ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 477/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 477/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 477/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 477 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 477/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Μιχαήλ Αποστολάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Χ. του Ν., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιλτιάδη Ευθυμίου.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ως Εισαγγελία Ανηλίκων Αθηνών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και 2) Μ. Π. του Δ., κατοίκου ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Κοινοποιουμένη προς: 1) το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ", το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Ροΐδη και 2) την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με έδρα στην Αθήνα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2021 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσιβλήτου και την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του ήδη πρώτου προς ον η κοινοποίηση, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν.

Εκδόθηκε η απόφαση .../2023 του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από ...-2023 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν ο αναιρεσείων και το πρώτο προς ον η κοινοποίηση, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη, η πληρεξούσια του πρώτου προς ον η κοινοποίηση ό,τι αναφέρει στις από ...-2024 προτάσεις - πρόσθετη παρέμβασή της ενώπιον του Αρείου Πάγου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ, "αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί." Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ... και ...-2024 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Β. Κ. προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 22-4-2024, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα αντίστοιχα στον αναιρεσίβλητο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος εκπροσωπεί ενώπιον του Αρείου Πάγου τους εισαγγελείς, όταν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου κατ' άρθρο 573 § 2 ΚΠολΔ. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων κατ' άρθρο 226 § 4 εδ. δ' ΚΠολΔ. Εφόσον, συνεπώς, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν εμφανίστηκε στην ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του πινακίου, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά την απουσία του, όπως ορίζει η διάταξη που αναφέρεται στη μείζονα σκέψη.

Κατά το άρθρο 769 ΚΠολΔ, που ορίζει τους δικαιούμενους να ασκήσουν αναίρεση στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, "αναίρεση έχουν δικαίωμα να ασκήσουν, και αν νίκησαν, ο αιτών, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνοι που άσκησαν κύρια και πρόσθετη παρέμβαση και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους, καθώς και ο εισαγγελέας πρωτοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 762 εφαρμόζονται και εδώ", ενώ κατά το άρθρο 762 ΚΠολΔ, "αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι το ένδικο μέσο, επομένως και η αναίρεση κατά απόφασης που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, πρέπει να στρέφεται κατά του προσώπου που είχε λάβει μέρος ως αντίδικος του αναιρεσείοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή είχε αντιδικήσει με αυτόν, ενώ σε όλους τους άλλους που μετείχαν στη δίκη, ανεξάρτητα από τη δικονομική θέση τους ως ομοδίκων ή αντιδίκων του αναιρεσείοντος, ακόμη και αυτών που δεν εμφανίστηκαν και δικάστηκαν σαν να ήταν παρόντες κατ' άρθρο. 754 ΚΠολΔ, και έχουν δικαίωμα να κληθούν στη συζήτηση, η αναίρεση πρέπει απλώς να κοινοποιείται με κλήση προς συζήτηση (Α.Π. 267/2023, Α.Π. 180/2022, Α.Π. 457/2020). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κυρίας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βεβαίως συντρέχει η κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης άμεσου έννομου συμφέροντος του παρεμβαίνοντος. Επίσης, από τις προσδιορίζουσες την έννοια της κυρίας και της πρόσθετης παρέμβασης διατάξεις των άρθρων 79 και 80 ΚΠολΔ, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας, στην οποία κατά κανόνα δεν υπάρχει αντιδικία, προκύπτει ότι, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, ενώ αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αιτήσεως είτε την παραδοχή δικού του αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (Α.Π. 1886/2013, Α.Π. 1076/2002). Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 752 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία (Α.Π. 457/2020, Α.Π. 1681/2013). Κατά δε το άρθρο 82 εδ. γ' του ίδιου Κώδικα, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τη διάταξη αυτή, λαμβανόμενη σε συνδυασμό προς την παράγραφο 3 του άρθρου 81 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από τον διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, προκύπτει ότι κλήση προς συζήτηση της αίτησης αναιρέσεως πρέπει να επιδίδεται και προς τον έχοντα την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ κάποιου από τους κυρίους διαδίκους, προκειμένου να ενημερώνεται αυτός για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως και να ασκεί τα δικαιώματά του, διότι αυτός έχει αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου. Έτσι, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος και το άρθρο 558 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται κατ' αρχήν κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη, εφ' ης εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, πρέπει όμως να καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η θεμελιώδης δικονομική αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, που καθιερώνεται με το άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ, ειδική εφαρμογή της οποίας περιέχουν οι προαναφερόμενες διατάξεις (Α.Π. 457/2020, Α.Π. 199/2016, Α.Π. 972/2014). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και στον Άρειο Πάγο. Εφόσον δε σύμφωνα με το άρθρο 752 § 2 ΚΠολΔ, η πρόσθετη παρέμβαση στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς προδικασία, είναι δυνατή η άσκησή της στην αναιρετική δίκη με τις προτάσεις, που κατατίθενται κατά τη συζήτηση, ή και προφορικά, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά (Α.Π. 164/2021, Α.Π. 457/2020).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που παραδεκτώς επισκοπούνται κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, με την από ...-2021 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε να αφαιρεθεί ολικά από τον πρώτο καθ' ου-αναιρεσείοντα και τη δεύτερη καθ' ης-δεύτερη αναιρεσίβλητη η άσκηση της γονικής μέριμνας του ανήλικου άρρενος τέκνου τους, διότι αυτοί δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο λειτούργημά τους, και να ανατεθεί αυτή στο ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής". Η αίτηση συνεκδικάσθηκε με πρόσθετη υπέρ αυτής παρέμβαση του ανωτέρω ν.π.δ.δ. και έγινε δεκτή με την .../2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε, κατόπιν αιτήσεως του πρώτου καθ' ου, με την .../2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο, συνεκδικάζοντας την αίτηση με την εκ νέου ασκηθείσα παρέμβαση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας, δέχτηκε αυτήν με την .../2023 απόφασή του. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, η οποία είναι ανέκκλητη, αφού εναντίον της δεν επιτρέπεται έφεση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 εδ. α' του ν. 2447/1996 (Α.Π. 1011/2020, Α.Π. 457/2020), παραδεκτώς ασκεί ο πρώτος καθ' ου και ήδη αναιρεσείων την ένδικη αίτηση αναιρέσεως. Ο αναιρεσείων παραδεκτώς, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις των άρθρων 762 και 769 εδ. β' ΚΠολΔ, απευθύνει την αναίρεσή του κατά της αιτούσας Εισαγγελέως (ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης), η οποία είχε λάβει μέρος ως αντίδικός του στη δίκη, εφ' ης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ η απεύθυνση της αναίρεσής του και κατά της δεύτερης καθ' ης η αίτηση, η οποία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε μετάσχει ως ομόδικός του, εκτιμάται ως κλήτευσή της για τη συζήτηση της αναίρεσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, προκειμένου αυτή να ενημερωθεί για την εξέλιξη της δίκης, αφού η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις της. Η τελευταία δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά του πινακίου, αν και κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσείοντα με την επίδοση ακριβούς αντιγράφου της αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 22-4-2024, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, όπως προκύπτει από την ...-2024 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Β. Κ. Επίσης ο αναιρεσείων, ο οποίος δεν απαιτείτο να απευθύνει την αίτηση αναιρέσεως και κατά του προσθέτως παρεμβάντος ν.π.δ.δ., γιατί αυτό δεν είναι κύριος διάδικος, νομίμως σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 81 § 3 και 82 εδ. γ' ΚΠολΔ κάλεσε αυτό στην παρούσα δίκη κατά την αρχική δικάσιμο της 22-4-2024, όπως προκύπτει από την ...-2024 έκθεση επιδόσεως της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για τη σημερινή. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' άρθρα 552, 553, 564 § 1, 566 § 1, 741, 762 και 769 ΚΠολΔ, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 577 § 3 ΚΠολΔ. Εξάλλου, το ανωτέρω ν.π.δ.δ. ασκεί παραδεκτώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης Εισαγγελέως με προφορική δήλωση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, επικαλούμενο έννομο συμφέρον από το γεγονός ότι με την 341/2019 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών ανατέθηκε σε αυτό η φροντίδα του τέκνου, το οποίο έχει παραδοθεί σε ανάδοχη οικογένεια και ανατρέφεται φυσιολογικά, επομένως το συμφέρον του διασφαλίζεται μόνο με την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως. Τα ανωτέρω στοιχειοθετούν έννομο συμφέρον του προαναφερόμενου ν.π.δ.δ., συνεπώς η παρέμβασή του είναι παραδεκτή και πρέπει να συνεκδικασθεί με την αίτηση αναιρέσεως κατ' άρθρα 31 § 1, 246 και 741 ΚΠολΔ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1532 Α.Κ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το ν. 4800/2021, "αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ` αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας, οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξεις οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το δικαστήριο μπορεί ιδίως να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του τέκνου ή, ακόμη, και την επιμέλειά του ολικά ή μερικά σε τρίτον ή και να διορίσει επίτροπο. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός τριάντα ημερών." Η προθεσμία των τριάντα ημερών, που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη για την άσκηση αίτησης προς το δικαστήριο στην περίπτωση, κατά την οποία εκδίδεται εισαγγελική διάταξη περί λήψης πρόσφορου μέτρου για την προστασία του τέκνου λόγω εξαιρετικά επειγουσών περιπτώσεων, αφορά τον χρόνο της ισχύος του προσωρινού μέτρου, που διατάχθηκε με την εισαγγελική διάταξη, και όχι το παραδεκτό της αίτησης προς το δικαστήριο (Α.Π. 1011/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενος ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο παρά τον νόμο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του και δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, παρόλο που αυτή ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη γραμματεία του εν λόγω δικαστηρίου την ...-2021, δηλαδή μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών από την έκδοση της .../2019 εισαγγελικής διάταξης, με την οποία διατάχθηκε ως πρόσφορο μέτρο η απομάκρυνση του τέκνου από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο λόγος είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η προθεσμία αυτή αφορά το χρόνο ισχύος του προσωρινού μέτρου και όχι το παραδεκτό της αίτησης, κατά τα προαναφερθέντα στη ανωτέρω νομική σκέψη.

Κατά το άρθρο 778 ΚΠολΔ, "αν στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 γίνει δεκτή ή απορριφθεί με οριστική απόφαση αίτηση, δεν είναι δυνατόν να συζητηθεί νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο κατά την διαδικασία των άρθρων 741 έως 781." Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι αποφάσεις, που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν αποτελούν δεδικασμένο κατά την έννοια των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ, αφού δεν κρίνουν για δικαίωμα ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου (Α.Π. 1445/2023, Α.Π. 390/2016, Α.Π. 260/2008), εμποδίζουν όμως την νέα συζήτηση της ίδιας υπόθεσης και καθιστούν απαράδεκτη κάθε νέα αίτηση, που έχει το ίδιο αντικείμενο (Α.Π. 1395/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του στη δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που παραδεκτώς επισκοπούνται κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, ισχυρίστηκε ότι η αίτησης της Εισαγγελέως είναι απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, που πηγάζει από την .../2021 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του περί αφαίρεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας από τη μητέρα του τέκνου και ανάθεσής της αποκλειστικά σε αυτόν. Ο ισχυρισμός του απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω απόφαση αφενός δεν εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων και αφετέρου δεν αναπτύσσει δεσμευτικότητα κατ' άρθρο 778 ΚΠολΔ, επειδή απέρριψε την αίτηση. Έτσι που έκρινε το Πρωτοδικείο και απέρριψε τον ισχυρισμό ως μη νόμιμο, έστω και με εσφαλμένες αιτιολογίες, ορθώς κατ' αποτέλεσμα δεν κήρυξε απαράδεκτο, εφόσον η δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η .../2021 απόφαση, δεν είχε το ίδιο αντικείμενο με αυτήν, εφ' ης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά η πρώτη αφορούσε την αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας του τέκνου μόνο από τη μητέρα και την ανάθεσή της αποκλειστικά στον αναιρεσείοντα, και η δεύτερη την αφαίρεση αυτής και από τους δύο γονείς και την ανάθεσή της στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, και συνεπώς ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος πράγματι δεν ήταν νόμιμος. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει πλημμέλεια από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την ανωτέρω αιτίαση, είναι αβάσιμος. Ωστόσο, καθ' όσον αφορά την απόρριψη από το Πρωτοδικείο του εν λόγω ισχυρισμού, πρέπει να αντικατασταθεί η εσφαλμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με την προδιαληφθείσα ορθή, χωρίς να αναιρεθεί η απόφαση ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της κατ' άρθρο 578 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόρριψη του ισχυρισμού και πάλι ως μη νόμιμου ανήκει στην ίδια βαθμίδα δικονομικής αξιολόγησης και δεν δημιουργεί διαφορά στην έκταση του δεδικασμένου. Το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου, με το οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο απέρριψε με ανεπαρκείς αιτιολογίες τον ως άνω ισχυρισμό του περί απαραδέκτου, είναι άνευ αντικειμένου μετά την αντικατάσταση των εσφαλμένων αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης με την ανωτέρω ορθή αιτιολογία, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι προϋπόθεση για την ίδρυση του λόγου αυτού αποτελεί η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο κατ' ουσίαν, οπότε και μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ουσιαστικές παραδοχές, από την ανεπάρκεια, αντιφατικότητα ή παντελή έλλειψη των οποίων γεννάται η πλημμέλεια από την ως άνω διάταξη, η οποία επομένως δεν έχει πεδίο εφαρμογής όταν το δικαστήριο δεν ερεύνησε στην ουσία τον κρίσιμο ισχυρισμό, αλλά απέρριψε αυτόν ως μη νόμιμο, ως εν προκειμένω (Ολ.Α.Π. 3/1997, Α.Π. 728/2023, Α.Π. 555/2023, Α.Π. 1935/2017).
Σύμφωνα με το άρθρο 1510 § 1 εδ. β' Α.Κ., η γονική μέριμνα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου, ενώ κατά το άρθρο 1511 § 2 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του ν. 4800/2021 με έναρξη ισχύος από 16-9-2021 κατά το άρθρο 30 του ίδιου νόμου, "στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του στο συμφέρον του τέκνου, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της." Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1532 Α.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν. 4800/2021, "αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: α. η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, γ. η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, δ. η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα, ε. η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, στ. η καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Το δικαστήριο, στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή την επιμέλεια, ολικά ή μερικά, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο γονέα, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου. Αν συντρέχουν στο πρόσωπο και των δύο γονέων οι περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του τέκνου ή ακόμα και την επιμέλειά του ολικά ή μερικά σε τρίτο ή και να διορίσει επίτροπο. ..." Από την ανωτέρω διάταξη, στην οποία προστέθηκαν με το ν. 4800/2021 έξι ενδεικτικές περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου, που ενδιαφέρουν τη δημόσια τάξη και το κοινωνικό συμφέρον γενικότερα, είναι, διαζευκτικά διατυπωμένες, οι εξής: α) η παράβαση από τους γονείς των καθηκόντων που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους, β) η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματός τους και γ) η αδυναμία τους να ανταποκριθούν σε αυτό, χωρίς, όμως, να είναι εφικτός ο απόλυτος εννοιολογικός διαχωρισμός των ως άνω περιπτώσεων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, γιατί συχνά αυτές αλληλοεπικαλύπτονται (Α.Π. 577/2014). Αν η γονική μέριμνα του τέκνου ανήκει και στους δύο γονείς, και αφαιρεθεί η άσκησή της από τον ένα, θα παραμένει μόνο στον άλλο, εφόσον κάθε γονέας έχει δικαίωμα στην πλήρη άσκησή της, ενώ αν οι προϋποθέσεις της κακής άσκησης υπάρχουν και στο πρόσωπο του άλλου γονέα ή μόνο ο ακατάλληλος γονέας είναι στη ζωή ή έχει τη γονική μέριμνα, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει την ανάθεση της επιμέλειας ή την άσκηση της γονικής μέριμνας σε τρίτο ή να διορίσει επίτροπο για τη διοίκηση της περιουσίας του τέκνου. Ειδικότερα, λόγοι που αφορούν την τρίτη των ανωτέρω περιπτώσεων, ήτοι της αδυναμίας του γονέα να ανταποκριθεί στο λειτούργημά του, είναι μεταξύ άλλων η τυχόν ασθένεια που επηρεάζει την ικανότητά του προς ανταπόκριση στο λειτούργημα, ο δύστροπος χαρακτήρας, ο ακόλαστος και άσωτος βίος, η ανήθικη και εγκληματική διαγωγή του γονέα (Α.Π. 267/2023, Α.Π. 1011/2020, Α.Π. 457/2020). Επίσης, κατά το άρθρο 1533 Α.Κ., "η αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσονται από το δικαστήριο μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. Το δικαστήριο ορίζει την έκταση της γονικής μέριμνας που παραχωρεί στον τρίτο και τους όρους της άσκησής της. Το δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση της πραγματικής φροντίδας ή της επιμέλειας στον τρίτο κατά τη δεύτερη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου ή την πρώτη παράγραφο του παρόντος, ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικά της καταλληλότητάς του, στηριζόμενο υποχρεωτικά σε βεβαίωση της κοινωνικής υπηρεσίας. Η ανάθεση γίνεται σε κατάλληλη οικογένεια, κατά προτίμηση συγγενική (ανάδοχη οικογένεια) και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, σε κατάλληλο ίδρυμα." Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι παρέχεται εξουσία στο δικαστήριο να αφαιρέσει το σύνολο της επιμέλειας ή της άσκησης της γονικής μέριμνας του τέκνου και από τους δύο γονείς του και να την αναθέσει σε τρίτο. Για την αφαίρεση, απαιτείται η συνδρομή αθροιστικώς των εξής προϋποθέσεων: α) η παράβαση από τους γονείς των καθηκόντων που τους επιβάλλονται από το λειτούργημά τους ή καταχρηστική άσκησή του ή αδυναμία ανταπόκρισής τους σε αυτό, και β) η αναποτελεσματικότητα άλλων μέτρων ή η ανεπάρκειά τους για την αποτροπή κινδύνου της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου.

Συνεπώς το δικαστήριο, για να προχωρήσει στην αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς, που συνεπάγεται την αφαίρεση από αυτούς του συνόλου της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου, οφείλει προηγουμένως να προβεί σε διάγνωση της αναποτελεσματικότητας άλλων μέτρων ή σε κρίση περί της ανεπάρκειάς τους, διατυπώνοντας με επάρκεια και σαφήνεια στην απόφασή του τις σχετικές ουσιαστικές του παραδοχές. Τέτοια πρόσφορα μέτρα, υποβοηθητικά ή υποστηρικτικά στην άσκηση από τους γονείς του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας, μπορούν να είναι μεταξύ άλλων η παρακολούθηση από το γονέα προγράμματος συμβουλευτικής, η καθιέρωση υποχρέωσης του γονέα να ενταχθεί σε πρόγραμμα υποστήριξης που προσφέρουν οι κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου ή άλλων δημόσιων δομών, η διάσπαση του περιεχομένου της επιμέλειας, η άδεια του δικαστηρίου πριν από οποιαδήποτε ενέργεια, η προηγούμενη από κάθε ενέργεια συμβουλή τρίτου ή ανακοίνωση μελλοντικών ενεργειών σε τρίτο κ.λπ. Η δε λήψη οποιουδήποτε μέτρου από το δικαστήριο, πολύ περισσότερο εκείνου της αφαίρεσης της γονικής μέριμνας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς και της ανάθεσής της σε τρίτο, πρέπει να διαπνέεται από την αρχή της προσφορότητας, δηλαδή της καταλληλότητας του μέτρου για την αποτροπή του κινδύνου που δημιουργεί η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, προς την οποία συνάπτεται η αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή της αναλογίας του μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και της ελάχιστης δυνατής επέμβασης στη σχέση γονέων και τέκνου (Α.Π. 267/2023, Α.Π. 457/2020, Α.Π. 1011/2020, Α.Π. 577/2014). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.Α.Π. 27/1998).

Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2006). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος (Α.Π. 5/2020). Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζεται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής (Α.Π. 18/2018). Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (Α.Π. 1005/2022, Α.Π. 916/2022, Α.Π. 473/2022).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης από ...-2021 αίτησης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, διαλαμβάνονται στο δικόγραφο αυτής όλα τα από τις διατάξεις των άρθρων 747 § 2 ΚΠολΔ και 1532, 1533 Α.Κ. απαιτούμενα για την πληρότητά της στοιχεία, και ειδικότερα ότι οι ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του ανήλικου τέκνου, λόγω της ανεπαρκούς πνευματικής και ψυχικής ωριμότητάς τους, των ειδικότερα αναφερόμενων σοβαρών περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας και των περιγραφόμενων επισφαλών συνθηκών διαβίωσής τους, αδυνατούν να εξασφαλίσουν το κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον για την ανατροφή του, με αποτέλεσμα να υπάρχει άμεσος κίνδυνος βλάβης της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής του υγείας, περιστατικά που δικαιολογούν κατά νόμο το αίτημα περί αφαίρεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας από αυτούς και την ανάθεσή της στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής. Επομένως είναι αβάσιμος ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιώμενος νομική αοριστία της ένδικης αίτησης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.Α.Π. 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π. 18/08, Ολ.Α.Π. 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Α.Π. 50/2020, Α.Π. 1075/2019, Α.Π. 708/2017, Α.Π. 667/2016).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Το ανήλικο αβάπτιστο άρρεν τέκνο των καθ' ων η αίτηση, που φέρει το επώνυμο Χ., γεννήθηκε στην Αθήνα την 13.04.2019, χωρίς γάμο των γονέων του ... και αναγνωρίστηκε εκουσίως από τον πατέρα του, Α. Χ. του Ν. [αναιρεσείοντα], δυνάμει της ... πράξης αναγνώρισης της συμβολαιογράφου Βύρωνα Μ. Ν. Σ. ... Σύμφωνα με την από 07.06.2023 έκθεση κοινωνικής έρευνας, οι καθ' ων η αίτηση γνωρίστηκαν το έτος 2014, σύναψαν σχέση και έπειτα από ένα έτος συγκατοίκησαν. Αρχικά η σχέση τους κυλούσε ομαλά, σύντομα όμως ξεκίνησαν εντάσεις με την εκδήλωση ύβρεων, επιθετικής συμπεριφοράς, σκηνών ζήλιας, υπερβολικών απαιτήσεων και ψεμάτων και από τις δύο πλευρές. Η σχέση τους χαρακτηρίζεται ως ασταθής και συγκρουσιακή, με αποτέλεσμα για χρονικό διάστημα περίπου πέντε ετών να χωρίζουν και σμίγουν ξανά. Μάλιστα, ήταν συχνά τα περιστατικά έντονης βίας, λεκτικής και σωματικής, μεταξύ τους, ενώ η καθ' ης η αίτηση είχε υποβάλει δύο φορές έγκληση σε βάρος του συντρόφου της για πράξεις ενδοοικογενειακής βίας, τα έτη 2015 και 2018 και ο καθ’ ου καταδικάστηκε αμετάκλητα με την υπ' αρ. ....2019 απόφαση του Θ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με τριετή αναστολή. Το έτος 2018 προέκυψε τυχαία εγκυμοσύνη, την οποία ο καθ' ου δεν επιθυμούσε, προτρέποντας τη σύντροφό του σε διακοπή της κύησης, ωστόσο η τελευταία ήταν αρνητική στη λύση αυτή, θεωρώντας ότι ο ερχομός ενός παιδιού στη ζωή της φάνταζε ως το μόνο φωτεινό σημείο, αδυνατώντας να αντιληφθεί το επισφαλές περιβάλλον που ζούσε η ίδια και θα βίωνε το παιδί της. Ωστόσο, οι εντάσεις και τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας συνεχίστηκαν και μετά τον ερχομό του παιδιού τους και μάλιστα λάμβαναν χώρα ενώπιον του, ενώ αναφέρθηκε ένταση από την πλευρά της μητέρας προς το τέκνο της (φωνές και λεκτική επίθεση) καθώς την ενοχλούσε το κλάμα του. Κατόπιν καταγγελίας από τη γιαγιά της καθ' ης ... το ανήλικο τέκνο των διαδίκων απομακρύνθηκε από το περιβάλλον των καθ’ ων, δυνάμει της υπ’ αρ. .../2019 εισαγγελικής εντολής της Εισαγγελέως Ανηλίκων Αθηνών, λόγω επισφαλών συνθηκών διαβίωσης και περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας που έθεταν σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική του υγεία, και στις 05.09.2019 εισήχθη στη Β' Πανεπιστημιακή Παιδιατρική Κλινική του ΓΝΠΑ "ΠΑΝ. & ΑΓΛΑΪΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ" και στη συνέχεια από 28.11.2019 φιλοξενήθηκε στο Παράρτημα Προστασίας Παιδιού Αττικής "Η Μητέρα". Ήδη από τον Αύγουστο του έτους 2021 το ανήλικο τέκνο των καθ' ων έχει συνδεθεί με ανάδοχη οικογένεια. Περαιτέρω, όσον αφορά την οικογενειακή, εργασιακή και προσωπική κατάσταση των καθ' ων η αίτηση-γονέων του ανηλίκου, αποδεικνύονται τα εξής: Η καθ’ ης η αίτηση, μητέρα του ανηλίκου, έχει γεννηθεί το 1993 και είναι το μόνο παιδί της οικογένειάς της ενώ οι γονείς της χώρισαν όταν η ίδια ήταν 13 ετών. Η μητέρα της, λόγω σοβαρού ψυχιατρικού προβλήματος, αδυνατούσε να τη φροντίσει και την προστατέψει ενώ ο πατέρας της, περιγράφεται από την ίδια ως αυστηρός και βίαιος άνθρωπος, τόσο απέναντι στη μητέρα όσο και απέναντι στην ίδια. Μετά το διαζύγιο των γονέων της, τη φροντίδα της ανέλαβε ο πατέρας της, ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, τόσο ο ίδιος όσο και η τότε σύντροφός του, της φέρονταν άσχημα, τη μείωναν και της απευθύνονταν με ύβρεις. Τη μητέρα της την έβλεπε μία φορά την εβδομάδα, χωρίς όμως να έχει ουσιαστική επικοινωνία μαζί της, ενώ άλλα πρόσωπα από το οικογενειακό της περιβάλλον αναφέρονται ο θείος της, αδελφός της μητέρας, ο οποίος αντιμετωπίζει ομοίως προβλήματα ψυχικής υγείας και η γιαγιά της μητρικής γραμμής, με την οποία η σχέση της περιγράφεται ως δύσκολη και σήμερα δε διατηρούν καμία επαφή. Η καθ? ης η αίτηση περιγράφεται ως άτομο συναισθηματικά ταλαιπωρημένο, με χειριστική συμπεριφορά, που καταβάλει έντονη προσπάθεια να γίνει συμπαθής, προβάλλοντας έντονα την κακοποίηση που δέχθηκε σαν παιδί και αργότερα σαν ενήλικη και έχοντας έντονα την ανάγκη να μιλήσει για τον εαυτό της, χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί και να ακούσει το συνομιλητή της. Αδυνατεί να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες του τέκνου της, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της και υποβαθμίζοντας τις δυσκολίες ανατροφής του, ενώ δεν μπορεί να προβεί σε έναν ρεαλιστικό προγραμματισμό για να αναλάβει τη φροντίδα του τέκνου της, καθώς επικεντρώνεται στην ανάγκη της να επιβεβαιωθεί σαν μητέρα και όχι στα συναισθήματα και τις ανάγκες του τέκνου της. Η καθ' ης μητέρα σήμερα διαμένει σε μισθωμένη γκαρσονιέρα ισογείου, έναντι μηνιαίου μισθώματος 200,00 ευρώ, αποτελούμενη από ένα υπνοδωμάτιο, κουζίνα, μπάνιο. Σε απροειδοποίητη επίσκεψη της κοινωνικής υπηρεσίας στο χώρο της, διαπιστώθηκε ότι οι χώροι ήταν αρκετά τακτοποιημένοι, όχι όμως ιδιαίτερα καθαροί και φροντισμένοι. Στο μπάνιο υπήρχε μούχλα, στο πάτωμα σκουπίδια, και σε μία συρταριέρα στην είσοδο του σπιτιού, υπήρχαν στοιβαγμένα αντικείμενα και αρκετή σκόνη, ενώ η ατμόσφαιρα μύριζε έντονα τσιγάρο και κλεισούρα. Σε σχετική ερώτηση της κοινωνικής υπηρεσίας, απάντησε θεωρεί την οικία της κατάλληλα εξοπλισμένη για να υποδεχτεί το τέκνο της, θεωρώντας αυτονόητο ότι το πρώτο χρονικό διάστημα θα κοιμούνται μαζί στο διπλό κρεβάτι. Αναφορικά με την εργασιακή της κατάσταση, προκύπτει ότι από την 20.10.2022 εργάζεται στην εταιρεία εστίασης με την επωνυμία "HEALTHY STREET FOOD ΙΚΕ" στον Πειραιά, στο πόστο της λάντζας, με καθεστώς μερικής απασχόλησης ενώ από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας προκύπτει ότι λαμβάνει μισθό περίπου 300,00 ευρώ και λαμβάνει επιπλέον κρατική ενίσχυση το ποσό των 130,74 ευρώ ως επίδομα στέγασης. Από την άλλη μεριά, ο πατέρας του τέκνου, έχει γεννηθεί το έτος 1983 στη Λαμία, είναι απόφοιτος γυμνασίου και το δεύτερο από τα έντεκα παιδιά της οικογένειάς του. Η μητέρα του δεν ζει και ο πατέρας του, ηλικίας 66 ετών, ζει στη Λαμία με πέντε από τα έντεκα παιδιά του. Ο ίδιος διαμένει στην Αθήνα εδώ και δέκα χρόνια σε μισθωμένη οικία ισογείου με μίσθωμα 350,00 ευρώ και απασχολείται ως διανομέας στην εταιρεία Yummybox ΙΚΕ, με μηνιαίο εισόδημα 800,00 ευρώ, ενώ το ωράριο εργασίας του είναι από 14.00 έως 22.00 από Δευτέρα έως Παρασκευή, ωστόσο, σύμφωνα με δήλωση του εργοδότη του, μπορεί να αλλάξει σε πρωινή βάρδια, από 07.00 έως 15.00 ή 08.00 έως 16.00. Σε απροειδοποίητη επίσκεψη της κοινωνικής υπηρεσίας στην οικία του διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για ένα δυάρι, με ένα υπνοδωμάτιο, κουζίνα, σαλόνι, μπάνιο, χωλ, ενώ οι χώροι ήταν αρκετά φροντισμένοι. Ο καθ' ου η αίτηση, περιγράφεται σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, ως άτομο που προσπαθεί να είναι ευγενικός και πρόθυμος, όμως εύκολα μπορεί να χάσει τη ψυχραιμία του ειδικά στην επικοινωνία του με την καθ'ης, ότι κινητοποιείται σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και λειτουργεί με έναν ανεπεξέργαστο, ανώριμο τρόπο, ενώ αδυνατεί να προβεί σε έναν προγραμματισμό, καταλήγοντας αόριστα σε ένα συμπέρασμα ότι όλα θα πάνε καλά. Σε σχέση με τις κατηγορίες της συντρόφου του για κακοποίηση, παραδέχθηκε ότι έχει χάσει τον έλεγχο του, ωστόσο προσπαθεί να επιρρίψει σε εκείνη την ευθύνη για τις πράξεις του. Περαιτέρω, σε σχέση με την επικοινωνία τους με το ανήλικο τέκνο τους κατά το χρονικό διάστημα που αυτό φιλοξενούνταν στο κέντρο, αμφότεροι οι καθ? ων διεκδίκησαν επικοινωνία με αυτό. Αρχικά οι επισκέψεις τους γίνονταν από κοινού, όμως οι διαφωνίες μεταξύ τους όσο και με το προσωπικό φροντίδας και η ανταγωνιστική τους προσέγγιση προς το παιδί διατάρασσε το ήρεμο περιβάλλον που έπρεπε να υπάρχει στο επισκεπτήριο. Έτσι, στη συνέχεια οι επισκέψεις τους πραγματοποιούνταν χωριστά, ενώ κατά την επικοινωνία τους με το τέκνο τους, όταν το τελευταίο αντιδρούσε με κλάματα στις επαφές με τους γονείς του, οι τελευταίοι έδειχναν να μην ικανοποιούνται από τα επισκεπτήρια, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους. Από τον Αύγουστο του έτους 2021 το ανήλικο τέκνο των καθ’ ων συνδέθηκε με ανάδοχη οικογένεια ενώ τα κοινά επισκεπτήρια των καθ’ ων επανήλθαν. Κατά τη διάρκεια τους διαπιστώθηκε πάλι αδυναμία συνύπαρξης των γονέων και συνεργασίας προς όφελος του παιδιού, αφού ο καθένας προσπαθούσε να του κεντρίσει το ενδιαφέρον, προσκαλώντας το ξεχωριστά και όχι συντονισμένα να παίξει με το παιχνίδι που εκείνος έφερε. Έτσι το ανήλικο δυσκολευόταν να εισέλθει στο χώρο του επισκεπτηρίου, ενώ όταν το έκανε, σύντομα αναζητούσε την ανάδοχη μητέρα και ζητούσε να επιστρέψει σε αυτήν. Περαιτέρω δε προκύπτει ότι μεταξύ των καθ' ων δεν υφίσταται συντονισμός και προγραμματισμός σχετικά με την ενδεχόμενη ανάθεση σε αυτούς της γονικής μέριμνας του ανηλίκου. Αρχικά, διαπιστώνεται ότι η μεταξύ τους επικοινωνία δεν εμπεριέχει αμοιβαίο σεβασμό για το ρόλο του καθενός ως γονέα, αντίθετα, ο καθένας λειτουργεί ατομικά, μη λαμβάνοντας υπόψη τις συναισθηματικές ανάγκες του άλλου γονέα. Περαιτέρω, η έλλειψη συντονισμού τους σε σχέση με τη διεκδίκηση του παιδιού και την ανάληψη της φροντίδας αποδεικνύεται από τις νομικές ενέργειες για τη διεκδίκησή του, αφού καθένας τους άσκησε ξεχωριστά ένδικα μέσα κατά της απόφασης αφαίρεσης γονικής μέριμνας, ενώ, αν και δήλωναν ότι επιθυμούν να ολοκληρωθούν σύντομα οι διαδικασίες για να πάρουν πίσω το παιδί τους, κανείς τους δεν προέβη άμεσα σε προσδιορισμό των ενδίκων μέσων και στη συνέχεια ζήτησαν αναβολή κατά τις αρχικά ορισθείσες δικασίμους. Επιπλέον, το Σεπτέμβριο του 2022 σε ερώτηση από την κοινωνική υπηρεσία σχετικά με τον προγραμματισμό τους σχετικά με το τέκνο τους, πάλι δεν είχαν κοινή γραμμή, αφού ο καθ' ου πατέρας δήλωσε ότι θα ζήσουν μαζί και θα αναλάβουν από κοινού τη φροντίδα του τέκνου, ενώ η καθ' ης μητέρα διέψευσε αυτή την προοπτική, λέγοντας ότι ουδέποτε συμφώνησαν κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, κατά την τελευταία επίσκεψή τους στην κοινωνική υπηρεσία, ρωτήθηκαν εκ νέου για τον προγραμματισμό τους, όπου και πάλι απάντησαν αόριστα, ανάγοντας στο μέλλον τις όποιες ενέργειες έχουν σκοπό να κάνουν για την ομαλή ένταξη του τέκνου τους στο νέο περιβάλλον, δηλώνοντας ότι έχουν σκοπό να μείνουν το πρώτο διάστημα μαζί στην οικία του καθ' ου, χωρίς ωστόσο να συμφωνούν στο πόσο εννοούν ότι θα είναι αυτό το διάστημα. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το προσκομιζόμενο από αυτούς υπ' αρ. ....2023 Πρακτικό Διαμεσολάβησης περί κοινής συμβίωσης και άσκησης τις γονικής μέριμνας του τέκνου τους, το οποίο κρίνεται προσχηματικό, καθώς υπογράφηκε μόλις λίγες ημέρες πριν τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης, με προφανή σκοπό να προσκομιστεί στο παρόν Δικαστήριο. Από τη συνεργασία της κοινωνικής υπηρεσίας με τους καθ' ων, προκύπτει ότι οι τελευταίοι θέτουν σαν προτεραιότητα τις δικές τους συναισθηματικές ανάγκες και εξιδανικεύουν την εικόνα τους ως γονέα, μην αναγνωρίζοντας ότι οι δικές τους ενέργειες, ιδίως η μεταξύ τους συγκρουσιακή και ανταγωνιστική σχέση, οδήγησαν στην απομάκρυνση του τέκνου τους από κοντά τους. Παρά τις αναφορές τους ότι μπορούν να συνεργαστούν, η σχέση τους παραμένει προβληματική και δυσλειτουργική και δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια για ουσιαστική αλλαγή στο τρόπο που επικοινωνούν και συνδέονται ως γονείς του ανηλίκου, προκειμένου να εξασφαλίσουν το συμφέρον του. Αντίθετα, από τα λεγόμενα και τη συμπεριφορά τους επιβεβαιώνουν ότι προέχουν οι ατομικές τους ανάγκες, στις οποίες δεν περιλαμβάνουν τις ανάγκες του παιδιού τους και χωρίς να συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις στη ζωή και στην εξέλιξη του παιδιού όλων αυτών των εναλλαγών. Περαιτέρω, όσον αφορά το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, περιγράφεται στην προσκομιζόμενη από το προσθέτως παρεμβαίνον ΝΠΔΔ ψυχολογική έκθεση, ως ένα χαριτωμένο αγοράκι, ηλικίας τεσσάρων ετών, με καλή σωματική ανάπτυξη, αντίληψη, επικοινωνία και φυσιολογικό δυναμικό. Από τον Αύγουστο του 2021 έχει συνδεθεί με ανάδοχη οικογένεια και παρουσιάζει βελτίωση στην εξελικτική του εικόνα, καλή κοινωνική και σχολική προσαρμογή, δείχνει χαρούμενος, ο λόγος του έχει εξελιχθεί, έχουν αμβλυνθεί τα στοιχεία της διέγερσης, της διάσπασης και της ψυχοκινητικής ανησυχίας που παρουσίαζε στο ιδρυματικό περιβάλλον. Η σχέση του με την ανάδοχη μητέρα παρουσιάζεται καλή και φαίνεται να έχει ενσωματωθεί στο περιβάλλον της ανάδοχης μητέρας, στο οποίο αισθάνεται ασφάλεια. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι στο τελευταίο χρονικό διάστημα παρουσιάζει έντονο άγχος αποχωρισμού από την ανάδοχη μητέρα και δυσκολεύεται να την αποχωριστεί κατά τις συναντήσεις με τους φυσικούς του γονείς. Μάλιστα, μετά το επισκεπτήριο των γονέων του, εμφανίζεται να διαταράσσεται συναισθηματικά, εκδηλώνοντας ψυχοκινητική και συναισθηματική διέγερση, ανασφάλεια, φόβο, ενούρηση και διαταραχές ύπνου, τα οποία υποδηλώνουν άγχος. Η ανωτέρω ψυχολογική έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πιθανή απομάκρυνση του παιδιού από το περιβάλλον της ανάδοχης οικογένειας εμπεριέχει το σοβαρό κίνδυνο συναισθηματικής αποσταθεροποίησης, αναπτυξιακής παλινδρόμησης και εν τέλει επανατραυματισμού του παιδιού, δεδομένου ότι οι συνθήκες επικινδυνότητας στο περιβάλλον της βιολογικής οικογένειας, που οδήγησαν αρχικά στην απομάκρυνση του βρέφους, δεν έχουν εκλείψει. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι αμφότεροι οι καθ' ων αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που τους επιβάλλει ο γονεϊκός τους ρόλος και να εξασφαλίσουν ένα ασφαλές, ήρεμο και σταθερό οικογενειακό περιβάλλον στον ανήλικο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται άμεσος και συγκεκριμένος κίνδυνος βλάβης του ανηλίκου, όσον αφορά την σωματική, την ψυχική και την πνευματική του υγεία. Για αυτό, λαμβάνοντας υπόψιν την αρχή της αναλογικότητας και το συμφέρον του τέκνου κρίνεται αναγκαία η αφαίρεση του συνόλου της γονικής μέριμνας από τους καθ ων γονείς του και η ανάθεση αυτής στο προσθέτως παρεμβαίνον ΝΠΔΔ, το οποίο παρέχει τα εχέγγυα ως προς τη σωστή ανατροφή, επίβλεψη, διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση και εν γένει ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη, έχει δε εξεύρει κατάλληλη (ανάδοχη) οικογένεια, η οποία έχει αναλάβει την φροντίδα του ανηλίκου και μπορεί να προσφέρει σε αυτό την απαιτούμενη ηρεμία, φροντίδα και ασφάλεια καθώς και τη δυνατότητα ο ομαλής ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης και εξέλιξης. Επισημαίνεται δε ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση αυτή, χωρίς να πραγματοποιήσει επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο (άρθρο 612 ΚΠολΔ), διότι, κατά την κρίση του, τούτο, ενόψει της μικρής του ηλικίας, δεν έχει την ικανότητα διαμόρφωσης και έκφρασης ώριμης και ανεπηρέαστης γνώμης ως προς τη συγκεκριμένη ένδικη διαφορά, ούτε και την απαιτούμενη ωριμότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του. Περαιτέρω διαπιστώνεται ότι οποιοδήποτε άλλο ηπιότερο μέτρο κρίνεται ανεπαρκές να αποτρέψει τους σοβαρούς κινδύνους της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής της [ορθό του] υγείας που ελλοχεύουν σε αντίθετη περίπτωση. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει σταθερό υποστηρικτικό περιβάλλον, το οποίο θα μπορούσε να συνδράμει τους γονείς και να παράσχει συνθήκες ασφάλειας στον ανήλικο, σε περίπτωση συναισθηματικής αποσταθεροποίησης ή σύγκρουσης των γονέων. Από την οικογένεια της καθ' ης μητέρας, κανείς δεν έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ανάληψη φροντίδας του τέκνου ή συμμετοχής στην ανατροφή του, ενώ και η ίδια η καθ' ης δε διατηρεί επικοινωνία με τα πρόσωπα του οικογενειακού της περιβάλλοντος, στα οποία άλλωστε επιδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης καθώς νιώθει να απειλείται από την παρουσία και τη συμμετοχή τους. Αντίθετα, η ίδια αναφέρει ότι δύναται να έχει τη συνδρομή φίλων της που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν στην ανατροφή του τέκνου της, χωρίς ωστόσο να κατονομάζει συγκεκριμένα πρόσωπα και να προσδιορίζει το ρόλο και το είδος της βοήθειας που θα μπορούσαν να της παράσχουν. Επιπλέον από την οικογένεια του καθ' ου πατέρα, ομοίως κανείς συγγενής, ούτε ο πατέρας του ούτε κανένα από τα αδέλφια του, έχει εκφράσει ενδιαφέρον για το ανήλικο τέκνο των καθ' ων. Ακολούθως, και το ηπιότερο μέσο της παροχής συστηματικής συμβουλευτικής υποστήριξης στους γονείς τόσο για τη μεταξύ τους σχέση όσο και για τη σχέση τους με το τέκνο παρίσταται ανεπαρκές και αναποτελεσματικό, καθώς καθ' όλο το χρονικό διάστημα απομάκρυνσης του τέκνου από αυτούς, αρνούνται να ακολουθήσουν τις οδηγίες επαγγελματιών ώστε να διαχειριστούν τις μεταξύ τους διαφωνίες και να καταλήξουν σε έναν οικογενειακό προγραμματισμό προς όφελος του τέκνου, ενώ συνεχίζουν να μην αντιλαμβάνονται τους λόγους που οδήγησαν στην απομάκρυνση του παιδιού από αυτούς, αρκούμενοι στο να επιρρίπτουν ευθύνες ο ένας στον άλλον. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των καθ' ων ότι παρακολουθούν συμβουλευτική από επαγγελματίες κρίνεται αβάσιμος και προσχηματικός. Συγκεκριμένα, ο καθ' ου πατέρας προσκομίζει την από 31.05.2023 βεβαίωση του 2ου Δημοτικού Ιατρείου Νέου Κόσμου, σύμφωνα με την οποία δεν εμφανίζει ενεργή ψυχοπαθολογία, πλην όμως σε αυτήν δεν αναφέρεται από πότε παρακολουθείται καθώς και αν έχει ακολουθήσει το προτεινόμενο από την ψυχολόγο μέτρο της ψυχοεκπαίδευσης και θεραπείας ζεύγους με τη μητέρα του τέκνου. Ακολούθως, η καθ' ης προσκομίζει μόνο την από 03.12.2019 βεβαίωση παρακολούθησης της κοινωνικής υπηρεσίας του Δήμου Φυλής, στην οποία αναφέρεται ότι το 2019 πραγματοποίησε δύο συνεδρίες κοινωνικής στήριξης για τα θέματα ενδοοικογενειακής βίας που αντιμετώπιζε, κι έκτοτε καμία βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ότι έχει απευθυνθεί σε επαγγελματία για συμβουλευτική όσον αφορά τη σχέση της με τον καθ?ου και την άσκηση του γονεϊκού της ρόλου. Επιπλέον, προσκομίζει έγγραφα της Α? Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με τα οποία δε φαίνεται να αντιμετωπίζει κάποια ενεργή ψυχική νόσο, αλλά μόνο από το σύνδρομο πολλαπλών τικ, το οποίο ουδόλως επηρεάζει την παρούσα κρίση καθώς ο λόγος απομάκρυνσης του ανηλίκου από το οικογενειακό του περιβάλλον, ουδέποτε ήταν τυχόν ψυχική ασθένεια της καθ' ης. Τέλος, ούτε το μέτρο ανάληψης της φροντίδας του τέκνου από τους καθ' ων με ταυτόχρονη παρακολούθηση της οικογένειας από επαγγελματία, κρίνεται πρόσφορο και επαρκές, καθώς απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι η ύπαρξη μιας υποτυπώδους λειτουργικότητας της οικογένειας, μιας βασικής συνεννόησης των μελών ως προς τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν τους ίδιους και το τέκνο τους, και μία διάθεση να δεχθούν την εμπλοκή του επαγγελματία και να ακολουθήσουν τις οδηγίες, συνθήκες που εν προκειμένω δεν υφίστανται. Τούτο δε προκύπτει ιδίως από τη στάση των καθ' ων τα τελευταία τέσσερα έτη, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, και την άρνηση συνεργασίας τους με την κοινωνική υπηρεσία, προκειμένου να αντιληφθούν τα ουσιαστικά προβλήματα της σχέσης τους, να επεξεργαστούν τις διαφορές τους και να διαμορφώσουν μια λειτουργική βάση συνεννόησης ως προς τον γονεϊκό τους ρόλο. Τα ανωτέρω συνιστούν βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της όποιας μετέπειτα επαγγελματικής υποστήριξης." Έτσι που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο και αφαίρεσε το σύνολο της άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου και από τους δύο γονείς, αναθέτοντας αυτήν στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1532 και 1533 Α.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να αρκεστεί σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος για την εφαρμογή τους, ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σε αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, διατυπώνοντας με επάρκεια και σαφήνεια τις ουσιαστικές του παραδοχές και καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, τα δεκτά, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, και συγκεκριμένα ότι α) οι γονείς αδυνατούν να ανταποκριθούν στο λειτούργημά τους και να εξασφαλίσουν το κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον για την ανατροφή του τέκνου, με αποτέλεσμα να υπάρχει άμεσος κίνδυνος βλάβης της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής του υγείας, η δε αδυναμία τους αυτή προκύπτει από τις συνεχείς εντάσεις μεταξύ τους και τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, που κατέστησαν αδύνατη τη συμβίωσή τους, τη συνεχιζόμενη προβληματική και δυσλειτουργική σχέση τους και τη συνακόλουθη αδυναμία συνύπαρξης και συνεργασίας τους προς όφελος του ανηλίκου και έλλειψη συντονισμού και προγραμματισμού σχετικά με την ανάληψη της φροντίδας του, και β) οποιοδήποτε άλλο ηπιότερο μέτρο είναι ανεπαρκές για να αποτρέψει τον κίνδυνο της υγείας του τέκνου, επειδή i) δεν υπάρχει σταθερό οικογενειακό ή φιλικό υποστηρικτικό περιβάλλον, που θα μπορούσε να παρέχει διαρκώς συνδρομή στους γονείς, εξασφαλίζοντας συνθήκες ασφάλειας στο ανήλικο, ii) η παροχή συστηματικής συμβουλευτικής υποστήριξης στους γονείς θα ήταν ανεπαρκές και αναποτελεσματικό μέτρο, επειδή αυτοί αρνούνται να ακολουθήσουν τις οδηγίες των επαγγελματιών και εξακολουθούν να μην κατανοούν τις αιτίες της απομάκρυνσης του τέκνου, και iii) η παρακολούθηση της οικογένειας από επαγγελματία θα ήταν επίσης ανεπαρκές και αναποτελεσματικό μέτρο, επειδή δεν υπάρχει ούτε καν υποτυπώδης λειτουργικότητα της οικογένειας, αλλά ούτε διάθεση των γονέων να δεχτούν την εμπλοκή επαγγελματία και να ακολουθήσουν τις οδηγίες του, θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό του πόρισμα περί συνδρομής εν προκειμένω των απαιτούμενων κατά νόμο προϋποθέσεων για την αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς και την ανάθεσή της στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας, το δε μέτρο αυτό, ενόψει των περιστατικών, που έγιναν ανέλεγκτα δεκτά από το Μονομελές Πρωτοδικείο, είναι σύμφωνο με την αρχή της προσφορότητας, εφόσον είναι κατάλληλο για την αποτροπή του κινδύνου της σωματικής και ψυχικής υγείας του τέκνου, και την αρχή της αναλογικότητας, αφού η επέμβαση στη σχέση των γονέων και του τέκνου, που συνιστά η λήψη του, είναι εν προκειμένω η αναγκαία και ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της προστασίας του ανηλίκου, ενώ δεν συνιστά ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία το γεγονός ότι το δικαστήριο, προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του, δεν ζήτησε και δεν συνεκτίμησε τη γνώμη του τέκνου κατ' άρθρο 1511 § 4 Α.Κ., αφού, όπως δέχεται ανελέγκτως, το τέκνο ενόψει της μικρής ηλικίας του δεν έχει την απαιτούμενη ωριμότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του και να εκφέρει γνώμη. Επομένως είναι αβάσιμα το σκέλος του τέταρτου λόγου και ο πέμπτος λόγος, με τα οποία ο αναιρεσείων προβάλλει αντίστοιχα πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 368 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, κατά δε τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τον συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρήσης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς ειδικές, αλλά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν για την αντίληψη του ζητήματος, ως προς το οποίο ζητείται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, απαιτούνται ή όχι ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επομένως, αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί κανέναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ λόγους αναιρέσεως (Α.Π. 96/2019, Α.Π. 1700/2018, Α.Π. 237/2016, Α.Π. 895/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως προβάλλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο αίτημά του περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την καταλληλότητα ή μη των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου. Όπως προκύπτει, όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Πρωτοδικείο δεν δέχτηκε ότι το ζήτημα αυτό απαιτεί για να γίνει αντιληπτό ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η δε κρίση του αυτή δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, επομένως η σιωπηρή απόρριψη του εν λόγω αιτήματος του αναιρεσείοντος δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, ούτε ειδικότερα αυτόν από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ως απαράδεκτος.

Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τον νόμο, έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως (Ολ.Α.Π. 25/2003, Α.Π. 1001/2020), όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι (που εξομοιώνονται με τους μη προταθέντες, A.Π. 899/2019), αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ.Α.Π. 2/1989, Α.Π. 1121/2022, Α.Π. 512/2022), ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων (Ολ.Α.Π. 3/1997) ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (Ολ.Α.Π. 14/2004, Α.Π. 87/2013), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στο δικόγραφο της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της ιστορικής της βάσης (Α.Π. 862/2020), ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά. Πράγμα, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, αποτελεί και ο λόγος έφεσης, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ.Α.Π. 3/2008, Α.Π. 674/2020, Α.Π. 1431/2017). Δεν αποτελούν πράγματα, όμως, υπό την ως άνω έννοια, τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι για την υποστήριξη των απόψεών τους σε σχέση με νομικά ζητήματα ή οι ισχυρισμοί τους, που αναφέρονται στην ορθή ερμηνεία του νόμου, ακόμη και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (Ολ.Α.Π. 3/1997, ΑΠ 189/2023, ΑΠ 2070/2022, Α.Π. 1692/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση, που υπέβαλε με τις προτάσεις του, ισχυριζόμενος ότι το δικαίωμα της Εισαγγελέως ασκείται καταχρηστικά, επειδή παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της εισαγγελικής διάταξης περί απομάκρυνσης του τέκνου από τους γονείς του μέχρι την άσκηση της αίτησης. Ο λόγος είναι αβάσιμος, επειδή, όπως προκύπτει από την παραδεκτώς επισκοπούμενη προσβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη την ένσταση του αναιρεσείοντος και απέρριψε ρητά αυτήν ως μη νόμιμη. Επίσης ο αναιρεσείων με σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως προβάλλει πλημμέλεια από την ίδια ως άνω διάταξη, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του ότι υπάρχουν άλλα μέτρα αποτροπής του κινδύνου της υγείας του τέκνου, πλην της αφαίρεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς. Ο λόγος είναι αβάσιμος, επειδή ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι αρνητικός της αίτησης και συνεπώς δεν συνιστά πράγμα με την έννοια της ανωτέρω διάταξης, και τούτο ανεξαρτήτως του ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και απέρριψε ρητώς αυτόν.

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 106, 237 § 1 στοιχ. β' , 453 και 524 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (Ολ.Α.Π. 14/2005). Για την ίδρυση του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 173/2015).
Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή έλαβε υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, έστω και χωρίς να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά στην απόφαση, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων (Α.Π. 492/2015). Επίσης, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (Α.Π. 1075/2019, Α.Π. 1761/2017, Α.Π. 1741/2017), και επίσης αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των άνω αποδεικτικών μέσων, αλλά απέρριψε την αγωγή ή την ένσταση ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών (Ολ.Α.Π. 3/1997, Α.Π. 615/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτώς επισκοπείται, προκύπτει ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί συνδρομής των προϋποθέσεων για την αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνα του ανηλίκου από τους γονείς του και την ανάθεσή του στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφασή του πρακτικά συνεδρίασης, επομένως και τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος Κ. Κ. και Α. Π., την .../2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος του αναιρεσείοντος Κ. Τ. και όλα τα έγγραφα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι παρόντες διάδικοι, επομένως και το από 12-1-2022 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό σχετικά με την επιμέλεια και διατροφή του τέκνου μεταξύ του αναιρεσείοντος και της μητέρας του.

Συνεπώς ο έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα κατ' άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Όσον αφορά δε τις λοιπές προβαλλόμενες αιτιάσεις, ότι από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε το Μονομελές Πρωτοδικείο, ο λόγος είναι απαράδεκτος, αφού οι αιτιάσεις αυτές αναφέρονται στην εκτίμηση της αποδεικτικής βαρύτητας των εν λόγω στοιχείων, ήτοι ανάγονται στην πραγματικότητα σε παράπονα για τη βαρύτητα και την αξιοπιστία που προσέδωσε το δικαστήριο στα ως άνω αποδεικτικά μέσα και σε εσφαλμένη αποδεικτική αξιολόγησή τους, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά κατ' άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ.

Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί κατ' άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ του παρεμβαίνοντος, ελλείψει σχετικού αιτήματός του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...-2023 αίτηση του Α. Χ. για αναίρεση της .../2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή