
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 586 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 586/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 1/2025 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Ειρήνη Νικολάου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21 Ιανουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Θ. του Π., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε. Της αναιρεσίβλητης: Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία "...", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) των πληρεξουσίων δικηγόρων Νικόλαου Γιαλλούρη και Βιολέττας Βασιλάκου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-7-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1362/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4921/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-5-2022 αίτησή της.
Με την 150/2025 πράξη της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ειρήνη Νικολάου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με τις διατάξεις του άρθρου 307 εδ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό διαμορφώθηκε και ισχύει από 1/1/2022 (άρθρα 17 και 120 ν. 4842/2021, ΦΕΚ Α 190/13.10.2021), ορίζεται ότι "Αν για οποιοδήποτε λόγο, που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου". Επίσης σύμφωνα με τα εδ. 9 και 10 του ίδιου άρθρου, "...εάν διαπιστωθεί μετά το τέλος της συζήτησης ότι η διάσκεψη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου για λόγους ανωτέρας βίας, όπως μεταξύ άλλων αναρρωτικής άδειας δικαστικού λειτουργού, μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο... μπορεί να αποφασίσει την επανάληψη της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων σχετικά με τον ορισμό δικασίμου, την κλήση προς συζήτηση και τα αποδεικτικά επίδοσης". Η επαναλαμβανόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΑΠ 616/2024). Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος, ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παραστεί στην αρχική, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία συνετάγησαν κατ'αυτή και παρέχουν πλήρη απόδειξη, επειδή η αρχική συζήτηση δεν αποδυναμούται (ΑΠ 50/2024), δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 17/2023, ΑΠ 32/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, κατόπιν της από 4/7/2024 με αριθμό 150/2024 Πράξης της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος, η οποία κοινοποιήθηκε νομίμως σε αμφότερα τα διάδικα μέρη (από 25/9/2024 και 26/9/2024 αποδεικτικά επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Πειραιά Ν. Κ. και Δικαστηρίου τούτου Ε. Π. αντίστοιχα), φέρεται προς επανασυζήτηση η υπόθεση κατ` εφαρμογή του άρθρου 307 ΚΠολΔ, διότι, μετά τη συζήτηση αυτής στη δικάσιμο της 23/1/2024 ενώπιον του Β1 Πολιτικού Τμήματος, δεν έλαβε χώρα διάσκεψη της υπόθεσης και κατέστη αδύνατη η έκδοση απόφασης για τον αναφερόμενο στην υπ'αριθ. 129/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου λόγο, που συνίσταται σε σοβαρό πρόβλημα υγείας της Εισηγήτριας. Η αναιρεσείουσα, η οποία είχε παρασταθεί νομίμως με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ κατά την αρχική συζήτηση της 23/1/2024, καταθέτοντας και προτάσεις, δεν παρέστη κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας επαναλαμβανόμενη, κατ` άρθρο 307 ΚΠολΔ, συζήτηση, η οποία, όμως, αποτελεί κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση, ενώ η αναιρεσίβλητη, που είχε παρασταθεί νομίμως με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ κατά την αρχική συζήτηση της 23/1/2024, καταθέτοντας και προτάσεις, παρέστη ομοίως με δήλωση και κατά την επανασυζήτηση. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, θα προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης αντιμωλία των διαδίκων.
ΙΙ. Με την κρινόμενη από 12/5/2022 (αρ. κατ. ...2022) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 4921/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατόπιν άσκησης α) της από 25/11/2020 (αρ. κατ. ...2020) έφεσης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και, β) της από 7/9/2020 (αρ. κατ. ...2020) έφεσης και των από 12/10/2020 (αρ. κατ. ...2020) πρόσθετων λόγων έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, κατά της εκδοθείσας, κατά την ίδια διαδικασία, με αριθμό 1362/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την ως άνω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης, επί της από 11/7/2019 (αρ. κατ. ...2019) αγωγής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, έγινε δεκτή ως κατ'ουσία βάσιμη η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα το συνολικό ποσό των 40.247,21 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας, αντιμωλία των διαδίκων, τις ως άνω αντίθετες εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσία την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης της αναιρεσίβλητης και, αφού εξαφάνισε στο σύνολό της την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 12/5/2022, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την επομένη της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης στις 30/11/2021 (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ), και, επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 651, 652 και 653 ΑΚ προκύπτει ότι στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτόν τον συμφωνημένο μισθό. Συνήθως ο εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, προσλαμβάνοντας αυτόν. Τούτο όμως δεν είναι πάντοτε απαραίτητο, αφού την άνω ιδιότητα του εργοδότη έχει το νομικό ή φυσικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου παρέχει την εργασία του ο μισθωτός. Αν τυχόν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο, προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης, όπου απασχολείται ο μισθωτός, και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 620/2024, ΑΠ 2041/2022).
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και, γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, στοιχεία, για να είναι ορισμένη η αγωγή απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτού, με την οποία ζητούνται δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλες οφειλόμενες από την εργασιακή σύμβαση αμοιβές ή προσαυξήσεις, είναι η σύμβαση (ή η σχέση) εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 1559/2023, ΑΠ 874/2018), ενώ επίσης στοιχεία της αγωγής, που έχει ως αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, είναι η σύμβαση εργασίας, τα γεγονότα που επέφεραν την ακυρότητα της καταγγελίας και η υπερημερία του εναγομένου εργοδότη περί την αποδοχή της εργασίας, που πρόσφερε ο ενάγων εργαζόμενος (ΑΠ 521/2022, 505/2021). Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί δε παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο, για να κρίνει νόμιμη την αγωγή, αξίωσε στοιχεία περισσότερα από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Σύμφωνα με τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τον νόμο και εκτιμώντας, εσφαλμένως, τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη πράγματα, τα οποία δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη πράγματα, τα οποία προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" είναι οι νόμιμοι, λυσιτελείς, αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση, ήτοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ), συγκροτούν την ιστορική βάση και θεμελιώνουν, ιστορικώς, το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και, κατά νόμο, διαμόρφωσαν ή, ανάλογα, ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της απόφασης που προσβάλλεται (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 274/2023, ΑΠ 781/2021). Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο από το άρθρο 8 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που δεν εκτίθενται σ' αυτήν, ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που εκτίθενται σ' αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ' αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια, ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 403/2024, ΑΠ 33/2022).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την κατ'άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ επισκόπηση, για τον έλεγχο της βασιμότητας του σχετικού αναιρετικού λόγου, του δικογράφου της ένδικης από 11/7/2019 (αρ. κατ. ...2019) αγωγής, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, α) ότι προσλήφθηκε στις 26/9/2016 με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από την εναγομένη, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία "...", η οποία έχει συσταθεί μετά από σύμπραξη του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "..." (Κ.Ε.Α.Τ.) και του κοινωνικού συνδικαλιστικού σωματείου με την επωνυμία "...", σύμφωνα δε με το καταστατικό της διοικείται από το πρώτο ΝΠΔΔ, το οποίο χρηματοδοτεί όλες τις δαπάνες και τα έξοδά της, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών του προσωπικού αυτής, β) ότι παρείχε τις υπηρεσίες της ως εκπαιδευτικός φιλόλογος στη σχολική μονάδα του Κ.Ε.Α.Τ., που βρίσκεται στην έδρα της εναγομένης, σύμφωνα με το πρόγραμμα που καταρτίζει το Τμήμα Εκπαίδευσης του Κ.Ε.Α.Τ., για λογαριασμό της εναγομένης, προς εκπλήρωση του σκοπού της, που είναι η επικουρία του εκπαιδευτικού έργου του Κ.Ε.Α.Τ., γ) ότι η σύμβαση εργασίας της ανανεώθηκε διαδοχικά τρεις φορές, με τελευταία την από 31/12/2018 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μέχρι 14/6/2019 και ότι με τον τρόπο αυτό κατέστη αορίστου χρόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 682/1977 "Περί ιδιωτικής εκπαίδευσης", δ) ότι η εναγόμενη στις 16/4/2019 κατήγγειλε την τελευταία σύμβαση εργασίας και, ε) ότι η καταγγελία ήταν, για τους λόγους που επικαλείται, καταχρηστική. Με βάση τα παραπάνω ζητούσε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 13.995 ευρώ, για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 16.376,38 ευρώ, για υπερεργασία το ποσό των 15.791,84 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 15.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Με το ως άνω αίτημα και το υπ' όψιν περιεχόμενό της, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, προεχόντως, ως αόριστη, διότι δεν αναφέρονται με σαφήνεια σε αυτήν όλα τα κρίσιμα για τη θεμελίωση της στον νόμο στοιχεία, κατά τις προδιαληφθείσες νομικές σκέψεις και παραδοχές, ειδικότερα, δε, υπάρχει αοριστία όσον αφορά στο πρόσωπο του εργοδότη της ενάγουσας, ως προς το οποίο δημιουργείται σύγχυση, καθόσον η ιδιότητα του εργοδότη προσδίδεται σε δύο διακριτά νομικά πρόσωπα, αφενός, στην εναγόμενη εταιρία και, αφετέρου, στο Κ.Ε.Α.Τ. (ν.π.δ.δ.), δίχως, τελικά, να καθίσταται σαφές ποιο εξ αυτών ήταν ο πραγματικός εργοδότης στην επίδικη εργασιακή σχέση, ήτοι συγκέντρωνε τους κυριότερους ρόλους που προσιδιάζουν στην έννοια της εργοδοσίας, κατά τα προεκτεθέντα. Συγκεκριμένα, στην έβδομη σελίδα του δικογράφου της αγωγής, η ενάγουσα αναφέρει τα εξής: "... εκτός από τη συγκεκριμένη κάρτα εργασίας που είχα προμηθευτεί από τους εργοδότες μου, η Διοίκηση του Ν.Π.Α.Α. "..." και η άμεσα εργοδότρια μου εταιρεία ..., χωρίς κάτι τέτοιο να προβλέπεται από τη σύμβαση εργασίας μου, απαιτούσε επιτακτικά, παράνομα και αντισυμβατικά να υπογράφω και σε άλλα...", γίνεται, δηλαδή, αναφορά σε πλείονες εργοδότες, επίσης, προκύπτει ότι η ενάγουσα ήταν εργαζόμενη (και) του Κ.Ε.Α.Τ., αφού δεχόταν εντολές για την εργασία της (και) από αυτό, ενώ η εναγόμενη εταιρία χαρακτηρίζεται ως "άμεση" εργοδότρια της - οπότε, προφανώς, το Κ.Ε.Α.Τ. θεωρείται έμμεσος εργοδότης της -, δίχως, όμως, να διευκρινίζεται βάσει ποιων στοιχείων της προσδίδεται η ιδιότητα της "άμεσης εργοδότριας", ούτε πώς ακριβώς λειτουργούσε η επίδικη σχέση εργασίας, με δύο εργοδότες, ώστε να παρέχεται στην εναγομένη η ευχέρεια της άμυνας. Άλλωστε, την ως ανωτέρω σύγχυση επιτείνει η επίκληση της από 9/4/2019 συστατικής επιστολής της Προϊσταμένης του Τμήματος Εκπαίδευσης του Κ.Ε.Α.Τ. από την ενάγουσα, σε συνδυασμό με την δήλωση της ότι παρείχε τις Υπηρεσίες της στο ως άνω Τμήμα, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται ουδεμία αναφορά σε Δανεισμό εργαζομένου - υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να είχε υποστηριχθεί πως η ενάγουσα προσελήφθη, μεν, από την εναγομένη, που τη "δάνεισε", κατόπιν, στο Κ.Ε.Α.Τ., όπου και υπηρετούσε κατά τον επίδικο χρόνο-, έτσι, όμως, η ενάγουσα κατέστησε αόριστη την αγωγή της, καθώς, λόγω της ασάφειας ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, δεν παρέχεται η δυνατότητα στην εναγομένη, μεν, να αντικρούσει, στο Δικαστήριο, δε, να ελέγξει την αγωγή κατά τον νόμο, ενώ δεν είναι δυνατόν οι ως ανωτέρω ελλείψεις να συμπληρωθούν με παραπομπή σε άλλα έγγραφα και αποδεικτικά μέσα (...) και άρα η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ως εκ της αοριστίας της, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγόμενης εταιρίας - ανεξαρτήτως του ότι το εν λόγω απαράδεκτο λαμβάνεται υπ'όψιν και αυτεπαγγέλτως, καθότι ανάγεται στην τήρηση προδικασίας, που διέπεται από διατάξεις δημόσιας τάξεως". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και κρίνοντας, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ότι η από 11/7/2019 αγωγή ήταν απαράδεκτη λόγω αοριστίας, παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδεις ισχυρισμούς, που στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις υπό στοιχεία
ΙΙΙ και IV νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν. Ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην ένδικη αγωγή της ενάγουσας ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, εκθέτοντας όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία, που την καθιστούν επαρκώς ορισμένη, αφού προσδιορίζεται ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη είναι ο εργοδότης, που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, συνήψε με την ενάγουσα, ήδη αναιρεσείουσα, τις ένδικες συμβάσεις εργασίας, είχε αξίωση να απαιτήσει κατά τη σύμβαση την παροχή εργασίας και την αντίστοιχη υποχρέωση να καταβάλει, ως αντάλλαγμα γι'αυτήν, τη συμφωνηθείσα αμοιβή, ασκούσε δια του νομίμου εκπροσώπου της το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και επόπτευε την τήρηση των όρων, υπό τους οποίους τελούσε η παροχή των υπηρεσιών της ενάγουσας. Η αναφορά στην αγωγή ότι η εναγόμενη αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία διοικείται και χρηματοδοτείται από το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "..." και ότι ο τόπος παροχής της εργασίας της ενάγουσας ήταν η σχολική μονάδα, που αυτό διατηρεί στην Καλλιθέα Αττικής δεν δημιουργεί σύγχυση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, ούτε προσδίδεται με την αγωγή η ιδιότητα αυτή σε δύο διακριτά νομικά πρόσωπα, αλλά αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη-εναγομένη, ώστε εκτίθεται σαφώς ποιος ήταν εργοδότης στην επίδικη εργασιακή σχέση. Εξάλλου, δεν προέκυψε αδυναμία άμυνας της εναγομένης, η οποία αρνείται ότι είχε την ιδιότητα του εργοδότη, εφόσον τούτο αποτελεί ζήτημα πραγματικό, όπως άλλωστε και το ζήτημα αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας. Τέλος, δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή ισχυρισμός περί συμφωνίας για δανεισμό της ενάγουσας, δηλαδή ότι ενώ αυτή παρείχε την εργασία της κανονικά στον εργοδότη που την είχε προσλάβει και την απασχολούσε, παραχωρήθηκε με τη συναίνεσή της για ορισμένο χρονικό διάστημα σε άλλη επιχείρηση, όπως το Κ.Ε.Α.Τ., όπως εσφαλμένα εξέλαβε η προσβαλλομενη απόφαση. Επομένως, είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του πρώτου εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου, του τρίτου εκ του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου, του τέταρτου εκ του αριθμού 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου και του πέμπτου εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει κατά αποδοχή του δεύτερου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατ' άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, στο ίδιο δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4921/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ