ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 674/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 674/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 674/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 674 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 674/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Μαρία Τατσέλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Άννα Μαλιαρά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Χ. Ν. Κ. Σ. Ο..Ε.., που εδρεύει στον ... Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-5-2016 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2017 του ίδιου Δικαστηρίου και .../2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-1-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ.1-3 και 577 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως για αναίρεση κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος ή ο ομόδικός του, τότε ερευνάται αν ο διάδικος, που δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήτευση. Αν όμως κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 1351/2023). Ακόμη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε και το άρθρο 260 διαμορφώθηκε και ισχύει από 1ης.01.2022 σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 120 του ν. 4842/2021 [που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις σύμφωνα με την παρ. 1β του άρθρου 116 του ιδίου νόμου {4842/2021}, όπως η τελευταία παράγραφος διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 (ΦΕΚ Α' 246/10.12.2021)], "...4. Όταν οι υποθέσεις που είναι γραμμένες στο πινάκιο δεν εισάγονται προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανώτερης βίας ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα".
Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ' αριθμόν 780/Β/16.02.2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Μ. Ν., την οποία νομίμως προσκομίζει μετ' επικλήσεως το επισπεύδον τη συζήτηση αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων εκπροσωπούμενη δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της (άρθρα 36 παρ. 1 και 41 παρ. 4 ν. 4389/2016), προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της υπό κρίσιν, από 05.01.2022 και καταχωρηθείσας στο Εφετείο Αθηνών με αριθμό καταθέσεως 277/27/13.01.2022, αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμόν .../2020 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την κάτω από αυτήν πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Α-2 Τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκασή της και πράξη του Προέδρου του Α-2 Τμήματος περί ορισμού: α) δικασίμου της αιτήσεως για την αρχικώς ορισθείσα (κατά το άρθρο 568 παρ. 2 ΚΠολΔ) δικάσιμο της 9ης.10.2023, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω διενέργειας των Αυτοδιοικητικών εκλογών της 8ης.10.2023 και των επαναληπτικών της 15ης.10.2023 δυνάμει του υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου 46339 οικ./22.09.2023 εγγράφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και β) προθεσμίας κοινοποιήσεως αυτής εξήντα (60) ημέρες πριν από τη δικάσιμο μαζί με κλήση του αναιρεσείοντος προς την αναιρεσίβλητη για να παραστεί στην παραπάνω ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη. Ακολούθως, ο Πρόεδρος του Α2 Πολιτικού Τμήματος, έχοντας υπόψη το άρθρο 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ (όπως ήδη ισχύει) και το υπ' αριθμόν πρωτοκ. 46339 οικ./22.09.2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης "για αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων και εισαγγελιών της χώρας ενόψει των Αυτοδιοικητικών εκλογών της 8ης.10.2023 και των επαναληπτικών της 15ης.10.2023", με την από 10.10.2023 Πράξη του, όρισε αυτεπαγγέλτως (οίκοθεν) ως νέα δικάσιμο για τη συζήτηση στο ακροατήριο της υποθέσεως την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (09.12.2024 και ώρα 09:30). Παράλληλα, με πρωτοβουλία της Γραμματέως η υπόθεση ενεγράφη στο πινάκιο με αριθμό 46, ενώ, προς ενημέρωση των διαδίκων, η ημερομηνία και ώρα της νέας δικασίμου γνωστοποιήθηκε με ανάρτησή της στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr, στο site του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr, στη διαδικτυακή πύλη της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων portal.olomeleia.gr και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την άνω νέα δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε και κατέθεσε έγγραφη δήλωση περί μη παραστάσεως κατά την εκφώνησή της, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, αφού η αναιρεσίβλητη κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή, ενόψει του ότι η οίκοθεν αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, θα πρέπει το Δικαστήριο, παρά την απουσία της, αφού δεν ήταν αναγκαία νέα κλήτευση αυτής κατά τη σημερινή δικάσιμο, να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
2.- Με την υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα, υπ' αριθμόν .../2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε τυπικά, πλην απέρριψε κατ' ουσίαν την από 01.04.2019 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ' αριθμόν .../2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή και κατ' ουσίαν η από 20.05.2016 ανακοπή κατά δηλώσεως τρίτου (άρθρα 30, 32, 34 του ΚΕΔΕ και 986, 990 του ΚΠολΔ), την οποία άσκησε το αναιρεσείον κατά της καθ' ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας, αναγνώρισε την ανακρίβεια της ανακοπτόμενης δηλώσεως της καθ' ης και την υποχρέωσε να καταβάλει στο αναιρεσείον το αναφερόμενο σε αυτήν χρηματικό ποσό.
3.- Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 παρ.3 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (ΟΛΑΠ 12/2018) και από την επομένη της δημοσιεύσεώς της στις 21.01.2020, οπότε άρχισε να τρέχει η ως άνω προθεσμία των δύο ετών, μέχρι την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως στις 13.01.2022 δεν είχε συμπληρωθεί η διετία. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 του ΚΠολΔ).
4.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 30, 32, 33 και 34 του ΚΕΔΕ (ν.δ/γμα 356/1974) και τις συμπληρωματικά, κατ' επιταγή του άρθρου 89 αυτού, εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το Δημόσιο, προς ικανοποίηση απαιτήσεώς του κατά του οφειλέτη του, μπορεί να επιβάλει κατάσχεση εις χείρας τρίτου των ευρισκομένων εις χείρας αυτού χρημάτων και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτη του Δημοσίου, η οποία διενεργείται από το Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου με κατασχετήριο έγγραφο, το οποίο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη. Η επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον τρίτο έχει, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 30 του ΚΕΔΕ, τα αποτελέσματα της αυτοδικαίως χωρούσης αναγκαστικής εκχωρήσεως. Ο τρίτος εις χείρας του οποίου έγινε η κατάσχεση, εντός προθεσμίας 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου, πρέπει, κατά το άρθρο 32 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, να δηλώσει στο Ειρηνοδικείο του τόπου του κατασχόντος με προφορική δήλωση ή στο διενεργήσαντα την κατάσχεση με κοινοποίηση αναφοράς, αν οφείλει τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο χρήματα. Την ειλικρίνεια της δηλώσεως του τρίτου μπορεί να αμφισβητήσει το κατασχόν Δημόσιο με ανακοπή, η οποία ασκείται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ (Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου) εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της δηλώσεως ή από την περιέλευση σε αυτόν της δηλώσεως ενώπιον του Ειρηνοδικείου και εισάγεται και εκδικάζεται κατά το άρθρο 986 του ΚΠολΔ (άρθρο 34 του ΚΕΔΕ). Η ως άνω ανακοπή αποτελεί ένδικο βοήθημα, με το οποίο το κατασχόν Δημόσιο επιδιώκει την αναγνώριση της -εν όλω ή εν μέρει- ανακρίβειας της δηλώσεως του τρίτου και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού (ΑΠ 972/2019, ΑΠ 95/2016). Η ανακοπή αυτή κατά της αρνητικής (ρητής ή σιωπηρής) δηλώσεως του τρίτου, εις χείρας του οποίου κατασχέθηκε απαίτηση του καθ' ου η εκτέλεση, εφόσον σωρεύθηκε στην ανακοπή αυτή και αίτημα καταβολής νομιμοτόκως του ποσού της απαιτήσεως εξομοιώνεται με καταψηφιστική αγωγή (ΑΠ 256/2011). Ειδικότερα, η πιο πάνω αναγκαστική εκχώρηση του άρθρου 30 παρ. 3 του ΚΕΔΕ αφετηριάζεται μεν από το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως, που ταυτίζεται με την κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον τρίτο, τελεί όμως υπό την αίρεση της καταφατικής δηλώσεως του τρίτου ή της δικαστικής αποδοχής της ανωτέρω αναφερόμενης ανακοπής κατά της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου (ΑΠ 972/2019). Δηλαδή, το Δημόσιο γίνεται οριστικά εκδοχέας της απαιτήσεως που κατασχέθηκε και ο τρίτος λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου με τη θετική δήλωση του τρίτου ότι υπάρχει η απαίτηση εις χείρας του ή, επί αρνητικής δηλώσεως ή παραλείψεως του τρίτου, αν το Δημόσιο αντιταχθεί επιτυχώς με την παραπάνω ανακοπή του, οπότε η απαίτηση λογίζεται ως εκχωρηθείσα από το χρόνο που ο τρίτος θα έπρεπε να έχει εξοφλήσει τον κατασχόντα, αν αυτός είχε προβεί σε καταφατική δήλωσή του. Τα ανωτέρω έχουν ως συνέπεια ότι ο τρίτος οφείλει τόκους, όχι από την επιβολή της κατασχέσεως, αλλά από τότε που ο τελευταίος (τρίτος) υποχρεούται να καταβάλει την απαίτηση στο κατασχόν Δημόσιο, σε κάθε δε περίπτωση από την επίδοση της ανακοπής κατά τα άρθρα 346 του ΑΚ και 221 παρ.1 περ. γ' του ΚΠολΔ (ΑΠ 1384/2022, 862/2022, ΑΠ 762/2021, ΑΠ 972/ 2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή του κανόνα δικαίου, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της αποφάσεως (ΟλΑΠ 4/2021, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΟλΑΠ 2/2011).
5. Στην προκειμένη περίπτωση, το ανακόπτον και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με το παραδεκτώς επισκοπούμενο περιεχόμενο της ένδικης ανακοπής του (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ιστορούσε ότι, διατηρώντας απαιτήσεις κατά του τρίτου μη διαδίκου Π. Χ., συνολικού ύψους 317.917,46 ευρώ από ταμειακά βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Ελληνικό Δημόσιο, με βάση το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου .../04.03.2016 κατασχετήριο έγγραφο του προϊσταμένου της ΔΟΥ Ελευσίνας, το οποίο επιδόθηκε νόμιμα στην καθ' ης η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία στις 04.04.2016, επέβαλε εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, κατά τα άρθρα 30 επ του ΚΕΔΕ, αναγκαστική κατάσχεση για την ικανοποίηση της άνω απαιτήσεώς του, σε όσα αυτή οφείλει ή μέλλει να οφείλει και βρίσκονται εις χείρας της λόγω συναλλαγών της με τον ως άνω οφειλέτη του Π. Χ., έως του προαναφερθέντος ποσού του ως άνω χρέους των 317.917,46 ευρώ. Ότι στις 26.04.2016 περιήλθε στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Ελευσίνας η ενσωματούμενη στο δικόγραφο της ανακοπής από 12.04.2016 και υπό στοιχεία .../2016 δήλωση της αναιρεσίβλητης, η οποία, όμως, για τον άνω οφειλέτη του είναι ανακριβής,αναληθής και αόριστη, δοθέντος ότι η καθ' ης οφείλει στον οφειλέτη του Π. Χ. τα ποσά των 29.000 ευρώ και των 33.377,69 ευρώ από τις μεταξύ τους συναλλαγές δυνάμει των υπ' αριθμούς 8.548/2011 και 16110/2011 και ήδη τελεσίδικων διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα, προερχόμενα από την έκδοση ανεξόφλητων τιμολογίων και τραπεζικών επιταγών. Με βάση το ιστορικό αυτό το ανακόπτον ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η ανειλικρίνεια και η ανακρίβεια της προσβαλλόμενης δηλώσεως της καθ' ης, β) να ακυρωθεί η υπό στοιχεία .../12.04.2016 δήλωση της καθ' ης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, γ) να αναγνωρισθεί ότι η καθ' ης είναι οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου για το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε εις χείρας της η προαναφερθείσα κατάσχεση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ελευσίνας ύψους 317.917,46 ευρώ σχετικά με τον άνω οφειλέτη του Π. Χ., άλλως να αναγνωρισθεί ότι αυτή οφείλει να καταβάλει στο Δημόσιο το ποσό που οφείλει ή μέλλει να οφείλει στον οφειλέτη του, έως την ολοσχερή εξόφληση του Δημοσίου και έως του ποσού των 317.917,46 ευρώ, νομιμοτόκως από την επιβολή της κατασχέσεως στις 04.04.2016, άλλως από της επιδόσεως της ανακοπής του και δ) να υποχρεωθεί η καθ' ης, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, στην καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού των 317.917,46 ευρώ, άλλως να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό που οφείλει ή μέλλει να οφείλει στον άνω οφειλέτη του Π. Χ., έως της ολοσχερή εξόφληση του Δημοσίου και έως του ποσού των 317.917,46 ευρώ, νομιμοτόκως από την επιβολή της κατασχέσεως στις 04.04.2016, άλλως από της επιδόσεως της ανακοπής. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αρχικά, η υπ' αριθμόν .../03.04.2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, ακολούθως, μετά την ασκηθείσα από 01.04.2019 έφεση του αναιρεσείοντος, η προσβαλλόμενη υπ' αριθμόν .../2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε τυπικά, πλην απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεσή του κατά το μεταβιβασθέν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κεφάλαιό της περί τόκων, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση, η οποία, αφού δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή: α) αναγνώρισε ότι η από 12.04.2016 ανακοπτόμενη δήλωση της καθ' ης αναιρεσίβλητης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών είναι ανακριβής και ότι ο οφειλέτης του ανακόπτοντος αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου Π. Χ. διατηρούσε αξίωση κατά της καθ' ης ποσού 86.926,86 ευρώ και β) υποχρέωσε την καθ' ης να καταβάλει στο αναιρεσείον (ανακόπτον) το παραπάνω ποσό των 86.926,86 ευρώ, απορρίπτοντας ως μη νόμιμο το αίτημα για καταβολή τόκων με την αιτιολογία ότι με την ανακοπή του άρθρου 986 του ΚΠολΔ δεν μπορεί να ζητηθεί η καταδίκη του τρίτου σε καταβολή τόκων επί της απαιτήσεως, είτε από την επιβολή της κατασχέσεως είτε από την άσκηση της ανακοπής κατά της δηλώσεως του τρίτου, διότι η καθ' ης η ανακοπή-τρίτη από την επίδοση σε αυτήν του κατασχετηρίου έως την έκδοση τα αποφάσεως που διατάσσει την καταβολή στον κατασχόντα είναι μεσεγγυούχος του κατασχεθέντος. Ήδη, το αναιρεσείον με τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προσβάλλει μόνο το παρεπόμενο κεφάλαιο περί των τόκων, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο με την κρίση του να απορρίψει ως μη νόμιμο το αίτημα της ανακοπής για καταβολή και των νομίμων τόκων, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 30, 32, 33 και 34 του ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 345 και 346 του ΑΚ και 221 παρ. 1 περ. γ' του ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα εκτεθέντα στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, η ανακοπή κατά της αρνητικής δηλώσεως του τρίτου, εφόσον σωρεύθηκε στην ανακοπή αυτή, όπως εν προκειμένω, και αίτημα καταβολής νομιμοτόκως του ποσού της απαιτήσεως, εξομοιούται με καταψηφιστική αγωγή. Έτσι, το Εφετείο με την προαναφερθείσα κρίση του, παραβίασε, δια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του, τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΕΔΕ, οι οποίες είναι ουσιαστικού δικαίου, αφού οι διατάξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως με τις οποίες ασκείται ουσιαστικό δικαίωμα είναι ουσιαστικής φύσεως (ΑΠ 1893/ 2008), καθώς και την ως άνω διάταξη του άρθρου 345 του ΑΚ, δεχόμενο ότι η αναιρεσίβλητη είναι μεσεγγυούχος του κατασχεθέντος ποσού και δεν οφείλει τόκους, ενώ, κατά τα αναφερόμενα στις ίδιες νομικές σκέψεις, έπρεπε να δεχθεί ως νόμιμο το κύριο αίτημα της ανακοπής περί καταβολής τόκων, όχι όμως από την επιβολή της κατασχέσεως, η οποία έλαβε χώρα, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή στις 04.04.2016, αλλά με την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 988 παρ.1 του ΚΠολΔ, δηλαδή από τότε που η καθ' ης η ανακοπή ομόρρυθμη εταιρεία, ως τρίτη, ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει στο ανακόπτον και, ακολούθως, να κάνει δεκτή κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος προς το παραπάνω κεφάλαιο των τόκων, να εξαφανίσει ως προς το κεφάλαιο αυτό την εκκαλουμένη απόφαση και δικάζοντας επί της ανακοπής να υποχρεώσει την καθ' ης εφεσίβλητη και αναιρεσίβλητη εταιρεία να καταβάλει στο ανακόπτον και αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο το πρωτοδίκως επιδικασθέν χρηματικό ποσό των 86.926,86 ευρώ νομιμοτόκως από τις 13.04.2016, δηλαδή από την παρέλευση της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 988 παρ.1 ΚΠολΔ από την κοινοποίηση της κατασχέσεως στην καθ' ης η εκτέλεση (που κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως έλαβε χώρα στις 04.04.2016) και έως την πλήρη εξόφληση. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που έκρινε ως μη νόμιμο το προαναφερόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων. Ακολούθως, χάριν οικονομίας της δίκης, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικαστεί από το Δικαστήριο τούτο η ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 του ΚΠολΔ, αφού δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, ενόψει του ότι, λόγω της ενέργειας της προκειμένης αποφάσεως, η οποία είναι δεσμευτική για το Εφετείο που δίκασε (άρθρο 580 παρ.4 του ΚΠολΔ), παρέλκει η παραπομπή της σε αυτό διότι δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως, αλλά υπολείπεται μόνο η κατά το περιεχόμενο διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως που θα εκδοθεί με βάση την έκταση της αναιρέσεως (ΟλΑΠ 42/2005, ΑΠ 1582/2022, ΑΠ 762/2021), αφού, κατά τα άνω εκτεθέντα, έπρεπε να γίνει δεκτή και κατ' ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος προς το παραπάνω κεφάλαιο των τόκων. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή η από 20.05.2016 ανακοπή του αναιρεσείοντος και κατά το παρεπόμενο περί τοκοδοσίας αίτημά της και να υποχρεωθεί η καθ' ης η ανακοπή να καταβάλει στο αναιρεσείον το ήδη επιδικασθέν ποσό των 86.926,86 ευρώ νομιμοτόκως από τις 13.04.2016 και έως την εξόφληση, αίτημα το οποίο περιλαμβάνεται, ως έλασσον, στο αίτημα της ανακοπής περί καταβολής τόκων από την επιβολή της κατασχέσεως (04.04.2016), άλλως από της επιδόσεως της ανακοπής Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που δεν κατέθεσε προτάσεις πρέπει, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του, που υπέβαλε με την αναίρεση, να επιβληθούν εις βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 19 του ΕισΝΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και του άρθρου 2 της υπ' αριθμόν 134423 οικ/08.12.1992 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 11/Β/20.01.1993), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμόν .../2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς το κεφάλαιο των τόκων και συγκεκριμένα κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της από 20.05.2016 (και με γενικό αριθμό καταθέσεως 22059/23.05.2016) ανακοπής του αναιρεσείοντος, περί καταβολής τόκων επί του αιτούμενου ποσού.
Κρατεί την υπόθεση ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.
Δικάζει επί της ως άνω, από 20.05.2016, ανακοπής, ως προς το παρεπόμενο περί τοκοδοσίας αίτημά της.
Δέχεται την ανακοπή ως προς το αίτημα αυτό.
Υποχρεώνει την καθ' ης η ανακοπή (εφεσίβλητη και αναιρεσίβλητη) να καταβάλει στο ανακόπτον (εκκαλούν και αναιρεσείον) το, ήδη επιδικασθέν με την υπ' αριθμόν .../2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ποσό των ογδόντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι έξι ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (86.926,86) νομιμοτόκως από τις 13.04.2016 και έως την πλήρη εξόφληση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη (καθ` ης η ανακοπή και εφεσίβλητη) στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (ανακόπτοντος και εκκαλούντος), τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή