
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 520 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 520/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Ιωάννη Αποστολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θ. Π., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Ελένη Καραβέλα και Σταύρο Ποντίκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) συμβολαιογράφου Θηβών Ε. Ρ. του Δ., κατοίκου ..., ως καθολικής διαδόχου της συμβολαιογράφου Θηβών Ε. Κ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Σαρηβαλάση, 2α) Β. χήρας Ι. Σ., το γένος Α. Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την 2γ αναιρεσίβλητη Ε. Σ., 2β) Χ. - Κ. Σ. του Ι., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιάκωβο Σταυρόπουλο και 2γ) Ε. Σ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2019 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας και την από ...-2021 πρόσθετη παρέμβαση των ήδη 2α, 2β και 2γ αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2021 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2022 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...-2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι, με την από ...-2019 (υπ' αριθ. .../2019 και .../2019) την ένδικη ανακοπή, η οποία ασκήθηκε κατά της συμβολαιογράφου Θηβών Ε. Κ., ως υπαλλήλου του σχετικού πλειστηριασμού, που αντικαταστάθηκε, νομίμως, από την ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη συμβολαιογράφο, η ανακόπτουσα και ήδη αναιρεσείουσα ("ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.") ζήτησε να ακυρωθεί η υπ' αριθ. .../2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε εις βάρος της (ως ειδικής διαδόχου της "Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε."), βάσει της υπ' αριθ. ...-2006 εγγυητικής επιστολής, εκδοθείσας από την τελευταία, για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν. Ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκε από τις ήδη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των αναιρεσίβλητων πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθης η ανακοπή και κατά της ανακόπτουσας. Επί της ως άνω ανακοπής και της πρόσθετης παρέμβασης, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ' αριθ. .../2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή και έγινε δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση. Επίσης, επί της ασκηθείσας από την αναιρεσείουσα (ανακόπτουσα) εφέσεως κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης εκδόθηκε η υπ' αριθ. .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγινε δεκτή τυπικά η έφεση, απορρίφθηκε κατ' ουσίαν. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται από την αναιρεσείουσα (ανακόπτουσα) η ως άνω υπ' αριθ. .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης αυτή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (σε συνδυασμό με το ότι κατατέθηκε εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από τη δημοσίευσή της), επίσης, καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 20, 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η αίτηση αναίρεσης αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ). Ι. Οι εγγυητικές επιστολές, που εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία των τραπεζικών εγγυοδοτικών συμβάσεων, εκδίδονται από τράπεζες και αποτελούν ιδιαίτερο είδος και τύπο εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι με αυτές οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο λήπτη αυτής του ποσού, που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους. Η εγγυητική επιστολή, κατά κανόνα, αφορά σύμβαση μεταξύ πελάτη/εντολέα-τράπεζας, η οποία, πρέπει να είναι έγγραφη και έχει ενοχικό χαρακτήρα, αφού με αυτή γεννάται υποχρέωση της εγγυοδότριας, τράπεζας και αντίστοιχο δικαίωμα του λήπτη (δανειστή) σε ορισμένη παροχή. Επίσης, αυτή έχει ετεροβαρή χαρακτήρα, αφού γεννά υποχρεώσεις μόνον εις βάρος της εκδότριας, τράπεζας και όχι και για το λήπτη. Στην εγγυητική επιστολή, συνήθως, διακρίνονται σχέσεις ανάμεσα: α) Στον εντολέα και τον λήπτη-δικαιούχο της εγγυητικής επιστολής (σχέση αξίας), η σχέση αυτή μπορεί να είναι οποιοσδήποτε φύσης (πώληση, σύμβαση έργου, εντολή, συμμετοχή σε διαγωνισμό κτλ.) και η εγγυητική επιστολή αποσκοπεί να εξασφαλίσει τον λήπτη για την περίπτωση της μη (ή πλημμελούς) εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εντολέα που πηγάζουν από τη σχέση αξίας, β) Στον εντολέα και την τράπεζα (σχέση κάλυψης), όπου η τράπεζα αναλαμβάνει την υποχρέωση απέναντι στον εντολέα να εκδώσει υπέρ του λήπτη εγγυητική επιστολή συγκεκριμένου είδους και με συγκεκριμένο περιεχόμενο (περιλαμβάνει λ.χ. τις προϋποθέσεις κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, τη διάρκεια ισχύος της κτλ.) για να εξασφαλίσει τον λήπτη σε σχέση με την μη ή μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εντολέα από τη σχέση αξίας και γ) Στην τράπεζα και τον λήπτη (βασική σχέση), που δημιουργείται με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής. Η τελευταία σχέση αφορά ιδιόμορφη υποσχετική και ετεροβαρή σύμβαση, που καταρτίζεται στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), η οποία ως ειδικότερη μορφή εγγυοδοτικής σύμβασης, σε αντίθεση με τη σύμβαση εγγύησης του ΑΚ, δεν έχει επικουρικό και παρεπόμενο χαρακτήρα, όντας ανεξάρτητη τόσο από τη σχέση κάλυψης μεταξύ εντολέα και τράπεζας όσο και από τη σχέση αξίας μεταξύ εντολέα και λήπτη-δικαιούχου της εγγυητικής επιστολής. Επίσης, η περίπτωση αυτή διέπεται από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 847 επ. ΑΚ, μόνον όμως σε σχέση με διατάξεις που συμβιβάζονται με τον αυτοτελή και μη παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης του εγγυοδότη (όπως τα άρθρα 854, 858, 860, 861, 865, 866 ΑΚ), με εξαίρεση εκείνων που αφορούν τον επικουρικό (άρθρο 855 ΑΚ) και παρεπόμενο (άρθρ. 850-853 ΑΚ) χαρακτήρα της εγγυητικής ευθύνης στη σύμβαση εγγύησης του ΑΚ. Ακόμη, επί εγγυητικής επιστολής, όπως και επί εγγύησης του ΑΚ, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των σχετικών διατάξεων και της θεσπιζόμενης με το άρθρο 361 του ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων ότι η παρέχουσα την εγγυητική επιστολή τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει το αναγραφόμενο στην εγγυητική επιστολή ποσό χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς το δικαίωμα προβολής της ένστασης δίζησης, καθώς και κάθε άλλης μη προσωποπαγούς ένστασης του πρωτοφειλέτη. Δεν καθίσταται όμως η εγγυητική επιστολή αφηρημένη υπόσχεση χρέους, ούτε αποβάλλει το χαρακτήρα της ως σύμβασης εξασφαλιστικής των δικαιωμάτων του οφειλέτη από τη βασική σχέση και με την έννοια αυτή η τράπεζα δεν υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή για αιτία, η οποία δεν καλύπτεται από την εγγυητική επιστολή. Έτσι, εξασφαλίζεται ο δανειστής, δηλαδή εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η εγγυητική επιστολή, με τη ρήτρα πληρωμής "σε πρώτη ζήτηση" ή "απλή ειδοποίηση", στην άμεση απόλαυση του ποσού αυτής, αφού η τράπεζα που ανέλαβε πλέον την υποχρέωση να πληρώσει σε πρώτη ζήτηση ή με απλή ειδοποίηση ή δήλωση, δεν μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής προς το δανειστή, επικαλούμενη ανυπαρξία ή πλημμέλεια της βασικής σχέσης ή ακόμη και να αμφισβητήσει τον λόγο κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, πολύ δε περισσότερο (δεν μπορεί) να αντιτάξει ενστάσεις, που απορρέουν από τη σχέση κάλυψης, δηλαδή αυτή που συνδέει την ίδια και τον πελάτη/εντολέα της, οι οποίες (ενστάσεις) ανάγονται στην ύπαρξη, την ελαττωματικότητα ή την ανώμαλη εξέλιξη της εν λόγω σχέσης, καθόσον ο τελευταίος (εντολέας) δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στην εγγυοδοτική σύμβαση τράπεζας και λήπτη της εγγυητικής επιστολής (δανειστή του). Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανωτέρω εγγυοδοτικής σύμβασης είναι ο αυτόνομος χαρακτήρας της, αφού μόνη η σύμβαση περί πληρωμής της εγγυητικής επιστολής σε περίπτωση κατάπτωσής της, αρκεί για το λήπτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του, ανεξάρτητα από την ομαλή ή ανώμαλη εξέλιξη τόσο της βασικής σχέσης (δανειστή/λήπτη - οφειλέτη/εντολέα τράπεζας), όσο και της σχέσης κάλυψης (τράπεζας/πελάτη, εντολέα της), της οποίας (σχέσης κάλυψης), επομένως, το δικαίωμα του λήπτη από την εγγυητική επιστολή, δεν είναι παρεπόμενο (ΑΠ 561/2021, ΑΠ 2018/2014, ΑΠ 884/2013, ΑΠ 1793/2008). Εξάλλου, ειδική περίπτωση εγγυητικής επιστολής ρυθμίζεται στο άρθρο 6 του Ν.Δ. 4001/1959 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 22 ΕισΝΚΠολΔ), κατά το οποίο, όταν σε πλειστηριασμό έχει καταταγεί τυχαία τράπεζα, μπορεί και αν έχει ασκηθεί ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης να της καταβληθεί το πλειστηρίασμα με την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής της ίδιας. Ειδικότερα, στο άρθρο 6 παρ. 1 του ΝΔ 4001/1959 ορίζεται ότι "Επί κατατάξεως ... ή Τραπέζης επί του εκπλειστηριάσματος κινητού ή ακινήτου, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, παρά τη γενομένην ανακοπήν της εν τω πίνακι κατατάξεώς των καταβάλλει εις τον καταγέντα ... ή Τράπεζα το ποσό δι' ο κατετάγησαν μετά των μέχρι της ημέρας της καταβολής τόκων, η μέρους τούτων εν ανεπαρκεία του υπολοίπου του εκπλειστηριάσματος, επί παραδόσει παρ' αυτών τραπεζικής εγγυητικής επιστολής ... απευθυνομένης προ τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και καλυπτούσης την περίπτωση της δια τελεσιδίκου αποφάσεως, αποδοχής εν όλω ή εν μέρει της ασκηθείσης ανακοπής". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην εν λόγω περίπτωση της εγγυητικής επιστολής δεν υφίσταται η προαναφερθείσα τριμερής σχέση (τράπεζας-εντολέα-λήπτη) αλλά μόνον η ως άνω σχέση μεταξύ της τράπεζας (εκδότριας της εγγυητικής επιστολής) και του λήπτη (βασική σχέση), η οποία, όπως προεκτέθηκε, δεν έχει παρεπόμενο χαρακτήρα. Ειδικότερα, ο τυχαία καταταγείς, που ικανοποιήθηκε με την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής, μετά τη ματαίωση της σχετικής κατάταξής του, υποχρεούται να επιστρέψει (εντόκως) το ποσό που εισέπραξε. Περαιτέρω, με το νόμο 4021/2011 αναμορφώθηκε το δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρα 62 έως 63Ζ και 68 του ν. 3601/2007). Στα άρθρα αυτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 3458/2006 για την "Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις", προβλέπονται, εκτός των άλλων, τα μέτρα εξυγίανσης που μπορούν να ληφθούν με σκοπό την αναδιάρθρωση του πιστωτικού συστήματος. Τα μέτρα εξυγίανσης, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 3 του ν. 3458/2006, είναι μεταξύ άλλων, η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος, σε εφαρμογή του άρθρου 63Δ περ. δ' του ν. 3601/2007. Με τα μέτρα αυτά σκοπείται η μεταβιβαστική εξυγίανση ενός τμήματος της περιουσίας ενός πιστωτικού ιδρύματος, με τα σχετικά δικαιώματα, υποχρεώσεις και συμβατικές σχέσεις να μεταφέρονται σε υγιή φορέα, ενώ το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει αντίστοιχο αντάλλαγμα. Η διαδικασία αυτή (άρθρου 63Δ ν. 3601/2007) δεν οδηγεί σε πτώχευση της τράπεζας, αλλά πρόκειται για εξυγίανση, που εφαρμόζεται πριν η τράπεζα φτάσει σε παύση πληρωμών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο (63Δ ν. 3601/2007), η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφαση της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο υφιστάμενο πιστωτικό ίδρυμα ή προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 63Ε του ίδιου ως άνω νόμου ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση αυτή (της Τράπεζας της Ελλάδος) και μπορούν να είναι δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις (παρ. 1). Με τη σύμβαση μεταβίβασης των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού μεταξύ του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος και του αποκτώντος, συμμεταβιβάζεται και το σύνολο των παρακολουθηματικών εννόμων σχέσεων, δηλαδή εγγυήσεις, εξασφαλίσεις (458 ΑΚ), εκχωρήσεις και το σύνολο των δικών, των ήδη εκκρεμών, ή αυτών που θα καταστούν εκκρεμείς στο μέλλον και αφορούν τις προαναφερθείσες έννομες σχέσεις. Επίσης, η υπό εξυγίανση τραπεζική επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, ως προς το αντικείμενο που συνίσταται στα περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν μεταβιβαστεί, άλλως συνεχίζει να υπάρχει για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, εφόσον ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και τίθεται σε ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 68 ν. 3601/2007). Ακόμη, με τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, κατ' άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007, ως μέτρο εξυγίανσης του πιστωτικού συστήματος, το πιστωτικό ίδρυμα που τα αποκτά, επέχει θέση ειδικού διαδόχου. Ωστόσο, το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ειδικός διάδοχος του νομικού προσώπου του μεταβιβάζοντος ως σύνολο, το οποίο (μεταβιβάζων) εξακολουθεί να υφίσταται ως ξεχωριστό νομικό πρόσωπο, αλλά ειδικός διάδοχος αυτού, αποκλειστικά και μόνο ως προς τις συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις που μεταβιβάστηκαν και ρητά αναφέρονται στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και στη σύμβαση μεταβίβασης. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 63Δ του ίδιου ως άνω νόμου, για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους. Εξάλλου, με απόφαση που ελήφθη κατά την υπ' αριθ. ...-2012 συνεδρίαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 2208Β/27-7-2012) ανακλήθηκε η άδεια του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." το οποίο τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ενώ διορίστηκε ειδικός διαχειριστής. Ακολούθως, δυνάμει απόφασης που ελήφθη κατά την υπ' αριθ. ...-2012 συνεδρίαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 2209 Β/27-7-2012) καθορίστηκαν (στο παράρτημα της απόφασης) οι έννομες σχέσεις του ως άνω υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος ("ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.") που μεταβιβάζονται στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", καθώς και εκείνες οι έννομες σχέσεις που δεν μεταβιβάζονται στο τελευταίο ("μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία") των οποίων έννομων σχέσεων φορέας παρέμεινε το ως άνω που τέθηκε σε εκκαθάριση (είτε ως ενεργητικό είτε ως παθητικό αυτής), με την ίδια απόφαση ( υπ' αριθ. ...-2012 συνεδρίαση) υποχρεώθηκε ο ειδικός εκκαθαριστής της "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." να προβεί στη μεταβίβαση των αναφερομένων προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το παράρτημα της υπ' αριθ. ...-2012 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 2209/27.7.2012) " 1. Στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία "Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε." (εφεξής: "η Πειραιώς") μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." (εφεξής: "η Αγροτική") με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως "Πειραιώς", καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της "Αγροτική" (δικαιώματα, αξιώσεις, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στον αριθμό 2 υπό στοιχεία α' έως και ιστ), που αναφέρονται εφεξής συνολικά ως "μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία". Στα περιουσιακά στοιχεία (συμβατικές σχέσεις, ενεργητικό και παθητικό) που θα μεταβιβασθούν στην "Πειραιώς" συγκαταλέγονται, εκτός αν περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιδίως τα ακόλουθα: .... στ) Οι έννομες σχέσεις της "Αγροτική" έναντι πελατών της που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της "Αγροτική" κατά πελατών της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της "Αγροτική" με τρίτους. Από τη μεταβίβαση εξαιρούνται έννομες σχέσεις οι οποίες πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με πελάτες της "Αγροτική" που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία ... 2. Δεν μεταβιβάζονται στην "Πειραιώς" τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α' έως και ιστ' (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της "Αγροτική" ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) την "Αγροτική". Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ' αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η "Αγροτική". Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι τα ακόλουθα: ... ιδ) Οι έννομες σχέσεις της "Αγροτική" έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της "Αγροτική", συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της "Αγροτική" με τρίτους, οι οποίες αφορούν: ..... iν) οφειλές που δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω κατηγορίες, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. ... ιστ) Τα δικαιώματα και έννομες σχέσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία ή την εξασφάλιση μη μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, όπως ιδίως ..." Από το σύνολο των ανωτέρω, συνάγεται ότι: Α. Γενικά α) επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος (ν. 4021/2011, ν. 3458/2006 και ν. 3601/2007) η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς εξυγίανση - εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος δεν γίνεται ως σύνολο αλλά αποκλειστικά και μόνον ως προς τις συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις που μεταβιβάστηκαν κατά τα αναφερόμενα στη σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, β) το προς εξυγίανση πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να υφίσταται και αποτελεί υποκείμενο (φορέας) των εννόμων σχέσεων, δικαιωμάτων αιτήσεων, υποχρεώσεων ή και συμβατικών σχέσεων που δεν μεταβιβάστηκαν, γ) βάσει της υπ' αριθ. ...-2012 αποφάσεως της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος δεν μεταβιβάστηκαν στην "Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε." οι έννομες σχέσεις (με τις παρακολουθηματικές αυτών έννομες σχέσεις όπως εγγυήσεις), που απορρέουν από την παροχή πιστώσεων της "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.", εφόσον οι πιστούχοι βρίσκονται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. Οι έννομες σχέσεις, όμως, της "Αγροτική", που δεν αποτελούν παρεπόμενες των ως άνω μη μεταβιβαζόμενων θεωρούνται ότι περιλαμβάνονται στις λοιπές συμβατικές σχέσεις αυτής ("Αγροτική"), που κατά τα προεκτεθέντα μεταβιβάζονται στην "Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε." (ΑΠ 1444/2023, ΑΠ 364/2023, ΑΠ 915/2021).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων, 68 και 73 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για την αποτελούσα διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί κατ' αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης χωρίς, (κατ' αρχήν), να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι αυτού, αφού η έλλειψη συνδρομής της ανωτέρω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως νομικά μεν αβάσιμης, κατά το στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης στην περίπτωση μη απόδειξης (κατά το στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας) των επικληθέντων προς θεμελίωσή της (νομιμοποίησης) πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 630/2019). Ακόμη, ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Ως εκ τούτου, η νομιμοποίηση του διαδίκου, όπως και το έννομο συμφέρον, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Μάλιστα, αν η έλλειψη νομιμοποίησης, συνδέεται με τις παραδοχές της απόφασης επί της ουσίας, στηρίζεται ο λόγος αυτός στο άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019, ΑΠ 90/2017, ΑΠ 233/2016). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 4/2005). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Ειδικότερα, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Επίσης, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ακόμη, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον ανωτέρω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι ορισμένος, εφόσον στο αναιρετήριο αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών της απόφασης, δηλαδή εφόσον προσδιορίζεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό, που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε από το ίδιο το αναιρετήριο να προκύπτει η αποδιδόμενη στην απόφαση νομική πλημμέλεια. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 18/2018, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 633/2024, ΑΠ 446/2024).
Στην προκείμενη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον το σχετικό αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: "...αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.", η οποία τέθηκε από την 27.7.2012 σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, με την από 25.6.2003 επιταγή προς πληρωμή επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση κατά της εταιρίας με την επωνυμία "Βιομηχανία Συσκευασίας - Τυποποίησης και Συντήρησης Αγροτικών Προϊόντων Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "Τυποποιητήρια Θήβας Α.Ε." για την ικανοποίηση απαίτησής της ποσού 827.516,30 ευρώ και προέβη στην κατάσχεση οικοπεδικής έκτασης ιδιοκτησίας της οφειλέτριας εταιρίας, που βρίσκεται στη θέση "Καζι" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Θηβών. Ακολούθως, με επίσπευση της ίδιας τράπεζας, διενεργήθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός και συντάχθηκε η σχετική με αριθμό .../2006 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Θηβών Ε. Κ., σύμφωνα με την οποία το πλειστηριασθέν ακίνητο κατακυρώθηκε στην εταιρία με την επωνυμία "Φρέσλαντ Εμπορική Ανώνυμη Εταιρία", αντί του πλειστηριάσματος των 501.000 ευρώ. Στον πιο πάνω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν, το Ελληνικό Δημόσιο για απαίτησή του ποσού 1.869,34 ευρώ, ο δικηγόρος Ιωάννης Σταμούλης, δικαιοπάροχος των προσθέτως παρεμβαινουσών για απαίτησή του από δικηγορικές αμοιβές ποσού 687.266,26 ευρώ και η επισπεύδουσα Αγροτική Τράπεζα για απαίτησή της ποσού 827.516,30 ευρώ από σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Επειδή το πλειστηρίασμα δεν αρκούσε για την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον με αριθμό ....2006 πίνακα κατάταξης, στον οποίο κατέταξε, μεταξύ άλλων και την επισπεύδουσα τράπεζα οριστικά και προνομιακά για το ποσό των 443.169,40 ευρώ. Στη συνέχεια, προτού καταστεί ο πίνακας κατάταξης αμετάκλητος, η Αγροτική Τράπεζα, την 29.9.2006, ζήτησε την σ' αυτήν απόδοση του πιο πάνω ποσού των 443.169,40 ευρώ. Ακολούθως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 4001/1959, παρέδωσε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού την επίδικη με αριθμό ....2006 ισόποση εγγυητική επιστολή, που εξέδωσε η ίδια, με την οποία, μεταξύ άλλων, βεβαιώνεται ότι το πιο πάνω ποσό είναι στη διάθεση της συμβολαιογράφου - υπαλλήλου του πλειστηριασμού για να της κατατεθεί, μόλις υποβληθεί το σχετικό αίτημα κατάπτωσης. Ακολούθησε η σύνταξη της με αριθμό ....2006 πράξης εξόφλησης πίνακα κατάταξης ποσού 443.169,40 ευρώ της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου και καταβλήθηκε στην Αγροτική Τράπεζα ολόκληρο το παραπάνω ποσό. Στη συνέχεια, κατά του εν λόγω πίνακα κατάταξης ασκήθηκαν δύο ανακοπές και ειδικότερα, μία από τον Ι. Σ. και μία από την Αγροτική Τράπεζα. Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε η με αριθμό .../2016 απόφαση του Εφετείου Εύβοιας, η οποία μεταρρύθμισε τον πίνακα κατάταξης και κατέταξε τις κληρονόμους του Ι. Σ., κατά το ποσό των 157.510,43 ευρώ προνομιακά και οριστικά, με την αντίστοιχη αποβολή, κατά το ποσό αυτό, της Αγροτικής Τράπεζας. Η κατάταξη της τελευταίας παρέμεινε προνομιακή και οριστική, ως προς το ποσό των 318.759,54 ευρώ. Έτσι, μετά την τελεσιδικία του εν λόγω πίνακα κατάταξης η προαναφερόμενη εγγυητική επιστολή κατέπεσε εν μέρει και συγκεκριμένα για το ποσό των 157.510,43 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας των ανακοπών κατά του πίνακα κατάταξης, η Αγροτική Τράπεζα τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης με απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και με βάση την από 27.7.2012 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (4/27.7.2012 ΦΕΚ Β' 2209/27.7.2012), αποφασίστηκε να προβεί ο ειδικός εκκαθαριστής στην παραχρήμα μεταβίβαση προς την Τράπεζα Πειραιώς, των περιουσιακών στοιχείων της Αγροτικής Τράπεζας που αναφέρονται στο παράρτημα της πιο πάνω απόφασης. Ακόμη αποδείχθηκε ότι, την 1.3.2019, η υπάλληλος του πλειστηριασμού ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της διαδόχου της Αγροτικής Τράπεζας και ήδη ανακόπτουσας για το ποσό των 124.409,73 ευρώ, που αποτελεί υπόλοιπο του ποσού των 157.510,43 ευρώ, μετά την αφαίρεση του ποσού των 33.100,70 ευρώ, το οποίο υπήρχε στον ειδικό λογαριασμό για τον πλειστηριασμό που η πιο πάνω συμβολαιογράφος τηρούσε. Ακολούθως εκδόθηκε η με αριθμό .../2019 ένδικη διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε στην ανακόπτουσα τράπεζα την 7.3.2019, με την από 6.3.2019 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του με αριθμό .../2019 πρώτου απογράφου εκτελεστού, με την οποία καλούνταν η ανακόπτουσα να καταβάλει το ποσό των 135.867,58 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Η εκκαλούσα - ανακόπτουσα βάλλοντας κατά της πιο πάνω διαταγής πληρωμής και της κάτω από αυτήν επιταγής προς πληρωμή, ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρισμό που επαναφέρει και στο παρόν Δικαστήριο με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσής της, ότι μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων της Αγροτικής Τράπεζας που μεταβιβάστηκαν σ' αυτήν, με βάση την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, δεν περιλαμβανόταν η επίδικη έννομη σχέση. Ειδικότερα η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό προς την οφειλέτρια εταιρία με την επωνυμία "Τυποποιητήρια Θήβας Α.Ε.", από την οποία απορρέει η απαίτηση της Αγροτικής Τράπεζας για την οποία επέσπευσε τον πλειστηριασμό, με βάση τον οποίο εισέπραξε το προαναφερόμενο ποσό του πλειστηριάσματος, είχε ήδη κλείσει από την 14.5.2003, λόγω υπερημερίας της πιστούχου και περιλαμβάνεται στις έννομες σχέσεις που παρέμειναν στην υπό ειδική εκκαθάριση Αγροτική Τράπεζα. Ως επίρρωση του ισχυρισμού αυτού εκθέτει ότι στις δίκες των ανακοπών κατά το στάδιο της εκκαθάρισης παραστάθηκε η Αγροτική Τράπεζα και όχι η ίδια, η οποία δεν συμμετείχε στις σχετικές δίκες, ούτε ως παρεμβαίνουσα, καθόσον δεν της είχε μεταβιβαστεί η επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατέστη ειδική διάδοχος της Αγροτικής Τράπεζας ως προς συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η ένδικη, αρνούμενη τη νομιμοποίησή της στην παρούσα δίκη. Ακόμη, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής που επαναφέρει με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ διότι η δικαιοπάροχος της καθ' ης ανακοπή συμβολαιογράφος, όταν αιτήθηκε την έκδοση της διαταγής πληρωμής, γνώριζε ότι η επίδικη αξίωση παρέμεινε στην Αγροτική Τράπεζα. Ως προς τους ισχυρισμούς αυτούς σημειώνονται τα παρακάτω: Με την προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, μεταβιβάστηκαν στην ανακόπτουσα τράπεζα τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο παράρτημα της απόφασης, εκτός από τις εξαιρέσεις, που επίσης αναφέρονται στο παράρτημα αυτό. Ειδικότερα αναφέρονται ότι στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε." μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις της υπό εκκαθάρισης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλήρως η Τράπεζα Πειραιώς, καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της Αγροτικής (αξιώσεις, δικαιώματα, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στην παράγραφο 2 με στοιχεία α' έως και ιστ', που αναφέρονται στο εξής ως μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία. Σύμφωνα με την παρ. 1 περ. στ' του παραρτήματος, μεταξύ των μεταβιβαζόμενων στην Τράπεζα Πειραιώς στοιχείων της υπό εκκαθάριση Αγροτικής Τράπεζας, περιλαμβάνονται και οι έννομες σχέσεις της Αγροτικής με τους πελάτες της που πηγάζουν ή στηρίζονται σε δανειακές συμβάσεις, ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και αναγωγικά δικαιώματα της Αγροτικής κατά πελατών της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της Αγροτικής με τρίτους. Από τη μεταβίβαση εξαιρούνται έννομες σχέσεις που σχετίζονται ή πηγάζουν από δανειακές ή άλλες πιστοδοτικές συμβάσεις με πελάτες της Αγροτικής, που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία. Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του παραρτήματος ορίζεται ότι δεν μεταβιβάζονται στην Πειραιώς τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται με τα στοιχεία α' έως και ιστ'. Μεταξύ των στοιχείων που δεν μεταβιβάζονται στην Τράπεζα Πειραιώς περιλαμβάνονται και οι έννομες σχέσεις της Αγροτικής με τους πελάτες της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και αναγωγικά δικαιώματά της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με τρίτους, οι οποίες αφορούν : α)...οφειλές για τις οποίες οι πιστούχοι έχουν προβεί σε ρύθμιση οφειλών τους είτε δικαστικά είτε εξωδικαστικά, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των τριάντα (30) ημερών, όσον αφορά στην καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού και οφειλές που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις : θεμελιώνονται σε δανειακή ή άλλου είδους πιστοδοτική σύμβαση που αποσκοπεί στη χρηματοδότηση του πιστούχου στους κλάδους της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, των δασών ή του λοιπού αγροτικού τομέα, ο πιστούχος δεν έχει υποχρέωση τήρησης βιβλίων τρίτης κατηγορίας, ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των τριακοσίων εξήντα (360) ημερών όσον αφορά στην καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού και οφειλές που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω κατηγορίες, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών όσον αφορά στην καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η υποχρέωση πληρωμής της επίδικης εγγυητικής επιστολής δεν περιλαμβάνεται στις εξαιρέσεις του παραρτήματος όπου προσδιορίζονται τα μη μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία της Αγροτικής Τράπεζας και συνεπώς έχει μεταβιβαστεί στην ανακόπτουσα, η οποία υποχρεούται σε πληρωμή της, εφόσον έχει επέλθει η περίπτωση κατάπτωσής της για τους εξής λόγους : Α) σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη με αριθμό 1 νομική σκέψη της παρούσας, η αναγκαστική εκτέλεση ιδρύει δικονομική έννομη σχέση, που έχει δικονομική αυτοτέλεια ως προς τη διαγνωστική δίκη. Ακολούθως, η εγγυητική επιστολή που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4001/1959, δεν αποτελεί εγγυητική επιστολή του ιδιωτικού δικαίου, στην οποία εφαρμόζονται τα άρθρα 847 επ. του ΑΚ και δεν αφορά στη λειτουργία της σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας και της πιστούχου - οφειλέτριας εταιρίας, η οποία είχε ήδη κλείσει τον Μάιο του έτους 2003 και εκκαθαρίστηκε το Σεπτέμβριο του έτους 2006, οπότε καταβλήθηκε στην πιο πάνω τράπεζα το πλειστηρίασμα και μειώθηκε με τον τρόπο αυτό η απαίτησή της. Η επιστολή αυτή αφορά στην έννομη σχέση της αναγκαστικής εκτέλεσης και πρόκειται για εγγυοδοσία που προβλέπεται από το νόμο και συνιστά παροχή ασφάλειας προς την υπάλληλο του πλειστηριασμού, ως προς το ποσό που αυτή ενσωματώνει, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος, που εισέπραξε το πλειστηρίασμα πριν από την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης. Για το λόγο αυτό δεν εμπίπτει στη ρύθμιση του παραρτήματος 2 ιδ' της απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, από την οποία προκύπτει ότι δεν μεταβιβάζονται έννομες σχέσεις της Αγροτικής, μεταξύ των οποίων και οι εγγυητικές επιστολές, όταν ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία. Β) Η εγγυητική επιστολή δεν είναι εξασφαλιστική της έννομης σχέσης που συνδέει την πιστούχο εταιρία "Τυποποιητήρια Θήβας Α.Ε." με την πιστώτρια Αγροτική Τράπεζα, αλλά εξασφαλιστική της σχέσης της αναγκαστικής εκτέλεσης με την υπάλληλο του πλειστηριασμού, η οποία κατέβαλε στην Αγροτική το πλειστηρίασμα ανεξάρτητα από την άσκηση των δύο ανακοπών κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που προαναφέρονται. Γ) Η επίδικη εγγυητική επιστολή της Αγροτικής Τράπεζας υπέρ τρίτων περιλαμβάνεται στις εγγυοδοσίες που προβλέπονται από τον νόμο και ειδικότερα από το άρθρο 6 του ν. 4001/1959 προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την είσπραξη του πλειστηριάσματος πριν από την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης. Δηλαδή, οι εγγυητικές επιστολές, ως μέσο φερεγγυότητας, δεν περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία της Αγροτικής, που κατ' εξαίρεση ορίστηκαν ως μη μεταβιβαζόμενα. Εξάλλου, με τη ρύθμιση του άρθρου 6 του ν. 4001/1959, ο νομοθέτης, τεκμαίροντας ότι οι τράπεζες είναι φερέγγυες, όρισε, κατ' εξαίρεση, ότι αυτές μπορούν να αναλαμβάνουν το πλειστηρίασμα πριν την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής, θεωρώντας ότι το πλειστηρίασμα είναι εξασφαλισμένο με την επιστολή αυτή στα χέρια των τραπεζών, όπως θα ήταν αν παρέμενε στην κατοχή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού κατατεθιμένο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα. Δ) Η υποχρέωση πληρωμής της εγγυητικής επιστολής έχει μεταβιβαστεί στην ανακόπτουσα εφόσον αφορά σε κεφάλαια που έχουν ήδη καταβληθεί και εισπραχθεί από τη δικαιοπάροχό της Αγροτική Τράπεζα και έχουν ενσωματωθεί στην περιουσία της, μειώνοντας την οφειλή της πιο πάνω καθ' ης η αναγκαστική εκτέλεση εταιρίας. Αυτό άλλωστε εξυπηρετεί και τον σκοπό της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος για τα μέτρα εξυγίανσης και τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της Αγροτικής Τράπεζας προς την Τράπεζα Πειραιώς και επίσης των νομοθετικών διατάξεων σε εφαρμογή των οποίων αυτή εκδόθηκε, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως κεντρικός πυλώνας της οικονομίας και στη διασφάλιση της συνέχειας των συναλλαγών (άρθρα 63Δ έως 63Ε ν. 3601/2007, τα οποία εφαρμόζονται στην κρινόμενη υπόθεση, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη με αριθμό 3 νομική σκέψη). Επιπλέον, όσον αφορά στον ισχυρισμό της ανακόπτουσας - εκκαλούσας που προτάθηκε προς επίρρωση της θέσης της και συνεπώς του σχετικού λόγου της ανακοπής της ότι η επίδικη σχέση δεν μεταβιβάστηκε σ' αυτήν, σύμφωνα με τον οποίο (ισχυρισμό), κατά τις δίκες τις σχετικές με την εκκαθάριση της Αγροτικής Τράπεζας, παρέστη η ίδια η Αγροτική δια του εκκαθαριστή της, σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί από το παρόν Δικαστήριο, λόγω αοριστίας, διότι, δεν αναφέρεται αν οι δίκες αυτές σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη με αριθμό 2 μείζονα σκέψη, αυτές συνεχίζονται από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει ex lege υποκατασταθεί στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, που βρίσκεται στο στάδιο της εξυγίανσης, ως προς τις έννομες σχέσεις που μεταβιβάστηκαν σ' αυτό και έτσι ex lege έχει υπεισέλθει στη δικονομική θέση του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, μόνον όμως ως προς τις δίκες, που σχετίζονται με τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, κρίνοντας ότι η επίδικη επιστολή αποτελεί εγγυοδοσία εκ του νόμου και έχει ως αιτία την παροχή ασφάλειας προς την υπάλληλο του πλειστηριασμού για την κατ' εξαίρεση είσπραξη του πλειστηριάσματος πριν από την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης και περαιτέρω ότι η πιο πάνω σχέση που αφορά στην αναγκαστική εκτέλεση έχει μεταβιβαστεί στην ανακόπτουσα, που υποχρεούται σε πληρωμή καθόσον επήλθε η κατάπτωσή της, ορθά εφάρμοσε το νόμο". Ακολούθως το Εφετείο, με την ως άνω αιτιολογία, απέρριψε την έφεση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η ένδικη ανακοπή. Έτσι, που έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007 και της κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας υπ' αριθ. ...-2012 απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος (Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης, ΦΕΚ Β' 2209/27-7-2012), καθώς και του άρθρου 6 παρ. 1 του ΝΔ 4001/1959 (σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ) οι οποίες ήταν εφαρμοστέες και ούτε παραβίασε εκ πλαγίου τις ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τις παραδοχές του, το Εφετείο δέχθηκε: Ότι μετά από επίσπευση της "Αγροτικής Τράπεζας" για την ικανοποίηση απαίτησης της ποσού 827.516,30 ευρώ κατά της οφειλέτριας εταιρείας "Τυποποιητήρια Θήβας Α.Ε.", διενεργήθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός για ακίνητο κυριότητας της τελευταίας. Ότι το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών, έτσι, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε το με αριθμό ....2006 πίνακα κατάταξης, στον οποίο κατέταξε, μεταξύ άλλων και την επισπεύδουσα τράπεζα οριστικά και προνομιακά για το ποσό των 443.169,40 ευρώ. Ότι η "Αγροτική Τράπεζα", παρέδωσε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού ισόποση εγγυητική επιστολή, που εξέδωσε η ίδια, με την οποία, μεταξύ άλλων, βεβαιώνεται ότι το ως άνω ποσό είναι στη διάθεση της συμβολαιογράφου-υπαλλήλου του πλειστηριασμού για να της κατατεθεί, μόλις υποβληθεί το σχετικό αίτημα κατάπτωσης της και εισέπραξε το ως άνω ποσό των 443.169,40 ευρώ για το οποίο είχε καταταγεί. Ότι, η ως άνω εγγυητική επιστολή, κατέπεσε εν μέρει για το ποσό των 157.510,43 ευρώ, ενόψει του ότι ο πίνακας κατάταξης των δανειστών που συντάχθηκε αρχικώς, μεταρρυθμίστηκε δυνάμει της υπ' αριθ. .../2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Εύβοιας, η οποία εκδόθηκε επί σχετικών ανακοπών, και κατατάχθηκαν οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των αναιρεσιβλήτων, κατά το ποσό των 157.510,43 ευρώ, προνομιακά και οριστικά, με αντίστοιχη αποβολή, κατά το ποσό αυτό της "Αγροτικής Τράπεζας". Ότι κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας των ως άνω ανακοπών κατά του πίνακα κατάταξης, η "Αγροτική Τράπεζα" τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, με απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και βάσει της από 27-7-2012 αποφάσεως της ίδιας Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίστηκε να προβεί ο ειδικός εκκαθαριστής στην παραχρήμα μεταβίβαση προς την αναιρεσείουσα ("Τράπεζα Πειραιώς"), των περιουσιακών στοιχείων της "Αγροτικής Τράπεζας" που αναφέρονται στο σχετικό παράρτημα της ως άνω απόφασης. Ότι κατόπιν αίτησης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, εκδόθηκε η υπ' αριθ. .../2019 ένδικη διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα (ανακόπτουσα) στις 7-3-2019, με την από 6-3-2019 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του με αριθμό .../2019 πρώτου απογράφου εκτελεστού, με την οποία καλούνταν η τελευταία να καταβάλει το ποσό των 135.867,58 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, λόγω της ως άνω κατάπτωσης (μερικής) της εν λόγω εγγυητικής επιστολής και της μη καταβολής του αντίστοιχου ποσού. Ότι η εν λόγω εγγυητική επιστολή, δεν είναι εξασφαλιστική της έννομης σχέσης που συνδέει την πιστούχο εταιρεία με την πιστώτρια "Αγροτική Τράπεζα", και δεν εμπίπτει στα μη μεταβιβαζόμενα στην αναιρεσείουσα περιουσιακά στοιχεία της "Αγροτικής Τράπεζας", αλλά εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης προς παροχή ασφάλειας προς την υπάλληλο του σχετικού πλειστηριασμού, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης της τότε μη οριστικά καταταγείσας ("Αγροτικής Τράπεζας"), που εισέπραξε το σχετικό μέρος του πλειστηριάσματος, πριν από την τελεσιδικία του Πίνακα Κατάταξης και το οποίο (εισπραχθέν ποσό), περιελήφθη στην περιουσία της Αγροτικής Τράπεζας. Ότι η υποχρέωση πληρωμής της εγγυητικής αυτής επιστολής έχει μεταβιβαστεί στην ανακόπτουσα ήδη αναιρεσείουσα "Τράπεζα Πειραιώς", διότι αφορά σε κεφάλαια που έχουν ήδη καταβληθεί και εισπραχθεί και έχουν ενσωματωθεί στην περιουσία της, μειώνοντας την οφειλή της πιο πάνω καθής η αναγκαστική εκτέλεση εταιρίας. Επομένως, ο πρώτος (με διττό σκέλος) λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, αφενός μεν προβάλλει αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, αφετέρου δε προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, που είναι διάσπαρτες στον ανωτέρω λόγο της αίτησης αναίρεσης, πλήττουν, με επίφαση την παράβαση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, την αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) επί της ουσίας κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον αναφέρονται στην από το Εφετείο εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη μεταβίβαση στην αναιρεσείουσα της ανωτέρω έννομης σχέσης από την εν λόγω εγγυητική επιστολή, κατά συνέπεια προβάλλονται απαραδέκτως.
ΙΙ. Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να εκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 του ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, για την απόδειξη του οποίου ο διάδικος επικαλείται το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008). Ωστόσο, δεν επιβάλλεται από κάποια διάταξη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική διαβεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 765/2014). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Επίσης, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1047/2018, 569/2017, ΑΠ 967/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ένδικης αναίρεσης, από το με αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την προσκομισθείσα σε αντίγραφο υπ' αριθ. 44/2016 απόφαση του Εφετείου Ευβοίας. Ωστόσο, ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος, διότι από την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτά επισκοπείται κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αναφορά στην απόφαση αυτή περί του ότι το Εφετείο κατέληξε στο προαναφερθέν πόρισμά του "Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ...", καθώς και από το όλο περιεχόμενο και την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία ειδικώς αναφέρεται και η υπ' αριθ. .../2016 απόφαση του Εφετείου Ευβοίας (στη 2η σελίδα του 7ου φύλλου "... Επί των ανακοπών αυτών εκδόθηκε η με αριθμό .../2016 απόφαση του Εφετείου Ευβοίας, η οποία μεταρρύθμισε τον πίνακα κατάταξης ..."), συνάγεται αναμφίβολα και καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για να καταλήξει στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Εξάλλου, το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό, δεν μπορεί να θεμελιώσει τον προβαλλόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο, αφού πρόκειται για αιτίαση αναγομένη στην αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση πραγμάτων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από το με αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι, κατά τα ως άνω, αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 αρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (που κατέθεσαν προτάσεις), κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 106, 176, 183, 189 αρ. 1, 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ...-2022 αίτηση αναίρεσης της "ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." κατά της υπ' αριθ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ