
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 664 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 664/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Ιωάννη Αποστολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία" και τον διακριτικό τίτλο "Eurobank", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Τσιάμπα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Δ. του Χ. και 2) Ε. Π. του Κ., αμφοτέρων κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Παπαπέτρο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-1-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ...2017 του ίδιου Δικαστηρίου και ...2021 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-7-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι, με την από 29-1-2014 (υπ' αριθ. ...2014 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ("Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία") επικαλούμενη ότι έχει έννομο συμφέρον, ως δανείστρια των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων, ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, λόγω εικονικότητας, της καταρτισθείσας με το υπ' αριθ. ...2007 συμβόλαιο σύμβασης μεταξύ των δύο πρώτων εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων σύστασης της τρίτης εναγομένης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και της μεταβίβασης ταυτόχρονα στο εταιρικό της κεφάλαιο ως εισφοράς της κυριότητας των περιγραφομένων ακινήτων. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, η υπ' αριθ. ...2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της τρίτης εναγομένης εταιρίας, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, στη συνέχεια, δέχθηκε κατά τα λοιπά αυτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη, και κήρυξε άκυρη, λόγω εικονικότητας, τη συναφθείσα σύμβαση σύστασης της προαναφερθείσας εταιρίας, καθώς και τη μεταβίβαση σ' αυτήν, δια εισφοράς, των ανωτέρω ακινήτων. Επί της ασκηθείσας από τους αναιρεσίβλητους (εναγόμενους) εφέσεως κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης εκδόθηκε η υπ' αριθ. ...2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση και απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως μη νόμιμη (κατά πλειοψηφία). Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται από την αναιρεσείουσα (ενάγουσα) η ως άνω υπ' αριθ. ...2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Η αίτηση αναίρεσης αυτή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (σε συνδυασμό με το ότι κατατέθηκε εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από τη δημοσίευσή της), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 20, 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, η αίτηση αναίρεσης αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 του ΚΠολΔ). Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και τη διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου ή απαραδέκτου ή για οποιονδήποτε άλλο τυπικό λόγο (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021, ΑΠ 369/2014). Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η από το άρθρ. 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του "διέλαβε αντιφατική αιτιολογία που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 138 ΑΚ και του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 3190/1955", είναι απαράδεκτος, δοθέντος ότι η προβαλλομένη ως άνω αιτίαση δεν αναφέρεται σε αντίφαση της αιτιολογίας σχετικής με την επί της ουσίας κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, αλλά με την περί του νομικά βασίμου της ένδικης αγωγής (που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη), για την οποία δεν παρέχεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Ειδικότερα, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά σκοπός αυτής είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Μάλιστα, εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης, όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 του ΑΚ) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερης της εικονικής εκποιήσεως. Η κατά τα ως άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ, σε συνδυασμό με των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ. Έτσι οι τρίτοι, ιδίως δε οι δανειστές του δηλώσαντος, για τυχόν παραπλάνηση των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία αυτή, έχουν έννομο συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε εικονικώς, αφού τούτο δεν έπαψε να ανήκει στον τελευταίο, χωρίς να είναι αναγκαίο η απαίτησή τους να ανάγεται στο χρόνο καταρτίσεως της εικονικής δικαιοπραξίας ή της μεταγραφής αυτής ή σε προγενέστερο αυτού χρόνο, ούτε η καταρτισθείσα εικονική δικαιοπραξία να απέβλεπε στη ματαίωση ικανοποίησης της απαίτησής τους (ΑΠ 1450/2021, ΑΠ 502/2018, ΑΠ 563/2016, ΑΠ 160/2013). Τέλος, είναι δυνατή η περίπτωση εικονικότητας σε δικαιοπραξίες, που η δημόσια αρχή παρεμβάλλεται απλώς προς πιστοποίηση ή καταχώριση βουλήσεων ιδιωτών (π.χ. επί καθιερώσεως ορισμένου τύπου σε δικαιοπραξίες, επί καταχωρίσεως σε μητρώα και βιβλία όπως επί εταιριών, σωματείων κλπ). Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3190/1955 "περί Εταιριών Περιωρισμένης Ευθύνης" (όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του Π.Δ. 419 της 25.11/10-12-1986 "Προσαρμογή του Ν. 3190/1955 περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης κ.λ.π. προς τις διατάξεις της Πρώτης Οδηγίας 68/151 Ε.Ο.Κ., της Τετάρτης Οδηγίας 78/660/Ε.Ο.Κ. και μερικώς της Έβδομης Οδηγίας 83/349/Ε.Ο.Κ.") ορίζεται ότι "Η Εταιρεία κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση μόνον αν: α) συστήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 4 παράγραφος 1, του άρθρου 6 παρ. 1, και των διατάξεων των στοιχείων β, γ, μόνο ως προς την υποχρέωση αναγραφής του σκοπού της Εταιρείας στην εταιρική σύμβαση, ε και στ της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου, β) ο σκοπός της είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη και γ) όλοι οι ιδρυτές, όταν υπογράφηκε η εταιρική σύμβαση δεν είχαν την ικανότητα για δικαιοπραξία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι λόγοι ακυρότητας της Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.), οι οποίοι προβλέπονται περιοριστικά στο νόμο είναι: α) σύσταση της εταιρίας κατά παράβαση των διατάξεων που καθορίζουν το ελάχιστο όριο του εταιρικού κεφαλαίου, ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά την κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης και το ήμισυ του ποσού αυτού πρέπει να είναι καταβεβλημένο σε μετρητά, β) κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης χωρίς να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο, γ) έλλειψη της δικαιοπρακτικής ικανότητας όλων των ιδρυτών κατά την υπογραφή της εταιρικής σύμβασης, δ)παράλειψη αναγραφής στην εταιρική σύμβαση της επωνυμίας της εταιρίας, ε) παράλειψη πρόβλεψης στην εταιρική σύμβαση διατάξεων σχετικά με το σκοπό της εταιρίας, το κεφάλαιο της εταιρίας και τη μερίδα συμμετοχής των εταίρων, το είδος και την αποτίμηση των εισφορών, στ)παράλειψη βεβαίωσης των ιδρυτών περί καταβολής του κεφαλαίου, καθώς και σκοπός παράνομος, ή αντικείμενος στη δημόσια τάξη. Επίσης, στο ως άνω άρθρο (7 παρ. 1 του ν. 3190/1955) απαριθμούνται περιοριστικά οι λόγοι ακυρότητας της Ε.Π.Ε., ενόψει του ότι αντίθετη εκδοχή θα αντέβαινε στο γράμμα και το σκοπό του νόμου, επιπροσθέτως θα προσέκρουε στο πνεύμα της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας (ΑΠ 1285/1998, ΔΕΚ C106/89/13-11-1990). Από την ως άνω αποκλειστική απαρίθμηση των λόγων ακυρότητας της ίδρυσης της ανωτέρω εταιρίας (Ε.Π.Ε.) συνάγεται ο αποκλεισμός των υπολοίπων, μεταξύ των οποίων και της εικονικότητας. Εξάλλου, στην περίπτωση που κατά τη σύσταση της εν λόγω εταιρίας υπάρχει εισφορά σε είδος, η οποία συνίσταται στη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου θα πρέπει να έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο για τη μεταβίβαση του ακινήτου, υπό την αναβλητική βέβαια αίρεση ότι θα συσταθεί η Ε.Π.Ε., και να έχει γίνει η μεταγραφή του οικείου συμβολαίου, αφού υποβληθεί (επί ποινή ακυρότητας της σύμβασης ως προς την εταιρία στην περίπτωση παράλειψής της) στον εκτιμητικό έλεγχο της διοίκησης και ειδικότερα στον έλεγχο της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων (του άρθρου 9 του ν. 2190/1920, αναλογικώς εφαρμοζόμενου, κατ' άρθρο 5 παρ. 2 και 3 του ν. 3190/1955). Τόσο ο εκτιμητικός έλεγχος, το αποτέλεσμα του οποίου πρέπει να περιλαμβάνεται στο καταστατικό, όσο και η ως άνω εισφορά δια της μεταβιβάσεως της κυριότητας ακινήτου πρέπει να έχουν λάβει χώρα κατά την κατάρτισή του (καταστατικού), διότι διαφορετικά η μεταβίβαση του ακινήτου και επομένως η καταβολή της εισφοράς θεωρείται ότι δεν έχει ολοκληρωθεί (ΑΠ 1078/2022). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου ως εισφοράς σε είδος στο κεφάλαιο της εταιρίας δεν αποτελεί ενιαία δικαιοπραξία με αυτήν της σύμβασης περί συστάσεως της ίδιας εταιρίας, αλλά αυτοτελής και διαφορετική από την τελευταία. Επίσης, δεν αποκλείεται από κάποια διάταξη νόμου, η σε είδος καταβολή του εταιρικού κεφαλαίου για τη σύσταση της Ε.Π.Ε., όπως στην ως άνω περίπτωση της εισφοράς σε είδος με τη μεταβίβαση ακινήτου, να είναι άκυρη ως εικονική, έχοντας απλώς τις προαναφερθείσες συνέπειες της μη (νόμιμης) ολοσχερής καταβολής του εταιρικού κεφαλαίου (άρθρα 4 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του ν. 3190/1955, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο για την εν λόγω υπόθεση χρόνο, δηλαδή την 2-2-2007), δοθέντος ότι οι διατάξεις των άρθρων 138 και 180 του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση δικαιοπραξίας περί μεταβιβάσεως κυριότητας ακινήτου. Ακόμη, έννομο συμφέρον να ασκήσει αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας μεταβίβασης ακινήτου, που φέρεται ότι εισφέρθηκε κατά κυριότητα σε υπό σύσταση εταιρία Ε.Π.Ε. από εταίρους της, παρά το νόμο, έχει και ο δανειστής των συμβληθέντων, είτε της εταιρίας είτε των εταίρων είτε, ακόμη, αμφοτέρων των μερών, προκειμένου να αρθεί η αβεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του αληθούς κυρίου του ακινήτου και, συνακόλουθα, ως προς τη δυνατότητα ή μη σύστασης εμπράγματου βάρους επ' αυτού αλλά και επιβολής κατάσχεσης στο συγκεκριμένο ακίνητο, στο πλαίσιο επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του οφειλέτη (ΑΠ 1078/2022). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 4/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση του δικογράφου της, η αναιρεσείουσα εξέθεσε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "... Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεταβίβαση των ανωτέρω περιγραφομένων ακινήτων δια της εισφοράς των στη νεοσυσταθείσα εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία ... ΕΠΕ - τρίτη των εναγομένων έγινε ουχί σπουδαίως αλλά μόνο κατά φαινόμενο, είναι δηλαδή προσποιητή και όχι αληθινή, οι δε εναγόμενοι, όπως παραστάθηκαν στη συμβολαιογραφική πράξη, αποσκοπούσαν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση περί μεταβολής της νομικής κατάστασης των επίδικων ακινήτων χωρίς να υπάρχει σε αυτούς πρόθεση πραγματικής μεταβολής με την παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων που συνεπάγεται η καταρτισθείσα δικαιοπραξία. Ειδικότερα η εικονικότητα της άνω σύμβασης αποδεικνύεται από τα εξής στοιχεία : Τα επίδικα ακίνητα αποτελούν πολυτελέστατη κατοικία και μάλιστα τη μόνιμη κατοικία των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και της οικογένειας τους. Η από αυτούς συσταθείσα εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης - τρίτη των εναγομένων - συστήθηκε με μοναδικούς εταίρους τον πρώτο και δεύτερη των εναγομένων και με μοναδικό τους σκοπό να μεταβιβασθούν δια εισφοράς τα επίδικα ακίνητα σε αυτήν, ώστε να μην δύνανται τυχόν δανειστές αυτών - και ιδίως του πρώτου των εναγομένων, ο οποίος ανέπτυσσε έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα με την ίδρυση διαφόρων εταιρειών στις οποίες είχε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου - να έχουν πρόσβαση στα εισφερθέντα πλέον στην τρίτη εναγομένη ακίνητα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους ... Από το ανωτέρω ιστορικό και τα ειδικότερα στοιχεία που παρατίθενται ως προς την ιδιότητα των δύο πρώτων εναγομένων και τη σχέση τους με την τρίτη εξ αυτών, το χρόνο κατάρτισης των δικαιοπραξιών προκύπτει αβίαστα ότι όλοι οι εναγόμενοι που συμβλήθηκαν στις επίδικες συμβάσεις τόσο της μεταβίβασης των ακινήτων δια της εισφοράς των στη συσταθείσα τρίτη των εναγομένων όσο και στη σύμβαση μίσθωσης αυτών από την τρίτη των εναγομένων στους δύο πρώτους εξ αυτών, γνώριζαν πολύ καλά κατά τη στιγμή της κατάρτισής τους ότι δεν επέρχονταν τα αποτελέσματα της μεταβίβασης της κυριότητας των επιδίκων ακινήτων στην τρίτη των εναγομένων από τους αρχικούς δικαιοπαρόχους, στην οποία άλλωστε μεταβίβαση ουδέποτε απέβλεψαν. Αντίθετα σκόπευαν στην κατά τα φαινόμενα μόνο αποξένωση των σημαντικής οικονομικής αξίας επιδίκων ακινήτων τους καθώς ήδη γνώριζαν ότι οι δύο πρώτοι εξ αυτών είχαν ήδη δημιουργήσει αυξημένες υποχρεώσεις έναντι τρίτων δανειστών τους, οι οποίες έβαιναν διαρκώς διογκούμενες στο πλαίσιο της ανάπτυξης των επιχειρηματικών τους σχεδίων, τις οποίες, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν ώστε να μην μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να στραφούν εναντίον τους οι δανειστές τους. Από όλα τα προαναφερόμενα, συνάγεται ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πραγματικά στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται και στην οποία συμμετέχουν. Ειδικότερα η βούληση για τη μη επέλευση των εννόμων συνεπειών από τις ως άνω δικαιοπραξίες υπήρχε εκ μέρους των δύο πρώτων των εναγομένων στη μεταβιβαστική δικαιοπραξία υπ' αριθ. ...2007 της Συμβολαιογράφου Βόλου Κ. Κ. Κ. τόσο με την ιδιότητά τους αυτών που εισέφεραν τα περιουσιακά τους στοιχεία όσο και των ιδρυτών και μετόχων της τρίτης των εναγομένων στην οποία αυτά μεταβιβάσθηκαν. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η επίμαχη σύμβαση που έγινε φαινομενικά κατά το μέρος της εισφοράς σε αυτήν των ακινήτων των δύο πρώτων των εναγομένων προς το σκοπό παραπλάνησης των δανειστών τους, και δεν ήταν πραγματική, αφού δεν καταρτίσθηκε σύμφωνα με τη πραγματική βούληση των συμβληθέντων διαδίκων για τη μεταβίβαση των ακινήτων δια της εισφοράς τους στην συσταθείσα εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης, αλλά για τη φαινομενική αποξένωσή τους από τους δύο πρώτους των εναγομένων - οφειλέτες μας, ώστε να καταστεί αδύνατη η ικανοποίησή μας μέσω αυτών, είναι άκυρη, θεωρούμενη για το λόγο αυτό γενόμενη αυτή δε η ακυρότητα επισύρει την ακυρότητα της σύμβασης βάσης της κυριότητος, λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας σύμφωνα με το άρθ. 1033 ΑΚ. Επειδή κατόπιν αυτών πρέπει να αναγνωρισθεί δικαστικά ότι η πιο πάνω δικαιοπραξία είναι εικονική και ως εκ τούτου άκυρη ως αντίθετη στο άρθρο 138 ΑΚ. Επειδή η τράπεζά μας, έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της πιο πάνω δικαιοπραξίας, που κατήρτισαν οι δύο πρώτοι των εναγομένων με την τρίτη εναγόμενη, διότι είναι δανείστρια αυτών έχουσα ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις από τις ανωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις, οι οποίες μάλιστα έχουν επιδικασθεί δικαστικώς". Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου), με την υπ' αριθ. ...2017 απόφαση του, αφού απέρριψε την ως άνω αγωγή κατά το μέρος της που στρεφόταν κατά της τρίτης εναγομένης εταιρίας, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, στη συνέχεια, δέχθηκε κατά τα λοιπά αυτή, ως νόμιμη και ουσιαστικώς βάσιμη, και κήρυξε άκυρη, λόγω εικονικότητας, τη συναφθείσα σύμβαση σύστασης της προαναφερθείσας εταιρίας, καθώς και τη μεταβίβαση σ' αυτήν, δια εισφοράς, των σχετικών ακινήτων. Επίσης, επί της ασκηθείσας από τους αναιρεσίβλητους (εναγόμενους) εφέσεως κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. ...2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση και, στη συνέχεια, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως μη νόμιμη, με την ακόλουθη αιτιολογία. "...Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα διότι σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην προαναφερόμενη υπό στοιχείο (2) μείζονα σκέψη της παρούσας, γίνεται δεκτό ότι η εικονικότητα δεν αποτελεί λόγο κήρυξης της ακυρότητας της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ενώ το άρθρο 7 § 1 του Ν. 3190/1955, που αποτελεί τη sedes materiae, δεν την μνημονεύει στους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους κήρυξης της ακυρότητας. Ειδικότερα, η ακυρότητα, ως θεσμός που πλήττει την ελαττωματική δικαιοπραξία με συνέπεια την ανυπαρξία της, δεν ταιριάζει στη φύση της εταιρικής σύμβασης, που ιδρύει και ρυθμίζει μία ένωση προσώπων για την επιδίωξη κοινού σκοπού, λόγω παραγόντων όπως η ευρεία συμμετοχή τους στις οικονομικές συναλλαγές, η ανάγκη δικαίωσης της εμπιστοσύνης όσων συναλλάσσονται με τις κεφαλαιουχικές εταιρίες, οι οποίες εξάλλου έχουν αποκτήσει δημοσιότητα και έχουν τη σφραγίδα της δημόσιας αρχής, πολλώ δε μάλλον στις ανώνυμες όπου οι μετοχές τους δύναται να αποτελέσουν και αντικείμενο δημόσιας διαπραγμάτευσης χρηματιστηριακά. Θα αποτελούσε πλήγμα στις συναλλαγές η τυχόν λύση και εκκαθάριση της εταιρίας λόγω ακυρότητας της εταιρικής σύμβασης. Αναγκαίο δε είναι να διευκρινιστεί ότι ένεκα της δημοσιότητας που λαμβάνει χώρα η ίδρυση της εν λόγω εταιρικής μορφής δεν νοείται ακυρότητα της εταιρικής σύμβασης αλλά λύση της εταιρίας, η οποία εισέρχεται σε στάδιο πλέον εκκαθάρισης. Ακόμα και εάν η συγκεκριμένη εταιρία ιδρύθηκε προκειμένου να αποφύγουν οι διάδικοι ατομικές ευθύνες, η σύσταση εταιρίας με πρόθεση αποφυγής ευθυνών, και με το δέλεαρ του περιορισμού της ευθύνης που εξασφαλίζει μια κεφαλαιουχική εταιρία, εν προκειμένω η Ε.Π.Ε., δεν γίνεται απλώς "φαινομενικά", αλλά σοβαρά και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν ακριβώς την ίδρυση εταιρίας με αυτά τα χαρακτηριστικά. Η πρόθεση αποφυγής προσωπικής ευθύνης όπως και ο περιορισμός ευθύνης είναι κίνητρο κατά γενική ομολογία αποδεκτό για την ίδρυση μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας. Εξάλλου, ο λόγος ακυρότητας που ορίζεται στο άρθρο 7 παρ. 1 στοιχείο β, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια ότι αφορά απλώς έναν παράνομο ή αντίθετο προς τη δημόσια τάξη σκοπό της εταιρίας, όπως αυτός καθορίζεται στην ιδρυτική πράξη της εταιρίας ή το καταστατικό της ή όπως εμφαίνεται από την πράγματι εξαρχής ασκούμενη δραστηριότητα της εταιρίας. Ο επιδιωκόμενος από τους εταίρους ιδρυτές σκοπός μέσω της δημιουργίας της εταιρίας, εφόσον δεν είναι εμφανής δεν εμπίπτει στην κατ' αυτόν τον τρόπο θεωρούμενη έννοια του σκοπού της εταιρίας. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και το ΔΕΚ με την απόφαση Marleasing, όπου δέχθηκε πως τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εμποδίζεται η κήρυξη της ακυρότητας μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για λόγο μη προβλεπόμενο στην 1η Οδηγία (σκ. 9-10). Απαντώντας στο ερώτημα που τέθηκε από τον εθνικό δικαστή, εάν ο παράνομος χαρακτήρας της δραστηριότητας που επιδιώκει στην πραγματικότητα η εταιρία, σε αντίθεση με τον σκοπό που δηλώθηκε στο καταστατικό οδηγεί σε ακυρότητα της εταιρίας, το ΔΕΚ απάντησε πως το άρθρο 11 παρ. 1 εδ. β' της 1ης Οδηγίας (άρθρο 12 της ισχύουσας 2009/101/ΕΚ της Ε.Ε. της 16ης Σεπτεμβρίου 2009), που ανάγει σε λόγο ακυρότητας τον "παράνομο ή αντίθετο προς την δημόσια τάξη χαρακτήρα του σκοπού της εταιρίας", αναφέρεται στο σκοπό που περιγράφεται στο καταστατικό (σκ.12), οι δε λόγοι ακυρότητας του άρθρου 11 παρ. 1 της 1ης Οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά, καθώς στοχεύουν στην επίτευξη ασφάλειας δικαίου (σκ. 12). Όσον αφορά ενδεχόμενες αντινομίες ή μη ανεκτά αποτελέσματα κατά την ίδρυση και λειτουργία των κεφαλαιουχικών εταιριών είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με τη χρήση του θεσμού της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Συγκεκριμένα, η αναζήτηση ατομικών ευθυνών των εταίρων μπορεί να ανιχνευθεί μέσω της τυχόν κατάχρησης και άρα ενδεχόμενης άρσης της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, διότι η τελευταία και η εξ' αυτής περιουσιακή του αυτοτέλεια δόθηκαν στην ιδιωτική αυτονομία προς καλύτερη εξυπηρέτηση των εμπορικών του σκοπών και όχι και προς καταστρατήγηση αυτής, καλύπτοντας την ατομική δράση των φυσικών προσώπων με πρόσχημα την εταιρία, μετακυλίοντας το επιχειρηματικό ρίσκο στους δανειστές τους. Σε κάθε περίπτωση, η καταχώριση της συστατικής πράξης της εταιρίας στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Βόλου (αρ. ...2007) θεραπεύει όχι μόνο τα οποιαδήποτε ελαττώματα περί τη βούληση των ιδρυτών αλλά ακόμα και την εικονικότητα στην περίπτωση που αυτή γινόταν δεκτή. Όπως ειδικότερα έχει εκτεθεί στην υπό στοιχείο (3) μείζονα σκέψη της παρούσας, οποιοδήποτε το ελάττωμα της βούλησης των ιδρυτών τόσο για την απόκτηση της εταιρικής συμμετοχής όσο ακόμη περισσότερο κατά την καταβολή της εισφοράς μπορεί να προταθεί μέχρι, όχι όμως και μετά, την καταχώρηση της ιδρυτικής πράξης. Τούτο, διότι η τυχόν αποδοχή περί εικονικότητας στην συμμετοχή του εταίρου αλλά ακόμα και αυτής της περί εικονικής μεταβίβασης ακινήτου ως εισφοράς, οδηγεί στην εκ πλαγίου δημιουργία λόγου λύσης της εταιρίας χωρίς αυτό να υπήρξε ουδέποτε βούληση του νομοθέτη που αυστηρώς περιόρισε τους λόγους ακυρότητας της επε. Στην συγκεκριμένη δε περίπτωση, εάν επιτευχθεί η ακύρωση ή αναγνωριστεί η ακυρότητας της συμμετοχής των ιδρυτών μέσω της αναγνώρισης ως εικονικής της εισφοράς τους σε είδος, τότε όχι μόνο το κεφάλαιο θα κατέλθει του νομίμου ορίου, οπότε θα δύναται να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 7α (όπως ίσχυε πριν το ν. 4541/2018), αλλά στην περίπτωση ακυρότητας της συμμετοχής όλων των ιδρυτών δεν θα υφίσταται πλέον εταιρική σύμβαση.
Εν προκειμένω, δεν είναι ανεκτή η εικονικότητα της βούλησης των ιδρυτών της τρίτης εναγομένης επε για την εταιρική συμμετοχή και κατ' επέκταση, της εισφοράς σε είδος που αυτοί κατέβαλαν για την απόκτησή της, διότι τότε καταλύεται η νομική προσωπικότητα της ΕΠΕ, καθώς πλέον δεν θα υπάρχει εταιρική συμμετοχή καθώς μοναδικοί εταίροι είναι οι εναγόμενοι. Ούτε μπορεί να ελεγχθεί η εισφορά, ήτοι η εκποιητική μεταβίβαση των ακινήτων, ως εικονική διότι, πέρα του γεγονότος ότι οποιαδήποτε ελάττωμα περί της δήλωσης βούλησης των ιδρυτών έχει καλυφθεί, η καταρτισθείσα με την συμβολαιογραφική πράξη σύσταση της ΕΠΕ, αφορούσε, σύμβαση περί την απόκτηση της εταιρικής συμμετοχής και κατ' επέκταση συγκεκριμένων εταιρικών μεριδίων.
Εν προκειμένω, η εκποιητική δικαιοπραξία είναι το αντάλλαγμα ήτοι η εισφορά για την εταιρική τους συμμετοχή. Σε κάθε περίπτωση, η τυχόν εικονικότητα της μεταβίβασης των ακινήτων θίγει το ίδιο το νομικό πρόσωπο, στο οποίο από την ίδρυσή του έχουν μεταβιβασθεί οι εισφορές, και μόνο αυτό μπορεί να αναζητήσει ευθύνες έναντι των ιδρυτών, ήτοι την πραγματική καταβολή της εισφοράς τους. Πολλώ δε μάλλον όταν ως σκοπός της εταιρίας τίθεται εκ του καταστατικού της "Η αγορά, κατασκευή, ενοικίαση ή πώληση ιδιόκτητων ακινήτων...", δηλαδή και των μεταβιβασθέντων ως εισφορά ακινήτων. Κατόπιν τούτων, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή νόμιμη και εν συνεχεία βάσιμη κατ' ουσίαν, δεχόμενο ότι είναι άκυρη λόγω απόλυτης εικονικότητας τόσο η συστατική της "... Ε.Π.Ε" σύμβαση ως ενοχική υποσχετική δικαιοπραξία που αποτελεί τη νόμιμη αιτία για την εκποιητική δικαιοττραξία της καταβολής της εισφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων εταίρων (1ου και 2ης των εναγομένων), που συντελέσθηκε μέσω της μεταβίβασης των περιγραφομένων ακινήτων, όσο και η τελευταία αυτή εκποιητική δικαιοπραξία, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη, κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί ότι η δικαιοπραξία σύστασης της τρίτης εναγόμενης εταιρίας, με το προαναφερθέν συμβόλαιο, είναι άκυρη ως εικονική, δεν παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 138, 180 του ΑΚ και 7 παρ. 1 του ν. 3190/1955, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο
ΙΙ), δεν προβλέπεται στο νόμο η περίπτωση ακυρότητας της εν λόγω Ε.Π.Ε., λόγω εικονικότητας, δοθέντος ότι στην περιοριστική αναφορά, των σχετικών λόγων κήρυξης ακυρότητας της μορφής της εταιρίας αυτής (Ε.Π.Ε.), στο άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3190/1955, δεν περιλαμβάνεται τέτοιος λόγος, δηλαδή της εικονικής σύμβασης περί συστάσεως της εταιρίας αυτής. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στην προκείμενη περίπτωση, οι διατάξεις των άρθρων 138 και 180 του ΑΚ για την αναγνώριση της αιτούμενης ακυρότητας, λόγω εικονικότητας, της δικαιοπραξίας σύστασης της αναφερομένης στην αγωγή Ε.Π.Ε. . Επισημαίνεται ότι στην ένδικη αγωγή δεν περιέχεται κάποιος άλλος λόγος, πλην της εικονικότητας, σχετικώς με το αίτημα της αναγνώρισης της ακυρότητας της ανωτέρω σύμβασης με την οποία ιδρύθηκε η εταιρία αυτή. Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την ως άνω κρίση του, με την οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη, κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί η ακυρότητα, ως εικονικής, της δικαιοπραξίας περί μεταβιβάσεως από τους αναιρεσίβλητους προς την τρίτη εναγομένη εταιρία, δια εισφοράς στο εταιρικό της κεφάλαιο, της κυριότητας των περιγραφόμενων στην αγωγή ακινήτων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (των άρθρων 138, 180 του ΑΚ και 7 παρ. 1 του ν. 3190/1955). Ειδικότερα, βάσει των ως άνω αναφερομένων στην αγωγή και σύμφωνα με τις σκέψεις που προεκτέθηκαν (υπό στοιχείο
ΙΙ), η ανωτέρω δικαιοπραξία μεταβίβασης των σχετικών ακινήτων είναι αυτοτελής και διαφορετική, από αυτήν της σύμβασης περί συστάσεως της εν λόγω εταιρίας και δεν υφίσταται κάποιος περιορισμός στο νόμο για την αναγνώριση της ακυρότητάς της ως εικονικής. Μάλιστα, κατά τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο
ΙΙ), η τυχόν εικονικότητα της ως άνω μεταβίβασης των ακινήτων δεν συνεπιφέρει την ακυρότητα της σύμβασης σύστασης της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε. για τον ίδιο λόγο, δηλαδή την εικονικότητα, που δεν προβλέπεται στο νόμο (άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3190/1955), αλλά αφορά το ζήτημα της κατά έγκυρο τρόπο ολοσχερής καταβολής του εταιρικού κεφαλαίου κατά τη σύστασή της, που ρυθμίζεται στις ως άνω διατάξεις (άρθρα 4 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του ν. 3190/1955). Επίσης, η τυχόν καταχώριση της συστατικής πράξης της προαναφερθείσας Ε.Π.Ε. στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Βόλου δεν μπορεί να θεραπεύσει την περίπτωση ακυρότητας της ως άνω μεταβίβασης των ακινήτων, δοθέντος ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο
ΙΙ), είναι δυνατή η περίπτωση εικονικότητας σε δικαιοπραξίες, που η δημόσια αρχή παρεμβάλλεται απλώς προς καταχώριση βουλήσεων ιδιωτών, όπως επί καταχωρίσεως σε μητρώα και βιβλία, που αφορούν εταιρίες. Επιπροσθέτως, διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής τα πραγματικά περιστατικά, περί της εφαρμογής των άρθρων 138 και 180 του ΑΚ, και ειδικότερα ότι η ως άνω σύμβαση μεταβίβασης των ακινήτων είναι άκυρη ως εικονική, γιατί έγινε φαινομενικά, κατά το μέρος της εισφοράς στην εταιρία αυτή των ακινήτων των αναιρεσίβλητων (εναγομένων) προς το σκοπό παραπλάνησης των δανειστών τους, και δεν ήταν πραγματική, αφού δεν καταρτίσθηκε σύμφωνα με τη πραγματική βούληση των συμβληθέντων για τη μεταβίβαση των ακινήτων δια της εισφοράς τους στη συσταθείσα Ε.Π.Ε., αλλά για τη φαινομενική αποξένωσή τους από τους αναιρεσίβλητους (οφειλέτες), ώστε να καταστεί αδύνατη η ικανοποίησή της αναιρεσείουσας (ενάγουσας), μέσω αυτών, ως δανείστριας τους, τα οποία (περιστατικά) αληθή υποτιθέμενα, θεμελιώνουν το σχετικό αγωγικό αίτημα της αναιρεσείουσας, αφού πληρούν το πραγματικό των ως άνω διατάξεων και καταφάσκουν τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων απέρριψε αυτήν ως μη νόμιμη, κατά το ως άνω μέρος της και, ως εκ τούτου, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται η ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια.
Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, και συγκεκριμένα όσον αφορά την απόρριψη της ένδικης αγωγής ως μη νόμιμης κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί η ακυρότητα, ως εικονικής, της δικαιοπραξίας περί μεταβιβάσεως από τους αναιρεσίβλητους προς την τρίτη εναγομένη εταιρία, δια εισφοράς στο εταιρικό της κεφάλαιο, της κυριότητας των περιγραφόμενων στην αγωγή ακινήτων και, ακολούθως, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρ. 495 του ΚΠολΔ η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ' αυτήν για την αίτηση αναιρέσεως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. ...2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας αποκλειστικώς ως προς το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.
Συμψηφίζει τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα. Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ' αυτήν για την αίτηση αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ