ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 687/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 687/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 687/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 687 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 687/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βρυσηίδα Θωμάτου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη, Φωτεινή Μηλιώνη - Εισηγήτρια και Μαρία Πετσάλη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την από 3/12/2022 αίτηση αναψηλάφησης της 27/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου, μεταξύ:

Της αιτούσας: Ομόρρυθμης Εμπορικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ Γ. & Ν. Μ. Ο.Ε.", τελούσας υπό εκκαθάριση, που εδρεύει στο Σχηματάρι Βοιωτίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Ανανιάδη και κατέθεσε προτάσεις.

Της καθ' ης η αίτηση: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "Ν. Ε.Π.Ε. (D. GmbH)" που εδρεύει στην Γερμανία και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μεντή με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 539 παρ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ., αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν τη δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 544 του ιδίου Κώδικα αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο για τους επακριβώς καθορισμένους σ` αυτό λόγους (ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1845/2005). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 538 επ. ΚΠολΔ, το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης αναψηλάφησης ασκείται με δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και εκδικάζεται από το ίδιο δικαστήριο, αφού η άσκηση της αναψηλάφησης δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (ΑΠ 245/2017, ΑΠ 870/2013). Η δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της αναψηλάφησης διέρχεται συνολικά τέσσερα στάδια. Στο πρώτο το δικαστήριο εξετάζει το παραδεκτό της αναψηλάφησης, αν δηλαδή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Στο δεύτερο στάδιο εξετάζει το παραδεκτό και νόμιμο καθενός από τους λόγους της αναψηλάφησης, ενώ στο τρίτο εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητά τους. Μετά ταύτα, αν κάποιος λόγος κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, επακολουθεί η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και το τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο το δικαστήριο εξετάζει την ουσία της υπόθεσης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την αναψηλάφηση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 538 ΚΠολΔ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 παρ.1 του ν. 3994/2011 και ίσχυε από τις 25-7-2011, "Με αναψηλάφηση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου εφόσον δικάζει κατ` ουσίαν, σε κάθε δε περίπτωση εφόσον πρόκειται για στηριζόμενο στον αριθμό 10 του άρθρου 544 λόγο", ενώ μετά την αντικατάστασή της με το ν. 4335/2015 ισχύει ως εξής "με αναψηλάφηση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου, εφόσον δικάζει κατ' ουσίαν". Η ως άνω διάταξη, κατά το σκέλος της που αναφέρεται σε αποφάσεις του Αρείου Πάγου που δικάζει κατ` ουσίαν, ήταν αρχικώς ανεφάρμοστη. Τούτο διότι, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 580 παρ.3 ΚΠολΔ με το άρθρο 31 παρ.1 ν. 2172/1993, ο Άρειος Πάγος, αν αναιρούσε την προσβαλλόμενη απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (της υπέρβασης δικαιοδοσίας και της παράβασης των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) παρέπεμπε την υπόθεση στο ίδιο ή σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο που την εξέδωσε, με συνέπεια να μη δικάζει κατ` ουσίαν και να μην υπόκεινται σε αναψηλάφηση οι αποφάσεις του ως ακυρωτικού (ΟλΑΠ 16/2003). Στη συνέχεια, όμως, μετά την εκ νέου αντικατάσταση του άρθρου 580 παρ.3 ΚΠολΔ με το άρθρο 12 παρ.4 ν.4055/2012 (που σύμφωνα με το άρθρο 113 αυτού ισχύει από τις 2-4-2012), τη μεταγενέστερη αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ.1 ν.4139/2013 (που σύμφωνα με το άρθρο 104 αυτού ισχύει από τις 20-3-2013), και, στη συνέχεια, με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (που σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 αυτού ισχύει από 1-1-2016), ο Άρειος Πάγος μπορεί να δικάσει κατ` ουσίαν την υπόθεση στις αναφερόμενες σ` αυτήν περιπτώσεις και οι σχετικές αποφάσεις του υπόκεινται σε αναψηλάφηση. (ΑΠ 675/2024, ΑΠ 971/2020, ΑΠ 893/2019, ΑΠ 1122/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 3.12.2022 αίτηση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 7.12.2022, ζητείται η αναψηλάφηση της υπ' αριθ. 27/2022 απόφασης του Α1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που δίκασε κατ` ουσίαν την υπόθεση, για τον αναφερόμενο σε αυτή λόγο του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ. Η αίτηση είναι παραδεκτή διότι: α) ασκείται κατά απόφασης του Αρείου Πάγου που δίκασε κατ` ουσίαν, β) ασκείται από την εκκαλούσα - ενάγουσα, της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και η οποία έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της, καθόσον με αυτή επιδιώκει την παραδοχή της αγωγής της, κατά το αναφερόμενο αίτημά της που απορρίφθηκε, γ) ασκείται για λόγο από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 544 ΚΠολΔ και δ) ασκείται εμπροθέσμως, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, επίδοση της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης και επιπλέον δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της στις 14.1.2022 έως την κατάθεση της αίτησης ενώπιον της γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου στις 7.12.2022 (άρθρο 545 παρ. 5 εδ. α` ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και βάσιμο του λόγου της. Κατά το άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 31 ν. 4842/2021, αναψηλάφηση επιτρέπεται, αν ο διάδικος που τη ζητεί βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ισχυρισμός που προβλήθηκε ή που δεν μπορούσε να προβληθεί και τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή γιατί τα κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το νέο έγγραφο που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο αιτών την αναψηλάφηση, για να μπορεί να υποστηρίξει την αίτησή του, πρέπει: α) να υπήρχε κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή δεν αρκούν έγγραφα που συντάχθηκαν μετά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης με αναψηλάφηση απόφασης, εκτός αν, κατ` εξαίρεση, προκύπτει από το περιεχόμενό τους η ύπαρξη και το περιεχόμενο άλλου κρίσιμου εγγράφου, που είχε εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, του οποίου, όμως, η έγκαιρη προσκόμιση δεν ήταν δυνατή για έναν από τους λόγους που ορίζονται στην ανωτέρω διάταξη, β) να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι, από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, που προβλήθηκε ή που δεν μπορούσε να προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, στην παραδοχή ή μη του οποίου στηρίζεται το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι, αν τούτο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, θα οδηγούσε σε διαφορετική επί της ουσίας κρίση της υπόθεσης υπέρ αυτού που ζητεί την αναψηλάφηση, δηλαδή μόνον όταν η αποδεικτική ισχύς του νέου αποδεικτικού εγγράφου είναι τόσο ισχυρή (αποφασιστική), ώστε να καθιστά οφθαλμοφανές το σφάλμα της απόφασης και να κλονίζει πλήρως τα θεμέλιά της, πρέπει δε ο αιτών την αναψηλάφηση να προσδιορίζει ποια πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται αμέσως από το έγγραφο αυτό και να αναφέρει ότι επικαλέστηκε τα περιστατικά αυτά προς θεμελίωση είτε της αγωγής, είτε αυτοτελούς ισχυρισμού προς αντίκρουσή της, ή ότι δεν μπορούσε, λόγω της έλλειψης του εγγράφου ή της άγνοιάς του περί την ύπαρξή του, να προβάλει το σχετικό ισχυρισμό και γ) η μη έγκαιρη προσκόμισή του να οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε κατακράτησή του από τον αντίδικο του αιτούντος ή από τρίτο, σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Ανώτερη βία είναι κάθε απρόβλεπτο, εξωτερικό γεγονός, το οποίο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, στο χώρο δε του δικονομικού δικαίου, τέτοιο γεγονός συνιστά και η ανυπαίτια άγνοια της ύπαρξης κρίσιμων εγγράφων, από την οποία άγνοια, συνακόλουθα, ανακύπτει και αδυναμία έγκαιρης προσκόμισής τους στη δίκη. Δεν αποτελεί ανώτερη βία το γεγονός ότι ο διάδικος από δική του προηγηθείσα ενέργεια δεν μπόρεσε να βρει εγκαίρως το έγγραφο. Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι έγγραφα, ικανά να στηρίξουν τον ως άνω λόγο αναψηλάφησης, είναι αυτά από τα οποία προκύπτει άμεση και πλήρης απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού και, ως τέτοια, νοείται αυτή που δημιουργεί στο δικαστήριο, χωρίς ίχνος αμφιβολίας, δικανική πεποίθηση, σύμφωνα με τους περί αποδείξεως κανόνες του ΚΠολΔ. Επομένως, δεν είναι κρίσιμα, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, εκείνα τα έγγραφα που μπορούν απλώς να χρησιμεύσουν ως αρχή έγγραφης απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 675/2024, ΑΠ 1884/2022, ΑΠ 112/2022, ΑΠ 103/2018, ΑΠ 1169/2017). Για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αίτησης αναψηλάφησης, που στηρίζεται στον με αρ. 7 λόγο του άρθρου 544 ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθενται σε αυτό όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία. Ειδικότερα, για να κριθεί αν το νέο έγγραφο είναι κρίσιμο, πρέπει να αναφέρονται στην αίτηση: α) τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύονται αμέσως και πλήρως από το έγγραφο αυτό και β) ότι είχε ο αιτών επικαλεσθεί τα περιστατικά αυτά προς θεμελίωση, είτε της αγωγής, είτε αυτοτελούς ισχυρισμού προς αντίκρουση εκείνης, και περαιτέρω να προσδιορίζονται τα γεγονότα που κατά τον αιτούντα συνιστούν ανώτερη βία. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν εκτίθενται στο δικόγραφο τα περιστατικά ή τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτών ότι αποτελούν ανώτερη βία, η αίτηση αναψηλάφησης είναι απαράδεκτη (ΑΠ 675/2024, ΑΠ 25/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, όπως παραδεκτά επισκοπούνται, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την εκτίμηση της βασιμότητας του εδώ ερευνώμενου λόγου αναψηλάφησης, προκύπτουν τ` ακόλουθα: Η αιτούσα την αναψηλάφηση, με την από 16-11-2005 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θηβών, ιστορούσε ότι, διατηρούσε υφαντουργική επιχείρηση ύφανσης χονδρού πανιού και, επιδιώκοντας να εκσυγχρονίσει την εγκατάστασή της με μηχάνημα σύγχρονης τεχνολογίας, την άνοιξη του 2004, μετά από συμφωνία της με την εναγομένη - καθ' ης η αίτηση, η τελευταία της πώλησε και της παρέδωσε ένα καινούργιο αργαλειό Λόγχης, τύπου PTVM/E10, παραγωγής της, κατάλληλο για την ύφανση χοντρού πανιού, βάρους μέχρι 650 γρ./τ.μ., αντί τιμήματος 88.000 ευρώ. Ότι το συμφωνηθέν τίμημα καταβλήθηκε στην εναγομένη με σχετική εντολή της στην Άλφα Τράπεζα, με την οποία συνήψε σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, αντίστοιχου ποσού. Ότι αυτή (ενάγουσα) απομάκρυνε και πώλησε ως 'παλιοσίδερα' τα παλαιά μηχανήματά της, ενώ ο καινούργιος αργαλειός παραδόθηκε στις εγκαταστάσεις της στο Σχηματάρι Βοιωτίας, στις 6-9-2004. Ότι, παρά τα περί του αντιθέτου συμφωνηθέντα, το εν λόγω πωληθέν μηχάνημα, ευθύς ως συναρμολογήθηκε, αδυνατούσε να λειτουργήσει και να υφάνει 14 υφάδια, βάρους άνω των 600 γρ./τ.μ., καθόσον, κάθε προσπάθεια προκαλούσε τη θραύση βασικών μερών, εξαρτημάτων και μηχανισμών του. Ότι, αμέσως, διαμαρτυρήθηκε στην εναγομένη, η οποία, εγγράφως, στις 29-9-2004, παραδέχθηκε ότι ο αργαλειός ήταν ελαττωματικός και της ανακοίνωσε ότι θα τον επισκεύαζε με ειδικευμένο προσωπικό και με ανταλλακτικά μέχρι τις 29-10-2004. Ότι, στις έγγραφες και προφορικές διαμαρτυρίες της (ενάγουσας) για την ελαττωματικότητα του μηχανήματος, εξαιτίας της οποίας αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες της, η εναγομένη δήλωσε ότι προτίθεται να προβεί σε μηχανολογικές μετατροπές, ώστε ο αργαλειός να ανταποκριθεί στη συμφωνημένη ιδιότητα, ενώ, ανέλαβε να καταβάλει αντ' αυτής τις δόσεις της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Ότι μέχρι το καλοκαίρι του 2005, παρότι η εναγομένη επιχειρούσε να επισκευάσει το μηχάνημα, τούτο εξακολουθούσε να μη λειτουργεί, με συνέπεια αυτή (ενάγουσα) να έχει υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή, αφού ήδη από το Σεπτέμβριο 2004, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις παραγγελίες παραγωγής υφάσματος βαρέως τύπου. Ότι, ενόψει των ανωτέρω, η εναγομένη-πωλήτρια δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να της παραδώσει το ως άνω μηχάνημα με τη συνομολογημένη ιδιότητα. Ότι η εναγομένη γνώριζε την έλλειψη της ανωτέρω συμφωνηθείσας ιδιότητας ή όφειλε να τη γνωρίζει. Ότι, εξαιτίας της ως άνω αντισυμβατικής, υπαίτιας, παράνομης και αντίθετης προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς της εναγομένης, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη της οφείλει: α) το ποσό των 19.200 ευρώ, λόγω της ματαίωσης της παραγωγής 4.800 μέτρων υφάσματος, βάρους 625 γρ./τ.μ., το οποίο θα πωλούσε στην εταιρεία "Φόρμα Εξοπλισμοί Σκαφών Ε.Π.Ε.", αντί 4 ευρώ/μ., σε εκτέλεση σχετικής παραγγελίας, β) το ποσό των 40.000 ευρώ, λόγω ματαίωσης της παράδοσης 10.000 μ. χονδρού στρατιωτικού υφάσματος , που είχε παραγγείλει η εταιρεία "Ενδυματοτεχνική Ε.Π.Ε.", αντί 4 ευρώ/μ., γ) το ποσό των 79.003,50 ευρώ, για το λόγο ότι παρέδωσε στην εταιρεία "I. Α. Α.Ε.Β.Ε." 25.485 μέτρα πανιού δεύτερης διαλογής, αντί 0,90 ευρώ/μ. και εισέπραξε το ποσό των 22.936,50 ευρώ, ενώ, αν μπορούσε να παράξει χονδρό ύφασμα στρατιωτικού τύπου, θα εισέπραττε 4 ευρώ/μ., ήτοι συνολικά 101.940 ευρώ, δ) το ποσό των 1.600.000 ευρώ, ως διαφυγόν κέρδος, με δεδομένο ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών των πελατών της, που παραγγέλλουν το ανωτέρω χονδρό πανί, ανερχόταν, κατά την περίοδο 2004-2005, στο συνολικό ποσό των 4.800.000 ευρώ περίπου, το οποίο θα περιερχόταν στην ίδια και σε άλλες δύο επιχειρήσεις, κατά το 1/3 τούτου, κατά τη συνήθη και αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων, αν, κατά την ως άνω χρονική περίοδο, ο επίδικος αργαλειός λειτουργούσε κανονικά, δοθέντος ότι, το έτος 2002, η παραγωγή της σε χονδρό πανί, με τα παλαιά μηχανήματα, είχε προσεγγίσει τις 700.000 ευρώ, η οποία, οπωσδήποτε, θα υπερδιπλασιαζόταν κατά την περίοδο 2004-2005 και ε) το ποσό του 1.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, ως εκ της προσβολής της προσωπικότητάς της, αφού, λόγω της παράδοσης σ' αυτήν του ως άνω ελαττωματικού μηχανήματος, ακατάλληλου για την προοριζόμενη ειδική χρήση, την έλλειψη της οποίας γνώριζε η εναγομένη ή άλλως όφειλε να γνωρίζει, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και της, εντεύθεν, απώλειας της δυνατότητας να παράξει το πανί, το οποίο ύφαινε και εμπορευόταν, απώλεσε διακεκριμένη πελατεία, την άριστη φήμη της, την αξιοπιστία της στην αγορά και την εμπορική της πίστη έναντι των τραπεζών. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 8/2007 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση σε διεθνή διαιτησία. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα, με την από 6-3-2007 έφεσή της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, το οποίο, με την 7195/2007 απόφασή του, τη δέχθηκε τυπικά, την απέρριψε, όμως, κατ' ουσίαν. Με την από 26-2-2010 αίτησή της η ενάγουσα ζήτησε την αναίρεση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης. Το Δικαστήριο τούτο, με την 539/2013 απόφασή του, αναίρεσε εν όλω την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών, υπό άλλη σύνθεση. Με την από 27-3-2013 κλήση, η ενάγουσα επανέφερε προς συζήτηση την έφεσή της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, ως Δικαστηρίου της παραπομπής, το οποίο, με την 3755/2014 απόφαση, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσία την έφεση, εξαφάνισε την ως άνω εκκληθείσα απόφαση, κράτησε την υπόθεση και την ανέπεμψε προς έρευνα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θηβών. Το εν λόγω Δικαστήριο, με την 34/2015 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς μεν τις αγωγικές αξιώσεις εκ της σύμβασης πώλησης, ως απαράδεκτη, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του και ως προς την εκ της αδικοπραξίας βάση της, ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής, η ενάγουσα άσκησε την από 24-8-2015 έφεση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Εύβοιας, το οποίο, με την 61/2016 απόφασή του, τη δέχθηκε τυπικά και την απέρριψε κατ' ουσία. Ακολούθως, η ενάγουσα άσκησε την από 14-1-2017 αίτηση και τους από 26-6-2017 πρόσθετους λόγους αυτής, διώκοντας την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης. Το Δικαστήριο τούτο, με την 14/2021 απόφασή του, αναίρεσε εν όλω την ως άνω εφετειακή απόφαση. Μετά την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης και, ενόψει του ότι πρόκειται για δεύτερη αναίρεση στην ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος κράτησε την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση. Στη συνέχεια, ενόψει της αναίρεσης της απόφασης του Εφετείου, ως δικαστηρίου της παραπομπής, ο Άρειος Πάγος δίκασε την ουσία της υπόθεσης, ήτοι την από 24.8.2015 έφεση της ενάγουσας κατά της 34/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θηβών, δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση της ενάγουσας και εξαφάνισε την ως άνω εκκληθείσα απόφαση και ακολούθως δίκασε στην ουσία την από 16.11.2005 αγωγή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη με την αίτηση αναψηλάφησης 27/2022 απόφασή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, έγιναν δεκτά και τα εξής :

" Η ενάγουσα, ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία "Γ & Ν Μ. Ο.Ε." ήταν εγκατεστημένη σε ενοικιαζόμενο βιομηχανικό χώρο, εκτάσεως 800 τ.μ. περίπου, στη θέση '...' της περιφέρειας ..., όπου λειτουργούσε, δυνάμει της από 4-5-2001 άδειας της αρμόδιας Διεύθυνσης της Νομαρχίας Βοιωτίας και δραστηριοποιείτο στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας και δη της παραγωγής υφασμάτων βαρέως τύπου, από 600-650 γρ./τ.μ, κατάλληλου για ειδικές χρήσεις (όπως στρατιωτικά είδη, τέντες κ.λ.π.). Περί τα μέσα του έτους 2003, η ενάγουσα έθεσε εκτός λειτουργίας τα παλαιού τύπου μηχανήματα υφάνσεως, που διέθετε για την εξυπηρέτηση της ως άνω δραστηριότητάς της, τα οποία απομάκρυνε από τις εγκαταστάσεις της και, στη συνέχεια, τα πώλησε έναντι ευτελούς τιμήματος, ως 'παλιοσίδερα', αντί 271,80 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το από 10-7-2003 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής της εταιρείας "ΣΙΔΗΡΟΜΕΤΑΛΛΟΕΜΠΟΡΙΚΗ Ε.Π.Ε.", που η ίδια επικαλείται και προσκομίζει, προκειμένου να εφοδιαστεί με υφαντουργικό μηχάνημα τελευταίας τεχνολογίας. Αρκετούς μήνες αργότερα και, αφού, στις 26-4-2004, οι εκπρόσωποί της επισκέφθηκαν τις εγκαταστάσεις της εναγομένης στη Γερμανία, η ενάγουσα παρήγγειλε έναν "αργαλειό λόγχης ..., 2 χρωμάτων, θετική παράδοση υφαδιού, κίνηση εκκέντρων για 10 μαχαίρια, κατάλληλο για παραγωγή χονδρών πανιών (π.χ. τέντες αυτοκινήτων) και όλα τα λοιπά συμφωνηθέντα χαρακτηριστικά, όπως καταχωρίστηκαν στην από 7-5-2004 επιβεβαίωση της No 222648/26-4-2004 παραγγελίας. Στο έγγραφο αυτό επισημαίνεται ότι "η μέγιστη εφικτή ταχύτητα παραγωγής της μηχανής εξαρτάται από την ποιότητα του υφαδιού, από τις σωστά τυλιγμένες μπομπίνες, το σχέδιο και την ποιότητα του στημονιού. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπ' όψη οι περιορισμοί της ταχύτητας που οφείλονται στην κίνηση στομίου" καθώς και ότι, μετά την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών εργασιών εγκατάστασης και τη σχετική ειδοποίηση της ενάγουσας, η εναγομένη θα διόριζε ένα τεχνικό για να θέσει σε λειτουργία τη μηχανή. Το συμφωνηθέν τίμημα καθορίστηκε στο ποσό των 88.000 ευρώ, πληρωτέο κατά 100% με ανέκκλητη και επιβεβαιωμένη πίστωση ή μέσω εγγυητικής ελληνικής τράπεζας, η οποία θα έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια της εναγομένης το αργότερο μέχρι τις 17-5-2004, προκειμένου να παραδοθεί το μηχάνημα τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Επισημαίνεται ότι στο από 19-5-2004 έγγραφο της εναγομένης προς την ενάγουσα επιβεβαιώνεται, ρητά, η "υφανισμότητα του γνωστού στρατιωτικού υφάσματος, με βάρος 650 γρ./μ2 στο υπό παράδοση αργαλειό, σε εξάρτηση φυσικά με την ποιότητα του νήματος". Η ενάγουσα κατέβαλε το συμφωνηθέν τίμημα, με σχετική εντολή προς την Άλφα Τράπεζα, με την οποία συνήψε την από 19-5-2004 σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, αντίστοιχου ποσού, για επτά (7) έτη, με μηνιαίες δόσεις ποσού 1.666,31 ευρώ εκάστη, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο του 2004. Λόγω καθυστέρησης της λήψεως της πιστωτικής επιστολής της ως άνω Τράπεζας από την εναγομένη, καθυστέρησε η παράδοση του πωληθέντος μηχανήματος, η οποία, τελικά, λόγω των θερινών διακοπών του Αυγούστου, έλαβε χώρα στις 6-9-2004. Πλην όμως, αμέσως μετά τη συναρμολόγηση του μηχανήματος από εξειδικευμένο προσωπικό της εναγομένης, εμφανίστηκαν σοβαρότατα προβλήματα στη λειτουργία του. Η θέση του μηχανήματος (αργαλειού) σε δοκιμαστική λειτουργία παραγωγής υφάσματος βαρέως τύπου, προκάλεσε, ευθύς εξαρχής, φθορές και θραύσεις διαφόρων τμημάτων, μηχανισμών και εξαρτημάτων τούτου, όπως της εκκεντρομηχανής, των μοχλών, του μηχανισμού τελάρων, των ελατηρίων ΑΝΤΙ. Εξάλλου, το πωληθέν μηχάνημα δεν παραδόθηκε με το αναφερόμενο στην επιβεβαίωση παραγγελίας σύστημα εκκέντρων ..., αλλά αυτό του κατασκευαστή ..., τύπου ..., με στοιχεία ..., το οποίο αχρηστεύθηκε, κατά τις δοκιμαστικές λειτουργίες του μηχανήματος. Το σύστημα αυτό αντικαταστάθηκε με το συμφωνηθέν (...), το οποίο, επίσης, καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με ..., που, εν τέλει, λειτούργησε, μετά επανειλημμένες επισκευές και αντικαταστάσεις διαφόρων εξαρτημάτων του μηχανήματος. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι η εναγομένη, ευθύς ως ενημερώθηκε για τα προβλήματα και την αδυναμία λειτουργίας του μηχανήματος, μετά έγγραφες οχλήσεις της ενάγουσας, έσπευσε να ανταποκριθεί στην αποκατάσταση τούτου, ώστε να επιτευχθεί η σκοπούμενη ομαλή λειτουργία του και συγκεκριμένα η ακώλυτη ύφανση υφάσματος, βαρέως τύπου, ήτοι, βάρους άνω των 600 γρ./τ.μ., προκειμένου η ενάγουσα να αναπτύξει τη δραστηριότητά της, λόγος, για τον οποίο, άλλωστε, προέβη στην επίδικη αγορά.

Συγκεκριμένα, η εναγομένη ενδιαφέρθηκε, άμεσα και συνέδραμε, επί σειρά μηνών, παρέχοντας υλικά, ανταλλακτικά και εξειδικευμένο προσωπικό, προκειμένου να επιλυθούν τα αναφυόμενα διαρκώς προβλήματα στη λειτουργία της μηχανής, ανταποκρινόμενη στις οχλήσεις της ενάγουσας. Το μήνα Ιούλιο του έτους 2005 και μετά από διαρκείς επεμβάσεις, μετατροπές και αντικαταστάσεις των μηχανισμών του, ο πωληθείς αργαλειός λειτούργησε κανονικά, πλην όμως, διαπιστώθηκε ότι η ποιότητα του παραγόμενου υφάσματος ήταν κατώτερη της αναμενόμενης, συμφωνηθείσας, με βάση την έγγραφη παραγγελία και τις, επίσης, έγγραφες εγγυήσεις της εναγομένης. Συγκεκριμένα, ο επίδικος αργαλειός, κατά την κανονική πλέον λειτουργία, παρήγαγε ύφασμα βαρέως τύπου, το οποίο, όμως, εμφάνιζε οριζόντιες μπάρες, που, οπωσδήποτε, υποβάθμιζαν την ποιότητά του και το καθιστούσαν μη ανταγωνιστικό στην αγορά. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού με την αφαίρεση τεσσάρων (4) κλωστών, σε κάθε λειτουργία του αργαλειού, όπως κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας της εναγομένης, ώστε να επιτυγχάνεται η επιθυμητή ποιότητα του υφάσματος, δεν ανταποκρίνεται στην προσδοκώμενη λειτουργία ενός καινούργιου μηχανήματος τελευταίας τεχνολογίας, στο οποίο απέβλεψε η ενάγουσα, με την επίδικη αγορά και την οποία εγγυήθηκε η εναγομένη ούτε περιέχεται στις προδιαγραφές του, αλλά αποτελεί ένα ημίμετρο, το οποίο θα παρακώλυε την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της παραγωγής.

Συνεπώς, η άρνηση της ενάγουσας να συμμορφωθεί με την υπόδειξη αυτή δεν εκλαμβάνεται ως παράλειψή της να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την απομείωση της ζημίας της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις της, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 77 του ν. 2532/1997 (Σύμβαση της Βιέννης). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας ήταν προβληματικές, λόγω έλλειψης οποιασδήποτε ρύθμισης της θερμοκρασίας και της υγρασίας του χώρου. Πλην όμως, οι κλιματολογικές συνθήκες επ' ουδενί συνετέλεσαν στην πρόκληση των προαναφερόμενων προβλημάτων λειτουργίας του επίδικου μηχανήματος, δηλαδή, στην επανειλημμένη καταστροφή και θραύση των διάφορων εξαρτημάτων, μηχανισμών ή αξόνων τούτου, κάθε φορά, που επιχειρείτο η θέση του στην προορισμένη για τη χρήση του λειτουργία υφάνσεως. Εξάλλου, σε αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, η μη ρύθμιση της θερμοκρασίας και της υγρασίας του χώρου προκαλούσαν την καταστροφή των εξαρτημάτων της μηχανής, τούτο θα είχε, οπωσδήποτε, εντοπιστεί και επισημανθεί, εξαρχής, από τους τεχνικούς της εναγομένης, που, είχαν αναλάβει και διενεργούσαν, επί ικανό χρονικό διάστημα, τις εργασίες επισκευών και επανασυναρμολογήσεων του μηχανήματος εντός των εγκαταστάσεων της εναγομένης. Το ότι οι συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας, που επικρατούσαν στο χώρο, δεν τελούσαν σε συνάρτηση με την ως άνω περιγραφόμενη προβληματική λειτουργία του πωληθέντος μηχανήματος αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, εν τέλει, μετά από προσπάθεια πολλών μηνών, με συνεχείς επεμβάσεις και αντικαταστάσεις των εξαρτημάτων και μηχανισμών του, τελικά, επιτεύχθηκε η ομαλή λειτουργία ύφανσης υφάσματος βαρέος τύπου, έστω και κατώτερης ποιότητας, όπως προεκτίθεται. Επιπροσθέτως, η διαρκής δυσλειτουργία του ως άνω μηχανήματος δεν οφείλεται σε προβλήματα του στημονιού, τα οποία, επίσης, όψιμα, επικαλέστηκε η εναγομένη, χωρίς, όμως, να έχουν εντοπιστεί ή επισημανθεί από τους εξειδικευμένους τεχνικούς της, ως παράγοντα ανασχετικό της ομαλής λειτουργίας του πωληθέντος μηχανήματος. Ως εκ των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι το πωληθέν μηχάνημα δεν είχε, εξαρχής, τις συμφωνηθείσες ιδιότητες, που είχε απαιτήσει η ενάγουσα και είχε εγγυηθεί η εναγομένη, δεν είχε, δηλαδή, εκ κατασκευής, τη δυνατότητα ύφανσης υφάσματος βαρέως τύπου.

Συνεπώς, η εναγομένη, πωλήτρια, υπέχει ευθύνη για συμβατική παράβαση, λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής, δηλαδή, πωλήσεως και παραδόσεως στην ενάγουσα-αγοράστρια, αργαλειού, που δεν είχε τις συμφωνημένες ιδιότητες και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να αποζημιώσει την τελευταία, ήτοι να της καταβάλει τη θετική ζημία που υπέστη και την οποία αυτή (εναγομένη) μπορούσε και όφειλε να προβλέψει, ως συνέπεια της πλημμελούς εκπλήρωσης, εφόσον, κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, το πωληθέν δεν είχε τις προδιαγραφές χρήσης, ήτοι της δυνατότητας υφάνσεως υφασμάτων βαρέως τύπου, τις οποίες απαίτησε η ενάγουσα, που ασκούσε τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, προκειμένου να παράξει ακωλύτως και χωρίς ελαττώματα το προαναφερόμενο είδος υφάσματος, το οποίο θα ήταν ανταγωνιστικό στην αγορά. Εξάλλου, όπως προεκτίθεται, δεν συνέτρεξε περίπτωση μη ευθύνης της εναγομένης, κατ' άρθρο 79 του ν. 2532/1997 (Σύμβασης της Βιέννης), δηλαδή, δεν αποδείχθηκε ότι η πλημμελής εκπλήρωση της παροχής οφειλόταν σε γεγονός ή εμπόδιο, πέραν του πεδίου της επιρροής της, το οποίο δεν μπορούσε να γνωρίζει, κατά το χρόνο κατάρτισης της συμβάσεως, ώστε να το αποφύγει ή να αντιμετωπίσει. Συγκεκριμένα η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα α) το ποσό των 19.200 ευρώ, δεδομένου ότι, λόγω της μη λειτουργίας του πωληθέντος αργαλειού, ακυρώθηκε η παραγγελία της εταιρείας "ΦΟΡΜΑ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΣΚΑΦΩΝ Ε.Π.Ε." για ύφανση 4.800 μέτρων υφάσματος, βάρους 625 γρ./τ.μ., που έπρεπε να παραδοθεί μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2004, από την οποία θα εισέπραττε 4,00 ευρώ/μ. και β) το ποσό των 40.000 ευρώ, λόγω της ακύρωσης της παραγγελίας 10.000 μέτρων υφάσματος από την εταιρεία "ΕΝΔΥΜΑΤΟΤΕΧΝΙΚΗ Ε.Π.Ε." (κατασκευαστική εταιρεία στρατιωτικού εξοπλισμού), που έπρεπε να παραδοθεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2005, από την οποία θα εισέπραττε, επίσης, 4,00 ευρώ/τ.μ., ήτοι, συνολικά, το ποσό των 59.200 ευρώ. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τα υπό της ενάγουσας επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ...-2005 και ...-2005 τιμολόγια-δελτία αποστολής, κατά τις ως άνω ημερομηνίες, αυτή παρέδωσε στην εταιρεία "I. Α. Α.Ε.Β.Ε.", που δραστηριοποιείται στην κατασκευή ενδυμάτων και υποδημάτων, 18.200 μ. και 7.285 μ. υφάσματος β' διαλογής, αντίστοιχα και εισέπραξε 16.380 ευρώ και 6.556,50 ευρώ, ήτοι 0,90 ευρώ ανά μέτρο παραδοθέντος υφάσματος. Δεν αποδεικνύεται, όμως, ότι η ως άνω εταιρεία αρκέστηκε στην παράδοση υφάσματος β' διαλογής, ενώ είχε ανάγκη υφάσματος α' διαλογής, ποιότητα, την οποία η ενάγουσα αδυνατούσε να παράξει καθώς και το ποσό, το οποίο θα κατέβαλε για τέτοιας ποιότητας ύφασμα.

Συνεπώς, πρέπει ν' απορριφθεί το κονδύλιο των 79.003,50 ευρώ ως ουσία αβάσιμο.". Με τις σκέψεις αυτές, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 59.200 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση αίτησης αναψηλάφησης, από τον αριθμό 7 του άρθρου 544 ΚΠολΔ, η αιτούσα παραπονείται για την απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμου του αιτηθέντος κονδυλίου των 79.003,50 ευρώ, που συνιστά τη ζημία που υπέστη για το λόγο ότι παρέδωσε στην αγοράστρια εταιρεία με την επωνυμία "Ι. Α. Α.Ε.Β.Ε." 25.485 μέτρα υφάσματος δεύτερης διαλογής, αντί τιμήματος 0,90 ευρώ/μ και εισέπραξε το ποσό των 22.936,50 ευρώ, ενώ, αν μπορούσε να παράξει χονδρό ύφασμα στρατιωτικού τύπου, θα εισέπραττε 4 ευρώ/μ, ήτοι συνολικά το ποσό των 101.940 ευρώ, ισχυριζόμενη ότι από την προσκομιζόμενη από 25.11.2022 αναζήτηση των στοιχείων της ως άνω αγοράστριας εταιρείας στην ιστοσελίδα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου Γ.Ε.Μ.Η., σε συνδυασμό με την ιστοσελίδα της ηλεκτρονικής πηγής OpenCorporates, που είναι η μεγαλύτερη παγκόσμια ανοιχτή βάση δεδομένων συνδεδεμένη με το ελληνικό Γ.Ε.Μ.Η. μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων της ΕΕ - Business Registers Interconnection System, προκύπτει ότι υπήρχε από την 30.11.2018 στην πηγή πληροφοριών του Γ.Ε.Μ.Η. η πλήρης επωνυμία και δραστηριότητα της ανωτέρω εταιρείας, δηλαδή η καταχώρησή της ως "Ι. Α. Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΟΥ - ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ", με έδρα στο 55 χλμ Ε.Ο. Αθηνών - Λαμίας στα Οινόφυτα Βοιωτίας και ότι σύμφωνα με το άρθρο 46 του Ν. 4919/2022 που ισχύει ήδη από 7.4.2022, μετά δηλαδή την από 20.9.2021 συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 14.1.2022, τα στοιχεία κάθε εταιρείας, όπως και της προκείμενης αγοράστριας, αποθηκεύονται από το Γ.Ε.Μ.Η. σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο, με δυνατότητα αναζήτησης και κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα δωρεάν πρόσβασης, λήψης και ψηφιακής αποθήκευσης σε δικά του ηλεκτρονικά μέσα, δυνατότητα η οποία, ωστόσο, δεν υπήρχε κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής. Ότι το εν λόγω έγγραφο δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να προσκομίσει στο δικαστήριο από ανώτερη βία και την ύπαρξή του αγνοούσε, αφού δεν είχε ελεύθερη δωρεάν πρόσβαση στα ανωτέρω αρχεία, ήταν δε κρίσιμο για την έκβαση της προκείμενης δίκης και αν είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, θα είχε εκδοθεί διαφορετική απόφαση που θα δεχόταν το άνω αίτημά της ποσού 79.003,50 ευρώ, διότι θα είχε προκύψει ότι η αγοράστρια είναι εταιρεία κατασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού και είχε ανάγκη από ύφασμα στρατιωτικών προδιαγραφών πρώτης ποιότητας, το οποίο της είχε παραγγείλει, αλλά δεν μπόρεσε να της προμηθεύσει με την ποιότητα που είχε ζητήσει. Ο μοναδικός αυτός λόγος της αίτησης αναψηλάφησης είναι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 544 αριθ. 7 ΚΠολΔ, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να ευδοκιμήσει. Ειδικότερα, το έγγραφο αυτό, εμπεριέχον την πλήρη επωνυμία της αγοράστριας εταιρείας και τον εταιρικό σκοπό της, δεν παρέχει άμεση και πλήρη απόδειξη για το ως άνω αποδεικτέο θέμα, αφού μπορεί να χρησιμεύσει μόνο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων κατά την έννοια του άρθρου 339 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μην θεωρείται για το λόγο αυτό κρίσιμο έγγραφο, αφού από αυτό δεν προκύπτει η απόδειξη του ως άνω πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβάλλει με την αγωγή η αιτούσα στη διεξαχθείσα δίκη και έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε "ότι δεν αποδείχθηκε ότι η ως άνω εταιρεία αρκέστηκε στην παράδοση υφάσματος β' διαλογής, ενώ είχε ανάγκη υφάσματος α' διαλογής, ποιότητα την οποία η ενάγουσα αδυνατούσε να παράξει καθώς και το ποσό, το οποίο θα κατέβαλε για τέτοιας ποιότητας ύφασμα" δεν είναι εσφαλμένη για την πιο πάνω αιτία και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ της αιτούσας, αν το εν λόγω έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου τούτου. Επιπροσθέτως, η μη έγκαιρη προσκομιδή του εγγράφου αυτού από την αιτούσα δεν οφείλεται σε ανώτερη βία, δηλαδή σε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο, το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, αφού, η αιτούσα, επιδεικνύοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς διαδίκου, μπορούσε να αναζητήσει και να προσκομίσει στο δικαστήριο οποιοδήποτε έγγραφο εμπεριέχον την πλήρη επωνυμία της αγοράστριας εταιρείας και το αντικείμενο της δραστηριότητάς της, είτε από την πηγή πληροφοριών του Γ.Ε.Μ.Η., είτε από τη βάση δεδομένων της εφημερίδας της ΕτΚ ( τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ), είτε να προσκομίσει στο δικαστήριο το καταστατικό της εν λόγω συμβαλλόμενης αγοράστριας εταιρείας. Συνακόλουθα, η αιτούσα, από δικές της παραλείψεις δεν μπόρεσε να βρει εγκαίρως το εν λόγω έγγραφο και να το προσκομίσει στο δικαστήριο και έτσι δεν συντρέχει ανώτερη βία ή ανυπαίτια άγνοια για την ύπαρξή του, κατά τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας έννοιες. Κατ` ακολουθίαν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναψηλάφησης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ` άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ και να καταδικασθεί η αιτούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της καθ' ης η αίτηση, κατά παραδοχή του αιτήματός της, κατ` άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο είναι το αίτημα της καθ' ης με τις προτάσεις της, να επιβληθεί σε βάρος της αιτούσας χρηματική ποινή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, διότι δεν προκύπτει ότι αυτή άσκησε προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο, εφόσον η απόρριψη της ένδικης αίτησης ως αβάσιμης στην ουσία της, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, δεν συνεπάγεται τέτοια παραβίαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 3.12.2022 αίτηση αναψηλάφησης κατά της 27/2022 απόφασης του Α1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την αιτούσα την αναψηλάφηση στα δικαστικά έξοδα της καθ' ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2025.

Η ΠΡΟΕΔΡEYOYΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή