ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 700/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 700/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 700/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 700 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 700/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη - Εισηγητή, Νικόλαο Πουλάκη και Μαλαματένια Κουράκου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και της Γραμματέως Α. Α., για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ομορρύθμου Εταιρείας με την επωνυμία "Γ. & Χ. Κ. Ο.Ε." που εδρεύει στα ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξουσίο δικηγόρο της Μιχαήλ Καλαντζόπουλο, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Β. Φ. του Σ., κατοίκου ... Παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρου του Αρετή Καπετανάκη, η oποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-12-2019 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2021 του ίδιου Δικαστηρίου και 679/2023 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από ...-2023 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από ...-2023 και με αριθ. κατάθεσης 3936/396/3-5-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών με αριθ. 679/8-2-2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν της από 24 Ιανουαρίου 2022 και με αριθ. κατάθ. 5741/375/24-1-2022 έφεσης της εναγομένης κατά της με αριθ. .../6-8-2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση της εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη κατ' ουσία η από 5-12-2019 με αρ. κατάθεσης ...-2019 αγωγή του ενάγοντος και α) αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της από 17-9-2019 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου ως καταχρηστικής, εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Γ. και Χ. Κ. ΟΕ", αλλά και λόγω μη καταβολής ολόκληρης της οφειλομένης αποζημίωσης απόλυσης, β) αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 44.982 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας και επιδόματα εορτών, αδείας και αποδοχών αδείας του χρονικού διαστήματος από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019 έως το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2020, με το νόμιμο τόκο και γ) υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού, συνεπεία προσβολής της προσωπικότητάς του ως εκ των συνθηκών που οδήγησαν στην πιο πάνω καταγγελία.

Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της κατά νόμο διετούς καταχρηστικής προθεσμίας, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου την 3-5-2023 και δεν προκύπτει η με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου, επίδοση της απόφασης αυτής, η οποία δημοσιεύθηκε στις 8-2-2023, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 - όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/23-7-2015, με έναρξη ισχύος από 01-01-2016, άρθρο 1 άρθρο ένατο του Ν. 4335/2015 - 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ).

Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων σε αυτή λόγων αναίρεσης (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Από την επισκόπηση (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων της προκειμένης υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα:

Με την από 5-12-2019 με αρ. κατάθεσης ...-2019 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος είχε εκθέσει ότι την 3-5-1999 δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα και εργάστηκε όλες τις ημέρες της εβδομάδας και πέραν του οκταώρου, στο κατάστημα ταβέρνα-κρεοπωλείο αυτής στα Καλύβια Αττικής, αρχικά ως σερβιτόρος και από το Πάσχα του έτους 2013 ως κρεοπώλης, εφοδιασμένος με το απαραίτητο πιστοποιητικό υγείας, με τον αναφερόμενο μηνιαίο μισθό. Ότι κατά την πραγματοποιηθείσα την 31-7-2019 συνάντηση μεταξύ των εργαζομένων της εναγομένης και του συζύγου μιας εκ των διαχειριστριών της Δ. Α., ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης, με σκοπό να συζητήσουν ενδεχόμενη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, ο ανωτέρω Δ. Α. τον εξύβρισε και κινήθηκε επιθετικά εναντίον του, συμπεριφορά την οποία θεώρησε ως άτυπη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, οπότε και δεν εμφανίστηκε στο κατάστημα της εναγομένης τις επόμενες ημέρες. Ότι την 6-8-2019 η εναγομένη με εξώδικη δήλωση της τον κάλεσε να επανέλθει στην εργασία του, άλλως θα θεωρούσε την αποχή του ως οικειοθελή εκ μέρους του αποχώρηση. 'Οτι την 7-8-2019 που προσήλθε στην εργασία του διαπίστωσε ότι η εναγομένη είχε προσλάβει άλλον υπάλληλο στη θέση του και για το λόγο αυτό του πρότεινε να απασχοληθεί ως σερβιτόρος, πρόταση την οποία δεν αποδέχθηκε. Ότι η εναγομένη ακολούθως του δήλωσε ότι από 9-8-2019 θα λάμβανε την νόμιμη άδειά του, πρόταση την οποία και αρνήθηκε προσερχόμενος καθημερινώς στην εργασία του, αναμένοντας να του ανατεθούν εκ νέου τα καθήκοντα του κρεοπώλη. Ότι, μετά την συμπεριφορά του αυτή, η εναγομένη την 17-9-2019 κατήγγειλε εγγράφως την σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει ολόκληρη τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης συνολικού ύψους 29.989 ευρώ, προσφέροντας σε αυτόν το ποσό των 5.663 ευρώ. Ότι η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη ως καταχρηστική γιατί υπαγορεύθηκε από εμπάθεια και εχθρότητα της εναγομένης προς το πρόσωπο του, λόγω της ως άνω προηγηθείσας και μη αρεστής συμπεριφοράς του και γιατί δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι εν τέλει οι εκτιθέμενες ενέργειες των οργάνων της εναγομένης υπό τις οποίες αυτή προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, συνιστούν αδικοπραξία και βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του. Με βάση το ιστορικό αυτό, και μετά από παραδεκτό εν μέρει περιορισμό του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 17-9-2019 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ως καταχρηστικής και λόγω του ότι δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 44.982 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας και επιδόματα εορτών, αδείας και αποδοχών αδείας του χρονικού διαστήματος από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019 έως το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2020, με το νόμιμο τόκο και γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού, που υπέστη συνεπεία προσβολής της προσωπικότητάς του από την παράνομη ενέργεια της εναγομένης. Με την .../2021 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η αγωγή αυτή έγινε δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσία και α) αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 17-9-2019 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και ως καταχρηστικής, εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Γ. και Χ. Κ. ΟΕ", β) αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 44.982 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας και επιδόματα εορτών, αδείας και αποδοχών αδείας του χρονικού διαστήματος από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019 έως το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2020, με το νόμιμο τόκο και γ) υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού, συνεπεία προσβολής της προσωπικότητάς του ως εκ των συνθηκών που οδήγησαν στην πιο πάνω καταγγελία. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκανε δεκτή τυπικά την υπό της εναγομένης ασκηθείσα έφεση και την απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσία, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Με την υπ' αριθμ. Α1β/8557/1983 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας "Υγειονομικός έλεγχος, γενικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών και ειδικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών" (ΦΕΚ Β`526), η οποία εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/1940, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση αυτής με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 της ΥΑ Υ1γ/ΓΠ/οικ. 96967/2012 (ΦΕΚ Β 2718/8.10.2012) και συγκεκριμένα με το άρθρο 14 αυτής, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την με αριθ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665Β`/11.11.1992) ορίσθηκε ότι "Όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή βοηθοί αυτών, ή απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, καθαριστήρια, κομμωτήρια, κουρεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του, πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόληση του (παρ. 1). Το ανωτέρω βιβλιάριο Υγείας εκδίδεται από την οικεία Υγειονομική Υπηρεσία (παρ. 3). Για την απόκτηση του οι εργαζόμενοι σε καταστήματα ή εργαστήρια ή εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος υποβάλλονται υποχρεωτικά σε ιατρική κλινική εξέταση... (παρ. 4). Το βιβλιάριο Υγείας θεωρείται αφού συμπληρωθούν πέντε έτη από την ημερομηνία εκδόσεως του ή της τελευταίας θεωρήσεως του (παρ. 6). Η αρμόδια Υγειονομική Υπηρεσία τηρεί Ειδικό Μητρώο κατόχων βιβλιαρίων Υγείας στο οποίο καταχωρούνται πλην των άλλων απαραιτήτων στοιχείων και οι ημερομηνίες εκδόσεως και θεωρήσεως των βιβλιαρίων (παρ. 7). Το βιβλιάριο Υγείας κρατείται ενημερωμένο από τον κάτοχο και επιδεικνύεται, όταν ζητείται στα αρμόδια Όργανα Υγειονομικού και στη Διεύθυνση της επιχείρησης που απασχολείται ο εργαζόμενος (παρ. 10). Η ως άνω με αριθ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β` 1199/11.4.2012) "Πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος", που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση επίσης του ΑΝ 2520/1940, με το οποίο (άρθρ. 1) ορίσθηκε στα εδάφια α`, β` και ζ αυτού ότι "όσοι απασχολούνται ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος ή/και έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τα τρόφιμα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας. Στο πιστοποιητικό υγείας θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του (....). Τα πιστοποιητικά υγείας του προσωπικού θα φυλάσσονται στις επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και θα επιδεικνύονται όταν ζητούνται στα αρμόδια όργανα υγειονομικού ελέγχου (...)", ενώ με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι "τα ατομικά βιβλιάρια υγείας, τα οποία έχουν ήδη εκδοθεί, ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους". Στη ρύθμιση αυτή παραπέμπει τόσο η διάταξη του άρθρου 8 εδαφ. α της μεταγενέστερης με αριθμ. Υ1γ/ΓΠ/οικ. 96967/8-10-2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β 2718/8-10-2012), όσο και η διάταξη του άρθρου 8 εδαφ. α της ήδη ισχύουσας με αριθμό Υ1γ/ΓΠ/οικ. 47829/21-6-2017 απόφασης του Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β 2161/23-6-2017). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 3, 174, 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι: 1) η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων, 2) με βιβλιάρια υγείας πρέπει να είναι εφοδιασμένοι και οι απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και όχι μόνον οι εργαζόμενοι σ` αυτές με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και 3) με τα βιβλιάρια αυτά πρέπει να εφοδιάζονται όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και ειδικότερα αυτοί που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή που παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό και έρχονται έτσι σε άμεση επαφή με τα τρόφιμα ή ποτά ή με τον καταναλωτή τούτων ή με το χρήστη των υπηρεσιών, ώστε να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης των νοσημάτων από τα οποία τυχόν πάσχουν ή των μικροβίων, των ιών και των παρασίτων, των οποίων είναι φορείς (ΑΠ 682/2024, ΑΠ 439/2023, ΑΠ 451/2020, ΑΠ 454/2019, ΑΠ 167/2018). Συνακόλουθα η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας (ήδη πιστοποιητικού υγείας) ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται με την παρασκευή, προετοιμασία και συσκευασία των τροφίμων και ποτών για τη διάθεσή τους στη κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών και έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του (ΑΠ 682/2024, ΑΠ 439/2023, ΑΠ 451/2020, ΑΠ 1667/2010). Η άνω ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δηλαδή και χωρίς να προταθεί από τον εναγόμενο εργοδότη, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας (ΑΠ 682/2024, ΑΠ 439/2023, ΑΠ 454/2019). Αν, όμως, μετά την απόκτηση του βιβλιαρίου υγείας ή τη θεώρησή του, εξακολουθεί η παροχή της σχετικής εργασίας, θεωρείται ότι επικυρώθηκε η άκυρη σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματά της σαν να ήταν από την αρχή έγκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 183 του Α.Κ. (ΑΠ 682/2024, ΑΠ 439/2023, ΑΠ 771/2017). Στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας α) ο εργαζόμενος διατελεί, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του και δικαιούται να αξιώσει από αυτόν, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ.) την απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης από την παρασχεθείσα εργασία (ΑΠ 439/2023, ΑΠ 771/2017) που είναι ίση με την αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε, εάν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας υπό τις επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (ΑΠ 2004/2022, ΑΠ 2011/2022), ως και τα επιδόματα (δώρα) εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας που οφείλονται και επί απλής σχέσης εργασίας (ΑΠ 411/2023, ΑΠ 519/2022, ΑΠ 2004/2022), β) ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το μισθωτό στην εργασία του ή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του (ΑΠ 131/2015, ΑΠ 24/2014) και γ) σε περίπτωση που ο εργοδότης παύσει να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού, δεν καθίσταται υπερήμερος και δεν υποχρεούται να καταβάλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 1605/2017, ΑΠ 60/2012), αλλά οφείλει μόνο, σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας, την αποζημίωση του ν. 3198/1955 (ΑΠ 682/2024, ΑΠ 524/2015, ΑΠ 1667/2010). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ 3/2020). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 2/2019). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ’ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονας πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006). Περαιτέρω, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΟλΑΠ 2/2022, ΑΠ 133/2022, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 667/2016, ΑΠ 1266/2011).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του περιεχομένου της προσβαλλομένης απόφασής του, το Εφετείο απέρριψε το δεύτερο υπό στοιχείο Β λόγο της έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας, που αφορούσε το επίδικο κεφάλαιο της από 5-12-2019 αγωγής για επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας λόγω (έγκυρης) καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης αορίστου χρόνου εργασίας του αναιρεσίβλητου - ενάγοντος με τις εξής παραδοχές:

"Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) προσελήφθη από την εναγόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) και δη από τους αρχικούς διαχειριστές αυτής, στις 3.5.1999, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως σερβιτόρος, με δηλωμένο επισήμως ωράριο εργασίας από 16.00' έως 24.00' Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή και από 12.00" έως 20.00' τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής. Σημειώνεται ότι ο ενάγων απασχολούνταν στην ως άνω επιχείρηση και στο παρελθόν και δη από το έτος 1984 ως ανασφάλιστος και από το έτος 1993 ως επισήμως ασφαλισμένος εργαζόμενος, του οποίου η σύμβαση καταγγέλθηκε το έτος 1998, οπότε και επαναπροσλήφθηκε στη συνέχεια, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, εργαζόταν περισσότερες ώρες από τις προαναφερθείσες, ενώ ορισμένες φορές πρόσφερε τις υπηρεσίες του και στο κρεοπωλείο της επιχείρησης, κόβοντας κρέας, όταν υπήρχε ανάγκη λόγω της αυξημένης πελατείας, που διατηρούσε η επιχείρηση. Από το έτος 2013 δε και μετέπειτα, λόγω του προχωρημένου πλέον της ηλικίας των ως άνω αρχικών εργοδοτών του, εργαζόταν κατά κύριο λόγο ως κρεοπώλης, έναντι μηνιαίου μισθού ύψους 2.142 ευρώ (μεικτές αποδοχές) και συχνά απασχολούνταν και ως σερβιτόρος, όταν παρίστατο ανάγκη. Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εργαζόταν αποκλειστικά ως σερβιτόρος και ευκαιριακώς βοηθούσε στο κρεοπωλείο της επιχείρησης, όμως από τις προσκομισθείσες από τον ενάγοντα φωτογραφίες, οι οποίες έχουν ληφθεί κατά τις ώρες εργασίας του είναι εμφανές ότι είναι ενδεδυμένος με μπλε στολή, που φορούν μόνον οι κρεοπώλες και απασχολείται στις εργασίες του κρεοπωλείου. Τα ανωτέρω επιβεβαίωσε και η μάρτυρας του ενάγοντος, Ζ. Γ., η οποία εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η οποία υπήρξε εργαζόμενη στην εναγόμενη και δη από το έτος 2000 έως το έτος 2015, οπότε και γνωρίζει περί του καθεστώτος απασχόλησης του ενάγοντος συναδέλφου της. Όσα δε περί του αντιθέτου κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η μάρτυρας της εναγόμενης, Μ. Κ., δεν κρίνονται πειστικά, διότι η εν λόγω εργάστηκε στην εναγόμενη επιχείρηση για μικρό χρονικό διάστημα και δη από παραμονές Χριστουγέννων 2018 έως και το Μάϊο του 2020, ενώ απασχολούνταν μόνο Σάββατα και Κυριακές, όπου, όπως ανέφερε, έβλεπε τον ενάγοντα να εκτελεί χρέη σερβιτόρου. Όμως, ο ενάγων, σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, απασχολούνταν πολλές φορές όταν υπήρχε ανάγκη και σε διαφορετική εργασία. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος φρόντισε, ώστε να εφοδιασθεί με πιστοποίηση εκπαίδευσης, ως κρεοπώλη, ώστε να είναι σε θέση να απασχολείται νομίμως στην ως άνω θέση του, σύμφωνα με τα απαιτούμενα από το Π.Δ. 126/2000 και το Π.Δ. 121/2006, όπως προκύπτει από την από 10.8.2017 πιστοποίηση εκπαίδευσης της εταιρείας ΜΤC, καθώς και την υπ' αριθ. ....2008 βεβαίωση κρεοπώλη της Σχολής Επαγγελμάτων Κρέατος Αθηνών. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στον από 24.12.2018 ετήσιο πίνακα προσωπικού της εναγόμενης εταιρείας ουδείς εκ των εργαζομένων της εμφανίζεται να απασχολείται με την ειδικότητα του κρεοπώλη, παρά το γεγονός ότι υφίστατο, κατά τον ως άνω χρόνο ανάγκη για απασχόληση τέτοιου είδους υπαλλήλου στην επιχείρηση της, ενώ ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η μία εκ των διαχειριστριών αυτής και δη η Ν. Κ. κάλυπτε τις σχετικές ανάγκες, δεν κρίνεται βάσιμος. Και τούτο διότι, αφενός η μάρτυρας του ενάγοντος κατέθεσε ότι ως εργαζόμενη δεν έβλεπε ποτέ την εν λόγω στο κατάστημα, αφετέρου η μάρτυρας της εναγόμενης ανέφερε ότι η Ν. Κ., όπως και η άλλη διαχειρίστρια Α. Κ., ομόρρυθμη εταίρος, κάθονταν από το έτος 2015 και μετέπειτα δίπλα στην ταμειακή μηχανή του κρεοπωλείου, και ότι τα είδη κρέατος προς πώληση έρχονταν συσκευασμένα, ενώ ορισμένες φορές έκοβε κρέας ο υπάλληλος- ψήστης ονόματι Δ. Ωστόσο, τα όσα κατέθεσε η τελευταία ως άνω μάρτυρας κρίνονται αντιφατικά, καθώς εάν πραγματικά έρχονταν συσκευασμένα όλα τα είδη κρέατος προς πώληση, δεν θα υφίστατο ανάγκη περιστασιακά να κόβει κρέας ο ως άνω υπάλληλος, ούτε όμως και ο ενάγων, ο οποίος, όπως αναφέρει η εναγόμενη στις προτάσεις της, ευκαιριακά απασχολούνταν και στο κρεοπωλείο της επιχείρησης. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι, όπως προεκτέθηκε, ο ενάγων κατείχε επαγγελματική άδεια κρεοπώλη, προϋπόθεση απαραίτητη για την εγκυρότητα της ένδικης σύμβασης εργασίας του, ενώ διέθετε και το απαραίτητο πιστοποιητικό υγείας, το οποίο, σύμφωνα με το υπ' αριθ. πρωτ. Υ1γ/Γ.Π/οικ.60325 έγγραφο της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγιεινής του Υπουργείου Υγείας πρέπει να φυλάσσεται στον ατομικό φάκελο του εργαζομένου από την επιχείρηση. Και ναι μεν δεν προσκομίζει εν προκειμένω ο ενάγων το σχετικό πιστοποιητικό, ωστόσο, από την από 15.12.2015 απόδειξη του ιατρού Ν. Π., προκύπτει ότι ο ενάγων εξετάσθηκε την ως άνω ημερομηνία προς έκδοση σχετικού πιστοποιητικού υγείας, ενώ για το προγενέστερο χρονικό διάστημα είχε ανανεωθεί στο ατομικό βιβλιάριο υγείας του η σχετική βεβαίωση με πενταετή ισχύ, ήτοι από 12.10.2010 έως 12.10.2015. Επίσης, όσον αφορά στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 8.10.2019 και μετέπειτα ομοίως προσκομίζεται από τον ενάγοντα νεότερο πιστοποιητικό υγείας. Επισημαίνεται δε ότι η ύπαρξη πιστοποιητικού υγείας, που να αφορά στον ενδιάμεσο επίδικο χρόνο επιρρωνύεται και από την από 8.8.2019 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, με την οποία ο ίδιος απευθυνόμενος στην εργοδότρια του εταιρεία σε ανύποπτο χρόνο, ήτοι πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, της ζητούσε να του χορηγήσει αντίγραφο του εν λόγω πιστοποιητικού, που φύλασσε η ίδια, διότι είχε πληροφορηθεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο εν λόγω έγγραφο, ότι η εναγόμενη είχε ισχυριστεί για απολυμένους στο παρελθόν συναδέλφους του ενάγοντος, ότι οι τελευταίοι δεν διέθεταν βιβλιάρια υγείας. Επομένως, η ένδικη σύμβαση εργασίας ήταν έγκυρη σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας της, εφόσον ο ενάγων ήταν εφοδιασμένος με τα προβλεπόμενα από το νόμο έγγραφα, ήτοι επαγγελματική άδεια και πιστοποιητικό υγείας, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της σχετικής ένστασης της εναγόμενης.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την υπό της εναγομένης-αναιρεσείουσας προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφερθείσα ενώπιόν του με τον σχετικό λόγο της έφεσής της, ένσταση περί ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου, επικυρώνοντας την ομοίως αποφανθείσα πρωτοβάθμια απόφαση. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και με το να κρίνει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του αναιρεσιβλήτου ήταν έγκυρη, καθότι αυτός κατείχε το προβλεπόμενο από το νόμο πιστοποιητικό υγείας, καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης του και συνεπώς δικαιούται μισθούς υπερημερίας, κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2019 μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2020, λόγω ακυρότητας της από 17-9-2019 καταγγελίας από την αναιρεσείουσα της εν λόγω σύμβασης, ορθά εφάρμοσε τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, παραλλήλως δε διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ζήτημα της εγκυρότητας της ένδικης σύμβασης του αναιρεσιβλήτου, που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και, συνεπώς δεν στερείται νόμιμης βάσης. Και τούτο διότι με βάση τις ανέλεγκτες ως προς τα πράγματα παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσίβλητος, παρείχε τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος της αναιρεσείουσας αρχικά ως σερβιτόρος και ακολούθως ως κρεοπώλης, από 3-5-1999 έως και 17-9-2019, και έχοντας επαφή με τα τρόφιμα, κατείχε, καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που τον συνέδεε με την αναιρεσείουσα, επαγγελματική άδεια κρεοπώλη και διέθετε το απαραίτητο πιστοποιητικό υγείας, με συνέπεια η σύμβαση εργασίας του να είναι έγκυρη και ως εκ τούτου η αναιρεσείουσα, μη αποδεχόμενη από 17-9-2019 τις υπηρεσίες του να καταστεί υπερήμερη και να του οφείλει μισθούς υπερημερίας, όπως ορθά έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και κατά το μέρος που με αυτόν προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις εκ του αριθμού 1 και κατά τη νοηματική του απόδοση και από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες της παραβίασης, ευθέως και εκ πλαγίου, των διατάξεων της ΥΑ 8405/1992, όπως αντικ. από την ΥΑ Υ1γ/35797/2012, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Οι επί πλέον αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι, παρόλο που δεν προσκομίστηκε από τον αναιρεσίβλητο πιστοποιητικό υγείας για τον επίδικο χρόνο, εσφαλμένα το Εφετείο δέχθηκε ότι υφίσταται έγκυρη σύμβαση εργασίας από τα επικαλούμενα και προσκομισθέντα από τον αναιρεσίβλητο αποδεικτικά στοιχεία και ειδικότερα 1) από το φωτοαντίγραφο του υπ' αριθμ. .../1995 βιβλιαρίου υγείας, από την επισκόπηση του οποίου προκύπτει ότι η ισχύς του έληξε την 12-10-2015, 2) από το από 8-10-2019 πιστοποιητικό υγείας (ήτοι μετά τον χρόνο λύσης της σύμβασης), του οποίου η ισχύς έχει πενταετή διάρκεια σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, 3) την από 15-12-2015 απόδειξη του ιατρού Ν. Π., σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσίβλητος εξετάστηκε την ως άνω ημερομηνία προς έκδοση σχετικού πιστοποιητικού υγείας, και 4) το από 8-8-2019 εξώδικο του αναιρεσιβλήτου προς την ίδια, με το οποίο αυτός ζητούσε να του χορηγήσει αντίγραφο του πιστοποιητικού υγείας που αυτή κατείχε, αν και γνώριζε ότι δεν κατείχε τέτοιο πιστοποιητικό, απαραδέκτως προτείνονται καθότι οι σχετικές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας αναφέρονται σε πραγματικά επιχειρήματα του Εφετείου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώθηκε το σαφές αποδεικτικό του πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ώστε να ιδρύεται ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης. Επομένως ο ως άνω πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/ 1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία, που θεωρείται έγκυρη εάν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση αυτής ο παραλήπτης- εργαζόμενος κατά το άρθρο 167 ΑΚ. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της σύμβασης. Για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται κατ` αρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας (ΑΠ 416/2021, ΑΠ 524/2018, ΑΠ 277/2016, ΑΠ 65/2012). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 ορίζεται ότι κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σχέσης. Η προθεσμία αυτή είναι αποσβεστική, διότι, όταν παρέλθει άπρακτη, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής από τον μισθωτό της καταγγελίας για ακυρότητα (άρθρο 279 ΑΚ), λαμβάνεται δε υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 280 ΑΚ) και αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτών, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 344/2021, ΑΠ 429/2016, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 404/2008). Η μη κοινοποίηση της αγωγής για την ακυρότητα της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ` ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτήν ουσιαστικές αξιώσεις, όπως την αξίωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας ή απασχόλησης του μισθωτού. Επομένως, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία καθίσταται έγκυρη και η σχετική από την ακυρότητα αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη, ο δε εργαζόμενος δικαιούται να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 416/2021, ΑΠ 344/2021, ΑΠ 1127/2019, ΑΠ 524/2018). Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 KΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της άνω διάταξης είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Πράγμα επομένως, υπό την έννοια αυτή, είναι και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 11/1996). Ο από το άνω άρθρο λόγος αναίρεσης, όμως, δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 293/2025, ΑΠ 14/2022, ΑΠ 366/2021, ΑΠ 741/2018). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος, που ερείδεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση που συντρέχει όταν με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε τις διατάξεις, που επικαλείται ο αναιρεσείων, ενώ από τον έλεγχο αυτής, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 561 παρ. 2 του KΠολΔ, προκύπτει το αντίθετο, απορρίπτεται ως αβάσιμος (ΑΠ 587/2020, ΑΠ 584/2019). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την προβληθείσα πρωτοδίκως και επαναφερθείσα ενώπιόν του με το δεύτερο υπό στοιχείο Α λόγο της έφεσής της ένσταση περί απαραδέκτου της αγωγής του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου ως προς τα αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της απόλυσης του λόγω μη νόμιμης καταβολής αποζημίωσης και ως παράνομης και καταχρηστικής και των αξιώσεων καταβολής μισθών υπερημερίας, λόγω παρόδου της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς λύση της εργασιακής σχέσης έως την κοινοποίηση της αγωγής και συγκεκριμένα από την 31-7-2019, που ο αναιρεσίβλητος ομολογεί στην αγωγή του ότι επήλθε η λύση της εργασιακής του σχέσης με προφορική καταγγελία αυτής χωρίς κοινοποίηση σχετικού εγγράφου και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης μέχρι την επίδοση σ' αυτή της αγωγής την 13-12-2019. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον ως άνω επαναφερθέντα ενώπιόν του με το δεύτερο υπό στοιχείο Α' λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας ισχυρισμό και τον απέρριψε ως αβάσιμο κατ' ουσία με τις παραδοχές ότι: "... η ανωτέρω αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ,...), όσον αφορά στην αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της ανωτέρω σύμβασης εργασίας και στην επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας εξαιτίας αυτής, καθόσον, με επικαλούμενο χρόνο καταγγελίας τις 17.9.2019, η επίδοση της αγωγής στην εναγόμενη εργοδότρια της ενάγοντος έλαβε χώρα στις 13.12.2019, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. ....2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Α. Ν., που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος-ενάγων απορριπτομένου του ισχυρισμού της εκκαλούσας-εναγόμενης περί εκπρόθεσμης άσκησης της αγωγής, για το λόγο ότι ο ενάγων επικαλείται ότι έλαβε χώρα καταγγελία της ένδικης σύμβασης το πρώτον στις 31.7.2019, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο η πρώτη καταγγελία ήταν άκυρη, καθόσον έγινε άτυπα και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και επομένως η συνέχιση της λειτουργίας της ένδικης σύμβασης εργασίας με συμφωνία των μερών, θεωρείται ανάκληση αυτής (της καταγγελίας),η οποία σε κάθε περίπτωση δεν έχει σημασία, αφού οι συνέπειες της καταγγελίας λόγω της ακυρότητας δεν έχουν επέλθει.", δεχόμενο περαιτέρω κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, "...Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 31.7.2019 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των εργαζομένων της εναγόμενης και των διαχειριστριών αυτής, ενώ παρών ήταν και ο Δ. Α., σύζυγος της ομορρύθμου εταίρου Ν. Κ., προκειμένου να συζητηθούν τα οικονομικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε η εταιρεία και τις πιθανές λύσεις, που θα μπορούσαν να εξευρεθούν προς αντιμετώπιση αυτών. Για το λόγο αυτό προτάθηκε από τον Δ. Α., για λογαριασμό των εκπροσώπων της εναγόμενης, μείωση των ωρών εργασίας των εργαζομένων και κατ' αποτέλεσμα μείωση και των αποδοχών τους. Ο ενάγων αρνήθηκε, ενώ ακολούθησε έντονη λογομαχία μεταξύ αυτού και του Δ. Α., μετά το τέλος της οποίας και οι δύο ανωτέρω προσέφυγαν στις αρμόδιες αστυνομικές Αρχές καταγγέλλοντας τα αδικήματα της εξύβρισης και της απειλής. Εκείνη την ημέρα, ο ενάγων θεώρησε ότι η εναγόμενη κατήγγειλε με τον τρόπο αυτό τη σύμβαση εργασίας του και ως εκ τούτου δεν προσήλθε τις επόμενες ημέρες στο χώρο εργασίας του. Ωστόσο, η εναγόμενη στη συνέχεια και δη στις 6.8.2019 του απέστειλε την υπό την ιδία ως άνω ημερομηνία εξώδικη δήλωση της, με την οποία καλούσε τον ενάγοντα να επιστρέφει στα καθήκοντα του, εντός προθεσμίας 24 ωρών, άλλως θα θεωρούσε την απουσία του ως οικειοθελή εκ μέρους του αποχώρηση. Ο ενάγων μην επιθυμώντας τη λύση της ένδικης σύμβασης, επέστρεψε την επομένη ημέρα στο κατάστημα της εναγομένης, προκειμένου να εργασθεί.". Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι με την αγωγή δεν διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της από 31-7-2019 άτυπης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, για την οποία έλαβε χώρα με καθυστέρηση η καταβολή της κατά την αναιρεσείουσα οφειλομένης αποζημίωσης, ούτως ώστε να γεννάται ζήτημα παρόδου της κατ' άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1955 τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, αλλά, όπως διαλαμβάνεται στο οικείο δικόγραφο, τη σε βάρος του εξυβριστική και απειλητική συμπεριφορά του εκπροσώπου της αναιρεσείουσας Δ. Α. στις 31-7-2019 ο αναιρεσίβλητος εξέλαβε ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του (παρανόηση) που ήταν άκυρη διότι έλαβε χώρα χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, μη επιφέροντας επομένως τη λύση της σύμβασης εργασίας, η οποία συνεχίσθηκε, στο πλαίσιο δε αυτό η αναιρεσείουσα με μεταγενέστερο από 6-8-2019 εξώδικο κάλεσε τον αναιρεσίβλητο να επιστρέψει εντός 24 ωρών στην προηγούμενη εργασία του, άλλως θα θεωρούσε ότι αυτός αποχώρησε οικειοθελώς της εργασίας του, απέχοντας αδικαιολόγητα απ' αυτή, ότι αυτός πράγματι εμφανίσθηκε προς ανάληψη εργασίας, πλην όμως η αναιρεσείουσα αρνήθηκε να τον απασχολήσει στην προηγούμενη θέση ως κρεοπώλη, ότι αυτός εμφανιζόταν κάθε ημέρα από 7-8-2019 έως 17-9-2019 για ανάληψη εργασίας, διάστημα κατά το οποίο η αναιρεσείουσα αρνείτο να τον απασχολήσει και ζητούσε απ' αυτόν να λάβει την ετήσια άδειά του και ότι την 17-9-2019 τον απέλυσε εγγράφως, καταβάλλοντας μέρος της αποζημίωσης απόλυσης, της τελευταίας δε καταγγελίας (17-9-2019) διώκεται με την αγωγή, που ασκήθηκε εμπροθέσμως, η αναγνώριση της ακυρότητας αυτής.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 περιπτ. γ` του KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών (Ολ.Α.Π. 23/2008). Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως, το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι, από τη γενική, κατ` είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (Ολ.Α.Π. 8/2016, Ολ.Α.Π. 42/2002, ΑΠ 7/2022). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, εάν προκύπτει από την απόφαση, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση (ΑΠ 246/2022, ΑΠ 1493/2021). Επίσης, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, εάν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα, που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι έχει τούτο, εφόσον η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του KΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 98/2020, ΑΠ 109/2019, Α.Π. 188/2017). Για να ιδρυθεί δηλαδή, ο ανωτέρω λόγος, αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι μάρτυρες και τα έγγραφα), να καταλείπονται, με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 8/2016, Ολ.Α.Π. 2/2008). Ειδικότερα, πρέπει το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), να αφορά, ως εκ του περιεχομένου του, ισχυρισμό που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, κατά συνέπεια, μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, αφού μόνο ένα τέτοιο ουσιώδες γεγονός, μπορεί, κατά την έννοια του άρθρου 335 του KΠολΔ, να καταστεί αντικείμενο απόδειξης (Ολ.Α.Π. 42/2002, ΑΠ 322/2025, ΑΠ 308/2020, Α.Π. 237/2019). Για το ορισμένο της από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικής πλημμέλειας απαιτείται, μεταξύ άλλων, να διαλαμβάνεται στον οικείο αναιρετικό λόγο το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο (έγγραφο) ούτως ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του και το περιεχόμενο αυτό (έστω περιληπτικά) προκειμένου να μπορεί να κριθεί εάν αυτό ήταν ουσιώδες για την έκβαση της δίκης (ΑΠ 1252/2022, ΑΠ 641/2021, ΑΠ 887/2019, ΑΠ 960/2017, ΑΠ 1409/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα, ως προς το ζήτημα της ειδικότητας του αναιρεσιβλήτου ως κρεοπώλη και όχι ως σερβιτόρου, προβάλλει με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης την από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο κατά την συγκρότηση του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς το ως άνω ζήτημα, δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του στο πρωτόδικο Δικαστήριο και επανέφερε ενώπιόν του με την έφεσή της και ειδικότερα τα έγγραφα: α) τους πίνακες προσωπικού της εταιρείας, β) τις υπογεγραμμένες από τον αναιρεσίβλητο εξοφλητικές αποδείξεις της μισθοδοσίας του της περιόδου 2016, όπου αναγράφεται η ειδικότητα αυτού ως σερβιτόρου και γ) τους επιτόπιους ελέγχους των επιθεωρητών εργασίας στο κατάστημα της, τα οποία αν το Εφετείο λάμβανε υπόψη δεν θα κατέληγε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο αναιρεσίβλητος εργαζόταν στο κατάστημά της ως κρεοπώλης και όχι ως σερβιτόρος και ως εκ τούτου ότι ήταν άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, επειδή δεν του καταβλήθηκε όλο το ποσό της οφειλόμενης νόμιμης αποζημίωσης. Ο λόγος αυτός, ανεξάρτητα από την αοριστία του, καθόσον για την πληρότητά του δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα προσδιοριστικά της ταυτότητας στοιχεία των με αρίθμηση (α) και (γ) εγγράφων (έτος που αφορούν και περιεχόμενο αυτών), είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφασή του (δεύτερη σελίδα 6ου φύλλου και πρώτη σελίδα 7ου φύλλου αυτής) ότι στην περί πραγμάτων κρίση του κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, προς άμεση κα έμμεση απόδειξη, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης ακόμη και αν δεν μνημονεύονται ρητά και των από 10-5-2021 και 14-5-2021 ενόρκων βεβαιώσεων των Δ. Α. και K. (K.) D. (Ν.) αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, σε συνδυασμό με το χωρίς αντιφάσεις και ανεπάρκειες αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης και δη από το όλο περιεχόμενό της, τις σκέψεις και τις παραδοχές της, που αφορούν τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, για την απόδειξη του οποίου προσεκόμισε και επικαλέστηκε τα ως άνω έγγραφα, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, με τις λοιπές αποδείξεις και τα φερόμενα ως μη ληφθέντα υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας αποδεικτικά μέσα, που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο της αίτησης αναίρεσης, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός καθορίζοντας τη βαρύτητα του ή την επιρροή του στο αποδεικτέο θέμα. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του KΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3936/396/3-5-2023 αίτηση αναίρεσης της με αριθμό 679/8-2-2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαρτίου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2025.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή