
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 692 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 692/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Μερόπη Τζουγκαράκη, Ιφιγένεια Ματσούκα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Νικόλαο Πρίτσινα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Μ. Α., το γένος Φ., κατοίκου ..., οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Βασίλειο Χατζηιωάννου και Σπυρίδωνα Τσαντίνη, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-10-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ...2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ...2021 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 11-4-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 11-04-2022 αίτηση προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, εκδοθείσα, με αριθμ. ...2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η από 04-09-2019 έφεση του αναιρεσείοντος κατά της εκκαλούμενης, με αριθμ. ...2019, απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η από 02-10-2017 αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος - εναγόμενου και αναγνωρίστηκε η κυριότητα αυτής στο επίδικο ακίνητο έκτασης 1.219 τ.μ. και διατάχθηκε η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, κράτησε (το Εφετείο) την υπόθεση, δίκασε την αγωγή και αναγνώρισε την αναιρεσίβλητη κυρία του επίδικου ακινήτου, έκτασης 1.206 τ.μ., και διατάχθηκε η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Η παραπάνω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, διότι από την επικαλούμενη από το αναιρεσείον, από 11-03-2022, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, την οποία δεν αμφισβήτησε η αναιρεσίβλητη, μέχρι την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, στις 11-04-2022, δεν παρήλθε η 30νθήμερη προθεσμία, δεδομένου δεν υπολογίζεται, κατ' άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, η τελευταία κατά νόμο εξαιρετέα ημέρα της Κυριακής, και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. [1] Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα. Η ποιοτική αοριστία, δηλαδή, η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται από τους αριθμούς 8 και 14, αντιστοίχως, του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 12/2023, ΑΠ 1070/2023), αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν αναφέρονται σ' αυτήν ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή, μη λαμβάνοντας υπόψη τέτοια γεγονότα (ΑΠ 1390/2023, ΑΠ 23/2023, ΑΠ 1145/2019). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα προβλεπόμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, 70, 118 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα, τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ 651/2024, ΑΠ 14/2023). Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, του οποίου έχει γίνει ακριβής περιγραφή, και τα όριά του, ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο μεν να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης (ΑΠ 122/2024, ΑΠ 1390/2023, ΑΠ 1068/2023). Η αναφορά του κωδικού αριθμού Κτηματολογίου του επίδικου ακινήτου, ο οποίος είναι δωδεκαψήφιος και μοναδικός για κάθε ακίνητο, προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του 4 παρ. 1 του ν. 2664/1998, ώστε να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Η σύνδεση του ακινήτου με το ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ίδιου ως νόμου (ΑΠ 651/2024, ΑΠ 1620/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, κατά το ενδιαφέρον, τον πρώτο λόγο αναίρεσης, μέρος, προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη, στην ένδικη, από 02-10-2017, αγωγή της, αφού εξέθετε ότι είναι κυρία με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο (...-1981 συμβόλαιο διανομής ακινήτων και ...1981 συμβόλαιο προικός (αμφότερα) του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π., που μεταγράφηκαν νόμιμα), ως αποκτήσασα από αληθείς κυρίους, ενός οικοπέδου, το οποίο βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της Δημοτικής ενότητας ... του Δήμου ... Αττικής, στη θέση "..." και επί της οδού ..., με ΚΑΕΚ .../0/0, εμβαδού 1.206 τ.μ. κατά την κτηματογράφηση, εντός σχεδίου πόλεως, που οριοθετείται σύμφωνα με το κτηματολογικό διάγραμμα προς βορρά με το οικόπεδο με ΚΑΕΚ ..., προς ανατολάς με εκτός σχεδίου έκταση με ΚΑΕΚ ..., προς νότο με το οικόπεδο με ΚΑΕΚ ... και προς δυσμάς με οδό ... (ΚΑΕΚ ...), όπως αποτυπώνεται στο επισυναπτόμενο στην αγωγή κτηματολογικό φύλλο ΚΑΕΚ, και στο από ημερομηνία ... 1981 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Β. Π. με εμβαδόν 1.219 τ.μ., που επισυνάπτεται στην αγωγή, και οριοθετείται σύμφωνα με αυτό προς Βορρά επί πλευράς (με στοιχεία Γ-Δ) 50,00 μ. με το με αριθμ. 3 οικόπεδο του ... ο.τ., προς ανατολάς επί πλευράς (με στοιχεία Γ-Η) 19,46 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστων, νοτίως επί πλευράς (με στοιχεία Ζ-Η) 50,00 μ. με το με αριθμ. 5 οικόπεδο του ... ο.τ. και προς δυσμάς (με στοιχεία Δ-Ε και Ε-Ζ) 19,30 και δέκα 10,00 μ. ήτοι συνολικού μήκους 29,30 μέτρων με την οδό ... επί της οποίας φέρει τον αρ. …, στο οποίο οικόπεδο απέκτησε κυριότητα και με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ, προσμετρώντας και τη νομή των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων της επ' αυτού, (και καθ' υποφοράν ότι συντρέχουν και οι με τις διατάξεις του βρδ., συμπληρωθείσα μέχρι την 11-09-1915, προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας) και άλλως της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1β του ν. 3127/2003 σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητά της και να γίνει διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα σχετικά κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου ... Αττικής, στο οποίο φέρεται εγγεγραμμένο το εναγόμενο ήδη αναιρεσείον. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου είναι ορισμένη και πλήρης, ως προς τον παράγωγο αλλά και ως προς τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, ώστε να μη γεννάται καμιά αμφιβολία περί της ταυτότητας αυτού, αφού αναφέρονται με σαφήνεια η θέση, η έκταση και τα όρια με τα οποία συνορεύει το επίδικο ακίνητο και ως προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, καθώς και ο μοναδικός αριθμός ΚΑΕΚ αυτού. Για το ορισμένο της αγωγής δεν απαιτούνται άλλα, επιπλέον στοιχεία, δηλαδή η θέση αυτού (ένδικου ακινήτου), ως τμήμα ακινήτου μείζονος έκτασης, από το έτος 1963, κατατμηθέντος από τον απώτερο δικαιοπάροχο αυτής οικοδομικό συνεταιρισμό με την επωνυμία "..." απώτερο δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας, και ως τμήμα έτι περαιτέρω μείζονος ακινήτου, από το έτος 1920, κατατμηθέντος από τον απώτερο δικαιοπάροχο αυτής, Γ. Γ. του Δ., και, επιπροσθέτως, στην προκείμενη περίπτωση επισυνάπτονται στο δικόγραφο της αγωγής τόσο το προαναφερθέν κτηματολογικό φύλλο όσο και το επικαλούμενο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα της. Επομένως, το Εφετείο απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον σχετικό λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος, με τον οποίο επανέφερε την ένσταση αοριστίας, ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, που είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτη την αγωγή, και, συνεπώς, ο, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος, Επιπροσθέτως, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, ως προς την επικαλούμενη με την αγωγή κτήση κυριότητας με παράγωγο τρόπο είναι και απαράδεκτος, λόγω αλυσιτέλειας, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο αναγνωρίζεται η κυριότητα της αναιρεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο στηρίζεται στην κτήση κυριότητας επ' αυτού με την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 παρ. 1β του ν. 3127/2003, ήτοι τριακονταετή με καλή πίστη άσκηση, από την ίδια και τους άμεσους δικαιοπαρόχους της, πράξεων αδιατάρακτης νομής διανοία κυρίου μέχρι την 19-03-2003, επί ακινήτου ευρισκόμενου μέσα στο σχέδιο πόλης.
ΙΙΙ. [1] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17.11/01.12.1836 "Περί ιδιωτικών δασών", σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ιδίου διατάγματος. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Δάσος, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΑΧΝ'/1888 "Περί διακρίσεως και οροθεσίας των δασών", η οποία περιλήφθηκε, ως άρθρο 57, στον ν. 3077/1924 "Περί δασικού κώδικος" και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 §§ 1, 2, 3 του ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας". Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων 3§§1, 2 και 3 του ν. 998/1979 "1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές).", "2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά." και "3. Ως δάση και δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται, αντιστοίχως, από δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών. Οι εκτάσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις.". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό, πάνω στην επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα, αποτελούν, με την αμοιβαία αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ' αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (Α.Ε.Δ. 27/1999). Επίσης, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσης, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εκτάσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Και δεν ασκεί επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού, κατά καιρούς, εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 1373/2023, ΑΠ 111/2023, ΑΠ 809/2021). [2] Η από το Σύνταγμα 1975/1986/2001/2008/2019 επιβαλλομένη προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων έχει την έννοια της προστασίας τους ως δασικών οικοσυστημάτων. Αποκλείεται, συνεπώς, καταρχήν, η ένταξη δασικού οικοσυστήματος σε οικιστική περιοχή, έστω και αν η ένταξη γίνεται υπό τη μορφή δημιουργίας κοινοχρήστων χώρων που διατηρούν τον δασικό τους χαρακτήρα (ΣτΕ 838/2014, ΣτΕ 3562/2008, Σ.τ.Ε. 1589/1999). Τα τμήματα δασών και δασικών εκτάσεων, τα οποία γειτνιάζουν με οικισμούς, όταν κατ' εξαίρεση εντάσσονται στο σχέδιο, χάριν της ενότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού, διατηρούν υποχρεωτικά αναλλοίωτο τον δασικό τους χαρακτήρα, απαγορεύεται δε ως προς αυτούς κάθε άλλη χρήση, πλην της κατά προορισμό χρήσης των δασών, ενώ εφαρμόζονται ως προς αυτά οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας (Σ.τ.Ε. 487/2007, Σ.τ.Ε. 3745/2004). Επίσης, κατά τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 998/1979, η επιβαλλομένη από το άρθρο 117 § 3 του Συντάγματος υποχρέωση κήρυξης ως αναδασωτέας καταστραφείσας δασικής έκτασης υφίσταται και για καταστραφέντα ή αποψιλωθέντα δάση και δασικές εκτάσεις ανεξαρτήτως του χρόνου καταστροφής ή αποψίλωσής τους, εφόσον μέχρι τις 11.06.1975 δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό, ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί από αυτή τη χρησιμοποίηση. Η διάταξη αυτή κατά το μέρος που εξαιρεί από την υποχρέωση αναδάσωσης εκτάσεις, οι οποίες είχαν παρανόμως χρησιμοποιηθεί πριν από τις 11.06.1975, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη η ανατροπή της δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης, έχει κριθεί (ΣτΕ 2257/2002, ΣτΕ 2126/2000, ΣτΕ 1316/2000) ότι αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 117§3 του Συντάγματος (ΑΠ 111/2023, ΣτΕ 5472/2012, ΣτΕ 2257/2002, ΣτΕ 1573/2002). [3] Με το άρθρο 4 του ν. 3127/2003 "Τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την §11 του άρθρου 154 του ν. 4389/2016 (Φ.Ε.Κ. Α' 94/27.05.2016), ορίζονται τα εξής: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ίδιου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Η διάταξη της περίπτωσης β' εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2000 τ.μ.. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., η διάταξη εφαρμόζεται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. 2 Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμού αποτελούν κοινόχρηστους χώρους ή πάρκα και άλση." Κατά το άρθρο 1042 του ΑΚ. "Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη .. όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα". Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνον αν γνώριζε ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Από τις εν λόγω διατάξεις θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα ότι επί δημοσίων κτημάτων νομέας, κατά πλάσμα του νόμου, είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, ο οποίος καθιερώνεται από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν, από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22-4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", εκτός εάν η τριακονταετής νομή με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητας τρίτων [ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ. (18.1), ν. 10, 17 της 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) της ν. 109 Πανδ. (50.16)] με διάνοια κυρίου της έκτακτης χρησικτησίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της ιδικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του [ν. της 26/10-6/11-1856 "περί μεταγραφής κλπ." ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν.69 Πανδ. (29.2), ν. 2 Εισ. (2-19), 3 Εισ. (3-1), 14 πανδ. (38.16)], είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-09-1915, αφού μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία επί των ακινήτων του Δημοσίου. Έτσι, κατ' εφαρμογήν των ως άνω διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, κατ' εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.04/16.05.1926, είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία και επί δημοσίου κτήματος, όταν αυτό βρίσκεται σε σχέδιο πόλης ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εφόσον κάποιος το νέμεται αδιαταράκτως, μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, δηλαδή, έως τις 19.03.2003, επί δέκα έτη, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά τις 23.02.1945, εκτός εάν, κατά την κτήση της νομής, ο επικαλούμενος κυριότητα ή οποιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστης, ή επί τριάντα έτη για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. (ή για μεγαλύτερο, εάν επ' αυτού υφίσταται κτίσμα κατά την 31.12.2002, που καλύπτει ποσοστό 30% τουλάχιστον του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δομήσεως), εκτός εάν, κατά την κτήση της νομής, ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστης, δηλαδή, εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά το χρόνο κτήσης της νομής στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ. Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου, νέμεται αδιατάρακτα τούτο για τριάντα έτη, που φθάνουν χρονικά έως την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή, έως τις 19.03.2003 και υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην παρ. §1 περίπτ. α' και β' του ιδίου νόμου και όχι, εφόσον κάποιος, που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή ακινήτου του Δημοσίου το νέμεται αδιατάρακτα επί τριάντα έτη οποτεδήποτε (πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, χωρίς να ενδιαφέρει αν συνεχίζει να νέμεται το ακίνητο του Δημοσίου αδιατάρακτα και μετά την έναρξη της ισχύος του (ΑΠ 130/2024, ΑΠ 111/2023, ΑΠ 371/2022). Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 15/2011) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο, με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς, δηλαδή, τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του, προ του νόμου αυτού, νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (ΑΠ 411/2024, ΑΠ 111/2023, ΑΠ 290/2023). Περιλαμβάνονται η ιδιωτική περιουσία και τα λοιπά δημόσια κτήματα του Ελληνικού Δημοσίου εκτός των κοινοχρήστων και εξυπηρετούντων κρατικούς και λοιπούς σκοπούς και των εκτός συναλλαγής (κατ` άρθρ. 966 επ. ΑΚ) ακινήτων (ΑΠ 115/2023, ΑΠ 712/2020). [4] Κατά τη διάταξη του άρθρου 984 του ΑΚ, η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα. Διατάραξη της νομής, η έννοια της οποίας δεν είναι νομοθετικά καθορισμένη, υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σε αυτό, συνιστά δε διατάραξη της νομής κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του. Θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης. Η διατάραξη της νομής κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 984 του ΑΚ αναφέρεται σε προσβολή της νομής και σε προστασία της νομής από την προσβολή της με διατάραξη κατά το άρθρο 989 ΑΚ. Η έννοια όμως του "νέμεται αδιαταράκτως" στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα από τον κατά το νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο. Τέτοιος νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι μεταξύ άλλων και η κοινοποίηση της πράξης της αρμόδιας Αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος (ΟλΑΠ 11/2015), η κοινοποίηση του πρωτοκόλλου κατάληψης (ΑΠ 1647/2022), η με οποιοδήποτε τρόπο λήψη υπόψη, από τον ιδιώτη, της δήλωσης ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου ότι έχει καταχωρηθεί ως δημόσια έκταση (ΑΠ 727/2022, ΑΠ 712/2020), η γνωστοποίηση της απόφασης επί της ένστασης κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής που δικαιώνει τον προβάλλοντα δικαίωμα κυριότητας ιδιώτη (ΑΠ 807/2019), δηλαδή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο νεμόμενος δημόσιο κτήμα λαμβάνει γνώση ότι υφίσταται παρενόχληση από τον, κατά νόμο, αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Ελληνικό Δημόσιο, παύει να νέμεται αδιαταράκτως από το Ελληνικό Δημόσιο κλ.π. (ΑΠ 438/2024, ΑΠ 770/2023, ΑΠ 727/2022). Το, κατά το άρθρο 4 του ν. 3127/2003, βάρος απόδειξης της κακής πίστης του νομέα ή του δικαιοπαρόχου του κατά το χρόνο κτήσης της νομής εκάτερου τούτων φέρει το Δημόσιο, αφού με τη φράση "εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη", η οποία ευρίσκεται στο τέλος των περιπτώσεων α' και β' της §1 του άρθρου 4 ιδίου νόμου, καθίσταται σαφές ότι το βάρος απόδειξης της καλής πίστης του δεν το έχει ο (επικαλούμενος κυριότητα) νομέας ή ο δικαιοπάροχός του, αλλά, αντιθέτως, το Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του (επικαλουμένου κυριότητα) νομέα ή του δικαιοπαρόχου του (ΟλΑΠ 11/2015, ΑΠ 130/2024, ΑΠ 115/2023). [5] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, και η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019). [6] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΟλΑΠ 26/2004). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1491/2023). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 1034/2023).
IV. [1] Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η ενάγουσα κατέστη κυρία ενός οικοπέδου κειμένου εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της Δημοτικής ενότητας ... του Δήμου ... Αττικής, στη θέση "..." και επί της οδού ... αρ…., α) κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, λόγω διανομής μεταξύ της ίδιας, του αδελφού της και της μητέρας της, δυνάμει του υπ' αριθμ. ...-1981 συμβολαίου διανομής ακινήτων του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … και με αριθμό … και, β) κατά ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1981 συμβολαίου προικός του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο η μητέρα της, Ν. χήρα Π. Φ., το γένος Π., αρχικά, μεταβίβασε στην ίδια την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω ποσοστού και την επικαρπία στο σύζυγό της, Π. Α. και μετά την κατάργηση αυτής με τις διατάξεις του Ν. 1329/1983, κατέστη πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού. Το παραπάνω οικόπεδο εμφαίνεται στο από ...1981 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Β. Π., που προσαρτάται στο υπ' αριθμ. ...-1981 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π., με εμβαδό 1.219 τ.μ. συνορεύει βόρεια με το υπ' αρ. 3 οικόπεδο του ... οικοδομικού τετραγώνου, ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστων, νότια με το υπ' αρ. .. οικόπεδο του ... οικοδομικού τετραγώνου και δυτικά με την οδό ..., επί της οποίας φέρει τον αρ. ... Το προπεριγραφέν ακίνητο ανήκε, πριν τη διανομή, στην ίδια, στον αδελφό της και στη μητέρα τους, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα εξ αυτών, δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1967 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … και με αριθμό ..., από τη μητέρα της ενάγουσας, η οποία είχε την αποκλειστική κυριότητα αυτού, δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1966 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Π., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... (τόμο … και α.α. ...), εμφαινόμενο με αρ. … του ... Ο.Τ. στο από …1966 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Π. (προσαρτημένο στο υπ' αριθμ. ...1966 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ν. Κ.), λόγω αγοράς από τον Σ. Μ. του Τ.. Περαιτέρω, προκύπτει, ως εκ περισσού, ότι στον τελευταίο είχε περιέλθει, με άλλο οικόπεδο, λόγω αγοράς από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό ... "...", δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1966 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Κ., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα ίδια ως άνω βιβλία (τόμος … και α.α. ...). Ο οικοδομικός συνεταιρισμός είχε αποκτήσει το οικόπεδο ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης από την ανώνυμη εταιρεία λόγω αγοράς από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... ...", δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1963 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Κ., που έχει μεταγραφεί στα ίδια ως άνω βιβλία (τόμο … και α.α. ...), ενώ στην εταιρεία αυτή είχε περιέλθει, σε μείζονα έκταση 2.000 στρεμμάτων, με εισφορά κατά τη σύστασή της από το Γ. Γ. του Δ., δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1925 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Σ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο … με α.α. …. Ο τελευταίος είχε την ευρύτερη έκταση λόγω αγοράς από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "...", δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1920 συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών Π. Γ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο … με α.α. … και στην ανωτέρω εταιρεία είχε περιέλθει εξ αγοράς από την εδρεύουσα στο ... ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...", δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1911 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών Α. Μ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ...' με α.α. …. Η τελευταία αυτή εταιρεία την είχε αγοράσει από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "...", δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1906 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Π. Γ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο … με α.α. …, ενώ στην τελευταία είχε περιέλθει λόγω αγοράς από τον Α. Γ.. Ρ., δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1899 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Τ. Ο., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... με α.α. ….. Ο Α. Ρ. είχε αγοράσει την έκταση από τους κληρονόμους Σ. και Δ. Κ. ή Κ., δυνάμει των κατωτέρω τριών συμβολαίων : α) του υπ' αριθμ. ...1882 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Σ. Κ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... α.α. …., β) του υπ' αριθμ. ...1882 του συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Δ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... με α.α. …. και γ) του υπ' αριθμ. ...1882 του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ.Π. Κ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο ... με α.α. …. Στους Σ. και Δ. Κ. ή Κ. είχε περιέλθει εν μέρει χωριστά στον καθένα, δυνάμει της από ...1859 δικαστικής διανομής δια κληρώσεως του Εισηγητή παρέδρου του Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει μεταγραφεί στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών, στον τόμο … και α.α. …. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως και εντός ορίων της δημοτικής ενότητας ... Αττικής, που εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης με το από ...1962 Π. Δ/γμα (ΦΕΚ ...1966), είναι άρτιο και οικοδομήσιμο [αρκούμενης της αναγραφής της σχετικής βεβαίωσης από ιδιώτη μηχανικό στο τοπογραφικό διάγραμμα, σύμφωνα με το Ν. 651/77 και το Ν. 1337/83, σε συνδ. με παρ. 2 αρ. 13 κεφ. Β της εγκυκλίου 5 του ΥΠΕΧΩΔΕ (αρ. πρωτ. ...-04)], το δε Ο.Τ. …. περικλείεται από όλες τις πλευρές του από ρυμοτομική (πράσινη) γραμμή. Ως εκ τούτου πρόκειται για κλειστό οικοδομικό τετράγωνο, ενώ από την οδό ... υφίσταται και οικοδομική (κόκκινη) γραμμή, καθορίζοντας πρασιά 5 μ. (βλ. με αρ. πρωτ. ...207 έγγραφο Δ/νσης Πολεοδομίας Δήμου ..., προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, αρχικά από το έτος 1967 και κυρίως από το έτος 1981 μέχρι το έτος 2003 αλλά μέχρι και σήμερα, η ενάγουσα νέμεται, αρχικά κατά το αναφερόμενο ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου και στη συνέχεια ολόκληρο το επίδικο ακίνητο, επιτηρώντας τα σύνορά του και επιβλέποντας αυτό και δηλώνοντάς το στις αρμόδιες φορολογικές αρχές, ενώ τις ίδιες εμφανείς υλικές πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου διενεργούσαν τόσο, πρωτίστως, η άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας, εφεσίβλητης, Ν. χήρα Π. Φ., μητέρα της (από το έτος 1966 έως το 1981), καθώς και ο αδελφός της Ι. Φ. (από το έτος 1967 έως το έτος 1981, κατά το αναφερόμενο ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου), όσο και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτών, οι οποίοι καλλιεργούσαν την ευρύτερη έκταση και επέβλεπαν συνεχώς τα όριά της, εκμεταλλευόμενοι αυτήν στα πλαίσια της επενδυτικής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους (ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο οικοδομικός συνεταιρισμός ... "..." είχε οριοθετήσει την ευρύτερη έκταση, συντάσσοντας τοπογραφικό διάγραμμα και ρυμοτομική μελέτη, σχεδιάζοντας τη διάνοιξη κοινοχρήστων οδών και οικοδομικών τετραγώνων). Επομένως, προκύπτει ότι η ενάγουσα από την κτήση της νομής αρχικά ποσοστού επ' αυτού, δυνάμει δωρεάς, μετά εν μέρει διανομής στη συνέχεια και εν μέρει λόγω προικός και εν τέλει του συνόλου του εν λόγω ακινήτου (από την έναρξη ισχύος του ν. 1329/1983, ήτοι από 18-2-1983, με τον ορισθέντα από το νόμο τρόπο, μετά την κατάργηση του θεσμού της προίκας) κατά τους προαναφερθέντες χρόνους και εφεξής, νέμεται συνεχώς και αδιαλείπτως το προπεριγραφέν ακίνητο, ασκώντας επ' αυτού με διάνοια κυρίου τις ως άνω προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί ή να αμφισβητηθεί το δικαίωμά της από οποιονδήποτε, ενώ τις ίδιες πράξεις νομής διενεργούσαν στο επίδικο ακίνητο τόσο η άμεση δικαιοπάροχος της, μητέρα της, από το έτος 1966 και ο αδελφός της από το έτος 1967, έχοντας νόμιμο τίτλο και καλή πίστη ότι απέκτησε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου, όσο και οι απώτεροι (ως εκ περισσού ως άνω αναφερόμενοι) δικαιοπάροχοι τους, οι οποίοι ασκούσαν πράξεις νομής επί ευρύτερης εκτάσεως, κατά τα προεκτεθέντα. Ουδεμία όχληση, διατάραξη ή αμφισβήτηση της νομής του υπήρξε και η ενάγουσα είχε την ειλικρινή πεποίθηση ότι κατείχε ένα ακίνητο, το οποίο ουδείς διεκδικούσε. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το εκκαλούν εναγόμενο ουδέποτε όχλησε, με δικαστική ή άλλη ενέργεια την ενάγουσα στην άσκηση της νομής της επί του επιδίκου ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη επ' αυτού, μέχρι και την έναρξη ισχύος του ν. 3127/2003, ήτοι 19-3-2003, ούτε το ίδιο, εξάλλου, επικαλείται το αντίθετο. Επισημαίνεται, ότι ο ένας εκ των νομίμων τίτλων (προίκα, η οποία αντιστοιχεί πλέον στο θεσμό της γονικής παροχής), βάσει του οποίου νεμόταν η ενάγουσα το επίδικο ακίνητο, δεν είναι από επαχθή αιτία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η γονική παροχή συνιστά μεν εκπλήρωση νομικής υποχρεώσεως των γονέων προς τα τέκνα τους, έναντι όμως των τρίτων λογίζεται πάντοτε ως παροχή από χαριστική αιτία, όπως, εξάλλου, στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι υπόλοιποι αναφερόμενοι νόμιμοι τίτλοι (δωρεά, και διανομή), βάσει των οποίων νεμόταν η ενάγουσα το επίδικο ακίνητο.
Συνεπώς, η τελευταία, ασκεί συνεχώς και αδιαλείπτως τη νομή του επιδίκου ακινήτου, το οποίο βρίσκεται, όπως προαναφέρθηκε, εντός σχεδίου πόλεως και έχει εμβαδό μικρότερο από 2.000 τ.μ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας (μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003, εφαρμοζομένης της περίπτωσης β της παρ. 1 του νόμου αυτού και όχι της περίπτωσης α της παρ. 1 του ίδιου νόμου), προσμετρουμένου στο χρόνο νομής της και αυτό της δικαιοπαρόχου του, ήτοι από το έτος 1967 αρχικά εν μέρει και από το 1981 και εντεύθεν εν όλω η ίδια, και από το έτος 1966 η δικαιοπάροχός της, μητέρα της (καθώς και από έτος 1967 ο αδελφός της ενάγουσας), οι οποίοι από καλή πίστη είχαν την πεποίθηση, ότι απέκτησαν την κυριότητά του και χωρίς κατά το χρονικό αυτό διάστημα να προβληθεί δικαίωμα ιδιοκτησίας επί του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους τρίτων ή του εκκαλούντος, εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε ενόχλησε, αν και γνώριζε την ανωτέρω διανοία κυρίου νομή σε αυτό. Από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει ότι η ενάγουσα, εφεσίβλητη, κατά την κτήση της νομής του εν λόγω οικοπέδου, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, είχε την πεποίθηση, η οποία δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλεια, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το εκκαλούν, ότι απέκτησε την αποκλειστική κυριότητα του πιο πάνω οικοπέδου. Περαιτέρω, η τελευταία ως άνω παραδοχή δεν ανατρέπεται από την επίκληση εκ μέρους του εκκαλούντος, ότι προέβαλε δικαιώματα με την υπ' αριθμ. 2771/26-7-2012 Δήλωση που αφορά στις δημόσιες δασικές εκτάσεις ΟΤΑ ..., βάσει του μαχητού τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί Δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων. Επ' αυτού λεκτέα τα εξής : Η διατάραξη της νομής, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 984 του ΑΚ, αναφέρεται σε προσβολή της νομής και σε προστασία της νομής από την προσβολή της με διατάραξη κατά το άρθρο 989 ΑΚ. Η έννοια, όμως, του "νέμεται αδιαταράκτως" στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του Νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Δημόσιο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, αλλά αναφέρεται σε μη παρενόχληση του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά το Νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, που είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρενόχληση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο (Ολ ΑΠ 11/2015). Τέτοιος δε νόμιμος τρόπος προστασίας της νομής του Ελληνικού Δημοσίου επί του δημοσίου κτήματος είναι, πλην άλλων, και η από το τελευταίο, πριν από την 19-03-2003, υποβολή τόσο δήλωσης ιδιοκτησίας του για την επίδικη έκταση, προκειμένου αυτή να καταχωρηθεί ως δημόσια έκταση, όσο και ένστασης κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής, που δικαιώνει τον προβάλλοντα δικαίωμα κυριότητας ιδιώτη επ' αυτής (...). Από το σύνολο των ανωτέρω, προκύπτει ότι δεν υφίσταται πράξη διαταρακτική της νομής του εφεσίβλητου προγενέστερη του κρίσιμου χρονικού σημείου της 19-03-2003, καθόσον, για την απόκτηση από ιδιώτη ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, πρέπει, εκτός των λοιπών προϋποθέσεων, να αποδειχθεί συνεχής αδιατάρακτη τριακονταετής νομή και όχι κακή πίστη από τους διαδόχους νομής, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3127/2003 (19-03-2003) και όχι μεταγενέστερα (...), όπως εν προκειμένω επισυνέβη με το υπ' αριθμ.. 2771/26-7-2012 έγγραφο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο υπό στοιχείο 2. Α' λόγος έφεσης. Εκτός του ουσιαστικά αβάσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού περί έκτασης δασικού χαρακτήρα, αφού η ανωτέρω δήλωση επισυνέβη το έτος 2012 (δηλ. μεταγενέστερα της εφαρμογής του νόμου που έλαβε χώρα το έτος 19-3-2003), το εκκαλούν προέβαλε και τους ισχυρισμούς, όπως εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο, ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου σύμφωνα με τα οποία το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε την κυριότητα σε εκείνα [μόνο] τα κτήματα των Οθωμανών, όσα, διαρκούντος του πολέμου, κατέλαβε και δήμευσε, όπως και όσα, κατά το χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων τούτων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους τέως κυρίους Οθωμανούς, οι οποίοι αναχώρησαν από τις περιοχές, οι οποίες καθορίστηκαν να αποτελέσουν στο μέλλον το Ελληνικό Κράτος, και επομένως, δεν δεσποζόταν πλέον από αυτούς, ομοίως δε και εκείνων, τα οποία ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο και δημεύτηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλιώς β) ως δάσος και δεν χώρησε υποβολή στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση των σχετικών περί ιδιοκτησίας τίτλων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ή αναγνώριση έναντι του ιδίου της κυριότητας (β.δ της 17/29-11-1836 "Περί ιδιωτικών δασών"), αλλιώς γ) ως βοσκότοπος ή λιβάδι δυνάμει του β.δ. 3/15-12-1833, αλλιώς δ) με έκτακτη ή τακτική χρησικτησία, αλλιώς ε) ως αδέσποτο (άρθρο 16 β.δ. από 10- 7-1837). Σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, οι σχετικοί ισχυρισμοί του εναγόμενου, εφεσίβλητου, Ελληνικού Δημοσίου, που συνιστούν ενστάσεις ουδόλως αποδείχθηκαν. Ειδικότερα, το εκκαλούν δεν προσκομίζει μετ' επικλήσεως, κανένα αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει ότι το επίδικο ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Τούρκους υπηκόους, που εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την επανάσταση και δεν διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ούτε επανέκαμψαν στην Ελλάδα, ή δημεύτηκαν, ούτε ότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι ή αδέσποτο, ούτε ότι το νεμήθηκε με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας (ούτε ότι δεν χώρησε υποβολή στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση των σχετικών περί ιδιοκτησίας τίτλων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ή αναγνώριση έναντι του ιδίου της κυριότητας, εφόσον επικαλείται δασικό χαρακτήρα). Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ανήκει στις εξαιρέσεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του 3127/2003, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 154 του ν. 4389/2016, σύμφωνα με την οποία "οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις, που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμούς αποτελούν κοινόχρηστους χώρους ...", καθόσον τούτο ουδόλως προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Άρα, τα όσα αντίθετα διατείνεται το εκκαλούν με τον αντίστοιχο λόγο έφεσης (υπό στοιχεία 2.Β) τυγχάνουν αβάσιμα και ο σχετικός λόγος απορριπτέος. Περαιτέρω, η περιοχή της Δημοτικής Ενότητας ... του Δήμου ... Αττικής κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση και με την με αρ. ... (ΥΑ …., ΦΕΚ ...) Υπουργική Απόφαση του Υπουργού περιβάλλοντος και Ενέργειας διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου ... για το Δήμο ... και ορίστηκε ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η .... Κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης στην ανωτέρω δημοτική ενότητα, η ενάγουσα υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας ως προς το επίδικο ακίνητο, σύμφωνα με το ν. 2308/1995. Το επίδικο έχει λάβει, ως γεωτεμάχιο εμβαδού 1.206 τ.μ., τον ΚΑΕΚ .../0/0 (βλ. από ...2018 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Α. Π., περί ταυτίσεως του οικοπέδου με το προαναφερόμενο γεωτεμάχιο) και μετά την υποβολή ενστάσεων (βλ. με αρ. .../.../… απόφαση Επιτροπής Ενστάσεων, συνεδρίασης ...2014) καταχωρήθηκαν οι πρώτες εγγραφές στο αντίστοιχο κτηματολογικά βιβλίο, όπου για το επίδικο ενεγράφη εσφαλμένα ως κύριος το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ, κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή της Δημοτικής Ενότητας ... Αττικής, το επίδικο γεωτεμάχιο ανήκε στην κυριότητα της ενάγουσας. Η εκκαλουμένη αναγνώρισε την ενάγουσα (νυν εφεσίβλητη) αποκλειστική κυρία ενός οικοπέδου εμβαδού 1.219 τ.μ. (σύμφωνα με το από ...1966 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Β. Π.), το οποίο έχει εσφαλμένα καταχωρηθεί στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου ... Αττικής, με ΚΑΕΚ .../0/0, ως γεωτεμάχιο εμβαδού 1.206 τ.μ., ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, πλην, όμως για την αναγνώριση του εμπραγμάτου δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, απαιτείται, με βάση την ισχύουσα στο δικονομικό δίκαιο αρχή της διάθεσης, η υποβολή σχετικού αιτήματος. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα (νυν εφεσίβλητη) είχε περιλάβει στην αγωγή της αίτημα να αναγνωριστεί αποκλειστική κυρία του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ .../0/0, εμβαδού κατά την κτηματογράφηση 1.206 τ.μ., οριοθετούμενο σύμφωνα με το κτηματολογικά διάγραμμα προς Βορρά με το οικόπεδο με ΚΑΕΚ .../0/0, προς Ανατολάς με εκτός σχεδίου έκταση με ΚΑΕΚ ..., προς Νότο με το οικόπεδο με ΚΑΕΚ ... και προς Δυσμάς με οδό ... (ΚΑΕΚ ...). Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε, αναφορικά με την έκταση του επιδίκου ακινήτου, πέρα από εκείνο που ζήτησε η ενάγουσα και είναι βάσιμη η έφεση που παραπονείται, με τον υπό στοιχεία 2.Γ λόγο αυτής, για παράβαση του άρθρου 106 ΚΠολΔ, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη...". Με βάση τις παραδοχές αυτές έγινε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, η έφεση κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η στηριζόμενη στις διατάξεις κτήσης κυριότητας με παράγωγο τρόπο και με τον πρωτότυπο τρόπο της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 3127/2003, αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία είχε αναγνωριστεί η κυριότητα της αναιρεσίβλητης, κατά παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο (της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1β του ν. 3127/2003) επί ακινήτου έκτασης για την έκταση των 1.219 τ.μ., κατά του ήδη αναιρεσείοντος, και (το Εφετείο) κράτησε την υπόθεση, δίκασε την αγωγή και αναγνώρισε την αναιρεσίβλητη κυρία του ακινήτου έκτασης 1.206 τ.μ., με τίτλο τον πρωτότυπο τρόπο της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β του ν. 3127/2003, και διατάχθηκε η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Ειδικότερα, με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο : Α: έκρινε: 1) Ότι το επίδικο ακίνητο είναι οικόπεδο με ΚΑΕΚ .../0/0, εμβαδού κατά την κτηματογράφηση 1.206 τ.μ., βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο πόλης και μέσα στα όρια της δημοτικής ενότητας ... του Δήμου ... Αττικής, στη θέση "..." και επί της οδού ... , που εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης με το από ...1962 Π. Δ/γμα (ΦΕΚ ...1966), στο ο.τ. …, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, και περικλείεται από όλες τις πλευρές του από ρυμοτομική (πράσινη) γραμμή, σε κλειστό οικοδομικό τετράγωνο, ενώ από την οδό ... υφίσταται και οικοδομική (κόκκινη) γραμμή, και δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 3127/2003, όπως τροποποιήθηκε με την §11 του άρθρου 154 του ν. 4389/2016, ήτοι δεν πρόκειται για έκταση που στο σχέδιο πόλης αποτελεί κοινόχρηστο χώρο ή πάρκο ή άλσος. 2) Ότι η αναιρεσίβλητη - ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου οικοπέδου, με τον πρωτότυπο τρόπο της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1β του ν. 3127/2003, με άσκηση, αδιαταράκτως, των προσιδιαζόντων στη φύση και τον προορισμό του πράξεων νομής διανοία κυρίου, με καλή πίστη, προσμετρώντας και τις, με καλή πίστη, πράξεις αδιατάρακτης νομής των δικαιοπαρόχων της (Ν. Φ. από το έτος 1966 στο όλο, Ν. Φ., ενάγουσας, Ι. Φ., κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από το έτος 1967 μέχρι το έτος 1981, και ενάγουσας από το έτος 1981 κατά 70%, και επικαρπωτή, κατά 30% από το έτος 1981 έως 1983 και στη συνέχεια στο όλο, για χρόνο μεγαλύτερο της τριακονταετίας (επιτήρηση - επίβλεψη των ορίων του) μέχρι την 19-03-2003. 3) Ότι, ειδικότερα, στην Ν. χήρα Π. Α. - Φ., δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε με το με αριθμ. ...1966 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Κ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω αγοράς από τον Σ. Μ. του Τ., η οποία, στη συνέχεια, με το με αριθμ. ...1967 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε (συγ)κυριότητα κατά ποσοστό 1/3 στην αναιρεσίβλητη και 1/3 στον Ι. Φ. Π., λόγω δωρεάς, το οποίο (ποσοστό ακινήτου) στη συνέχεια περιήλθε κυριότητα στην αναιρεσίβλητη α) το 70% με το με αριθμ. ...-1981 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβ/φου, που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω διανομής ακινήτων, και β) το 30% με το με αριθμ. ...1981 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβ/φου, λόγω προικός από την ανωτέρω μητέρα της, μετά την κατάργηση με τις διατάξεις των άρθρων 56 επ. του ν. 1329/1983 και τη συνένωση με την ψιλή κυριότητα της υπέρ του συζύγου της αναιρεσίβλητης επικαρπίας, οι οποίοι άπαντες νέμονταν το επίδικο, αδιαταράκτως, ασκώντας σε αυτό διανοία κυρίας η Ν. Φ. από την παραπάνω αγορά και μεταγραφή αυτού (1966), στη συνέχεια οι προαναφερθέντες Ν. Φ., Ι. Φ., αναιρεσίβλητη από το έτος 1967, κατά τα αντίστοιχα για τον καθένα ποσοστά, και στη συνέχεια από το έτος 1981 (και δια του επικαρπωτή μέχρι την κατάργηση της προίκας το έτος 1983) μέχρι την 19-03-2003, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και αρμόζουσες στον προορισμό του υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις (επιτήρηση - επίβλεψη των ορίων αυτού) δηλωτικές εξουσίασης, για χρόνο περισσότερο από τριάντα έτη μέχρι την 19-03-2003, με αδιατάρακτη νομή, οι οποίοι είχαν την πεποίθηση με καλή πίστη, κατά την αντίστοιχη παραπάνω κτήση νομής (συν)νομής και νομής, η οποία δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησαν την κυριότητά του και χωρίς κατά το χρονικό αυτό διάστημα να προβληθεί δικαίωμα ιδιοκτησίας επί του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους τρίτων ή του αναιρεσείοντος - εναγόμενου - εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε ενόχλησε, αν και γνώριζε την ανωτέρω διανοία κυρίου νομή σε αυτό και ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των προαναφερθέντων καλλιεργούσαν το επίδικο με την ευρύτερη έκταση. 4) Ότι, ως εκ περισσού, στον απώτερο δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης, Σ. Μ., είχε περιέλθει, με άλλο οικόπεδο, λόγω αγοράς από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό ... "...", (...1966 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ν. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα), στον οποίο οικοδομικό συνεταιρισμό, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης είχε περιέλθει, λόγω αγοράς, από την ανώνυμη εταιρεία λόγω αγοράς από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... ... (...1963 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ν. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα), στην εταιρεία αυτή είχε περιέλθει, σε μείζονα έκταση 2.000 στρεμμάτων, λόγω εισφοράς κατά τη σύστασή της από το Γ. Γ. του Δ., (αριθμ. ...1925 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Β. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα, στον οποίο είχε περιέλθει η ευρύτερη έκταση λόγω αγοράς από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "..." (αριθμ. ...1920 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Π. Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα), στην οποία είχε περιέλθει, λόγω αγοράς, από την εδρεύουσα στο ... ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." (...1911 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Α. Μ., που μεταγράφηκε νόμιμα), στην οποία είχε περιέλθει, λόγω αγοράς, από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." (...1906 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Π. Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα), στην οποία είχε περιέλθει, λόγω αγοράς, από τον Α. Γ.. Ρ. (...1899 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Τ. Ο., που μεταγράφηκε νόμιμα), στον οποίο είχε περιέλθει, λόγω αγοράς, από τους κληρονόμους Σ. και Δ. Κ. ή Κ. (...1882 συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιώς Σ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, ...1882 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Δ. Δ., που μεταγράφηκε νόμιμα, ...1882 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Γ.Π. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα), στους οποίους είχε περιέλθει εν μέρει χωριστά στον καθένα, με τη την από ...1859 δικαστική διανομή δια κληρώσεως του Εισηγητή παρέδρου του Πρωτοδικείου Αθηνών, που μεταγράφηκε νόμιμα, και ότι οι προαναφερθέντες απώτεροι δικαιοπάροχοι της αναιρεσίβλητης καλλιεργούσαν την ευρύτερη έκταση και επέβλεπαν συνεχώς τα όριά της, εκμεταλλευόμενοι αυτήν στα πλαίσια της επενδυτικής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους (ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο οικοδομικός συνεταιρισμός ... "..." είχε οριοθετήσει την ευρύτερη έκταση, συντάσσοντας τοπογραφικό διάγραμμα και ρυμοτομική μελέτη, σχεδιάζοντας τη διάνοιξη κοινοχρήστων οδών και οικοδομικών τετραγώνων). 5) Ότι το επίδικο ακίνητο εκκαλιεργείτο με την ευρύτερη έκταση, και, συνεπώς, δεν έχει δασικό χαρακτήρα. 6) Ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιήλθε στην κυριότητά του αναιρεσείοντος: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, β) ως δάσος για το οποίο δεν χώρησε υποβολή στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση των σχετικών περί ιδιοκτησίας τίτλων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ή αναγνώριση έναντι του ιδίου της κυριότητας (β.δ της 17/29-11-1836 "Περί ιδιωτικών δασών"), γ) ως βοσκότοπος ή λιβάδι δυνάμει του β.δ. 3/15-12-1833, δ) με έκτακτη ή τακτική χρησικτησία, και ε) ως αδέσποτο (άρθρο 16 β.δ. από 10- 7-1837). [2] Έτσι, που έκρινε το Εφετείο ως προς το ουσιώδες ζήτημα κτήσης κυριότητας από την αναιρεσίβλητη επί του επίδικου ακινήτου με τον πρωτότυπο τρόπο της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1β του ν. 3127/2003, δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις αυτές καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 966, 967, 968, 984, 1042, 1054 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε ούτε τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1, 117 παρ. 3 του Σ., άρθρ. 3 του ν. 998/19179, 1, 2 και 3 του β.δ/τος της 17/29-11-1836 και 16 του ν. 1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, β.δ της 17/29-11-1836 "Περί ιδιωτικών δασών" του β.δ. 3/15-12-1833 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, διότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από αυτήν και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στη νομική σκέψη, που προηγήθηκε και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού, με αποτέλεσμα να πληρούνται οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας επί του επίδικου οικοπέδου, με την ανωτέρω ειδική χρησικτησία, το οποίο δεν έχει δασικό χαρακτήρα, και κατά το σχέδιο πόλης δεν είναι κοινόχρηστο, πάρκο ή άλσος. Παράλληλα, με αυτά που δέχθηκε και έτσι έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας από την αναιρεσίβλητη στο επίδικο οικόπεδο, με τον πρωτότυπο τρόπο της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1β του ν. 3127/2023. Τούτο δε διότι, κατά τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το επίδικο ακίνητο: α) βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο πόλης και μέσα στα όρια της δημοτικής ενότητας ... του Δήμου ... Αττικής, στη θέση "..." και επί της οδού ... , που εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης με το από ...1962 Π. Δ/γμα (ΦΕΚ ...1966), στο ο.τ. …, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, σε κλειστό οικοδομικό τετράγωνο, δεν έχει δασικό χαρακτήρα, διότι καλλιεργούνταν με την ευρύτερη έκταση από τους αναφερόμενους παραπάνω απώτερους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης, και κατά το σχέδιο πόλης δεν αποτελεί κοινόχρηστο χώρο, πάρκο ή άλσος, β) επ' αυτού ασκήθηκαν από την αναιρεσίβλητη οι προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις αδιατάρακτης νομής διανοία κυρίου (επιτήρηση - επίβλεψη των ορίων αυτού), με καλή πίστη, προσμετρώντας και τις, με καλή πίστη, πράξεις αδιατάρακτης νομής των δικαιοπαρόχων της (Ν. Φ. από το έτος 1966 στο όλο, Ν. Φ., ενάγουσας, Ι. Φ., κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από το έτος 1967 μέχρι το έτος 1981, και ενάγουσας από το έτος 1981 κατά 70%, και επικαρπωτή, κατά 30% από το έτος 1981 έως 1983 και στη συνέχεια στο όλο, και χωρίς παρενόχληση από τον αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, για χρόνο μεγαλύτερο της τριακονταετίας μέχρι στην 19-03-2003, και γ)οι προαναφερθέντες είχαν την πεποίθηση, η οποία δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλεια ότι απέκτησαν την κυριότητα αυτού και ότι η εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο με την οποία το επίδικο ακίνητο καταχωρίστηκε ως ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, είναι ανακριβής. Επομένως, ο από τον αρ. 1α και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά τα οικεία μέρη αυτού, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος. [3] Με τη διάταξη του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδρασή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται, με την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997). Ο ανωτέρω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 507/2024, ΑΠ 500/2024) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 1257/2024, ΑΠ 1032/2023). Δεν αποτελούν πράγματα τα επικαλούμενα από τους διάδικους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, τα έγγραφα και το περιεχόμενό τους (ΑΠ 439/2024, ΑΠ 146/2024). Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, για πλημμέλεια από τον αρ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενο : 1) ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, τον οποίο πρότεινε, με τις προτάσεις του, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε, με την έφεσή του, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι το επίδικο αποτελεί δημόσια δασική έκταση για την οποία δεν προσκομίσθηκαν στην Γραμματεία των Οικονομικών μέχρι την 30-11-1837 νόμιμοι τίτλοι εξουσίασης από ιδιώτη, και 2) ότι δεν έλαβε υπόψη : ι) το με αριθμ. πρωτ. ...2018 έγγραφο της Δ/νσης Δασών ... (Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων) στο οποίο αναφέρεται ότι το επίδικο ακίνητο έχει συμπεριληφθεί στις εκτάσεις για τις οποίες πρόβαλε το αναιρεσείον δικαιώματα, με την ...2012 δήλωση που αφορά στις δημόσιες δασικές εκτάσεις Ο.Τ.Α. ..., με βάση το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων και ιι) το με αριθμ. πρωτ. ...2019 έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ότι το επίδικο γεωτεμάχιο εμπίπτει μέσα στην ευρύτερη δασική έκταση της ΚΑ - ΡΟ : ..., για την οποία η Υπηρεσία πρόβαλε δικαιώματα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Ο λόγος αυτός (δεύτερος) αναίρεσης κατά το με στοιχείο -1- μέρος είναι αβάσιμος. Και, τούτο, διότι από την παραπάνω παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, δεχόμενο ότι το επίδικο ακίνητο δεν αποτελεί δασική έκταση αλλά αποτέλεσε ακίνητο καλλιεργούμενο με την ευρύτερη έκταση από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης και στη συνέχεια οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, μέσα στο σχέδιο πόλης μέσα στα όρια της δημοτικής ενότητας ... Αττικής, που εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης με το από ...1962 Π. Δ/γμα (ΦΕΚ ...1966), και δεν αποτελεί κατά το σχέδιο πόλης κοινόχρηστο χώρο, πάρκο ή άλσος. Ο ίδιος, ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το με στοιχείο -2- μέρος είναι απαράδεκτος. Και, τούτο, διότι δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, επειδή τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, δεν αποτελούν πράγματα με την έννοια του παραπάνω αναιρετικού λόγου. [4] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι` αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον, από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ` άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη (ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 586/2024). Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, από τον αρ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση επικαλούμενο ότι δεν έλαβε υπόψη άλλως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη : ι) το με αριθμ. πρωτ. ...2018 έγγραφο της Δ/νσης Δασών ... (Τμήματος Δασικών Χαρτογραφήσεων) στο οποίο αναφέρεται ότι το επίδικο ακίνητο έχει συμπεριληφθεί στις εκτάσεις για τις οποίες πρόβαλε το αναιρεσείον δικαιώματα, με την ...2012 δήλωση που αφορά στις δημόσιες δασικές εκτάσεις Ο.Τ.Α. ..., με βάση το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων και ιι) το με αριθμ. πρωτ. ...2019 έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ότι το επίδικο γεωτεμάχιο εμπίπτει μέσα στην ευρύτερη δασική έκταση της ΚΑ - ΡΟ : ..., για την οποία η Υπηρεσία πρόβαλε δικαιώματα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος. Και, τούτο, διότι από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη "όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα", και σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών εγγράφων και όλα τα φερόμενα από το αναιρεσείον ως αγνοηθέντα αποδεικτικά μέσα, ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση αντικρούεται ο επικαλούμενος ως αποδεικνυόμενος με αυτά ισχυρισμός με την παραδοχή ότι η επίδικη έκταση καλλιεργούταν με την ευρύτερη έκταση από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης, και υπό την επίφαση του ανωτέρω αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που είναι ανέλεγκτη αναιρετικά (άρθρ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 13/2023, ΑΠ 1725/2023). [5] Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος αυτό διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση θα επιβάλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων, το δε πεδίο εφαρμογής του έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. Το αντικειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή τούτου, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ένστασης κλ.π. και που οφείλει να αποδείξει ο υποβολών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διάταξης (ΑΠ 757/2024, ΑΠ 1118/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος αυτού, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για πλημμέλεια από τον αρ. 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενο ότι αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, απαιτώντας από τ αναιρεσείον, για την απόδειξη του δασικού χαρακτήρα της επίδικου ακινήτου, να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει "ότι... δεν χώρησε υποβολή στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση των σχετικών περί ιδιοκτησίας τίτλων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ή αναγνώριση έναντι του ιδίου της κυριότητας, εφόσον επικαλείται δασικό χαρακτήρα". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, λόγω αλυσιτέλειας. Και, τούτο, διότι από την παραπάνω παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι κατά τις παραδοχές αυτής το επίδικο ακίνητο καλλιεργούνταν με την ευρύτερη έκταση από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης και των άμεσων δικαιοπαρόχων αυτής (Ι. Φ. και Ν. Φ.), ήτοι υφίσταται θετική κρίση για το χαρακτήρα του επίδικου ακινήτου ως καλλιεργούμενου αγρού, με συνέπεια να μην έχει δασικό χαρακτήρα, ενώ η επικαλούμενη από το αναιρεσείον παραπάνω αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση έγινε πλεοναστικά και δεν στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Με λοιπές αιτιάσεις με τον αυτό παραπάνω δεύτερο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, από τις αυτές παραπάνω πλημμέλειες, επικαλούμενο ότι έσφαλε το δικαστήριο ουσίας το οποίο έκρινε 1) ότι η επίδικη έκταση δεν είναι δασική και 2) ότι απέκτησε η αναιρεσίβλητη κυριότητα στην επίδικη έκταση με παράγωγο τρόπο διότι απέκτησε παρά μη κυρίου. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες. Και, τούτο διότι, η με στοιχείο -1- αιτίαση πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο ουσίας (ΑΠ 444/2024, ΑΠ 1685/2023), και η με στοιχείο -2- αιτίαση στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση διότι το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται στην κτήση κυριότητας από την αναιρεσίβλητη στο επίδικο ακίνητο με τον πρωτότυπο τρόπο της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 παρ. 1β του ν. 3127/2003 και όχι σε παράγωγο τρόπο.
V. Κατ' ακολουθίαν τούτων, και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, κατ' άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 και 2 της ΥΑ 134423/1992 (Οικονομικών και Δικαιοσύνης), που ενεργεί υπέρ και κατά του Ελληνικού Δημοσίου (ΑΠ 130/2023, ΑΠ 1192/2022), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 11-04-2022 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της με αριθμ. ...2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου