
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 673 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 673/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Ιωάννη Αποστολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) Αποκεντρωμένης Δημόσιας Υπηρεσίας, που εδρεύει στη Νέα Ιωνία Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Συρίδωνα Γκίκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Δ., κατοίκου ... Αττικής, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-4-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3851/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 3133/2021 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 15-2-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 4 και 576 παρ. 1, 2 και 3 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος διάδικος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΑΠ 32/2024, ΑΠ 167/2023, ΑΠ 1255/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ' άρθρο 575 εδ. β' του ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως, μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Επίσης, κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, λόγω αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος, κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο, διάδικος, είτε να είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή να είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο, ώστε, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο (ΑΠ 2/2022, ΑΠ 184/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπ' αριθ. 1891Ε/14-7-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Μ. Κ., που προσκομίζει και επικαλείται το αναιρεσείον, προκύπτει ότι επιδόθηκε, νομοτύπως και εμπροθέσμως, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 25ης Σεπτεμβρίου 2023, στην αντίκλητο του αναιρεσίβλητου, δικηγόρο Παρασκευή Κουπλίδου, η οποία εκπροσώπησε τον αναιρεσίβλητο ενώπιον του Εφετείου Αθηνών στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολΔ), με επιμέλεια του αναιρεσείοντος. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης επισπεύδει το αναιρεσείον. Ακόμη, από το οικείο πινάκιο προκύπτει ότι, κατά την ως άνω δικάσιμο (25-9-2023), η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με σχετική σημείωση στο πινάκιο, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επέχει θέση κλητεύσεως ως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευση των διαδίκων για τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο. Μάλιστα, από το ίδιο ως άνω πινάκιο, προκύπτει ότι, κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο (της 25-9-2023), που η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, ο αναιρεσίβλητος είχε εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ωστόσο, ο τελευταίος (αναιρεσίβλητος) δεν παραστάθηκε στη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ως εκ τούτου, πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία του.
Κατά το άρθρο 62 εδ. α' του ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται κατά το άρθρο 73 του ΚΠολΔ και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 313 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠολΔ η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη, η οποία διεξήχθη στο όνομα ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται και αυτή ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η διαδικαστική πράξη, που ασκήθηκε στο όνομα ανυπάρκτου νομικού ή φυσικού προσώπου, όπως είναι η άσκηση αγωγής ή ενδίκου μέσου, είναι απαράδεκτη και συνεπώς το ένδικο μέσο (όπως έφεση, αναίρεση), που ασκήθηκε στο όνομα ανυπάρκτου προσώπου απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτο, λόγω ακυρότητας του δικογράφου από την έλλειψη της αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή του ίδιου του υποκειμένου της διαδικαστικής πράξης, σύμφωνα με τα άρθρα 62 εδ. α', 73, 159, 160 παρ. 1 και 516 παρ. 1, 556 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 45/2018, ΑΠ 1641/2016, ΑΠ 448/2011). Αν τούτο διαλάθει της προσοχής και εκδοθεί απόφαση στο όνομα ανυπάρκτου προσώπου, αυτή, εφόσον καταστεί τελεσίδικη, δεν παράγει τις έννομες συνέπειες της δικαστικής απόφασης, όπως εκτελεστότητα και δεδικασμένο (ΑΠ 533/2018, ΑΠ 147/2006), πάσχει δε και αυτή από το ίδιο ελάττωμα, δηλαδή είναι και αυτή ανύπαρκτη. Περαιτέρω, υπό την έννοια του ανωτέρω άρθρου 62 εδ. α του ΚΠολΔ, ικανότητα διαδίκου δεν έχει η οποιαδήποτε υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου, διότι σε αυτήν δεν απονέμεται από κάποια διάταξη νόμου ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ως υπηρεσία ανεξάρτητη από το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 754/2023, ΑΠ 1326/2019, ΑΠ 1274/2003). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του AN 1825/1951 "Περί συστάσεως Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ)" (όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο πρώτο του ΑΝ 1859/1951) ορίζεται: "Συνιστάται αυτόνομον πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου υπό την επωνυμίαν "Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών" (ΙΚΥ) διατελούν υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας". Επίσης, στο άρθρο 3 του ΝΔ 4434/1964 "Περί συμπληρώσεως διατάξεων αφορωσών εις την λειτουργίαν του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών", ορίζεται: "1. Το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών ανάγεται από της ισχύος του παρόντος εις αποκεντρωμένην δημοσίαν υπηρεσίαν και εξακολουθεί διεπόμενον υπό πασών των περί αυτού ισχυουσών διατάξεων". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το "Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.)", ήδη, είναι αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία και ειδικότερα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (βλ. ΣτΕ 1300/2024, ΣτΕ 1299/2024, ΣτΕ 697/2018, ΣτΕ 42/1997, ΣτΕ 366/1994), μη έχοντας κατά τα ως άνω ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, με συνέπεια να στερείται της ικανότητας να είναι διάδικος, εφόσον δεν παρέχεται σ' αυτό από κάποια διάταξη νόμου η ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ως υπηρεσία, ανεξαρτήτως από το Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, η ένδικη, από 15-2-2022, αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από το "Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.)" κατά της υπ' αριθ. 3133/2021 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή του ίδιου του υποκειμένου της ένδικης διαδικαστικής πράξης και ακυρότητας του δικογράφου της αναίρεσης ως προς αυτό, διότι το τελευταίο ("Ι.Κ.Υ.") είναι αποκεντρωμένη υπηρεσία του Δημοσίου και ως τέτοια, κατά τα προεκτεθέντα, δεν έχει αυτοτελή και ανεξάρτητη (έναντι του Δημοσίου) νομική προσωπικότητα, και δεν μπορεί, συνεπώς να είναι διάδικος σε δίκη. Εξάλλου, το Εφετείο, περιλαμβάνοντας την ίδια ως άνω αιτιολογία στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κατά την ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων, απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης (υπ' αριθ. 3851/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης, από το με αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμες. Τέλος, διάταξη περί των δικαστικών εξόδων δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα, ενόψει της ερημοδικίας του αναιρεσίβλητου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-2-2022 (υπ' αριθ. 1225/2022 ΓΑΚ και 110/2022 ΕΑΚ) αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από το "Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.)" κατά της υπ' αριθ. 3133/2021 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ