ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 658/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 658/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 658/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 658 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 658/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη - Εισηγητή, Νικόλαο Πουλάκη και Μαλαματένια Κουράκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ" που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείτε νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ληξουριώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσίβλητων: 1)Χ. Κ. του Κ., κατοίκου ... και 2)Α. Σ. του Ε. - Κ., κατοίκου ... Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Δήμητρα Κουφογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-2020 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου, επί της οποίας εκδόθηκε η .../2022 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-11-2022 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553 παρ. 1 περ. β, 309 εδ. α', 321 και 495 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη κατά το χρόνο άσκησης του ως άνω ενδίκου μέσου, δηλαδή κατά το χρόνο της κατάθεσης του οικείου δικογράφου (αίτησης αναίρεσης) στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (ΟλΑΠ 17/2013, ΟλΑΠ 5/2001) και όχι κατά το χρόνο συζήτησης αυτής (ΑΠ 1122/2023, ΑΠ 221/2020). Είναι δε τελεσίδικη η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας τον δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης.
Συνεπώς τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση είναι και η κατ' αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον παρέλθει άκαρπη η προθεσμία για την άσκηση έφεσης ή χωρήσει εντός της ανωτέρω προθεσμίας παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής αυτής με έφεση ή παραίτηση από το ήδη κατ' αυτής ασκηθέν τακτικό ένδικο μέσο της έφεσης. Μάλιστα στην τελευταία περίπτωση η τελεσιδικία της πρωτόδικης απόφασης ανατρέχει στο χρόνο άσκησης της αναίρεσης, ανεξαρτήτως αν η επίδοση του οικείου περί παραιτήσεως δικογράφου έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο από την άσκηση της αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 5/2001, ΟλΑΠ 9/1996). Εξάλλου κατά την παρ. 1 του άρθρου 518 του ΚΠολΔ η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, αν ο διάδικος που δικάσθηκε διαμένει στην Ελλάδα.
Συνεπώς η κατ' αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπόκειται σε αναίρεση μόνο αφού έπαυσε να υπόκειται σε έφεση, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η ανωτέρω τριακονθήμερη προς άσκηση αυτής προθεσμία από την επίδοση της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης (ή σε περίπτωση μη επίδοσης αυτής η τριετής και πλέον διετής - καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευσή της, κατά την παρ. 2 του άρθρου 518 του ΚΠολΔ), είτε διότι κατά τα ήδη προαναφερθέντα ο δικαιούμενος σε άσκηση αυτής διάδικος παραιτήθηκε νομίμως από το δικόγραφο του ασκηθέντος ενδίκου μέσου της έφεσης ή από το δικαίωμα προς άσκηση αυτού, οπότε έκτοτε αυτή καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 553 αρ. 1β ΚΠολΔ. Περαιτέρω η δήλωση για παραίτηση από το δικαίωμα προς άσκηση ενδίκου μέσου είναι έγκυρη και χωρίς να τηρηθεί ο διαδικαστικός τύπος του άρθρου 297 ΚΠολΔ, διότι ο τύπος αυτός αφορά αποκλειστικά την παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα ήδη ασκηθέντος ενδίκου μέσου (ΑΕΔ 42/1990, ΟλΑΠ 17/2013, Ολ.ΑΠ 626/1980). Ενόψει τούτου η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης έφεσης μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς από το ότι ο δικαιούμενος σε άσκηση αυτής διάδικος άσκησε αναίρεση, χωρίς να ασκήσει έφεση. Για το κύρος μιας τέτοιας παραίτησης απαιτείται ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα του υπογράφοντος την αίτηση αναίρεσης δικηγόρου (άρθρο 98 περ.β ΚΠολΔ), η έλλειψη της οποίας όμως μπορεί να καλυφθεί με έγκριση εκ των υστέρων του ασκήσαντος την αναίρεση διαδίκου, με συνέπεια, λόγω της αναδρομικής ενέργειας της έγκρισης που αφορά την παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης έφεσης, να ισχυροποιείται αναδρομικά η παραίτηση από το χρόνο άσκησης της αναίρεσης και να θεωρείται η απόφαση τελεσίδικη από τότε και ως εκ τούτου να υπόκειται σε αναίρεση από το ίδιο χρονικό σημείο (ΟλΑΠ 17/2013, ΟλΑΠ 626/1980, ΑΠ 318/2017). Υπό τα δεδομένα αυτά η νομοτύπως ασκηθείσα την 28-11-2022 και με αριθ. κατάθ. .../6/28-11-2022 από την εναγομένη-αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία ένδικη αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμ. .../9-9-2022 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων και η οποία δεν προκύπτει ότι έχει επιδοθεί, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται το αντίθετο, επί της από 17-12-2020 με αριθμό κατάθεσης 7084/221/17-12-2020 αγωγής και δέχτηκε κατ' ουσία αυτήν, είναι παραδεκτή, κατά το άρθρο 577 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, αφού από το νομίμως προσκομιζόμενο από την αναιρεσείουσα εταιρεία υπ' αριθμ. .../12-12-2022 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Δ. Α., προκύπτει ότι αυτή δια του, δυνάμει της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της, που λήφθηκε κατά τη συνεδρίασή του υπό στοιχεία .../9-6-2021, Διευθύνοντος Συμβούλου και Προέδρου της, εκτός από τη χορήγηση της ειδικής πληρεξουσιότητας προς το δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Ληξουριώτη να προσδιορίσει την αίτηση αναίρεσης και να παραστεί κατά τη συζήτησή της ενώπιον του Αρείου Πάγου, ενέκρινε όλες τις πράξεις του ως άνω εντολοδόχου που ενήργησε ή θα ενεργήσει στο πλαίσιο των παρεχομένων εντολών ως έγκυρες, νόμιμες και ισχυρές και κατά συνέπεια και την αναγραφόμενη στην αίτηση αναίρεσης ρητή παραίτησή από το δικαίωμα αυτής για άσκηση έφεσης κατά της προσβαλλόμενης οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Η έγκριση δε αυτή, ενεργώντας αναδρομικά, ισχυροποίησε την παραίτηση από το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναίρεσης και κατέστησε την προσβαλλόμενη απόφαση τελεσίδικη και υποκείμενη έκτοτε, κατά τα προαναφερόμενα, σε αναίρεση. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από την κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι με την από 17-12-2020 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει των από 28-11-2000 και 21-11-1988 συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αντίστοιχα, προσλήφθηκαν από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία ως ιατροί και έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί κατόπιν συμμετοχής τους στο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου που υλοποίησε η διοίκηση αυτής. Ότι λόγω της θέσης τους λάμβαναν μηνιαίως ένα ποσόν "ως έξοδα κίνησης" με βάση την απόφαση 2229/11-6-1991 του ΔΣ της εναγομένης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τον όρο 23 της από 10-5-1996 ΕΣΣΕ. Ότι το ποσό αυτό, ορισθέν από 1-9-1996 σε 20% επί του διανυόμενου μισθολογικού κλιμακίου και σε κάθε περίπτωση όχι κατώτερου του εικοστού κλιμακίου, αποτελεί οικειοθελή παροχή, ανακαλείται οποτεδήποτε, δεν αποτελεί τακτική αποδοχή και δεν υπολογίζεται στα δώρα Εορτών, στο επίδομα κανονικής άδειας και στην αποζημίωση απόλυσης. Ότι η παροχή αυτή χορηγούνταν από την εναγομένη όχι ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το δικαιούχο ιατρό εργασίας του, αλλά για την αντιμετώπιση δαπανών που πραγματοποιούσε αυτός κατά τη θητεία του, δεν επαύξανε τις μηνιαίες αποδοχές του και δεν υπόκειτο σε κρατήσεις φόρου εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών. Ότι η εναγομένη, κατά την εκκαθάριση του αντίστοιχου στη μηνιαία αυτή παροχή ποσού και κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, προέβαινε, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 30-4-2019 στις αντίστοιχες κρατήσεις για φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του κλάδου ασθένειας του ΤΑΠ-ΟΤΕ, συνολικού ποσού για τον πρώτο 4.681,49 ευρώ και 3.056,98 ευρώ για το δεύτερο. Υπό το ιστορικό αυτό ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα τα ανωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε νόμιμη την αγωγή και ακολούθως δέχτηκε αυτήν ως βάσιμη κατ' ουσία στο σύνολό της και επιδίκασε σ' αυτούς τα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού διέλαβε στη μείζονα σκέψη αυτής τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος και τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 45 παρ. 4 του κυρωθέντος με το ν. 2238/1994 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Α 151), δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα εξής: "...Περαιτέρω η απόφαση της 2229/11-06-1991 Συνεδρίασης του ΔΣ-ΟΤΕ ενέκρινε τη χορήγηση στους Ιατρούς ΟΤΕ, μηνιαίου ποσού, ως έξοδα για μετακινήσεις και μικροδαπάνες. Το ποσό αυτό ως οικειοθελής παροχή δεν αποτελεί τακτικές αποδοχές, ανακαλείται οποτεδήποτε, καταβάλλεται σε 11μηνη βάση και για κάθε ημέρα άδειας ή απουσίας περικόπτεται. Περαιτέρω με τον όρο 23 της από 10-5-1996 ΕΣΣΕ. αποφασίστηκε η αύξηση του μηνιαίου ποσού του επίδικου επιδόματος. Από 1-9-1996 ορίστηκε : "..Αυξάνονται τα έξοδα κίνησης των Ιατρών σε 20%, από 1-9-1996. Ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω εξόδων ορίζεται το διανυόμενο μισθολογικό κλιμάκιο και σε κάθε περίπτωση όχι κατώτερο του 20ού κλιμακίου...". Σήμερα δε τα ως άνω έξοδα ανέρχονται σε ποσοστό 20% επί του ποσού των 108,59 Ευρώ (ενν. των 542,93 ευρώ, ήτοι 108,59 ευρώ). Σύμφωνα δε με τις αποφάσεις της Διοίκησης και του Διευθύνοντα Συμβούλου του Ο.Τ.Ε η παραπάνω παροχή είναι οικειοθελής, ανακαλείται οποτεδήποτε, δεν αποτελεί τακτικές αποδοχές και ως εκ τούτου δεν υπολογίζεται στα Δώρα Εορτών και στο Επίδομα κανονικής αδείας καθώς και στην αποζημίωση απόλυσης και στο εδάφιο γ του παραπάνω εγγράφου ορίζεται ότι: Από τους δικαιούχους που απουσιάζουν από τα καθήκοντά τους λόγω κανονικής άδειας ή οποιοσδήποτε άλλης άδειας, θα περικόπτονται από τα έξοδα κίνησης και μικροδαπανών τόσα τριακοστά όσες συνολικά είναι οι ημέρες (εργάσιμες, Σάββατα, Κυριακές, εξαιρέσιμες), που μεσολαβούν από την ημέρα που αρχίζει η άδεια μέχρι και την προηγούμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία επανέρχονται στην εργασία τους. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι τα έξοδα αυτά "1....είναι οικειοθελής παροχή, δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές και ο ΟΤΕ επιφυλάσσει σ' αυτόν ρητά το δικαίωμα ανάκλησής τους. 2. Δεν υπολογίζονται στα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και στο επίδομα αδείας και στην αποζημίωση απόλυσης. 3. Χορηγούνται αποκλειστικά για να καλυφθούν μετακινήσεις και μικροδαπάνες. 4. Από τους δικαιούχους που απουσιάζουν από τα καθήκοντά τους λόγω κανονικής άδειας ή οποιοσδήποτε άλλης άδειας, θα περικόπτονται από τα έξοδα κίνησης και μικροδαπανών τόσα τριακοστά όσες συνολικά είναι οι ημέρες (εργάσιμες, Σάββατα, Κυριακές, εξαιρέσιμες), που μεσολαβούν από την ημέρα που αρχίζει η άδεια μέχρι και την προηγούμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία επανέρχονται στην εργασία τους". Από τις διατάξεις αυτές των παραπάνω αποφάσεων της Διοίκησης του ΟΤΕ που όπως σημειώθηκε δεσμεύουν αναμφίβολα συμβατικά τον εναγόμενο ΟΤΕ Α.Ε, προκύπτει ότι τα έξοδα αυτά αφορούσαν την αντιμετώπιση δαπανών οι οποίες πραγματοποιούνται κατά τη θητεία του δικαιούχου Ιατρού και δεν επαύξαναν τις μηνιαίες αποδοχές, ούτε δίδοντο εις αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτόν (τον Ιατρό) εργασίας και συνεπώς δεν υπόκειντο σε κρατήσεις φόρου εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών, ούτε σε λοιπές κρατήσεις υπέρ ΤΑΠ- ΟΤΕ. Παρά ταύτα ο εναγόμενος Οργανισμός, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος με την ανωτέρω απόφαση της Διοικήσεως του, είχε χαρακτηρίσει την υπόψιν παροχή ως έξοδα κίνησης και μικροδαπανών, προέβαινε, στις αντίστοιχες κρατήσεις για φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του κλάδου ασθενείας του ΤΑΠ-ΟΤΕ και επί του ποσού που αντιστοιχούσε στα ως άνω μηνιαίως καταβαλόμενα έξοδα κίνησης.", και ακολούθως δέχθηκε ότι " Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι νόμιμα και από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις τους (αρθρ. 261 Κ.Πολ.Δ.) αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 28.11.2000 και 21.1.1988 αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στην εναγομένη ως ιατροί, ελάμβαναν τα προβλεπόμενα ποσά που καταβάλλονταν ως έξοδα κίνησης σύμφωνα με τις αποφάσεις της Διοίκησης της εναγομένης, τα οποία ανέρχονταν για τον πρώτο ενάγοντα σε 1303,08 για το έτη 2015,2016,2017 και 2018 και σε 434,36 ευρώ για το έτος 2019 και για τον δεύτερο ενάγοντα σε 1303,08 για το έτος 2015, 1303,08 ευρώ για το έτος 2016, 1303,08 ευρώ για το έτος 2017, 1303,08 ευρώ για το έτος 2018, 434,36 ευρώ για το έτος 2019. Τα ποσά όμως αυτά δεν αποδόθηκαν αυτούσια στους ενάγοντες αλλά απομειωμένα κατά τα ποσά που αντιστοιχούν στο φόρο εισοδήματος για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και ασφαλιστικές κρατήσεις υπέρ κλάδου ασθένειας του ΤΑΠ-ΟΤΕ όπως αναλύονται στους κατωτέρω πίνακες (:............). Τα ως άνω ποσά δεν αμφισβητούνται ειδικότερα από την εναγόμενη, οπότε συνάγεται ομολογία αυτής κατ' άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ, Επομένως για τα έτη 2015 εως 2019 για τον πρώτο ενάγοντα και για τα έτη 2015 έως 2019 για τον δεύτερο ενάγοντα η εναγομένη παρακράτησε αχρεωστήτως και αντισυμβατικά το συνολικό ποσό των 4681,49 ευρώ και 3056,98 ευρώ αντίστοιχα και αφορούσαν ποσά που τους χορηγήθηκαν ως έξοδα για μετακινήσεις και μικροδαπάνες. Τα παραπάνω ποσά αντισυμβατικά παρακράτησε η εναγομένη κατά την πληρωμή και δεν απέδωσε στους ενάγοντες, παρά την εκπεφρασμένη και αδιαμφισβήτητη βούληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών να δίδονται τα ποσά αυτά για την κάλυψη εξόδων και μικροδαπανών των Ιατρών.".
Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α του KΠολΔ αναίρεση κατ` αποφάσεων ειρηνοδικείων, καθώς και κατά αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 3/2020). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικούς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 384/2024, ΑΠ 905/2022, ΑΠ 381/2019, ΑΠ 1420/2013). Κατά την έννοια δε του άρθρου 560 αριθμ. 6 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε, ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ενδοιαστικές, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 32/2024, ΑΠ 623/2023, ΑΠ 1456/2021).
Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στη μεν παράγραφο 1 ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", στη δε παράγραφο 5 ότι "Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους". Εξ άλλου, στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος", ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι "Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης...". Με το ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α'167)"Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις", όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α 287/31.12.2013), και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, θεσπίστηκε (νέος) Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος ο οποίος περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος αυτού (άρθρα 1-9) γενικές διατάξεις, ακολούθως στο δεύτερο μέρος (άρθρα 13-43) διατάξεις σχετικά με την φορολογία εισοδήματος των φυσικών προσώπων, στο δε τρίτο μέρος (άρθρα 44-58) διατάξεις για την φορολογία των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων. Ο εν λόγω Κώδικας αναγνωρίζει τέσσερεις (4) κατηγορίες εισοδήματος ("εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις", "εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα", "εισόδημα από κεφάλαιο" και "εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου"), κάθε δε κατηγορία εισοδήματος φορολογείται χωριστά και με διαφορετικό φορολογικό συντελεστή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα οικεία κεφάλαια. Ειδικότερα, στο νέο Κώδικα ορίζεται: Στο άρθρο 1 ότι "1. Ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) ρυθμίζει τη φορολογία του εισοδήματος: α) των φυσικών προσώπων, β) των νομικών προσώπων και των κάθε είδους νομικών οντοτήτων. 2. Ο Κ.Φ.Ε. ρυθμίζει τον τρόπο φορολόγησης για τις κατηγορίες εισοδημάτων, όπως ορίζονται στον Κ.Φ.Ε., καθώς και τον τρόπο απόδοσης των φόρων με την υποβολή της δήλωσης, την προκαταβολή του φόρου και την παρακράτησή του.". Στο άρθρο 2 (όπως η περίπτωση δ τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρου 21 ν. 4223/2013,ΦΕΚ Α 287) ορίζεται ότι "Οι όροι που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του Κ.Φ.Ε. έχουν την έννοια που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, εκτός εάν ο Κ.Φ.Ε. ορίζει διαφορετικά. Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως: α) "φορολογούμενος": κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., β) "πρόσωπο": κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε είδους νομική οντότητα, γ).... , δ)....και ζ)...". Στο άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. α, όπως το εδάφιο αυτό τροποποιήθηκε από 1-1-2015 με το άρθρο 117 παρ. 2 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α 85) ορίζεται ότι "Εισόδημα που προκύπτει στην ημεδαπή είναι κάθε εισόδημα πηγής Ελλάδας και ιδίως: "α) το εισόδημα από μισθωτή εργασία που ασκείται στην ημεδαπή, καθώς και το εισόδημα από μισθωτή εργασία που ασκείται στην αλλοδαπή και καταβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο". Στο άρθρο 7 παρ. 1 και 2 ορίζεται ότι "1. Φορολογητέο εισόδημα είναι το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών που εκπίπτουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. από το ακαθάριστο εισόδημα. 2. Ο Κ.Φ.Ε. διακρίνει τις ακόλουθες κατηγορίες ακαθάριστων εισοδημάτων: α) εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, β)....γ)....δ)....". Στο άρθρο 10 ορίζεται ότι "Φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι ο φόρος που επιβάλλεται ετησίως στο εισόδημα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα". Στο άρθρο 12 παρ. 1, 2 και 3 ορίζεται ότι " 1. Το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης. 2. Για τους σκοπούς του Κ.Φ.Ε., εργασιακή σχέση υφίσταται όταν ένα φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες: α) στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με το εργατικό δίκαιο, β) βάσει σύμβασης, προφορικής ή έγγραφης, με την οποία το φυσικό πρόσωπο αποκτά σχέση εξαρτημένης εργασίας με άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει το δικαίωμα να ορίζει και να ελέγχει τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο εκτέλεσης των υπηρεσιών, γ) οι οποίες ρυθμίζονται από τη νομοθεσία περί μισθολογίου και ειδικών μισθολογίων των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, δ)...... ε)....στ)..... 3. Ως ακαθάριστα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις θεωρούνται τα εξής: α) ημερομίσθιο, μισθός, επίδομα αδείας, επίδομα ασθενείας, επίδομα εορτών, αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, αμοιβές, προμήθειες, επιμίσθια και φιλοδωρήματα, β) επιδόματα περιλαμβανομένων του επιδόματος κόστους διαβίωσης, του επιδόματος ενοικίου, της αποζημίωσης εξόδων φιλοξενίας ή ταξιδίου, γ) αποζημίωση εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί ο εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο του εργαζομένου, δ) παροχή οποιασδήποτε μορφής που λαμβάνει ο εργαζόμενος πριν την έναρξη της εργασιακής σχέσης, ε) αποζημιώσεις για τη λύση ή καταγγελία της εργασιακής σχέσης, στ) συντάξεις που χορηγούνται από κύριο και επικουρικό φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης, καθώς και από επαγγελματικά ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο, ζ) το ασφάλισμα που καταβάλλεται εφάπαξ ή με τη μορφή περιοδικής παροχής στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων, η) κάθε άλλη παροχή που εισπράττεται έναντι υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης, θ) Ποσοστό έως 35% των κερδών προ φόρων, το οποίο καταβάλλεται από τους Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στους εργαζομένούς τους.". Στο άρθρο 14 υπό τον παράτιτλο, "Απαλλαγές εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις" και υπό την αρχική του διατύπωση μετά την συμπλήρωση του εδαφίου β της παραγράφου 1 με το άρθρο 48 παρ. 2 α του ν. 4305/2014 (ΦΕΚ Α 237), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 6 του ν. 4710/2020, ορίζεται ότι "1. Από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις εξαιρούνται: α) η αποζημίωση εξόδων διαμονής και σίτισης και η ημερήσια αποζημίωση που έχουν καταβληθεί από τον εργαζόμενο αποκλειστικά για σκοπούς της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη, β) η αποζημίωση για έξοδα κίνησης που καταβάλλονται από τον εργοδότη για υπηρεσιακούς λόγους, εφόσον αφορούν έξοδα κίνησης που πραγματοποιήθηκαν από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του και αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά, γ).....δ).....έως κ)...2....". Εξάλλου με το άρθρο 59 παρ. 1 περίπτωση α του ως άνω νόμου ορίζεται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο που αποκτά κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που διενεργεί πληρωμές ή δίνει παροχές σε είδος σε εργαζομένους ή υπαλλήλους του υποχρεούται να παρακρατεί φόρο σύμφωνα με το σύστημα φορολόγησης στην πηγή, στη δε παράγραφο 2 εδαφ. α του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι "το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το οποίο καταβάλλει εισόδημα για κάθε μισθωτή εργασία σύμφωνα με το άρθρο 12, φέρει την ευθύνη παρακράτησης του φόρου και απόδοσής του στο κράτος". Περαιτέρω, το άρθρο 72 του ίδιου νόμου (το οποίο φέρει τον τίτλο "Μεταβατικές διατάξεις και έναρξη ισχύος") ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι "Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 71 του νόμου αυτού ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων του άρθρου αυτού." και, στην παράγραφο 22, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 11 του ν. 4223/2013 (Α' 287/31.12.2013) και στη συνέχεια αναριθμήθηκε σε παράγραφο 23 και, τελικά, σε παράγραφο 25 με τις παραγράφους 12 και 13, αντίστοιχα, του άρθρου 26 του ν. 4223/2013, ότι: "Από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013 παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2238/1994 (Α' 151), συμπεριλαμβανομένων και όλων των κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση αυτού του νόμου.". Τέλος, το άρθρο 112 του ν. 4172/2013 ορίζει ότι "Οι διατάξεις του νόμου αυτού ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως [23.7.2013], με εξαίρεση τα οριζόμενα στο άρθρο 72 ή αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις αυτού.". Περαιτέρω: Το άρθρο 5 παρ. 1 ν. 4225/2014 (ΦΕΚ 2/Α/7-1-2014), ορίζει ότι "1. Από 1.12.2013 το ποσό της εισφοράς στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3% για τον εργοδότη επί των πάσης φύσεως αποδοχών του εργαζόμενου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 2084/1992, όπως ισχύει, και με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α'226)". Το δε άρθρο 38 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ 85/Α/12-5-2016), ορίζει ότι "1. Το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας. Το ανωτέρω ποσοστό κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένων από την 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος". Τέλος το άρθρο 25 παρ. 4 του Α.Ν. 1846/1951 (ΦΕΚ Α 179), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 4476/1965 (Α 103) και στη συνέχεια με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ Α 189), ορίζει ότι "4. Ως ημερήσιος μισθός εφ ου υπολογίζεται αι εισφοραί νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί τούτων αποτιμημένων είς χρήμα δι` αποφάσεως του Δ.Σ. του ΙΚΑ. Ως αποδοχαί νοούνται αι πάσης φύσεως παροχαί του εργοδότου προς τον ησφαλισμένον, πλήν ωρισμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος, ορισθησομένων δια Κανονισμού. Τα δώρα λόγω εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ως και το επίδομα αδείας υπόκεινται εις εισφοράν αυτοτελώς μέχρι του ποσού πάντως του τεκμαρτού ημερομισθίου της ανωτάτης κατά την παρ. 2 του παρόντος άρθρου μισθολογικής κλάσεως". Επίσης, με τον κατ' εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης και εκείνης του άρθρου 16 του ιδίου ως άνω νόμου εκδοθέντα με την με αρ. 55575/Ι.479/18-11-1965 απόφαση Υπουργού Εργασίας Κανονισμό Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (ΦΕΚ 816/Β/7-12-1965) ορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 1 εδ. α, όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την με αρ. 38173/Ι.191/26-5-1967 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 399/β/16-6-1967) ότι, "1. Ως μισθός, επί του οποίου υπολογίζεται η εισφορά λογίζεται ο εις χρήμα συμπεφωνημένος τοιούτος προσαυξανόμενος: α) Κατά τα τυχόν παρά του εργοδότου χορηγούμενα εις τον μισθωτόν ποσοστά ή άλλας προσθέτους χρηματικάς αμοιβάς, πλην των κάτωθι εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος. 1. Δια δώρα λόγω α) γάμου του ησφαλισμένου ή των τέκνων του, β) γεννήσεως τέκνων του ησφαλισμένου και 2. Δια βοήθημα εις οικογένειαν θανόντος ησφαλισμένου". Με την με αρ.22297/11-6-1991 απόφαση το Δ.Σ. της εναγομένης-αναιρεσείουσας εταιρείας ΟΤΕ Α.Ε., με θέμα: Χορήγηση επιδόματος βιβλιοθήκης και αποζημίωοης για έξοδα κίνησης ιατρών, "...2. Ενέκρινε τη χορήγηση αποζημίωσης για έξοδα κινήσεως στους Ιατρούς του Οργανισμού, σε ποσοστό 15% υπολογιζομένου επί του 20ου μισθολογικού κλιμακίου. 3. Τα ανωτέρω χορηγούνται ως οικειοθελείς παροχές εκ μέρους του Οργανισμού, δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές, δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και ο Οργανισμός διατηρεί το δικαίωμα της διακοπής της χορήγησής τους, οποτεδήποτε.". Ακολούθως, με την από 10-5-1996, Επιχ.ΣΣΕ ορίστηκε ότι "...23. Αυξάνονται τα έξοδα κίνησης των Ιατρών σε 20%, από 1-9-1996. Ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω εξόδων ορίζεται το διανυόμενο μισθολογικό κλιμάκιο και σε κάθε περίπτωση όχι κατώτερο του 20ού κλιμακίου .......Η ισχύς των διατάξεων της παρούσας ε.σ.σ.ε. αρχίζει- από 1-1-1996, εκτός αν αλλιώς ορίζεται σ' αυτές.".
Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με τη διάταξη 23 της από 10-5-1996 Επιχ.ΣΣΕ, η οποία έχει κανονιστική ισχύ και επομένως έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 1876/1990 και άρθρο δεύτερο παρ. 2 ν. 2257/1994, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε φόρο υπόκειται κάθε εν γένει παροχή σε χρήμα ή σε είδος, τακτική ή έκτακτη, εφόσον δίδεται σε αντάλλαγμα της εργασίας και όχι αυτή που δίδεται για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υπεβλήθη ο μισθωτός προς το συμφέρον του εργοδότη για την εκτέλεση της ανατεθείσας σ' αυτόν εργασίας (ΟλΣτΕ 1840/2013). Στην περίπτωση δε που προβλέπεται σε σύμβαση μεταξύ μισθωτού και εργοδότη ορισμένη παροχή, για να εξαιρεθεί αυτή από τον φόρο εισοδήματος, πρέπει να προκύπτει ότι, κατά τη σχετική συμφωνία αυτού με τον εργοδότη, το σχετικό ποσό δίδεται στον μισθωτό για την αιτία αυτή, δηλαδή για την κάλυψη δαπανών για την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί. Για την εξαίρεση, μιας τέτοιας παροχής, αυτής δηλαδή που χορηγείται για την κάλυψη δαπανών για τη διεκπεραίωση της υπηρεσίας που έχει ανατεθεί στο μισθωτό, πρέπει να αποδεικνύεται από νόμιμα παραστατικά ότι αυτή αντιπροσωπεύει πράγματι δαπάνες για την εκτέλεση της ανατεθείσας στο μισθωτό υπηρεσίας και δεν αποτελεί συγκεκαλυμμένο πρόσθετο αντάλλαγμα της εργασίας του και συνάμα το ύψος της παροχής αυτής να μην υπερβαίνει το κατά την κοινή πείρα εύλογο μέτρο (ΣτΕ 2017/2023). Τούτο ορίζει ρητά η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 εδαφ. β του ν. 4172/2013, η ρύθμιση της οποίας είναι ανάλογη των ρυθμίσεων του άρθρου 40 του αρχικού ν. 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 2065/1992 και του άρθρου 45 παρ. 4 του μεταγενέστερου ν. 2238/1994. Ουδεμία δε συνέπεια έχει για την εξαίρεση της παροχής αυτής από το φόρο εισοδήματος, ο υπό των συμβαλλομένων μερών χαρακτηρισμός αυτής ως οικειοθελούς παροχής, αφού κατά τον ΚΦΕ, στο ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία περιλαμβάνονται τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στα πλαίσια υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης, θεωρουμένου ως τέτοιου και της αποζημίωσης εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί ο μισθωτός ή ότι η παροχή αυτή έχει συμβατικό χαρακτήρα, καθόσον η απαλλαγή ή η εξαίρεση από φόρο μπορεί να γίνει μόνο με διάταξη τυπικού νόμου (ΣτΕ 2017/2023). Τα έξοδα κίνησης των ιατρών του ΟΤΕ, που προβλέπονται από την προαναφερόμενη απόφαση του Δ.Σ του ΟΤΕ, όπως τροποποιήθηκε με την από 10-5-1996 Επιχ.ΣΣΕ, χαρακτηριζόμενων ως οικειοθελούς παροχής, χορηγούνται και καταβάλλονται παγίως και περιοδικώς (μηνιαίως) σ' αυτούς, σε ποσοστό υπολογιζόμενο στο ποσό που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη μισθολογική βαθμίδα του προσωπικού, ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση ή μη των σχετικών δαπανών, αφού δεν προβλέπεται από τη σχετική απόφαση και την επιχειρησιακή σ.σ.ε η υποβολή παραστατικών δαπανών απόδοσης λογαριασμού. Συνεπεία των ανωτέρω, η ένδικη παροχή, δεν προκύπτει ότι αντικρίζει πραγματικές δαπάνες, δεν είναι δε αυτές αναμενόμενες και άρρηκτα συνδεδεμένες με την υπηρεσία των ιατρών, ώστε να δικαιολογείται η χορήγησή τους ακόμη και χωρίς την προσκόμιση νόμιμων παραστατικών. Ενόψει δε του σκοπού για τον οποίο προβλέφθηκε η χορήγηση της ένδικης παροχής, δηλαδή ως αποζημίωση εξόδων κίνησης αυτών ως ιατρών, χωρίς όμως να προβλέπεται και η υποβολή παραστατικών δαπανών απόδοσης λογαριασμού, βασίμως συνάγεται ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για υποκρυπτόμενη πρόσθετη μισθολογική παροχή, η οποία δεν συναρτάται προς τον σκοπό για τον οποίο συμφωνήθηκε, δηλαδή για την κάλυψη πραγματικών δαπανών κίνησης των ιατρών. Εξάλλου η αυτή ως άνω παροχή, χορηγούμενη στους ιατρούς του ΟΤΕ ως αποζημίωση εξόδων κίνησης εμπίπτει στην έννοια των αποδοχών του εργαζομένου κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του ν. 4225/2014, 38 παρ. 1 του ν. 4387/2016 και 25 παρ. 4 του α.ν 1846/1951, επί των οποίων υπολογίζεται το ποσοστό εισφοράς του μισθωτού, παρακρατείται από τον εργοδότη και αποδίδεται στον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, καθότι δεν συνιστά έκτακτη παροχή κοινωνικού χαρακτήρα που απαλλάσσεται των πιο πάνω ασφαλιστικών εισφορών. Επομένως, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων η ένδικη παροχή αποτελεί φορολογητέο εισόδημα και υπόκειται σε παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών.
Στην προκειμένη περίπτωση με τους δυο (μοναδικούς) λόγους της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα κατ` επίκληση παραβίασης από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 του KΠολΔ, μέμφεται το δικαστήριο, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, δεχόμενο ότι η χορηγηθείσα στους ιατρούς του ΟΤΕ με βάση την με αρ. 2229/11-6-1991 απόφαση του Δ.Σ του ΟΤΕ οικειοθελής παροχή ως έξοδα κίνησης και μικροδαπάνες, όπως το αντίστοιχο ποσό αυξήθηκε με τον όρο 23 της από 10-5-1996 Επιχ.ΣΣΕ δεν επαύξανε τις μηνιαίες αποδοχές αυτών ούτε δινόταν σε αντάλλαγμα της παρεχόμενης από τους ίδιους εργασίας και συνεπώς δεν υπόκειντο σε κρατήσεις φόρου εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών, ούτε σε λοιπές κρατήσεις υπέρ ΤΑΠ-ΟΤΕ, ενώ, ενόψει ότι η πρόβλεψη περί καταβολής στους ενάγοντες-αναιρεσιβλήτους ιατρούς εξόδων κίνησης και μικροδαπανών ουδέποτε συνδέθηκε με την απόδοση οποιουδήποτε λογαριασμού εκ μέρους τους, ούτε συνδυάστηκε με την εκ μέρους τους προσκόμιση σχετικών παραστατικών για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων εξόδων, ούτε τα ως άνω έξοδα κίνησης και μικροδαπανών εντάσσονται σε προβλεπόμενες από την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία έκτακτες παροχές κοινωνικού χαρακτήρα, η επίδικη παροχή, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό αυτής ως οικειοθελούς παροχής, συνιστά αποζημίωση εξόδων στα οποία αυτοί υπεβλήθησαν, θεωρούμενη κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του ΚΦΕ ακαθάριστο εισόδημα από το οποίο, κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος από μισθωτή εργασία δεν εξαιρείται (άρθρο 14 παρ. 1 του ΚΦΕ) και συνεπώς υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος και κατά τις οικείες ρυθμίσεις της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως υπόκειται σε παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών και λοιπών κρατήσεων υπέρ ΤΑΠ-ΟΤΕ. Ενόψει των προεκτεθέντων και του ότι το παρόν αναιρετικό τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνοντας βάσιμους αμφότερους τους αναιρετικούς λόγους, διατυπώνει αντίθετη άποψη ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 παρ. 1, 12 παρ. 3, 14 παρ. 1 και 59 ν. 4172/2013, 5 παρ. 1 του ν. 4225/2014, 38 παρ. 1 του ν. 4387/2016, 25 παρ, 4 του Α.Ν. 1846/1951 και του όρου 23 της από 10-5-1996 Επιχ.ΣΣΕ, αναφορικά με το ζήτημα, αν το καταβαλλόμενο στους ιατρούς του ΟΤΕ σε 11ηνη βάση, ως οικειοθελής παροχή, χρηματικό ποσό εξόδων κίνησης και μικροδαπανών, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών, σε σχέση με την εξενεχθείσα αντίθετη άποψη υπό του Β1 τμήματος στις με αριθμούς 574/2020 και 566/2016 αποφάσεις του και του Β2 τμήματος (υπό διαφορετική σύνθεση) στην με αριθμό 1140/2013 απόφασή του, για την ενότητα της νομολογίας, αλλά και για το ότι ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, πρέπει, κατά την ομόφωνη περί τούτου γνώμη του παρόντος αναιρετικού τμήματος, να παραπεμφθούν οι περί τούτου και υπό την επίκληση των αριθμών 1 και 6 του άρθρου 560 του KΠολΔ λόγοι αναίρεσης, στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β του KΠολΔ και του άρθρου 27 παρ. 2 στοιχ. β και δ του Ν. 4938/2022 (ΦΕΚ Α 109/6.6.2022) "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών", ισχύοντος από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 158 αυτού).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της παρούσας δυο λόγους αναίρεσης της από 25-11-2022 και με αριθμό κατάθ. .../6/28-11-2022 αίτησης αναίρεσης της με αριθ. .../9-9-2022 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

και τούτου αποχωρήσαντος η αρχαιότερη της σύνθεσης Αρεοπαγίτης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Απριλίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

<< Επιστροφή