ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 660/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 660/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 660/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 660 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 660/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Γεώργιο Μικρούδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 31ης-1-2023 είχε εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μπόμπορα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος είχε καταθέσει προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 31ης-1-2023 είχε εκπροσωπηθεί από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αρετή Βλαστού, η oποία είχε καταθέσει προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-4-2019 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2020 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2022 του Μονομελούς Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 30-9-2022 αίτησή της, στην οποία περιλαμβάνεται και αίτημα για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 31ης Ιανουαρίου 2023, χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Με την με αριθμό 179/2024 πράξη αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα, από την ορισθείσα εισηγήτρια Αρεοπαγίτη Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου και την με αριθμό 232/2024 πράξη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αριστείδη Βαγγελάτου ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος για επανάληψη της συζήτησης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ..
Κατά την οίκοθεν συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατ' άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί, όπως και η από το άρθρο 254 ΚΠολΔ συζήτηση, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση. Συνακόλουθα, ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 232/2024, ΑΠ936/2018).
Εν προκειμένω, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 307 ΚΠολΔ, φέρεται προς ανασυζήτηση στη σημερινή δικάσιμο η από 25-10-2021 αίτηση αναίρεσης, σύμφωνα με την 179/2024 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου και την, ακόλουθη αυτής, 232/2024 Πράξη του Προέδρου του Β2 Πολιτικού Τμήματος, κατόπιν διαπίστωσης αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είχε συζητηθεί στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 31-3-2023 ενώπιον του ως άνω Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, λόγω συνταξιοδοτήσεως του μέλους της συνθέσεως και εισηγητρίας Όλγας Σχετάκη - Μπονάτου. Κατά την παρούσα δικάσιμο, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν, είχαν ωστόσο παρασταθεί κατά την αρχική δικάσιμο (η μεν αναιρεσείουσα με την κατάθεση δήλωσης του πληρεξουσίου της δικηγόρου κατ' άρθρον 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δε αναιρεσίβλητο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσης). Όπως δε προκύπτει από την από 26-11-2024 έκθεση επιδόσεως του επιμελητή του Αρείου Πάγου Ε. Π. και την αντίστοιχη, με ίδια ημερομηνία, του επιμελητή του Αρείου Πάγου Κ./νου Τ., αντίγραφο της ως άνω πράξεως μαζί με κλήση προς παράσταση για τη σημερινή δικάσιμο (11-2-2025) επεδοθη εμπροθέσμως στην αναιρεσείουσα και αναιρεσίβλητο αντιστοίχως και, επομένως δικάζονται αντιμωλία, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Με την κρινομένη από 30-9-2022 αίτηση αναιρέσεως (7543/841/2022) προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου ....
Η ένδικη διαφορά ξεκίνησε με την από 14-9-2019 αγωγή της ενάγουσας, ήδη αναιρεσείουσας, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία η .../2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη, αναγνωρίσθηκε ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση ήταν αυτή της εξηρτημένης εργασίας και επιδικάσθηκε ποσό 20.070,36 ευρώ, για επιδόματα εορτών - αδείας και για διαφορές (μη καταβληθεισών) ασφαλιστικών εισφορών. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως το εναγόμενο, ήδη αναιρεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου ... την από 19-4-2021 έφεση, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία εδέχθη την έφεση από τυπικής και ουσιαστικής απόψεως, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ήδη με την κρινομένη αίτηση η εδώ αναιρεσείουσα αιτείται την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους. Η αίτηση αυτή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 6-10-2022, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης, ούτε είχε παρέλθει διετία από την έκδοση της (31-1-2022), γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητείται από την αντίδικη πλευρά. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). 1) Από τις διατάξεις των άρθρων 648 § 1 ΑΚ και 6 Α.Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία είναι η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτή εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο (ΟλΑΠ 28/2005). To δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, AΠ 565/2024). Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ' αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών. Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών (AΠ 565/2024). Σε κάθε περίπτωση, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ή μίσθωσης έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (ΟλΑΠ 3/2021, AΠ 565/2024).
Με τους συναφείς τέταρτο και πέμπτο (Β4, Β5) λόγους της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλειες εκ των αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σε σχέση με τις παραδοχές αυτής ως προς τον χαρακτήρα της επίδικης συμβάσεως απασχολήσεως της αναιρεσείουσας ως ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
Εν προκειμένω από την προεπισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθ. 561 παρ. 2 ΚπολΔ) κατά τις ενδιαφέρουσες τον αναιρετικό έλεγχο παραδοχές της δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα εξής:"...στις αρχές του έτους 2014, το εναγόμενο δημοσίευσε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για συνεργασία με οδοντιάτρους. Η ενάγουσα, που είχε ήδη προηγούμενη εμπειρία συνεργασίας, και με επιπλέον επιστημονικά προσόντα (πτυχίο ειδικότητας Ορθοδοντικής), κατά τα ανωτέρω, υπέβαλε την υπ' αριθ. πρωτ. 2014/6.344/17-04-14 αίτηση της προς το Διοικητικό του Συμβούλιο, η οποία μεταξύ των πολλών άλλων που είχαν υποβληθεί, έγινε δεκτή. Έτσι τα διάδικα μέρη, η ενάγουσα και το εναγόμενο δια του νομίμου του εκπροσώπου Π. Σ., κατήρτισαν το από 07/07/14 "ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας αορίστου χρόνου"... Το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε με το από 06/02/15 όμοιο των διαδίκων, μόνο ως προς τις τιμές των παρεχομένων οδοντιατρικών υπηρεσιών και επισυνάφθηκε σε αυτό ο νέος τιμοκατάλογος, παραμενόντων των λοιπών όρων ως αρχικά είχαν διατυπωθεί. Ακολούθως, με συμφωνία των μερών (άρθ. 361 ΑΚ) λύθηκε η παραπάνω σύμβαση και την 11/03/16 αυτά προήλθαν σε νέα συμφωνία δια του από ιδίας ημερομηνίας ιδιωτικού συμφωνητικού. Δι' αυτού συμφωνήθηκε η συνεργασία τους να γίνει για ορισμένο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από την 15/03/2016 έως την 31/12/2016, η αμοιβή της ενάγουσας για την ημερήσια παροχή των επιστημονικών της υπηρεσιών να ανέρχεται στο ποσό των 92,00 € και επιπλέον της ανωτέρω ημερήσιας αποζημιώσεως, να καταβάλλεται το ποσό των 220.00 € μηνιαίως, ως επίδομα ειδικών ιατρικών πράξεων. Οι υπόλοιποι όροι της αρχικής συμβάσεως δεν εθίγησαν. Μετά τη λήξη της παραπάνω συμβάσεως ακολούθησαν νέες έγγραφες τοιαύτες, με τους ίδιους ως άνω όρους, όλες φέρουσες ως τίτλο "ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας ορισμένου χρόνου" και δη α) η από 30/12/16, δια της οποίας συμφωνήθηκε η συνεργασία και η παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών για το χρονικό διάστημα από 01/01/17 έως και 31/12/17, β) η από 02/01/18 ομοία, για το χρονικό διάστημα από 01/01/18 έως και 30/6/18, γ) η από 11/06/18 ομοία, για το χρονικό διάστημα από 01/07/18 έως και 31/12/18 και δ) η από 24/12/18 ομοία, για το χρονικό διάστημα από 01/01/19 έως και 30/06/19. Η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της μέχρι την 31/01/19, οπότε και παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους δια της από 21/01/19 σχετικής δηλώσεως της προς την Γραμματεία του Αρχιάτρου του εναγομένου, την οποία απέστειλε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (email) από την ηλεκτρονική της διεύθυνση (...). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η παροχή των οδοντιατρικών υπηρεσιών της ενάγουσας ελάμβανε χώρα σε χρόνο και ημέρες που συμφωνούσε αυτή, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο επί της έδρας του εναγομένου, με μηχανήματα και υλικά του ιδίου. Το ωράριο αυτό καθοριζόταν με πρόταση της ενάγουσας, με βάση τις λοιπές επαγγελματικές ενασχολήσεις της, αφού αυτή διατηρούσε και ιδιωτικό ιατρείο ως ελεύθερη επαγγελματίας. Στο ανωτέρω οδοντιατρείο του εναγομένου η ενάγουσα πραγματοποιούσε τις οδοντιατρικές εργασίες που επέτρεπε ο εξοπλισμός του. Οι ασφαλισμένοι δε αυτού είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν οποιονδήποτε άλλον ιδιώτη οδοντίατρο, αφού δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία των διαδίκων, στα πλαίσια της επαγγελματικής τους σχέσης, για τη διενέργεια οδοντιατρικών εργασιών στο ιδιωτικό ιατρείο της ενάγουσας. Κατά τις επισκέψεις των ασφαλισμένων μελών του εναγομένου στο ιδιωτικό ιατρείο της ενάγουσας και μετά την εκτέλεση των οδοντιατρικών εργασιών, αυτοί κατέβαλλαν στην ενάγουσα την αμοιβή της και αυτή εξέδιδε τη σχετική απόδειξη παροχής υπηρεσιών, την οποία προσκόμιζαν στο εναγόμενο και εισέπρατταν από αυτό το ποσό που είχαν καταβάλει, με βάση την ισχύουσα τιμολογιακή πολιτική του εναγομένου, ενώ η ενάγουσα δεν λάμβανε οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη αμοιβή από το εναγόμενο, αφού δεν είχε συμφωνηθεί κάτι τέτοιο. Ακόμη, από ενάρξεως της συνεργασίας των διαδίκων, το εναγόμενο ασφάλιζε τον ενάγουσα στο ΤΣΑΥ, επικολλώντας του ένσημα και καταβάλλοντας τις ανάλογες εισφορές.. Ακόμη αποδείχθηκε ότι. η ενάγουσα δεν υπέκειτο σε νομική και προσωπική εξάρτηση από το εναγόμενο ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας της. διότι: α) η απασχόληση της ενάγουσας στο εναγόμενο ήταν ολιγόωρη (έως 5 ώρες ημερησίως επί 5 ημέρες κάθε εβδομάδα) και δεν αποτελούσε το κύριο επάγγελμα της, καθόσον εξασκούσε το ιατρικό της επάγγελμα και παρείχε τις υπηρεσίες της και σε άλλα πρόσωπα, αποκομίζοντας πολύ υψηλότερα εισοδήματα σε σχέση με τις αποδοχές που της κατέβαλλε το εναγόμενο. Έτσι η ενάγουσα εξασκούσε το ιατρικό της επάγγελμα στο ιδιωτικό οδοντιατρείο της, στο οποίο μάλιστα μπορούσαν να πραγματοποιούνται και άλλες οδοντιατρικές εργασίες και των ασφαλισμένων του εναγομένου εφόσον το προτιμούσαν. Μάλιστα, η ενάγουσα και οι λοιποί συνεργαζόμενοι με το εναγόμενο ιατροί ζήτησαν να παράσχουν τις υπηρεσίες τους στους ασφαλισμένους του εναγομένου αποβλέποντας κυρίως, όχι τόσο στην καταβαλλόμενη απ' ευθείας από το εναγόμενο αμοιβή, η οποία δεν χαρακτηρίζεται υψηλή, αλλά και στα σημαντικά ποσά που θα αποκόμιζαν από τις επισκέψεις των ασφαλισμένων μελών του εναγόμενου στα ιδιωτικά τους ιατρεία. Επίσης, πέραν των ασφαλισμένων του εναγομένου, η ενάγουσα δεχόταν στο ιατρείο της και τρίτα πρόσωπα, αποκομίζοντας αντίστοιχα κέρδη, β) Ο καθορισμός των ωρών και των ημερών απασχόλησης του ενάγουσας στο ιατρείο του εναγομένου, γινόταν από κοινού, κατόπιν σχετικών αιτημάτων της ενάγουσας, προς διευκόλυνση της λοιπής επαγγελματικής της δραστηριότητας. Στην πραγματικότητα όμως τα αιτήματα αυτά δεν υποβάλλονταν προς έγκριση, αλλά προς ενημέρωση του εναγομένου και των ασφαλισμένων του και απλώς το ωράριο ετηρείτο για τη διευκόλυνση των ασφαλισμένων, οι οποίοι έπρεπε να γνωρίζουν τις ώρες που θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, γ) Η ενάγουσα είχε πλήρη ελευθερία και ανεξαρτησία κατά την παροχή των οδοντιατρικών της υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους του εναγομένου, χωρίς να υπόκειται σε οποιονδήποτε έλεγχο, ενώ το εναγόμενο αρκείτο απλώς στην έκδοση ανακοινώσεων για λόγους αμιγώς οργανωτικούς. Ειδικότερα, το εναγόμενο μέσω του διοικητικού του συμβουλίου, του Διευθυντή των ιατρείων του ή του Αρχιάτρου αυτών, περιοριζόταν στην έκδοση ανακοινώσεων περί της στοιχειώδους εύρυθμης λειτουργίας τους, οι οποίες όμως δεν είχαν την έννοια ότι η ενάγουσα υπόκειται σε έλεγχο από το εναγόμενο κατά την παροχή των υπηρεσιών της. Πλην της ενάγουσας στα ιατρεία του εναγομένου παρείχαν τις υπηρεσίες τους και άλλοι ιατροί άλλων ειδικοτήτων προς εξυπηρέτηση του πλήθους των ασφαλισμένων και έτσι ήταν απαραίτητη η στοιχειώδης οργάνωση και συντονισμός της λειτουργίας των ιατρείων. Εξάλλου, ο ρόλος του ελεγκτή οδοντιάτρου και του Αρχιάτρου δεν ήταν για να ελέγχει την ορθότητα της θεραπευτικής μεθόδου, ή να κάνει υποδείξεις, ή να δίνει οδηγίες ως προς την επιλογή της ενδεδειγμένης αντιμετώπισης των ασθενών, η οποία ανήκει στην απόλυτη επιστημονική κρίση του θεράποντος ιατρού, αλλά απλώς για να διαπιστώνει ως ειδικός ότι έλαβαν χώρα οι αναφερόμενες στο σχετικό οδοντιατρικό έντυπο οδοντιατρικές εργασίες και θεραπείες, με σκοπό τη διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων του εναγομένου και δεν σχετιζόταν με τον προσωπικό έλεγχο του ιατρού στο πώς αυτός θα παρέχει τις υπηρεσίες του. δ) Η προσεκτικώς χρησιμοποίηση της λέξης "συνεργασία" σε όλες τις συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων, δηλώνει ότι η ένδικη σύμβαση είναι παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας, κατά την οποία δεν υπάρχει συνεργασία των συμβαλλομένων μερών αλλ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, που καθορίζει μονομερώς τους όρους παροχής της εργασίας χωρίς καμία συμμετοχή του εργαζομένου, ε) Η ενάγουσα όταν επιθυμούσε να απουσιάσει από την υπηρεσία της ενημέρωνε τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, προκειμένου αυτό να ενημερώσει τους ασφαλισμένους του, ώστε να προγραμματίσουν τα ραντεβού τους. Η άδεια της αυτή δεν αφορούσε χορήγηση κανονικής αδείας, κατ' εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, αλλά ενημέρωση του εναγομένου και των ασφαλισμένων του για να αποφευχθεί η άσκοπη ταλαιπωρία τους λόγω της απουσίας του ιατρού, στ) Η ενάγουσα ασφαλίσθηκε στο ΤΣΑΥ. ζ) Η ενάγουσα παρείχε τις υ-πηρεσίες της στο χώρο των ιατρείων του εναγομένου, όχι κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του τελευταίου, αλλά λόγω της φύσης των υπηρεσιών που παρείχε και στο βαθμό που ήταν αυτός εφοδιασμένος με τον αναγκαίο ιατρικό εξοπλισμό. Όλα τα παραπάνω αναφερόμενα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τα εκτενώς εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα πρόταση, προσδίδουν στις ένδικες συμβάσεις των διαδίκων κατά το χρονικό διάστημα από 2014 έως 2019 το χαρακτήρα ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή της...".
Με την -ουσιαστικά ανέλεγκτη- κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ήτοι με το να δεχθεί: α1) ότι η μερική απασχόληση της ενάγουσας (πεντάωρο- πενθήμερο) δεν ήταν αποκλειστική και δεν αποτελούσε το κύριο επάγγελμα της, καθώς εκείνη διατηρούσε και ιδιωτικό ιατρείο, α2) ότι ο καθορισμός του ωραρίου εγένετο από αμφότερα τα μέρη προς το συμφέρον, όχι μόνο της εύρυθμης λειτουργίας του Ταμείου, αλλά και των αναγκών της αναιρεσείουσας ως ελεύθερης επαγγελματία, με πρωτεύουσα μάλιστα τη δική της θέληση, η οποία (αναιρεσείουσα) στην πραγματικότητα δεν υπέβαλε προς έγκριση το ωράριο, αλλά απλώς γνωστοποιούσε το χρόνο προσελεύσεως της (εντός του παραπάνω πεντάωρου ημερησίου χρονικού πλαισίου), β) ότι τόπος εκτελέσεως της εργασίας ορίστηκε αυτονοήτως η έδρα του Ταμείου, ωστόσο και στο ιδιωτικό της ιατρείο(σε κοντινή απόσταση από το ιατρείο του Ταμείου)μπορούσαν εν τοις πράγμασιν να πραγματοποιούνται οδοντιατρικές εργασίες και των ασφαλισμένων του αναιρεσίβλητου Ταμείου, γ) ότι η αναιρεσείουσα είχε πλήρη ελευθερία και ανεξαρτησία κατά την παροχή των υπηρεσιών της, η δε ενημέρωση των υπευθύνων του Ταμείου για προσωπικούς λόγους ή για αναψυχή δεν είχε τον χαρακτήρα χορηγήσεως αδείας, αλλά γινόταν για καθαρά πρακτικούς λόγους προκειμένου να αποφευχθεί άσκοπη ταλαιπωρία των ασφαλισμένων, και συνυπολογίζοντας επιπλέον (το Εφετείο) ως ενδεικτικά στοιχεία: 1) ότι τα διάδικα μέρη, ήτοι το εναγόμενο Ταμείο και η (οδοντίατρος) ενάγουσα, σε επανειλημμένα καταρτιζόμενες συμβάσεις χαρακτήρισαν αυτές σκοπίμως ως "ιδιωτικά συμφωνητικά συνεργασίας" (χωρίς πάντως η κρίση αυτή να είναι δεσμευτική για το δικαστήριο), 2) ότι ήταν ασφαλισμένη στο ΤΣΑΥ και 3) ότι μετά την εκτέλεση των οδοντιατρικών εργασιών εξέδιδε, όπως όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, δελτίο παροχής υπηρεσιών, το οποίο οι ασφαλισμένοι προσκόμιζαν στο Ταμείο, προκειμένου να εισπράξουν το καταβληθέν ποσό, δεν παραβίασε (το Εφετείο) ευθέως τη φερομένη ως παραβιασθείσα διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ και εκείνης 6 του Α.Ν. 765/1943, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και έκρινε (ανελέγκτως) ως μη εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να παραβιάσει τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Αλλά ούτε και τίθεται ζήτημα εκ πλαγίου παραβιάσεως των άνω διατάξεων, καθόσον το Εφετείο διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στην προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη. Είναι δε απαράδεκτες οι περιεχόμενες στον τέταρτο λόγο (Β4) αιτιάσεις με τις οποίες πλήττονται, υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας, οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του εφετείου (ΑΠ 167/2019), όπως η παραδοχή της προσβαλλομένης ότι οι ασφαλισμένοι, εκτός από το Ιατρείο του Ταμείου, την επισκέπτονταν και στο ιδιωτικό της ιατρείο, ή η αιτίαση ότι η παραδοχή περί πεντάωρης απασχολήσεως αντιφάσκει με την αντίστοιχη ότι το ωράριο καθοριζόταν σε συνάρτηση και με τις λοιπές επαγγελματικές της υποχρεώσεις ή μη παράθεση του ακριβούς ύψους των εισοδημάτων της από ελεύθερο επάγγελμα και από την απασχόληση της στο αναιρεσίβλητο Ταμείο. Η δε μνεία της προσβαλλομένης ότι τα εισοδήματα της ενάγουσας από το ελεύθερο επάγγελμα ήταν υψηλοτέρα από την αμοιβή της από το Ταμείο, εγένετο απλά προς ενδυνάμωση του σαφούς πορίσματός της ως προς τον χαρακτήρα της παρεχομένης εργασίας της ενάγουσας ως ανεξαρτήτων υπηρεσιών (βλ. ΑΠ 567/2024).Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στην υπ' αρ. 1 νομική σκέψη, τα στοιχεία διακρίσεως της παροχής εξηρτημένης εργασίας είναι πλείονα του ενός και εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον εργαζόμενο ειδικές συνέπειες που δικαιολογούν την προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, αμφότεροι οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
2) Ο λόγος αναίρεσης του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγο έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκη (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 567/2024, ΑΠ 109/2012).3) Ο εκ του άρθρου 559 αριθ.10 ΚΠολΔ λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι` αυτά, χωρίς όμως να απαιτείται η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 439/2024). Ο όρος "πράγματα" στη διάταξη αυτή είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 439/2024).
Με τον πρώτο (Β1) λόγο της υπό κρίση αιτήσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη παραβιάσεις εκ των αρ. 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι (αντιστοίχως)έλαβε υπ' όψιν πράγματα που δεν προτάθηκαν, ενώ δέχθηκε πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη, πλημμέλειες που προσάπτονται στις παραδοχές της αποφάσεως ότι το ωράριο εργασίας διαμορφωνόταν κατόπιν προτάσεως της νυν αναιρεσείουσας και ότι μπορούσε να δέχεται ασφαλισμένους στο ιδιωτικό ιατρείο της. Ο λόγος όμως αυτός, ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις του κατά το μέρος που διαφοροποιείται από τον ήδη απορριφθέντα τέταρτο (Β4), τυγχάνει αβάσιμος, διότι, όπως προεξετέθη στην παραπάνω (αρ. 2) νομική σκέψη, τέτοιος λόγος δεν ιδρύεται επί αιτιολογημένων αρνήσεων, απλών επιχειρημάτων ή συμπερασμάτων της αποφάσεως, που διαλαμβάνονται προς ενδυνάμωση του (σαφώς, κατά τα προεκτεθέντα) αποδεικτικού της πορίσματος ως προς τον χαρακτήρα της παρεχομένης εργασίας της αναιρεσείουσας (ΑΠ 567/2024). Εξάλλου όπως αποδεικνύεται από την επισκόπηση της εφέσεως του νυν αναιρεσιβλήτου (σελ. 3-14), το τελευταίο σαφώς προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το ωράριο της αναιρεσείουσας, αν και οριοθετημένο εντός της ημέρας, διαμορφώθηκε κατόπιν συνεννοήσεως και με σκοπό τη διευκόλυνση (όχι μόνο των ασφαλισμένων, αλλά πρωτίστως) και της τελευταίας, ενώ επίσης ρητώς επισημάνθηκε η γειτνίαση του ιδιωτικού της ιατρείου με την έδρα του αναιρεσιβλήτου Ταμείου (σελ. 7), η οποία προφανώς εξυπηρετούσε τόσο την ίδια όσο και τους ασφαλισμένους.
4) Παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, εγγράφου, δέχθηκε ως περιεχόμενό του καταδήλως διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, εξαιτίας της οποίας καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα (ΑΠ 2057/2022). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 124/2023, ΑΠ 516/2016). Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 287/2018, ΑΠ 365/2017). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο (Β2) λόγο της αιτήσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς το κατ' ουσίαν αβάσιμο της ένδικης αγωγής παραμόρφωσε και παρέλειψε να αναγνώσει τον περιεχόμενο στα από 11-3-2016, 30-12-2016, 2-1-2018, 11-6-2018 και 24-12-2018 ιδιωτικά συμφωνητικά κρίσιμο όρο περί καθορισμού σταθερού καθημερινού ωραρίου απασχόλησης στο ιατρείο του Ταμείου (Δευτέρα, Τετάρτη - Πέμπτη, 9.00 -14.00, Τρίτη - Παρασκευή 14.00 -19.00), θεωρώντας (η προσβαλλομένη) ότι με αυτά δεν εθίγη η αντίστοιχη πρόνοια του αρχικού από 7-7-2014 συμφωνητικού που προέβλεπε μεν πεντάωρη απασχόληση επί πενθήμερο, αλλά χωρίς εκεί να παρατίθεται συγκεκριμένο ωράριο.
Εν προκειμένω οι ενδιαφέρουσες για τον αναιρετικό αυτό λόγο παραδοχές της προσβαλλομένης, που αφορούν την παραπάνω αιτίαση, έχουν ως εξής: "η ενάγουσα και το εναγόμενο δια του νομίμου του εκπροσώπου Π. Σ., κατήρτισαν το από 07/07/14 "ιδιωτικό συμφωνητικό συνεργασίας αορίστου χρόνου" με τους παρακάτω ειδικότερους όρους και συμφωνίες που εμφανίζουν νομικό ενδιαφέρον εν προκειμένω: 1) Η συνεργασία αυτή ή άλλως η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών συμφωνείται για αόριστο χρονικό διάστημα. 2) Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση και την καλύτερη εξυπηρέτηση αμφότερων των συμβαλλόμενων μερών, συμφωνείται ότι λόγω της υφιστάμενης υλικοτεχνικής υποδομής στα οδοντιατρεία του Οργανισμού, αντικειμενικά πρόσφορος τόπος παροχής των υπηρεσιών του αφετέρου συμβαλλόμενου προς τους ασφαλισμένους του Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. είναι τα ιατρεία του Τ.Υ.Π. του Οργανισμού, στην έδρα του Οργανισμού στην Αθήνα. Το χρονικό πλαίσιο των ως άνω ιατρικών υπηρεσιών της αφετέρου συμβαλλόμενης, που ενδεικτικά ανάγεται σε πεντάωρη ημερήσια παροχή υπηρεσιών, με δυνατότητα αυξομείωσης ανάλογα με τις ανάγκες του Οργανισμού, θα καθορίζεται από κοινού με τον Αρχίατρο του Οργανισμού η το νόμιμο αναπληρωτή του, με δυνατότητα από κοινού και πάλι, τροποποίησης του. με πρωταρχικό γνώμονα τις ανάγκες των οδοντιατρικών υπηρεσιών του Οργανισμού... ... Το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποιήθηκε με το από 06/02/15 όμοιο των διαδίκων, μόνο ως προς τις τιμές των παρεχομένων οδοντιατρικών υπηρεσιών και επισυνάφθηκε σε αυτό ο νέος τιμοκατάλογος, παραμενόντων των λοιπών όρων ως αρχικά είχαν διατυπωθεί. Ακολούθως, με συμφωνία των μερών (άρθ. 361 ΑΚ) λύθηκε η παραπάνω σύμβαση και την 11/03/16 αυτά προήλθαν σε νέα συμφωνία δια του από ιδίας ημερομηνίας ιδιωτικού συμφωνητικού. Δι' αυτού συμφωνήθηκε η συνεργασία τους να γίνει για ορισμένο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από την 15/03/2016 έως την 31/12/2016,η αμοιβή της ενάγουσας για την ημερήσια παροχή των επιστημονικών της υπηρεσιών να ανέρχεται στο ποσό των 92,00 € και επιπλέον της ανωτέρω ημερήσιας αποζημιώσεως, να καταβάλλεται το ποσό των 220.00 € μηνιαίως, ως επίδομα ειδικών ιατρικών πράξεων. Οι υπόλοιποι όροι της αρχικής συμβάσεως δεν εθίγησαν".
Επομένως, ανεξαρτήτως της αντιφατικότητας των προβαλλομένων με τον παραπάνω λόγο αιτιάσεων ("παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου" και "παρέλειψε να αναγνώσει [τα έγγραφα]"), εν προκειμένω το Εφετείο ρητά μνημονεύει ότι έλαβε υπ' όψιν και τα ανωτέρω συμφωνητικά, με τα οποία όμως έκρινε ότι δεν "εθίγησαν" οι εργασιακοί όροι ως προς το ωράριο απασχολήσεως της (πεντάωρο επί πενθήμερο), αλλά απλώς συγκεκριμενοποιήθηκε αυτό κατά τη διάρκεια της εβδομάδας σε συγκεκριμένες ώρες ανά εργάσιμη ημέρα (Δευτέρα- Τετάρτη - Πέμπτη, 9.00-14.00, Τρίτη - Παρασκευή, 14.00-19.00), με τη ρητή και πάλι επισήμανση ότι αυτό συνδιαμορφώθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη με βάση και τις ανάγκες του ελεύθερου επαγγέλματος της ενάγουσας, αφού, προς το συμφέρον και της ιδίας ήταν αυτό να είναι προκαθορισμένο, ώστε να μπορεί να ρυθμίζει απρόσκοπτα τους ασθενείς του ιδιωτικού της ιατρείου. Επίσης από τις ως άνω παραδοχές καθίσταται σαφές ότι στο αποδεικτικό της πόρισμα κατέληξε η προσβαλλομένη απόφαση από τη συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα), τα οποία προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι για το ίδιο ζήτημα, χωρίς να στηρίξει την κρίση του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο στα φερόμενα ως παραμορφωθέντα κατά το περιεχόμενό τους έγγραφα (ΑΠ 287/2018). Επομένως και ο εκ του παραπάνω αριθμού (20) προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.. 5α) Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 εδ. γ' του ΚΠολΔ, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και, ιδίως, από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναίρεσης (ΑΠ1206/2022). β)Στην έννοια όμως των αποδεικτικών μέσων δεν περιλαμβάνονται οι αποφάσεις των ελληνικών ή αλλοδαπών δικαστηρίων, καθώς και οι γνωμοδοτήσεις επί νομικών ζητημάτων, τις οποίες επικαλούνται οι διάδικοι για την ερμηνεία διατάξεως νόμου ή τη λύση που έδωσαν επί νομικού ζητήματος σε άλλη νομική υπόθεση. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται επί μη λήψεως υπόψη τέτοιου εγγράφου (ΑΠ 1551/2022, ΑΠ 358/2011).
Με τον οικείο τρίτο (Β3) λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για πολλαπλές πλημμέλειες εκ του αρ. 11 αρθ. 559 ΚΠολΔ, διότι από το περιεχόμενο της δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι έλαβε υπ' όψιν τα αναφερόμενα στον λόγο αυτό αποδεικτικά μέσα που εκείνη προσεκόμισε. Στην ένδικη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα "Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ανταπόδειξης Φ. Π., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά (αρθ. 529 παρ. Ια' ΚΠολΔ), ακόμη και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθ. 614 αριθ. 3, και 621 επ., 340 παρ. 1 ΚΠολΔ), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς..., καθώς και από την υπ' αριθ. 2152/18-09-19 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Ε. I.. Μ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ο. Ε. Π.. Κ., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα...". Από τη γενική αυτή βεβαίωση σε συνδυασμό με το όλο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αναμφίβολο ότι το Εφετείο, παρόλο που δεν μνημονεύει ειδικώς, έλαβε υπ' όψιν του και συνεκτίμησε όλα τα προσκομισθέντα ενώπιον του έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα από 1.6.2018, 1.8.2018, 3.10.2018 και 1.11.2018 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που αφορούν άδεια απουσίας της αναιρεσείουσας (αφού ρητώς εδέχθη η προσβαλλομένη ότι αυτό εγένετο προς ενημέρωση και προς αποφυγήν ταλαιπωρίας των ασφαλισμένων), καθώς και την κατάσταση οικονομικών στοιχείων ως προς τα εισοδήματά της κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018, σε συνδυασμό με την από 15-1-2021 βεβαίωση του αναιρεσιβλήτου (ως προς τα καταβληθέντα σε αυτήν ποσά), χωρίς να παραβιάσει το βάρος αποδείξεως εκ του άρθρου 1 του Ν. 3846/2010, όπως περαιτέρω (ακροθιγώς) επικαλείται η αναιρεσείουσα με τον παραπάνω λόγο, ανεξαρτήτως ότι το Εφετείο κατέληξε (ανελέγκτως) σε διαφορετική κρίση από αυτήν που υιοθετεί η αναιρεσείουσα. Όπως προαναφέρθηκε στη με αρ. 1 νομική σκέψη, βασικό στοιχείο για την κατάγνωση της παρεχομένης εργασίας ως εξηρτημένης δεν είναι το ποσοτικό (δηλαδή εν προκειμένω αν η αναιρεσείουσα αποκέρδαινε λιγότερα χρήματα από το ελευθέριο επάγγελμα που εξασκούσε), αλλά το ποιοτικό, το οποίο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας (ΑΠ 567/2024). Ούτε η προσβαλλομένη απόφαση ήταν υποχρεωμένη να μνημονεύσει ειδικά την επικαλουμένη από την αναιρεσείουσα από μήνα Μάρτιο σύμβαση παροχής υπηρεσιών - εξηρτημένης εργασίας που υπεγράφη μεταξύ του αναιρεσιβλήτου Ταμείου και άλλου οδοντίατρου, αφού αυτή, εκτός ότι αφορά τρίτο, μη διάδικο μέρος, υπεγράφη μετά το τέλος του εδώ εξεταζομένου χρονικού διαστήματος (Ιούλιος 2014 - Ιανουάριος 2019). Εξάλλου, κατά παγία νομολογία, ο νομικός χαρακτηρισμός που δίδουν τα μέρη σε μία εργασιακή σχέση (συνεκτιμάται μεν, αλλά) δεν δεσμεύει τα δικαστήρια, τα οποία προσδίδουν τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό σε μια σύμβαση (ΟλΑΠ 3/2021, ΟλΑΠ 13/2017). Τέλος, όπως προαναφέρθηκε στην παραπάνω 5β νομική σκέψη, ο λόγος αναιρέσεως εκ του αρ. 11 γ' αρθ. 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται επί μη λήψεως δικαστικών αποφάσεων, που αφορούν άλλους διαδίκους (ΑΠ 358/2011), έστω επί παρεμφερούς νομικού ζητήματος, ως εν προκειμένω οι φερόμενες ως αγνοηθείσες .../2021 και 1467/2021 αποφάσεις Ειρηνοδικείου ... και Μονομελούς Εφετείου ..., αντιστοίχως (οι οποίες μάλιστα δεν προκύπτει ότι έχουν καταστεί αμετάκλητες). Σε κάθε περίπτωση τυχόν αντίθεση της προσβαλλομένης με άλλες, ακόμα και αμετάκλητες, δικαστικές αποφάσεις, έστω επί παρομοίων υποθέσεων, αλλά χωρίς ταυτότητα διαδίκων, είναι εν προκειμένω νομικώς αδιάφορη, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο δεν είναι η ουσιαστική ορθότητά τους, αλλά αν αυτές παραβιάζουν κανόνες ουσιαστικού δικαίου ή δικονομικούς κανόνες ή έχουν πλημμελή αιτιολογία. Ακολούθως και ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλονται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις για παραβάσεις από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς εξέταση, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί. Μετά δε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, η εξέταση του παρεπομένου αιτήματός της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (αρθ. 579 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθίσταται άνευ αντικειμένου. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-9-2022 αίτηση αναιρέσεως κατά της .../2022 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου ...
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ύψους χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Απριλίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή