
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 599 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 599/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη και Φωτεινή Μηλιώνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Η. Κ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Αγγελόπουλο, που ανακάλεσε την από 6/2/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ι. Τ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Χαραμίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/1/2014 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 116/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 62/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7/1/2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 7.1.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία με αριθμό 62/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και διακρατώντας και δικάζοντας επί της αγωγής, δέχθηκε αυτή ως ουσία βάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ.ΑΠ 9/2013). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης, νοείται εκείνος ο οποίος περιέχει αφηρημένους κανόνες εξ αντικειμένου δικαίου, από τους οποίους επέρχονται έννομες συνέπειες αν συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Τέτοιο όμως κανόνα δεν περιέχει η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 "περί δικαστικού ενσήμου", όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 7 παρ. 2 του ΝΔ 1544/1942 και 11 του ΝΔ 4189/1961, κατά την οποία οσάκις η αξία του αντικειμένου της αγωγής είναι ανωτέρα των εκάστοτε οριζομένων ποσών, επιβάλλεται ορισμένο τέλος, η παράλειψη της καταβολής του οποίου συνεπάγεται την ερημοδικία του υποχρέου στην προκαταβολή αυτού, γιατί η εν λόγω διάταξη εντάσσεται, ως εκ του περιεχομένου της, στο πλαίσιο των δικονομικών και όχι των ουσιαστικού δικαίου, υπό την προαναφερθείσα έννοια, διατάξεων (ΑΠ 1436/2023, ΑΠ 1461/2021, ΑΠ 367/2018, ΑΠ181/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αίτησης αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου τους, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 "περί δικαστικών ενσήμων" σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 175 και 495 ΚΠολΔ, κρίνοντας εσφαλμένα ότι "η ενάγουσα δικάσθηκε ερήμην πρωτοδίκως, διότι δεν κατέθεσε το αναλογούν δικαστικό ένσημο, καθώς εκείνη κατέθεσε εκουσίως παράβολο δικαστικού ενσήμου άλλης δίκης και μάλιστα ήδη αναλωθέν", ενώ "αν είχε προβεί σε ορθή κρίση, θα είχε απορρίψει την έφεσή της ως νόμω και ουσία αβάσιμη". Οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι πρωτίστως απαράδεκτοι, καθόσον ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται μόνον επί παραβάσεως κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και όχι επί κανόνων του δικονομικού δικαίου, όπως είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, η διάταξη του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 "περί δικαστικών ενσήμων", καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 175 και 495 ΚΠολΔ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους παραδεκτά επικαλέσθηκε και νόμιμα προσκόμισε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Για την ίδρυση του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του κατά τις συνδυασμένες ως άνω διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο, από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005). Για την πληρότητα δε του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 1498/2021, ΑΠ 956/2021, ΑΠ 1388/2019, ΑΠ 1065/2014, ΑΠ 551/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο, προς σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη του τα έγγραφα, τα οποία νομίμως με επίκληση προσκόμισε και συγκεκριμένα α) την υπ' αριθ. 4/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., β) την υπ' αριθ. 341/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου ... και γ) τα υπ' αριθ. 4/534/2014 Πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., κατά τη συζήτηση προηγούμενης αγωγής της αναιρεσίβλητης σε βάρος του, όπου περιέχεται η κατάθεση του μάρτυρά του Φ. Κ., από τα οποία αποδεικνυόταν ο ουσιώδης ισχυρισμός του ότι τα επίδικα πράγματα, την απόδοση των οποίων ζητεί με την ένδικη αγωγή η αναιρεσίβλητη, ουδέποτε περιήλθαν στην κατοχή του. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη εκτός των άλλων "τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα.
Μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρ. 106, 176, 183, 189 αρ. 1 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7.1.2021 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 62/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Απριλίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ