο έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε στις 2.4.2012 από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, διαπιστώθηκαν παραβάσεις εκ μέρους της εναγομένης για τις οποίες ενημερώθηκε η Πολεοδομία Ευόσμου. Ειδικότερα διαπιστώθηκε, ότι ο χώρος μεταξύ των αποθηκών Α και Γ είχε στεγαστεί με μεταλλικό σκέπαστρο και αποτελούσε πλέον κλειστό στεγασμένο χώρο. Μέρος του κλειστού στεγασμένου χώρου, εμβαδού 20 τετ.μέτρων στην πρόσοψη του ακινήτου, χρησιμοποιείτο από την εταιρεία "ΟΡΜΠΙΤ ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΑΕ" θυγατρική εταιρεία του ομίλου Β., καθώς και χώρος εμβαδού 16 τετ.μέτρων στο ισόγειο των γραφείων, χρησιμοποιείτο από την ίδια ως άνω εταιρεία, χωρίς να υπάρχει πυράντοχος διαχωρισμός των χώρων αυτών από τους παρακείμενους χώρους του κτιρίου, ο δε χώρος της αποθήκης (εμβαδού 20 τ.μ.) ήταν ανοιχτός με πλέγμα στην πίσω πλευρά που βλέπει προς το αντλιοστάσιο της επιχείρησης. Το κλείσιμο περιμετρικά του ενδιαμέσου χώρου μεταξύ των αποθηκών Α και Γ και η κατασκευή νέας αποθήκης εμβαδού 20 τ.μ. μπροστά από το αντλιοστάσιο, χωρίς να προβλέπεται από τη μελέτη, κατέστησε ουσιαστικά τις δύο αποθήκες που επλήγησαν από την πυρκαγιά, σε άμεση επικοινωνία μεταξύ τους, και έτσι δεν υπήρχε η απόσταση των 5,5 μέτρων περίπου της μίας αποθήκης από την άλλη. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη μετά την πυρκαγιά βρέθηκε σε αδυναμία να αποδώσει στο ενάγον μέρος των παραδοθέντων και αποθηκευμένων μουσειακών αντικειμένων, καθώς παραβίασε όρο της σύμβασης και έδειξε αμελή κατά τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά. Ειδικότερα, όσον αφορά το όχημα από το οποίο ξεκίνησε η πυρκαγιά, ειδική μελέτη ως προς το σημείο στάθμευσης των οχημάτων δεν επιβαλλόταν από τη νομοθεσία, ούτε άλλωστε η Πυροσβεστική Υπηρεσία, κατά τους σχετικούς δύο ελέγχους στις εγκαταστάσεις της εναγομένης διέλαβε κάποια παρατήρηση, παρά την ανάκληση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας και παρά τη διαπίστωση άλλων παραβάσεων. Ωστόσο η εναγομένη, ομολογεί με τις προτάσεις της, ισχυρισμό δε, που επιβεβαιώνει και ο μάρτυράς της Ν. Χ., ο οποίος, κατά το χρόνο της πυρκαγιάς, ήταν ο διευθυντής της εναγομένης στο υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη, ότι το όχημα της εταιρείας "ΕLBΙSCO" από το οποίο ξεκίνησε η φωτιά, βρισκόταν αντικανονικώς σταθμευμένο στον εν λόγω χώρο. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι οι χώροι στάθμευσης ήταν προσδιορισμένοι ώστε να βρίσκονται στο εμπρόσθιο τμήμα του ακινήτου σε αρκετή απόσταση μακριά από τα κτίρια των αποθηκών, καθόσον αυτός ήταν επιβαλλόμενος όρος ασφαλείας ... Ωστόσο, μολονότι η εναγομένη αντιλαμβανόταν τον ενδεχόμενο κίνδυνο από την αντικανονική στάθμευση των οχημάτων, δεν φρόντισε διά των προστηθέντων της να υποδείξει στους οδηγούς των οχημάτων της ELBISCO τον ειδικό χώρο στάθμευσης.
Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, η εναγομένη επέδειξε αμέλεια σχετικά με την εγγυητική θέση της έναντι των πελατών της και των αντικειμένων που της παραδόθηκαν προς φύλαξη. Επί πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 των ενδίκων συμβάσεων παρακαταθήκης, συμφωνήθηκε ότι "...τα μουσειακά αντικείμενα θα τοποθετηθούν συγκεντρωμένα σε ιδιαίτερο και κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο της αποθήκης της αναδόχου...". Ωστόσο, 68 μουσειακά εκθέματα του ενάγοντος αποθηκεύτηκαν στην αποθήκη Α της εναγομένης, μολονότι όλα τα υπόλοιπα μουσειακά αντικείμενα ήταν αποθηκευμένα εξ αρχής στην αποθήκη Β, τα οποία και δεν επλήγησαν. Το γεγονός ότι τα ανωτέρω εκθέματα δεν τοποθετήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα, συνιστά συμβατική παράβαση της εναγομένης και συγκεκριμένα, παραβίαση του όρου 5 των ενδίκων συμβάσεων παρακαταθήκης. Ο ισχυρισμοί της εναγομένης, ότι η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια της αποθήκευσης όλων των αντικειμένων στις εγκαταστάσεις της σε ένα τόπο, καθώς η τελευταία διαθέτει αποθήκες σε διαφορετικά σημεία της χώρας, δεν διαπιστώνονται από πουθενά, δεδομένου ότι στις επίδικες συμβάσεις η εναγομένη φέρεται με έδρα στη Θεσσαλονίκη, και στο άρθρο 1 των από 9.4.1996 και 29.8.1996 αρχικών συμβάσεων γίνεται λόγος για αποθήκευση των μουσειακών αντικειμένων σε αποθηκευτικό χώρο στη ΒΙΠΕ Καλοχωρίου, χωρίς πουθενά να αναφέρονται αποθήκες στης εναγομένης σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Άλλωστε δεν παρίσταται λογικό να μεταφερθούν τα μουσειακά αντικείμενα του ενάγοντος από τη Θεσσαλονίκη σε εγκαταστάσεις άλλης πόλης, τη στιγμή που η εναγομένη έχει αποθήκες στην Θεσσαλονίκη. Επιχείρημα υπέρ αυτού προκύπτει και από το γεγονός ότι το κόστος μεταφοράς υπολογίστηκε ανά κυβικό μέτρο και χωρίς καμία σημείωση για το κόστος μεταφοράς τους, σε περίπτωση επί πλέον χιλιομέτρων. Ούτε άλλωστε το πνεύμα του όρου 5 μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν, ότι εφόσον υπάρξει ανάγκη μέρος των μουσειακών αντικειμένων να αποθηκευθεί στις εγκαταστάσεις της εναγομένης σε άλλη πόλη, θα πρέπει να μεταφερθούν εκεί όλα τα μουσειακά αντικείμενα ώστε να είναι συγκεντρωμένα. Επί πλέον το ενάγον συμφώνησε με την εναγομένη ότι τα μουσειακά αντικείμενα θα τοποθετηθούν συγκεντρωμένα σε ιδιαίτερο και κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο της αποθήκης του αναδόχου.
Εν προκειμένω ωστόσο αποδείχθηκε, ότι τα μουσειακά αντικείμενα ήσαν αποθηκευμένα χωρίς να είναι συγκεντρωμένα σε ιδιαίτερο και κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, καθώς αυτά ήταν κατά τον κύριο όγκο τους στην αποθήκη Β, από όπου και ελήφθη μέρος αυτών το έτος 2006, προκειμένου να εκτεθούν σε περιοδική έκθεση, και μέρος αυτών στην αποθήκη Α, όπου τοποθετήθηκαν τα μουσειακά αντικείμενα που επεστράφησαν το έτος 2008 και κάποια νέα αντικείμενα. Ωστόσο στην αποθήκη Α, όπως ήδη εκτέθηκε, υπήρχε πλήθος ετερόκλητων αντικειμένων, όπως λιπάσματα, βαφές αυτοκινήτων, κόλλες, βερνίκια, οικιακές συσκευές, υπολογιστές κλπ., γεγονός που καταδεικνύει ότι τα εν λόγω εκθέματα δεν ήταν με βεβαιότητα τοποθετημένα σε ιδιαίτερο χώρο. Το ότι η εναγομένη γνώριζε ότι το νόημα του όρου 5 των συμβάσεων παρακαταθήκης προέβλεπε την αποθήκευση των μουσειακών αντικειμένων συγκεντρωμένων όλων μαζί σε ένα ιδιαίτερο χώρο σε μία αποθήκη, αποδεικνύεται εκτός άλλων και από το κατατεθέν διάγραμμα αποθηκευμένων εμπορευμάτων το οποίο εστάλη από την εναγομένη στην Πυροσβεστική, αμέσως μετά την πυρκαγιά (και το οποίο προσκομίζει η ίδια ως σχετικό με αριθμό 16) όπου στην αποθήκη Α αναφέρονται άλλα αντικείμενα αλλά όχι τα μουσειακά αντικείμενα του ενάγοντος, προφανώς θεωρώντας η εναγομένη ότι τα αντικείμενα του ενάγοντος είναι όλα μαζί στην αποθήκη Β. Επίσης η ως άνω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι στις 2.5.2012 η διευθύντρια της εναγομένης, Α. Γ., ενημέρωσε το ενάγον ότι τα αποθηκευμένα μουσειακά αντικείμενα σώθηκαν, θεωρώντας μάλλον και η ίδια ότι τα μουσειακά αντικείμενα ήταν όλα συγκεντρωμένα στην αποθήκη Β. Στη συνέχεια δε, στις 8.5.2012 η ίδια εκπρόσωπος ενημέρωσε το ενάγον ότι τα αντικείμενά του είχαν υποστεί ζημία. Επί πλέον συμβατική παράβαση αποτελεί και το γεγονός, ότι ενώ υπήρχε ρητός όρος στο άρθρο 5 των επιδίκων συμβάσεων ότι ο χώρος αποθήκευσης θα έχει εγκατεστημένο σύστημα πυρασφάλειας, δέκα περίπου μήνες πριν από την πυρκαγιά, είχε ανακληθεί η άδεια πυρασφάλειας του συνόλου των εγκαταστάσεων, γεγονός για το οποίο το ενάγον ουδέποτε ενημερώθηκε. Αντίθετα, κατά την τελευταία έγγραφη ανανέωση αποθήκευσης των μουσειακών αντικειμένων, η οποία έλαβε χώρα στις 9.1.2012, ουδείς λόγος έγινε από την εναγομένη για την ανάκληση της άδειας πυρασφάλειας των εγκαταστάσεών της. Όπως ήδη εκτέθηκε, η εναγομένη μετά την ανάκληση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας για το σύνολο των εγκαταστάσεων είχε υποχρέωση κατάθεσης νέας μελέτης με επανυπολογισμό του πυροθερμικού φορτίου. Η ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού έγινε μεταξύ άλλων, λόγω της διαπίστωσης ότι υπήρχαν αποθηκευμένα λιπάσματα στην αποθήκη Γ , τα οποία στην αρχική μελέτη δεν είχαν υπολογιστεί και επιβάρυναν το θερμικό φορτίο. Να σημειωθεί δε, ότι κατά το χρόνο της πυρκαγιάς, τα γεωργικά λιπάσματα υπήρχαν αποθηκευμένα και στην αποθήκη Α. Η εναγομένη προκειμένου να αποδείξει ότι σε κάθε περίπτωση τα εν λόγω λιπάσματα δεν επιβάρυναν το πυροθερμικό φορτίο, προσκόμισε την από 30.12.2010 βεβαίωση του Γενικού Διευθυντή της εταιρείας HAIFA Α. Ρ., σύμφωνα με την οποία τα λιπάσματα της εταιρείας HAIFA τα οποία είχε αποθηκευμένα στις αποθήκες της, δεν ήταν εύφλεκτα, αφού δεν περιείχαν βενζινέλαιο, ανθρακασβέστιο, βενζίνη, γκαζολίνη, νάφθα, βαμβακοπυρίτιδα και νιτρογλυκερίνη, αλλά ήταν υδατοδιαλυτά και δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τη φωτιά. Ωστόσο τα λοιπά αντικείμενα που φυλάσσονταν στην αποθήκη Α δεν ήταν μόνο υλικά μεταφορικής εταιρείας, όπως υαλικά, χαρτικά, ηλεκτρικές συσκευές, αναψυκτικά και μπύρες, για τα οποία υπήρχε η εγκεκριμένη μελέτη ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας του μηχανικού Γ. Γ. με ημερομηνία έγκρισης 26.7.1996 (αποθήκη Α κτίριο γραφείων) και με βάση το πυροθερμικό φορτίο αυτών, η εναγομένη είχε λάβει μέτρα πυροπροστασίας, αλλά και εύφλεκτα φιαλίδια περιέχοντα κόλλες, βερνίκια, βαφή αυτοκινήτων, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του θερμικού φορτίου της αποθήκης Α, και τα οποία όπως αποδείχθηκε, εξερράγησαν, εκτοξεύθηκαν και μέρος αυτών βρέθηκε εκτός της αποθήκης και πλησίον του οχήματος που κάηκε διαπερνώντας τα πυράντοχα πάνελ των αποθηκών.

Συνεπώς, η αποθήκευση των συγκεκριμένων φιαλιδίων με βαφές, κόλλες και βερνίκια συνέβαλε στην αύξηση του πυροθερμικού φορτίου και στην εξάπλωση της πυρκαγιάς, γεγονός το οποίο θα απαιτούσε να ληφθούν με βεβαιότητα και άλλα πρόσθετα μέτρα πυρόσβεσης και πυρασφάλειας. Στον έλεγχο που διενεργήθηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία στις 27.6.2011, όταν και ανακλήθηκε η άδεια πυρασφάλειας, διαπιστώθηκε μόνον η ύπαρξη λιπασμάτων, τα οποία δεν περιέχονταν στην εγκεκριμένη μελέτη και όχι και τα ανωτέρω αντικείμενα (ήτοι κόλλες, βερνίκια, βαφές αυτοκινήτων κλπ) καθώς η σύμβαση αποθήκευσης της εναγομένης με την εταιρεία "Α. Α. και ΣΙΑ ΕΕ", η οποία αποθήκευε στην εναγομένη τέτοια προϊόντα, έλαβε χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο, ήτοι στις 9.11.2011. Ως εκ τούτου η εναγομένη σε κάθε περίπτωση ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε νέα μελέτη πυροπροστασίας περιλαμβάνοντας και τα εν λόγω αντικείμενα, καθώς τα προτεινόμενα μέτρα πυροπροστασίας είναι ανάλογα με τα αντικείμενα που αποθηκεύονται. Άλλωστε, εκτιμήθηκε το ότι τα υφιστάμενα μέτρα πυροπροστασίας, δεν υπήρξαν τελικά επαρκή και αποτελεσματικά λόγω της φύσης των αποθηκευμένων εμπορευμάτων και των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν (βλ. την από 12.2.2012 προανακριτική κατάθεση του πυροσβέστη Ε. Κ.). Η μη κατάθεση νέας μελέτης με επανυπολογισμό του πυροθερμικού φορτίου, ώστε να διαπιστωθεί εάν χρειάζεται ή όχι να αλλάξουν κατηγορία κινδύνου οι αποθήκες και να ληφθούν επί πλέον μέτρα πυροπροστασίας, ενόψει της αποθήκευσης λιπασμάτων, γεωργικών εφοδίων και βαφών αυτοκινήτων, αποτελεί παράνομη και υπαίτια παράλειψη της εναγομένης, αφού η υποχρέωσή της να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας προς έκδοση πιστοποιητικού ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας, προβλέπεται στο άρθρο 15 του Π.Δ. 71/1988. Το δε πιστοποιητικό πυροπροστασίας που ανακλήθηκε κάλυπτε όλες τις εγκαταστάσεις της εταιρείας και κατά συνέπεια, και την αποθήκη Α που κάηκε (βλ. την από 18.12.2012 προανακριτική κατάθεση του πυροσβέστη Ι. Σ.). Η κρίση δε, ότι επανυπολογισμός του πυροθερμικού φορτίου των αντικειμένων της αποθήκης Α ήταν αναγκαίος, ενισχύεται και από το γεγονός ότι σε μικρό χρονικό διάστημα, ήτοι σε περίπου είκοσι λεπτά από την έναρξη της πυρκαγιάς, πυρακτώθηκαν τόσο τα πλαϊνά πάνελς της αποθήκης, που η πυράκτωση αυτή οδήγησε στην υποχώρηση της οροφής της αποθήκης Α, γεγονός που καταδεικνύει, ότι και πληθώρα αντικειμένων υπήρχε στην εν λόγω αποθήκη και ότι αυτά ανέπτυσσαν υψηλή θερμότητα. Με βάση τα παραπάνω αποδείχθηκε, ότι η αδυναμία της εναγομένης μεταφορικής εταιρείας να αποδώσει τα κινητά πράγματα του ενάγοντος που της παρέδωσε για φύλαξη, δυνάμει εγγράφων συμβάσεων αμειβόμενης παρακαταθήκης, οφείλεται σε υπαιτιότητά της, καθώς δεν κατέβαλε την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς επαγγελματία του κύκλου της επαγγελματικής της δραστηριότητος, αφού παρέβη εν γνώσει της συγκεκριμένους όρους της επίδικης σύμβασης, και παρέλειψε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας προς αποτροπή του κινδύνου εξάπλωσης της πυρκαγιάς στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις της, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης για την απαλλαγή της από την ευθύνη. Επίσης, εκτός από την αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, αποδείχθηκε και παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της , η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει και ευθύνη της από αδικοπραξία για την αξιόποινη πράξη που φέρεται να τέλεσε ο νόμιμος εκπρόσωπός της. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η παράλειψη της εναγομένης να καταθέσει νέα μελέτη υπολογισμού του πυροθερμικού φορτίου των αποθηκών της, συνδέεται με την εξάπλωση της πυρκαγιάς και συνακόλουθα με την προκληθείσα ζημία, διότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το σύνολο των λιπασμάτων που ήταν αποθηκευμένα στις αποθήκες Α και Γ της εταιρείας HAIFA δεν ήταν εύφλεκτα, μολονότι ο πυροσβέστης Ι. Σ. κατέθεσε ότι τα λιπάσματα που αποθηκεύθηκαν λειτούργησαν αιτιωδώς στην επέκταση της φωτιάς (βλ. την ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κατά τη συνεδρίαση της 19.6.2017 με κατηγορούμενο τον Ο. Μ.-Β. για εμπρησμό από αμέλεια) ωστόσο όπως αποδείχθηκε, στην αποθήκη Α υπήρχαν και άλλα προϊόντα (βερνίκια, βαφές αυτοκινήτων, κόλλες) από τα περιγραφόμενα στην εγκεκριμένη μελέτη, τα οποία ήταν εύφλεκτα, καθώς εξερράγησαν και μέρος αυτών βρέθηκε εκτός της αποθήκης. Κατόπιν αυτών τα υφιστάμενα μέτρα πυροπροστασίας δεν υπήρξαν τελικά επαρκή και αποτελεσματικά λόγω και της φύσης των αποθηκευμένων πραγμάτων (βλ. την από 12.2.2012 προανακριτική κατάθεση του πυροσβέστη Ε. Κ.). Οι λοιπές διαπιστώσεις που αναφέρονται στην έκθεση ελέγχου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που οδήγησαν στην ανάκληση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας, όπως η υποχρέωση τοποθέτησης sprinklers λόγω μη ύπαρξης εξόδου κινδύνου στην αποθήκη Α και τη συνακόλουθη καταστροφή των αποθηκευμένων σ'αυτή πραγμάτων, διότι είτε αφορούν σε μέτρα πυροπροστασίας που σχετίζονται με την ασφάλεια των εργαζομένων και όχι με την ασφάλεια των εμπορευμάτων είτε δεν ήταν πρόσφορα να ενισχύσουν την εξάπλωση της πυρκαγιάς στην αποθήκη Α. Για το λόγο αυτό ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης Ο. Μ.-Β. αθωώθηκε με τη με αριθμό ....2017 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, διότι κρίθηκε ότι η παράλειψη του κατηγορουμένου να καταθέσει νέα μελέτη πυροπροστασίας που να συμπεριλαμβάνει τη νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μετά το κλείσιμο περιμετρικά του ενδιάμεσου χώρου, μεταξύ της Α και Γ αποθήκης, που τις κατέστησε ουσιαστικά σε άμεση επικοινωνία μεταξύ τους, δεν οδήγησε άμεσα ή έμμεσα στην εκδήλωση πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα η έλλειψη του απαιτουμένου πιστοποιητικού πυρασφάλειας να μη βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την εκδήλωση αυτής, ούτε καν με την επέκτασή της, αφού το κλείσιμο περιμετρικά του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ της Α και Γ αποθήκης, ήταν ζήτημα πλέον της πολεοδομίας και όχι της πυροσβεστικής. Από το προαναφέρομενο σκεπτικό της αμετάκλητης πλέον ποινικής απόφασης προκύπτει με σαφήνεια, ότι το Δικαστήριο ουδόλως ασχολήθηκε με το εάν συνετέλεσε στην επέκταση της πυρκαγιάς η παράλειψη του κατηγορουμένου να καταθέσει νέα μελέτη πυρασφάλειας περιλαμβάνοντας όλα τα είδη των αποθηκευθέντων πραγμάτων, ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα πυρασφάλειας, τα οποία είναι ανάλογα με το πυροθερμικό φορτίο των αποθηκευθέντων πραγμάτων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το εξετασθέν κατηγορητήριο, η φερόμενη παράλειψη του κατηγορουμένου, νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ήταν σχετικά με τον εφοδιασμό πιστοποιητικού πυρασφάλειας που να καλύπτει το περιμετρικό κλείσιμο του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ των αποθηκών Α και Γ. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπαίτια παράλειψη των εκπροσώπων της εναγομένης να συμμορφωθούν με τις προαναφερθείσες αποδείξεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η μη κατάθεση προς έγκριση νέας μελέτης πυροπροστασίας και επανυπολογισμού του πυροθερμικού φορτίου λόγω αποθήκευσης αντικειμένων, τα οποία δεν προβλέπονταν στην αρχική μελέτη και στα οποία περιλαμβανόταν και εύφλεκτα αντικείμενα, συνετέλεσαν αιτιωδώς στην εξάπλωση της φωτιάς στην αποθήκη Α και στην καταστροφή των εντός αυτής ευρισκομένων μουσειακών αντικειμένων του ενάγοντος. Αποδεικνύεται συνεπώς, εκτός από ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης και αδικοπρακτική ευθύνη της, καθώς η πράξη που παραλείφθηκε, ήτοι η κατάθεση της μελέτης πυροπροστασίας, επιβάλλεται ως ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή της. Από την ανωτέρω πυρκαγιά αποδείχθηκε ότι κάηκαν ολοσχερώς τα ευρισκόμενα εντός του αποτεφρωθέντος αποθηκευτικού χώρου Α της εναγομένης εταιρείας αντικείμενα τα οποία της είχαν δοθεί προς φύλαξη από το ενάγον. Τα υπόλοιπα δε μουσειακά αντικείμενα τα οποία είχαν παραδοθεί στην εναγομένη και διασώθηκαν από την πυρκαγιά, καθώς ήταν αποθηκευμένα στην αποθήκη Β, μεταφέρθηκαν στις αποθήκες ΔΕΛΤΑ στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης, όπου επετράπη σε συνεργείο υπαλλήλων του Μουσείου, παρουσία και υπαλλήλων της εναγομένης να γίνει καταγραφή τους. Από το σύνολο των εκθεμάτων δεν ανευρέθησαν 68 μουσειακά αντικείμενα... Η αξία όλων των καταστραφέντων αντικειμένων αναφερόταν στις αρχικές συμβάσεις, στις οποίες υπήρχε συνημμένη αναλυτική κατάσταση την οποία είχαν υπογράψει και οι δύο συμβαλλόμενοι. Άλλωστε η αναφερόμενη αξία στις αρχικές συμβάσεις ήταν αυτή που δηλώθηκε και στην ασφαλιστική εταιρεία για την ασφαλιστική κάλυψή τους, ενώ άλλο αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει άλλη αξία αυτών δεν προσκομίστηκε. Ωστόσο το ενάγον στα με αριθμούς ....2008 και ....2008 έγγραφα, αναφέρει άλλες αξίες των μουσειακών αντικειμένων από αυτές που είχαν δηλωθεί αρχικά, χωρίς να δικαιολογείται η διαφοροποίηση αυτή. Ειδικότερα τα αντικείμενα που αποθηκεύθηκαν στην αποθήκη Α και δεν ανευρέθησαν μετά την πυρκαγιά ήτα τα εξής: ... Κατόπιν αυτών η ζημία του ενάγοντος από την ανωτέρω αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 87.874,25 ευρώ. Το συνολικό αυτό ποσό προκύπτει από την πρόσθεση της αξίας των επί μέρους αντικειμένων, όπως αυτή είχε δηλωθεί στην εναγομένη με τις αρχικές συμβάσεις, καθώς δεν δικαιολογείται μεταγενέστερη διαφοροποίηση της αξίας τους, η οποία επιχειρείται με την υπό κρίση αγωγή. Ωστόσο στις περιπτώσεις που το ενάγον αιτείται με την αγωγή του μικρότερη αξία από τη δηλωθείσα κατά την υπογραφή των συμβάσεων, όπως στις περιπτώσεις... υπολογίζεται η αιτηθείσα, καθώς το δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει μεγαλύτερο ποσό από το αιτηθέν (αρθ. 106 ΚΠολΔ)...".
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή, με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας, δεν μπορεί να θεραπευτεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου (ΑΠ 55/2023, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1004/2017). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα εκείνων που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του δικαιώματος. Αντίθετα, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποιοτική ή ποσοτική αοριστία) εκτιμά, κυριαρχικά, το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται κατά τούτο η απόφαση του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα μη διαλαμβανόμενα σε αυτή και ασκούντα ουσιώδη επιρροή στην κρίση του για τη νομική βασιμότητα της ή αντίθετα έκρινε αόριστη την αγωγή, επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης ( ΑΠ 55/2023, ΑΠ 1381/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 725/2017,ΑΠ 1650/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 822 του ΑΚ "Με τη σύμβαση παρακαταθήκης, ο θεματοφύλακας αναλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνον όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις". Κατά δε το άρθρο 823 του ΑΚ "Ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως, οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361,330-336 του ΑΚ, συνάγεται, ότι όταν για τη φύλαξη του πράγματος οφείλεται αμοιβή, τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή, για δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια του μετρίως συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητος. Διαφορετικά, ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαριά αμέλεια και για ελαφρά αμέλεια, μέχρι τον βαθμό, πέρα από τον οποίο και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται, όπως για δικό του πταίσμα, κατά τις προαναφερόμενες διαβαθμίσεις ( ΑΠ 1519/2024, ΑΠ 1492/2021, ΑΠ 1334/2019, ΑΠ 647/2017). Εξ’ άλλου, αν ο θεματοφύλακας δεν αποδίδει αυτούσιο το πράγμα που παρέλαβε προς φύλαξη, ο παρακαταθέτης μπορεί είτε με ευθεία αγωγή από τη σύμβαση παρακαταθήκης, είτε με τις διατάξεις για την αδικοπραξία, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο, να απαιτήσει την απόδοσή του και σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσής του, αποζημίωση, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 335 του ΑΚ, καταβάλλοντας την αξία του πράγματος, επερχόμενης έτσι αλλοίωσης του αντικειμένου της ενοχής, αφού η αρχική του υποχρέωση προς εκπλήρωση της παροχής μετατρέπεται σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημίωσης, η οποία εκτός των άλλων, περιλαμβάνει την αξία του πράγματος καθώς και κάθε άλλη ζημία που ενδεχομένως υπέστη (ΑΠ 1519/2024, ΑΠ 1492/2021, ΑΠ 647/2017ΑΠ 1654/2010). Στη περίπτωση κατά την οποία ο θεματοφύλακας δεν αποδίδει αυτούσιο το πράγμα, για να είναι ορισμένη σύμφωνα με το άρθρο 216 του ΑΚ η αγωγή του παρακαταθέτη για αποζημίωσή του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη σύμβαση παρακαταθήκης, το κινητό πράγμα που παρέδωσε προς φύλαξη και την αξία του, ο δε θεματοφύλακας αν επιθυμεί την απαλλαγή του από τη σχετική ευθύνη αποζημίωσης, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι συντρέχει ανυπαίτια αδυναμία του, απόδοσης του πράγματος, κατ' άρθρο 336 του ΑΚ (ΑΠ 1519/2024, ΑΠ 1492/2021. ΑΠ 505/2016, ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 1654/2010). Με τους πρώτο (πρώτο σκέλος) και δεύτερο λόγους αναίρεσης η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 (και όχι από τον αριθμό 1) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενη ότι το Εφετείο, ενώπιον του οποίου είχε νομίμως προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό, παρέλειψε να κηρύξει απαράδεκτο εξ αιτίας του ότι η ένδικη αγωγή ήταν αόριστη. Από την παραδεκτή επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι το αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ ισχυρίστηκε, ότι στις 9.4.1996 και στις 29.8.1996 συνήψε με την αναιρεσείουσα έγγραφες συμβάσεις αμειβόμενης παρακαταθήκης, με βάση τις οποίες ανέλαβε αντί αμοιβής, την αποθήκευση και φύλαξη στους αποθηκευτικούς χώρους της τελευταίας στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης, ενός μεγάλου αριθμού (1000 περίπου) μουσειακών αντικειμένων, που συνοδεύονταν από αναλυτικές καταστάσεις με παράθεση των αντικειμένων που επρόκειτο να αποθηκευθούν, του τιμήματος και του χρόνου φύλαξής τους, και ότι αυτά αφού η τελευταία με ιδία ευθύνη, συσκεύασε σε ξύλινα κιβώτια ειδικών προδιαγραφών από κόντρα πλακέ θαλάσσης, και σημείωσε με διεθνή σήματα δηλωτικά της κατεύθυνσης, της ευαισθησίας και του περιεχομένου τους, μετέφερε στις αποθήκες της όπου και τα τοποθέτησε. Ότι η αποθήκευση αυτών συμφωνήθηκε με συγκεκριμένο όρο των συμβάσεων (5ος όρος αυτών) ότι θα ελάμβανε χώρα σε ιδιαίτερα διαμορφωμένο χώρο της αποθήκης, με εγκατεστημένο σύστημα πυρασφάλειας και αντικλοπής, φυλασσόμενο σε 24ωρη βάση, η δε τοποθέτησή τους θα γινόταν σε υπερυψωμένο δάπεδο κατά τουλάχιστον 15 έως 20 εκατοστά από το έδαφος. Ότι οι συμβάσεις αυτές είχαν εξάμηνη διάρκεια και ανανεώνονταν ετησίως, με τελευταία ανανέωση αυτή του έτους 2012. Ότι μεταξύ των παραδοθέντων προς φύλαξη αντικειμένων ήσαν τα αναφερόμενα στον αναλυτικό πίνακα-κατάσταση, που παρατίθεται στην αγωγή, (68 συνολικά αντικείμενα με χαρακτηρισμό εκάστου αντικειμένου κατ' είδος, κωδικό αριθμό αυτού, διαστάσεις, αξία και θέση φύλαξης ενός εκάστου). Ότι τελικώς τα αντικείμενα που περιγράφονται στην αναλυτική κατάσταση αρχικά τοποθετήθηκαν σε μισθωμένη αποθήκη στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης και τελικώς σε ιδιόκτητες της αναιρεσείουσας αποθήκες στη ΒΙΠΕ Σίνδου, όπου στις 2.5.2012 εκδηλώθηκε πυρκαγιά που είχε ως αποτέλεσμα να καούν αυτά ολοσχερώς. Ότι η πυρκαγιά και η εντεύθεν ολοσχερής καταστροφή των ενδίκων αντικειμένων, οφείλετο σε αποκλειστική ευθύνη της αναιρεσείουσας, η οποία δεν είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας και πυροπροστασίας των αποθηκευτικών χώρων της, και συγκεκριμένα α) διότι στην επίμαχη αποθήκη που προοριζόταν για φύλαξη υλικών μεταφορικής εταιρείας (υαλικά, χαρτικά, ηλεκτρικές συσκευές, αναψυκτικά) εκείνη αποθήκευε λιπάσματα και γεωργικά εφόδια σε μεγάλη ποσότητα με αποτέλεσμα την μεταβολή του υπολογισμού του πυροθερμικού φορτίου, β) διότι προέβη στο κλείσιμο του χώρου μεταξύ των δύο μεγάλων αποθηκών που αποτεφρώθηκαν, μετατρέποντας τον σε στεγασμένο, ωφέλιμο προς αποθήκευση εμπορευμάτων χώρο, χωρίς πυράντοχο διαχωρισμό, γ) διότι παρέλειψε να προβεί στη τοποθέτηση νέων συστημάτων πυρόσβεσης και πυρασφάλειας εξ αιτίας των άνω μεταβολών, με άμεση συνέπεια την εξάπλωση φωτιάς μεγάλης έντασης και δ) διότι επέτρεψε την αντικανονική στον αύλειο χώρο των εγκαταστάσεων στάθμευση ΙΧΦ αυτοκινήτου, από βραχυκύκλωμα του οποίου προκλήθηκε η μεγάλης έντασης φωτιά, και προκάλεσε την αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του λαογραφικού μουσείου.

Συνεπώς προς τα ανωτέρω, το Εφετείο, που απέρριψε την ένσταση αοριστίας της αναιρεσείουσας, και έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ορθά δεν κήρυξε απαράδεκτο, ώστε, οι παραπάνω λόγοι με τους οποίους η αναιρεσείουσα επικαλείται αοριστία του αγωγικού δικογράφου εξ αιτίας του ότι δεν εκτίθενται σ'αυτό τα επί μέρους στοιχεία της σύμβασης παρακαταθήκης (τόπος, χρόνος, συμβληθέντες, καταβολή ή μη φυλάκτρων), η αξία των καταστραφέντων αντικειμένων, το είδος ενός εκάστου και η παλαιότητά τους, καθώς και τα επί μέρους περιστατικά που συγκροτούσαν την υπαιτιότητα της αναιρεσείουσας, είναι αβάσιμοι, δεδομένου ότι στην αγωγή γίνεται πλήρης παράθεση των στοιχείων αυτών και δη αυτών που απαιτεί ο νόμος για την θεμελίωση της αξίωσης από τη σύμβαση παρακαταθήκης, όπως αυτά προπαρατέθηκαν, αλλά και της αδικοπραξίας, ήτοι, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της αναιρεσείουσας εξ αιτίας των παραπάνω πράξεων και παραλείψεων, η ζημία του αναιρεσείοντος και τέλος η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να εκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, για την απόδειξη του οποίου ο διάδικος επικαλείται το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική διαβεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 765/2014). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1047/2018, ΑΠ 569/2017, ΑΠ 967/2015). Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος αυτού) η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο για πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενη ότι δεν έλαβε υπόψη του, παρότι είχε γίνει επίκληση και προσκομιδή τους (α) την υπογραφείσα μεταξύ των διαδίκων λίστα παραλαβής, και (β) την από 2.4.2012 έκθεση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει το αβάσιμο του ανωτέρω λόγου, καθόσον το Εφετείο ρητώς στην ελάσσονα πρόταση της προσβαλλομένης, αναφέρεται, στο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα "..χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων να προσδίδει σ'αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, αφού όλα είναι ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την εκφορά της δικαστικής κρίσης...", ώστε να μη γεννάται αμφιβολία ότι λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του. Επίσης, από τη παραπάνω γενική αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με όσα διαλαμβάνονται στο σκεπτικό αυτής, σαφώς προκύπτει, ότι αναμφίβολα το Εφετείο συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και αξιολόγησε τα παραπάνω έγγραφα, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλλονται σχετικά με τη μη προσήκουσα αξιολόγηση του περιεχομένου τους, σε σχέση με τα αντίθετα που δέχθηκε το Εφετείο ως δικαστήριο της ουσίας για τα ίδια ζητήματα, δεν ιδρύουν τον προβαλλόμενο αναιρετικό λόγο, ούτε και αυτούς από τους αριθμούς 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που χωρίς νοηματικό περιεχόμενο, παρά μόνον αριθμητικά, παραθέτει ως παραβιασθέντες η αναιρεσείουσα, και συνεπώς, είναι απαράδεκτες. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το Εφετείο κατέληξε σε παραδοχές, τις οποίες η αναιρεσείουσα θεωρεί εσφαλμένες και αντίθετες με όσα κατ' αυτήν προκύπτουν από τα επικαλούμενα έγγραφα, ανάγεται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και δεν οδηγεί σε κρίση ότι, δεν λήφθηκαν υπόψη, τα αποδεικτικά τούτα μέσα από τα οποία προκύπτουν διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα που δέχθηκε ως αληθή το δικαστήριο της ουσίας και θεμελιώνουν την ουσιαστική βασιμότητα του πορίσματος του. Ο λόγος αυτός συνεπώς είναι αβάσιμος.

Παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο του, κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή, ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1745/2022, ΑΠ 25/2011). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1440/2002). Για να θεμελιώνεται, δηλαδή, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραβιάσθηκε κατά το περιεχόμενο του. Δεν αρκεί έτσι ότι το συνεκτίμησε απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενο του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο, εξ άλλου, θα πρέπει να είναι επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αναφορικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 1627/2010, ΑΠ 832/2009, ΑΠ 402/2004, ΑΠ 627/2003). Με τον δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στη προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενη ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της με αριθμό .../2017 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αθωωτικής του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας Ο. Β., κατηγορουμένου για εμπρησμό από αμέλεια, σύμφωνα με το αιτιολογικό της οποίας, η αναιρεσείουσα επέδειξε την προσήκουσα επιμέλεια στο ζήτημα της πυρασφάλειας και της παθητικής πυροπροστασίας του ενδίκου χώρου, καθώς και ότι η τοποθέτηση πληθώρας προϊόντων στους χώρους των αποθηκών χωρίς διαχωρισμό τους δεν συνιστούσε παράνομη ενέργεια της αναιρεσείουσας, διότι με τον τρόπο αυτό δεν επιβαρυνόταν το πυροθερμικό φορτίο αυτών. Ο παραπάνω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου του, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης, το Εφετείο κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από το επιθυμητό από την αναιρεσείουσα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο λόγος αυτός αναιρέσεως προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και συνεπώς, δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ή μη νόμιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο δεν εκτιμά πραγματικά περιστατικά, ώστε να είναι δυνατό να υπάρξουν ελλείψεις στην περιγραφή του (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1966/2017, ΑΠ 701/2011). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωση του ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και η σύνδεση του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ 73/2023, ΑΠ 1127/2021, ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Δεν αρκεί δηλαδή, η παράθεση του συμπεράσματος του δικαστηρίου, γιατί μόνο με παράθεση των πραγματικών κρίσιμων παραδοχών, (όχι μεμονωμένων και κατ' επιλογή αποσπασματικών), μπορεί να ελεγχθεί, αν η αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ (ΑΠ 1127/2021, ΑΠ 1909/2007). Επίσης και στις δύο περιπτώσεις, ανεπάρκειας ή αντίφασης των αιτιολογιών της απόφασης, πρέπει επιπρόσθετα να εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι υποβλήθηκε στο Εφετείο ισχυρισμός, για την αντιμετώπιση του οποίου εσφαλμένα εφαρμόστηκε ή, ενώ έπρεπε να εφαρμοστεί, εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε ο επικαλούμενος κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλΑΠ 20/2005). Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης (αρ. 19 αθρ. 559 ΚΠολΔ) καθόσον στη προκειμένη περίπτωση "...η συγκεκριμένη ζημία δεν δύναται να αποδοθεί ούτε σε συγκεκριμένη, ούτε καν σε αφηρημένη αμέλεια της εταιρείας μας, αντιθέτως οφείλεται σε κακόβουλη ενέργεια τρίτου ή σε τυχηρό, η οποία υπήρξε ένα απρόβλεπτο και απρόσμενο γεγονός το οποίο ουδόλως ηδύνατο να προβλεφθεί ότι θα συμβεί, και θα καταστρέφοντο οι αποθήκες στις οποίες ευρίσκοντο τα εμπορεύματα του αντιδίκου..." αλλά και διότι ".. οι εγκαταστάσεις των αποθηκών ευρίσκονται σε περίκλειστο χώρο και φυλασσόμενη πύλη εισόδου επί 24ώρου βάσεως, η επέκταση της πυρκαγιάς οφείλετο σε εξωγενή παράγοντα, εντός των αποθηκών δεν υπήρχαν εύφλεκτα υλικά και τα υλικά κατασκευής των αποθηκών ήσαν πυράντοχα...". Ο παραπάνω λόγος είναι απαράδεκτος προεχόντως, λόγω της πλήρους αοριστίας του, καθόσον ουδόλως διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο (παραδοχές), προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί συνδρομής των όρων των διατάξεων που εφάρμοσε, δεν εξειδικεύεται δε περαιτέρω ούτε το σφάλμα του Εφετείου, ενώ εξ άλλου, δεν αναφέρονται ούτε οι φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Σε κάθε δε περίπτωση, τα παραπάνω υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, συνιστούν στη πραγματικότητα απαράδεκτες αιτιάσεις για την από το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες η αναιρεσείουσα έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για την σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα που εκτίθεται σαφώς, ως προς το παραπάνω ζήτημα.

Από τη διάταξη του άρθρου 261 εδ.β' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει, σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση, προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη ειδική αμφισβήτηση του ισχυρισμού αυτού, συνδυαζόμενη με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων. Επομένως, εφόσον υπάρχει ειδική αμφισβήτηση, η ύπαρξη ή μη της οποίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, και, παρά ταύτα, το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε ομολογία, υποπίπτει στην από το άρθρο 559 αρ. 11 β' ΚΠολΔ πλημμέλεια της παρά το νόμο λήψης υπόψη απόδειξης που δεν προσκομίστηκε. Επί συναγωγής δε ομολογίας από τη μη ειδική αμφισβήτηση των αγωγικών ισχυρισμών ο Άρειος Πάγος, επισκοπώντας τις προτάσεις (αρθ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), ελέγχει μόνο αν πράγματι αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός, δεν μπορεί όμως να ελέγξει την κρίση του δικαστηρίου, ως προς το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνάγεται ή όχι ομολογία από την παράλειψη αμφισβήτησης, διότι τούτο αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων (ΑΠ 146/2024, ΑΠ 1073/2021, ΑΠ 376/2019, ΑΠ 1236/2018, ΑΠ 176/2018, ΑΠ 728/2007). Όμως, ο ως άνω λόγος, από τον αρ. 11β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν ιδρύεται αν στην απόφαση του Εφετείου γίνεται επικουρικώς μνεία και ομολογίας, ενώ το δικαστήριο στηρίζει την κρίση του σε άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1620/2005), αφού, στην περίπτωση αυτή, αλυσιτελώς πλήττεται με τον αναιρετικό αυτό λόγο μόνο η επάλληλη αυτή αιτιολογία (ΑΠ 146/2024, ΑΠ 1130/2011, ΑΠ 1176/2009, ΑΠ 858/2004).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.11 β' του ΚΠολΔ διότι εσφαλμένως συνήγαγε ομολογία της αναιρεσείουσας περί του ότι "το όχημα της εταιρείας "ELBISCO ΑΕ από το οποίο ξεκίνησε η φωτιά βρισκόταν αντικανονικώς σταθμευμένο στον εν λόγω χώρο", παρόλο που η ίδια είχε ισχυρισθεί με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι την ευθύνη της αντικανονικής στάθμευσης του ζημιογόνου οχήματος, σε επαφή με τις αποθήκες είχε η κυρία αυτού "ELBISCO AE" εξ αιτίας της αμέλειας που επέδειξαν οι προστηθέντες υπάλληλοί της. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος καθόσον είναι αδιάφορη αποδεικτικώς η τήρηση ή μη επιβαλλόμενης συμπεριφοράς εκ μέρους τρίτου μη διαδίκου, σε κάθε δε περίπτωση, όπως σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης προέκυψε, το Εφετείο συνήγαγε την ανωτέρω κρίση του από τα άλλα αναφερόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα, τα οποία εκτίμησε αναιρετικώς ανελέγκτως, η αναφορά του δε στην ομολογία της αναιρεσείουσας είναι επάλληλη-επικουρική. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο παραπάνω από τον αρ. 11β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, είναι αλυσιτελής, ως μη πλήττων την κύρια αιτιολογία της προσβαλλομένης. Κατά το άρθρο 330 του ΑΚ, "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του". Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται κατ' αρχήν η ευθύνη του οφειλέτη για κάθε πταίσμα, αλλά και μόνο γι' αυτό. Το πταίσμα, δηλαδή, ανήκει στις υποκειμενικές προϋποθέσεις της ευθύνης. Έτσι στην ευθύνη από προϋφισταμένη ενοχή ο δανειστής-ζημιωθείς πρέπει να αποδείξει την παράβαση της ενοχικής υποχρέωσης του οφειλέτη, αλλά όχι και την υπαιτιότητα αυτού, η οποία τεκμαίρεται υπέρ του δανειστή ότι συντρέχει. Επομένως ο οφειλέτης έχει το βάρος να αποδείξει αυτός, για να απαλλαγεί, ότι δεν είχε υπαιτιότητα (ΑΠ 720/2023). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 332 του ΑΚ άκυρη είναι κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται η περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαρεία αμέλεια. Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι απαλλαγή ή περιορισμός της ευθύνης μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί μόνο για ελαφρά αμέλεια και όχι για βαριά αμέλεια ή δόλο. Η απαλλαγή ή ο περιορισμός γίνεται με σύμβαση (ΑΠ 720/2023, ΑΠ 84/2020, ΑΠ 491/2016). Άκυρη είναι επίσης η εκ των προτέρων συμφωνία ότι δεν θα ευθύνεται ο οφειλέτης και για ελαφρά ακόμη αμέλεια αν ο δανειστής βρίσκεται στην υπηρεσία του οφειλέτη ή η ευθύνη προέρχεται από την άσκηση επιχείρησης για την οποία παραχωρήθηκε άδεια της αρχής. Το ίδιο ισχύει και αν η απαλλακτική ρήτρα περιέχεται σε όρο της σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ή αν με την ρήτρα απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την ευθύνη για προσβολή αγαθών που απορρέουν από την προσωπικότητα και ιδίως της ζωής, της υγείας, της ελευθερίας ή της τιμής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 333 του ΑΚ όποιος ευθύνεται με μέτρο μόνον την επιμέλεια που δείχνει στις δικές του υποθέσεις δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για βαρειά αμέλεια, ενώ κατά το άρθρο 334 του ιδίου κώδικα, ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα. Ο ισχυρισμός του οφειλέτη περί απαλλαγής του από την ευθύνη λόγω παράβασης συμβατικής του υποχρέωσης, με την επίκληση τέτοιας συμφωνίας, αποτελεί ένσταση, για το ορισμένο της οποίας, ενόψει και του γεγονότος ότι η ευθύνη του αυτή που απορρέει από σύμβαση είναι ανεξάρτητη από το πταίσμα του (330 ΑΚ), πρέπει να επικαλεστεί σαφώς τη συνδρομή ελαφράς αμέλειας καθώς και τα περιστατικά, τα οποία, αντικειμενικώς ελεγχόμενα, συγκροτούν την έννοια αυτής, έχοντας και το βάρος απόδειξης των εν λόγω περιστατικών, προκειμένου έτσι να μπορέσει το Δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της ανωτέρω ένστασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 ΑΚ, αλλά και ο δανειστής να αμυνθεί κατ` αυτής ( επί αναλόγου θέματος : ΑΠ 84/2020). Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στη προσβαλλομένη τις πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης (αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ) των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 332-334 του ΑΚ, ισχυριζόμενη, ότι εσφαλμένως το Εφετείο απέρριψε σιωπηρά την ένστασή της περί απαλλαγής της ευθύνης της, ενόψει του ότι "... είχε συμφωνηθεί μεταξύ της εταιρείας και του αντιδίκου ότι η εταιρεία μας θα ευθύνεται σε περίπτωση ζημίας και ως εκ τούτου και απώλειας των εναποθηκευμένων εμπορευμάτων, μόνο για τη περίπτωση δόλου της εταιρείας μας". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης η ευθύνη της αναιρεσείουσας εταιρείας θεμελιώθηκε μεν σε αμέλεια αυτής, όμως για την συμβατική απαλλαγή της από την ευθύνη δεν προεβλήθη κατά τρόπο ορισμένο από την αναιρεσείουσα, κατ' ένσταση, η συνδρομή μόνον ελαφράς αμελείας της και δη των πραγματικών περιστατικών, τα οποία, αντικειμενικώς ελεγχόμενα, συγκροτούν την έννοια της ελαφράς αμελείας της, ώστε να μπορεί να φέρει και το βάρος απόδειξης των εν λόγω περιστατικών. Ο αποκλεισμός δε της ευθύνης της από αμέλεια στη περίπτωση που ο αποθέτης δεν είχε φροντίσει για την ασφαλιστική κάλυψη των φυλασσομένων αντικειμένων, που κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας διαλαμβάνεται στις καταρτισθείσες συμβάσεις παρακαταθήκης, συνιστά ερμηνευτική εκδοχή των όρων των εν λόγω συμβάσεων εκ μέρους της αναιρεσείουσας, που όμως δεν συνάπτεται με σχετικό λόγο αναίρεσης. Τέλος, απαράδεκτος ως εκ της πλήρους αοριστίας του είναι και ο πέμπτος και τελευταίος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 αιτιώμενη ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ καθόσον ".. προέκυψε πέραν πάσης αμφισβητήσεως ότι μόνον πταίσμα του αντιδίκου συνέτρεξε και ουδέν άλλο που να αποδίδει έστω και μία σταγόνα υπαιτιότητος στην εταιρεία μας..", αλλά και διότι με αυτόν πλήττονται απαραδέκτως οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης, οι οποίες, ας σημειωθεί ουδόλως διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, ούτε καν συνοπτικά. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε η αναιρεσείουσα για το παραδεκτό της αίτησής της στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί η τελευταία λόγω της ήττας της (αρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) στη πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσιβλήτου, κατά το στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ....2020 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό .../2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή