
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 503 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 503/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη - Εισηγήτρια, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΟΤΕ), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 11ης Οκτωβρίου 2022 είχε εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ληξουριώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., o οποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 11-10-2022.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Ι. Χ., κατοίκου ..., 2.Ν. Γ., κατοίκου ..., 3.Θ. Δ., κατοίκου ... , 4.Ι. Μ., κατοίκου ..., 5.Σ. Μ., κατοίκου ..., 6.Ε. Π., κατοίκου ..., 7.Ν. Φ., κατοίκου ..., 8.Σ. Κ., κατοίκου ..., 9.Γ. Μ., κατοίκου ..., 10.Ι. Μ., κατοίκου ..., 11.Π. Γ., 12.Φ. Γ. Κ., κατοίκου ... και 13.Σ. Α., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 11ης Οκτωβρίου 2022 ο 10ος (Ι. Μ.) δεν είχε παρασταθεί, ούτε εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί είχαν εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δημαράκη, ο oποίος είχε δηλώσει ότι διορθώνει το επώνυμο του 8ου αναιρεσιβλήτου στο ορθό Σ. Κ. και είχε καταθέσει προτάσεις ...-2022.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2020 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2014 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 6-5-2021 αίτησή της, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 11ης - 10 - 2022 χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Με την με αριθμό .../2024 πράξη αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα από την ορισθείσα εισηγήτρια Αρεοπαγίτη ε.τ. Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου και την με αριθμό .../2024 πράξη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αριστείδη Βαγγελάτου ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος για επανάληψη της συζήτησης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ.
Κατά την οίκοθεν συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 307 εδάφια α' και β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν για οποιοδήποτε λόγο, που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατ' άρθρο 307 του ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 του ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΑΠ 936/2018) και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 701/2023, 32/2023). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1, 576 παρ. 1 - 3 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ' αυτήν κάποιος διάδικος, ο Άρειος Πάγος οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος, κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση, εκτός αν πρόκειται για απλή ομοδικία οπότε, κατά την παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους από τους διαδίκους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς (ΑΠ 361/2024, 608/2021). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδαφ.β και γ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδαφ. β του ιδίου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως, μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί. Κλήση του διαδίκου στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση όμως της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής λόγω αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι ότι ο απολειπόμενος, κατά την μετ' αναβολή δικάσιμο, διάδικος είτε να είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή να είχε νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητευθεί για να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση είτε είχε παραστεί νόμιμα κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση και την μη εναντίωση του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσης του κατά την αρχική δικάσιμο (ΑΠ 491/2022, ΑΠ 370/2021). Τις κλητεύσεις επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 536/2020, ΑΠ 177/2018). Εξάλλου, από το άρθρο 143 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με το οποίο ορίζεται ότι "ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 (δηλαδή, είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση) είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του", συνάγεται ότι ο δικηγόρος που παραστάθηκε ως πληρεξούσιος του διαδίκου στην πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια δίκη (εφόσον ασκηθεί έφεση) θεωρείται κατά νόμο αντίκλητος για τις αναγόμενες στη δίκη αυτή επιδόσεις εγγράφων, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν γνωστοποιηθεί η αντικατάστασή του. (ΑΠ 361/2024, 1080/2023, 1578/2021). Από, δε, το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 438 και 104 του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι από τη μνεία που γίνεται στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής απόφασης, ότι για κάποιον από τους διαδίκους παρέστη ο αναφερόμενος σ' αυτή πληρεξούσιος δικηγόρος και τη βεβαίωση στο κύριο σώμα αυτής ότι το δικαστήριο δίκασε κατ' αντιμωλία των διαδίκων, υπάρχει πλήρης απόδειξη για το διορισμό αυτού ως δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου αυτού, δεδομένου ότι, η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας, είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου 104 του ως άνω κώδικα (ΑΠ 361/2024, 1170/2021, 1305/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 23.10.2024 υπ' αριθμ. .../2024 πράξη του Προέδρου του παρόντος Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, φέρεται προς επανασυζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η από 6....021 με αριθμ. καταθ. ....2021 αίτηση αναίρεσης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, κατόπιν διαπίστωσης αδυναμίας έκδοσης απόφασης επί της ως άνω αναίρεσης, η οποία είχε συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 11.10.2022, λόγω συνταξιοδοτήσεως του μέλους της συνθέσεως και Εισηγήτριας Αρεοπαγίτη Όλγας Σχετάκη - Μπονάτου. Περαιτέρω από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτει ότι η ως άνω αίτηση αναίρεσης είχε προσδιορισθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 8.3.2022 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 11.10.2022. Κατά την ως άνω μετ'αναβολή δικάσιμο (11.10.2022) η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Ληξουριώτη, ενώ άπαντες οι λοιποί αναιρεσίβλητοι, πλην του απολειπόμενου 10ου αναιρεσίβλητου Ι. Μ., παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Γεωργίου Δημαράκη. Από την υπ'αριθμ. ....2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών Β. Π., που προσκομίζει η αναιρεσείουσα, με επιμέλεια της οποίας επισπεύδεται η συζήτηση, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης με την από 7-9-2021, πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Β2 Τμήματος αρμοδίου για την εκδίκαση της εν λόγω αίτησης αναίρεσης, και την ταυτόχρονη πράξη του Προέδρου του Β2 Τμήματος περί ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 8.3.2022, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 11.10.2022, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δικηγόρο Γεώργιο Δημακάκη, ως πληρεξούσιο δικηγόρο όλων των αναιρεσίβλητων, ο οποίος φέρει την ιδιότητα του αντικλήτου αυτών για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη συγκεκριμένη δίκη έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, κατ' άρθρο 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) της υπ'αριθμ. .../2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και της υπ'αριθμ. .../2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), αυτός παρέστη στα ως άνω Δικαστήρια ουσίας, ως πληρεξούσιος δικηγόρος όλων των αναιρεσιβλήτων και δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε με δικόγραφο από τον απόντα δέκατο (10ο) αναιρεσίβλητο προς την αναιρεσείουσα η αντικατάστασή του. Επομένως, ο δέκατος αναιρεσίβλητος, που δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο της 11.10.2022 είχε κληθεί νόμιμα, δεδομένου ότι η αναβολή της συζήτησης από την αρχική δικάσιμο της 8.3.2022 και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο για την ως άνω δικάσιμο (11.10.2022) ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τη νομιμή σκέψη που προηγήθηκε. Περαιτέρω από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά την παρούσα δικάσιμο (11.2.2025) οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν, αν και κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα όπως προκύπτει α) από το από 7.11.2024 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Αρείου Πάγου Π. Ε. στον Ιωάννη Ληξουριώτη, ως πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, και β) από το από 7.11.2024 αποδεικτικό επίδοσης του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή, στον Γεώργιο Δημαράκη, πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων, πλην, όμως, εφόσον οι ως άνω διάδικοι (πλην του 10ου αναιρεσίβλητου) είχαν δικασθεί αντιμωλία στην πρώτη συζήτηση (11.10.2022) και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση (11.2.2025) αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης δικάζονται αντιμωλία, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Τέλος ο δέκατος (10ος) αναιρεσίβλητος, που δεν παραστάθηκε τόσο στην αρχική δικάσιμο (11.10.2022) όσο και στη δικάσιμο της 11.2.2025, δικάζεται σαν να είναι παρών εφόσον κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης στις ως άνω δικασίμους δια του πληρεξουσίου και αντίκλητου Δικηγόρου του, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Με την από 6....021 και με αριθμό κατάθ. ....2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών με αριθμ. ....2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η από ....2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ....2015) έφεση της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. .../2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατ' ουσία η από ....2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. .../2012) αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εφ' όσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και αυτή ασκήθηκε στις 18....021 εντός διετίας από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης στις 11.6.2019 (άρθρα 144 παρ. 1, 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Από την κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα εξής : Με την από ....2010 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκαν από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη και στις 31.12.2012 συνταξιοδοτήθηκαν. Ότι κατά τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης οι ενάγοντες, ως μόνιμοι κάτοικοι και μόνιμα υπηρετούντες σε Κέρκυρα και Ρόδο, ελάμβαναν το επίδομα στέγασης, το ύψος του οποίου ήταν προκαθορισμένο, αναπροσαρμοζόμενο κατ' έτος με το ποσοστό του τιμαρίθμου του προηγούμενου έτους, και το οποίο λόγω της περιοδικότητας, της τακτικότητας, του προκαθορισμένου της παροχής και του επιδιωκόμενου σκοπού χορήγησής του, αποτελούσε μέρος των τακτικών αποδοχών τους. Ότι το επίδομα αυτό δεν υπολογίσθηκε στην πρόσθετη αποζημίωση των εννέα (9) μισθών την οποία έλαβαν κατά τη συνταξιοδότησή τους καθώς και ούτε στην κύρια και επικουρική σύνταξή τους. Ζήτησαν δε από την ως άνω αιτία να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει σε καθένα από αυτούς τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου), με την υπ' αριθμ. .../2014 απόφασή του δέχθηκε κατ' ουσία την αγωγή και μετά από άσκηση έφεσης εκ μέρους της εναγομένης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό .../2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή τυπικά η έφεση και απορρίφθηκε κατ' ουσία, επικυρώνοντας ούτω την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 4 και 5 και 19 παρ. 1β του Καταστατικού του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού του ΟΤΕ, που εκδόθηκε κατά το άρθρο 3 του Ν. 34/1943, εγκρίθηκε με την υπ' αρ. 36360/Σ.1181/1943 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 215/1943) και έχει ισχύ νόμου (ΑΠ 1122/2023, 1126/1993), όπως αυτές ισχύουν κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." (ΟΤΕ), έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί στο Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού του ΤΑΠ-ΟΤΕ τις αποδοχές του προσωπικού της γενικά και ειδικότερα όσων εξέρχονται της υπηρεσίας, λόγω συνταξιοδοτήσεως, για τον καθορισμό από το ΤΑΠ-ΟΤΕ με βάση τις γνωστοποιούμενες αποδοχές και άλλες προϋποθέσεις, του ύψους των συντάξεων που αυτό χορηγεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ως άνω ανώνυμη εταιρία (ΟΤΕ) έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί στον παραπάνω ασφαλιστικό φορέα και κάθε μισθολογική μεταβολή, που αναγνωρίζεται στους μισθωτούς της μετά τη συνταξιοδότησή τους, για την ανάλογη αναπροσαρμογή των συντάξεών τους (ΑΠ 1122/2023, 1612/2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 19 παρ. 1β του Καταστατικού του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού του ΤΑΠ- ΟΤΕ, ορίζεται ότι: "Ως τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό της σύνταξης θεωρείται ο βασικός μισθός του τελευταίου μήνα πριν από την αποχώρηση από την υπηρεσία μαζί με τα επιδόματα που χορηγούνται παγίως, μονίμως και διαρκώς, ως προσαύξηση σε ποσό ή ποσοστό του βασικού μισθού και εφόσον καταβάλλονται για αυτά εισφορές για τον κλάδο σύνταξης, σύμφωνα με το άρθρο II, εκτός αυτών που ρητώς εξαιρούνται από τις διατάξεις του παρόντος". Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ως τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίζεται η σύνταξη που χορηγείται στους ασφαλισμένους του ΟΤΕ, νοούνται οι αποδοχές εκείνες που πράγματι καταβλήθηκαν στον ασφαλισμένο κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την αποχώρησή του από την υπηρεσία και, συγκεκριμένα, ο βασικός μισθός του ανωτέρω μήνα με τα επιδόματα που χορηγούνται στον ασφαλισμένο παγίως, μονίμως και διαρκώς, και μάλιστα για εύλογο χρονικό διάστημα, ως προσαύξηση του βασικού μισθού του (ΑΠ 1122/2023, ΣτΕ 3248/2011). Προσέτι, πλέον της ως άνω νόμιμης αποζημίωσης, η οποία προβλέπεται από το ΓΚΠ/ΟΤΕ και σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το Δ.Σ. Ο.Τ.Ε. κατά την 2122 συνεδρίασή του της 7.6.1989, που αποτέλεσε τον υπ' αριθ. 2 όρο της από 7.3.1990 ΕΣΣΕ μεταξύ της εναγόμενης και της ΟΜΕ-ΟΤΕ, ορίσθηκε ότι εγκρίνεται η χορήγηση στο προσωπικό που απολύεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΓΚΠ/ΟΤΕ, επιπλέον 3 τακτικών μισθών, υπολογιζομένων με βάση τον τακτικό μισθό του τελευταίου μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης". Στη συνέχεια, με τον όρο 9 της από 25.6.2001 ΕΣΣΕ, η παραπάνω πρόσθετη αποζημίωση αυξήθηκε από 2.1.2002 σε πέντε (5) τακτικούς μισθούς και εν συνεχεία με τον όρο 6 της από 30.6.2003 ΕΣΣΕ αυξήθηκε σε επτά (7) τακτικούς μηνιαίους μισθούς και τέλος με τον όρο 6 της από 19....004 ΕΣΣΕ αυτή (πρόσθετη αποζημίωση) ανήλθε από 1.1.2005 σε εννέα (9) τακτικούς μηνιαίους μισθούς. Εξάλλου, με το άρθρο 25 του Ν. 1539/1985 καθώς και με το άρθρο 1 του ΠΔ 630/1985 συνεστήθη κλάδος επικουρικής σύνταξης του Ταμείου Αρωγής Προσωπικού ΟΤΕ, σύμφωνα με το καταστατικό του οποίου οι ασφαλισμένοι στον κλάδο δικαιούνται επικουρικής σύνταξης κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία, αφού συνταξιοδοτηθούν από το ΤΑΠ-ΟΤΕ και εφόσον έχουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται κάθε φορά από τη νομοθεσία του Ταμείου αυτού. Συντάξιμες αποδοχές είναι εκείνες οι οποίες υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές για τον κλάδο. Για τον υπολογισμό της σύνταξης λαμβάνονται υπόψη οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων που έχουν χαρακτήρα πάγιο, μόνιμο ή διαρκή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ' αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με τον Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 1122/2023, 1449/2019). Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή από πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, εάν ο εργοδότης κατά την έναρξη της χορήγησής τους ή, έστω και αργότερα, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις ανακαλέσει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 1122/2023, 1449/2019, 869/2018, 603/2017, 1292/2015, 13/2015). Προσέτι, οι πρόσθετες παροχές που δίδονται στον εργαζόμενο όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας του, αλλά για άλλους λόγους, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, εκτός αν ορίζεται, ειδικώς, το αντίθετο σε κανονιστική διάταξη ή στην ατομική σύμβαση εργασίας. Μεταξύ των εργοδοτικών παροχών που δεν είναι μισθολογικές, περιλαμβάνονται και εκείνες που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης (ΑΠ 595/2019), που εξασφαλίζουν, δηλαδή ή διευκολύνουν τις συνθήκες της απασχόλησης του μισθωτού προς όφελος του εργοδότη. Οι παροχές αυτές μπορεί να επιβάλλονται από το νόμο ή να έχουν συμφωνηθεί ρητώς ή σιωπηρώς με την ατομική σύμβαση εργασίας ή να είναι οικειοθελείς μονομερείς παροχές του εργοδότη, αλλά δεν αποτελούν μισθό, ακόμη και όταν παρέχουν κάποια ωφέλεια στον εργαζόμενο, εφόσον κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς τους είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης του εργοδότη (ΑΠ 1122/2023, 660/2015). Τέλος, το Δ.Σ. του ΟΤΕ με κατά καιρούς αποφάσεις του ενέκρινε τη χορήγηση επιδόματος στέγασης στο προσωπικό που διαμένει μόνιμα στα νησιά Κέρκυρα, Λήμνο, Μύκονο και στα νησιά του νομού Δωδεκανήσου, οι οποίες - αποφάσεις - κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο στην υπ' αριθμ. ....2001 Βασική Εγκύκλιο και περαιτέρω σύμφωνα με τον όρο 19 της από 7.3.1990 ΕΣΣΕ και 26 της από 10.5.1996 ΕΣΣΕ καθορίστηκε το εκάστοτε ύψος αυτών και επιπλέον το Δ.Σ. του ΟΤΕ, με κατά καιρούς αποφάσεις του, σε κατά καιρούς συνεδριάσεις του (....1966, ....1972, ....1975) αποφάσισε για το εν λόγω επίδομα, ότι: δεν περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές, υπόκειται σε κρατήσεις και ο ΟΤΕ δύναται να ανακαλέσει οποτεδήποτε την απόφαση χορήγησής του. Από το ως άνω περιεχόμενο του όρου αυτού, σαφώς συνάγεται, ότι το επίδομα στέγασης χορηγείται στους υπηρετούντες στα ως άνω νησιά με σταθερό ορισμένο κατά μήνα ποσό, ως κίνητρο προσέλκυσης για την εγκατάσταση των εργαζομένων σ'αυτά, ώστε να εξυπηρετείται η καλύτερη λειτουργία της επιχείρησης της εναγομένης στις απομακρυσμένες αυτές νησιώτικες περιοχές της Χώρας, προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συνδρομητών της και αποφυγή συνεχών μεταθέσεων των εργαζομένων, ότι η παροχή αυτή αποτέλεσε συμβατικό όρο της ως άνω ΕΣΣΕ, μεταξύ της εναγομένης και της ΟΜΕ-ΟΤΕ, ο οποίος δεν ανακλήθηκε, ούτε καταργήθηκε με νεότερη ΕΣΣΕ, με τον οποίο όρο ρητά συμφωνήθηκε ότι η παροχή αυτή δεν αποτελεί τακτική αποδοχή, ούτε θα αντιμετωπισθεί ως τέτοια. Εφόσον, η παροχή αυτή δεν δόθηκε ως μισθολογικό αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από τους εργαζόμενους εργασία, αλλά κύρια και βασική αιτία χορήγησής της είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης της εναγομένης, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου και του αδιάλειπτου της καταβολής της δεν καθίσταται τακτική αποδοχή (μισθός), ώστε να προσαυξάνει το βασικό μισθό και συνακόλουθα ως μη τακτική αποδοχή δεν συνυπολογίζεται για τις συντάξιμες αποδοχές (της κύριας και επικουρικής σύνταξης) από τα προαναφερόμενα ασφαλιστικά ταμεία των λαμβανόντων το επίδομα αυτό εργαζομένων στην εναγομένη (πρβλ. ΑΠ 1122/2023). Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ αναίρεση κατ' αποφάσεων ειρηνοδικείων, καθώς και κατά αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και "οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε. περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 594/2021, 381/2019). Από την επισκόπηση κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, της προσβαλλόμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, μεταξύ άλλων, τα εξής: "Οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι [αναιρεσίβλητοι] προσελήφθησαν από την εναγομένη - εκκαλούσα [αναιρεσείουσα] με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 2.9.1970, 18.7.1977, 23.12.1974, 22.12.1969, 15.12.1971, 15-12-1971, 24.6.1976, 30.8.1973, 8.5.1972, 28.5.1976, 21.8.1969, 24.6.1976 και 1.1.1978. Έκτοτε προσέφεραν σε αυτή τις υπηρεσίες τους μέχρι που συνταξιοδοτήθηκαν λόγω της συμπληρώσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται από το άρθρο 19 παρ 1 εδ. ε' του ΓΚΠ/ΟΤΕ στις 24.3.2000, 21.6.2006, 17.4.2006, 22.12.2001, 25.9.2003, 11.9.2003, 29.6.2006, 27.4.2006, 29.12.2001, 24....005, 6.4.2004 18.8.2006 και 1.8.2004 αντίστοιχα ο καθένας. Κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης τους οι ενάγοντες ελάμβαναν από την εναγομένη το επίδομα στέγασης, όπως προβλέπεται με τους προμνημονευθέντες όρους 19 και 26 των από 7.3.1990 ΕΣΣΕ και 10.5.1996 ΕΣΣΕ αντίστοιχα, το οποίο από 1.1.2005, ανήρχετο στο βασικό ποσό των 57,97 ευρώ μηνιαίως. Το επίδομα αυτό καταβαλλόταν στους ενάγοντες σταθερά και μόνιμα κάθε μήνα, ήταν ανεξάρτητο από τις πραγματοποιούμενες ή μη δαπάνες στέγασης, δεν υπόκειτο σε κανέναν έλεγχο και εχορηγείτο αποκλειστικά προς κάλυψη των εξόδων τους για τη διαμονή τους στον τόπο εργασίας τους και όχι για εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης. Με βάση δε αυτή τη διαπίστωση, ότι η μετάβαση και η εκτέλεση στον τόπο εργασίας αποτελεί υποχρέωση του μισθωτού και συνεπώς τα έξοδα διαμονής δεν βαρύνουν τον εργοδότη, η παροχή αυτή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυξάνει τις αποδοχές του μισθωτού, αποτελεί δηλαδή μισθό. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός, ότι το επίδικο επίδομα δεν δίνεται σε όσους μετακινούνται στους συγκεκριμένους τόπους, αλλά σε εκείνους που μονίμως διαμένουν στους τόπους αυτούς.
Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέσο προσέλκυσης προσωπικού στα εν λόγω νησιά, αλλά ότι αποτελεί πρόσθετη μισθολογική παροχή στους μόνιμα εκεί διαμένοντες. Επιπλέον, το γεγονός ότι το επίδικο επίδομα σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δ.Σ. (οι οποίες ελήφθησαν την χρονική περίοδο 1966-1975, δηλ. πολύ πριν τον χρόνο υπογραφής των από 7.3.1990 και 10.5.1996 ΕΣΣΕ) εμπίπτει στις διατάξεις του Ν.Δ. 907/8-1971, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι μετατίθενται στα παραπάνω νησιά και συνεπώς, το επίδομα δίνεται σε αυτούς για την αντιμετώπιση δαπανών στέγασης και κατ' επέκταση στην εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης. Η κρίση δε του Δικαστηρίου περί του ότι η συγκεκριμένη παροχή αποτελεί μισθό, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, η τελευταία, δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένα ποιοτικά κριτήρια, που να την συνδέουν άμεσα με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, εφόσον ο δικαιούχος, ως μόνιμος κάτοικος δύναται να χρησιμοποιεί ιδιόκτητη κατοικία για τη διαμονή του. Ακολούθως προέκυψε ότι, οι ενάγοντες κατά την απόλυσή τους έλαβαν και πρόσθετη αποζημίωση εννέα (9) τακτικών μηνιαίων μισθών, όπως ορίζεται από την αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη της παρούσας από 19....024 ΕΣΣΕ (όρος 11) σε συνδυασμό με την από 7.3.1990 ΕΣΣΕ (όρος 2) υπολογιζομένων με βάση τον τακτικό μισθό του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Η εναγομένη όμως, κατά τον χρόνο αποχώρησης των εναγόντων από την υπηρεσία τους, δεν συνυπολόγιζε το εν λόγω επίδομα στις τακτικές αποδοχές αυτών με αποτέλεσμα να μην συνυπολογιστεί αυτό στην ως άνω πρόσθετη αποζημίωση εννέα μισθών. Ακόμη, λόγω μη συνυπολογισμού του ανωτέρω επιδόματος στέγασης στις συντάξιμες αποδοχές των εναγόντων, που για τους ενάγοντες ανέρχεται στο 80% για την κύρια και στο 20% για την επικουρική, των συντάξιμων αποδοχών, οι τελευταίοι ζημιώθηκαν από τον χρόνο απολύσεώς τους έως την 31.12.2012 τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά. [....]". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη με αριθμό .../2019 απόφαση δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας ούτω την υπ'αριθμ. .../2014 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, επιδικάζοντας σε καθένα από αυτούς τα αναφερόμενα σε αυτή χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο. Με τις ως άνω παραδοχές η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ότι το επίδομα στέγασης που ελάμβαναν κάθε μήνα οι ενάγοντες από την εναγομένη χωρίς επιφύλαξη, που χορηγείτο μόνο στους μόνιμα εγκατεστημένους στα προαναφερθέντα νησιά και καταβαλλόταν σταθερά και μόνιμα στους ενάγοντες κάθε μήνα με συγκεκριμένο αναπροσαρμοζόμενο ποσό, αποκτώντας έτσι το χαρακτήρα μισθού, που περιλαμβάνεται ως τακτική αποδοχή στις συντάξιμες αποδοχές τους (κύριες και επικουρικές), και χορηγείτο αποκλειστικά προς κάλυψη των εξόδων τους για τη διαμονή τους στον τόπο εργασίας τους και όχι για εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης και το αυτό αυξάνει τις αποδοχές τους, αποτελεί δηλαδή μισθό, ώστε να συνυπολογισθεί στις συντάξεις τους και ακολούθως δέχθηκε τις αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων που προήλθαν από τον μη συνυπολογισμό του επιδόματος στέγασης στις συντάξιμες αποδοχές τους και επιδίκασε τα αιτούμενα ποσά, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ, άρθρο 1 της 95 Δ.Σ. και του κυρωτικού αυτής Ν. 3248/1955 καθώς και τους όρους 19 της από 7.3.1990 ΕΣΣΕ και 26 της από 10.5.1996 ΕΣΣΕ. Τούτο, διότι η εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας παροχή προς τους ενάγοντες και ήδη [αναιρεσιβλήτους] επιδόματος στέγασης, αποτελούσε χρηματική, πρόσθετη και οικειοθελή διευκόλυνση, η οποία απέβλεπε, προεχόντως, στην εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης και στην εκ μέρους των εναγόντων ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη παροχή της εργασίας τους. Ότι, ως εκ τούτου, η παροχή αυτή, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε, παραλλήλως, πηγή ωφέλειας και για τους ενάγοντες, δεν είχε μισθολογικό χαρακτήρα και δεν μπορούσε να συνυπολογισθεί στις τακτικές αποδοχές αυτών, για να διευρύνει τη βάση προσδιορισμού της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης. Ότι, επιπλέον το ως άνω επίδομα, χορηγείτο στους υπηρετούντες στα προαναφερθέντα νησιά ως κίνητρο εγκατάστασης και δεν αποτελεί τακτική αποδοχή και δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Από το περιεχόμενο δε του όρου αυτού, σαφώς συνάγεται, σύμφωνα και με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, ότι η παροχή αυτή δίνεται στους υπηρετούντες στα ως άνω νησιά ως κίνητρο προσέλκυσης για την εγκατάστασή τους σ'αυτά, ώστε να εξυπηρετείται η καλύτερη λειτουργία της επιχείρησης της εναγομένης, καταβάλλεται ορισμένο ποσό κατά μήνα, ως τέτοια δε παροχή δεν δημιουργεί δικαιώματα και αξιώσεις, δεν προσαυξάνει το βασικό μισθό, ούτε κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή υπόκειτο σε συνταξιοδοτικές κρατήσεις και η περιοδικότητα και τακτικότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα της καταβολής της, δεν την μετατρέπει σε τακτική αποδοχή (μισθό), ανεξαρτήτως από την οποιαδήποτε ωφέλεια του εργαζόμενου.
Συνεπώς οι ενάγοντες δεν δικαιούντο να αξιώσουν με την κρινόμενη αγωγή την καταβολή από την εναγομένη των διαφορών από το μη συνυπολογισμό στις συντάξιμες αποδοχές τους (κύριες και επικουρικές) της εν λόγω παροχής στέγασης (πρβλ. ΑΠ 1122/2023) Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης ως προς το σκέλος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. και όχι όπως εσφαλμένα αναφέρεται από το άρθρο 559 του ιδίου κώδικα, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση, αποδίδοντας σ' αυτήν την πλημμέλεια ότι κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, έκρινε νόμιμη την αγωγή και ότι το επίδομα στέγασης που χορηγήθηκε με τον ως άνω συμβατικό όρο αποτελούσε τακτική αποδοχή, ενώ ρητά συμφωνήθηκε το αντίθετο και ακολούθως δέχθηκε την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, είναι βάσιμος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.
Συνεπώς, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Επειδή δε η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού, καταλαμβάνει ολόκληρη την προσβαλλομένη απόφαση παρέλκει η έρευνα του πρώτου αναιρετικού λόγου, ως προς το έτερο σκέλος του από τον αριθμ. 6 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. και όχι όπως εσφαλμένα αναφέρεται 19 του άρθρου 559, του δεύτερου αναιρετικού λόγου εκ του άρθρου 560 αριθμ. 1 και 6 ΚΠολΔ και όχι 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και του τρίτου αναιρετικού λόγου εκ του άρθρου 560 αριθμ. 5 και όχι όπως εσφαλμένα αναφέρεται εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ . Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1, άρθρο τρίτο του Ν. 1335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν, συνάγεται ότι οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, γιατί δεν έχει ανάγκη άλλης διευκρίνισης, αλλά υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, με βάση το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την έκταση της αναιρέσεως αυτής, η παραπομπή, κατά την παραπάνω διάταξη σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας, δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο. (ΑΠ 594/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, εφ' όσον, κατά τα προεκτεθέντα η ένδικη αξίωση των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων δεν είναι νόμιμη και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί, δεν υπάρχει στάδιο περαιτέρω εκδίκασης της υπόθεσης. Επομένως θα πρέπει, κατ' άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ να κρατηθεί και να εκδικασθεί η υπόθεση, να γίνει δεκτή η από ....2015 έφεση της αναιρεσείουσας και κατ' ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση (.../2014) του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και να απορριφθεί η από ....2010 αγωγή ως μη νόμιμη. Τέλος πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω του δυσερμηνεύτου των νομικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.) τόσο της αναιρετικής δίκης, όσο και για τον πρώτο και δεύτερο βαθμούς δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 579 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικά εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο Άρειος Πάγος, εφόσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του ως την παραμονή της συζήτησης, διατάσσει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών του κεφαλαίου, των τόκων και των δικαστικών εξόδων και η επί του αθροίσματος αυτού καταβολή νόμιμων τόκων, οι οποίοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της αναιρετικής απόφασης, που διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων, γιατί από τον χρόνο της επίδοσης αυτής καθίσταται υπερήμερος ο αναιρεσίβλητος, κατ' άρθρο 340 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2021, ΑΠ 989/2019). Η ως άνω επαναφορά μπορεί να ζητηθεί και επί εκούσιας ή αναγκαστικής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, που επικυρώθηκε από την αναιρεθείσα απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον, λόγω της επικύρωσης αυτής, θεωρείται ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενσωματώθηκε στην αναιρούμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 22/2006, ΑΠ 1718/2022, 381/2019, 1406/2009, 143/2008, 648/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με την αίτηση αναίρεσης, υποβάλει αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, σε περίπτωση αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ζητώντας να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι να αποδώσουν σ' αυτή, καθένας, τα κάτωθι ποσά και ειδικότερα: ο 1ος το ποσό των 7.309,61 ευρώ, ο 2ος το ποσό των 8.665,16 ευρώ, ο 3ος το ποσό των 8.507,72 ευρώ, ο 4ος το ποσό των 7.340,59 ευρώ, ο 5ος το ποσό των 7.324,99 ευρώ, ο 6ος το ποσό των 7.309,61 ευρώ, ο 7ος το ποσό των 8.748,86 ευρώ, ο 8ος το ποσό των 8.748,86 ευρώ, ο 9ος το ποσό των 7.309,61 ευρώ, ο 10ος το ποσό των 7.309,61 ευρώ, ο 11ος το ποσό των 7.309,61 ευρώ, ο 12ος το ποσό των 8.748,86 ευρώ και ο 13ος το ποσό των 7.324,99 ευρώ, που κατέβαλε σε κάθε αναιρεσίβλητο σε εκούσια συμμόρφωση προς την αναιρεθείσα απόφαση με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης, που θα εκδοθεί επί της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτά είναι νόμιμη, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Δεδομένου, δε, ότι η καταβολή από την αναιρεσείουσα των επιδικασθέντων από το Δικαστήριο ουσίας ποσών σε έκαστο αναιρεσίβλητο πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από αυτήν αποδείξεις πληρωμής και τα παραστατικά καταθέσεως των αντίστοιχων ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό εκάστου αναιρεσίβλητου, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως κατ'ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί κάθε αναιρεσίβλητος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα, κατά παραδοχή της αίτησής της, το ως άνω καταβληθέν σε έκαστο αναιρεσίβλητο από αυτήν ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης αυτής μέχρι την εξόφληση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. .../2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται κατ'ουσία την από ....2015 με αριθμ. καταθ. .../2015 έφεση της εναγόμενης-εκκαλούσας κατά της υπ'αριθμ. .../2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου Αττικής.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ'αριθμ. .../2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου Αττικής
Απορρίπτει την από ....2010, με αριθμό κατάθεσης .../2012 αγωγή.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για την αναιρετική δίκη και για τον πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Δέχεται την αίτηση της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Υποχρεώνει τους αναιρεσιβλήτους να καταβάλουν στην αναιρεσείουσα, ο 1ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων εννέα ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (7.309,61 ευρώ), ο 2ος αναιρεσίβλητος το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και δεκαέξι λεπτών (8.665,16 ευρώ), ο 3ος αναιρεσίβλητος το ποσό των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων επτά ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (8.507,72 ευρώ), ο 4ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (7.340,59 ευρώ), ο 5ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (7.324,99 ευρώ), ο 6ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων εννέα ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (7.309,61 ευρώ), ο 7ος αναιρεσίβλητος το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (8.748,86 ευρώ), ο 8ος αναιρεσίβλητος το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (8.748,86 ευρώ), ο 9ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων εννέα ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (7.309,61 ευρώ), ο 10ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων εννέα ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (7.309,61 ευρώ), ο 11ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων εννέα ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (7.309,61 ευρώ), ο 12ος αναιρεσίβλητος το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (8.748,86 ευρώ) και ο 13ος αναιρεσίβλητος το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (7.324,99 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης, προς αυτούς, της παρούσας απόφασης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ