ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 683/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 683/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 683/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 683 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)



Αριθμός 683/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη - Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Γ. Π. του Ν., κατοίκου ... Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Κωνσταντίνας Φιλίππου και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Φ. του Ε., συζύγου Β. Μ., 2) Ν. Π. του Γ., κατοίκων ... Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Χειρδάρη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/10/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5022/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1387/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ως άνω αναιρεσείων με την από 28/6/2017 αίτησή του επί της οποίας εκδόθηκε η 1280/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την 1387/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Ακολούθως, εκδόθηκε η 3388/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/5/2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 4-5-2021 αίτηση με την οποία ζητείται η αναίρεση της υπ'αριθ. 3388/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στις 23-4-2021 και η αίτηση για την αναίρεσή της κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 20-5-2021 μαζί με το νόμιμο παράβολο των 450 ευρώ (άρθ. 495 παρ. 2Β δ', Γ β' , 553, 556, 558, 564 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει αυτή τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ'ιδίαν λόγων της (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ` επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ο αναιρεσείων άσκησε κατά των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6-10-2012 αγωγή του με την οποία ισχυρίστηκε ότι διαρκούντος του γάμου του με την δεύτερη εναγόμενη (πρώτη αναιρεσίβλητη), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7-6-1980 ο πρώτος εναγόμενος (δεύτερος αναιρεσίβλητος). Οτι τον Απρίλιο του 2012 ενημερώθηκε από ειδικό επιστήμονα ότι με βάση, τον τύπο της ομάδας αίματος του ιδίου και των εναγόμενων , αποκλείεται να είναι ο ίδιος φυσικός πατέρας του πρώτου εναγομένου. Ζήτησε δε με την αγωγή του, την οποία επέδωσε στις 28-1-2013, να κηρυχθεί ο πρώτος εναγόμενος μη γνήσιο τέκνο του. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθ. 5022/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αποσβέσεως του δικαιώματος του ενάγοντος από 7-6-1981 να ζητήσει την προσβολή της τεκμαιρόμενης πατρότητός του. Ασκηθείσης εφέσεως κατ'αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθ. 1387/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία έγινε δεκτό ότι ο ενάγων διαπίστωσε ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν ήταν γνήσιο τέκνο του τον Απρίλιο του 2012 και όχι ενωρίτερον λόγω ανωτέρας βίας εξαιτίας αγνοίας του για την πραγματικότητα αλλά και επειδή η δεύτερη εναγόμενη του απέκρυπτε την αλήθεια, με συνέπεια να απωλέσει την νόμιμη προθεσμία να ασκήσει το δικαίωμά του περί προσβολής πατρότητας εντός έτους από τότε που έλαβε γνώση του τοκετού, πλην όμως η αγωγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, διότι από το χρόνο άρσεως της ανωτέρας βίας παρήλθε η προβλεπόμενη από το άρθ. 257 παρ.2 ΑΚ εξάμηνη προθεσμία και μετά ταύτα απέρριψε την έφεση κατ'ουσίαν επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Ακολούθως ο εκκαλών με την από 28-6-2017 αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ζήτησε την αναίρεση της ως άνω εφετειακής αποφάσεως.
Εκδόθηκε η υπ'αριθ. 1280/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε σε ορθό αποτέλεσμα απορρίπτοντας την αντένσταση του αναιρεσείοντος περί αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας μέχρι τον Απρίλιο του 2012 με εσφαλμένη όμως αιτιολογία, την οποία αντικατέστησε ο Άρειος Πάγος με την ορθή αιτιολογία, ότι η αντένσταση του αναιρεσείοντος περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας λόγω ανώτερης βίας δεν είναι νόμιμη, αφού τα γεγονότα που επικαλέστηκε αυτός δεν συνιστούσαν την από το άρθ. 255 ΑΚ απαιτούμενη έννοια της επιβαλλόμενης για την αναστολή της αποσβεστικής προθεσμίας ανώτερης βίας, απορρίπτοντας τους σχετικούς από το άρθ. 559 αριθ. 1α, β και 19 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, "με τους οποίους ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, για εσφαλμένη ερμηνεία των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 255 παρ.2 και 257 παρ.2 ΑΚ, διότι αντίστοιχα, α) δεν δέχθηκε ότι ο χρόνος λήξης της ανώτερης βίας επήλθε τον Οκτώβριο του έτους 2012, ώστε να θεωρήσει κατ'ουσία βάσιμη την αντένστασή του, β)για εσφαλμένη μη λήψη υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πράγμα που αν έπραττε θα κατέληγε στην ορθή κατ'αυτόν ημερομηνία λήξης της ανώτερης βίας και γ) για έλλειψη αιτιολογίας στην παραδοχή για την συγκεκριμένη ημερομηνία, εκτός του ότι είναι απαράδεκτοι, διότι με την επίφαση των αναιρετικών αυτών πλημμελειών πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του Εφετείου (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ) είναι και αβάσιμοι ως αλυσιτελείς, εφόσον αναφέρονται σε μη νόμιμο ισχυρισμό και συνεπώς μη ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης", ενώ έκανε δεκτό τον εκ του αριθ. 11γ του άρθ. 559 ΚΠολΔ πρώτο λόγο αναίρεσης με το σκεπτικό ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία δεν υφίσταται ούτε η διαβεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα και μαρτυρικές καταθέσεις, έστω και ως γενική αναφορά του είδους των αποδείξεων, στις οποίες στήριξε το αποδεικτικό της πόρισμα, γεννώνται αμφιβολίες για το αν λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, κατά το σχηματισμό του πορίσματός του τα αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων είχε νόμιμα επικαλεστεί με τις ενώπιον αυτού προτάσεις του και είχε προσκομίσει ως προς το ζήτημα ότι ο χρόνος της διαπίστωσης των δολίων ενεργειών των αναιρεσιβλήτων ήταν ο Οκτώβριος του 2012. Ετσι, αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση κατά το μέρος που αυτή απέρριψε την αντένσταση αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας συνεπεία δόλιας συμπεριφοράς της πρώτης αναιρεσίβλητης και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση από το Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Η υπόθεση επαναφέρθηκε με την από 3-12-2018 κλήση του καλούντος-εκκαλούντος, μετά τη συζήτηση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση που απέρριψε την από 21-3-2013 έφεση με το αιτιολογικό ότι η αγωγή έπρεπε να ασκηθεί εντός ενός έτους από τότε που ο ενάγων έλαβε γνώση του τοκετού ήτοι έως 7-6-1981, του ισχυρισμού του ενάγοντος περί δόλιας αποτροπής του να ασκήσει την αξίωσή του εντός έτους από της γνώσεως του τοκετού κατ'άρθ. 255 εδ. β ΑΚ μη συνιστώντος νόμιμη αντένσταση με συνέπεια να μην τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθ. 257 εδ.β ΑΚ. Ο εκκαλών-ενάγων άσκησε την υπό κρίση από 4-5-2021 αίτησή του με την οποία ζητεί την αναίρεση της υπ'αριθ. 3388/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 ΚΠολΔ, στο δικαστήριο της παραπομπής, η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Δηλαδή, τα δικαστήρια, τα οποία επιλαμβάνονται της ίδιας υπόθεσης, ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσε ο Άρειος Πάγος, δεν έχουν δικαίωμα διαφωνίας, γι` αυτό και η απόφασή τους, κατά το μέρος που συμμορφώθηκαν με την αναιρετική, πλήττεται απαραδέκτως με λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1104/2010). Η δέσμευση περιορίζεται μόνο στα νομικά ζητήματα που έλυσε ο Άρειος Πάγος, με την παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναίρεσης (ΑΠ 1054/2010, ΑΠ 1395/2010). Όμως, το δικαστήριο της παραπομπής, μπορεί να εκτιμήσει διαφορετικά από την απόφαση που αναιρέθηκε, τα πραγματικά περιστατικά, αν αυτά επιδέχονται νομική προσέγγιση, η οποία δεν άπτεται του νομικού ζητήματος, το οποίο έδωσε αφορμή για την αναίρεση (ΑΠ 1708/2014,ΑΠ 146/2009, ΑΠ 1450/2006, ΑΠ 66/2004). Νομικό ζήτημα είναι το εννοιολογικό περιεχόμενο, το οποίο προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου θεμελιώθηκε η αναίρεση. Μπορεί άρα, αυτός να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο, για τους κατ` ιδίαν λόγους αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1097/2008, ΑΠ 297/2008). Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση, μόνο ως προς το κεφάλαιο, ως προς το οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα, για το οποίο έγινε δεκτός ο λόγος αναίρεσης, αλλά η υπόθεση επαναδικάζεται, κατά το εκκληθέν μέρος, για το οποίο με την απόφασή του, αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 1614/2008). Αν, επομένως, αναιρεθεί η απόφαση κατά ένα μέρος, ήτοι ως προς ορισμένα κεφάλαια αυτής και δεν αποφασισθεί η καθολική εξαφάνιση της απόφασης, το δικαστήριο της παραπομπής, δεν μπορεί να επιληφθεί της υπόθεσης για τα λοιπά κεφάλαια, γιατί, έτσι, παραβιάζεται το δεδικασμένο (ΑΠ 1522/2007, ΑΠ 1491/2007). Ομως, αν η μερική αναίρεση της απόφασης, αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, το οποίο αφορούσε ο αναιρετικός λόγος, που έγινε δεκτός και, άρα, η έφεση θα επανακριθεί, ως προς το κεφάλαιο αυτό (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 479/2009). Εξάλλου, κατά το άρθρο 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, "Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ` αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ` αυτήν", κατά δε το άρθρο 581 παρ.1 εδ. α` και 2 του ίδιου Κώδικα, "1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση .... 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ. β`". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της -περίπτωση, η οποία συντρέχει, όταν ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος όλης της απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης, σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της- αποβάλλει πλήρως και αναδρομικά την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο, εκτελεστότητα ή διαπλαστική ενέργεια καθώς και παρεπόμενες και αντανακλαστικές ενέργειες για οποιοδήποτε ζήτημα κρίθηκε με αυτή και οι διάδικοι, που μετείχαν, επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 14/2021, ΑΠ 248/2020), αφού, με την αναίρεση απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ως προς την οποία θα αποφανθεί πλέον το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτοβάθμια απόφαση είτε θα απορρίψει την έφεση και θα επικυρώσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ως προς τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με την αναίρεση ή ως προς τα οποία η αναίρεση απορρίφθηκε, αδιάφορο αν για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους, η προσβληθείσα απόφαση καθίσταται αμετάκλητη και εξακολουθεί να παράγει δεδικασμένο. Αν όμως ο Άρειος Πάγος, δεχόμενος λόγο αναίρεσης, έκρινε περιττούς και δεν ερεύνησε τους λοιπούς λόγους, οι ισχυρισμοί που θεμελιώνουν τους μη ερευνηθέντες λόγους ούτε στην εμβέλεια του λόγου 559 αριθ. 18 εμπίπτουν, ούτε αποκλείονται λόγω δεδικασμένου (ΑΠ 1061/2015) και επομένως παραδεκτά ερευνώνται εκ νέου, εφόσον επαναφέρονται. Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η έφεση επανεξετάζεται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, αφού κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, και αφού παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (ΑΠ 45/2022, ΑΠ 84/2017, ΑΠ 1708/2014). Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση κατ' ουσίαν, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δεν νοείται, υπό την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων, ενοποιημένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης, αλλά στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο Τμήμα. Το αναιρετικό Τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ' ουσία την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, αφού όμως κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 524 παρ. 1 εδάφιο β' ΚΠολΔ και αφού μετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί, δηλαδή, να προβληθούν από τους διαδίκους στον Άρειο Πάγο, με κρίσιμη χρονική αφετηρία τη, μετά την αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης, κατ' ουσίαν νέοι ισχυρισμοί, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 παρ.2 ΚΠολΔ, ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο, από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, μετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ' ουσίαν, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης, μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού Τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους, σύμφωνα με τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή (ΑΠ 755/2022, ΑΠ 1238/2021, ΑΠ 1196/2020, ΑΠ 1296/2019).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1465, 1467, 1468, 1469 στ. 1 και 1470 στ. 1 του ΑΚ, όπως έχουν αντικατασταθεί με το ν. 1329/1983 και έχουν εφαρμογή και σε τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την ισχύ αυτού κατ` άρθρο 68 παρ. 1 ιδίου νόμου, προκύπτει ότι την ιδιότητα του τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του κι εντεύθεν έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας έχει αυτοτελές δικαίωμα να προσβάλει ο τελευταίος και να επιδιώξει την αναγνώριση ότι δεν είναι πατέρας του (τέκνου) αλλά το δικαίωμα του αυτό υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία ενός έτους αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν, και σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό, με την έννοια, προφανώς της γνώσης του γεγονότος του τοκετού από τον πατέρα μετά την πάροδο της οποίας άπρακτης, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή είναι χωρίς έννομη επιρροή το πότε ο ενάγων έλαβε γνώση και των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν. Τούτο είναι σύμφωνο και με τον σκοπό για τον οποίο θεσπίσθηκε η αποσβεστική αυτή προθεσμία, που είναι ο καθορισμός χρονικού ορίου μέχρι του οποίου μπορεί να αμφισβητηθεί η πατρότητα ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ανατροπής της βιολογικής καταγωγής του τέκνου μετά την πάροδο μεγάλου χρόνου, που καθορίσθηκε με την εν λόγω διάταξη στο ικανό χρονικό διάστημα της πενταετίας (ΑΠ 159/2011). Εξάλλου, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθ. 67 του ν.1329/1983 , που ισχύει από 18-2-1983, η ιδιότητα του τέκνου που γεννήθηκε πριν από την ισχύ αυτού του νόμου ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο της γέννησής του. Η προσβολή όμως της πατρότητας κρίνεται σύμφωνα με το νέο δίκαιο. Ο σύζυγος της μητέρας μπορεί να προσβάλλει την πατρότητά του, όταν το τέκνο γεννήθηκε πριν την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, μόνο εάν δεν είχε χάσει το κατά το προηγούμενο δίκαιο δικαίωμα της αποκήρυξης του τέκνου ή της αμφισβήτησης της πατρότητας, η άσκηση του οποίου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1474 ΑΚ , όπως ίσχυε πριν τον ν.1329/1983 αποκλειόταν μετά την παρέλευση έτους από τότε που ο σύζυγος έλαβε γνώση του τοκετού. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι ο σύζυγος της μητέρας μπορεί να εγείρει την αγωγή για αποκήρυξη του τέκνου, που γεννήθηκε πριν την 18-2-1983, μόνο αν δεν είχε παρέλθει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό, προκειμένου, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, να μην είναι δυνατή η αναβίωση ενός τέτοιου δικαιώματος και η ανατροπή μιας κατάστασης που είχε παγιωθεί υπό το προηγούμενο καθεστώς (ΑΠ 1280/2018, ΑΠ 1020/1986). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 255, 257 και 279 του ΑΚ, συνάγεται σαφώς ότι και η αποσβεστική προθεσμία, όπως και η παραγραφή των αξιώσεων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος είτε εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή άλλο λόγο ανώτερης βίας είτε αποτράπηκε με δόλο του υπόχρεου να ασκήσει το δικαίωμα, ο δε λόγος της ανώτερης βίας ή του δόλου του υπόχρεου και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να συμπίπτει με το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας. Η έννοια της ανώτερης βίας είναι και για την προκειμένη περίπτωση η γενικώς παραδεκτή, δηλαδή ανώτερη βία αποτελεί κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως (ΑΠ 917/1984). Εξάλλου, η νομοθετική πρόβλεψη της αναστολής για δόλο του υπόχρεου, αποτελεί έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου κατά την οποία δεν είναι ανεκτός ο δόλος στις συναλλακτικές σχέσεις και σε αυτήν περιλαμβάνεται και η επίτευξη της παρόδου του χρόνου με παρελκυστικές συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις και γενικά συμπεριφορά που έχει σκοπό την απραξία του δικαιούχου μέχρι να συμπληρωθεί η παραγραφή ή η προθεσμία. Απαιτείται, δηλαδή, δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου, ενέργεια εσκεμμένη, η οποία να κατευθύνεται στην απραξία του δικαιούχου και τη συμπλήρωση της παραγραφής της αξίωσής του (ΑΠ 13/1989), πρέπει δε να αναφέρεται ο χρόνος της δόλιας ενέργειας (ΑΠ 819/1984). Η δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν είναι ανάγκη να αναφέρεται και να προκύπτει σε απ` ευθείας επαφή του με τον δικαιούχο, αλλά, εφ` όσον ο νόμος δεν διακρίνει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, μπορεί να υπάρχει, όταν ο υπόχρεος την μετέρχεται και μέσω τρίτου προσώπου, φθάνει να επέρχονται τα παραπάνω αποτελέσματα, δηλαδή της αποτροπής της άσκησης του δικαιώματός του (ΑΠ 1314/2013). Τέλος, ο ισχυρισμός του δικαιούχου περί αναστολής της προθεσμίας λόγω ανωτέρας βίας ή δόλου του υπόχρεου συνιστά καταχρηστική ένσταση και μπορεί να προβληθεί ως αντένσταση κατά της προτεινομένης (και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης - άρθρο 280 ΑΚ) ένστασης περί συμπλήρωσης της προθεσμίας, η οποία αντένσταση για να είναι πλήρης πρέπει να περιέχει τον χρόνο της ανώτερης βίας ή της δολίας ενέργειας, ώστε να προκύπτει αν αυτή έγινε πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου και διήρκεσε μέχρι και το τελευταίο εξάμηνο πριν από την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 819/1984 ΝοΒ 33.612, ΑΠ 670/1987). Kατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόστηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόστηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, ΟλΑΠ 7/2006). Η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη τού ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέστηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 11/2017, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 3/2019). Με τους συναφείς πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ'εκτίμηση, την πλημμέλεια εκ του αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ συνισταμένη στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθ. 255 παρ.2 ΑΚ απέρριψε την καθ'υποφοράν στην αγωγή προταθείσα αντένσταση αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας συνεπεία δόλιας συμπεριφοράς της πρώτης αναιρεσίβλητης ως νόμω αβάσιμη και εν συνεχεία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 6-10-2012 αγωγής προκύπτει ότι με αυτήν ο ενάγων/αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι με την δεύτερη εναγόμενη (πρώτη αναιρεσίβλητη) τέλεσε στην Αθήνα στις 7-1-1978 θρησκευτικό γάμο, από τον οποίο, διαρκούντος του γάμου του με αυτήν, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 7-6-1980 ο πρώτος εναγόμενος (δεύτερος αναιρεσίβλητος). Ότι τον Μάρτιο του 1981 η δεύτερη εναγόμενη αποχώρησε οριστικά από τη συζυγική στέγη μαζί με το ανήλικο τότε τέκνο τους (δεύτερο αναιρεσίβλητο), τον δε Μάϊο του 1982, αφότου λύθηκε ο γάμος τους, η δεύτερη εναγόμενη νυμφεύθηκε με τον Β. Μ.. Ότι έκτοτε οι σχέσεις του με τον πρώτο εναγόμενο ήταν ψυχρές , αυτός δε κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να διατηρήσει τη σχέση του με τον υιό του, όλες όμως οι προσπάθειές του προσέκρουαν στην σθεναρή αντίσταση της δεύτερης εναγόμενης και του συζύγου της, κατάφερνε δε να δει το τέκνο του μετά από έντονες λογομαχίες. Ότι τον Απρίλιο του 2012 ενημερώθηκε από ειδικό επιστήμονα ότι με βάση τον τύπο της ομάδας αίματος του ιδίου και των εναγόμενων, αποκλείεται να είναι ο ίδιος φυσικός πατέρας του πρώτου εναγομένου. Ότι με το από 24-7-2012 εξώδικό του προς τους εναγόμενους τους ενημέρωσε για όσα είχε ανακαλύψει και τους καλούσε να προσέλθουν σε συγκεκριμένο διαγνωστικό κέντρο για να παραδώσουν δείγμα DNA, χωρίς όμως να λάβει ουδεμία απάντηση. Ότι τελούσε σε πλήρη άγνοια για την πατρότητα, διότι η δεύτερη εναγομένη αν και γνώριζε με μεγάλη πιθανότητα ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν ήταν γνήσιο τέκνο του, του απέκρυπτε την αλήθεια για την πατρότητα του τέκνου της, επιπλέον δε με την δόλια και παρελκυστική συμπεριφορά της που συνίστατο σε δικαστικούς αγώνες για την επιμέλεια, διατροφή και επικοινωνία του τέκνου, με δημόσια πανηγυρική αποδοχή της πατρότητος αυτού από τη γέννησή του , δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για την αναγνώριση του πρώτου εναγομένου ως γνήσιου τέκνου του και τον απέτρεπε από την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του, μέχρι τον Απρίλιο του 2012, που ανακάλυψε την αλήθεια, έκτοτε δε οι εναγόμενοι ενεργούν με υποκρισία και αποκρύπτουν την αλήθεια, αρνούμενοι να υποβληθούν σε ιατρικές εξετάσεις για τη διαπίστωση της πατρότητος. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί ότι δεν είναι πατέρας του πρώτου εναγομένου. Τα ως άνω περιεχόμενα, καθ'υποφοράν, στην αγωγή περιστατικά ότι ο αναιρεσείων τελούσε σε πλήρη άγνοια για την πατρότητα του δευτέρου αναιρεσιβλήτου , επειδή η πρώτη αναιρεσίβλητη του απέκρυπτε την αλήθεια για την πατρότητα του τέκνου και με την δόλια και παρελκυστική συμπεριφορά της , που συνίστατο σε δικαστικούς αγώνες για την επιμέλεια, διατροφή και επικοινωνία του τέκνου, με δημόσια πανηγυρική αποδοχή της πατρότητός του από τη γέννηση του τέκνου, τον απέτρεπε από την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του μέχρι τον Απρίλιο του 2012 που ανακάλυψε την αλήθεια, συνιστούν την αντένσταση της αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας προς άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία είναι νόμιμη , στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου. 255 παρ.2 ΑΚ. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ως άνω αντένσταση ως μη νόμιμη, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθ. 255 παρ.2 ΑΚ. Κατόπιν τούτων, οι εκ του αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δίκασε μετά από αναίρεση της προηγούμενης υπ'αριθ. 1387/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Μετά ταύτα, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το Τμήμα τούτο, σε νέα συζήτηση, που θα λάβει χώρα μετά από κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Δικαστικά έξοδα θα επιδικασθούν από το παρόν Δικαστήριο με την απόφαση που θα εκδοθεί μετά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως (ΑΠ 1311/2024).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ. 3388/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση από το Τμήμα τούτο, η οποία θα λάβει χώρα σε νέα συζήτηση της υποθέσεως ύστερα από κλήση του επιμελέστερου από τους διαδίκους.
Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή