
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 684 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 684/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη και Μαρία Πετσάλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Λ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Πηνελόπη Τέκου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Π. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φοίβο Στρούγγαρη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ../2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι …/2018 μη οριστική και 149/2022 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από ../2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αρ. 149/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία, μετά την έκδοση της μη οριστικής υπ' αρ. …/2018 αποφάσεως του ιδίου ως άνω δικαστηρίου που διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, αφού έγινε δεκτή η έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της υπ' αρ. …/2014 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών και εξαφανίστηκε αυτή, έγινε εν μέρει δεκτή η από …2011 αγωγή του, αναγνωρίστηκε το αποκλειστικό του δικαίωμα επί των τμημάτων της ιστορούμενης σε αυτή διδακτορικής του διατριβής, καθώς και η υποχρέωση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, που προέβη σε κλοπή αυτής της πνευματικής του ιδιοκτησίας, να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 20.000 ευρώ, πλέον των νομίμων τόκων, επιπλέον δε υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να δημοσιεύσει περίληψη της αποφάσεως σε εφημερίδες και να παραλείπει στο μέλλον κάθε περαιτέρω προσβολή του δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου με απειλή προσωπικής κρατήσεως και χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αρ. 3 ΚΠολΔ).
Α. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.2121/1993 "οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ` αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού του δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα)". Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων του ίδιου νόμου 4 παρ. 1 και 3, που αναφέρονται στις επιμέρους εξουσίες του δημιουργού επί του ηθικού δικαιώματος και 12 παρ. 2, που αφορά στη μεταβίβαση του πνευματικού δικαιώματος (περιουσιακού και ηθικού), προκύπτει ότι το έργο, ως πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή προσιτή στις αισθήσεις, προστατεύεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφόσον ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις της γενικής ρήτρας (άρθρο 2 παρ.1), εφόσον δηλαδή είναι πρωτότυπο. Η "πρωτοτυπία", η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται γενικά από το νόμο, είναι η κρίση ότι, κάτω από παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους, κανένας άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει έργο όμοιο ή ότι το έργο παρουσιάζει μια ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο "δημιουργικού ύψους", κάποια απόσταση δηλαδή από τα ήδη γνωστά ή αυτόνομα. Η κρίση αυτή στηρίζεται στην "ατομικότητα" του κάθε έργου, η οποία αντανακλά την ιδιαιτερότητα της δημιουργικής διαδικασίας του δημιουργού του, έτσι ώστε το έργο να διαθέτει "στατιστική μοναδικότητα". Επομένως, εάν ένα πνευματικό δημιούργημα, που έχει εκφραστεί με οποιαδήποτε μορφή, είναι πρωτότυπο ή όχι αποτελεί ζήτημα πραγματικό, που υπόκειται σε απόδειξη και για το οποίο αποφαίνονται ανελέγκτως τα δικαστήρια της ουσίας. Η πρωτοτυπία δεν συνιστά μόνο προϋπόθεση προστασίας του έργου και ειδοποιό διαφορά μεταξύ έργου και απλού πνευματικού δημιουργήματος, αλλά συγχρόνως διαγράφει και την έκταση προστασίας του πρώτου. Μόνον εκείνα τα στοιχεία του έργου προστατεύονται από την ανάληψη τρίτου, τα οποία διαθέτουν την απαιτούμενη πρωτοτυπία. Τα άλλα στοιχεία είναι αντικείμενα ελεύθερης χρήσεως. Επίσης, ένα έργο δεν προστατεύεται μόνον ως σύνολο. Δεκτικά προστασίας είναι και μέρη έργων, εφόσον βέβαια παρουσιάζουν την απαραίτητη πρωτοτυπία, χωρίς να ασκεί επιρροή η σχέση των μερών προς το όλο έργο. Αρκεί το μέρος, ανεξάρτητα από το συνολικό δημιούργημα, να διαθέτει την απαραίτητη πρωτοτυπία. Σε περίπτωση υπαίτιας προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία μπορεί να γίνει είτε με πιστή αντιγραφή χωρίς καμιά ή εντελώς επουσιώδεις αλλαγές (δουλική ανάληψη), είτε με διασκευή, με μετατροπή δηλαδή στη μορφή ή στη δομή του έργου, έτσι ώστε να υπάρχει ομοιότητα των δύο έργων κατά το κύριο περιεχόμενό τους παρά την αναπαραγωγή του με αποκλίσεις και τροποποιήσεις, παρέχεται στο δικαιούχο πνευματικής ιδιοκτησίας αξίωση αποζημιώσεως και αξίωση ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 1 και 2 του Ν. 2121/1993, σε κάθε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας ή του συγγενικού δικαιώματος, ο δημιουργός ή ο δικαιούχος του συγγενικού δικαιώματος μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματός του, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, ενώ όποιος υπαιτίως προσέβαλε την πνευματική ιδιοκτησία ή τα συγγενικά δικαιώματα άλλου υποχρεούται σε αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμεταλλεύσεως που έκανε, χωρίς την άδεια, ο υπόχρεος. Με τη διάταξη αυτή ενσωματώνεται στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας βασικώς η ρύθμιση του άρθρου 914 του ΑΚ, καθώς και οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των άρθρων 57 εδαφ. γ, 59, 60 εδαφ. β` και 932 του ίδιου Κώδικα, το πραγματικό δε του κανόνα δικαίου που περιέχει η εν λόγω διάταξη, σε ό,τι αφορά την αποζημίωση, προϋποθέτει (περιλαμβάνει) υπαιτιότητα και προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας (ή του συγγενικού δικαιώματος), παράνομη δηλαδή συμπεριφορά. Γενικά, ως παράνομη προσβολή θεωρείται κάθε πράξη που επεμβαίνει στις εξουσίες (ηθικές ή περιουσιακές) του δημιουργού και γίνεται χωρίς την άδειά του, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής. Η υπαιτιότητα απαιτείται μόνο για την αξίωση αποζημιώσεως, ενώ η ίδια η πράξη της προσβολής συνεπάγεται και το παράνομο. Το άρθρο 65 αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 914 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται μόνον όπου η ειδική διάταξη καταλείπει κενά και στο βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστη η ανάλογη εφαρμογή με το νομοθετικό πνεύμα που διέπει τις διατάξεις του ν. 2121/1993. Προς διευκόλυνση της αποδείξεως της ζημίας του δικαιούχου και προσδιορισμό της πλήρους αποζημιώσεως καθορίζεται με το άρθρο 65 παράγραφος 2 εδαφ. β` ν. 2121/1993 ένα ελάχιστο όριο αποζημιώσεως που είναι το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμεταλλεύσεως που διενήργησε χωρίς άδεια ο υπόχρεος (ΑΠ 1787/2022, ΑΠ 484/2020, 1215/2019, ΑΠ 438/2018, ΑΠ 715/2017).
Β. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 252/2021). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 457 παρ.2 και 3, 460, 461 και 463 ΚολΔ, προκύπτει ότι τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα δημόσια έγγραφα (455 ΚΠολΔ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει, συνεπώς, τον ισχυρισμό του διαδίκου που το προσκομίζει για τη γνησιότητά του, ο δε αντίδικος τούτου φέρει το βάρος της δηλώσεως περί αρνήσεως της γνησιότητας και ο πρώτος της αποδείξεως αυτής, όταν αμφισβητηθεί. Εφόσον το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσκομίζεται ή τρίτου, το παραγόμενο από τη μη αμφισβήτηση της γνησιότητας υπογραφής αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, αυτός δε που επικαλείται την πλαστότητα βαρύνεται με την απόδειξή της (463 ΚΠολΔ). Και αν μεν αποδειχθεί κατά τη διαδικασία κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το έγγραφο η πλαστότητα του περιεχομένου, τούτο κατά το πλαστό μέρος του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ενώ αν προκύψει ότι είναι γνήσιο, τότε το έγγραφο αυτό λαμβάνεται υπόψη. Αν όμως το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την πλαστότητα του περιεχομένου του λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 α` του ΚΠολΔ, αφού εκτιμά ή δεν εκτιμά έγγραφο πριν διαπιστώσει, ως οφείλει, αν εμπίπτει στα επιτρεπόμενα ή μη επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 584/2019, ΑΠ 825/2010, ΑΠ 72/2008, ΑΠ 655/2003).
Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα έγγραφα που αυτός επικαλέστηκε με τις προτάσεις του και προσκόμισε νομίμως τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ήτοι : α) το από Μαρτίου 1999 εγχειρίδιο επιμορφώσεως των μηχανικών της …, συγγραφής του, με τίτλο "…..", β) το από Νοεμβρίου 1998 εγχειρίδιο επιμορφώσεως των μηχανικών της …, συγγραφής του, με τίτλο "…." και γ) το από Νοεμβρίου 1999 εγχειρίδιο επιμορφώσεως των μηχανικών της …., συγγραφής του, με τίτλο "…", από τα οποία αποδεικνύεται ότι σημαντικό μέρος της επίδικης διδακτορικής διατριβής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου αποτελεί επανάληψη θεωριών αποτυπωμένων σε εγχειρίδια και συγγράμματα δικής του αποκλειστικά πνευματικής δημιουργίας. Από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο από την εκτίμηση "των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της με αριθμό …/….-2021 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Σ. Δ., καθηγητή του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου …., η διενέργεια της οποίας διατάχθηκε με την με αριθμό …2018 απόφαση ...... και όλων των εκατέρωθεν προσκομιζόμενων και επικαλούμενων από τους διαδίκους εγγράφων......, εκτός από τα με αριθμούς 3α, 3β, 3γ, Λ, Μ, Ν, Ξ και Ο επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα συγγράμματα, που προσκομίζονται, χωρίς μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα", δέχθηκε, αναφορικά με τα ως άνω επικαλούμενα από τον αναιρεσείοντα έγγραφα, τα εξής: "....... Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι, το πρώτο κεφάλαιο του διδακτορικού του ενάγοντος αποτελεί απλή επανάληψη και απομίμηση, χωρίς ψήγμα προσωπικής συμβολής ή διαφοροποίησης του δικού από τον Μάρτιο 1999 εγχειριδίου με τίτλο "…..", που ο ίδιος συνέγραψε και συνέταξε τέσσερα ολόκληρα χρόνια προτού ο αντίδικός του ξεκινήσει τη συγγραφή του διδακτορικού του, κατά το χρόνο που απασχολούνταν στην εταιρία κινητής τηλεφωνίας "…. Α.Ε." και το οποίο χρησιμοποίησε, προκειμένου να παραδώσει σεμινάρια στους υπαλλήλους της εταιρίας για την επιμόρφωσή τους στον τομέα των τεχνολογιών δικτύου. Ότι ο ενάγων είναι αυτός που αντέγραψε ουσιαστικά ολόκληρα κεφάλαια από το ως άνω εγχειρίδιο που συνέγραψε ο ίδιος, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των σχημάτων που σχεδίασε ο ίδιος, και όχι μόνο δεν αναφέρει τούτο στην παρατιθέμενη βιβλιογραφία του, αλλά αντιθέτως ισχυρίζεται ότι αποτελούν πρωτότυπο δικό του έργο. Ότι το δικό του έργο προϋπήρχε του αντιδίκου του και σαφώς προηγείται χρονικά, με αποτέλεσμα το δικό του έργο διανόησης, να αποτελεί το πρωτότυπο και άξιο προστασίας έργο και όχι η απλή επανάληψη, που συμπεριέλαβε ο ενάγων στο διδακτορικό του. Ειδικότερα δε ισχυρίζεται ότι : α) οι σελίδες 6 έως 10 του διδακτορικού του αντιδίκου του είναι αντιγραφή- επανάληψη των σελίδων 15-19 του ανωτέρω εγχειριδίου β) οι σελίδες 16 έως 18 του διδακτορικού του αντιδίκου του, ταυτίζονται απόλυτα με τις σελίδες 29 έως 31 του εγχειριδίου του "……" γ) ότι οι σελίδες 18 έως 21 του διδακτορικού του αντιδίκου του ταυτίζονται με τις 33 έως 37 της εισαγωγής του εν λόγω εγχειριδίου, δ) οι σελίδες 22 έως 25 του διδακτορικού του ενάγοντος ταυτίζονται με τις σελίδες 38 έως 40 της εισαγωγής του ανωτέρω εγχειριδίου και ε) οι σελίδες 27 έως 30 του διδακτορικού του ταυτίζονται με τις σελίδες 41 έως 44 της εισαγωγής του εν λόγω εγχειριδίου. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγόμενου κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι, κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου, ο εναγόμενος προσέθεσε εκ των υστέρων τα συγκεκριμένα τμήματα του κεφαλαίου 1 της διατριβής του ενάγοντος και τα έθεσε ως "Εισαγωγή" στο ως άνω εγχειρίδιό του, χωρίς να αναφέρει ότι αυτά βασίζονται το βιβλίο των Σ. Κ. και Κ. "…", εκδόσεις Παπασωτηρίου (1997), που προηγήθηκε χρονικά. Η ανωτέρω παραδοχή του δικαστηρίου τούτου, ενισχύεται από το γεγονός ότι, η "Εισαγωγή" στο ως άνω εγχειρίδιό του εναγόμενου είναι το μοναδικό κομμάτι του εν λόγω εγχειριδίου, που φέρει αρίθμηση των σελίδων και καταδεικνύει ότι προστέθηκε εκ των υστέρων από τον εναγόμενο. Στο κεφάλαιο 2 του διδακτορικού του ενάγοντος, καταγράφονται οι λειτουργικές διαδικασίες των κυτταρικών συστημάτων κινητής τηλεφωνίας, δηλαδή κυρίως οι διαδικασίες έναρξης, διακοπής, συνέχειας και περιαγωγής των κλήσεων. Για το κεφάλαιο αυτό πραγματοποιήθηκε από τον ενάγοντα βιβλιογραφική έρευνα σε βάθος για τις διαδικασίες σε διάφορα είδη κυτταρικών συστημάτων, ενώ η διάρθρωση και η δομή του κεφαλαίου έγιναν με αυστηρά προσωπικά κριτήρια του ενάγοντος και αφορούν αποκλειστικά και μόνον τη δική του διατριβή. Μάλιστα στο εν λόγω κεφάλαιο περιέχεται και πληθώρα ατομικών προσθηκών και κρίσεων του ενάγοντος. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι, το 2° κεφάλαιο της διδακτορικής διατριβής του αντιδίκου του, αποτελεί στείρα επανάληψη του αντιστοίχου κεφαλαίου του από Νοέμβριο του 1998 εγχειριδίου, που συνέγραψε αυτός με τίτλο "…". Ειδικότερα δε ισχυρίζεται: α) ότι η σελίδα 38 του διδακτορικού του ενάγοντος ταυτίζεται με τη σελίδα 21 του κεφαλαίου 7 του ως άνω εγχειριδίου του, β) ότι οι σελίδες 40 έως 46 αποτελούν ακριβή μεταφορά και δουλική απομίμηση των σελίδων 21 έως 27 του εγχειριδίου του, συμπεριλαμβανομένων των σχημάτων απεικόνισης και γ) ότι οι σελίδες 50 έως 55 του διδακτορικού του ενάγοντος ταυτίζονται με τις σελίδες 27 έως 32 του κεφαλαίου 7 του ως άνω εγχειριδίου του. Ωστόσο, ο ανωτέρω ισχυρισμός του εναγόμενου κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι αποδείχθηκε ότι, το κεφαλαίο 2 της διατριβής του ενάγοντος βασίστηκε, σε άντληση πληροφοριών από το διαδίκτυο, σε επιλογή από τον ενάγοντα τμημάτων από το βιβλίο των Σ. Κ.. και Κ. ".." - εκδόσεις Παπασωτηρίου (1997), ενώ επιμελήθηκε προσωπικά τους πίνακες και τα σχήματα που περιλαμβάνονται στο εν λόγω κεφάλαιο. Σε ότι αφορά δε στην άντληση πληροφοριών από το διαδίκτυο, επισημαίνεται η βιβλιογραφική αναφορά με αριθμό 64, που βρίσκεται στη σελίδα 180 της διδακτορικής διατριβής του ενάγοντος, εργασία με τίτλο: ".., …, . ., .., "..", …, .., No. ., …, …", που αποτέλεσε τη βάση του κεφαλαίου 2 της διατριβής του ενάγοντος. Συγκεκριμένα, επιλεγμένα τμήματα της ανωτέρω εργασίας μεταφράστηκαν από τον ενάγοντα, επανασχεδιάστηκαν και αποτέλεσαν τις σελίδες 40-52 του κεφαλαίου 2. Η ανωτέρω εργασία, όπως προκύπτει, δημοσιεύτηκε σε έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό τον Αύγουστο του 1999 και ως εκ τούτου είναι αδύνατο το εγχειρίδιό του εναγόμενου, με τη μορφή που το κατέθεσε ως σχετικό επισυναπτόμενο έγγραφο στις προτάσεις του, να είχε συγγραφεί ήδη από τον Νοέμβριο του 1998, προγενέστερα δηλαδή της δημοσίευσης της ως άνω εργασίας, ενώ αυτή περιλαμβάνεται και στη βιβλιογραφία της δικής του διατριβής με αριθμό 64. Επιπλέον, στη σελίδα 36 του κεφαλαίου 7 του ανωτέρω εγχειριδίου του εναγόμενου, αναφέρονται ως βιβλιογραφία (References) και οι ακόλουθες πηγές: [2] ... ... ..., .... .. ..., ... .. .…".. …..", ..: …, …, … [3] …, ".., …". …, …, .. [4] …, ….., …, δηλαδή εργασίες, που όλες δημοσιεύτηκαν το έτος 1999 και τις οποίες αναφέρει ο εναγόμενος στο ως άνω εγχειρίδιό του, που φέρεται ότι έχει συγγράψει το Νοέμβριο 1998. Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι ο εναγόμενος έχει αλλοιώσει τα εγχειρίδια που προσκόμισε ενώπιον του δικαστηρίου. Στο κεφάλαιο 3 του διδακτορικού του ενάγοντος περιγράφεται η λειτουργική διαδικασία της μεταγωγής, η οποία εξασφαλίζει τη συνέχεια των κλήσεων των κινούμενων συνδρομητών. Και για το κεφάλαιο αυτό πραγματοποιήθηκε από τον ενάγοντα λεπτομερής έρευνα σε βάθος και τμήματα αυτού βασίστηκαν σε άντληση πληροφοριών από το διαδίκτυο. Το κεφάλαιο αυτό αποτελεί το βασικό αντικείμενο της διατριβής του, η διάρθρωση και η δομή του κεφαλαίου έγιναν με αυστηρά προσωπικά κριτήρια του ενάγοντος και στο τέλος αυτού (κεφαλαίου) προτείνεται αλγόριθμος για την έναρξη της διαδικασίας μεταγωγής, που αποτελεί προσωπικό πρωτότυπο πόνημα του ενάγοντος. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι, στο κεφάλαιο 3 του διδακτορικού του αντιδίκου του, ενσωματώνει τη συνέχεια του κεφαλαίου 7 του ως άνω εγχειριδίου του με τίτλο "….." και συγκεκριμένα ότι: α) από την πρώτη σελίδα της εισαγωγής του κεφαλαίου 3 μέχρι τη σελίδα 66 του διδακτορικού του αντιδίκου του, έχουν μεταφερθεί αυτούσιες παράγραφοι του ως άνω εγχειριδίου του (Κεφ. 7) και συγκεκριμένα από τη σελίδα 32 έως την σελίδα 36, χωρίς μάλιστα να αναφερθεί η σχετική βιβλιογραφία, β) οι σελίδες 76 έως 79 του διδακτορικού του αντιδίκου του ερείδονται και επαναλαμβάνουν τη θεωρία και τις θέσεις που έχει διατυπώσει ο κοινός τους εποπτεύων καθηγητής Σ.. Κ. στο βιβλίο των Σ. Κ… και … "…" - εκδόσεις Παπασωτηρίου (1997), του οποίου και αποτελεί πνευματικό έργο και ουδόλως εμπίπτει στη σφαίρα εξουσίασης του αντιδίκου του, γ) στις σελίδες 79-85 ο αντίδικός του παρουσιάζει τα κριτήρια για την επιτυχή πραγματοποίηση μεταγωγών, έναν προτεινόμενο αλγόριθμο μεταγωγής και τη διαδικασία της μεταγωγής στα μικροκυτταρικά συστήματα, πλην, όμως το συγκεκριμένο κεφάλαιο βασίζεται στην εργασία "I. …., S. .. and S. …, "…" …... .., …., …1", που είχε δημοσιευτεί ήδη από το έτος 2001 και ότι ο ενάγων χρησιμοποίησε στο δικό του διδακτορικό λόγω συνάφειας το εν λόγω κεφάλαιο, πλην όμως αναφέρει στη βιβλιογραφία και συγκεκριμένα υπό τον αριθμό 83 την εν λόγω εργασία ως μία από τις πηγές του, σύμφωνα με την πάγια διεθνή πρακτική των επιστημόνων και άρα δεν έχει την πρωτοτυπία του συγκεκριμένου κεφαλαίου και δεν ανήκει στη σφαίρα εξουσίασής του. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγόμενου κρίνονται επίσης ως ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι αποδείχθηκε ότι, πράγματι ο ενάγων, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, επέλεξε για το ως άνω κεφάλαιο της διατριβής του τμήματα από το βιβλίο των Κ.. και Κ.. "…." - εκδόσεις Παπασωτηρίου (1997), αναφέροντας όμως αυτό στη βιβλιογραφία του, ενώ αντιθέτως ο εναγόμενος δεν αναφέρει στη βιβλιογραφία του κεφαλαίου 7 του ως άνω εγχειριδίου του την ανωτέρω πηγή. Επιπλέον στην σελίδα 36 του κεφαλαίου 7 του ανωτέρω εγχειριδίου του, αναφέρονται στη βιβλιογραφία και οι πηγές που αναφέρθηκαν ανωτέρω και οι οποίες συγγράφηκαν το έτος 1999, ενώ ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι έγγραψε το ανωτέρω εγχειρίδιο το Νοέμβριο του 1998, γεγονός που καταδεικνύει ότι έχει αλλοιώσει και το εν λόγω εγχειρίδιό του. Στο κεφάλαιο 4 του διδακτορικού του ενάγοντος, αναλύεται το μοντέλο, επικοινωνιακής κίνησης, στο οποίο βασίστηκε η συνέχεια της διατριβής του και σ' αυτό (μοντέλο) υπολογίζονται προσεγγιστικά ο χρόνος κράτησης καναλιού και ο ρυθμός άφιξης των κλήσεων σε μια περιοχή, έχοντας ως δεδομένα το εύρος της περιοχής, την ταχύτητα και τη διεύθυνση της κίνησης των συνδρομητών και οι προσεγγίσεις αυτές είναι καθαρά υποκειμενικές. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ολόκληρο το κεφάλαιο 4 του διδακτορικού του ενάγοντος με τον τίτλο "…" αποτελεί πιστή αντιγραφή του κεφαλαίου 4 του από Νοέμβριο 1999 εγχειριδίου του με τίτλο "…." και ειδικότερα ότι, οι σελίδες 90 έως 105 του διδακτορικού του αντιδίκου του, αποτελούν πιστή αντιγραφή ολόκληρου του κεφαλαίου 4 του ως άνω εγχειριδίου του, από τις θεωρητικές θέσεις μέχρι τους μαθηματικούς τύπους, τα παραδείγματα και τα επεξηγηματικά σχέδια. Ότι η προέλευση του εν λόγω θέματος, ήτοι η ανάλυση της θεωρίας της επικοινωνιακής κίνησης και η τεχνική υποστήριξης της διαδικασίας μεταγωγής, έχει διατυπωθεί και θεμελιωθεί ήδη από το έτος 1986 από τον έγκριτο επιστήμονα και καθηγητή Stephen Rappoport στην εργασία του με τίτλο "Traffic Model and Performance Analysis for Cellular Mobile Radio Telephone Systems with Prioritized and Non-prioritized Handoff Procedurew", που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό "IEEE Transaction on Vehicular Technology", του οποίου την εργασία από τις σελίδες 77 έως 83 έχει μεταφράσει ο ενάγων και δουλικά έχει αναπαραγάγει στις ανωτέρω αναφερόμενες σελίδες του διδακτορικού του. Ότι από την απλή επισκόπηση των τριών εργασιών (ενάγοντος, εναγόμενου και Rappaport) προκύπτει αβίαστα ότι ταυτίζονται στο ακέραιο και ότι η πρωτότυπη εργασία και θεωρία αποτελεί πνευματικό δημιούργημα και ιδιοκτησία του Stephen Rappaport, την οποία τόσο ο αντίδικός του, όσο και ο ίδιος μετέφεραν αυτούσια στα διδακτορικά τους, αναφερόμενοι φυσικά σε αυτή στη βιβλιογραφία τους. Ότι η εν λόγω θεωρία υφίστατο επί 20 χρόνια και είναι πασίγνωστη στην παγκόσμια πανεπιστημιακή κοινότητα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Αποδείχθηκε ότι, η ανωτέρω μαθηματική ανάλυση στο κεφάλαιο 4 του ενάγοντος, ναι μεν στηρίζεται αρχικά στην ανωτέρω αναφερόμενη δημοσιευμένη εργασία Stephen Rappaport, πλην όμως διαφοροποιείται στη συνέχεια αισθητά από αυτήν. Στο εν λόγω κεφάλαιο παρουσιάζεται από τον ενάγοντα η μαθηματική αναπαράσταση του μοντέλου τηλεπικοινωνιακής κίνησης, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες προσωπικές του παραδοχές και προσεγγίσεις. Συγκεκριμένα, όπως αναλύεται στις σελίδες 91-92 του κεφαλαίου 4 της διδακτορικής διατριβής του, προτείνεται μια καινοτόμος μέθοδος υπολογισμού ενός κρίσιμου μεγέθους (παράμετρος "α"). Μεταξύ της μεθόδου που αναλύεται και παρουσιάζεται στη διατριβή του ενάγοντος και της μεθόδου που αναλύθηκε και παρουσιάστηκε στην προαναφερόμενη δημοσιευμένη εργασία του Rappaport το 1986 υπάρχει ειδοποιός διαφορά, που αναλύεται και παρουσιάζεται λεπτομερώς στο κεφάλαιο 7 της διατριβής του ενάγοντος. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη δημοσιευμένη εργασία του ενάγοντος και των ακόλουθων συγγραφέων με τίτλο: "I.Panoutsopoulos, S. Kotsopoulos and V. Toundopoulos: "Handover and New Call Admission Policy Optimization for G3G systems ", Wireless Networks 8, pp. 381-389, 2002", στην οποία συγγραφική ομάδα δεν μετείχε ο εναγόμενος και η οποία δημοσιεύτηκε σε έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό τον Οκτώβριο του 2002 και αποτελεί πνευματικό έργο του ενάγοντος και των υπολοίπων συγγραφέων, διότι τα τμήματα αυτά του κεφαλαίου 4 περιλαμβάνουν την καινοτόμο μέθοδο υπολογισμού της παραμέτρου "α" και γράφηκαν τον Ιούλιο του 1999, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο εναγόμενος έχει αλλοιώσει και αυτό το εγχειρίδιό του και έχει μεταφέρει σε αυτό τα επίμαχα τμήματα της διατριβής του ενάγοντος. Στο κεφάλαιο 5 του διδακτορικού του ενάγοντος, αναλύονται και μοντελοποιούνται τρεις (3) τεχνικές υποστήριξης της λειτουργικής διαδικασίας της μεταγωγής στα συστήματα κινητών επικοινωνιών. Στις ανωτέρω σελίδες 107-120 παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο των ήδη δημοσιευμένων στη διεθνή βιβλιογραφία τεχνικών και προκειμένου να αναλυθούν και να παρουσιαστούν οι τεχνικές αυτές, απαιτήθηκε εκτενής βιβλιογραφική αναζήτηση σε πληθώρα πηγών και στη συνέχεια να μεταφραστούν και να δομηθούν οι σχετικές πληροφορίες σ' ένα ενιαίο κείμενο. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το κεφάλαιο 5 του διδακτορικού του αντιδίκου του δεν αποτελεί πρωτότυπο έργο, αλλά πρόκειται για ανάλυση και μοντελοποίηση τριών (3) τεχνικών υποστήριξης της λειτουργικής διαδικασίας της μεταγωγής στα συστήματα κινητών επικοινωνιών, οι οποίες είχαν ήδη δημοσιευτεί στη διεθνή βιβλιογραφία από ξένους ερευνητές. Ότι, σε κάθε περίπτωση πρώτος χρονικά αυτός κατέγραψε και ανέλυσε τις εν λόγω θεωρίες στο εγχειρίδιο με τίτλο "…", από το οποίο τις αναπαρήγαγε ο αντίδικος και ειδικότερα ότι: α) οι σελίδες 107 έως 109 του διδακτορικού του αντιδίκου του σχετικά με το μοντέλο E…Β αποτελούν πιστή αντιγραφή των σελίδων 12 έως 14 του κεφ. 3 του ως άνω εγχειριδίου τους, β) οι σελίδες 109 έως 120 του διδακτορικού του αντιδίκου του αποτελούν εξ ολοκλήρου αντιγραφή του κεφαλαίου 5 του ως άνω εγχειριδίου του με τίτλο κεφαλαίου "…" και άρα ότι πρόκειται για προϊόν δική του πνευματικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνεται στο ανωτέρω εγχειρίδιό του. Αποδείχθηκε ότι στο κεφάλαιο 5 της διδακτορικής διατριβής του ενάγοντος γίνεται ανάλυση των έως τότε υφιστάμενων τεχνικών υποστήριξης της λειτουργικής διαδικασίας της μεταγωγής. Η ανάλυση και η μοντελοποίηση των ήδη δημοσιευμένων τεχνικών ήταν αναγκαία, προκειμένου να γίνουν συγκρίσεις με τις προτεινόμενες τεχνικές του επομένου κεφαλαίου 6 του διδακτορικού του ενάγοντος και να εξαχθούν τα κατάλληλα συμπεράσματα. Η βιβλιογραφική αναζήτηση των υφιστάμενων τεχνικών έγινε εξ ολοκλήρου από τον ενάγοντα, η δε σχετική πληροφορία που χρησιμοποίησε παρατίθεται στην ενότητα της βιβλιογραφίας στη σελίδα 173 της διατριβής του. Περαιτέρω και λόγω της ύπαρξης της προτεινόμενης μεθόδου υπολογισμού της παραμέτρου "α", που περιγράφεται στη μαθηματική ανάλυση των κεφαλαίων 4 και 7 της διατριβής του ενάγοντος, υπάρχει και αντίστοιχη διαφοροποίηση από την εργασία του Rappaport (1986), στην οποία και βασίστηκε αρχικά. Κατά συνέπεια, πηγή για τη συγγραφή του κεφαλαίου 5 της διδακτορικής διατριβής του ενάγοντος, αποτελεί μερικώς η εργασία του Rappaport (1986), πλην όμως στη μαθηματική ανάλυση των τεχνικών αυτών εμφανίζονται αυστηρά προσωπικές παραδοχές του ενάγοντος, οι οποίες διαφοροποιούν την ανάλυσή του σε σχέση με την μαθηματική ανάλυση των ήδη υφιστάμενων τεχνικών. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι, τα επίμαχα ως άνω τμήματα προϋπήρχαν στο εγχειρίδιο του εναγόμενου, διότι ενόψει της μορφής αυτών (συρραφή κεφαλαίων), ήταν πολύ απλό να προστεθούν εκ των υστέρων.
Συνεπώς, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγόμενου περί του κεφαλαίου 5 της διατριβής του ενάγοντος κρίνονται απορριπτέοι επίσης ως ουσιαστικά αβάσιμοι....". Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι το Εφετείο νομίμως, σύμφωνα και με προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο Β μείζονα σκέψη, δεν έλαβε υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα ως άνω εγχειρίδια, αφού εξετάζοντας, κατά τη διαδικασία κατά την οποία εκδικάστηκε η υπόθεση και προσήχθησαν τα έγγραφα αυτά, την ένσταση πλαστότητάς τους, που προβλήθηκε πρωτοδίκως από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο με την προσθήκη - αντίκρουση που αυτός νομίμως κατέθεσε πριν τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε ενώπιόν του με την ασκηθείσα από τον τελευταίο έφεση, δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων αλλοίωσε το περιεχόμενο των εγχειριδίων του, μεταφέροντας σε αυτά τμήματα της διατριβής του αναιρεσιβλήτου, με την μορφή της συρραφής κεφαλαίων. Κατόπιν αυτών, ο παραπάνω από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Γ. Κατά το άρθρο 559 αριθ.10 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποιά αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Απορρίπτεται, έτσι, ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος, αν από την απόφαση προκύπτει ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα το δικαστήριο στηρίχθηκε στις προσκομισθείσες αποδείξεις, χωρίς να είναι ανάγκη να αξιολογεί ειδικά το κάθε αποδεικτικό μέσο. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζητήσεως, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα" και στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, αφορά δηλαδή σε ισχυρισμούς που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, ουσιαστικού ή δικονομικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο (ΑΠ 1559/2022, ΑΠ 146/2022, ΑΠ 8/2019). Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο δέχθηκε τον ισχυρισμό του αναιρεσιβλήτου για τη νόθευση των εγχειριδίων που αυτός προσκόμισε ως αληθινό, χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την πληττόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα για τη νόθευση των άνω εγγράφων, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και περιέχονται στα πρακτικά συνεδριάσεώς του, την υπ' αρ. ../…-2021 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Σ. Δ., καθηγητή του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου … η διενέργεια της οποίας διατάχθηκε με την με αριθμό …/2018 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και τα λοιπά νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα.
Δ. Ο λόγος αναιρέσεως από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας επέβαλε το βάρος της αποδείξεως στον αναιρεσείοντα, μολονότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ αυτό έφερε ο αντίδικός του, με συνέπεια να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός για έλλειψη ή ανεπάρκεια αποδείξεων. Ο αναιρετικός έλεγχος εστιάζεται, μετά την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις, όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος αποδείξεως, το οποίο καθορίζει τον διάδικο που επωμίζεται την ευθύνη της αμφιβολίας του δικαστηρίου ως προς την αλήθεια ή αναλήθεια των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων και το οποίο καθορίζεται από το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο (ΑΠ 233/2022, ΑΠ 1382/2019, 1693/2017).
Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ.13 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, που είχε ο αναιρεσίβλητος αναφορικά με την ένσταση πλαστότητας των προαναφερομένων εγχειριδίων, που αυτός προσκόμισε προς αντίκρουση της αγωγής. Ωστόσο, από τις ανωτέρω εκτιθέμενες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ένσταση πλαστότητας των άνω εγγράφων, την οποία επανέφερε στο Εφετείο ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την έφεσή του, έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη επειδή θεωρήθηκαν επαρκείς οι προσκομισθείσες από τον τελευταίο αποδείξεις για το ότι ο αναιρεσείων αλλοίωσε το περιεχόμενο των εγχειριδίων του, μεταφέροντας σε αυτά τμήματα της διατριβής του αναιρεσιβλήτου, με την μορφή της συρραφής κεφαλαίων και όχι εξαιτίας μη (αντ)αποδείξεως των αντίθετων (αρνητικών) ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας του αναιρεσείοντος (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 176, 182, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5-10-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 149/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Απριλίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ