ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 489/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 489/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 489/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 489 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 489/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Ειρήνη Νικολάου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 3 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Λ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Αντωνιάδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσίβλητων: 1) Δ. Κ. του Ε., 2) Ι. Ν. του Σ., 3) Σ. Ν. του Σ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Μπιλέκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. 4) Ελληνικό Δημόσιο, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Παρασκευής Μιλήση, πληρεξουσίας Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2020 αγωγή των με α/α 1ου,2ου,3ου ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν η .../2022 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από ...-2024 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ειρήνη Νικολάου. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των με α/α 1ου, 2ου, 3ου αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 577 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ο Άρειος Πάγος ερευνά πρώτα, και μάλιστα αυτεπαγγέλτως, αν συντρέχουν οι λόγοι του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης και ακολούθως, αν κρίνει αυτή παραδεκτή και νόμιμη, προχωρεί στην έρευνα του βάσιμου των λόγων της αναίρεσης. Κύρια θετική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αναίρεσης είναι και το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αναίρεσης του διαδίκου, που επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης (ΑΠ 109/2022). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατά του νικήσαντος αντιδίκου του αναιρεσείοντος, όχι δε και κατά του ομοδίκου του, ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη η αναίρεση ελλείψει έννομου συμφέροντος, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει διατάξεις ως προς τον αναιρεσίβλητο αυτόν, που να βλάπτουν τον αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ ...997, ΑΠ 872/2023, ΑΠ 379/2022). Ειδικότερα, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απευθύνεται μόνον εναντίον εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος, ως προς τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη κατά το μέρος της, που στρέφεται εναντίον εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, στους οποίους δεν αναφέρεται η αποδιδόμενη μ` αυτήν πλημμέλεια και ως προς τους οποίους, συνακόλουθα, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμα ευδοκιμήσει η αναίρεση (ΑΠ 379/2022, ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 157/2018, ΑΠ 2080/2017).

Στην προκείμενη περίπτωση με την κρινόμενη από .../2024 (αρ. κατ. ....024) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με αριθμό .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν, έγιναν δεκτές κατ'ουσίαν α) η από .../2023 (αρ. κατ. ....023) έφεση του δεύτερου εναγόμενου και ήδη τέταρτου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά των εναγόντων και ήδη 1ου, 2ου και 3ης αναιρεσιβλήτων και κατά του πρώτου εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος, β) η από .../2023 (αρ. κατ. ....023) έφεση των εναγόντων και ήδη 1ου, 2ου και 3ης αναιρεσιβλήτων κατά του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος και κατά του δεύτερου εναγομένου και ήδη τέταρτου αναιρεσεσίβλητου και κατά της υπ'αριθμ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας. Η ως άνω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εκδόθηκε επί της από .../2020 (αρ. κατ. ....2020) αγωγής των εναγόντων και ήδη τριών πρώτων αναιρεσίβλητων κατά του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος και κατά του δεύτερου εναγομένου και ήδη τέταρτου αναιρεσίβλητου. Με την ως άνω αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ότι προσλήφθηκαν από 1/3/1986, 1/8/1992 και 2/11/1998 καθένας από αυτούς αντίστοιχα και εργάζονταν με πλήρες ωράριο και αμοιβή την προβλεπόμενη από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ως υπάλληλοι του άμισθου Υποθηκοφυλακείου Βεροίας, Προϊστάμενος των οποίων ήταν ο πρώτος εναγόμενος, ήδη αναιρεσείων, ως Άμισθος Υποθηκοφύλακας από 1/3/2003, προσφέροντας τις υπηρεσίες που αναλυτικά περιγράφουν στην αγωγή και ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν για δεδουλευμένες αποδοχές στον πρώτο το ποσό 19.952,27 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 16.730,69 ευρώ και στην τρίτη το ποσό των 14.800,79 ευρώ. Με την ως άνω πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα και έγινε αυτή δεκτή ως προς το δεύτερο εναγόμενο (Ελληνικό Δημόσιο). Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τυπικά και κατ'ουσία την από .../2023 έφεση του δεύτερου εναγομένου (Ελληνικού Δημοσίου) και την από .../2023 έφεση των εναγόντων και ήδη τριών πρώτων αναιρεσίβλητων, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο και ήδη τέταρτο αναιρεσίβλητο, δέχθηκε την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα και υποχρέωσε αυτόν να καταβάλει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα σ'αυτή ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την επομένη της δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (.../2023) του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 ΚΠολΔ). Καθ' ο , όμως, μέρος στρέφεται κατά του τέταρτου αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, απλού ομοδίκου του αναιρεσείοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αντιδίκου του στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται έννομο συμφέρον προς εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και έναντι του τέταρτου αναιρεσίβλητου, ούτε με τους διαλαμβανόμενους στο αναιρετήριο λόγους προβάλλονται αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος της με το οποίο απέρριψε την αγωγή των εναγόντων ως προς το δεύτερο εναγόμενο και ήδη τέταρτο αναιρεσίβλητο. Επομένως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, ακόμη και αν ευδοκιμήσουν οι προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς τον τέταρτο αναιρεσίβλητο. Καθ' ο δε μέρος η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά των τριών (3) πρώτων αναιρεσιβλήτων, αυτή είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Ι. Με το κανονιστικό διάταγμα της 19/23 Ιουλίου 1941 "Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των διατάξεων των Αναγκαστικών Νόμων 434/1937, 1933/1939, 2182/1940 και 2532/1940 "περί οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων του Κράτους" (ΦΕΚ Α' 244/1941) προβλέπεται στο άρθρο 1 ότι: "Εν τη περιφερεία εκάστου ειρηνοδικείου λειτουργούσιν έν ή πλείονα υποθηκοφυλακεία, παρ' οις μόνον δύνανται να ενεργώνται εγκύρως κατά τας διατάξεις των κειμένων νόμων α) η εγγραφή υποθήκης ή προσημειώσεως ή κατασχέσεως επί ακινήτων κειμένων εν τη περιφερεία της δικαιοδοσίας του υποθηκοφυλακείου, β) η μεταγραφή των εις τοιαύτην υποκειμένων πράξεων κατά τον περί μεταγραφής νόμον επί ακινήτων κειμένων εν τη αυτή περιφερεία, γ) Η καταχώρησις αγωγών ως και πάσα άλλη πράξις εγγραφή ή σημείωσις σχετική προς ακίνητα, οριζομένη υπό του νόμου", στο άρθρο 3 ότι : "Τα Υποθηκοφυλακεία είναι άμισθα ή έμμισθα"... και στο άρθρο 45 παρ. 7, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν.δ. 4201/1961 (ΦΕΚ Α 175), ότι: "Αι εργάσιμοι ώραι εν τοις εμμίσθοις και αμίσθοις υποθηκοφυλακείοις, αι ώραι παραλαβής των προσκομιζομένων προς καταχώρισιν εγγράφων, αι ώραι ερεύνης των βιβλίων, και πάσα λεπτομέρεια της διεξαγωγής της υπηρεσίας ρυθμίζονται δι' αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης". Περαιτέρω, το ανωτέρω δ/γμα της 19/23.7.1941 ορίζει στο άρθρο 12 ότι: "Το προσωπικόν εκάστου ειδικού αμίσθου Υποθηκοφυλακείου σύγκειται εξ ενός υποθηκοφύλακος, δυναμένου να βοηθήται παρ' ενός ή πλειόνων υπαλλήλων υπ' αυτού προσλαμβανομένων και αμειβομένων" και στο άρθρο 35 παρ. 1 ότι: "Η κατά τους κειμένους νόμους εποπτεία και επιθεώρησις των υποθηκοφυλακείων εν γένει του Κράτους ανήκει εις τους οικείους παρά πρωτοδίκαις Εισαγγελείς, ασκούντας και επί του προσωπικού των υποθηκοφυλακείων πάντα τα εκ του άρθρ. 96 και επ. του Οργανισμού των δικαστηρίων και λοιπών νόμων παρεχόμενα αυτοίς σχετικά δικαιώματα... Ως προς την πειθαρχικήν διαδικασίαν και τας πειθαρχικάς ποινάς εφαρμόζονται επίσης αι διατάξεις του Οργανισμού των δικαστηρίων, ως ετροποποιήθησαν". Εξάλλου, το ως άνω διάταγμα (στο Κεφάλαιο Η') καθόριζε, στα άρθρα 53, 54 και 55, τα εισπραττόμενα "δικαιώματα των αμίσθων υποθηκοφυλάκων", τα οποία καθορίζονται ήδη από τον ν. 325/1976 (ΦΕΚ Α 125/1976) "Περί καθορισμού των εισπραττομένων εν τοις αμίσθοις και εμμίσθοις Υποθηκοφυλακείοις δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου και των Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων" (άρθρο 25). Ο νόμος αυτός όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: "Οι Άμισθοι Υποθηκοφύλακες, ανεξαρτήτως των νομίμων τελών, εισπράττουσι παρά των αιτούντων εγγραφήν εις τα παρ' αυτοίς τηρούμενα βιβλία, δικαιώματα πάγια και αναλογικά κατά τας εν τοις επομένοις άρθροις διακρίσεις" και στα άρθρο 2 έως 9 καθορίζει ειδικότερα τα εισπραττόμενα στα άμισθα υποθηκοφυλακεία πάγια και αναλογικά δικαιώματα. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου αυτού, "1. Εκ των υπέρ αυτού εισπραττομένων δικαιωμάτων, ο Αμισθος Υποθηκοφύλαξ... παρακρατεί δι' αμοιβήν αυτού και προς αντιμετώπισιν των γενικών εξόδων κανονικής λειτουργίας του Υποθηκοφυλακείου, το σύνολον τούτων, εφ' όσον ταύτα δεν υπερβαίνουσι τας δραχμάς 360.000 ετησίως. 2. Εάν τα εισπραττόμενα δικαιώματα υπερβαίνωσι τας δραχμάς 360.000, ο ειδικός Αμισθος Υποθηκοφύλαξ... παρακρατεί πλέον του ποσού τούτου και ποσοστόν 20% επί των πέραν των 360.000 δραχμών εισπραττομένων ετησίως δικαιωμάτων, μη δυναμένου του ποσού των συνολικώς παρακρατουμένων δικαιωμάτων του να υπερβή τας δραχμάς 40.000 μηνιαίως ή τας δραχμάς 480.000 ετησίως...". Τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο 16 ποσά αναπροσαρμόσθηκαν διαδοχικά με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, εκδοθείσες βάσει της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 του νόμου με τελευταία και ισχύουσα την ΥΑ 26233/2005 (ΦΕΚ Β' 341/16.3.2005). Περαιτέρω, το άρθρο 56 του προαναφερθέντος κωδικοποιημένου διατάγματος της 19/23.7.1941, το οποίο αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 1 του α.ν. 153/1967 και στη συνέχεια με το άρθρο 1 του ν.δ. 811/1971, ορίζει στις παραγράφους 4 και 5 και στη συνέχεια στις αναριθμηθείσες ως 7 και 8 παραγράφους, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 12 του ν. 1868/1989, που προσέθεσε νέα παρ. 6, τα εξής: "4. Ο ειδικός άμισθος Υποθηκοφύλαξ... παρακρατεί επί πλέον του εν τη προηγουμένη παραγράφω ποσού, τας υπέρ του Ταμείου Νομικών εισφοράς τας αναλογούσας εις το πέραν του κατά την παρ. 3 παρακρατουμένου ποσού, ως και τας δαπάνας μισθοδοσίας των υπ' αυτού απασχολουμένων υπαλλήλων και των υπέρ των οικείων ασφαλιστικών Ταμείων αντιστοίχως εισφοράς τούτων ως εργοδοτών. Αι δι' έκαστον υπάλληλον παρακρατούμεναι δαπάναι μισθοδοσίας δεν δύναται να υπερβαίνουν τα υπό των οικείων συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων καθοριζόμενα όρια. 5. Ο αριθμός των απαραιτήτων δια την κανονικήν λειτουργίαν εκάστου αμίσθου Υποθηκοφυλακείου υπαλλήλων, καθορίζεται δι' αποφάσεων των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, εκδιδομένων κατόπιν ειδικώς ητιολογημένης γνωμοδοτήσεως του αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών, επί τη βάσει του αριθμού των εισαγομένων πάσης φύσεως αιτήσεων και κατ' αναλογίαν ενός υπαλλήλου προς χιλίας τουλάχιστον αιτήσεις εκ των κατ' έτος υποβαλλομένων (στην παρ. αυτή προστέθηκε τελευταίο εδάφιο με το άρθρο 108 παρ. 5 του ν. 4055/2012, περί του οποίου βλ. στη συνέχεια). 6. ... 7. Εάν τα εισπραττόμενα δικαιώματα, μηνιαίως ή ετησίως, είναι κατώτερα των όσων κατά τας προηγουμένας παραγράφους δικαιούται να παρακρατήση ο άμισθος υποθηκοφύλαξ... δι' αμοιβήν αυτού και προς αντιμετώπισιν των γενικών εξόδων λειτουργίας του Υποθηκοφυλακείου και μισθοδοσίας του υπ' αυτού απασχολουμένου προσωπικού, ως και εργοδοτικών εισφορών, ουδεμίαν υποχρέωσιν αναλαμβάνει το Δημόσιον προς συμπλήρωσιν του παρακρατουμένου ποσού μέχρι των κατά τας προηγουμένας παραγράφους οριζομένων ορίων. 8. Πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την εφαρμογήν του παρόντος εν οις και ο τρόπος αποδείξεως του ποσού των καταβαλλομένων εις έκαστον των απασχολουμένων υπαλλήλων αποδοχών καθορισθήσεται δι' αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης". Επίσης, το άρθρο 2 του α.ν. 153/1967 προβλέπει ότι: "1. Τα επί πλέον των κατά την παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου [ήδη άρθρο 16 του ν. 325/1976] ποσών, εισπραττόμενα δικαιώματα, κατατίθενται εις το οικείον Δημόσιον Ταμείον. Η κατάθεσις γίγνεται ανά τρίμηνον και εντός του πρώτου δεκαημέρου του επομένου μηνός της λήξεως του τριμήνου. 2. Εάν τα εισπραχθέντα υπό τινός των ως άνω Υποθηκοφυλάκων δικαιώματα τριμήνου τινός είναι κατώτερα των όσων συμφώνως τω παρόντι νόμω δικαιούται να παρακρατήση ούτος δι' εαυτόν, διά τας αποδοχάς των υπαλλήλων του, συμπληρούνται ταύτα εκ των επί πλέον εισπραττομένων δικαιωμάτων των επομένων τριμήνων, εις τρόπον ώστε τα παρακρατούμενα να μη υπερβαίνουσι τα κατά την παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου [ήδη άρθρο 16 του ν. 325/1976] ποσά κατ' έτος". Συναφώς, η 28771/1971 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης "Περί καθορισμού των αναγκαίων λεπτομερειών δια την εφαρμογήν του Α.Ν. 153/1967 ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη υπό του Ν.Δ. 811/1971",(ΦΕΚ Β/245/1971) η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 2 παρ. 3 του α.ν. 153/1967 και 56 παρ. 8 του κωδ. δ/τος της 19/23.7.1941, ορίζει (παρ. 3 έως 5) ότι οι άμισθοι υποθηκοφύλακες τηρούν και "βιβλίο εισοδημάτων", στο οποίο καταχωρίζονται και αθροίζονται ανά τρίμηνο, κατά τον αναλυτικώς παρατιθέμενο στην απόφαση αυτή τρόπο, αφενός το σύνολο των εισπραττόμενων ποσών των δικαιωμάτων που προκύπτουν από το "βιβλίο εισαγομένων εγγράφων" και το "βιβλίο εκδόσεως πιστοποιητικών και αντιγράφων" και αφετέρου τα ποσά υπέρ του άμισθου υποθηκοφύλακα (άρθρο 16 ν. 325/1976), τα καταβαλλόμενα για τη μισθοδοσία των απασχολούμενων στο άμισθο υποθηκοφυλακείο υπαλλήλων-βοηθών και για την εργοδοτική εισφορά του άμισθου υποθηκοφύλακα στο ΙΚΑ ή σε άλλο ασφαλιστικό ταμείο καθώς και οι αναλογούσες υπέρ του Ταμείου Νομικών εισφορές του. Το προκύπτον υπόλοιπο από τα ποσά αυτά κατατίθεται από τον άμισθο υποθηκοφύλακα στο δημόσιο ταμείο, ως δημόσιο έσοδο, ανά τρίμηνο και εντός του πρώτου δεκαημέρου του επομένου μηνός της λήξεως του τριμήνου.

ΙΙ. Με το άρθρο 108 παρ. 5 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012) προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην παρ. 5 του άρθρου 1 του προαναφερθέντος ν.δ. 811/1971, ως εξής: "Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την επιλογή, πρόσληψη, υπηρεσιακή κατάσταση, με οποιονδήποτε τρόπο μετατροπή ή λύση της εργασιακής σχέσης των υπαλλήλων των Υποθηκοφυλακείων". Κατ' εφαρμογή της προστεθείσης, κατά τα ανωτέρω, με το άρθρο 108 παρ. 5 του ν. 4055/2012 εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η 37480/4.5.2012 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο "Ρυθμίσεις για το προσωπικό που προσλαμβάνεται με την προβλεπόμενη διαδικασία του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει" (ΦΕΚ Β' 1532/4.5.2012) με το ακόλουθο περιεχόμενο: Α) Το προσωπικό που προσλαμβάνεται με την προβλεπόμενη διαδικασία του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει, είναι πλήρους απασχόλησης, παρέχει τις υπηρεσίες του κατά το ωράριο λειτουργίας του άμισθου Υποθηκοφυλακείου και σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο υποδοχής του κοινού. Β) Προκειμένου να γίνει οποιαδήποτε πρόσληψη σε άμισθο Υποθηκοφυλακείο, ο άμισθος υποθηκοφύλακας που αιτήθηκε την δημιουργία της θέσης προσωπικού υποχρεούται να αναρτήσει τη σχετική ανακοίνωση σε εμφανές σημείο του καταστήματος του Υποθηκοφυλακείου, στον ΟΑΕΔ της περιοχής όπου υπάγεται το άμισθο Υποθηκοφυλακείο και στο κατάστημα του οικείου Πρωτοδικείου, καθώς και στο κατάστημα της οικείας Εισαγγελίας Πρωτοδικών. Επίσης, η ανωτέρω ανακοίνωση αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με μέριμνα του Τμήματος Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων. Γ) Στην ανακοίνωση αναγράφεται υποχρεωτικά α) η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου που αφορά η θέση εργασίας, β) εάν απαιτείται πτυχίο ΑΕΙ, ΤΕΙ ή απολυτήριο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, γ) ο τόπος και η προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών, η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη του ημερολογιακού μήνα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Δ) Τα δικαιολογητικά κατατίθενται σε Επιτροπή Επιλογής, η οποία συνεδριάζει εντός ωραρίου στο κατάστημα της εκάστοτε Εισαγγελίας Πρωτοδικών και θα απαρτίζεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών που εξέδωσε τη σχετική γνωμοδότηση ως Πρόεδρο, τον οικείο άμισθο Υποθηκοφύλακα, καθώς και έναν εκπρόσωπο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Υπαλλήλων Αμίσθων Υποθηκοφυλακείων ως μέλη. Στην Επιτροπή Επιλογής θα παρέχεται γραμματειακή υποστήριξη από την Εισαγγελία Πρωτοδικών ή από τον συμμετέχοντα εκπρόσωπο του Πανελλήνιου Συνδέσμου Υπαλλήλων Αμίσθων Υποθηκοφυλακείων... Ζ) Σε περίπτωση που ο άμισθος Υποθηκοφύλακας προτίθεται να προβεί σε μείωση προσωπικού ενημερώνει εγγράφως τον οικείο Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τους εργαζόμενους στο Υποθηκοφυλακείο, στο εν λόγω έγγραφο αναφέρονται ρητά οι λόγοι μείωσης προσωπικού. Ο Εισαγγελέας συγκροτεί Επιτροπή με την ίδια σύνθεση με την Επιτροπή πρόσληψης και κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής, εντός ωραρίου, δικαιούνται να παρίστανται και οι εργαζόμενοι στο οικείο Υποθηκοφυλακείο. Η Επιτροπή αποφασίζει αιτιολογημένα για την αναγκαιότητα της μείωσης προσωπικού.

ΙΙΙ. Με το άρθρο 23 παρ. 5 και 7 ν. 2664/1998 (ΦΕΚ Α' 275/3.12.1998) "Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", όπως η περ. α' αντικ. με παρ. 11 άρθρου 2 ν. 3127/2003 (ΦΕΚ Α 67/19.3.2003), ορίζονται τα εξής: "Κατά τη μεταβατική περίοδο λειτουργίας άμισθων Υποθηκοφυλακείων ως Κτηματολογικών Γραφείων ισχύουν τα ακόλουθα: α) Ο υποθηκοφύλακας παραμένει άμισθος δημόσιος λειτουργός και εξακολουθεί να προϊσταται του Υποθηκοφυλακείου και μετά την έναρξη λειτουργίας του ως Κτηματολογικού Γραφείου. Το προσωπικό που υπηρετεί στο Υποθηκοφυλακείο κατά την ημερομηνία κήρυξης της περιοχής υπό κτηματογράφηση διατηρείται με την ίδια σχέση που το συνδέει με τον άμισθο υποθηκοφύλακα και διεκπεραιώνει τις εργασίες για τη λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου και ως Κτηματολογικού Γραφείου. Οι Δαπάνες για τη μισθοδοσία και τις ασφαλιστικές εισφορές του προσωπικού αυτού, καθώς επίσης του τυχόν νέου προσωπικού, κατά τα οριζόμενα στο επόμενο εδάφιο, βαρύνουν τον άμισθο υποθηκοφύλακα. β) Για την πρόσληψη νέου προσωπικού, κατά τη μεταβατική περίοδο λειτουργίας άμισθου Υποθηκοφυλακείου ως Κτηματολογικού Γραφείου, εφαρμόζεται το αριθμητικό κριτήριο που θα ισχύει κατά την έναρξη της μεταβατικής αυτής περιόδου, το οποίο σήμερα είναι ένας (1) υπάλληλος ανά χίλιες (1.000) αιτήσεις. Η πρόσληψη γίνεται από τον υποθηκοφύλακα, ο οποίος, μέσα στο πλαίσιο του συνολικού αριθμού υπαλλήλων που προσδιορίζεται με βάση το προαναφερόμενο μέτρο, λαμβάνει υπόψη του και την ανάγκη ηλεκτρονικής καταγραφής και επεξεργασίας των πληροφοριών για την ακώλυτη, με σύγχρονες μεθόδους, διεκπεραίωση των εργασιών τόσο του Κτηματολογικού Γραφείου όσο και του Υποθυκοφυλακείου που υπάγεται στην τοπική του αρμοδιότητα. Πρόσληψη έως δύο (2) πρόσθετων υπαλλήλων, πέραν του αριθμού που προσδιορίζεται με βάση το προαναφερόμενο μέτρο, απόκειται στην κρίση του υποθηκοφύλακα, όταν με αυτήν επιδιώκεται η ικανοποίηση αναγκών ηλεκτρονικής καταχώρισης και επεξεργασίας πληροφοριών, για την οποία απαιτείται εξειδικευμένο πρόσθετο προσωπικό. Το νέο αυτό προσωπικό μισθοδοτείται με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις της Ενωσης Αμισθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος και του Συλλόγου των Υπαλλήλων των Αμισθων Υποθηκοφυλάκων και υπάγεται ασφαλιστικά στους ίδιους ασφαλιστικούς οργανισμούς στους οποίους υπάγονται οι ήδη υπηρετούντες στα άμισθα Υποθηκοφυλακεία υπάλληλοι.... 7. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους μεταβατική λειτουργία των Υποθηκοφυλακείων ως Κτηματολογικών Γραφείων λήγει με τη σύσταση Κτηματολογικού Γραφείου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5. Για τη σύσταση αυτή, τη στελέχωση και τη διάρθρωση του Κτηματολογικού Γραφείου ισχύουν τα ακόλουθα: ... ε) Τα μέλη του μόνιμου προσωπικού, καθώς και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που υπηρετεί στα Υποθηκοφυλακεία (έμμισθα ή άμισθα) εκτός από εκείνους που, κατά την έναρξη λειτουργίας των Κτηματολογικών Γραφείων, πληρούν τις προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδότησης που ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α`), η οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση για το προσωπικό τόσο των άμισθων όσο και των έμμισθων Υποθηκοφυλακείων, ανεξαρτήτως του είδους της εργασιακής σχέσεως, μετατάσσονται ή μεταφέρονται σε ομοιόβαθμες αντίστοιχες με τα τυπικά τους προσόντα κενές οργανικές θέσεις ή σε συνιστώμενες με την απόφαση για τη μετάταξη προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις των Κτηματολογικών Γραφείων.... Οι μετατασσόμενοι ή μεταφερόμενοι κατατάσσονται σε βαθμό ανάλογο με τα προσόντα τους και το χρόνο προϋπηρεσίας, σύμφωνα με τα τυπικά προσόντα του κλάδου στον οποίο μετατάσσονται ή μεταφέρονται και σε μισθολογικά κλιμάκια της οικείας κατηγορίας. Η μισθολογική κατάταξη γίνεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α`)". Εξάλλου, με την υπ'αριθμ. 294/3/8.4.2005 (ΦΕΚ Β 512/18.4.2005) απόφαση του ΔΣ του "Οργανισμού Κτηματολογίου Χαρτογραφήσεων Ελλάδος" (ΟΚΧΕ) ορίσθηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Βέροιας (πρώην Δήμου Βέροιας ) του Δήμου Βέροιας του Νομού Ημαθίας η 18/4/2005, έκτοτε δε το Ειδικό Άμισθο Υποθηκοφυλακείο Βέροιας λειτουργούσε και ως Κτηματολογικό Γραφείο μέχρι την κατάργησή του στις 22/4/2019 (υπ'αριθμ. ....2019 απόφαση ΔΣ του ΝΠΔΔ "Ελληνικό Κτηματολόγιο", ΦΕΚ Β 1342/19.4.2019).

Από το σύνολο των προαναφερθεισών διατάξεων στις υπό στοιχεία Ι, ΙΙ και ΙΙΙ νομικές σκέψεις προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα άμισθα υποθηκοφυλακεία, για όλο το διάστημα που λειτούργησαν, είτε ως υποθηκοφυλακεία, είτε ως κτηματολογικά γραφεία μέχρι την κατάργησή τους, έχουν ταυτόσημο με τα έμμισθα αντικείμενο αρμοδιοτήτων, που συνίσταται στη διενέργεια, αποκλειστικώς σε αυτά, των σχετικών προς ακίνητα πράξεων που αναφέρονται στον νόμο. Αποτελούν αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες υπό λειτουργική έννοια ή, κατ' άλλη διατύπωση, δημόσιες υπηρεσίες σε περιορισμένο βαθμό κατά παραχώρηση, αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες ή υπηρεσίες εξαρτημένες από τις δικαστικές αρχές (ΑΠ 680/2023, ΑΠ 97/2023, ΣτΕ 2573/2015) και υπάγονται στην αρμοδιότητα και εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία ασκείται "με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας τους" (βλ. άρθρο 7 παρ. 3 περ. γ' του π.δ. 36/2000, Οργανισμός του Υπουργείου Δικαιοσύνης). Ενόψει δε της σπουδαιότητας των καθηκόντων του άμισθου υποθηκοφύλακα από απόψεως δημοσίου συμφέροντος, τα οποία είναι σύμφυτα με την κατά νόμον αποστολή του υποθηκοφυλακείου και δεν διαφέρουν από τα καθήκοντα του έμμισθου υποθηκοφύλακα (βλ. και το άρθρο 23 παρ. 5 εδ. α' του ν. 2664/1998, στο οποίο ο άμισθος υποθηκοφύλακας χαρακτηρίζεται ως "άμισθος δημόσιος λειτουργός"), ο νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το υπηρεσιακό καθεστώς του και υπέβαλε σε έντονη κανονιστική ρύθμιση την οργάνωση των άμισθων υποθηκοφυλακείων και το εργασιακό καθεστώς του προσλαμβανόμενου προς υποβοήθηση του έργου του άμισθου υποθηκοφύλακα προσωπικού, τόσο με τις ισχύουσες, όσο και με τις προ της εκδόσεως της προαναφερθείσας κοινής υπουργικής απόφασης σχετικές διατάξεις, επεμβαίνοντας ειδικότερα στην επιλογή, πρόσληψη, υπηρεσιακή κατάσταση και την με οποιονδήποτε τρόπο μετατροπή ή λύση της εργασιακής σχέσης των υπαλλήλων των άμισθων υποθηκοφυλακείων, αλλά και στον αριθμό των υπαλλήλων του υποθηκοφυλακείου, το εργασιακό αντικείμενο, τον τύπο της εργασιακής σχέσης, τη μισθοδοσία και το ωράριο εργασίας τους. Εκτός της διασφάλισης της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των άμισθων υποθηκοφυλακείων, στόχος των ανωτέρω διατάξεων είναι και η δυνατότητα πορισμού κρατικών εσόδων από τη λειτουργία τους, η οποία επιτυγχάνεται με την περιστολή των απαιτούμενων δαπανών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες μισθοδοσίας του προσωπικού τους. Έτσι ο αριθμός των απαραίτητων για την κανονική λειτουργία κάθε άμισθου υποθηκοφυλακείου υπαλλήλων δεν καθορίζεται ελευθέρως από τον διευθύνοντα αυτό άμισθο υποθηκοφύλακα, αλλά, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 56 παρ. 5 του κωδ. δ/τος της 19/23.7.1941, προσδιορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, εκδιδόμενη κατόπιν ειδικώς αιτιολογημένης γνωμοδότησης του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, και τελεί σε συνάρτηση προς το καθοριζόμενο στη διάταξη αυτή αριθμητικό κριτήριο (αριθμός των εισαγομένων στο υποθηκοφυλακείο πάσης φύσεως αιτήσεων και κατ' αναλογία ενός υπαλλήλου προς χίλιες τουλάχιστον αιτήσεις εκ των κατ' έτος υποβαλλομένων). Κατά παρέκκλιση δε από τους κανόνες του κοινού εργατικού δικαίου, προβλέπεται στη διάταξη της παρ. 4 του αυτού άρθρου 56 του ανωτέρω διατάγματος ότι οι δαπάνες μισθοδοσίας του απασχολούμενου προσωπικού προς υποβοήθηση του έργου του άμισθου υποθηκοφύλακα δεν μπορεί να υπερβαίνουν τα όρια που καθορίζονται από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις. Το εν λόγω προσωπικό προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατόπιν επιλογής, υπό το προϊσχύσαν της κοινής υπουργικής απόφασης καθεστώς, αποκλειστικώς από τον άμισθο υποθηκοφύλακα κατά τη δική του κρίση και ήδη, με συμμετοχή του, κατά τη διαγραφόμενη στην προπαρατειθέμενη κοινή υπουργική απόφαση ειδική διοικητική διαδικασία. Το υπαλληλικό αυτό προσωπικό συνδέεται με τον άμισθο υποθηκοφύλακα με σχέση εξαρτημένης εργασίας και δεν διατελεί σε δημοσιοϋπαλληλική ή άλλη εργασιακή σχέση προς το Δημόσιο (ΑΠ 680/2023, ΑΠ 97/2023, ΣτΕ 974/1970), ανεξαρτήτως αν ειδικές διατάξεις αναγνωρίζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ως πραγματική δημόσια υπηρεσία την προϋπηρεσία υπαλλήλων σε άμισθο υποθηκοφυλακείο (άρθρα 42 παρ. 2 κωδ. δ/τος της 19/23.7.1941, 26 παρ. 3 ν. 1968/1991 και 23 παρ. 7 εδ. ε' ν. 2664/1998). Περαιτέρω, το εργασιακό αντικείμενο του απασχολούμενου στα άμισθα υποθηκοφυλακεία δεν διαμορφώνεται ελεύθερα από τον οικείο άμισθο υποθηκοφύλακα βάσει της σχετικής συμβατικής σχέσης, αλλά παρέχεται αυστηρώς στο πλαίσιο του νομοθετικώς προσδιοριζόμενου αντικειμένου αρμοδιοτήτων του άμισθου υποθηκοφυλακείου και σε συνάρτηση προς τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του διευθύνοντος αυτό άμισθου υποθηκοφύλακα. Το ωράριο εργασίας του προσωπικού παρακολουθεί το ωράριο λειτουργίας του υποθηκοφυλακείου, ώστε να επιτυγχάνεται η εξυπηρέτηση του κοινού και εκ του νόμου ορίζεται ως πλήρες, αποκλειομένης της εργασίας με μειωμένο ωράριο. Οι περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας του υποθηκοφύλακα ως εργοδότη από την αυστηρή κανονιστική ρύθμιση του νομοθέτη δικαιολογούνται ενόψει του ότι: α) η εκτέλεση του επιτελούμενου στα άμισθα υποθηκοφυλακεία έργου έχει αναχθεί από τον νομοθέτη σε αντικείμενο δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια και η άσκηση της δραστηριότητας αυτής, που ασκείται κατά κρατική παραχώρηση, τελεί υπό ειδικό καθεστώς προσιδιάζον στη φύση της αποστολής του άμισθου υποθηκοφυλακείου και, β) ο άμισθος υποθηκοφύλακας, ο οποίος κατά νόμον διευθύνει το υποθηκοφυλακείο του οποίου προΐσταται υπό την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού και έχει καθήκοντα νομοθετικώς καθοριζόμενα και ομοειδή με εκείνα του έμμισθου υποθηκοφύλακα-δικαστικού υπαλλήλου, δεν ασκεί τα καθήκοντα αυτά υπό την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, έστω και αν υπέχει ορισμένες επιμέρους υποχρεώσεις (όπως φορολογικές και εργοδοτικές υποχρεώσεις, αστική ευθύνη), που προσιδιάζουν σε τέτοιου είδους επαγγελματία, ούτε ως ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας (βλ. σχετικά ΣτΕ 2573/2015, η οποία απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της προαναφερθείσας ΚΥΑ 37480/4.5.2012). Είναι, ωστόσο, σαφές ότι ο άμισθος υποθηκοφύλακας, παρά τους περιορισμούς της συμβατικής του ελευθερίας και την ιδιαιτερότητα που αυτή επιφέρει στις συμβάσεις εργασίας που ο υποθηκοφύλακας συνάπτει με τους υπαλλήλους του υποθηκοφυλακείου, εξακολουθεί να φέρει την ιδιότητα του εργοδότη, δηλαδή του προσώπου που αφενός έχει την αξίωση να απαιτήσει την παροχή της εργασίας, έστω και υπό τις ανελαστικές προϋποθέσεις που ο νόμος θέτει, χωρίς να μπορεί επιφέρει τις μεταβολές που επιθυμεί, ακόμη και αν αυτές δικαιολογούνται από τις περιστάσεις, αν δεν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει την έγκριση της τριμελούς επιτροπής, στην οποία και ο ίδιος μετέχει, και αφετέρου την υποχρέωση να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Ακόμη δε και αν θεωρηθεί ότι το Δημόσιο ωφελείται από την παροχή της εργασίας των υπαλλήλων του άμισθου υποθηκοφυλακείου, η λειτουργία του οποίου υποκαθιστά την εκ μέρος του Δημοσίου οφειλόμενη προς τους πολίτες οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας που παρέχει, η ωφέλεια αυτή είναι έμμεση, δεδομένου ότι οι υπάλληλοι του υποθηκοφυλακείου χαρακτηρίζονται εκ του νόμου ως βοηθοί του άμισθου υποθηκοφύλακα, τον οποίον πράγματι ενισχύουν στο έργο του, μέσω του οποίου ο υποθηκοφύλακας εισπράττει τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματα. Ο άμισθος υποθηκοφύλακας καθίσταται με τον τρόπο αυτό το αμέσως ωφελούμενο από την εργασία των υπαλλήλων πρόσωπο, γεγονός που ενισχύει την ιδιότητά του ως εργοδότη σε σχέση με αυτή του άμισθου δημόσιου λειτουργού που διευθύνει υπηρεσία, η οποία, αν και δεν ανήκει στο Δημόσιο, το υποκαθιστά στην άσκηση δημόσιας λειτουργίας (ΑΠ 680/2023, ΑΠ 97/2023). Ως εργοδότης δε ευθύνεται, κατ' άρθρο 648 ΑΚ, στην καταβολή του μισθού του υπαλλήλου ως αντιπαροχή της εργασίας που παρασχέθηκε από τον τελευταίο. Συνακολούθως νομιμοποιείται παθητικά στην αγωγή με αντικείμενο την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων δώρων εορτών (ΑΠ 904/2023, ΑΠ 680/2023, ΑΠ 97/2023). Σημειωτέον ότι η αντίθετη εκδοχή, η οποία αρνείται την εργοδοτική ευθύνη του υποθηκοφύλακα, υποστηρίζοντας ότι αυτή εξαντλείται στην υποχρέωση απόδοσης των αποδοχών των υπαλλήλων μόνο όταν τα εισπραττόμενα έσοδα του υποθηκοφυλακείου επαρκούν προς τούτο, επιρρίπτει ανεπιτρέπτως τον οικονομικό κίνδυνο της λειτουργίας του υποθηκοφυλακείου στον εργαζόμενο, δεδομένης και της ρητής ρύθμισης, με την οποία το Δημόσιο δεν ευθύνεται για τη συμπλήρωση των ποσών που ελλείπουν, ώστε να συμπληρωθούν οι νόμιμες αποδοχές του. Ενισχυτικό της άποψης ότι ο υποθηκοφύλακας ενέχεται πάντοτε στην καταβολή του μισθού είναι και η δυνατότητά του να μετακυλήσει την υποχρέωσή του για απόδοση εσόδων στο Δημόσιο στα επόμενα τρίμηνα, αλλά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος (ΑΠ 680/2023, ΑΠ 97/2023). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006).

Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος σχετικά με τη νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος τα εξής :

"... ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής επικαλούμενος ότι, εξαιτίας της ιδιάζουσας θέσης του ως άμισθου υποθηκοφύλακα, δεν τυγχάνει εργοδότης των εναγόντων αλλά και ότι δεν ευθύνεται με την ατομική περιουσία του για την πληρωμή των οφειλόμενων αποδοχών τους πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη επειδή ο πρώτος εναγόμενος, ανεξάρτητα από το ότι χαρακτηρίζεται ως άμισθος δημόσιος λειτουργός και εκπρόσωπος της δημόσιας αρχής αφενός μεν είναι το πρόσωπο που κατάρτισε τις ένδικες συμβάσεις εργασίας ως εργοδότης και με το οποίο συνδέονται συμβατικά οι ενάγοντες αλλά και το οποίο είχε τον πρώτο λόγο στην επιλογή για τις ως άνω προσλήψεις τους έστω και δια της επιτροπής επιλογής που προβλέπεται στο νόμο, αφετέρου δε είναι το πρόσωπο που αμέσως ωφελείται από την παροχή της εργασίας των εναγόντων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από το νόμο ως βοηθοί του άμισθου υποθηκοφύλακα (άρθρο 12 του Κ.Δ. της 19/23.7.1941) κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Επιπλέον, υφίσταται ευθύνη του πρώτου εναγομένου με την προσωπική περιουσία του επειδή το αρχικό ποσό που εισπράττει, υπό την ιδιότητα του άμισθου υποθηκοφύλακα, ως δικαιώματα για τις πράξεις που διενεργούνται στο ως άνω υποθηκοφυλακείο, περιέρχεται στο σύνολο του και πριν από την εκκαθάριση αυτού, άμεσα στην περιουσία του έχοντας, όμως την υποχρέωση να αποδώσει στο Δημόσιο το μέρος των τελών που ορίζονται στο νόμο υπέρ αυτού (δικαιώματα υπέρ Δημοσίου και ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ενώ το υπόλοιπο μέρος των εισπράξεων παρακρατεί ο ίδιος και το επιμερίζει κατά τους ορισμούς του νόμου (έξοδα λειτουργίας υποθηκοφυλακείου, εισφορές υπέρ Ταμείου Νομικών, δαπάνες μισθοδοσίας των υπαλλήλων υποθηκοφυλακείου και σχετικές ασφαλιστικές εισφορές αμοιβή για τον εαυτό του) με εκκαθάριση αυτού ανά τρίμηνο, περιερχόμενο έτσι στην περιουσία του καθόσον προσλαμβάνει μόνον εκ των υστέρων το χαρακτήρα δημοσίου εσόδου (...). Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί ότι τυχόν αντίθετη ερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων (όπως υπολαμβάνει ο πρώτος εναγόμενος) και με δεδομένη τη μη ευθύνη του Δημοσίου (με το οποίο οι ενάγοντες δεν συνδέονται με σύμβαση εργασίας ή άλλη εργασιακή σχέση) σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν, θα οδηγούσε κατ' ουσίαν στην καθιέρωση μη ευθύνης του πρώτου εναγομένου ως εργοδότη, στην οποία προφανώς δεν αποβλέπουν οι προπαρατεθείσες διατάξεις αλλά και στη στέρηση της προστασίας των εναγόντων ως υπαλλήλων οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν από τον εργοδότη τους τις οφειλόμενες αποδοχές για την παρασχεθείσα εργασία τους". Με βάση τις παραδοχές αυτές η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τρεις πρώτοι αναιρεσίβλητοι συνδέονταν με τον πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μισθοδοτούμενοι από αυτόν κατά τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις. Κρίνοντας, επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι, παρά την έντονη κανονιστική επέμβαση του νόμου στο συγκεκριμένο είδος σύμβασης εργασίας, ο αναιρεσείων είναι, παρά ταύτα, ο εργοδότης των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, που συνδέονται με αυτόν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ο οποίος ενέχεται στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους, δεν παραβίασε ευθέως τις προδιαληφθείσες στις υπό στοιχεία Ι και
ΙΙ νομικές σκέψεις διατάξεις του άρθρου 56 του Κανονιστικού Διατάγματος της 19/23.7.1941 (άρθρο 1 ν.δ. 811/1971), 2 του α.ν. 153/1967 και την ....1971 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ("έλλειψη αιτιολογίας"), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ("ανεπαρκής αιτιολογία"), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΟλΑΠ 2/2022). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ2/2019). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος (Ολ.ΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019). Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, ως προς την απόρριψη ως αβάσιμου του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα οφειλόταν στη μείωση των εσόδων του υποθηκοφυλακείου, τα οποία κρίθηκε ότι επαρκούσαν για τη μισθοδοσία των αναιρεσιβλήτων, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στον δεύτερο αναιρετικό λόγο, δεν περιέλαβε πλήρη αιτιολογία σχετικά με τις λοιπές δαπάνες λειτουργίας του υποθηκοφυλακείου, που επίσης βάρυναν τον αναιρεσείοντα. Επίσης ως ελλιπής πλήττεται και η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ο ίδιος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, διότι αυτός δεν προέβη σε καμία ενέργεια μείωσης του προσωπικού, κατά την προβλεπόμενη από την ΚΥΑ 37480/4.5.2012 διαδικασία, παρότι διαπίστωσε ότι τα έσοδα του υποθηκοφυλακείου είχαν μειωθεί. Ο παραπάνω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη του δικαστηρίου, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, δεδομένου ότι αυτός ως εργοδότης ευθύνεται για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των αναιρεσιβλήτων ανεξαρτήτως εισπράξεων, η απόρριψή του δε, έστω και με ελλιπή κατά τα εκτιθέμενα στους σχετικούς αναιρετικούς λόγους, αιτιολογία, δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σε κάθε δε περίπτωση το επιχείρημα του Εφετείου ότι ο αναιρεσείων δεν προέβη σε καμία ενέργεια μείωσης προσωπικού, όταν διαπίστωσε ότι τα έσοδα του Υποθηκοφυλακείου είχαν μειωθεί, σχετίζεται με την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν συνιστά παραδοχή, με βάση την οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό του πόρισμα ότι αυτός (αναιρεσείων) υποχρεούται να καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές των αναιρεσίβλητων υπαλλήλων του Υποθηκοφυλακείου. Επομένως, οι σχετικοί δεύτερος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. VΙ. Με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190/13.10.2021), ίσχυε δε κατά τον επίδικο χρόνο (ως εκ του χρόνου άσκησης των εφέσεων στις 5/4/2023 και 28/4/2023), καθότι, σύμφωνα με την παρ. 2α του άρθρου 116 του τελευταίου νόμου, οι διατάξεις του άρθρου 527, όπως τροποποιήθηκαν, εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα που θα κατατεθούν μετά από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι "είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις ή στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 237 και της παρ. 1 του άρθρου 238 με τις συμπληρωματικές προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως". Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο 527 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη ισχυρισμών, εφόσον αυτοί δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως κατά τρόπο παραδεκτό ως άνω, εκτός εάν εμπίπτουν σε κάποια από τις προεκτεθείσες εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής τους, στις οποίες (εξαιρέσεις) περιλαμβάνεται και η προβολή τους από τον εφεσίβλητο (ανεξαρτήτως της ιδιότητάς του ως ενάγοντος ή εναγόμενου) ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 529/2024). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β' ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το Δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα", των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 509/2024, ΑΠ 19/2024). Για να ιδρυθεί ο παρών λόγος θα πρέπει ο ισχυρισμός να είχε προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, διότι διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν επιτρεπόταν να το λάβει υπόψη (ΟλΑΠ 2/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψιν ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ), που ο αναιρεσείων προέβαλε νόμιμα και παραδεκτά με τις προτάσεις του της δευτεροβάθμιας δίκης ως εφεσίβλητος προς υπεράσπιση κατά της έφεσης. Από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των κατατεθεισών νομοτύπως από 20/11/2023 προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, προκύπτει ότι αυτός προέβαλε επικουρικά ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ) εκ μέρους των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, η οποία, όμως, παρότι προβλήθηκε παραδεκτά κατ'άρθρο 527 ΚΠολΔ το πρώτον στο Εφετείο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης των αναιρεσιβλήτων, όπως εκτίθεται στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, δεν εξετάσθηκε παντάπασιν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που δεν διέλαβε σκεπτικό για το παραδεκτό της προβολής της ένστασης, ούτε έκρινε αυτή κατ'ουσίαν. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο ως άνω τέταρτος λόγος αναίρεσης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει α) να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, όσον αφορά το τέταρτο αναιρεσίβλητο (Ελληνικό Δημόσιο) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αυτού, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία, όμως, πρέπει να επιβληθούν μειωμένα κατά τα άρθρα 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 Ν. 1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης) και, β) να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς τους τρεις (3) πρώτους αναιρεσίβλητους και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το ως άνω κεφάλαιο, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το αναιρούμενο πιο πάνω μέρος της στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή (άρθρρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, κατά το σχετικό αίτημά του, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 829/2024, ΑΠ 959/2022), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από .../2024 (αρ. κατ. ....2024) αίτηση αναίρεσης, ως προς το τέταρτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο.

Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τη δικαστική δαπάνη του τέταρτου αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Αναιρεί την υπ' αριθμ. .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο, ως προς τους τρεις (3) πρώτους αναιρεσίβλητους.

Παραπέμπει την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση κατά το ως άνω μέρος στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.

Επιβάλλει σε βάρος των τριών (3) πρώτων αναιρεσιβλήτων μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή