ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 485/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 485/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 485/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 485 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 485/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Γεώργιο Μικρούδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Β. Φ. του Κ., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γουβέτα, ο oποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εξακουστή Σακελλαριάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2019 του ίδιου Δικαστηρίου που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου, .../2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου και .../2022 του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Σάμου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από ...-2024 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση από ...-2024 (.../2024) αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα .../2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου. Η παραπάνω αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 10-7-2024, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης, ούτε έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (στις 15-7-2022), γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητείται από την αντίδικη πλευρά. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του (δια των προτάσεων) προταθέντος ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης παραγραφής της ένδικης αξιώσεως από τον Άρειο Πάγο, πρωτίστως διότι από την προεπισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι (παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο) σχετικό παράπονο δεν είχε διαληφθεί στο κατ' έφεση επιλαμβανόμενο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1321/2015), το δε γεγονός ότι ένας ισχυρισμός λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ' όψιν, δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται απαραίτητα με τη δημόσια τάξη (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 182/2014), όπως ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου περί παραγραφής ενδίκου αξιώσεως (ΑΠ 1304/2022) , ώστε να δικαιολογείται κάμψη της παραπάνω αρχής κατ' άρθρον 562 παρ.2 ΚΠολΔ. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση για να ληφθεί κάποιος αναιρετικός λόγος αυτεπαγγέλτως υπ' όψιν από τον Άρειο Πάγο προϋποτίθεται να έχει τουλάχιστον ασκηθεί παραδεκτή αίτηση, που να περιέχει κάποιο λόγο αναίρεσης, έστω και αόριστο (ΑΠ 1486/2014), ενώ εν προκειμένω δεν έχει ασκηθεί καν τέτοια αίτηση αναιρέσεως από πλευράς του Ελληνικού Δημοσίου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε, όταν ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων κατέθεσε την από .../2017 (αρ. .../2017) αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου, διώκοντας την επιδίκαση συνολικού ποσού 300.000 ευρώ, ως εκ της άδικης προσωρινής του κρατήσεως και πρωτόδικης ποινικής καταδίκης του. Το δικαστήριο εκείνο με την .../2019 απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου. Το τελευταίο αυτό πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο η υπόθεση προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 24/6/2019 (αρ. .../2019) κλήση του ενάγοντος, εξέδωσε την, αντιμωλία των διαδίκων, .../2020 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, επιδικάζοντας στον ενάγοντα συνολικό ποσό 26.000 ευρώ. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησαν έφεση αμφότεροι οι διάδικοι και δη: Α. ο ενάγων με την από 10/5/2021, έφεσή του και Β. το εναγόμενο με την από 22/1/2021 αντίστοιχη έφεσή του. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του, α) έκανε τυπικά δεκτή, αλλά απέρριψε κατ' ουσίαν την πρώτη ως άνω έφεση (του νυν αναιρεσείοντος), β) έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την δεύτερη ως άνω έφεση (του νυν αναιρεσιβλήτου), εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, επιδικάζοντας στον ενάγοντα - αναιρεσείοντα συνολικό ποσό 8.200 ευρώ. Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής αποφάσεως ζητεί ο τελευταίος με την κρινομένη αίτησή του.

1) Με τις διατάξεις του [προϊσχύσαντος] Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, άρθρα 533 έως 545 ΚΠΔ -όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 στην Εισηγητική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι ο νομοθέτης θεώρησε αναγκαία την εναρμόνιση της νομοθεσίας, που διέπει την αποζημίωση όσων καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν (και ίσχυσαν έως 1-7-2019, δηλαδή και κατά χρόνο που αφορά η ένδικη υπόθεση), περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινά κρατηθέντων και τελικά αθωωθέντων, όπως απαιτείται από τα άρθρα 7 § 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα προβλέπεται σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών (άρθρα 94, 95, 96) ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο), που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρύτερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια, μόνο για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και την επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, στις περιπτώσεις, που το ποινικό δικαστήριο έχει μεν αναγνωρίσει τη σχετική υποχρέωση του Δημοσίου, αλλά δεν έχει προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης ή προσδιόρισε αυτή και το ύψος της δεν βρίσκει σύμφωνο τον δικαιούχο ή το υπόχρεο Δημόσιο. Και τούτο, γιατί ο ποινικός δικαστής, ο οποίος έχει πλήρη γνώση της διεξαχθείσας ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου διαδικασίας, εκτιμώντας τις συνθήκες και όλες τις προσκομισθείσες αποδείξεις, είναι ο πλέον κατάλληλος για να αποφανθεί για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση (ΑΠ 766/2023, 918/2008). Επίσης, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 536 παρ. 2 και 539 παρ. 1 ΚΠΔ (ως ίσχυαν πριν την εισαγωγή του Νέου ΚΠοινΔ), συνάγεται ότι η εν λόγω κατ` αποκοπήν ημερησία αποζημίωση αφορά τόσο την περιουσιακή ζημία όσο και την ηθική βλάβη και δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσόν των 29,34 ευρώ, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των οποίων φέρει ο ενάγων. Κατά τη θέσπιση των εν λόγω διατάξεων ο νομοθέτης έλαβε υπ` όψιν και τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η οποία λειτουργεί ως περιορισμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και εκδηλώνεται ως επιταγή του προσήκοντος μέτρου και μέσο συγκερασμού και εναρμονίσεως συγκρουομένων συμφερόντων, και την εξειδίκευσε με τη ρήτρα της επιτρεπτής υπερβάσεως του προβλεπομένου ανωτάτου ορίου της επιδικαζομένης αποζημιώσεως όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις. Η εν λόγω έννοια των εξαιρετικών περιπτώσεων συνιστά αόριστη νομική έννοια, η οποία συγκεκριμενοποιείται με βάση τις γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου, ούτως ώστε, εάν ο προαναφερόμενος περιορισμός του ποσού της αποζημιώσεως, παρίσταται καταδήλως άδικος και επαχθής εις βάρος του δικαιούχου, συντρέχει βάσιμος λόγος επιδικάσεως ποσού αποζημιώσεως καθ` υπέρβαση του ορίου των 29,34 ευρώ μέχρι άρσεως της αδικίας (ΑΠ 41/2020). Τέλος από τη ρητή διάταξη του (προισχύσαντος) άρθρου 536 παρ. 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η προβλεπόμενη αποζημίωση επιδικάζεται "κατ' αποκοπήν" για κάθε ημέρα κράτησης και μάλιστα ενιαίως για αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 1637/2017).

2) Για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως, λαμβάνεται υπ' όψιν και η κατά το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας, που εκδηλώνεται, ως επιταγή του προσήκοντος μέτρου καθώς και ως μέσο συγκερασμού (εναρμονίσεως) αντιθέτων συμφερόντων και εξειδικεύεται δια της ρήτρας της επιτρεπτής υπερβάσεως του ανωτάτου ορίου της αποζημιώσεως, υπό τη συνδρομή εξαιρετικών περιπτώσεων. Οι "εξαιρετικές περιπτώσεις" είναι αόριστη νομική έννοια και συγκεκριμενοποιείται, κατά τις γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου (άρθρο 288 ΑΚ), ήτοι κατά τις επικρατούσες επιταγές της κοινωνικής και συναλλακτικής ηθικής και κατά τις θεμελιώδεις ηθικές και οικονομικές αντιλήψεις του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου. Έτσι, εάν ο πιο πάνω περιορισμός της αποζημιώσεως σε 29 ευρώ, κατ' ανώτατο όριο, είναι καταδήλως άδικος και επαχθής, σε βάρος του δικαιούχου, υπάρχει λόγος επιδικάσεως αποζημιώσεως καθ' υπέρβαση του ορίου των 29 ευρώ (ΑΠ 720/2021). 3) Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ' αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα) το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο) το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. (ΟλΑΠ 9/2015) 4) Ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και, ως εκ τούτου στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης. Οι εν λόγω αυτοτελείς ισχυρισμοί πρέπει να είχαν προταθεί παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο διαφορετικά δεν μπορούσε να τους λάβει υπόψη, αλλά και να είχαν επαναφερθεί νόμιμα, σύμφωνα με το άρθρο 240 ΚΠολΔ, και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 462/2016). Πράγματα κατά την παραπάνω έννοια αποτελούν και οι λόγοι της έφεσης, εφόσον όμως έχουν αυτοτέλεια και η παραδοχή τους οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Αντίθετα λόγοι της έφεσης που αφορούν σε απλές αρνήσεις των διαδίκων ή σε επιχειρήματα και συμπεράσματά τους από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν έχουν αυτοτέλεια και η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει ειδικά σ' αυτούς δεν ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ (AΠ 41/2024, 696/2021, 75/2014). Ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως μέμφεται την προσβαλλομένη για πλημμέλειες εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚπολΔ, διότι κατά την επιδίκαση της κατ' αποκοπήν ημερησίας αποζημιώσεως του δεν έλαβε υπ' όψιν της τον αγωγικό ισχυρισμό περί των δυσμενών συνθηκών κρατήσεως του επί 92 ημέρες στα κρατητήρια του ΑΤ Σάμου. Με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λόγους αναιρέσεως προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο επιδικάζοντας στον ενάγοντα - αναιρεσείοντα ποσό 4.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος, 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και του προισχύσαντος άρθρου 540 ΚΠοινΔ, κατά την οποία αποκαταστατέα τυγχάνει κάθε είδους περιουσιακή ζημία, που προκλήθηκε από την εκτέλεση της ποινής ή της προσωρινής κρατήσεως του ενάγοντος. Επίσης με τους συναφείς τέταρτο και πέμπτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως ο αναιρεσείων μέμφεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι παραβίασε εκ πλαγίου (δηλαδή με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες), τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 536 παρ. 2 και 539 παρ. 1 ΚΠοινΔ.

Εν προκειμένω από την προεπισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τις ενδιαφέρουσες τον αναιρετικό έλεγχο παραδοχές της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα εξής: "Κατά του ενάγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της προμήθειας, κατοχής, πώλησης κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από κοινού, 2) άμεσης συνέργειας στις παραπάνω πράξεις και 3) μεσολάβησης στην πώληση κατ' εξακολούθηση ναρκωτικών ουσιών κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, οι οποίες φέρονται τελεσθείσες στο ... και στο ... Διατάχθηκε κύρια ανάκριση και μετά την απολογία του ο ενάγων κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος δυνάμει του υπ' αριθμ. ...-12 εντάλματος προσωρινής κράτησης του Ανακριτή Σάμου, με χρόνο έναρξης την .../2012. Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σάμου, διατάχθηκε η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης του ενάγοντος μέχρι τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος ενός έτους, ήτοι μέχρι την .../2013, ενώ δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2013 βουλεύματος του ως άνω Συμβουλίου, διατάχθηκε η παράταση της προσωρινής του κράτησης για ακόμα έξι μήνες, ήτοι μέχρι τη συμπλήρωση 18μήνου στις 14/4/2014. Ακολούθως, ο ενάγων παραπέμφθηκε στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αιγαίου, το οποίο, με την υπ' αριθμ. ...-2014 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον ενάγοντα για τις ως άνω πράξεις και του έβαλε ποινή κάθειρξης έξι ετών. Εν συνεχεία, ασκήθηκε κατά της παραπάνω καταδικαστικής απόφασης έφεση η οποία εκδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αιγαίου (μεταβατική έδρα Σάμου), το οποίο, με την υπ' αριθμ. ...-2015 απόφασή του, κήρυξε τον ενάγοντα αθώο για την πράξη της αγοράς ναρκωτικών ουσιών από κοινού και κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, ενώ για την κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό πράξη της άμεσης συνέργειας σε προμήθεια ναρκωτικών ουσιών άλλου για δική του αποκλειστική χρήση, κατ' εξακολούθηση , έπαυσε υφ' όρον η εναντίον του ποινική δίωξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 εδ. α του ν. 4198/2013. Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ καθαρογραμμένων αποφάσεων με α/α 45 και χρονολογία 5/2/2015. Επιπλέον , αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κρατήθηκε στις φυλακές ως προσωρινά κρατούμενος από .../2012 έως 4/3/2014, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2012 εντάλματος του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Σάμου και ως κρατούμενος από 4/3/2014 έως 9/5/2014 δυνάμει της με αριθμ. ...-2014 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου και αποφυλακίσθηκε την 9/5/2014, δυνάμει της με αριθμ. ...-2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου (Β'βαθμού), που διέταξε την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω με αριθμ. ...-2014 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας κατ' αυτής εφέσεώς του.

Συνεπώς, ο ενάγων κρατήθηκε συνολικά 572 ημέρες. Ακολούθως, μετά από αίτηση του ενάγοντος εκδόθηκε η με αριθμ. ...-2015 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, που αναγνώρισε το δικαίωμα του ενάγοντος σε αποζημίωση κατά του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου και υποχρέωσε το τελευταίο να του καταβάλει κατ' αποκοπή αποζημίωση για περιουσιακή του ζημία και χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνολικού ποσού 8.580 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μέχρι το χρόνο της έναρξης της κράτησής του, εργάζονταν ως οδηγός σε ταξί, τους μήνες της υψηλής τουριστικής περιόδου για τη Σάμο, ήτοι από Μάιο μέχρι και Οκτώβριο, λαμβάνοντας ως ημερομίσθιο το ποσό των 50 ευρώ, ενώ τους υπόλοιπους μήνες πραγματοποιούσε, εφόσον έβρισκε και τύγχανε, σποραδικά μεροκάματα, σε αγροτικές δουλειές και ελάμβανε και επίδομα ανεργίας. Συγκεκριμένα, το δηλωθέν εισόδημα του ενάγοντα για το οικονομικό έτος 2010 ήταν 5.907,92 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2011 ήταν 5.746,89 ευρώ και για το οικονομικό έτος 2012 , κατά το οποίο και άρχισε η κράτησή του το μήνα Οκτώβριο, ήταν 1.944,37 ευρώ από μισθωτές υπηρεσίες και ποσό 3.396,80 ευρώ από εισπραχθέν ποσό από επίδομα ανεργίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ενάγων δεν εργάζονταν καθημερινά και καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ ο ισχυρισμός του περί μη δηλωθείσας εργασίας για λόγους φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, κατ' αρχήν, δεν αποδεικνύεται από το συνδυασμό των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων, κατά δεύτερον η ουσιαστική βασιμότητα αυτού δεν ευσταθεί ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθόσον ο ενάγων επικαλείται ότι εργάζονταν με ημερομίσθιο σε ταξί τρίτου ιδιοκτήτη, οπότε η εμφανής καταβολή της αμοιβής σε αυτόν λειτουργεί φορολογικά προς όφελος του εργοδότη του, ως δαπάνη. Πλέον, τούτου, σε περίοδο τουριστικής αιχμής, όπου οι έλεγχοι των φορολογικών και ασφαλιστικών αρχών είναι εντεινόμενοι, και ιδιαίτερα στις τουριστικές επιχειρήσεις και στους οδηγούς ταξί, η αποφυγή δήλωσης της εργασίας ως οδηγού, ενέχει το κίνδυνο επιβολής τεράστιων προστίμων και πρακτικά δεν επιχειρείται. Επίσης, τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα ετήσια εισοδήματα ύψους 14.000 ευρώ, δεν αποδεικνύονται, ούτε από τα δηλωθέντα εισοδήματά του από μισθωτές υπηρεσίες, ως ανωτέρω, αλλά ούτε και από τη κατάθεση του μάρτυρά του στο ακροατήριο, ο οποίος κατέθεσε ότι ο ενάγων εργάζονταν σεζόν, ήτοι 7 ή 8 μήνες το χρόνο.

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, αν δεν μεσολαβούσε η άδικη προσωρινή κράτηση και φυλάκισή του, θα συνέχιζε να εργάζεται με βεβαιότητα ως οδηγός ταξί, όχι, όμως, με ετήσια απασχόληση, αλλά για τη τουριστική περίοδο, που στη Σάμο δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ετησίως, ήτοι από Μάιο έως Οκτώβριο και θα αποκόμιζε το εισόδημα των 4.200 ευρώ, ως ο μέσος όρος περίπου των δηλωθέντων εισοδημάτων του από μισθωτές υπηρεσίες κατά τα αμέσως προηγούμενα της κράτησής του οικονομικά έτη, τα οποία ούτως ή άλλως έβαιναν μειούμενα κατά τις φορολογικές δηλώσεις αυτές. Έτσι ο ενάγων, του οποίου η σύλληψη έλαβε χώρα στις .../2012, οπότε και η τουριστική σεζόν ήταν στο τέλος της ενώ αποφυλακίστηκε στις 9/5/2014, οπότε και, αντίστοιχα, η τουριστική σεζόν ήταν μόλις στην αρχή της, απώλεσε λόγω της κράτησής του, τα εισοδήματα του έτους 2013, τα οποία υπολογίζονται στο ποσό 4.200 ευρώ, ως προαναφέρθηκε, καθόσον από το 2010 έβαιναν μειούμενα και το έτος 2012, πριν τη κράτησή του, ανέρχονταν στο ποσό των 5.341,17 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος ανεργίας εκ 3.396,80 ευρώ ενώ τα εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες ανέρχονταν μόλις στο ποσό των 1.944,37 ευρώ. Εξάλλου, ο αγωγικός του ισχυρισμός περί απώλειας εισοδημάτων και μετά την αποφυλάκισή του ένεκα του κοινωνικού στιγματισμού που τον ακολουθούσε στη τοπική κοινωνία της Σάμου, είναι απορριπτέος, κατ' αρχήν ως νόμω αβάσιμος, καθότι η επικαλούμενη αυτή ζημία δεν είναι αποκαταστατέα, αφού δεν αποτελεί ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με το χρόνο της κράτησής του και δεν επήλθε κατά τη διάρκεια της κράτησής του αυτής. Και τούτο καθότι η ratio του νόμου για την επιδίκαση αποζημίωσης στους αδίκως κρατηθέντες είναι η άμβλυνση των συνεπειών που είχε η στέρηση του εννόμου αγαθού της ελευθερίας τους και η ζημία που υπέστησαν εξαιτίας αυτής της στέρησης και όχι οι έμμεσες συνέπειες και ο αντίκτυπος που ενδεχομένως είχε η κράτησή τους στο μετέπειτα χρόνο της αποφυλάκισης και κοινωνικής τους επανένταξης. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος λόγω της προσωρινής του κράτησης, δοθέντος ότι στην επέμβαση αγγειοπλαστικής υποβλήθηκε την 13/12/2010, ήτοι περίπου δύο χρόνια πριν την έναρξη της προσωρινής του κράτησης ενώ οι προσκομιζόμενες ιατρικές εξετάσεις και γνωματεύσεις αφορούν τα έτη 2010 και 2011, η δε από 31/12/2012 προσκομιζόμενη ιατρική βεβαίωση του Καρδιολόγου Ε. Μ., αναφέρει ότι ο ενάγων παρουσιάζει στηθάγχη στην κόπωση και σε ψυχολογική ένταση και ότι βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή και τακτική καρδιολογική παρακολούθηση, ενώ συνίσταται κατάλληλη δίαιτα και τακτική φυσική δραστηριότητα, χωρίς, όμως, να αναφέρει κάποια επιδείνωση της κατάστασής του που να συνδέεται αιτιωδώς με την επιβληθείσα στον ενάγοντα κράτηση. Και ναι μεν, σύμφωνα με τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η ως άνω κατάσταση και πορεία της υγείας του ενάγοντα ενέτεινε την έντονη στενοχώρια και το ψυχικό άλγος, που υπέστη λόγω της άδικης κράτησής του για τις ως άνω βαρύτατες κατηγορίες. Πλην όμως, η καρδιολογική ασθένεια από την οποία πάσχει ο ενάγων, δεν δύναται να συνδεθεί αιτιωδώς με το γεγονός της κράτησής του. Επίσης, ούτε επιδείνωση αυτής κατά τη διάρκεια της κράτησης αποδείχθηκε αλλά ούτε και αμέλεια του ενάγοντα σχετικά με την ιατρική της παρακολούθηση και επιμέλεια. Κατ` ακολουθία των παραπάνω, κατά τη κρίση αυτού του Δικαστηρίου, δεν αποδείχτηκε ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 539 ΚΠΔ, όμως, ο ενάγων και ήδη εκκαλών - εφεσίβλητος δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ932, 534, 536 και 538 ΚΠΔ), η οποία, λαμβανομένων υπόψη του είδους της σε βάρος του ποινικής κατηγορίας και του χρόνου και συνθηκών κράτησής του, ανέρχεται στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4000) ευρώ αφού ληφθούν υπόψη το είδος της προσβολής, η ηθική του ταλαιπωρία, η έκταση της βλάβης και η βαρύτητα αυτής καθώς και η οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση. Το ποσό αυτό είναι εύλογο, δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την παραπάνω διάταξη των άρθρων 533 επ. ΚΠΔ. Συνυπολογιζομένου, δε, και του ποσού το οποίο του επιδικάσθηκε από το ποινικό δικαστήριο, η αποζημίωση του ενάγοντα (4.200 +4.000+ 8.580 = 16.780 ευρώ) δεν υπερβαίνει το από το νόμο προβλεπόμενο ανώτατο όριο (29,34 Χ 572 ημέρες = 16.782 ευρώ)....Τούτο δε διότι τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και, ειδικότερα, ότι η επίμαχη κράτηση του ενάγοντος δεν συνδέεται, αιτιωδώς, με την ως άνω ασθένειά του, η οποία προϋπήρχε, δεδομένου ότι αυτή (ασθένεια) είχε εκδηλωθεί πριν την έναρξη της ένδικης κράτησής του και ότι,αφενός μεν, δεν αποδείχθηκε επιδείνωση της υγείας του ένεκα της κράτησής του, αφετέρου δε, ότι παρακολουθούσε τη κατάσταση της υγείας του ενόσω ήταν κρατούμενος, όπως ακριβώς θα γινόταν και αν αυτός δεν κρατείτο, δικαιολογούν την ως άνω κρίση, ότι, δηλαδή, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, η εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 539 παρ. 1 εδ. β` ΚΠΔ, η αόριστη νομική έννοια της οποίας, επομένως, ορθά συγκεκριμενοποιήθηκε, από το παρόν δικαστήριο στην υπόψη περίπτωση, με βάση τις γενικές ρήτρες του αστικού δικαίου, σε αντίθεση με την εσφαλμένη κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Η αποζημίωση δε του ενάγοντα, δέον περαιτέρω να προσδιορισθεί με συνυπολογισμό και του ποσού των 8.580 ευρώ, το οποίο του είχε επιδικασθεί, προηγουμένως, για την ίδια αιτία, με την υπ' αριθμ. ...-2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου, σε εναρμόνιση με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια της μη υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, αφού ο περιορισμός της (ένδικης αποζημιώσεως) στο ανωτέρω ποσό δεν παρίσταται καταδήλως άδικος και επαχθής εις βάρος του δικαιούχου - ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου, ώστε να συντρέχει βάσιμος λόγος να του επιδικασθεί μεγαλύτερο (ποσό). Και τούτο διότι, από τη διαίρεση του ως άνω συνολικού ποσού της αποζημιώσεως των 16.780 (4.200 + 4.000+ 8.580 ) ευρώ με τις 572 ημέρες της κράτησής του, προκύπτει ημερήσια αποζημίωση του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσίβλητου ύψους 29,33 ευρώ, το οποίο σχεδόν ισούται με το ανώτατο, προβλεπόμενο από τις προαναφερθείσες διατάξεις, όριο των 29,34 ευρώ ημερησίως σε περίπτωση μη συνδρομής, ως εν προκειμένω, της εξαιρετικής περίπτωσης της προαναφερθείσας διάταξης (539 παρ. 1 εδ. β` ΚΠΔ)". Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν παρέλειψε να λάβει υπ' όψιν του προταθέντα πράγματα, που είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ούτε παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ευθέως ή εκ πλαγίου, καθόσον διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Ειδικότερα: (Α) Η προβληθείσα με τον πρώτο αναιρετικό λόγο αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψιν τον ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό περί των δυσμενών συνθηκών κρατήσεως του στο ΤΑ Σάμου (όπου και ο τόπος κατοικίας του), τυγχάνει απορριπτέα, διότι εδράζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού στην προσβαλλομένη απόφαση γίνεται ρητή μνεία (σελ. 16) ότι, κατά τον υπολογισμό της χρηματικής του ικανοποιήσεως, ελήφθησαν υπ' όψιν ο χρόνος (και) οι συνθήκες κρατήσεως του (οδηγώντας μάλιστα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην επιδίκαση του ανωτάτου τότε προβλεπομένου στο άρθρο 536 ΚΠοινΔ ημερησίου συνολικού ποσού), χωρίς βέβαια να είναι αναγκαία εν προκειμένω η αναλυτική παράθεση του πλήρους ιστορικού κρατήσεώς του. Β) Επίσης το Εφετείο, επιδικάζοντας ποσό 4.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, πέραν του ήδη επιδικασθέντος από το ποινικό δικαστήριο ποσού 8.500 Ευρώ για την ίδια αιτία (ήτοι εν συνόλω 12.500 €), λαμβάνοντας (ρητώς) υπ' όψιν τις συνθήκες και τη διάρκεια κρατήσεως του, την ηθική του ταλαιπωρία απ' αυτήν και την οικονομική - οικογενειακή του κατάσταση, δεν παραβίασε την υπερνομοθετική αρχή της αναλογικότητας ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά αναλύονται στην υπ' αρ. 3 νομική σκέψη.

Συνεπώς ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως (εκ του αρ. 1 αρθ. 559 ΚΠολΔ) απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος. Η δε περαιτέρω με τον παραπάνω λόγο προβαλλόμενη αιτίαση ότι το παραπάνω ποσό "υπολείπεται καταφανώς του συνήθως επιδικαζομένου σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικού ποσού" (χωρίς μάλιστα καμία παραπομπή σε παρεμφερή νομολογιακά παραδείγματα) τυγχάνει προφανώς αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Εξάλλου, όπως προεξετέθη στην υπ' αρ. 1 νομική σκέψη, η σχετική αποζημίωση επιδικάζεται κατ' αποκοπήν για κάθε ημέρα κράτησης, ενιαία για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 1637/2017) και συνεπώς ουσιώδες εν προκειμένω δεν τυγχάνει η επιμέρους κρίση για το ποσό της ηθικής βλάβης που διέλαβε η προσβαλλομένη, αλλά το συνολικό ύψος της κατ' αποκοπήν ημερήσιας αποζημιώσεως (που εν προκειμένω ανήλθε στο ανώτατο νόμιμο όριο), όπως και τυχόν ύπαρξη εξαιρετικών συνθηκών, που ενδεχομένως δικαιολογούν υπέρβαση του ορίου αυτού, για το οποίο θα γίνει κατωτέρω λόγος (υπό στοιχείο Δ). Γ). Ακόμη το Εφετείο με το να δεχθεί ότι "ο αγωγικός ισχυρισμός περί απώλειας εισοδημάτων και μετά την αποφυλάκισή του ένεκα του κοινωνικού στιγματισμού που τον ακολουθούσε στη τοπική κοινωνία της Σάμου, είναι απορριπτέος, κατ' αρχήν ως νόμω αβάσιμος, διότι η επικαλούμενη αυτή ζημία δεν είναι αποκαταστατέα, αφού δεν αποτελεί ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με το χρόνο της κράτησής του", ορθά ερμήνευσε την διάταξη του προισχύσαντος άρθρου 540 ΚΠοινΔ. Και τούτο διότι και στις συνήθεις περιπτώσεις αποζημιώσεως (ΑΚ 297, 298), αν κατά την κρίση του Δικαστηρίου η ζημία του ενάγοντος είναι απλά ενδεχόμενη, η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη (ΑΠ 601/2010, ΑΠ 2076/2006).

Εν προκειμένω τόσο από το κείμενο των διατάξεων των άρθρων 536 παρ. 2, 539 παρ. 1 και 540 παρ.1 του προισχύσαντος ΚΠοινΔ, όσο και από την εισηγητική έκθεση του άρθρου 26 του ν. 2915/2001, ουδόλως συνάγεται ότι ο νομοθέτης σκοπό είχε να διευρύνει -και δη τόσο ευρέως- την έκταση της αποζημιώσεως, ώστε να καταλαμβάνονται και οι έμμεσες συνέπειες που ενδεχομένως είχε η κράτησή στο μετέπειτα χρόνο της κοινωνικής επανένταξης, οι οποίες (συνέπειες) άλλωστε λαμβάνονται υπ' όψιν κατά τον προσδιορισμό της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως που επιδικάζεται.

Συνεπώς ο σχετικός τρίτος αναιρετικός λόγος ερειδόμενος στο άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ απορριπτέος τυγχάνει. Δ) Περαιτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχόμενο ότι (με βάση όλα όσα στο σαφές σκεπτικό του αναλυτικώς εκθέτει για τα απολεσθέντα εισοδήματα και την ηθική βλάβη του ενάγοντος) δεν απεδείχθη ότι συντρέχει ως προς τον ενάγοντα η εξαιρετική περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου τιθεμένου ορίου των 29,3 ευρώ ημερησίως (που επεδίκασε), το οποίο στην ένδικη περίπτωση δεν έκρινε καταδήλως άδικο και επαχθές, δεν παραβίασε τη διάταξη του προισχύσαντος άρθρου 539 παρ. 1 ΚΠοινΔ, δοθέντος μάλιστα ότι σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπ' αρ. 1 νομική σκέψη το βάρος αποδείξεως του σχετικού ισχυρισμού φέρει ο ίδιος ο ενάγων. Ακολούθως και ο τέταρτος αναιρετικός λόγος, ερειδόμενος στον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και κατά το διαφοροποιημένο από τον πρώτο λόγο μέρος του) απορριπτέος τυγχάνει. Τέλος (Ε) με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο, ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο για πλημμέλεια εκ του αρ. 19 αρθ. 559 ΚΠολΔ, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας για την απορριπτική παραδοχή του, που σχετίζεται με την αξίωση του για απολεσθέντα εισοδήματα του ως οδηγού ταξί υπό τις επικαλούμενες απ' αυτόν συνθήκες αδήλωτης εργασίας. Ειδικότερα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε, με επάλληλη αιτιολογία, ότι η παραπάνω αξίωση "δεν ευσταθεί ούτε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθόσον ο ενάγων επικαλείται ότι εργάζονταν με ημερομίσθιο σε ταξί τρίτου ιδιοκτήτη, οπότε η εμφανής καταβολή της αμοιβής σε αυτόν λειτουργεί φορολογικά προς όφελος του εργοδότη του, ως δαπάνη". Ο λόγος όμως αυτός απορριπτέος τυγχάνει πρωτίστως διότι οι παραπάνω παραδοχές της προσβαλλομένης, ως αναγόμενες στα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν ελέγχονται αναιρετικά, διότι το φερόμενο ως παραβιασθέν δίδαγμα της κοινής πείρας αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 2080/2017). Σε κάθε περίπτωση πάντως, εν προκειμένω με τον ως άνω λόγο πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης, αφού είχε προηγηθεί η βασική παραδοχή της ότι "ο ισχυρισμός του (ενάγοντος) περί μη δηλωθείσας εργασίας για λόγους φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, κατ' αρχήν, δεν αποδεικνύεται από το συνδυασμό των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων". Από τη στιγμή δε, που δεν τελεσφόρησε ο τέταρτος λόγος (σε σχέση με τη μη συνδρομή εξαιρετικών συνθηκών που να επιβάλλουν την αύξηση του ως άνω τιθεμένου χρηματικού ορίου), ο παρών πέμπτος λόγος καθίσταται αλυσιτελής, διότι οι σχετικές παραδοχές της προσβαλλομένης στηρίζουν από μόνες τους το απορριπτικό διατακτικό της αποφάσεως (ΑΠ 266/2020). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 Ν. 3693/1957 σε συνδυασμό με την 134423/1992 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης), όπως ορίζεται στο διατακτικό, μειωμένα πάντως, λόγω της αμφίδρομης εφαρμογής του άρθρου 22 Ν. 3693/1957 (ΑΠ 244/2024). Τέλος πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου ποσού 450 ευρώ, που κατέθεσε ο αναιρεσείων κατά την άσκηση της αναιρέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο κατ' άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 41/2020).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...-2024 (.../2024) αίτηση αναιρέσεως κατά της .../2022 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.

Διατάσσει την κατάπτωση του με αρ. ... e-παραβόλου ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ και την εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ύψους τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή