ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 698/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 698/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 698/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 698 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 698/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Μαρία Γιαννακοπούλου- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, την 8η Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:

Α. Του αναιρεσείοντος: Ν. Λ. του Κ., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μαλαγάρη, ο oποίος ανακάλεσε την από 7-10-2024 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1.ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της συγχωνευθείσας δι' απορροφήσεως ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ", που έδρευε στο Μαρούσι Αττικής. 2.ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "KSM HUMAN RESOURCES ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ" και τον διακριτικό τίτλο "KSMHR ΕΛΛΑΣ ΑΕΠΑ", που εδρεύει στο Δήμο Ζωγράφου Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και 3. Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟPTIMAL BUSINESS ACTION ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Καρακατσάνη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις, η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Πελέκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 4-10-2024 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις και η τρίτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Ράικο, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις, και Β. Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την νέα επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ", κατά τροποποίηση της προηγούμενης επωνυμίας "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και ταύτης κατά την τροποποίηση της προηγούμενης επωνυμίας "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", η οποία εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής όπως νόμιμα εκπροσωπείται ως οιονεί καθολικής διαδόχου της σ' αυτήν συγχωνευθείσα δι' απορροφήσεως ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ", και τον διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Καρακατσάνη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Λ. του Κ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μαλαγάρη, ο oποίος ανακάλεσε την από 7-10-2024 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις. Κοινοποιούμενης της (Β) αίτησης αναίρεσης προς: 1.εταιρεία με την επωνυμία "KSM HUMAN RESOURCES ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ" (πρώην "KLUEH HUMAN RESOURCES ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡOΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ"), που εδρεύει στο Δήμο Ζωγράφου Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2.ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΟPTIMAL BUSINESS ACTION ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-12-2016 αγωγή του ήδη Ν. Λ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 83/2022 του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Σάμου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο Α αναιρεσείων με την από 10-5-2023 αίτησή του και η Β. αναιρεσείουσα με την από 6-3-2024 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτησή τους και να απορριφθεί η αίτηση των αντιδίκων τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπέγγελτα ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 73/2023, 1126/2022, 240/2022, 367/2020, 19/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχει νόμιμη περίπτωση συνεκδίκασης: Α) της από 10.5.2023 και με αριθ. κατάθ. 4/25.5.2023 αίτησης αναίρεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος Ν. Λ. του Κ. κατά των εναγόμενων και ήδη αναιρεσίβλητων: 1) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ", 2) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚSM HUMAN RESOURCES ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ και το διακριτικό τίτλο "KSMHR ΕΛΛΑΣ ΑΕΠΑ" και 3) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "OPTΙMAL BUSINESS ACTION ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕIΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ" και Β) της από 6.3.2024 και με αριθ. κατάθ. 2/11.3.2024 αντίθετης αίτησης αναίρεσης της πρώτης εναγόμενης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ" κατά του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου Ν. Λ. του Κ. με τις οποίες προσβάλλεται η υπ` αριθμ. 83/20.7.2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Σάμου), επειδή είναι πρόδηλη η μεταξύ τους συνάφεια και διευκολύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης. Με τις ως άνω αντίθετες αιτήσεις προσβάλλεται η προαναφερθείσα υπ` αριθμ. 83/20.7.2022 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Σάμου), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών επί της από 30.7.2020 και με αριθμό κατάθ. 33/3.8.2020 έφεσης του ενάγοντος κατά της υπ' αριθμ. .../2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου η οποία, επίσης, είχε εκδοθεί, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών και με αυτήν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε απορρίψει ως αόριστη την από 26-12-2016 και με αριθμό κατάθ. .../2016 αγωγή του ενάγοντος. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο, αφού δίκασε την πιο πάνω έφεση, δέχθηκε αυτή τυπικά και κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κράτησε και δίκασε την ως άνω αγωγή, την απέρριψε, όσον αφορά την τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, ως ουσιαστικά αβάσιμη, τη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, όσον αφορά τις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες και υποχρέωσε αυτές να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον η κάθε μία, για διαφορές αποδοχών μη ληφθείσας άδειας και επιδόματος άδειας για το έτος 2013 το ποσό των 186 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Οι αιτήσεις αναίρεσης έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτές (άρθρο 577 παρ. 1) και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Α. Επί της από 10.5.2023 αίτησης αναίρεσης του Ν. Λ. του Κ. Aπό το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι της γενικής ρύθμισης του άρθρου 3 του ΝΔ/τος 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, συνιστά παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Ήδη με το άρθρο 6 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11400/1975 (ΦΕΚ Β 269) και στη συνέχεια κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν.133/1975 για τις επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, επιτράπηκε η υπέρβαση του ανώτατου ορίου της ημερήσιας απασχόλησης (8ώρου) κατά μία ώρα κάθε ημέρα, και δη μέχρι τη συμπλήρωση 9ωρης εργασίας ημερησίως, χωρίς η υπέρβαση αυτή να συνιστά υπερωρία. Το ως άνω σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, δεν μεταβάλλεται σε σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και αν ακόμη ο μισθωτός απασχολείται τακτικά, δηλαδή και την έκτη ημέρα της εβδομάδας ή και την Κυριακή, έστω και αν τούτο έχει συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, διότι η συμφωνία αυτή, ως αντικείμενη σε κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη (ΑΠ 1752/2022, 593/2021). Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 (ΦΕΚ Α 210/19.8.2005) με έναρξη ισχύος 1.10.2005 (άρθρο 15 Ν. 3385/2005) και όπως οι παράγραφοι 1,3 και 5 αντικαταστάθηκαν και πάλι με την παρ. 10 του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α 115/15.7.2010) με έναρξη ισχύος 15-7-2010 (άρθρο 76 Ν. 3863/2010) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο [πριν την τροποποίηση των παραγράφων 3 και 5 του ως άνω άρθρου (4) και της προσθήκης παραγράφου 6 σ' αυτό με το άρθρο 58 του Ν. 4808/2021 (ΦΕΚ Α 101/19.6.2021)] ορίζονται τα εξής : "1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό(60%). 4.Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ` εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%)". Από, δε, το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το ανώτατο νόμιμο ημερήσιο ωράριο είναι εννέα (9) ώρες και υπερεργασία θεωρείται η απασχόληση στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, πέραν των σαράντα (40) ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα (9 ώρες ημερησίως) και απόκειται στην κρίση του εργοδότη, ενώ, δεν συμψηφίζεται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για τις ώρες υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η), ο εργαζόμενος δικαιούται το "καταβαλλόμενο" ωρομίσθιο με προσαύξηση 20%. Υπερωρία, ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών την εβδομάδα ή πέραν των 9 ωρών την ημέρα. Για κάθε ώρα υπερωρίας, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις, ήτοι για κάθε ώρα "κατ' εξαίρεση" υπερωρίας (παράνομης υπερωρίας), ως άνω, ο εργαζόμενος δικαιούται "αποζημίωση", ευθέως από το νόμο (χωρίς πλέον να συνδέεται η ως άνω απαίτηση με αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως όριζε προηγουμένως η διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 435/1976, (ΑΠ 1410/2024, 232/2018, 314/2017, ΑΠ 671/2016), ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80% (ΑΠ 1752/2022, 1115/2020, 822/2020). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 10 του Β.Δ. 748/1966, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 4 παρ.3 του Ν. 4504/1966 και 904 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο μισθωτός, που απασχολήθηκε νόμιμα ή παράνομα κατά την ημέρα της Κυριακής ή άλλη κατά νόμο εξαιρέσιμη αργία και με την προϋπόθεση ότι η απασχόλησή του αυτή υπερέβη τις πέντε (5) ώρες, δικαιούται αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό) σε άλλη ημέρα της εβδομάδας και εντεύθεν έχει δικαίωμα, εκτός της προσαύξησης του 75% επί του νόμιμου ημερομισθίου του, σύμφωνα με τις υπ' αριθμ. 8900/1946 και 25825/1951 αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, να αξιώσει και αποζημίωση για την προσφορά της εργασίας του κατά την ημέρα της Κυριακής, όταν δεν του δοθεί άλλη ημέρα ανάπαυσης, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή να αξιώσει την απόδοση της ωφέλειας που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εργοδότης από την εργασία του κατά την ημέρα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσής του, αποφεύγοντας έτσι ισόποση αμοιβή, που θα κατέβαλε σε άλλον μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβανε για να εργασθεί αντί εκείνου κατά την ημέρα αυτή (ΑΠ 773/2024, 634/2022, 64/2020, 517/2019). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1β του Α.Ν. 539/1945, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957, ο εργοδότης που αρνείται τη χορήγηση στο μισθωτό του της νόμιμης κατ' έτος άδειας, υποχρεούται μόλις λήξει το έτος, κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται άδεια να καταβάλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών άδειας αυξημένες κατά 100%. Η προσαύξηση των αποδοχών άδειας, τις οποίες σε κάθε περίπτωση πρέπει να λάβει ο μισθωτός εφόσον διατηρεί δικαίωμα άδειας, προϋποθέτει άρνηση του εργοδότη να χορηγήσει αυτούσια την άδεια, η δε άρνηση αυτή, εφόσον έχει προηγηθεί σχετικό αίτημα του εργαζόμενου, συνιστά πταίσμα, το οποίο έχει το δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί ο εργαζόμενος που ζητεί την προσαύξηση(ΑΠ 242/2022). Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 18310/1946 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ Β15) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 28/1944, όπως αυτή συμπληρώθηκε και ερμηνεύτηκε με την υπ' αριθμ. 25325/1951 κοινή απόφαση των ίδιων Υπουργών (ΦΕΚ Β 86), οι μισθωτοί, οι οποίοι παρέχουν νυκτερινή εργασία, δηλαδή εργασία από τις 22.00 έως τις 06.00, είτε καθ' όλο το διάστημα της νύκτας, είτε κατά ορισμένο τμήμα του, δικαιούνται να λαμβάνουν επιπλέον των κανονικών αποδοχών τους και προσαύξηση 25% επί του νόμιμου ωρομισθίου τους. Εάν δε η εργασία κατά τη νύκτα συνδυάζεται και με υπερωριακή απασχόληση, τότε η προσαύξηση της τελευταίας υπολογίζεται στο ωρομίσθιο που έχει προηγουμένως προσαυξηθεί με το ποσοστό 25%, λόγω της νυκτερινής εργασίας. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 εδ. 4 και 216 § 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο Δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1752/2022, 1289/2020, 104/2020, 1004/2017). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το Δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη, ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ΑΠ 1752/2022, 1289/2020, 104/2020, 83/2019). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ' αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής και ελέγχονται αμφότερες αναιρετικά με το λόγο από το άρθρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 1752/2022, 1214/2020, 1115/2020, 18/2020).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία διώκεται η καταβολή αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία), θα πρέπει ν' αναφέρεται η εργασιακή σχέση, οι νόμιμες ή καταβαλλόμενες αποδοχές βάσει των οποίων θα υπολογισθεί το ωρομίσθιο (Α.Π. 1410/2024,1752/2022, 1003/2018) και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του συμβατικού ή του νόμιμου ωραρίου συντρέχει, δηλαδή υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, ή κατ' εξαίρεση υπερωρία, ενόψει και του ως άνω διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης του νόμιμου ωραρίου (ΑΠ 1410/2024, 274/2023 1752/2022, 684/2017). Ειδικότερα, επί μισθωτών απασχολούμενων σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, αρκεί στην αγωγή αυτών με αντικείμενο την καταβολή αμοιβής για υπερεργασιακή ή υπερωριακή απασχόληση να διαλαμβάνεται ότι αυτοί απασχολήθηκαν επί πλέον του συμβατικού ή του νόμιμου ωραρίου, αντίστοιχα, κατά τις αναφερόμενες και προσδιοριζόμενες ημερολογιακά στην αγωγή ημέρες και για τις ώρες που αναγράφονται και αντιστοιχούν σε κάθε συγκεκριμένη ημέρα απασχόλησης. Επίσης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων για προσαύξηση 100% των αποδοχών άδειας παρελθόντων ετών, πρέπει να αναφέρεται σε αυτή, εκτός των άλλων, ότι ο εργαζόμενος ζήτησε την άδεια του για τα συγκεκριμένα έτη και ο εργοδότης αρνήθηκε να τη χορηγήσει εξαναγκάζοντάς τον σε παροχή εργασίας, κατά το χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια (ΑΠ 242/2022, 248/2020, 1985/2017), ενώ ,όταν ζητούνται και προσαυξήσεις για παροχή εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, εκτός της σύμβασης εργασίας, του συμβατικού ή νόμιμου μισθού, που απαιτούνται για την εξεύρεση του ωρομισθίου, πρέπει να αναφέρονται και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η οφειλή του εργοδότη από την παροχή της νυχτερινής εργασίας, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 1410/2024, 667/2019) και ειδικότερα, ο αριθμός των ωρών νυκτερινής εργασίας που παρείχε ο εργαζόμενος σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (από ώρες 22.00 μ.μ. έως 06.00 π.μ). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της ένδικης από 26.12.2016 με αριθμό κατάθεσης ....2016 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, στην οποία παραδεκτά προβαίνει κατ'αρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο Άρειος Πάγος, προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων-αναιρεσίβλητος εξέθετε, ότι αρχικά με τις από 1.4.2010 και από 1.4.2011 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, προκειμένου να εργαστεί ως οδηγός ανεφοδιαστής αεροσκαφών στο σταθμό ανεφοδιασμού καυσίμων, που αυτή διατηρεί στο αεροδρόμιο της Σάμου, μέχρι τις 31.10.2010 και 31.10.2011, αντίστοιχα, απασχολούμενος επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως, έναντι συμφωνηθέντος μικτού μηνιαίου μισθού, ύψους 2.077,96 ευρώ, ενώ με την από 1.6.2012 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προσλήφθηκε από την ίδια ως άνω εναγόμενη, προκειμένου να εργαστεί σε αυτήν με την ίδια ειδικότητα μέχρι 31.10.2012, απασχολούμενος επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως, έναντι συμφωνηθέντος μικτού μηνιαίου μισθού, ύψους 2.111,22 ευρώ. Περαιτέρω, με τις από 2.4.2012, 1.4.2013 και 1.4.2014 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, που αποτελεί Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης, ως άμεση εργοδότρια, προκειμένου να εργαστεί με την ίδια ειδικότητα στην πρώτη εναγόμενη ως έμμεση εργοδότρια μέχρι τις 31.5.2012, 31.10.2013 και 31.10.2014, αντίστοιχα, έναντι συμφωνηθέντος μικτού μηνιαίου μισθού, ύψους 2.111,22 ευρώ, 2.111,22 ευρώ και 2.300 ευρώ, αντίστοιχα, απασχολούμενος επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως. Επίσης, με τις από 26-3-2015 και 2-11-2015 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προσλήφθηκε από την τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, που, επίσης, αποτελεί Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης, ως άμεση εργοδότρια, προκειμένου να εργαστεί με την ίδια ειδικότητα στην πρώτη εναγόμενη ως έμμεση εργοδότρια μέχρι τις 31.10.2015 και 31.12.2015, αντίστοιχα, έναντι συμφωνηθέντος μικτού μηνιαίου μισθού, ύψους 2.300 ευρώ, για την πρώτη από τις εν λόγω συμβάσεις, σύμφωνα με την οποία θα απασχολείτο επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο ημερησίως και συμφωνηθέν μικτό ημερομίσθιο, ύψους 92 ευρώ, για τη δεύτερη από αυτές, σύμφωνα με την οποία θα παρείχε εκ περιτροπής εργασίας. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία παρείχε τις υπηρεσίες του στις εναγόμενες, όπως προκύπτει από τον ενσωματωμένο στο αγωγικό δικόγραφο πίνακα, εργάστηκε: α) κατά τα έτη 2013, 2014 και 2015 κατά τις αναφερόμενες συγκεκριμένες και ημερολογιακά προσδιοριζόμενες ημέρες, με το αναφερόμενο ωράριο για κάθε μία από τις ημέρες αυτές, προσδιοριζόμενο τούτο περαιτέρω και κατά το χρόνο έναρξης και λήξης του, και πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως και των σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας με βάση τα ανωτέρω, τις εκτιθέμενες στο δικόγραφο, κατά τους υπολογισμούς του, ώρες υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης και κατά τη διάρκεια της νύκτας β) κατά τα έτη 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015, τα αναφερόμενα και ημερολογιακά προσδιοριζόμενα Σάββατα, τις αναφερόμενες και χρονολογικά προσδιοριζόμενες Κυριακές, χωρίς τη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης επί οκτάωρο, καθώς επίσης, κατά το έτος 2015, τις αναφερόμενες και ημερολογιακά προσδιοριζόμενες ημέρες και κατά τη διάρκεια της νύκτας, μεταξύ των ωρών από 22.00- 06.00, χωρίς να του καταβληθούν για την, κατά τα ανωτέρω, παρασχεθείσα υπερεργασία, παράνομη υπερωριακή εργασία και κατά τη διάρκεια της νύκτας, εργασία τα Σάββατα, τις Κυριακές χωρίς τη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης και νυχτερινή εργασία, οι νόμιμες αμοιβές, αποζημιώσεις και προσαυξήσεις. Ότι για τις ανωτέρω αιτίες (υπερεργασία, παράνομη υπερωριακή εργασία και κατά τη διάρκεια της νύκτας, εργασία τα Σάββατα, τις Κυριακές, χωρίς τη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης και εργασία κατά τη νύκτα), καθώς επίσης για διαφορές αποδοχών άδειας με προσαύξηση 100%, (αφού τη ζητούσε και από υπαιτιότητα των εναγόμενων δεν του χορηγείτο),διαφορές επιδομάτων άδειας για τα έτη 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015, επιδομάτων εορτών για τα έτη 2012, 2013, 2014 και 2015, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη, λόγω της εκ μέρους των εναγόμενων προσβολής της προσωπικότητας του, εξ αιτίας των εξαντλητικών συνθηκών εργασίας που του επέβαλαν και του προκαλούσαν σωματική και ψυχική κούραση, οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες του οφείλουν, εις ολόκληρον, τα αναφερόμενα για κάθε μία τούτων και αναλυτικά προσδιοριζόμενα, κατά τους δικούς του υπολογισμούς, ποσά. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, επικαλούμενος τις ένδικες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ζήτησε, για τις προαναφερθείσες αιτίες, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον με το νόμιμο τόκο, τα αναλυτικά αναφερόμενα για την κάθε μία ποσά. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί, ότι οι εν λόγω συμβάσεις εργασίας του ήταν άκυρες, επικαλούμενος τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες να του καταβάλουν, εις ολόκληρον η κάθε μια με το νόμιμο τόκο, τα ίδια παραπάνω ποσά, κατά τα οποία χωρίς νόμιμη αιτία έγιναν πλουσιότερες και τα οποία θα κατέβαλαν σε άλλον, με τα ίδια προσόντα, οδηγό-ανεφοδιαστή αεροσκαφών που θα προσλάμβαναν με έγκυρη σύμβαση εργασίας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών η υπ' αριθμ. .../2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, η οποία δέχθηκε ως κατ'ουσίαν βάσιμη τη σχετική, περί αοριστίας, ένσταση, που είχε προβάλει η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Κατά της ανωτέρω απόφασης, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε την από 30.7.2020 και με αριθμ. κατάθ. 33/2020 έφεση και επ'αυτής εκδόθηκε κατά την ίδια διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 83/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου( Μεταβατική Έδρα Σάμου) με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος δέχθηκε τα εξής: "[...] Με το προαναφερθέν ιστορικό της, η αγωγή[...] είναι αόριστη, ως προς τις αξιώσεις του ενάγοντος για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, διότι ο ενάγων δεν αναφέρει τη διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησής του, όπως απαιτείται[...], προκειμένου να είναι δυνατό να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νόμιμου ωραρίου συντρέχει(υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία, νόμιμη και παράνομη υπερωριακή εργασία κλπ), εν όψει και του [...] διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης. Αντιθέτως, ο ενάγων προσδιορίζει την πέραν του νόμιμου ωραρίου εργασία του σε ετήσια βάση, αναφέροντας, συνολικά ανά έτος, τις ώρες που ισχυρίζεται ότι εργάστηκε πέραν του συμβατικού και του νόμιμου ωραρίου του, με συνέπεια α) να καθίσταται αδύνατον να διακριβωθεί από το Δικαστήριο πόσες ώρες ο ενάγων εργάστηκε πέραν του ωραρίου του, ημερησίως και εβδομαδιαίως, ώστε να είναι εφικτός ο προσδιορισμός των ωρών σε υπερεργασία και υπερωρία και εν συνεχεία ο υπολογισμός των ποσών που, ενδεχομένως, ο ενάγων θα εδικαιούτο ( με δεδομένο μάλιστα ότι, υπόχρεοι εργοδότες είναι διαφορετικοί εναγόμενοι, ανάλογα με τα χρονικά διαστήματα) και β) να είναι δυσχερής η άμυνα των εναγομένων. Το γεγονός δε, ότι επισυνάπτει στην αγωγή πίνακα, όπου αναφέρει συνολικά για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα τις ώρες που εργάστηκε δεν καλύπτει την ως άνω αοριστία, διότι από αυτόν (πίνακα) δεν προκύπτει με ακρίβεια η απασχόληση του ενάγοντα ανά ημέρα και ανά εβδομάδα. Επίσης, εν προκειμένω, η αγωγή, κατά το μέρος που ζητείται και αποζημίωση για την εργασία του εφεσιβλήτου-ενάγοντος κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ημέρες Κυριακές, λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, κρίνεται αόριστη(όχι όμως για το 75%), καθόσον δεν γίνεται μνεία των στοιχείων του αδικαιολόγητου πλουτισμού[...] στις διατάξεις του οποίου και μόνο στηρίζεται η εν λόγω αξίωση. Επίσης, η αγωγή, όσον αφορά στο κονδύλιο των αποδοχών αδειών παρελθόντων ετών στο διπλάσιο, κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι ο ενάγων δεν εκθέτει πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ζήτησε γραπτά ή προφορικά, εγκαίρως, την άδειά του, αυτούσια για τα συγκεκριμένα έτη και ότι οι εναγόμενες αρνήθηκαν, από υπαιτιότητά τους να του την χορηγήσουν, εξαναγκάζοντάς τον στην παροχή της εργασίας του, αλλά αρκείται στην εντελώς αόριστη αναφορά ότι οι εναγόμενες αρνήθηκαν να του χορηγήσουν τις άδειες των ετών απασχόλησής του[...] Απορριπτέο ,ως αόριστο, επίσης, είναι το κονδύλιο που αφορά σε νυχτερινή απασχόληση, διότι ο ενάγων δεν αναφέρει με συγκεκριμένο τρόπο τις ακριβείς ώρες και ημέρες που εργάστηκε σε ώρες που συνιστούν νυκτερινή εργασία, περιοριζόμενος μόνο στην παραπομπή στον επισυναπτόμενο πίνακα στην αγωγή, όπου αναφέρονται, συνολικά, για όλα τα έτη, οι ημέρες και οι ώρες εργασίας του[...]". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και κρίνοντας, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ότι η από 26.12.2016 αγωγή ήταν απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τα ανωτέρω αγωγικά αιτήματα για καταβολή αμοιβής για υπερεργασία, παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία τις Κυριακές, χωρίς τη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, προσαύξηση 100% αποδοχών άδειας και για νυκτερινή εργασία, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία από όσα κατά νόμο ήταν αναγκαία για το ορισμένο των ως άνω αγωγικών αιτημάτων (άρθρα 111 παρ.2, 118 αριθ.4 και 216 παρ.1α του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν. Και τούτο διότι, με σαφήνεια και αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή, όπως απαιτείται για το ορισμένο των ως άνω κονδυλίων, η σύναψη των συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος με τις εναγόμενες, η ειδικότητα με την οποία προσέφερε τις υπηρεσίες του σε αυτές και οι μηνιαίες (μικτές) αποδοχές του των επίδικων χρονικών διαστημάτων από 1.4.2011 έως 31.10.2011, από 2.4.2012 έως 31.10.2012, από 1.4.2013 έως 31.10.2013, από 1.4.2014 έως 31.10.2014 και από 26.3.2015 έως 31.10.2015 για τον υπολογισμό του ωρομισθίου του. Επιπλέον, όσον αφορά τον υπολογισμό των κονδυλίων για υπερεργασία, παράνομη υπερωρία και προσαύξηση για εργασία κατά τη νύκτα, διαλαμβάνονται αναλυτικά οι ημέρες εργασίας του ενάγοντος τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας , καθώς και οι ώρες εργασίας αυτού ανά ημέρα για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα και μάλιστα με αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης ανά ημέρα εργασίας πέραν και του νόμιμου ωραρίου, έτσι ώστε ευχερώς προκύπτει, πέραν της ημερήσιας, και η εβδομαδιαία απασχόλησή του και, επομένως, μπορεί να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου για το χαρακτηρισμό των παραπάνω ωρών απασχόλησης ως υπερεργασία ή παράνομη υπερωρία καθώς για εργασία κατά τη διάρκεια της νύκτας. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων προσδιορίζει την πέραν του νόμιμου ωραρίου του απασχόληση και σε ετήσια βάση δεν εμποδίζει τη διακρίβωση της ημερήσιας εργασίας του, που ρητά αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, και συνακόλουθα της εβδομαδιαίας, καθώς και τον υπολογισμό των ποσών που ενδεχομένως αυτός θα εδικαιούτο, ούτε καθιστά δυσχερή την άμυνα των εναγόμενων, έστω και αν αυτές είναι υπόχρεες για διαφορετικά χρονικά διαστήματα, όπως εσφαλμένα έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά το κονδύλιο αποζημίωσης λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές και μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, διαλαμβάνονται επίσης αναλυτικά τα στοιχεία του άρθρου 904 του ΑΚ , στα οποία στηρίζεται το εν λόγω κονδύλιο, κατά την επικουρική του βάση και συγκεκριμένα ότι, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οι επικαλούμενες συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος ήταν άκυρες, αυτός επικαλείτο για τη νομική θεμελίωση όλων των αγωγικών αξιώσεων άρα και για εκείνη της αποζημίωσης λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές και μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και συγκεκριμένα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν με το νόμιμο τόκο, εις ολόκληρον η κάθε μια, τα αιτούμενα για την αιτία αυτή ποσά, κατά τα οποία χωρίς νόμιμη αιτία έγιναν πλουσιότερες και τα οποία θα κατέβαλαν σε άλλον, με τα ίδια προσόντα, οδηγό-ανεφοδιαστή αεροσκαφών που θα προσλάμβαναν με έγκυρη σύμβαση εργασίας, όσον δε αφορά το κονδύλιο της προσαύξησης 100% των αποδοχών άδειας, διαλαμβάνεται στην αγωγή ότι ο ενάγων ζητούσε από τις εναγόμενες την άδεια που εδικαιούτο για καθένα από τα ένδικα έτη και από υπαιτιότητά τους δεν του χορηγείτο. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι: 1) Οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, συνολικά εκτιμώμενοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, αληθώς όμως μόνον εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά την επαρκή έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο των στοιχείων που κατά νόμο απαιτούνται για τη στήριξη των αιτημάτων του περί επιδίκασης σε αυτόν αμοιβής για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση απέρριψε τα ως άνω κονδύλια ως αόριστα, επικαλούμενος ειδικότερα ότι τα ως άνω κονδύλια ήταν ορισμένα, διότι στην ένδικη αγωγή είχε ενσωματώσει σχετικό πίνακα από τον οποίο προκύπτουν με ακρίβεια οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής του για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα καθώς και η πραγματοποιηθείσα ανά εβδομάδα υπερεργασία και υπερωρία. 2) Ο τρίτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων που απαιτούνται για τη στήριξη του αιτήματος του περί επιδίκασης σε αυτόν αποζημίωσης για την απασχόλησή του κατά τις αναφερόμενες Κυριακές και μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, κατά την επικουρική του βάση, ισχυριζόμενος ότι το εν λόγω κονδύλιο είναι ορισμένο, διότι στην αγωγή ανέφερε όλα τα απαιτούμενα στοιχεία του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου οδηγεί στην παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, όσον αφορά το πιο πάνω κονδύλιο, και καθιστά πλέον αλυσιτελή την εξέταση του τέταρτου λόγου αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια για ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με την απόρριψη ως αόριστου του ίδιου παραπάνω κονδυλίου. 3) Οι πέμπτος και έκτος λόγοι αναίρεσης, συνολικά εκτιμώμενοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, αληθώς όμως μόνον από τον αριθμού 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά την επαρκή έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο των στοιχείων που κατά νόμο απαιτούνται για τη στήριξη των, αιτημάτων του περί επιδίκασης σε αυτόν της προσαύξησης 100% των αποδοχών άδειας των ετών 2011 έως και 2015, ισχυριζόμενος ότι τα ως άνω κονδύλια ήταν ορισμένα διότι στην ένδικη αγωγή ανέφερε ότι παρά το γεγονός ότι ζητούσε από τις εναγόμενες ανώνυμες εταιρείες την άδεια του, οι τελευταίες από υπαιτιότητά τους δεν την χορηγούσαν, και 4) Οι έβδομος και όγδοος λόγοι αναίρεσης, συνολικά εκτιμώμενοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, αληθώς όμως μόνον από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά την επαρκή έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο των στοιχείων που κατά νόμο απαιτούνται για τη στήριξη του αιτήματός του περί επιδίκασης σε αυτόν αμοιβής για νυκτερινή εργασία απέρριψε το ως άνω κονδύλιο ως αόριστο, επικαλούμενος ειδικότερα ότι το ως άνω κονδύλιο ήταν ορισμένο, διότι στην ένδικη αγωγή είχε ενσωματώσει σχετικό πίνακα από τον οποίο προκύπτουν με ακρίβεια οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής του για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα με αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης αυτής, έτσι ώστε με ακρίβεια μπορεί να διαπιστωθούν οι ώρες εργασίας που παρασχέθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 22.00 μέχρι και 06.00(εργασία κατά τη νύκτα). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, 1/2016, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του Δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 56/2022, 109/2020, 319/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 εδ. β' ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν το Δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση νοείται πάσα αυτοτελής αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, η οποία δημιουργεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και εντεύθεν και εκκρεμοδικία. Προκειμένου να θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, απαιτείται να υπάρχει παντελής σιωπή του Δικαστηρίου της ουσίας επί αυτοτελούς αίτησης τόσο κατά το αιτιολογικό όσο και κατά το διατακτικό της απόφασης, ως εκ τούτου, εάν από το διατακτικό προκύπτει ότι η αίτηση δικαστικής προστασίας έχει απορριφθεί εν όλω, δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος, έστω και εάν δεν υφίσταται αιτιολογία ως προς όλα τα αιτήματα αυτής (ΑΠ 240/2024, 1809/2022). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι λόγοι αναίρεσης αντιφάσκοντες μεταξύ τους είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Οι προαναφερόμενοι λόγοι, από τους αριθμούς 1 εδ. α' και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σωρευτικά ασκούμενοι, αντιφάσκουν μεταξύ τους και αποκλείονται αμοιβαία, αφού η πλημμέλεια της παραβίασης ουσιαστικού δικαίου διατάξεων αναφορικά με συγκεκριμένη αίτηση δεν είναι συμβατή προς την πλημμέλεια ότι έχει αφεθεί αδίκαστη η αυτή αίτηση και αντίστροφα (ΑΠ 220/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους ένατο και δέκατο λόγους της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης προσάπτονται, κατ' επίκληση των αναιρετικών πλημμελειών των αριθμών 1 εδ. α' και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αιτιάσεις, ότι το Εφετείο με το να απορρίψει το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με την αιτιολογία ότι δεν συνιστά αδικοπραξία η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη προς καταβολή στον εργαζόμενο των δεδουλευμένων αποδοχών, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ την οποία δεν εφάρμοσε , ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αφού αυτός ζήτησε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του εξ αιτίας των εξαντλητικών ωραρίων απασχόλησής του και μη χορήγησης ρεπό (ένατος λόγος) και απέρριψε το σχετικό κονδύλιο και περαιτέρω ότι άφησε αδίκαστο το ανωτέρω αίτημά του για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης(δέκατος λόγος). Όμως, οι ως άνω ένατος και δέκατος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 εδ. α και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν, διότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ και απέρριψε το αίτημά του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης(ένατος λόγος) και άφησε αδίκαστο το ίδιο αίτημα (δέκατος λόγος), είναι αντιφατικές. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/1959 (η οποία παρ. 4 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το Ν. 435/1976) είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για υπερωρίες θα καλύπτονται από τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Από την ίδια διάταξη εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, όσων προσαυξήσεων δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας ή ιδιόρρυθμης υπερωρίας (ΑΠ 1574/2022, 361/2020, 180/2015, 1254/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της υπ' αρ. 8900/1945 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966, προκύπτει ότι εκείνος που εργάζεται την Κυριακή, επιτρεπτά ή μη, δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% στο 1/25 του νόμιμου μηνιαίου μισθού του και στην περίπτωση που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση, σε άλλη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθεί, δικαιούται επιπλέον και την απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή κάθε τι που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο, με τα προσόντα και τις ικανότητες του απασχοληθέντος, τον οποίο θα προσελάμβανε για να εργασθεί αντί εκείνου την ημέρα αυτή (ΑΠ 64/2020, 517/2019, 680/2018), χωρίς όμως για τον υπολογισμό της ωφέλειας, να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του απασχοληθέντος (ΑΠ 1317/2015, 66/2007). Εξάλλου, στα άρθρα 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 28/1944 εκδοθείσας 25825/1951 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας με την οποία αυθεντικά ερμηνεύθηκαν οι 8900/1946 και 18310/1946 Υπουργικές αποφάσεις, που προβλέπουν την προσαύξηση των αποδοχών των κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες και κατά τις νύκτες εργαζόμενων μισθωτών, ορίσθηκε ότι οι χορηγούμενες προσαυξήσεις για τις εργασίες αυτές δεν συμψηφίζονται προς τις τυχόν καταβαλλόμενες αποδοχές, που είναι ανώτερες των θεσπισμένων ελάχιστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη, μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενων, υπέρτερων των νόμιμων, αποδοχών, προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νόμιμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ, κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Μια τέτοια συμφωνία, περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επί πλέον εργασία (πλην νόμιμων ή παράνομων / κατ' εξαίρεση υπερωριών η οποία κατά τα άνω είναι άκυρη), δεν αντίκειται στην εκ των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 664 και 679 ΑΚ, συναγόμενη αρχή, κατά την οποία, είναι άκυρη κάθε σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου υποκρύπτουσα παραίτηση του τελευταίου από νόμιμες αξιώσεις του (ΑΠ 754/2014), εφόσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές, κανονιστικές ρυθμίσεις, ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (ΑΠ 176/2023, 1574/2022, 1645/2018, 180/2015). Ομοίως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή, ο εργοδότης που καταβάλλει συμβατικές αμοιβές ανώτερες από τις νόμιμες με βάση συμφωνία καταλογισμού της επί πλέον διαφοράς με μελλοντικές απαιτήσεις κατά τα Σάββατα επί πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ), διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να εφαρμόσει την έγκυρη αυτή σύμβαση, δεσμευόμενος μόνο να μη περιορίσει μονομερώς το συμβατικό μισθό (ΑΠ 1574/2022, 361/2020, 1534/2004). Σε περίπτωση που καταρτίζεται μεταξύ των μερών η κατά τα προαναφερθέντα συμφωνία περί καταλογισμού των τυχόν αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες στις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νόμιμων αποδοχές, δεν απαιτείται για την εγκυρότητα της συμφωνίας ο προσδιορισμός των επί μέρους ποσών ανά μήνα (πέραν των οφειλομένων νόμιμων αποδοχών) που αντιστοιχεί σε κάθε μία από τις επί μέρους αξιώσεις του μισθωτού για παροχή υπερεργασιακής, νυκτερινής κλπ εργασίας, ο οποίος μάλιστα κατά το χρόνο κατάρτισης της σχετικής συμφωνίας είναι συνήθως άδηλος, εξαρτώμενος από τις μέλλουσες να ανακύψουν ανάγκες της επιχείρησης για την παροχή της εν λόγω εργασίας σε συγκεκριμένο χρόνο στο μέλλον, ούτε τούτο συνιστά στοιχείο του ορισμένου της προβαλλόμενης από τον εργοδότη σχετικής ένστασης καταλογισμού, οσάκις το σύνολο των εν λόγω αξιώσεων του μισθωτού για τις πιο πάνω αιτίες υπερκαλύπτεται από τις καταβαλλόμενες, πέραν των νόμιμων, υπέρτερες αποδοχές(ΑΠ 1574/2022).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το Δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, 3/1997, ΑΠ 274/2023, 784/2023, 1795/2022). Αντίθετα, δεν θεωρούνται "πράγματα", κατά την προεκτεθείσα έννοια, οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του Δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αόριστοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, εφόσον οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, 3/1997, ΑΠ 784/2023, 9/2023, 406/2022, 750/2020, 950/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους ενδέκατο και δωδέκατο λόγους αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι α) παρά το νόμο έλαβε υπόψη ειδικά , όσον αφορά τις αξιώσεις του για αποζημίωση λόγω εργασίας αυτού τα Σάββατα και για προσαύξηση 75% λόγω εργασίας του τις Κυριακές κατά το έτος 2011 ένσταση της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης περί συμψηφισμού(ορθά καταλογισμού) στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νόμιμων, αποδοχές του των ως άνω αξιώσεών του, χωρίς τέτοια ένσταση να έχει υποβληθεί από αυτήν (ενδέκατος λόγος), β) παρά το νόμο, δέχθηκε την ένσταση της πρώτης εναγόμενης ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας περί καταλογισμού των αγωγικών του αξιώσεων για αποζημίωση λόγω εργασίας αυτού τα Σάββατα και για προσαύξηση 75% λόγω εργασίας του τις Κυριακές κατά τα έτη 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015, καθώς και των αξιώσεων του για την καταβολή των διαφορών μεταξύ καταβαλλόμενων και νόμιμων επιδομάτων εορτών για τα έτη 2012, 2013, 2014 και 2015 και απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις σχετικές αξιώσεις, και δεν εξέτασε την εκ μέρους του παραδεκτά και νόμιμα υποβληθείσα στον πρώτο βαθμό αντένσταση αοριστίας της προαναφερθείσας ένστασης καταλογισμού, την οποία επανέφερε με τις προτάσεις του στο Εφετείο, κατά τη συζήτηση της από 30.7.2020 έφεσής του, (δωδέκατος λόγος). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: "[...]: Ο ενάγων, δυνάμει της από 1-4-2011 έγγραφης σύμβασης ορισμένου χρόνου, προσελήφθη από την εταιρεία με την επωνυμία "ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", στη θέση της οποίας έχει υπεισέλθει η πρώτη εφεσίβλητη, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί σε αυτήν με την ειδικότητα του οδηγού ανεφοδιαστή αεροσκαφών, έως 31-10-2011, με μηνιαίες αποδοχές ύψους 2.077,96 ευρώ. Στον όρο 9 της ως άνω συμβάσεως με τίτλο "Συμψηφισμός-ανάκληση παροχών" αναφέρεται "Κάθε είδους αξίωση του εργαζόμενου από την πιο πάνω απασχόλησή του, συμψηφίζεται στις ανώτερες από τις νόμιμες κάθε είδους αποδοχές που θα του καταβάλει η εργοδότρια, εφ' όσον επιτρέπεται από το νόμο ο συμψηφισμός[...]. Ως προς τα αιτούμενα κονδύλια του ενάγοντος, από τα ήδη αναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατά το έτος 2011, και για το χρονικό διάστημα από 1-5-2011 έως 31-10-2011, ο ενάγων εργάστηκε στην πρώτη εναγομένη, ως άμεση εργοδότρια, σύμφωνα με τη σύμβαση που είχε υπογραφεί για το αντίστοιχο διάστημα και παρείχε κανονικά τις υπηρεσίες του σε αυτήν. Επί πλέον, παρείχε την εργασία του και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, του αντίστοιχου διαστήματος. Για την ως άνω όμως εργασία του,[...], είχε συμφωνήσει με την πρώτη εναγομένη ότι οι συμβατικές αποδοχές του (μισθός ύψους 2.077,96 ευρώ), οι οποίες πράγματι ήταν υπέρτερες των νομίμων, το αντίστοιχο χρονικό διάστημα [βλ. άρθρο 3 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) από 1ης Ιουλίου 2011 (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2010-2011-2012), όπου προσδιορίζονται τα κατώτερα όρια μισθών], θα συμψηφίζονταν με τις αξιώσεις του για επί πλέον της συμφωνηθείσης παροχής εργασίας του. Επομένως,[...] ο ενάγων δεν δικαιούται επί πλέον αμοιβή, για εργασία του τις Κυριακές και τα Σάββατα και το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, εφ' όσον είχε συμφωνήσει και ο ίδιος σε αυτό[...] ". Πλην όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος στις 14.2.2018 και με τις προτάσεις της που την ίδια ημερομηνία (14.2.2018) νόμιμα κατέθεσε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, προέβαλε "ένσταση συμψηφισμού-καταλογισμού των επίδικων αξιώσεων του αντιδίκου στο τμήμα των πέραν του νόμιμου μισθού καταβαλλομένων σ'αυτόν αποδοχών" για τα έτη 2012, 2013, 2014 και 2015 και τον ισχυρισμό αυτό τον επανέφερε νόμιμα με τις από 18.5.2022 προτάσεις της ως εφεσίβλητη, που νόμιμα κατέθεσε ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της από 30.7.2018 έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος στις 18.5.2022. Μετά ταύτα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι η προαναφερθεία ένσταση καταλογισμού αφορά και τις αξιώσεις του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος για το έτος 2011, παρά το γεγονός ότι το έτος αυτό δεν συμπεριλαμβανόταν στην υποβληθείσα από την πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ένσταση καταλογισμού και μετά ταύτα, αφού καταλόγισε στις καταβαλλόμενες, ανώτερες των νόμιμων, αποδοχές τις αξιώσεις του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος για αποζημίωση λόγω εργασίας τα Σάββατα και για προσαύξηση 75% για εργασία τις Κυριακές για το έτος 2011, τις απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμες, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν. Επομένως, ο ανωτέρω ενδέκατος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, ο δωδέκατος, επίσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η ανωτέρω ένσταση καταλογισμού για τα έτη 2012,2013, 2014 και 2015 ήταν ορισμένη, αφού σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, οσάκις το σύνολο των αξιώσεων του μισθωτού για διαφορετικές αιτίες υπερκαλύπτεται από τις καταβαλλόμενες, πέραν των νόμιμων, υπέρτερες αποδοχές, δεν συνιστά στοιχείο του ορισμένου της ένστασης καταλογισμού ο προσδιορισμός των επί μέρους ποσών ανά μήνα (πέραν των οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών) που αντιστοιχεί σε κάθε μία από τις επί μέρους αξιώσεις του μισθωτού π.χ. για παροχή υπερεργασίας, παράνομης υπερωρίας, νυκτερινής κλπ εργασίας, ο οποίος μάλιστα κατά το χρόνο κατάρτισης της σχετικής συμφωνίας είναι συνήθως άδηλος, εξαρτώμενος από τις μέλλουσες να ανακύψουν ανάγκες της επιχείρησης για την παροχή της εν λόγω εργασίας σε συγκεκριμένο χρόνο στο μέλλον. Επομένως, η περί αοριστίας της ένστασης καταλογισμού, αντένσταση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος δεν αποτελεί "πράγμα", όπως αυτός τη χαρακτηρίζει , αφού ήταν αβάσιμη και όχι ουσιώδης για την έκβαση της δίκης και συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση δεν στοιχειοθετείται η προσαπτόμενη με τον ως άνω λόγω αναιρετική πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το Δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 του ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Ειδικότερα, παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το Δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του περιεχομένου του (σφάλμα ανάγνωσης) με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 75/2022, 1953/2017). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΑΠ 75/2022, 295/2018). Σύμφωνα δε με την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 566 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, για να είναι ορισμένος και, συνεπώς, παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, που φέρεται ότι παραμορφώθηκε (κατά λέξη παρατιθέμενο), γ) το διαφορετικό περιεχόμενο που το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι έχει το έγγραφο αυτό, ούτως ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται να δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση να υπάρχει η δυνατότητα κρίσης από τον Άρειο Πάγο περί της ύπαρξης ή μη διαγνωστικού σφάλματος κατά την ανάγνωση του εγγράφου, δ) ο ουσιώδης ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, ε) η επιρροή που είχε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και στ)να εκτίθεται ότι το έγγραφο αυτό προσκομίσθηκε με επίκληση δηλαδή ότι προσκομίσθηκε κατά νόμιμο τρόπο στο Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1093/2020, 950/2019, 924/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, και όταν το Δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, καίτοι ανέλεγκτα διαπιστώνει έστω και έμμεσα, την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείψει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν η πρώτη ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και η δεύτερη ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών, και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, καίτοι δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 1544/2022, 2197/2007). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ πρέπει να αναγράφεται στο αναιρετήριο, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, ενώ είχε διαπιστώσει άμεσα ή έμμεσα την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες ή καίτοι δεν είχε διαπιστώσει κενό, παρά ταύτα προσέφυγε στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες, αλλιώς είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί (ΑΠ 1544/2022, 354/2022, 1286/2021, 1350/2018).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δέκατο τρίτο, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αιτιάται το Εφετείο, ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των έγγραφων συμβάσεων εργασίας του των ετών 2012(για το διάστημα από 2.4.2012 έως 31.5.2012), 2013, 2014 με τη δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία ως άμεση εργοδότρια και την πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία ως έμμεση εργοδότρια και 2015 (από 26.3.2015 και από 2.11.2015) με την τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία ως άμεση εργοδότρια και την πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ως έμμεση εργοδότρια, με το να δεχθεί ότι σε αυτές, στις οποίες αποκλειστικά στηρίχτηκε, εμπεριέχεται( ειδικά στις συμβάσεις του έτους 2015 στον όρο 8 αυτών) συμφωνία καταλογισμού των αγωγικών αξιώσεών του για αποζημίωση λόγω της εργασίας του τα Σάββατα, την προσαύξηση 75% για την εργασία του τις Κυριακές, καθώς και των αξιώσεών του καταβολής σε αυτόν των οφειλόμενων διαφορών, μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων, επιδομάτων εορτών των ως άνω ετών, στις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νόμιμων αποδοχών του, ενώ το αληθές είναι, ότι οι πιο πάνω συμβάσεις ουδεμία συμφωνία περί καταλογισμού περιέχουν. Ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος του που αφορά την παραμόρφωση των πιο πάνω έγγραφων συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος ήδη αναιρεσείοντος των ετών 2012 (για το διάστημα από 2.4.2012 έως 31.5.2012), 2013 και 2014, είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο το αληθινό περιεχόμενο των έγγραφων αυτών συμβάσεων (κατά λέξη παρατιθέμενο), αλλά ούτε και η επιρροή που είχε η λανθασμένη ανάγνωση των εγγράφων αυτών στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με τον καταλογισμό των ανωτέρω αγωγικών αξιώσεών του στις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νόμιμων αποδοχών του, εξ αιτίας της παραμόρφωσης των εν λόγω εγγράφων. Ο ίδιος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του που αφορά την παραμόρφωση των πιο πάνω έγγραφων συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος του έτους 2015 και συγκεκριμένα των από 26.3.2015 και από 2.11.2015 συμβάσεων, ανεξάρτητα από την αοριστία του, συνισταμένη στο ότι δεν εκτίθεται η επιρροή που είχε η λανθασμένη ανάγνωση των συγκεκριμένων όρων με αριθμό 8 των συμβάσεων αυτών στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με τον καταλογισμό των αγωγικών αξιώσεών του για αποζημίωση λόγω της εργασίας του τα Σάββατα, την προσαύξηση 75% για την εργασία του τις Κυριακές, καθώς και των αξιώσεών του για τις οφειλόμενες σε αυτόν διαφορές μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων επιδομάτων εορτών των ως άνω ετών, στις καταβαλλόμενες ανώτερες των νόμιμων αποδοχών του, εξ αιτίας της παραμόρφωσης των εν λόγω εγγράφων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο γιατί, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα, ότι για το έτος 2015 ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων απασχολήθηκε στην πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη ως έμμεση εργοδότρια, από 26-3-2015 έως 31-12-2015, με δύο διαδοχικές συμβάσεις, ότι ο μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 2.300 ευρώ έως 31-10-2015 και το ημερομίσθιό του στο ποσό των 92 ευρώ για το λοιπό διάστημα και ότι στις συμβάσεις αυτές υπάρχει όρος καταλογισμού στις υπέρτερες των νόμιμων αποδοχές του των λοιπών αξιώσεων του για επί πλέον εργασία, έτσι ώστε τα κονδύλια που αφορούν σε εργασία Σάββατα και Κυριακές, καθώς και σε διαφορές επιδομάτων εορτών να πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, αποκλειστικά στις προαναφερθείσες συμβάσεις, αλλά απλώς τις έχει συνεκτιμήσει μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να εξαίρει τις συμβάσεις αυτές σχετικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των 15ης και 16ης σελίδων της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο στήριξε το πιο πάνω πόρισμά του τόσο στις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και στην υπ' αριθμ. .../2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που προσκόμισε η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, όσο και στα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν, στα οποία περιλαμβάνονται και οι πιο συμβάσεις εργασίας, ενώ, σε κάθε περίπτωση από το παρατιθέμενο στο αναιρετήριο περιεχόμενο του κρίσιμου όρου 8 και των δύο πιο πάνω έγγραφων συμβάσεων εργασίας σε αντιπαραβολή με εκείνο που δέχθηκε το Εφετείο καθίσταται εμφανές ότι το Εφετείο προέβη σε εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχόμενου του εν λόγω όρου και κατέληξε σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, πλέον δε αυτού πρόκειται για αιτίαση, η οποία είναι σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Περαιτέρω, με τον δέκατο πέμπτο, κατά το στοιχείο β' αυτού από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αιτιάται το Εφετείο, για το ότι, και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο όλων των πιο πάνω συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος ήδη αναιρεσείοντος, σε κάθε περίπτωση παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ κατά την ερμηνεία των εν λόγω συμβάσεων με το να δεχθεί ότι σε αυτές περιεχόταν συμφωνία καταλογισμού των αγωγικών αξιώσεων για αποζημίωση της εργασίας του τα Σάββατα, την προσαύξηση 75% για εργασία τις Κυριακές και των αξιώσεών του για τις διαφορές μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων επιδομάτων εορτών στις ανώτερες των νόμιμων αποδοχών του. Ωστόσο, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος ως αόριστος γιατί, δεν εκτίθεται, στο αναιρετήριο, για το ορισμένο αυτού, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αν και διαπίστωσε κενά, ασαφή ή αμφίβολα σημεία, ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλόμενων μερών, δεν προσέφυγε στις ερμηνευτικές ως άνω διατάξεις, τις οποίες παραβίασε ή καίτοι αν και δεν διαπίστωσε κενό ή αμφιβολία, παρά ταύτα προσέφυγε στις ερμηνευτικές αυτές διατάξεις.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 2/2022, 2/2019, 9/2016, 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες(ΑΠ 499/2023, 53/2022, 269/2020, 109/2019). Η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Τούτο δε, διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη νόμιμης βάσης "ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ). Ως "αιτιολογίες", όμως, στη διάταξη αυτή νοούνται μόνο οι ουσιαστικές παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1226/2021, 80/2016, 104/2014, 951/2013, 282/2010, ΑΠ 1020/2005). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του Δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποιες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 509/2024, 203/2022, 182/2021, 269/2020, 109/2020). Με τον δέκατο τέταρτο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αιτιάται το Εφετείο, για το ότι προέβη σε καταλογισμό των αγωγικών αξιώσεων για αποζημίωση λόγω της εργασίας του τα Σάββατα, προσαύξηση 75% για εργασία τις Κυριακές και των αξιώσεων για καταβολή των διαφορών μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων επιδομάτων εορτών στις ανώτερες των νόμιμων αποδοχών του των ετών 2013,2014 και 2015, χωρίς να προσδιορίσει αφενός με βάση ποιο νόμο ή ποια Συλλογική Σύμβαση Εργασίας καθορίζονταν για τα ως άνω έτη οι νόμιμες αποδοχές του, αφετέρου δε το ύψος των νόμιμων αυτών αποδοχών ανά έτος, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί, αν πράγματι οι συμβατικές αποδοχές του υπερτερούσαν των νόμιμων, καθώς και η ακριβής διαφορά μεταξύ των συμβατικών και των νόμιμων και να ελεγχθεί, αν η διαφορά αυτή καλύπτει ή όχι τις πιο πάνω αξιώσεις του, οι οποίες καταλογίστηκαν στις, υπέρτερες των νόμιμων, καταβαλλόμενες. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του που αφορά τον μη προσδιορισμό του νόμου ή των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που καθόριζαν τις νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά τα έτη 2013,2014 και 2015 είναι απαράδεκτος, γιατί η μη αναφορά των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας δεν ιδρύει τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης. Κατά το μέρος δε αυτού, που αφορά τον μη προσδιορισμό από το Εφετείο των νόμιμων αποδοχών του, είναι αόριστος και συνακόλουθα απαράδεκτος, διότι σ' αυτόν δεν διαλαμβάνονται, οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και το περιεχόμενο αυτών, που φέρεται ότι παραβιάσθηκαν, προκειμένου να ερευνηθεί από το σύνολο των επί της ουσίας παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης η συνδρομή ή μη της αναιρετικής από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα περί καταλογισμού των αγωγικών αξιώσεων για αποζημίωση λόγω της εργασίας τα Σάββατα, προσαύξηση 75% για εργασία τις Κυριακές και των αξιώσεων για καταβολή των διαφορών μεταξύ των καταβαλλόμενων και των νόμιμων επιδομάτων εορτών για τα έτη 2013,2014 και 2015 στις καταβαλλόμενες, ανώτερες των νόμιμων αποδοχών του.

Από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α' και γ` Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται σε "[...] α) εθνικές γενικές, β) [...], γ) επιχειρηματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους μίας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης, δ)[...] και ε) [...]", ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του ίδιου ως άνω Νόμου: 1.Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας[...] 2.[...]. 3. Εφόσον ο εργοδότης δεσμεύεται από επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι κανονιστικοί όροι της διέπουν υποχρεωτικά και τις εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζομένων της συγκεκριμένης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης[...]. Περαιτέρω, με την από 30 Ιουνίου 2011 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που συνήφθη μεταξύ, αφενός (εργοδοτική πλευρά) της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ" και αφετέρου (πλευρά των εργαζόμενων) του σωματείου με την επωνυμία "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΚΟ ΑΒΕΕ" (Π.Ε.Π.ΕΚΟ), η οποία κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, δυνάμει της υπ' αριθμ. 5/4.7.2011 Πράξης και η διάρκειά της ρητά ορίσθηκε σε αυτήν από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2012 , καθορίζονται οι όροι αμοιβής και εργασίας για τα ως άνω έτη όλων όσων εργάζονται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στην πιο πάνω εταιρεία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, 1/2016, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του Δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 56/2022, 109/2020, 319/2017). Με το δέκατο πέμπτο λόγο αναίρεσης, κατά το στοιχείο α' αυτού από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ο αναιρεσείων αιτιάται το Εφετείο, ότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των νόμων που καθόριζαν τις νόμιμες αποδοχές του κατά τα έτη 2011 και 2012 και ειδικότερα ότι, προκειμένου να δεχθεί ως κατ' ουσίαν βάσιμη την πιο πάνω αναφερόμενη ένσταση καταλογισμού της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, εσφαλμένα δέχθηκε ότι οι νόμιμες αποδοχές του τα πιο πάνω έτη καθορίζονταν από το άρθρο 3 της ΕΓΣΣΕ της 1ης Ιουλίου του 2011 και όχι δυνάμει της από 30.6.2011 επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ της "ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ" και του σωματείου με την επωνυμία " ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΚΟ ΑΒΕΕ", η οποία ίσχυε κατά τα έτη 2011 και 2012, υποπίπτοντας στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι για το κρίσιμο για την έρευνα του ως άνω αναιρετικού λόγου ζήτημα ισχύος της συλλογικής σύμβασης εργασίας που καθόριζε κατά τα έτη 2011 και 2012 τις νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, αυτή δέχθηκε ότι"[...] Κατά το έτος 2011, και για το χρονικό διάστημα από 1-5-2011 έως 31-10-2011, ο ενάγων εργάστηκε στην πρώτη εναγομένη, ως άμεση εργοδότρια, σύμφωνα με τη σύμβαση που είχε υπογραφεί για το αντίστοιχο διάστημα και παρείχε κανονικά τις υπηρεσίες του σε αυτήν. Επί πλέον, παρείχε την εργασία του και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, του αντίστοιχου διαστήματος. Για την ως άνω όμως εργασία του,[...], είχε συμφωνήσει με την πρώτη εναγομένη ότι οι συμβατικές αποδοχές του (μισθός ύψους 2.077,96 ευρώ), οι οποίες πράγματι ήταν υπέρτερες των νομίμων, το αντίστοιχο χρονικό διάστημα [βλ. άρθρο 3 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) από 1ης Ιουλίου 2011 (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2010-2011-2012), όπου προσδιορίζονται τα κατώτερα όρια μισθών], θα συμψηφίζονταν με τις αξιώσεις του για επί πλέον της συμφωνηθείσης παροχής εργασίας του. Επομένως,[...] ο ενάγων δεν δικαιούται επί πλέον αμοιβή, για εργασία του τις Κυριακές και τα Σάββατα και το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, εφ' όσον είχε συμφωνήσει και ο ίδιος σε αυτό[...].Κατά το έτος 2012 ο ενάγων εργάστηκε στην πρώτη εναγομένη, ως έμμεση εργοδότρια, με άμεση εργοδότρια την δεύτερη εναγομένη, από 2-4-2012 έως 31-5-2012 και στην πρώτη εναγομένη ως άμεση εργοδότρια, για το διάστημα από 1-6-2012 έως 31-10-2012, όπως οι συμβάσεις αναφέρθηκαν ανωτέρω. Για το διάστημα αυτό παρείχε κανονικά τις υπηρεσίες του σε αυτήν και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, του αντίστοιχου διαστήματος. Για την ως άνω διάρκεια της εργασίας του, όμως, είχε συμφωνήσει με την πρώτη εναγομένη ότι οι αποδοχές του (μισθός ύψους 2.111,22 ευρώ), οι οποίες πράγματι ήταν υπέρτερες των νομίμων [άρθρο 3 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) από 1ης Ιουλίου 2011 (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2010-2011-2012), όπου προσδιορίζονται τα κατώτερα όρια μισθών], θα συμψηφίζονταν με την επί πλέον παροχή εργασίας του. Επομένως,[...] ο ενάγων δεν δικαιούται επί πλέον αμοιβή, για εργασία του τις Κυριακές και τα Σάββατα και το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο και για το έτος 2012.[...] ". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προκειμένου να δεχθεί ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας περί καταλογισμού των αγωγικών αξιώσεων στις ανώτερες των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 3 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) από 1ης Ιουλίου 2011, ενώ εφαρμοστέα ήταν η από 30 Ιουνίου 2011 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που είχε συναφθεί μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΚΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ" και του σωματείου με την επωνυμία "ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΚΟ ΑΒΕΕ" είχε ισχύ από 1.1.2011 μέχρι 31.12.2012 και επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, καθόριζε για τα πιο πάνω έτη τους όρους αμοιβής και εργασίας όλων των εργαζόμενων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στην πιο πάνω εταιρεία.

Επομένως, ο ανωτέρω δέκατος πέμπτος λόγος, κατά το στοιχείο α' αυτού, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Μετά ταύτα, κατά παραδοχή των πρώτου, δεύτερου, τρίτου, πέμπτου, έκτου, έβδομου, όγδοου, ενδέκατου και δέκατου πέμπτου, κατά το στοιχείο α' αυτού, λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το μέρος που: α) απέρριψε ως αόριστα τα αγωγικά κονδύλια για επιδίκαση στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα αμοιβών για υπερεργασία και παράνομη υπερωρία και κατά τη διάρκεια της νύκτας (το έτος 2015) για τα έτη 2013, 2014 και 2015, αποζημίωση για απασχόλησή του τις Κυριακές και μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, προσαύξηση των αποδοχών άδειας κατά 100% για τα έτη 2011,2012,2013,2014 και 2015 και απασχόλησή του κατά τη νύκτα το έτος 2015, β) δέχθηκε την ένσταση καταλογισμού των αγωγικών αξιώσεων για αποζημίωση λόγω εργασίας τα Σάββατα και προσαύξηση 75% για εργασία τις Κυριακές για το έτος 2011 στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νόμιμων, αποδοχές και γ) εφάρμοσε το άρθρο 3 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) από 1ης Ιουλίου 2011, προκειμένου να προσδιορίσει τις νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος για τα έτη 2011 και 2012 και να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση ως προς το ως άνω αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες ανώνυμες εταιρείες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ).

Β. Επί της από 6.3.2024 αίτησης αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ".

Για την εφαρμογή των διατάξεων του εργατικού δικαίου, ως εξαρτημένη εργασία νοείται, κατά κανόνα, η παροχή της πνευματικής ή σωματικής δραστηριότητας του εργαζόμενου, που αναπτύσσεται υπό τον έλεγχο του εργοδότη και αποβλέπει στην επίτευξη ενός οικονομικού αποτελέσματος. Ωστόσο, υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και όταν, απλώς, δεσμεύεται η ελευθερία του εργαζόμενου, με την ανάληψη της υποχρέωσης να παραμένει σε ετοιμότητα προς παροχή της εργασίας του, όταν αυτή απαιτηθεί από τον εργοδότη (ΑΠ 1209/2022). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 Α.Κ., 1 του Ν. 1876/1990 "για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις" και 2 επ. του ΝΔ. 3765/1957, προκύπτει ότι γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό την έννοια ότι κατά τη διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα ν' αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται. Σ' αυτή τη μορφή ετοιμότητας (γνήσια) θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα από το εάν θα παρουσιασθούν περιπτώσεις για την παροχή εργασίας, και έτσι η γνήσια ετοιμότητα εξομοιώνεται με κανονική παροχή εργασίας και εφαρμόζονται σ' αυτήν, όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα για τα κατώτατα όρια αποδοχών, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή και τις προσαυξήσεις για υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες κλπ., για το λόγο δε αυτόν στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, οφείλεται ο ειθισμένος, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ με τον ίδιο δε τρόπο υπολογίζονται και τα οφειλόμενα επιδόματα εορτών και άδειας. Αντίθετα, η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μερικά την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του άλλου, χωρίς να υποχρεούται να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, ώστε να είναι στη διάθεση του αντισυμβαλλόμενου κάθε στιγμή, αλλά παραμένοντας απλώς είτε στον τόπο εργασίας αναπαυόμενος είτε στην οικία του αναμένοντας κλήση του εργοδότη, υφισταμένης στην περίπτωση αυτή μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία ή ετοιμότητας κλήσης, έχει μεν τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας, αλλά εξαιτίας της ιδιομορφίας της δεν εφαρμόζονται σ' αυτήν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες. Εξ άλλου, το ζήτημα του είδους της ετοιμότητας εργασίας και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα είναι θέμα απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην μία ή την άλλη κατηγορία (ΟλΑΠ 10/2009, ΑΠ 911/2024, 9/2023, 1238/2022, 22/2018, 1371/2017).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 2/2022, 2/2019, 9/2016, 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικά στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δεν υπάρχει, επομένως, ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το Δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαίτερα ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 101/2022, 950/2019, 1198/2018, 1995/2017). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες(ΑΠ 499/2023, 53/2022, 269/2020, 109/2019). Η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα. Τούτο δε, διότι η συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των αποφάσεων (άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος) δεν καθιερώνει ούτε επιβάλλει αντίστοιχο αναιρετικό έλεγχο. Ο δε κοινός νομοθέτης στο πεδίο της πολιτικής δίκης προβλέπει ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη νόμιμης βάσης "ιδίως αν (η απόφαση) δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης" (άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ). Ως "αιτιολογίες", όμως, στη διάταξη αυτή νοούνται μόνον οι ουσιαστικές παραδοχές, των οποίων η έλλειψη, αντίφαση ή ανεπάρκεια καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Οι διατάξεις που στηρίζουν το αγωγικό αίτημα αρκεί, έστω και αν δεν μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να υφίστανται και να δικαιολογούν, βάσει των ουσιαστικών παραδοχών της, το διατακτικό της, οπότε ο Άρειος Πάγος μπορεί να τις συμπληρώσει, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ ( ΑΠ 1299/2024, 80/2016, 104/2014, 951/2013, 282/2010). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του Δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποιες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 509/2024, 203/2022, 182/2021, 269/2020, 109/2020,1361/2019). Εξάλλου, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής, ως προς την έκθεση σ' αυτή των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία και θεμελιώνουν το αίτημα αυτής, εκτιμά κυριαρχικά το Δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται, κατά τούτο, η κρίση του σε αναιρετικό έλεγχο. Αν, όμως, το Δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος ή αρκείται σε λιγότερα απ' αυτά (νομική αοριστία), ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Αν δε έλαβε υπόψη του γεγονότα, που δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ή αν δεν έλαβε υπόψη γεγονότα εκτιθέμενα σ' αυτήν (ποιοτική ή ποσοτική αοριστία) ιδρύονται οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 8 και 14 του ως άνω άρθρου του ΚΠολΔ (ΑΠ 497/2021, 566/2018, 443/2011, 1363/2008, 119/2008). Στην περίπτωση όμως αυτή, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται, το ακριβές περιεχόμενο της αγωγής, που απορρίφθηκε ως αόριστη, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων στην αγωγή, για τη στήριξη του συγκεκριμένου αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, και σε τί συνίσταται η αοριστία, ώστε μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν αυτή ήταν παραδεκτή, ως ορισμένη ( ΑΠ 1262/2019, 1631/2009, 119/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, 1/2016, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του Δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.

Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το Δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 56/2022, 109/2020, 319/2017). Επίσης, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το Δικαστήριο, παρά τον νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, 3/1997, ΑΠ 784/2023, 24/2023, 1795/2022). Αντίθετα, δεν θεωρούνται "πράγματα", κατά την προεκτεθείσα έννοια, οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του Δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αόριστοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, εφόσον οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, 3/1997, ΑΠ 784/2023, 9/2023, 406/2022, 750/2020, 950/2019). Από δε τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 203/2022, 253/2020, 19/2020, 1388/2019,1082/2018). Τέλος, λόγος αναίρεσης ο οποίος στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, πράγμα που συμβαίνει, όταν υποστηρίζεται με αυτόν ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά γεγονότα, ενώ από την τελευταία προκύπτει το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 146/2024, 342/2023, 1238/2022, 630/2020).

Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Αιγαίου(Μεταβατική Έδρα Σάμου) σε σχέση με το ζήτημα της φύσης των ένδικων συμβάσεων απασχόλησης του ενάγοντος ήδη αναιρεσίβλητου στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα ακόλουθα:"[...] Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων ο ενάγων απασχολήθηκε στην πρώτη εναγομένη, είτε ως άμεση είτε ως έμμεση εργοδότρια, ήταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι συμβάσεις με αντικείμενο την ετοιμότητα εργασίας αυτού, με συνέπεια δεν απαιτείται να αποδειχθεί ποιες συγκεκριμένες εργασίες έκανε ο ενάγων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα[...]".

Με την ως άνω από 6.3.2024 αίτηση αναίρεσης η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία (ΕΚΟ ΑΒΕΕ) προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 19, 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα με τον πρώτο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης: Α) Ότι στερείται νόμιμης βάσης, διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της φύσης των συμβάσεων που έχουν καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων, που αποτελεί (η φύση των συμβάσεων) πρόκριμα για το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο των ένδικων αγωγικών αξιώσεων. Συγκεκριμένα ότι, ενώ δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων έχουν καταρτιστεί συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι συμβάσεις με αντικείμενο την ετοιμότητα προς εργασία, δηλαδή(δέχθηκε) ότι έχουν καταρτιστεί συμβάσεις που περιλαμβάνουν χρονικά διαστήματα ενεργού απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου αλλά και απλής ετοιμότητας προς παροχή εργασίας, στα οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, [παραδοχή που είναι βλαπτική για την ίδια, αφού επάγεται την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας σε όλα τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου], α') δεν περιέλαβε μείζονα πρόταση με την παράθεση των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, ούτε τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, όσον αφορά τη συγκεκριμένη λειτουργία του συμβατικού δεσμού αλλά ούτε και την υπαγωγή τους στις εφαρμοστέες διατάξεις, β') επεξέτεινε την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, σε όλα τα πιο πάνω χρονικά διαστήματα, γ') εσφαλμένα δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων έχουν καταρτισθεί συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου πλήρους ενεργού ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, ενώ από τα ενδεικτικά προσκομιζόμενα για τα έτη 2013 μέχρι 2015 δελτία αποστολής καυσίμων της ίδιας (αναιρεσείουσας), από τα οποία προκύπτει τόσο ο ανεφοδιασμός των αεροσκαφών όσο και του σταθμού ανεφοδιασμού, αλλά και από τις αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης πλήρως αποδείχθηκε ότι οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου δεν ήταν συνεχείς αλλά ανάμεσα στις προγραμματισμένες εργασίες ανεφοδιασμού, υπήρχε, στην πλειονότητα των ημερών εργασίας, ελεύθερος χρόνος που αυτός μπορούσε να αξιοποιήσει, κατά το δοκούν, δ') ότι δεν προέβη σε αξιολόγηση των ισχυρισμών των διαδίκων και των υπ' αυτών προσκομισθεισών αποδείξεων, όσον αφορά τη φύση των ένδικων συμβάσεων εργασίας, ενώ η παραδοχή ότι μεταξύ των διαδίκων έχουν συναφθεί συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι συμβάσεις ετοιμότητας προς εργασία καταδεικνύει την έλλειψη νόμιμης βάσης υπό την μορφή της ανεπάρκειας της αιτιολογίας και ε') ότι, ενώ η αγωγή, όπως ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,[ ισχυρισμό τον οποίο επανέφερε με τις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου], ήταν αόριστη, καθόσον, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος παρά το ότι πραγματοποιούσε καθημερινά διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες εργασιών, δεν καθορίζει σε αυτήν το χρόνο που απαιτείτο για τη διενέργεια κάθε μιας εξ αυτών και μάλιστα για τις σημαντικότερες τούτων που είναι οι ανεφοδιασμοί των αεροσκαφών και του σταθμού ανεφοδιασμού, δεν αναφέρει πόσους από τους παραπάνω ανεφοδιασμούς πραγματοποιούσε αλλά ούτε και τους μεσοσταθμικούς χρόνους διάρκειας εκάστου ανεφοδιασμού. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (πρώτος), είναι αόριστος και συνακόλουθα απαράδεκτος, διότι σ' αυτόν δεν διαλαμβάνονται, οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και το περιεχόμενο αυτών που φέρεται ότι παραβιάσθηκαν, προκειμένου να ερευνηθούν από το σύνολο των επί της ουσίας παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης αν υπάρχουν, σχετικά με την εφαρμογή τους, οι κατά την αναιρεσείουσα υπάρχουσες ανεπάρκειες ή αντιφάσεις των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα, ότι οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε στην πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, είτε ως άμεση είτε ως έμμεση εργοδότρια, ήταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι συμβάσεις με αντικείμενο την ετοιμότητα εργασίας αυτού, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη της αναιρετικής από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειας. Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος ανωτέρω λόγος: Κατά το στοιχείο Αα' είναι, επίσης, απαράδεκτος γιατί η μη αναφορά των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας, καθώς και η εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου δεν ιδρύουν τον πιο πάνω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Κατά το στοιχείο Αβ' αυτού είναι αβάσιμος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι κατά το χρόνο εργασίας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου υπήρχαν και διαστήματα απλής ετοιμότητας προς παροχή εργασίας, στα οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και στα οποία παρόλα αυτά επεξέτεινε την εφαρμογή τους. Κατά το στοιχείο Αγ' και την αποδιδόμενη με αυτό πλημμέλεια και μάλιστα με αναφορά σε επί μέρους αποδεικτικά μέσα (δελτία αποστολής της πρώτης εναγόμενης ήδη αναιρεσείουσας και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων), γιατί με τις αναφερόμενες αιτιάσεις πλήττεται η επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Οι κατά το στοιχείο Αδ' αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί μη αξιολόγησης των ισχυρισμών των διαδίκων, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των ένδικων συμβάσεων εργασίας και των υπ' αυτών προσκομισθεισών αποδείξεων είναι απαράδεκτες, καθόσον δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά αφορούν την πληρέστερη και κατά την άποψη της αναιρεσείουσας ανάλυση του αποδεικτικού υλικού και υπό την επίφαση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, πλήττεται η περί των πραγμάτων εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας(άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τέλος, όσον αφορά το στοιχείο Αε' του ίδιου ως άνω λόγου αναίρεσης, περί αοριστίας της αγωγής, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι σε αυτόν εμπεριέχεται η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παρότι δεν γίνεται επίκληση αυτού, είναι επίσης απαράδεκτος λόγω αοριστίας, γιατί δεν παρατίθεται στο δικόγραφο της αναίρεσης το περιεχόμενο της αγωγής, αλλά και ούτε οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα, δηλαδή αν η αγωγή περιέχει επαρκή έκθεση των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη των αγωγικών αξιώσεων ή όχι και στην τελευταία περίπτωση εάν το Εφετείο θεωρώντας εσφαλμένα ότι τα στοιχεία αυτά εκτίθενται με επάρκεια την έκρινε ορισμένη και δεν την απέρριψε. Β) Με το δεύτερο λόγο της ίδιας πιο πάνω αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία αφού ερμηνεύει, κατά την άποψή της, τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος απασχολήθηκε σε αυτήν, είτε ως άμεση είτε ως έμμεση εργοδότρια, είναι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι συμβάσεις με αντικείμενο την ετοιμότητα εργασίας αυτού, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι με το να δεχθεί ότι, μεταξύ των διαδίκων έχουν συναφθεί συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι συμβάσεις εργασίας στις οποίες περιλαμβάνονταν χρονικά διαστήματα ενεργού απασχόλησης και χρονικά διαστήματα ετοιμότητας προς παροχή εργασίας, κατά τα οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για την υπερεργασία, την υπερωριακή απασχόληση, την απασχόληση κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, τις νόμω εξαιρετέες ημέρες και τον κατώτατο μισθό, χωρίς περαιτέρω να προσδιορίζει αν επρόκειτο για γνήσια ή απλή ετοιμότητα, εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 648,649,653 και 659 του ΑΚ. Όπως προκύπτει από τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προοσβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες σαφώς διαλαμβάνεται, ότι οι μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσες συμβάσεις είναι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα με τον ως άνω λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα, ενώ σε κάθε περίπτωση ο ίδιος ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος, καθότι, υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Ενόψει δε των παραπάνω παραδοχών ότι επρόκειτο για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι συμβάσεων με αντικείμενο την ετοιμότητα προς παροχή εργασίας δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται το είδος της ετοιμότητας προς εργασία, όπως αβάσιμα η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται. Επομένως, ο ως άνω δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης του πρέπει να απορριφθεί. Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό της, που αποτελεί πρόκριμα για την αξιολόγηση όλων των αγωγικών αξιώσεων του αντιδίκου της, ότι μεταξύ των διαδίκων έχουν καταρτιστεί συμβάσεις εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν αφενός μεν χρονικές περιόδους ενεργού απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, κατά τις οποίες εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, και αφετέρου χρονικές περιόδους απλής ετοιμότητας προς παροχή εργασίας, κατά τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για την υπερεργασία, την υπερωριακή απασχόληση, την απασχόληση κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, τις νόμω εξαιρετέες ημέρες και τον κατώτατο μισθό. Ο ως άνω τρίτος και τελευταίος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Και τούτο γιατί, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης και ήδη αναιρεσείουσας ότι μεταξύ των διαδίκων έχουν καταρτιστεί συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν αφενός μεν χρονικές περιόδους ενεργού απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, κατά τις οποίες εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, και αφετέρου χρονικές περιόδους απλής ετοιμότητας προς παροχή εργασίας, κατά τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για την υπερεργασία, την υπερωριακή απασχόληση, την απασχόληση κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, τις νόμω εξαιρετέες ημέρες και τον κατώτατο μισθό, δεν αποτελεί "πράγμα", όπως εσφαλμένα αυτή τον χαρακτηρίζει, αλλά άρνηση της αγωγής, ενόψει του ότι ο αγωγικός ισχυρισμός ήταν ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος εργάσθηκε με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και η πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα αρνήθηκε την ιστορική βάση της αγωγής και δεν προέβαλε κάποιο διαφορετικό αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, που να οδηγεί στην κατάλυση των αγωγικών αξιώσεων που στηρίζονται στις επικαλούμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Επομένως, και με δεδομένο ότι η απλή ή η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ή της ένστασης, κατά την ως άνω εκτεθείσα νομική σκέψη δεν αποτελεί "πράγμα" κατά την έννοια της διάταξης του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση η προσαπτόμενη με τον ως άνω λόγο αναιρετική πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 10.5.2023 και από 6.3.2024 αιτήσεις αναίρεσης.

Απορρίπτει την από 6 Μαρτίου 2024 με αριθμό καταθ. 2/11.3.2024 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΟΡΥΚΤΕΛΑΙΑ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΕΚΟ ΑΒΕΕ" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 83/20.7.2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου(Μεταβατική Έδρα Σάμου).

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Δέχεται την από 10 Μαΐου 2023 με αριθμό κατάθ. 4/25.5.2023 αίτηση του Ν. Λ. του Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 83/20.7.2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου(Μεταβατική Έδρα Σάμου).

Αναιρεί, κατά το αναγραφόμενο στο σκεπτικό μέρος, την υπ' αριθμ. 83/20.7.2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου(Μεταβατική 'Εδρα Σάμου).

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή.

Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή