
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 667 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 667/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου - Εισηγήτρια και Μιχαήλ Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Δ. Κ. του Α., κατοίκου ... Αττικής. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Βούλγαρη.
Της αναιρεσιβλήτου: εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ" και τον διακριτικό τίτλο "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΕΓΑ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μεντή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-9-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 5/2023 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-5-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 25.5.2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων και κατά τη τακτική διαδικασία εκδοθείσα, με αριθμό 5/2023 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (αρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 "με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της (λήπτη ασφάλισης) ή τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)", ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 7 του αυτού ως άνω Ν. 2496/1997, αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Συνεπώς, η κύρια υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης, που απορρέει ευθέως από την ασφαλιστική σύμβαση, είναι η καταβολή στον ασφαλιστή ενός χρηματικού ποσού ως ασφαλίστρου, σε αντάλλαγμα για την παροχή των υπηρεσιών του ασφαλιστή, ήτοι την κάλυψη ενός ασφαλιστικού κινδύνου (ασφαλιστική κάλυψη). Οι διατάξεις για το ασφάλιστρο είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς οι συμβαλλόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν (ΑΚ 361) οποιαδήποτε ρήτρα ( ΑΠ 1832/2023, ΑΠ 714/1994, ΑΠ 1474/1983). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εισάγονται γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες, οι οποίοι αλληλοσυμπληρούμενοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 925/2015, ΑΠ 3/2015), διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία ως προς την έννοια των δηλώσεων βουλήσεως των μερών. Ειδικότερα, η πρώτη από τις διατάξεις αυτές εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, όπως όμως αυτή εξωτερικεύθηκε και δεν παρέμεινε ενδόμυχη, ενώ η δεύτερη εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη γενικώς των συναλλασσομένων και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται, όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Κατά την έννοια αυτή καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται να υπάρχει στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου, αντικειμενικά σκεπτόμενου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας, που προσιδιάζουν, είτε σε ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών, είτε σε ορισμένο επαγγελματικό κύκλο ή τοπική περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης του και εκτιμά, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, το δικαιοπρακτικό σκοπό και τη φύση της σύμβασης, τις συνθήκες και τις εν γένει συνήθειες (τοπικές, χρονικές, γλωσσικές) υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, τις διαπραγματεύσεις και την προηγούμενη συμπεριφορά αυτών καθώς και τα συμφέροντα των μερών και ιδιαίτερα του μέρους που αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος κάθε φορά συμβατικός όρος ( ΑΠ 1832/2023, ΑΠ 66/2022, ΑΠ 220/2016). Αυτό σημαίνει ότι οι δηλώσεις βουλήσεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με την έννοια που μπορούν στη συγκεκριμένη περίπτωση να γίνουν αντιληπτές κατά τη συναλλακτική ευθύτητα και από κάθε καλόπιστο τρίτο (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 1345/2012, 1588/2013), μέσα δε διαπίστωσης της βουλήσεως ενδέχεται κατά περίπτωση να αποτελούν και οι διαπραγματεύσεις των μερών, μαρτυρίες τρίτων ή σχετικά έγγραφα (ΑΠ 66/2022, ΑΠ 3/2015).Εξ άλλου, η γενική ρήτρα του άρθρ. 288 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αφορά στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων, τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, που απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτών κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη ειδική προστασία, λειτουργεί δε όχι μόνο ως συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων στις περιπτώσεις που, εξ αιτίας ειδικών συνθηκών, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο και έγιναν δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή το δανειστή. Αντίθετα έτσι με τη ρήτρα του άρθρ. 200 ΑΚ, που αναφέρεται κατά τα ανωτέρω, στην ερμηνεία των συμβάσεων, όταν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων δεν είναι σαφείς, επιβάλλοντας ως ερμηνευτικά κριτήρια την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη με στόχο την ανεύρεση του αποφασιστικού νοήματος των δηλώσεων βουλήσεως, δηλαδή τον καθορισμό της ενυπάρχουσας στη σύμβαση αυτόνομης δικαιοπρακτικής ρύθμισης, η εφαρμογή της ρήτρας του άρθρ. 288 ΑΚ έπεται της ερμηνείας της δικαιοπραξίας με στόχο την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, επιβάλλοντας στα μέρη ετερόνομη ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, όταν κατά τα παραπάνω χρειάζεται να συμπληρωθούν ή να διορθωθούν για να μην προκαλούνται στο ένα μέρος δυσβάστακτες συνέπειες από τη λειτουργία του ενοχικού δεσμού (ΑΠ 1832/2023, ΑΠ 495/2021, ΑΠ 1271/2012, ΑΠ 989/2012). Παρέχεται, έτσι, τότε στο δικαστήριο η δυνατότητα, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, να αποκλίνει από τα συμφωνηθέντα και να επαναπροσδιορίσει τις οφειλόμενες παροχές, αυξάνοντας ή ανάλογα μειώνοντας το συμφωνημένο μέγεθος τους, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, κατά το χρόνο της εκπλήρωσής τους (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 495/2021, ΑΠ 1271/2012, ΑΠ 989/2012, ΑΠ 398/2008).
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (ΟλΑΠ 10/2011). Προς εξεύρεση της παραβίασης ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, και συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 192/2019, ΑΠ 727/2017). Ο παραπάνω λόγος ιδρύεται και αν παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό στη σύμβαση και γενικά στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Παραβιάζονται δε οι διατάξεις των άρθρων αυτών στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, είτε παραλείπει να προσφύγει σ' αυτές για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, ή δεν παραθέτει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, είτε προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους. Η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων, ως κρίση αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 233/2020, ΑΠ 97/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Εκ πλαγίου παραβίαση, κατά την άνω έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, μπορεί να συντελεστεί και επί των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση υπάρχει και όταν το δικαστήριο, έχοντας προβεί στην εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, δεν παραθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή όταν οι παρατιθέμενες αιτιολογίες δεν δικαιολογούν επαρκώς, ή είναι αντιφατικές προς το πόρισμα του δικαστηρίου (ΑΠ 766/2019, ΑΠ 705/2019, ΑΠ 518/2018, ΑΠ 1225/2015).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τη παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, αναφορικά με τη δικαστική πορεία της υπόθεσης προέκυψαν τα εξής: Με την από 12.9.2017 αγωγή της η ενάγουσα, ήδη αναιρεσείουσα, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 4.483,08 ευρώ, ως ασφάλιστρα που κατέβαλε κατά παράβαση όρου της ασφαλιστικής της σύμβασης, άλλως αχρεωστήτως, εξ αιτίας του ότι αυτή ενόσησε από σοβαρή ασθένεια (καρκίνο), ασφαλιστική περίπτωση για την οποία, και αντί προσθέτου ασφαλίστρου, είχε συμφωνήσει την απαλλαγή της από την καταβολή ασφαλίστρων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) με τη με αριθμό .../2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Μετά δε, την κατ' αυτής, από 30.7.2019 έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας εκδόθηκε η με αριθμό 5/2023 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (αναιρεσιβαλλομένη) με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της ήδη αναιρεσείουσας, ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, διαλαμβάνοντας μετ' εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσεκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι τα ακόλουθα (κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της). "Δυνάμει συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής ισόβιας διάρκειας που καταρτίστηκε στην Αθήνα την 24η.7.2007 μεταξύ των διαδίκων και για την οποία εκδόθηκε το με αριθμό ... ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ" ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στην εκκαλούσα από την 17η.7.2007 και εφ'όρου ζωής, τις κάτωθι ασφαλιστικές καλύψεις... Ειδικά ως προς την ασφαλιστική κάλυψη της απαλλαγής της εκκαλούσας-ασφαλισμένης από την πληρωμή των ασφαλίστρων, στο Παράρτημα Β' του ασφαλιστηρίου που επιγράφεται "ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Η ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ" προβλέπεται ότι " Με αυτό το Παράρτημα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ασφαλιστηρίου Ζωής, η ασφαλιστική εταιρεία δηλώνει τα εξής: Δέχεται την αίτηση του ασφαλισμένου με το Ασφαλιστήριο Ζωής και αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον απαλλάξει από παραπέρα καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης ζωής και των παραρτημάτων της, πλην των παραρτημάτων Ζ και Κ, σε περίπτωση που οι ασφαλισμένος πάθει: α) διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα ή β) μία εκ των σοβαρών ασθενειών". Στο άρθρο Ι του άνω Παραρτήματος, που περιέχονται οι ορισμοί της κάθε έννοιας για αυτή τη κάλυψη, ορίζεται ότι "Ι. ΔΙΑΡΚΗΣ ΟΛΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ. Διαρκής ολική ανικανότητα θεωρείται η για ένα (1) τουλάχιστον χρόνο από τότε που αναγγελθεί εγγράφως στην Εταιρεία διαρκής και ολοκληρωτική ανικανότητα του Ασφαλισμένου, είτε από ασθένεια είτε από ατύχημα, να εκτελέσει την εργασία που έκανε, πριν πάθει την ανικανότητα ή κάθε άλλη εργασία για την οποία έχει την απαιτούμενη μόρφωση, εκπαίδευση και πείρα με την προϋπόθεση ότι το Ασφαλιστήριο Ζωής και το παρόν Παράρτημα θα βρίσκονται τότε σε πλήρη ισχύ..." και
ΙΙ. ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ. Ως σοβαρές ασθένειες ορίζονται και συμφωνούνται οι εξής: " 1. ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ...2. Η ΕΓΧΕΙΡΙΣΗ BY-PASS ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ...3. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ...4. ΚΑΡΚΙΝΟΣ. Ορίζεται κάθε ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών όγκων και διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοανατομική εξέταση. Ο όρος καρκίνος περιλαμβάνει και την λευχαιμία, τα λεμφώματα, τα κακοήθη μελανώματα, καθώς και την νόσο HODGKIN. 5. ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ...". Κατά το άρθρο 2 του παραρτήματος υπό τον τίτλο "ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ" "Η ασφαλιστική εταιρεία απαλλάσσει τον ασφαλισμένο από περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων αν ο ασφαλισμένος πάθει Διαρκή Ολική Ανικανότητα ή κάποια από τις σοβαρές ασθένειες (άρθρο 1) και εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν και αφορούσαν το διάστημα από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας (άρθρο 3) μέχρι την ημερομηνία αναγνώρισης επιστρέφονται. Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του Ασφαλισμένου, πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου Ζωής...". Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του άνω Παραρτήματος Β'που τιτλοφορείται "ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Η ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ" "Ο Ασφαλισμένος ή ο Συμβαλλόμενος έχει την υποχρέωση εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της ασφαλιστικής περίπτωσης να ειδοποιήσει εγγράφως την Εταιρεία. Υποχρεούται επίσης να δίνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να υποβάλει στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου που του ζητά η Εταιρεία. Επίσης, είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει βεβαίωση από εντεταλμένη αρχή βάσει της οποίας θα αποδεικνύεται το συμβάν. Προς τούτο ο ασφαλισμένος με το παρόν Παράρτημα εξουσιοδοτεί την εταιρεία να λαμβάνει γνώση κάθε ιατρικού εγγράφου που έχει σχέση με την υγεία του. Ο Ασφαλισμένος οφείλει επίσης δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά του. Με αυτό το περιεχόμενο, οι όροι της πρόσθετης ασφάλισης απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων του Παραρτήματος Β' της επίδικης συμβάσεως ασφαλίσεως είναι σαφείς ως προς τις υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου της διαρκούς ολικής ανικανότητας, αφού η μεν ασφαλιστική εταιρεία θα απάλλασσε την ασφαλισμένη από την καταβολή των ασφαλίστρων μέχρι να αποκατασταθεί η ικανότητά της για εργασία, επιστρέφοντας της και τα ασφάλιστρα που έχουν καταβληθεί από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας μέχρι την ημέρα της αναγνώρισης, η δε ασφαλισμένη, όφειλε να ειδοποιήσει εγγράφως την ασφαλιστική εταιρεία εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της ανικανότητάς της να δώσει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να υποβάλει τα έγγραφα που σχετίζονταν με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου και επί πλέον δύο μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης , να παρέχει με δικά της έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά της. Αντιθέτως, ως προς την επέλευση του κινδύνου της προσβολής της ασφαλισμένης από σοβαρή ασθένεια υφίσταται ασάφεια που χρήζει ερμηνείας από το Δικαστήριο ως προς την απαλλαγή της ασφαλισμένης και συγκεκριμένα, αν η προσβολή της ασφαλισμένης από σοβαρή ασθένεια επιφέρει την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων για όλη την διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου χωρίς άλλες προϋποθέσεις και χωρίς να υποβάλλεται σε ετήσιο επανέλεγχο, αφού δεν είναι δυνατή η ίαση αυτών των σοβαρών ασθενειών, όπως δηλαδή ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο έφεσης ή αν - όπως ισχύει στις περιπτώσεις της διαρκούς ολικής ανικανότητας-προβλέπεται η ενεργοποίηση της υποχρέωσης καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθένειας, όπως υποστηρίζει η εφεσίβλητη και έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση. Η ασάφεια δε αυτή, οφείλεται στη διατύπωση της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2, στην οποία προβλέπεται η επανάληψη καταβολής των ασφαλίστρων σε περίπτωση που αποκατασταθεί η ικανότητα του ασφαλισμένου, χωρίς να αναφέρεται ρητά και η περίπτωση της ιάσεως της σοβαρής ασθένειας και της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 3, στην οποία ορίζεται, ότι η ασφαλισμένη οφείλει κάθε δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης να παρέχει με δικά της έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ικανότητά της, χωρίς και πάλι να υπάρχει ρητή πρόβλεψη για υποβολή ιατρικής σχετικής έκθεσης με την πορεία της σοβαρής ασθένειας. Από τους προαναφερόμενους λοιπόν όρους του Παραρτήματος Β'ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα των διατάξεων των όρων 173 και 200 του ΑΚ, με αναζήτηση δηλαδή, της αληθινής βούλησης των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, σαφώς συνάγεται ότι : α) η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να απαλλάσσει την εκκαλούσα-ασφαλισμένη της από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση εκδηλώσεως οποιασδήποτε σοβαρής ασθένειας από τις οριζόμενες στον κατάλογο του άρθρου 1 υπ' αριθ.
ΙΙ του ως άνω Παραρτήματος και β) σε περίπτωση ιάσεως της ως άνω σοβαρής ασθενείας, γεγονός το οποίο η ασφαλισμένη υποχρεούται να γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική, ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος και εν προκειμένω η εφεσίβλητη-ασφαλιστική εταιρεία βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ακόμη και στη περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθένειας με την εκπλήρωση της παροχής της, ήτοι την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως και το έτερο μέρος απαλλάσσεται στο διηνεκές από την υποχρέωση εκπλήρωσης της αντιπαροχής του, ήτοι την καταβολή του προβλεπόμενου ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς αντίκειται στο σκοπό της ερμηνευομένης συμβάσεως, που συναρτά την καταβολή της παροχής της εκκαλούσας-ασφαλισμένης σε αμφότερες τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές περιπτώσεις, δηλαδή, τόσο της επέλευσης της ανικανότητας, όσο και της ασθένειας, με τον διαρκή χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών, εξαιτίας των οποίων η ασφαλισμένη περιέρχεται σε μόνιμη αδυναμία να ασκήσει απρόσκοπτα την δραστηριότητά της που θα της αποφέρει τα απαραίτητα εισοδήματα, για να καλύψει τις βιοτικές της ανάγκες συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσής της για πληρωμή των ασφαλίστρων. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από την γραμματική διατύπωση της τρίτης παραγράφου του άρθρου 2 και της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 3, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει τεθεί και η περίπτωση της σοβαρής ασθένειας, αλλά μόνον της ανικανότητας για την ενεργοποίηση εκ νέου της υποχρέωσης καταβολής ασφαλίστρων από την ασφαλισμένη (αρθ.2 παρ. 3 ) και του ετήσιου επανελέγχου της ασφαλισμένης από την ασφαλιστική, ώστε να διαπιστωθεί αν εξακολουθεί να συντρέχει ο λόγος απαλλαγής της από την πληρωμή των ασφαλίστρων (αρθ. 3 και 4), καθώς : α) ως προς την τρίτη παράγραφο του άρθρου 2 η σοβαρή ασθένεια έχει παραλειφθεί και στη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου που προβλέπει την επιστροφή των καταβληθέντων ασφαλίστρων του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία αναγγελίας στην ασφαλιστική μέχρι την ημερομηνία της αναγνώρισής της από αυτήν, η οποία (επιστροφή), η οποία (επιστροφή) όπως συνάγεται από την αληθινή βούληση των μερών και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ισχύει και για την περίπτωση της σοβαρής ασθένειας, παρότι γίνεται αναφορά μόνον σε αναγγελία της ανικανότητας και β) ως προς την τελευταία παράγραφο του άρθρου 3, η υποχρέωση της ασφαλισμένης καθιερώνεται και στη περίπτωση της σοβαρής της ασθένειας, όπως προκύπτει ευθέως από τον τίτλο που φέρει το άρθρο, ήτοι " Υποχρεώσεις σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας". Άλλωστε αν αρκούσε η προσβολή του ασφαλισμένου από κάποια από τις οριζόμενες στην σύμβαση σοβαρές ασθένειες για να απαλλαγεί εις το διηνεκές από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρων, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να περιληφθεί και η περίπτωση της σοβαρής ασθένειας στον τίτλο του άρθρου 3 του Παραρτήματος "ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Η ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ", αφού αν ευσταθούσε αυτή η εκδοχή, ο ασφαλισμένος δεν θα είχε καμία υποχρέωση έναντι της ασφαλιστικής σε περίπτωση νοσήσεώς του από σοβαρή ασθένεια ...
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που ερμηνεύοντας τους ως άνω όρους δέχθηκε ότι σε περίπτωση ιάσεως της σοβαρής ασθένειας της ασφαλισμένης , γεγονός το οποίο η ασφαλισμένη όφειλε να γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική εταιρεία μέσω της προσκομιδής σχετικής ιατρικής έκθεσης, θα ενεργοποιείτο εκ νέου η υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων ορθώς ερμήνευσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου λόγου εφέσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν διαδοχικών ιατρικών εξετάσεων, των οποίων τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά, και των συμβουλών των θεραπόντων ιατρών της, η εκκαλούσα, την 8η.1.2014 υποβλήθηκε χειρουργική επέμβαση ολικής υστερεκτομής μετ' αμφοτέρων των εξαρτημάτων, ριζικής επιπλεκτομής και σκωληκοειδεκτομής, με διεγχειριτικές βιοψίες δουγλασσείου και διεγχειριτική λήψη ασκιτικού υγρού (ελεύθερου υγρού δουγλασσείου χώρου) για κυτταρολογική εξέταση. Από την χειρουργική σταδιοποίηση της νόσου και τη μικροσκοπική ιστοπαθολογική εξέταση που ακολούθησε, ταυτοποιήθηκε ενδομητριοειδές αδενοκαρκίνωμα αριστερής ωοθήκης, μετρίας διαφοροποιήσεως, χωρίς εξωκαψική επέκταση καθώς και εστία ενδοβλεννογονικού ενδομητρικού αδενοκαρκινώματος ενδομητριοειδούς τύπου, ανώτερης διαφοροποίησης, επί εδάφους σύνθετης άτυπης υπερπλασίας. Το ογκολογικό συμβούλιο που συγκροτήθηκε, χαρακτήρισε τη νόσο ως σταδίου
ΙΙ και βαθμού διαφοροποίησης 2 προς 3 και βάσει των στοιχείων αυτών, αλλά και των μετεγχειρητικών επιπέδων του νεοπλασματικού δείκτη CA-125 αποφασίστηκε η ασθενής να υποβληθεί στο Τμήμα Βραχείας Νοσηλείας του Γενικού Ογκολογικού Νοσοκομείου Κηφισιάς "ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ" σε επικουρική χημειοθεραπεία έξι κύκλων ανά 21 ημέρες του συνδυαστικού χημειοθεραπευτικού σχήματος πακλιταξέλης και καρβοπλατίνας με ημερομηνία έναρξης και πραγματοποίησης του πρώτου κύκλου του σχήματος την 4η.2.2014 και ολοκλήρωσης του τελευταίου την 20η.5.2014. Κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας η εκκαλούσα εμφάνισε πολύ σοβαρή αιματολογική τοξικότητα με λευκοπενία και πολύ σοβαρή ουδετεροπενία, αλλά και αλωπεκία με καθολική απώλεια των τριχών της κεφαλής (βαθμός
ΙΙΙ) και νευροτοξικότητα που αφορούσε τα περιφερικά νεύρα με εκδήλωση παραισθησιών, αιμωδιών και μυρμηγκιάσεων σε αμφότερα τα άνω και κάτω άκρα (περιφερική νευροπάθεια). Εκτοτε και έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η εκκαλούσα παρακολουθείτο τακτικά από την Β'Παθολογική Ογκολογική Κλινική του ως άνω νοσοκομείου, σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα πρωτόκολλα παρακολούθησης (follow-up) των ογκολογικών ασθενών με καρκίνο ωοθηκών, με προσδιορισμό των επιπέδων του νεοπλασματικού δείκτη ΨΑ-125 και διενέργεια αξονικών και μαγνητικών τομογραφιών άνω -κάτω κοιλίας, οπισθοπεριτοναϊκού χώρου και θώρακος κάθε τρείς με τέσσερις μήνες. Ακολούθως, ο επανέλεγχος θα πρέπει να διενεργείται ανά εξάμηνο διά βίου ως ενδείκνυται για κάθε ογκολογική ασθενή με καρκίνο ωοθηκών και υπαρκτό το ενδεχόμενο υποτροπής της νόσου. Από τους επανελέγχους όμως που είχαν διενεργηθεί στην εκκαλούσα έως και τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017, διαπιστώθηκε κλινική ύφεση της κακοήθειας χωρίς ενδείξεις εμφανούς υποτροπής, ενώ από την αντικειμενική εξέτασή της διαπιστώθηκε περιφερική αισθητική νευροπάθεια σε αμφότερα τα άνω και κάτω άκρα, που αποτελεί παρενέργεια της χημειοθεραπείας και για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή ... Μετά την εκδήλωση της ασθένειάς της, τη χειρουργική της επέμβαση και την έναρξη των χημειοθεραπειών, η εκκαλούσα απευθύνθηκε στον ασφαλιστικό της οργανισμό που ήταν ο ΟΠΑΔ για την αναγνώριση ποσοστού αναπηρίας, και με την από 10.7.2014 απόφαση της Α'θμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΚΕΠΑ της τοπικής μονάδας υγείας ... του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, της αναγνωρίστηκε για το ενδομητριοειδές αδενοκαρκίνωμα της αριστερής ωοθήκης και το ενδομητρικό αδενοκαρκίνωμα ενδομητριοειδούς τύπου ποσοστό αναπηρίας 80% για το χρονικό διάστημα από 11.6.2014 έως 30.6.2016, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ισχύοντα τότε Ενιαίο Πίνακα Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας (ΥΑ 11321/ΟΙΚ 10219/688/2012, ΦΕΚ 1506 β'/ 4.5.2012 σελ. 23394-23396, που ορίζονται τα ποσοστά αναπηρίας για τις παθήσεις γεννητικών οργάνων του θήλεος και τις διαταραχές του φύλου και συγκεκριμένα, για τους κακοήθεις όγκους των ωοθηκών σταδίου Ι και
ΙΙ, όπως δηλαδή της εκκαλούσας, σε ποσοστό 67% με επανεκτίμηση μετά από δύο έτη). Επίσης, ως πολιτική συνταξιούχος (δικαιούχος συντάξεως του αποβιώσαντος πατρός της) βάσει των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 3865/2010 υπέβαλε αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την αναγνώριση του ποσοστού αναπηρίας της και της χρονικής διάρκειας αυτής και μετά την εξέτασή της από την Ανώτατη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή εκδόθηκε η με αριθμό 898/24.3.2015 γνωμάτευση της ως άνω επιτροπής, με την οποία κρίθηκε ότι η εκκαλούσα από τις προπεριγραφείσες σοβαρές ασθένειές της ήταν σωματικά ανίκανη για εργασία σε ποσοστό 89% και εφ'όρου ζωής. Παράλληλα, κατ' εφαρμογή των όρων του Παραρτήματος Β'της επίδικης συμβάσεως ασφαλίσεως, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, η εκκαλούσα ειδοποίησε εγκαίρως την εφεσίβλητη για την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως της προσβολής της από σοβαρή ασθένεια και δη καρκίνο και αφού η τελευταία έλεγξε τον ιατρικό της φάκελο την απήλλαξε από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων έως και την 17.1.2016, οπότε και θα προέβαινε σε επανέλεγχο βάσει των δικαιολογητικών που όφειλε να της προσκομίσει τότε η εκκαλούσα για την εξέλιξη της υγείας της...Η απαλλαγή αυτή παρατάθηκε έως και την 17η.1.2017 ...και ενόψει της συμπληρώσεως και αυτού του χρονικού διαστήματος της απαλλαγής, στην 29η.11.2016 η εφεσίβλητη με επιστολή της προς την εκκαλούσα την καλούσε, κατ'εφαρμογή του άρθρου 3 του Παραρτήματος Β'της πρόσθετης ασφάλισης, να της προσκομίσει εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της επιστολής: α) πλήρως αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη ιατρική έκθεση και β) πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις από τις οποίες θα προέκυπτε η κατάσταση της υγείας της, όπως και απόφαση συνταξιοδότησης αν υπάρχει η γνωμάτευση ΚΕΠ, προειδοποιώντας την ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα ενεργοποιείτο εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων από την 17.4.2017, ήτοι θα ήταν καταβλητέα η πρώτη δόση μετά τη συμπλήρωση της τετράμηνης προθεσμίας που είχε ξεκινήσει την 29η.11.2016. Η εκκαλούσα απέστειλε τα έγγραφα του ιατρικού της φακέλου στην εφεσίβλητη, η οποία αφού τα έλεγξε έκρινε ότι η εκκαλούσα δεν έπασχε πλέον από σοβαρή ασθένεια ("δεν υφίσταται στο πρόσωπό σας ενεργός σοβαρή ασθένεια") και με την από 3.3.2017 επιστολή της την ενημέρωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του Παραρτήματος Β', όφειλε να καταβάλει κανονικά τη δόση της 17.4.2017 για να παραμείνει σε ισχύ η σύμβαση ασφαλίσεώς της και να μην λυθεί λόγω καταγγελίας της από την εφεσίβλητη, σύμφωνα με τον με αριθμό 6 όρο των Γενικών Συναλλαγών του Ασφαλιστηρίου Ζωής. Προκειμένου λοιπόν η εκκαλούσα να αποφύγει την καταγγελία της συμβάσεώς της, προέβη στην πληρωμή της δόσης της 17ης. 4.2017 ύψους 548,03 ευρώ όπως και της επομένης της 17ης.7.2017 μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, παρότι δεν συμφωνούσε με την εκτίμηση της εφεσίβλητης ότι είχε ενεργοποιηθεί εκ νέου η υποχρέωσή της για καταβολή ασφαλίστρων, καθώς θεωρούσε ότι : α) εφόσον είχε ασθενήσει από καρκίνο η απαλλαγή της από την πληρωμή ασφαλίστρων ίσχυε καθόλη τη διάρκεια της συμβάσεως, χωρίς να χρειάζεται να υποβάλλεται στον ετήσιο επανέλεγχο (η θέση της αυτή έχει ήδη κριθεί ως αβάσιμη κατά την έρευνα του πρώτου λόγου εφέσεως) και β) σε κάθε περίπτωση το κακόηθες νεοπλασματικό νόσημα από το οποίο έπασχε, δεν είχε ιαθεί, αλλά απλώς βρισκόταν σε ύφεση με κίνδυνο υποτροπής. Ως προς το υπό στοιχείο β' ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας δίκης μετά την απόρριψη του πρώτου λόγου εφέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από την 3η .3.2017 που η εφεσίβλητη κάλεσε την εκκαλούσα να καταβάλει την δόση ασφαλίστρων της 17ης.4.2017 (για το προγενέστερο χρονικό διάστημα δεν τίθεται ζήτημα καθώς η εφεσίβλητη είχε εγκρίνει την απαλλαγή της από τα ασφάλιστρα) δεν εντοπίζονταν πλέον ύποπτα ευρήματα κακοήθειας στην περιοχή της αριστερής ωοθήκης ή του ενδομητρίου, ούτε εμφανή στοιχεία υποτροπής ή μεταστάσεως (τα αποτελέσματα όλων των αιματολογικών και απεικονιστικών εξετάσεων της εκκαλούσας είναι εντός των φυσιολογικών ορίων), ούτε λήψη από την εκκαλούσα φαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση της ασθενείας της, ενώ η υποβολή της σε τακτικούς κλινικοεργαστηριακούς ελέγχους πραγματοποιείται βάσει του ισχύοντος διεθνώς πρωτοκόλλου και για λόγους έγκαιρης ανίχνευσης μεταστάσεων ή υποτροπών, αφού οι πιθανότητες αυτές είναι αυξημένες σε όσους έχουν διαγνωσθεί ότι πάσχουν από αυτή τη κακοήθη νεοπλασματική νόσο. Με βάση τα ανωτέρω, ο καρκίνος, από τον οποίο πάσχει η εκκαλούσα βρίσκεται ήδη από το έτος 2017 σε πλήρη ύφεση, καθώς έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών χωρίς υποτροπή ή μετάσταση και επομένως, υπό αυτή τη μορφή, δεν υπάγεται στον καρκίνο ως ενεργή σοβαρή ασθένεια του άρθρου 1 παρ.
ΙΙ περ. 4 του Παραρτήματος Β', ήτοι ως ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών κυττάρων και διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοανατομική εξέταση (βλ. σχετ. τη με αριθμό 1186/2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εκκαλούσας, η οποία αναφέρει ότι η εκκαλούσα βρίσκεται σε περίοδο κλινικής υφέσεως, με κίνδυνο λανθάνουσας υποτροπής της νόσου ) χωρίς να μπορεί να συναχθεί το αντίθετο από το γεγονός ότι οι επιβιώσαντες του καρκίνου όπως η εκκαλούσα, δεν μπορούν να γίνουν δωρητές οργάνων, μυελού των οστών ή αίματος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Επίσης, όπως έχει ήδη αποδειχθεί, η περιφερική αισθητική νευροπάθεια σε αμφότερα τα άνω και κάτω άκρα για την οποία η εκκαλούσα εξακολουθεί να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, αποτελεί παρενέργεια των χημειοθεραπειών στις οποίες υποβλήθηκε και όχι εκδήλωση της νόσου του καρκίνου και επομένως, ούτε αυτή η ασθένεια από την οποία πράγματι πάσχει, υπάγεται σε κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 1 ώστε επικαλούμενη αυτήν, να αξιώσει την απαλλαγή της από την πληρωμή των ασφαλίστρων. Με βάση επομένως τα ανωτέρω, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήτοι από την 17η.4.2017 και εντεύθεν, η εκκαλούσα δεν έπασχε από κάποια σοβαρή ασθένεια κατά την έννοια του άρθρου 1 περ.
ΙΙ του Παραρτήματος Β'της επίδικης σύμβασης ασφάλισης και επομένως δεν δικαιούνταν την απαλλαγή από την πληρωμή των ασφαλίστρων..". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες συναφώς προς το αποδεικτικό του πόρισμα. Ειδικότερα, παρόλο που μετά από προσφυγή στα αξιολογικά κριτήρια των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, εξ αιτίας του διαπιστωθέντος κενού στη διατύπωση του παραρτήματος Β'της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης που ρυθμίζει τα περί απαλλαγής του ασφαλισμένου από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, καταλήγει στο ερμηνευτικό πόρισμα ότι σε περίπτωση ιάσεως από σοβαρή ασθένεια (κατά την έννοια και την περιοριστική απαρίθμηση του παραρτήματος Β'της ασφαλιστικής σύμβασης) ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων από τον ασφαλισμένο, ακολούθως, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες δεν δέχεται ότι επήλθε "ίαση" της σοβαρής ασθένειας του καρκίνου από τον οποίο νόσησε η αναιρεσείουσα, αλλά "ύφεση" αυτής " χωρίς ενδείξεις εμφανούς υποτροπής" και "με κίνδυνο λανθάνουσας υποτροπής". Περαιτέρω και παρόλο που συνάπτει το ζήτημα της ιάσεως από σοβαρή ασθένεια, όπως ο καρκίνος, με την εντεύθεν δυνατότητα/ικανότητα της αναιρεσείουσας "...να ασκήσει απρόσκοπτα την επαγγελματική της δραστηριότητα που θα της αποφέρει τα απαραίτητα εισοδήματα για να καλύψει τις βιοτικές της ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσής της για τη πληρωμή των ασφαλίστρων..." δεν διαλαμβάνει σαφή παραδοχή περί της ικανότητάς της για εργασία, καταλήγοντας ότι αυτή δεν εδικαιούτο από τις 17.4.2017 και εντεύθεν την απαλλαγή από την πληρωμή των ασφαλίστρων και τούτο παρόλο που, όλως αντιφατικώς, δέχεται ότι δυνάμει της με αριθμό 898/24.3.2015 γνωμάτευσης της Ανώτατης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής η αναιρεσείουσα κρίθηκε ανίκανη για εργασία σε ποσοστό 89% και δη εφ' όρου ζωής.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (όπως το σύνολο των αιτιάσεων αυτού εκτιμάται προσηκόντως) και πρέπει, η ένδικη αίτηση αναίρεσης που δεν περιέχει άλλο λόγο, να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (αρθ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (αρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη εταιρεία λόγω της ήττας της (αρθ. 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ) στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας κατά τα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 5/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου που κατέθεσε η αναιρεσείουσα στην ίδια.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συγκροτουμένου από άλλους δικαστές από αυτούς που δίκασαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ