
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 653 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 653/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Στυλιανή Μπλέτα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Της αναιρεσείουσας: Ο. Ε. με την επωνυμία «Γ. Ν.. Κ. & Σ. «Ο., που εδρεύει στη …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Καρλή με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Τ. του Λ., 2) Ε. συζύγου Α. Τ., το γένος Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Νικολάου Σταθόπουλου και κατέθεσαν προτάσεις.
Β. Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Τ. του Λ., 2) Ε. συζύγου Α. Τ., το γένος Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Νικολάου Σταθόπουλου και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ο. Ε. με την επωνυμία «Γ. Ν.. Κ. & Σ. «Ο., που εδρεύει στη …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Καρλή με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από …αγωγή των υπό στοιχείο .. ήδη αναιρεσιβλήτων και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι ... μη οριστική και ... οριστική του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η υπό στοιχείο Α αναιρεσείουσα με την από 10/10/2022 αίτησή της και οι υπό στοιχείο Β αναιρεσείοντες με την από 6/12/2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των υπό στοιχείο Α ήδη αναιρεσιβλήτων και υπό στοιχείο Β ήδη αναιρεσειόντων ζήτησε την απόρριψη της από 10/10/2022 αιτήσεως, την παραδοχή της από 6/12/2022 αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 ΚπολΔ, ο Άρειος Πάγος μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων υποθέσεων, που εκκρεμούν ενώπιόν του, μεταξύ των ίδιων ή διαφόρων διαδίκων, αν κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 43/2023, ΑΠ1305/2019, ΑΠ836/2019). Φέρονται προς συζήτηση η από 10-10-2022 αίτηση αναιρέσεως της εταιρείας με την επωνυμία Γ. Ν.. Κ. και Σ. Ο. και η από 6-12-2022 αντίθετη αίτηση αναιρέσεως των Α. Τ. και Ε. Τ. κατά της αυτής υπ' αριθμό ... αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων Α. Τ. και Ε. Τ., εξαφανίσθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή για το ποσό των 14.900 ευρώ. Οι αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1ΚΠολΔ) πρέπει, επομένως, να συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 573 αρ.1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 αρ.3 ΚΠολΔ).
1) Επί της από 10-10-2022 αιτήσεως αναιρέσεως της εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Ν.. Κ. και Σ. Ο." :
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, ΑΠ 1027/2022, 7/2006).
Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της αποφάσεως. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1340/2022, ΑΠ 1445/2017).
Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 342 και 405 ΑΚ δεχόμενο εσφαλμένα ότι η αναιρεσείουσα περιήλθε υπαιτίως σε κατάσταση υπερημερίας οφειλέτη ως προς την συμβατικά συμφωνηθείσα ημερομηνία παραδόσεως των οριζοντίων ιδιοκτησιών και ότι συνέτρεξαν οι όροι καταπτώσεως σε βάρος της, ως εργολήπτριας, της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας για την περίπτωση της μη έγκαιρης εκ μέρους της εκπληρώσεως της παροχής. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, ούτε εκτίθενται οι παραδοχές του δικαστηρίου, δηλ. τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά και κατ' επιλογή της αναιρεσείουσας, ως εν προκειμένω, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος και διότι, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατ' αποτέλεσμα, πλήττεται η περί των πραγμάτων κρίση του Εφετείου, η οποία είναι ανέλεγκτη (άρθρο 561 αριθ.1ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, οι γενικοί κανόνες που τίθενται από τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, οι οποίοι αφορούν την αναζήτηση κατά την ερμηνεία των δικαιοπραξιών της αληθινής βουλήσεως των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και την ερμηνεία των συμβάσεων, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο διέγνωσε, έστω και έμμεσα, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, κενό ή αμφιβολία στις δηλώσεις των συμβαλλομένων. Στην περίπτωση αυτή η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να προσφύγει στις πιο πάνω ερμηνευτικές αρχές για να ανεύρει την αληθινή βούληση των μερών ή να παραθέσει και εκτιμήσει τα πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να κριθεί η ανάγκη εφαρμογής τους, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο για ευθεία (από τον αριθ. 1) ή εκ πλαγίου (από τον αριθ. 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ) παράβαση των ερμηνευτικών αυτών κανόνων. Έμμεση δε διάγνωση από το δικαστήριο κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει όταν αυτό, για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας της συμβάσεως προβαίνει σε συσχετισμό του επίμαχου όρου με άλλους όρους της ίδιας συμβάσεως ή λαμβάνει υπόψη και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενό της ή χρησιμοποιεί επιχειρήματα ή ενδοιαστικές εκφράσεις (ΑΠ 1340/2022, ΑΠ 679/2018, ΑΠ 245/2018, ΑΠ 1787/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ καθόσον, ενώ διαπίστωσε κενό στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών στο εργολαβικό συμβόλαιο και στο άρθρο 6 αυτού και προσέφυγε στους ως άνω κανόνες για την αναζήτηση της αληθινής βουλήσεως των μερών, κατέληξε στο εσφαλμένο ερμηνευτικό πόρισμα ότι δεν αποδείχθηκε συμφωνία μεταξύ των μερών για την παράταση της προθεσμίας παραδόσεως των ιδιοκτησιών στην περίπτωση τροποποιήσεων κατά το στάδιο των εργασιών. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον τον ως άνω αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα : < ...Μεταξύ δε των όρων και συμφωνιών των οικοπεδούχων και της εργολήπτριας εταιρίας ήταν ότι: ι) οι οικοπεδούχοι - ενάγοντες είχαν δικαίωμα τροποποίησης των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, το οποίο μπορούσαν να το ασκήσουν οποτεδήποτε ήθελαν, αλλά εάν το δικαίωμά τους το ασκούσαν κατά τη διάρκεια ανέγερσης της πολυκατοικίας και από την άσκηση αυτού αυξανόταν ο χρόνος της εκτέλεσης των εργασιών, τότε θα επιμηκυνόταν αναλόγως η προθεσμία αποπεράτωσης του έργου, οι δε ζητούμενες από αυτούς τροποποιήσεις ή διαρρυθμίσεις αυτές θα γίνονταν έγκαιρα γνωστές και πριν από την έναρξη κατασκευής του αντίστοιχου σταδίου, ιι) η εργολήπτρια εταιρία - εναγόμενη υποχρεούταν εντός προθεσμίας 24 μηνών από την υπογραφή του ως άνω προσυμφώνου, να έχει αποπερατώσει πλήρως τις οριζόντιες ιδιοκτησίες και μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την λήξη της προθεσμίας αυτής να έχει αποπερατώσει πλήρως και να παραδώσει τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, ενώ παρατείνονταν οι προθεσμίες αυτές ανάλογα, σε περίπτωση που οι οικοπεδούχοι ζητούσαν εγγράφως από την εργολήπτρια τροποποιήσεις ή πρόσθετες εργασίες στις οριζόντιες ιδιοκτησίες (άρθρο 6), ίίί) η εργολήπτρια εταιρία για κάθε περίπτωση υπαίτιας υπερημερίας της για την παράδοση των ιδιοκτησιών των οικοπεδούχων, θα υποχρεούνταν να τους καταβάλει το ποσόν των 500 ευρώ για κάθε διαμέρισμα, το ποσόν των 100 ευρώ για κάθε αποθήκη και για κάθε μήνα καθυστέρησης, λόγω συμφωνημένης ποινικής ρήτρας, ομοίως, σε περίπτωση υπαίτιας καθυστέρησής της στην αποπεράτωση των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων της πολυκατοικίας, η εργολήπτρια εταιρία θα υποχρεούνταν σε πληρωμή καθυστέρησης στους οικοπεδούχους, λόγω συμφωνημένης ποινικής ρήτρας, 50 ευρώ για κάθε διαμέρισμα κατά μήνα, ενώ υπαίτια υπερημερίας θεωρούνταν η εργολήπτρια εταιρία σε κάθε περίπτωση απεριόριστα, πλην της ανωτέρας βίας, ως κατά νόμο εννοείται αυτή και οι ποινικές ρήτρες θα υπολογίζονταν από την επομένη της λήξεως μίας εκάστης των άνω προθεσμιών (άρθρο 7) και ίν) η εργολήπτρια εταιρία θα προσκαλεί εγγράφως και προ 15 ημερών τους οικοπεδούχους προς παραλαβή των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους και αυτοί υποχρεούνται να προσέλθουν προς τούτο κατά την ώρα και ημέρα που ορίζει η εργολήπτρια, εάν δε δεν προσέλθουν αδικαιολόγητα ή δεν γνωστοποιήσουν στην εργολήπτρια και δικαιολογήσουν τη μη προσέλευσή τους εγγράφως, θεωρείται ότι παρέλαβαν τις ιδιοκτησίες τους ανεπιφύλακτα. Με ανεπιφύλακτη παραλαβή εξομοιούται η εγκατάσταση των οικοπεδούχων στις ιδιοκτησίες τους ή η με οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποίησή τους από τους ίδιους ή τρίτο για λογαριασμό τους (άρθρο 16). Έτσι ειδικά ως προς των τελευταίο ως άνω αναφερόμενο τρόπο παράδοσης μολονότι προβλεπόταν ότι όταν θα ήταν έτοιμες οι οριζόντιες ιδιοκτησίες, η εργολήπτρια εταιρία έπρεπε να καλέσει τους οικοπεδούχους να τις παραλάβουν σε ορισμένη ημέρα και ώρα και κατά την παράδοση και παραλαβή θα υπογραφόταν σχετικό πρωτόκολλο, πλην όμως, ο τρόπος αυτός παράδοσης και παραλαβής δεν ορίσθηκε ότι ήταν αποκλειστικός ενώ προβλέφθηκε ότι θα αποδεικνύεται και με άλλο τρόπο. Εν συνεχεία αποδείχθηκε ότι η εργολήπτρια, κατά παράβαση της ως άνω συμβατικής υποχρεώσεως της, δεν παρέδωσε τις συμφωνηθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες πλήρως περαιωμένες και έτοιμες προς χρήση και περαιωμένους τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους του ακινήτου εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας, ήτοι μέχρι την 25-6-2012 και 25-8-2012, αντίστοιχα, γεγονός άλλωστε που και η ίδια συνομολογεί. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι τελικά παρέδωσε τα κλειδιά των οριζόντιων ιδιοκτησιών καθώς και τους κοινόχρηστους χώρους τον Ιούνιο του 2013, ήτοι ένα χρόνο αργότερα. Έκτοτε οι ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες περιήλθαν στην σφαίρα εξουσιάσεως των εναγόντων... ...Επομένως, παρά τις αιτιάσεις των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων αποδείχθηκε ότι τελικά τον Ιούνιο του 2013 υπήρξε παράδοση των επίμαχων διαμερισμάτων και των κοινόχρηστων χώρων στους οικοπεδούχους. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι η παράδοση αυτή έγινε εκπρόθεσμα αφού, κατά τα προδιαληφθέντα, η συμφωνηθείσα προθεσμία παράδοσης τους ήταν τον Ιούνιο του 2012 για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες και τον Αύγουστο του 2012 για τους κοινόχρηστους χώρους ενώ δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών η παράταση της προθεσμίας παράδοσης των ανωτέρω ιδιοκτησιών ούτε ότι η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα των οικοπεδούχων ως αναληθώς ισχυρίζεται η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της εργολήπτριας εταιρίας ότι από υπαιτιότητα των εναγόντων επιβραδύνθηκε ο ρυθμός εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου, αφού μόλις δύο μήνες πριν την προγραμματισθείσα παράδοση των ιδιοκτησιών, οι ανωτέρω αιτήθηκαν την εκτέλεση σοβαρότατων τροποποιήσεων που άλλαζαν εντελώς την αρχική σχεδίαση, κάτι που απαιτούσε και ταυτόχρονη τροποποίηση της όλης ήδη τοποθετημένης ηλεκτροϋδραυλικής εγκατάστασης στην κουζίνα του Β-2 διαμερίσματος, με συνέπεια να καταστεί ανέφικτη η έγκαιρη αποπεράτωση και παράδοσή τους κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο, δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Πιο συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι πράγματι οι ενάγοντες απαίτησαν την εκτέλεση κάποιων τροποποιήσεων που αφορούσαν όσον αφορά στο Β-2 διαμέρισμα, την επέκταση της προβλεπόμενης κουζίνας και όσον αφορά στο Β-1 διαμέρισμα την κατάργηση, αντίστοιχα, της προβλεπόμενης κουζίνας καθώς επίσης την αλλαγή της φοράς ανοίγματος των πορτών των WC και την ανακατασκευή της όψεως του τζακιού. Από τα ίδια ωστόσο στοιχεία αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες ήδη ένα χρόνο πριν από το συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης του έργου ήτοι από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2011 είχαν ενημερώσει την εργολήπτρια εταιρία για την βούλησή τους να γίνουν οι προαναφερθείσες τροποποιήσεις στα δύο ως άνω διαμερίσματα τους, απέστειλαν δε τηλεομοιοτυπικά μηνύματα (ΦΑΞ) στον εκπρόσωπο της εργολήπτριας εταιρίας από τον οποίο και ζητούσαν να τους στείλει καινούργια σχέδια προκειμένου να τα εγκρίνουν και να υλοποιηθούν οι σχετικές τροποποιήσεις, πλην όμως η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη για μεγάλο χρονικό διάστημα επέδειξε αδιαφορία. Τελικά, τον Απρίλιο του 2014 οι οικοπεδούχοι αναγκάσθηκαν να αποστείλουν οι ίδιοι έτοιμο σχέδιο όσον αφορά στην κουζίνα του Β-2 διαμερίσματος προκειμένου η εργολήπτρια να το υλοποιήσει. Εξάλλου, το χρονικό διάστημα ενός ολόκληρου έτους που μεσολάβησε από την προγραμματισθείσα ημερομηνία παράδοσης μέχρι την πραγματική παράδοση των διαμερισμάτων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί, με βάση τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως εύλογος χρόνος για την πραγματοποίηση των αιτουμένων αλλαγών από την εργολήπτρια εταιρία δεδομένου ότι αυτές ευχερώς θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν από την τελευταία, η οποία διέθετε τα μέσα και το εργατοτεχνικό προσωπικό για να τις αποπερατώσει, σε διάστημα το πολύ τριών μηνών και όχι ενός έτους που τελικά παρήλθε. Να σημειωθεί δε ότι η επέκταση της κουζίνας αφορούσε μόνο στο ένα διαμέρισμα ενώ στο έτερο διαμέρισμα η αιτούμενη μη κατασκευή και τοποθέτηση επίπλων κουζίνας διευκόλυνε την εργολήπτρια εταιρία και επέσπευδε το χρόνο αποτεράτωσής του, προσέτι δε ουδεμία τροποποίηση απαιτήθηκε για τις αποθήκες, που, επίσης, παραδόθηκαν καθυστερημένα. Επομένως η καθυστέρηση παράδοσης των πιο πάνω ιδιοκτησιών ήταν αδικαιολόγητη και ως εκ τούτου η εργολήπτρια εταιρία κατέστη υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της παροχής της. ... ... Με βάση τα παραπάνω, η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη περιήλθε υπαιτίως σε κατάσταση υπερημερίας οφειλέτη ως προς τη συμβατικά συμφωνηθείσα ημερομηνία παράδοσης των προαναφερόμενων οριζοντίων ιδιοκτησιών, και συνακόλουθα, συνέτρεξαν οι όροι κατάπτωσης σε βάρος της της ποινικής ρήτρας που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων για την περίπτωση της μη έγκαιρης εκ μέρους της εκπλήρωσης της παροχής. ... ... >. Από τις ανωτέρω παραδοχές προκύπτει ότι το Εφετείο δεν διαπίστωσε, ούτε έμμεσα, κενό στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών στο επίμαχο εργολαβικό συμβόλαιο ούτε προέβη σε ερμηνεία αυτού με το να δεχθεί ότι: α) με το άρθρο 6 του εργολαβικού συμφωνήθηκε ότι οι οικοπεδούχοι είχαν δικαίωμα τροποποιήσεως των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, το οποίο μπορούσαν να το ασκήσουν οποτεδήποτε ήθελαν, αλλά αν το ασκούσαν κατά τη διάρκεια ανεγέρσεως της πολυκατοικίας και από την άσκησή του αυξανόταν ο χρόνος της εκτελέσεως των εργασιών, τότε θα επιμηκυνόταν αναλόγως η προθεσμία αποπερατώσεως του έργου, οι δε αιτούμενες τροποποιήσεις θα γίνονταν έγκαιρα γνωστές και πριν την έναρξη κατασκευής του αντίστοιχου σταδίου, β) οι αναιρεσίβλητοι ήδη ένα έτος πριν από τον συμφωνηθέντα χρόνο παραδόσεως του έργου, ήτοι από τον Σεπτέμβριο του 2011, είχαν ενημερώσει την εργολήπτρια - αναιρεσείουσα για τη βούλησή τους να γίνουν οι τροποποιήσεις στα δύο διαμερίσματά τους, αποστέλλοντας τηλεμοιοτυπικά μηνύματα στον εκπρόσωπο της εργολήπτριας, από τον οποίο ζητούσαν να τους στείλει καινούρια σχέδια, προκειμένου να τα εγκρίνουν και να υλοποιηθούν οι τροποποιήσεις, πλην όμως η εργολήπτρια για μεγάλο χρονικό διάστημα επέδειξε αδιαφορία. Το γεγονός ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών προκύπτει και από το ότι δεν προέβη σε ερμηνεία του άρθρου 6 του εργολαβικού συμβολαίου, συσχετίζοντας αυτό με άλλους όρους του συμβολαίου, ούτε κατέφυγε σε άλλα αποδεικτικά μέσα ή σε στοιχεία εκτός του εργολαβικού συμβολαίου, ούτε χρησιμοποιεί ενδοιαστικές εκφράσεις. Αντίθετα, τα ως άνω γενόμενα δεκτά από το Εφετείο προέκυψαν κατά τρόπο σαφή από το κείμενο του εργολαβικού συμβολαίου και από τους περιεχόμενους σ' αυτό όρους, χωρίς να δημιουργείται καμία αμφιβολία, ώστε να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στους οποίους και δεν προσέφυγε. Επομένως, ο ως άνω δεύτερος αναιρετικός λόγος, με τον οποίον η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Η ποσοτική αοριστία της αγωγής, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν αναφέρονται σ' αυτή ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα. Ο ισχυρισμός περί ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, για να είναι παραδεκτός, πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως επίσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος (ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 536/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή λόγω της αοριστίας της ως προς το αιτούμενο κονδύλιο των ποινικών ρητρών λόγω μη εμπρόθεσμης παράδοσης των οριζοντίων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα, ενώ αναφέρεται στην αγωγή ότι τα διαμερίσματα καθυστέρησαν να παραδοθούν τουλάχιστον 25 μήνες έως τις 6-7-2014, στη συνέχεια αναφέρεται ότι μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 17-12-2015 δεν είχαν παραδοθεί τα διαμερίσματα, υπολογίζοντας 40 μήνες καθυστέρησης, ισχυρισμό τον οποίο η αναιρεσείουσα είχε προτείνει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέφερε νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, από την επισκόπηση των προτάσεων της αναιρεσείουσας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκύπτει ότι τον προταθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής δεν τον επανέφερε στο Εφετείο.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 10-10-2022 αίτηση αναιρέσεως της εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Ν.. Κ. και Σ. Ο.", να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 αρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρα 106,176,183,189 αρ.1, 191 αρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
2) Επί της από 6-12-2022 αιτήσεως αναιρέσεως των Α. Τ. και Ε. Τ.:
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρθμ. 10 ΚΠολΔ που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα "πράγματα" αυτά ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αν δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια ήταν τα ''πράγματα'' αυτά και ποια επίδραση άσκησαν ή θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 24/2022, ΑΠ1 020/2019, ΑΠ 449/2019, ΑΠ 1226/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δέχθηκε τα παρακάτω πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και συγκεκριμένα ότι: α) οι επίμαχες οριζόντιες ιδιοκτησίες και τα κοινόχρηστα μέρη παραδόθηκαν σ' αυτούς από την αναιρεσίβλητη (εργολήπτρια εταιρεία ) τον Ιούνιο του 2013, β) οι κακοτεχνίες και ελλείψεις των οριζοντίων ιδιοκτησιών και των κοινόχρηστων χώρων ήταν επουσιώδεις και δεν αναιρούσαν τη χρήση του έργου, γ) η καθυστέρηση υποβολής αίτησης προς το ΔΕΔΔΗΕ για ρευματοδότηση της οικοδομής οφείλεται στους ίδιους, οι οποίοι παρεκάλεσαν την αναιρεσίβλητη να καθυστερήσει την υποβολή της αίτησης προκειμένου να μην επιβαρυνθούν οι ίδιοι, ως οικοπεδούχοι, με τις δαπάνες των κοινοχρήστων χώρων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την πληττόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την ανώμοτη εξέταση του πρώτου αναιρεσείοντος και του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσίβλητης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξαρτήτως αν μνημονεύονται ρητά ή όχι στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αρθμ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 24/2022, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 701/2008). Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρθμ.8 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα: α) τον προταθέντα από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμό ότι η ρευματοδότηση της οικοδομής έλαβε χώρα μόλις την 13η.7.2016, αφού μόνο τότε κατέβαλαν τη συμμετοχή τους στις δαπάνες ηλεκτροδότησης, η οποία απαιτείτο ως απαραίτητη προϋπόθεση από το ΔΕΔΔΗΕ προκειμένου να γίνει η σύνδεση της οικοδομής με το δίκτυο ηλεκτροδότησης, β) τον προταθέντα ισχυρισμό τους ότι κατά την 28.4.2014 δεν υπήρχε θεωρημένο αντίγραφο προς το ΔΕΔΔΗΕ της οικοδομικής άδειας, ενώ στο αντίγραφο που έλαβαν την 3η.2.2017 δεν υπάρχει θεώρηση, η δε θεώρηση με φερόμενη ημερομηνία θεώρησης 7.5.2014 εμφανίσθηκε για πρώτη φορά σε αντίγραφο που λήφθηκε στις 22.11.2017. γ) τον προταθέντα ισχυρισμό τους ότι οι διαφορές που υπήρχαν στις προσκομισθείσες οικοδομικές άδειες οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι τα προσκομισθέντα αντίγραφα δεν είχαν εξαχθεί από το μοναδικό στέλεχος, το οποίο τηρείται στην Πολεοδομία, και ότι οι θεωρήσεις επ' αυτών είχαν τεθεί σε διαφορετικά, μη καθορισμένα, χρονικά σημεία. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι οι ως άνω ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων δεν αποτελούν "πράγμα", υπό την προεκτεθείσα έννοια του αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά συμπεράσματα των αναιρεσειόντων από την εκτίμηση των αποδείξεων προκειμένου να στηρίξουν τον αγωγικό ισχυρισμό τους ότι η παράδοση των επίμαχων ιδιοκτησιών έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2016 και έως τότε οφείλεται η συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της αποφάσεως, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 667/2023, ΑΠ 931/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρθμ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν με επίκληση προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι πριν την 13η.7.2016 δεν ήταν δυνατή η ηλεκτροδότηση της οικοδομής με συνέπεια να μην είναι δυνατή ούτε η παράδοση των ιδιοκτησιών και των κοινοχρήστων χώρων και ειδικότερα: α) τα από 13-7-2016 αποδεικτικά κατάθεσης της καταβολής συμμετοχής στις δαπάνες ηλεκτροδότησης και β) τη σειρά διαφορετικών αντιγράφων της οικοδομικής άδειας της επίμαχης οικοδομής. Από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι από τα οποία άλλα έχουν πλήρη αποδεικτική δύναμη και άλλα εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια", σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της αποφάσεως δεν καταλείπεται καμμία αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία και η χωριστική αξιολόγηση καθενός από αυτά. Επομένως, ο από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσεως λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν από τις παραδοχές της αποφάσεως δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (ΟλΑΠ 24/1992). Ο παραπάνω λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 αρθμ.1 ΚΠολΔ, διότι πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 24/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρθμ.19 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε ότι οι επίμαχες ιδιοκτησίες παραδόθηκαν από την εργολήπτρια - αναιρεσίβλητη τον Ιούνιο του 2013, ότι οι ελλείψεις στην οικοδομή ήταν επουσιώδεις και αμελητέες και ότι οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες ζήτησαν από την αναιρεσίβλητη να καθυστερήσει τη σύνδεση της οικοδομής με το δίκτυο της ηλεκτροδότησης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 αρθμ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 106,176,183,189 παρ.1,191 παρ.2ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 10-10-2022 αίτηση αναιρέσεως της εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Ν.. Κ. και Σ. Ο." και την από 6-12-2022 αντίθετη αίτηση αναιρέσεως των Α. Τ. και Ε. Τ. κατά της αυτής υπ' αριθμό ... αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας.
Απορρίπτει την από 10-10-2022 αίτηση αναιρέσεως της εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Ν.. Κ. και Σ. Ο.". Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ( 2.700 ) ευρώ.
Απορρίπτει την από 6-12-2022 αίτηση αναιρέσεως των Α. Τ. και Ε. Τ..
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ( 2.700 ) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Απριλίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ