ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 708/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 708/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 708/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 708 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 708/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Π. του Χ., 2) Γ. Π. του Β., 3) Β. Π. του Γ., κατοίκων ..., 4) Λ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., ατομικά και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου του Φιλίππου - Δημητρίου, του οποίου ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα κι επιμέλεια, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, που ανακάλεσε την από 18/1/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ Ε.Α.Ε.", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βλάσιο Λεονάρδο και κατέθεσε προτάσεις, 2) Β. Χ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μήτσου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 3) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ERGO ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παντελίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/5/2014 αγωγή των υπό στοιχεία 1,2 και 3 ήδη αναιρεσειόντων, την από 13/11/2014 αγωγή του υπό στοιχείο 4 ήδη αναιρεσείοντος, τις από 30/4/2015 (2) προσεπικλήσεις σε παρέμβαση - παρεμπίπτουσες αγωγές της υπό στοιχείο 1 ήδη αναιρεσιβλήτου, τις από 22/12/2015 (2) προσεπικλήσεις σε παρέμβαση - παρεμπίπτουσες αγωγές του υπό στοιχείο 2 ήδη αναιρεσιβλήτου, και την από 2/8/2016 πρόσθετη παρέμβαση της ασφαλιστικής εταιρίας "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", ήδη "ERGO ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2085/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8/3/2021 αίτησή τους και τους από 20/7/2022 πρόσθετους λόγους αυτής.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, ο πληρεξούσιος της πρώτης αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αίτηση αναίρεσης του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 81 παρ. 3 και 82 εδ. γ' του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, χωρίς δε την κλήτευση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις και δημιουργείται απαράδεκτο της συζήτησης της αναίρεσης, το οποίο, ως αναφερόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως, αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναίρεσης (ΑΠ 434/2019, ΑΠ 1223/2018, ΑΠ 711/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκείται και κατά της προσεπικαλούμενης-παρεμπιπτόντως εναγόμενης-προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ του προσεπικαλούντος-παρεμπιπτόντως ενάγοντος-πρώτου εναγομένου και ήδη δεύτερου αναιρεσίβλητου, καίτοι η αναίρεση δεν έπρεπε να απευθύνεται και κατ' αυτής, πλην όμως η άσκηση αυτή εκτιμάται ως κλήση τούτης στην προκείμενη δίκη, στην οποία αυτή νομίμως παρίσταται, ζητώντας ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική της δαπάνη.

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ' αριθμ. 2085/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δέχθηκε τις εφέσεις των πρώτης και δεύτερου των αναιρεσίβλητων, απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες με αυτές αντεφέσεις των αναιρεσειόντων και την έφεση της κληθείσας προσθέτως παρεμβαίνουσας (φερόμενης ως τρίτης αναιρεσίβλητης), κατά της υπ' αριθμ. .../2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχαν γίνει εν μέρει δεκτές οι συνεκδικαζόμενες κύριες αγωγές των αναιρεσειόντων, εν μέρει δεκτές οι συνεκδικαζόμενες με αυτές παρεμπίπτουσες αγωγές της πρώτης αναιρεσίβλητης εναντίον του δεύτερου αναιρεσίβλητου και είχαν απορριφθεί οι παρεμπίπτουσες αγωγές του δεύτερου αναιρεσίβλητου εναντίον της κληθείσας προσθέτως παρεμβαίνουσας και η πρόσθετη υπέρ του τελευταίου παρέμβαση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κράτησε και συνεκδίκασε τις κύριες αγωγές, τις παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε τις κύριες και τις παρεμπίπτουσες αγωγές ως ουσιαστικά αβάσιμες και έκανε δεκτή την πρόσθετη παρέμβαση. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθμ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, είναι παραδεκτοί και οι πρόσθετοι λόγοι, που έχουν ασκηθεί με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 26-7-2022 και στη συνέχεια επιδόθηκε στους αναιρεσίβλητους και στην κληθείσα προσθέτως παρεμβαίνουσα στις 28-7-2022, ήτοι τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ). Οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να συνεκδικασθούν με την αίτηση αναίρεσης λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι αυτοί δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται υποχρεωτικά μαζί με την αναίρεση (ΑΠ 921/2019, ΑΠ 507/2017) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο αυτών. Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης αντιστοίχως και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν ο δράστης, εξαιτίας της παράλειψής του να καταβάλει την επιμέλεια που, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, είτε δεν προέβλεψε την επέλευση αυτού, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του. Την ευθύνη αυτή, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 για την "προστασία των καταναλωτών", το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι "ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών" (παρ.1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 2 εδ. β`), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α`), ότι "για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος" (παρ. 4 εδ. β`) και ότι "μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα" (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει την τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας ("διπλή λειτουργία της αμέλειας"). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του. Αυτός, ανταποδεικτικώς όμως πλέον, μπορεί να αποδείξει και την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 668/2022, ΑΠ 693/ 2020, ΑΠ 1009/2013). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939 "Περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, βάσει του άρθρου 47 ΕισΝΑΚ, κατά την οποία ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας του, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και προστασία των υγιών, σε συνδυασμό με τα άρθρα 652, 330 και 914 ΑΚ, συνάγεται ότι, ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντίθετα, δεν φέρει καμία ευθύνη αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και, ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα ένας συνετός και επιμελής ιατρός. Ιδιαίτερα λαμβάνεται υπόψη η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού, η οποία αποτελεί και το λόγο βαρύτερης ευθύνης του ειδικού (specialiste), αφού η προσφυγή στις υπηρεσίες του, με βαρύτερη οικονομική επιβάρυνση συνήθως του ασθενούς, γίνεται ακριβώς λόγω της ειδικότητάς του αυτής. Η ιατρική αμέλεια μπορεί να εμφανίζεται, μεταξύ άλλων και υπό τη μορφή : α) της εσφαλμένης, ήτοι πλημμελούς, θεραπευτικής αγωγής (φαρμακευτικής, διαιτητικής, εγχειρητικής κλπ.), της διαδικασίας δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς, κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, β) της μη παραπομπής του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και της ανάληψης της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, οι κατάλληλες επιβαλλόμενες από τους κοινώς παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης συνθήκες (χώρου, χρόνου κλπ) για τη διεξαγωγή του ως άνω εγχειρήματος, γ) της μη εκπλήρωσης καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΑΠ 74/2024, ΑΠ 878/2023, ΑΠ 1856/ 2022). Κατά δε το άρθρο 2 παρ. 3 εδ. α` του Ν. 3418/ 2005 "Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας" "το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης" και κατά το άρθρο 9 παρ. 1 και 3 του αυτού Κώδικα, με το οποίο προβλέπονται οι υποχρεώσεις του ιατρού προς τον ασθενή," 1. Ο ιατρός δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενή...3. Ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών ανεξάρτητα από την ειδικότητα του. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον ιατρό, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα για την άσκηση της ιατρικής, και ισχύει μέχρι την παραπομπή του ασθενή σε ιατρό κατάλληλης ειδικότητας ή τη μεταφορά του σε κατάλληλη μονάδα παροχής υπηρεσιών φροντίδας και περίθαλψης. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός οφείλει να εξαντλήσει τις υπάρχουσες, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, δυνατότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης". Η ιδιαίτερη δε, κατά τα άνω, νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το θανατηφόρο αποτέλεσμα απορρέει και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Επομένως, ο ιατρός ενεργεί με αμέλεια, αν από επιπολαιότητα ή άγνοια των πραγμάτων, που όφειλε να γνωρίζει ή από απρονοησία δεν ακολούθησε γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης ή σύγχρονες μεθόδους και η σχετική επιπολαιότητα, άγνοια ή απρονοησία τον οδήγησαν σε εσφαλμένη διάγνωση ή θεραπευτική αγωγή ή επέμβαση για την αποτροπή προσβολών ή κινδύνων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής ασθενούς (ΑΠ 1268/2020, ΑΠ 122/2019, ΑΠ 1209/2019). Εξάλλου από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί ευθύνη από πρόστηση, αρκεί μια χαλαρή έστω εξάρτηση και δεν απαιτείται η παροχή ειδικών οδηγιών προς τον προστηθέντα, κάθε φορά, για την άσκηση του έργου του. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο, αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το προρρηθέν άρθρο 24 ΑΝ 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 418/2018, ΑΠ 687/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1226/2007).

Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο λόγος αυτός υπάρχει, όταν εχώρησε ψευδής ερμηνεία ή κακή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εσφαλμένη, κατ' ακρίβεια, εφαρμογή υπάρχει, όταν αποδόθηκε μεν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, ορθά, η έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια, όμως, δεν εφαρμόστηκε ο ίδιος στην κρινόμενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά που δέχτηκε, (ανέλεγκτα), ο δικαστής της ουσίας υπαγόταν στον κανόνα αυτό ή αντίστροφα, εφαρμόστηκε ο κανόνας αυτός, αν και τα περιστατικά δεν υπαγόταν σ' αυτόν (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 4/2006, ΑΠ 1706/ 2014, ΑΠ 159/2004). Ειδικότερα, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1525/2022, ΑΠ 1096/2022, ΑΠ 1470/2021, ΑΠ 1285/ 2021). Εξάλλου, η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ' αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΑΠ 1551/2022, ΑΠ 302/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ''έλλειψη αιτιολογίας'', ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ''ανεπαρκής αιτιολογία'' ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ''αντιφατική αιτιολογία'' (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Η εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (αρθρ. 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ), πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί με αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στην θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως οι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί, ούτε η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, ακόμη και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 420/2022, ΑΠ 1027/ 2022, ΑΠ 1470/2021, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 1420/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο αποδίδονται στη προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 και 932 του ΑΚ, 24 του α.ν. 1565/1939 "περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος" και 8 του ν. 2251/1994, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 και 3 του ν. 3418/2005 "Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας", με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τους, δεχόμενο εσφαλμένα και με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ότι ο προστηθείς της πρώτης αναιρεσίβλητης, δεύτερος αναιρεσίβλητος ιατρός, ενήργησε σύμφωνα με τους θεμελιώδεις αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας και ότι ουδεμία αμέλεια βαρύνει τον τελευταίο για τον θάνατο της Χ. Π., θυγατέρας, αδελφής, συζύγου και μητέρας των αναιρεσειόντων, που έλαβε χώρα στις 14-11-2009, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στην ιδιωτική κλινική που διατηρεί η πρώτη αναιρεσίβλητη.

Από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η Χ. Π. του Γ., η οποία ήταν θυγατέρα των δύο πρώτων εναγόντων και αδελφή του τρίτου ενάγοντος της υπ' αριθ. εκθέσεως καταθέσεως .../2014 κύριας αγωγής καθώς και σύζυγος του ενάγοντος της υπ' αριθ. εκθέσεως καταθέσεως .../2014 κύριας αγωγής, με τον οποίο είχε τελέσει γάμο στις 13-12-2008 και είχαν αποκτήσει ένα τέκνο, τον Φ. - Δ. Τ., που γεννήθηκε στις 25-5-2009 και ενώ ήταν λεχώνα ακόμα, ηλικίας 31 ετών, στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2009 είχε έντονους πόνους στο αριστερό χέρι και ιδιαίτερα στον ώμο της. Για το λόγο αυτό είχε επισκεφθεί στην πόλη της Κατερίνης όπου διέμενε διάφορους ιατρούς και συγκεκριμένα ορθοπεδικό, νευρολόγο και πνευμονολόγο, οι οποίοι όμως δεν κατέστη δυνατόν να διαγνώσουν την αιτία των πόνων αυτών. Ο τελευταίος από τους ως άνω ιατρούς που επισκέφθηκε της συνέστησε να υποβληθεί σε αξονική - μαγνητική τομογραφία, προκειμένου να ανευρεθούν τα αίτια των πόνων. Προς τούτο, η μητέρα της, Ε. Π., απευθύνθηκε στον πρώτο εναγόμενο των κυρίων αγωγών, Β. Χ., ιατρό καρδιοθωρακοχειρουργό, με τον οποίο μάλιστα διατηρούσαν στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, προκειμένου να της κλείσει ραντεβού στην ιδιωτική κλινική με την επωνυμία "Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο", που διατηρεί η πέμπτη εναγόμενη εταιρία στη Θεσσαλονίκη, με την οποία αυτός συνεργαζόταν, ώστε να διενεργηθεί η ως άνω εξέταση στην εν λόγω κλινική. Πράγματι, ο πρώτος εναγόμενος φρόντισε να της κλείσει ραντεβού για τις 13-11-2009, ημέρα Παρασκευή και ώρα 14.00. Κατά την ημέρα αυτή η Χ. Π. προσήλθε στην ως άνω κλινική συνοδευόμενη από την μητέρα της περί ώρα 15.30 ήτοι με καθυστέρηση στο προγραμματισμένο ραντεβού. Λόγω της καθυστέρησης αυτής στην προσέλευσή της η Χ. Π. ενημερώθηκε ότι η εξέτασή της δεν θα μπορούσε πλέον να γίνει κατά την ημέρα αυτή και ότι θα έπρεπε να αποχωρήσει και να επανέλθει προς τούτο στις 16-11-2009 και ημέρα Δευτέρα. Όμως, η Ε. Π. συνάντησε τον πρώτο εναγόμενο, με τη μεσολάβηση του οποίου προς τον διευθυντή του ακτινολογικού τμήματος της κλινικής, Α. Δ., ακτινολόγο, που παρέμεινε στην κλινική πέραν του ωραρίου εργασίας του, κατέστη δυνατή η ως άνω εξέταση. Με την εν λόγω παρέμβαση η Χ. Π. υποβλήθηκε σε μαγνητική και αξονική τομογραφία θώρακος και αριστερού ώμου, που διενεργήθηκαν στις 13-11-2009, ημέρα Παρασκευή και περί ώρα 18.00. Οι εξετάσεις αυτές, κατά την εκτίμηση του ως άνω ακτινολόγου - ιατρού Α. Δ., έδειξαν παρουσία πολλαπλών ενδοπνευμονικών όζων άμφω και αρχομένων διηθήσεων (αλλοιώσεων) στις βάσεις, καθώς επίσης εικόνα μάζας μαλακών μορίων στο αριστερό πλάγιο θωρακικό τοίχωμα από το ύψος της μασχάλης μέχρι το κατώτερο τμήμα του θώρακα, κατά μήκος της μασχαλιαίας γραμμής. Ο ως άνω ιατρός ενημέρωσε σχετικά τον πρώτο εναγόμενο και την Ε. Π. για το πρόβλημα που ανέκυψε, θέτοντας ως διαφορική διάγνωση είτε σάρκωμα μαλακών μορίων δηλαδή κακοήθεια - νεόπλασμα, είτε φλεγμονή μαλακών μορίων με δημιουργία σηπτικών πνευμονικών εμβόλων και αποστηματοποίηση. Παράλληλα, ο πρώτος εναγόμενος, φρόντισε για τη διενέργεια όλων των πάγιων σε τέτοιες περιπτώσεις, εργαστηριακών εξετάσεων, καθώς και εξετάσεων για τον έλεγχο και προσδιορισμό ιών, πιθανώς υπαιτίων για την πιθανή φλεγμονή (γενικής εξέτασης αίματος, εξέτασης για αναγνώριση ομάδας αίματος, εξέτασης αίματος για το χρόνο προθρομβίνης, ελέγχου για HIV - Ηπατίτιδα, γενικής εξέτασης ούρων). Ειδικότερα, οι αιματολογικές εξετάσεις της Χ. Π. έδειξαν έντονη λευκοπενία, καθόσον η τιμή των λευκών αιμοσφαιρίων της ήταν 2,51 K/ml με τιμές αναφοράς 4,0 - 11,0. Ενόψει της ως άνω εκτίμησης της μαγνητικής - αξονικής τομογραφίας, ο ανωτέρω ακτινολόγος, Α. Δ., ενημέρωσε την Ε. Π., ότι θα έπρεπε να διενεργηθεί στη θυγατέρα της, Χ. Π. βιοψία της ως άνω ύποπτης μάζας, με βελόνι στον αξονικό τομογράφο στις 16-11-2009, ημέρα Δευτέρα. Πλην όμως, κατόπιν της εύλογης αγωνίας της Ε. Π., που επιθυμούσε να αντιμετωπιστεί όσο γρηγορότερα γινόταν το πρόβλημα υγείας της θυγατέρας της, ο πρώτος εναγόμενος μεσολάβησε και πάλι προς τον ανωτέρω ιατρό, Α. Δ., που αποδέχθηκε και διενήργησε την ως άνω βιοψία την ίδια ημέρα και αμέσως μετά την ως άνω ενημέρωση. Ενόψει του ότι τα αποτελέσματα της βιοψίας θα εξάγονταν εντός 48 ωρών, κρίθηκε σκόπιμο, αν και δεν θεωρήθηκε αναγκαίο, να εισαχθεί η Χ. Π. στη θωρακοχειρουργική κλινική, προκειμένου να αποφευχθεί η μετακίνησή της στην πόλη της Κατερίνης, ενώ παράλληλα θα επιβαρυνόταν η ίδια αλλά και το ταμείο της με δαπάνες των εξετάσεών της. Σημειωτέον ότι, όπως αποδείχθηκε και επιβεβαίωσαν μεταξύ άλλων ο ενάγων της υπ' αριθ. εκθέσεως καταθέσεως .../2014 κύριας αγωγής και σύζυγός της, Λ. Τ. αλλά και ο αδελφός της, Β. Π. (βλ. σχ. καταθέσεις τους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης), η Χ. Π., κατά την άφιξή της στην κλινική ήταν σε καλή κατάσταση, οδήγησε η ίδια το αυτοκίνητό της από την Κατερίνη στη Θεσσαλονίκη, δεν είχε πυρετό, όταν έφθασαν στην κλινική πήγαν για καφέ, ήταν περιπατητική, ενώ προηγουμένως στην Κατερίνη είχε γυμναστεί και ασχολήθηκε και με οικιακές εργασίες, ο λόγος δε που την οδήγησε στην κλινική, όπως ήδη προελέχθη, ήταν ότι αισθανόταν πόνους στο χέρι και στον ώμο της και ένιωθε παράλληλα μια σχετική καταβολή των δυνάμεών της. Κατά τη διάρκεια της νύχτας νοσηλείας της στην κλινική της πέμπτης εναγομένης, η Χ. Π. ήταν ανήσυχη και πέραν των ως άνω πόνων που ένιωθε άρχισε να αισθάνεται και μούδιασμα στα κάτω άκρα. Λόγω αυτής της καταστάσεώς της, εξετάσθηκε από τον εφημερεύοντα παθολόγο της κλινικής, Ι. Γ., ο οποίος της χορήγησε τα φάρμακα Apotel και πεθιδίνη για την αντιμετώπιση του πόνου που ένιωθε. Από το πρωί του Σαββάτου (14-11-2009) η Χ. Π. άρχισε να παραπονιέται για την αναπνοή της και επιπλέον άρχισε να έχει πόνους στα πόδια της. Τότε, η μητέρα της, Ε. Π., επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον πρώτο εναγόμενο, στον οποίο εξέθεσε την κατάσταση της υγείας της θυγατέρας της και ο τελευταίος επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την προϊσταμένη του τμήματος νοσηλείας της για να πληροφορηθεί σχετικά με την κατάσταση της ασθενούς, επιπλέον δε ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος) συνεννοήθηκε με τον αναισθησιολόγο, ειδικό ιατρό πόνου, Τ., της κλινικής, που επισκέφθηκε την ως άνω ασθενή, προκειμένου να της χορηγήσει κατάλληλα αναλγητικά φάρμακα. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, όταν προσήλθε ο πρώτος εναγόμενος στην κλινική, η Χ. Π. άρχισε να παρουσιάζει εντονότερη δύσπνοια και να επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας της. Κατόπιν αυτού, ο πρώτος εναγόμενος, προς ενίσχυση της αναπνευστικής της λειτουργίας, όντας καρδιοθωρακοχειρουργός, τοποθέτησε σ' αυτήν ειδική μάσκα τύπου VENTURI και διενήργησε καρδιογράφημα, λόγω της ταχυκαρδίας που εμφάνιζε, το οποίο περί ώρα 4 μ.μ. εξέτασε ο ιατρός καρδιολόγος, Δ. Μ., ο οποίος, πέραν της ταχυκαρδίας δεν διαπίστωσε κάποιο μη φυσιολογικό εύρημα. Επειδή όμως η κατάσταση της ασθενούς επιδεινωνόταν, καθόσον αυτή συνέχιζε να έχει ταχυκαρδία και ταχύπνοια και επιπλέον περί ώρα 6 μ.μ. παρουσίαζε χαμηλή πίεση και σχετικά χαμηλό κορεσμό (υποξυγοναιμία), κατόπιν συνεννοήσεως του πρώτου εναγομένου με τον ως άνω καρδιολόγο, Δ. Μ., αποφασίσθηκε περί ώρα 7 μ.μ. η διακομιδή της στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.). Κατά την εισαγωγή της στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας περί ώρα 7.55 μ.μ., η Χ. Π. είχε επικοινωνία, αλλά δεν μπορούσε να κινήσει καλά τα πόδια της. Εκεί της δόθηκε αντιβίωση, όπως συμβαίνει με όλους τους ασθενείς, που εισάγονται στην εντατική, επιχειρήθηκε αρχικά να ανέβει η πίεσή της, ανεπιτυχώς όμως και λίγο αργότερα της έγινε διασωλήνωση ενώ, περαιτέρω, διενεργήθηκε στην ασθενή υπέρηχος καρδιάς και αξονική τομογραφία θώρακα και άνω και κάτω κοιλίας. Στην αξονική τομογραφία θώρακα παρουσιάστηκε μια εντελώς διαφορετική εικόνα της ασθενούς από την αντίστοιχη της προηγούμενης ημέρας. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε πλήρης κυψελιδική κατάληψη (πύκνωση) αμφοτέρων των πνευμόνων της με παραμονή μόνο διάσπαρτων εστιών πνευμονικού παρεγχύματος. Μετά δε την πάροδο μικρού σχετικά χρονικού διαστήματος, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες όλου του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, περιλαμβανομένου του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος σημειωτέον παρευρισκόταν συνεχώς στη Μ.Ε.Θ. από την εισαγωγή σ' αυτήν της ασθενούς, η Χ. Π. κατέληξε στις 11.58 της 14-11-2009 από ανακοπή καρδιάς, όπως αναφέρεται ειδικότερα στην από 16-11-2009 ιατροδικαστική εξέταση του ιατροδικαστή, Μ. Τ., που αναφέρει επί λέξει: "...οι πνεύμονες είναι οιδηματώδεις, εντόνως πυκνωτικοί, φέρουν δε επί της επιφάνειας των μικρές πυώδεις συλλογές

Συμπέρασμα: ....Ο θάνατος της ανωτέρω οφείλεται εις ολοσχερή πύκνωση των πνευμόνων - ανακοπή καρδίας...". Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην ως άνω ιατροδικαστική εξέταση δεν έγινε συνεκτίμηση και της σχετικής ιστολογικής εξέτασης - έκθεσης, ώστε να προκύψει η ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας, καθόσον νεκροτομικό υλικό προσκομίστηκε από τους συγγενείς της θανούσας, Χ. Π. στον καθηγητή παθολογικής ανατομικής στο Α.Π.Θ., Θ. Ζ., ο οποίος συνέταξε την από 11-2-2010 έκθεση ιστολογικής εξέτασης, το συμπέρασμα της οποίας έχει ως ακολούθως: "...Πρόκειται για περίπτωση διάχυτης κυψελιδικής καταστροφής (DAD), που αποτελεί το παθολογοανατομικό υπόστρωμα του συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων (ARDS). Λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό, συμπεραίνεται ότι πρόκειται για περίπτωση με υπεροξεία εξέλιξη, γιαυτό άλλωστε δεν ανευρίσκεται εμφανής ανάπτυξη υαλικών μεμβρανών στις διατηρούμενες κυψελίδες, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, εμφανίζονται από την 3η ημέρα και μετά από την έναρξη του συνδρόμου..", πλην όμως αυτή την έκθεση ιστολογικής εξέτασης οι συγγενείς της θανούσας δεν την προσκόμισαν στον προαναφερόμενο ιατροδικαστή, ώστε να ολοκληρώσει την ιατροδικαστική του έκθεση, ούτε επίσης την προσκόμισαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου ποινικού δικαστηρίου (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης), κατά την εκδίκαση της υποθέσεως με κατηγορούμενο τον πρώτο εναγόμενο για την άδικη πράξη της ανθρωποκτονίας από συγκλίνουσα αμέλεια σε βάρος της Χ. Π. Ενόψει των ανωτέρω, ο ιατροδικαστής Μ. Τ., που συνέταξε την προαναφερόμενη ιατροδικαστική του έκθεση, με το από 18-11-2016 έγγραφό του αλλά και με την από 2-10-2017 ένορκη εξέτασή του αποφάνθηκε ότι "... η ραγδαία εξέλιξη της πνευμονικής δυσλειτουργίας της θανούσας οφείλεται σε ίωση.." ενώ περαιτέρω προσέθεσε ότι "...το σύνδρομο της αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (ARDS), που προσέβαλε τη Χ. Π., είναι εξόχως επικίνδυνο για τη ζωή του ατόμου και δεν αντιμετωπίζεται με αντιβιοτική φαρμακευτική αγωγή, εφόσον οφείλεται σε ιογενή ραγδαία εξέλιξη με συνήθη κατάληξη το θάνατο..", ενώ ο διενεργήσας την από 2-2-2011 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, διορισθείς από την πταισματοδίκη Α' Τμήματος Θεσσαλονίκης, ιατρός - καθηγητής καρδιολογίας της Α' Καρδιολογικής Κλινικής ΑΧΕΠΑ, κατόπιν λήψεως υπ' όψιν της ως άνω έκθεσης ιστολογικής εξέτασης, με την από 1-7-2020 έκθεσή του, αποφαίνεται ότι: ..Η παθολογοανατομική έκθεση του Κου Ζ. κατέδειξε ότι η περίπτωση της θανούσης πρόκειται για περίπτωση διάχυτης κυψελιδικής καταστροφής που αποτελεί το παθολογοανατομικό υπόστρωμα του συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων (ARDS). Ο κος Ζ. επίσης, λαμβάνοντας υπ' όψιν το ιστορικό, συμπεραίνει ότι πρόκειται για περίπτωση με υπεροξεία εξέλιξη, γιατί όπως αναφέρει, δεν ανευρίσκεται εμφανής ανάπτυξη υάλινων μεμβρανών στις διατηρούμενες κυψελίδες, οι οποίες όπως είναι γνωστό εμφανίζονται από την 3η ημέρα και μετά την έναρξη του συνδρόμου. Με αυτά τα δεδομένα, τεκμηριώνεται πλέον και παθολογοανατομικά ότι η θανούσα παρουσίασε σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων (όπως είχα πιθανολογήσει και στην προηγούμενη πραγματογνωμοσύνη μου, με βάση τα κλινικά στοιχεία). Με δεδομένο ότι παθολογοανατομικό προκύπτει ότι η ασθενής παρουσίασε υπεροξεία μορφή του συνδρόμου, η κατάστασή της ήταν προφανώς μη αναστρέψιμη. Περαιτέρω, ο άνω καθηγητής παθολογικής ανατομικής, Θ. Ζ., στην ενώπιον του δευτεροβαθμίου ποινικού δικαστηρίου (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης) ένορκη κατάθεσή του ανέφερε, μεταξύ άλλων και ότι επρόκειτο για έρπουσα ιογενή λοίμωξη, που προϋπήρχε, είχε εισχωρήσει ο ιός χωρίς κλινικά στοιχεία, έδινε κάποια χαρακτηριστικά συμπτώματα και κάποια στιγμή έκανε έκρηξη και δημιούργησε το σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (ARDS), ότι πολλές φορές η ίωση προκαλεί μυαλγίες γιατί προσβάλλονται οι μύες από τον ιό, ότι στην υπεροξεία μορφή το σύνδρομο είναι σχεδόν πάντα θανατηφόρο, ότι το σύνδρομο είναι αποτέλεσμα μίας κατάστασης έρπουσας ιογενούς λοιμώξεως και ότι από τη στιγμή που εμφανίζεται το σύμπτωμα μόνο υποστηριχτική θεραπεία μπορεί να γίνει, όμως εδώ η διάβρωση ήταν καθολική. Περαιτέρω, ο αυτός ως άνω ιατρός κατέθεσε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε μικροβιακή λοίμωξη, ότι με τα στοιχεία που υπήρχαν, δηλαδή την έλλειψη συμπτωματολογίας, δεν επιτρεπόταν να δοθεί αντιβίωση και ότι προληπτική αντιβίωση δεν δίνεται διότι αυτό είναι καταστροφή, δεδομένου δε ότι οι ιοί δεν αντιμετωπίζονται με λήψη αντιβιοτικών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, που υπήρχε ARDS, ακόμη και αν γινόταν λήψη αντιβίωσης, δεν θα υπήρχε κανένα αποτέλεσμα στην εξέλιξη του συνδρόμου. Επίσης κατέθεσε ότι στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για υπεροξεία μορφή του συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας, που εκδηλώθηκε το Σάββατο 14-11-2009 με ταχύτατη καταστροφή των κυψελίδων των πνευμόνων. Ακόμη, ο επίτιμος καθηγητής θωρακοχειρουργικής, Χ. Π., στην κατάθεση ενώπιον του αυτού ως άνω δευτεροβαθμίου ποινικού δικαστηρίου ανέφερε ότι το εκδηλωθέν στη θανούσα σύνδρομο ARDS, στο οποίο υπάρχει αδυναμία οξυγόνωσης των κυψελίδων, επειδή δεν μπορεί να γίνει ανταλλαγή του οξυγόνου και συνακόλουθα δεν μπορεί να οξυγονωθεί η καρδιά, ήταν ιογενούς προελεύσεως, ότι η κατάστασή της ήταν μη αναστρέψιμη και ότι δεν χρειαζόταν να την δει πνευμονολόγος, διότι ακόμη και αν την έβλεπε άλλος ιατρός, δεν θα μπορούσε να διαγνώσει το ως άνω σύνδρομο. Εξάλλου, και ο καθηγητής παθολογίας - Ακαδημαϊκός, Α. Τ., στο από 22-11-2016 έγγραφό του αποφαίνεται ότι, ενόψει των ως άνω δεδομένων, ήτοι της μη διαπίστωσης αξιόλογων δεικτών φλεγμονής, που προκάλεσε την εμφάνιση του συνδρόμου της αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (ARDS) και την ταχεία εξέλιξή του, με την υπεροξεία μορφή του, καθίστατο απαγορευτική η χορήγηση αντιβιοτικών και μάλιστα, στην περίπτωση χορηγήσεώς τους ενδεχομένως θα υπήρχε περαιτέρω επιδείνωση του συνδρόμου, που είχε κύρια γενεσιουργό αιτία την ύπαρξη ιογενούς φλεγμονής. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Χ. Π. προσεβλήθη από το σύνδρομο της αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων στην υπεροξεία του μορφή, που είχε ιογενή αιτιολογία. Η υπεροξεία κεραυνοβόλος μορφή του συνδρόμου προκύπτει από το γεγονός ότι τα ουσιαστικά συμπτώματά του εμφανίσθηκαν με ραγδαία μορφή το Σάββατο 14-11-2009, ενώ η ιογενής του αιτιολογία προκύπτει τόσο από τις ιστολογικές εξετάσεις των πνευμόνων, όσο και από το γεγονός της ύπαρξης πολύ χαμηλών λευκών αιμοσφαιρίων, όπως διαγνώσθηκε στις εργαστηριακές εξετάσεις της ασθενούς στις 13-11-2009, καθόσον σε περίπτωση μικροβιακής λοίμωξης υπάρχει μεγάλη αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων ως αντίδραση του οργανισμού. Αντίθετα σε περιπτώσεις ιογενούς λοιμώξεως παρατηρείται λευκοπενία, καθόσον οι ιοί διεισδύουν στα λεμφοκύτταρα που τα εξασθενούν. Σε περιπτώσεις ιογενούς προσβολής δεν επιτρέπεται να χορηγείται, ούτε έχει κάποιο αποτελεσματικό αποτέλεσμα η αντιβίωση, η οποία αντιθέτως μεταβάλλει την πραγματική κλινική εικόνα του ασθενούς. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, αντιβίωση δεν επιτρέπεται να χορηγείται προληπτικά, όταν δηλαδή δεν υπάρχει σχετική κλινική συμπτωματολογία, όπως επίμονος πυρετός, ανεύρεση μικροβίου κ.λ.π. Επομένως, ενόψει των ως άνω δεδομένων, στην περίπτωση της Χ. Π., δεν επιτρεπόταν να χορηγηθεί αντιβίωση, αλλά και αν εσφαλμένα εχορηγείτο προληπτικά, αυτή δεν θα είχε κανένα ευεργετικό αποτέλεσμα στην ασθενή ενώ περαιτέρω, ο πρώτος εναγόμενος, λόγω της ειδικότητάς του ως καρδιοθωρακοχειρουργός είχε τις αναγκαίες ειδικές γνώσεις για την παθολογία των πνευμόνων και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η παραπομπή και εξέταση αυτής (ασθενούς) και από πνευμονολόγο, που και αυτός δεν θα μπορούσε να διαγνώσει την εγκατάσταση του ανωτέρω συνδρόμου ARDS πριν τη ραγδαία εκδήλωση των συμπτωμάτων του. Άλλωστε από το χρονικό σημείο εμφάνισης του συνδρόμου αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων ιογενούς αιτιολογίας, μόνον υποστηρικτική θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί ιδίως σε μονάδες εντατικής θεραπείας, ενώ, πρέπει να σημειωθεί ότι το ως άνω σύνδρομο έχει υψηλό βαθμό θνησιμότητας 50% έως 90% ανάλογα με τη βαρύτητά του, αλλά στην υπεροξεία του μορφή, όπως συνέβη εν προκειμένω στη Χ. Π., είναι σχεδόν πάντα θανατηφόρο. Συμπερασματικά, καμιά αμέλεια δεν βαρύνει τον πρώτο εναγόμενο κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων, αφού αυτός ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας συνετός και επιμελής ιατρός. Ο πρώτος εναγόμενος σημειωτέον επέδειξε ιδιαίτερη επιμέλεια και, λόγω της οικογενειακής σχέσης που τον συνέδεε με την Χ. Π., καθόσον: α) υπέβαλε την τελευταία σε όλες τις απαιτούμενες εργαστηριακές εξετάσεις βάσει των κλινικών συμπτωμάτων που παρουσίαζε, σύμφωνα με τη γνώμη του ιδίου αλλά και ιδίως του αρμοδιοτέρου διευθυντή του ακτινολογικού τμήματος, β) φρόντισε για την άμεση διενέργεια αξονικής μαγνητικής τομογραφίας και αξονικής βιοψίας με βελόνα, επιπλέον δε για τη νοσηλεία της ασθενούς στην κλινική μέχρι τη Δευτέρα 16-11-2009 μολονότι αυτό δεν κρινόταν αναγκαίο από την κλινική εικόνα της, γ) ορθώς δεν της χορήγησε (προληπτική) αντιβίωση, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα από τους ενάγοντες, αφού τούτο, ενόψει των προαναφερομένων ήταν ανεπίτρεπτο, δεν θα έφερνε κάποιο ευεργετικό αποτέλεσμα και ενδεχομένως θα ήταν επιβλαβές για την ασθενή και δ) όταν εμφανίστηκαν στην ασθενή συμπτώματα που επέβαλαν την εισαγωγή της στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ταχύτατα χαμηλή πίεση, χαμηλός κορεσμός), φρόντισε ο ίδιος αμέσως σε συνεννόηση με τον εφημερεύοντα καρδιολόγο για την εισαγωγή της σ' αυτήν (Μ.Ε.Θ.) πλην όμως η εντός λίγων ωρών καταστροφή των πνευμόνων της ασθενούς καταδεικνύει ότι, λόγω της υπεροξείας μορφής του ως άνω συνδρόμου, ο θάνατος αυτής ήταν αναπότρεπτος.

Συνεπώς, εφόσον ο προστηθείς της πέμπτης εναγομένης-πρώτος εναγόμενος ιατρός, στην προκειμένη περίπτωση ενήργησε σύμφωνα με τους θεμελιώδεις αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis) και οι ενέργειές του ήταν σύμφωνες με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, αφού κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική, δεν υπάρχει ευθύνη αυτού (προστηθέντος της πέμπτης εναγομένης) για αμέλεια και κατ' επέκταση δεν υπάρχει και γνήσια αντικειμενική ευθύνη της πέμπτης εναγομένης κλινικής, ως προστήσασας τον πρώτο εναγόμενο στις ιατρικές υπηρεσίες της προς την θανούσα, μη υφισταμένης κατά συνέπεια και αντίστοιχης ευθύνης της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας. Επομένως, οι κύριες αγωγές έπρεπε να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες ως προς αμφοτέρους τους εναγομένους και να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση". Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε τις εφέσεις των πρώτης και δεύτερου των αναιρεσίβλητων, απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες με αυτές αντεφέσεις των αναιρεσειόντων και την έφεση της προσθέτως παρεμβαίνουσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κράτησε και συνεκδίκασε τις κύριες αγωγές, τις παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε τις κύριες και τις παρεμπίπτουσες αγωγές ως ουσιαστικά αβάσιμες και έκανε δεκτή την πρόσθετη παρέμβαση. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 και 932 του ΑΚ, 24 του α.ν. 1565/1939, 8 του ν. 2251/1994, 9 παρ. 1 και 3 του ν. 3418/2005, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ανελέγκτως από το δικαστήριο δεκτά γενόμενα, ουδεμία αμέλεια βαρύνει τον δεύτερο αναιρεσίβλητο ιατρό καρδιοθωρακοχειρουργό, κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων, διότι αυτός ενήργησε σύμφωνα με τους θεμελιώδεις αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, αφού κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε συνετός και ευσυνείδητος ιατρός θα κατέβαλε κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα και συγκεκριμένα ο δεύτερος αναιρεσίβλητος ενήργησε άμεσα, ώστε στις 13-11-2009 η Χ. Π. να υποβληθεί σε όλες τις απαραίτητες εργαστηριακές εξετάσεις, βάσει των κλινικών συμπτωμάτων που παρουσίαζε, να υποβληθεί άμεσα σε αξονική και μαγνητική τομογραφία και αξονική βιοψία με βελόνα, επιπλέον δε φρόντισε για τη νοσηλεία της ασθενούς στο θωρακοχειρουργικό τμήμα της κλινικής κατά την αναμονή των αποτελεσμάτων της βιοψίας, μολονότι αυτό δεν κρινόταν αναγκαίο από την κλινική της εικόνα, όταν δε εμφανίστηκαν στην ασθενή συμπτώματα που επέβαλαν την εισαγωγή της στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (χαμηλή πίεση, χαμηλός κορεσμός), άμεσα φρόντισε ο ίδιος, σε συνεννόηση με τον εφημερεύοντα καρδιολόγο, την εισαγωγή της στη (ΜΕΘ), πλην όμως η εντός ολίγων ωρών καταστροφή των κυψελίδων των πνευμόνων της ασθενούς λόγω της υπεροξείας μορφής του συνδρόμου της αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων, από την οποία έπασχε, επέφερε τον θάνατο αυτής, ως μόνης ενεργού αιτίας, ο οποίος ήταν αναπότρεπτος, ακόμη και από ιατρό με την ειδικότητα του πνευμονολόγου, ο οποίος δεν θα μπορούσε να διαγνώσει την εγκατάσταση του ως άνω συνδρόμου πριν τη ραγδαία εκδήλωση των συμπτωμάτων του, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση που η ασθενής είχε προσβληθεί από ιογενή λοίμωξη δεν επιτρεπόταν να της χορηγηθεί αντιβίωση και αν εσφαλμένα της χορηγείτο προληπτικά δεν θα είχε κανένα ευεργετικό αποτέλεσμα. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της μη συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β', 914 και 932 του ΑΚ, 24 του α.ν. 1565/1939, 8 του ν. 2251/ 1994 και 9 παρ. 1 και 3 του ν. 3418/2005, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης και ο πρώτος πρόσθετος λόγος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που ο νόμος δεν επιτρέπει. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο λάβει υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν περιλαμβάνεται στα περιοριστικώς καθοριζόμενα από το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα ή όταν περιλαμβάνεται σ' αυτά, αλλά δεν επιτρέπεται η χρήση του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, η μαρτυρία τρίτου, που δίδεται χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των διατάξεων του ΚΠολΔ, για την εξέταση των μαρτύρων, αποτελεί αποδεικτικό μέσο μη επιτρεπόμενο από το νόμο. Η ως άνω ανώμοτη μαρτυρία αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν δόθηκε, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικό μέσο σε ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη (ΑΠ 1279/2019, ΑΠ 297/2019, ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 2218/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στο Εφετείο την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. α` ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι αυτό έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και ειδικότερα α) το από 18-11-2016 έγγραφο του ιατροδικαστή Μ. Τ. και β) το από 22-11-2016 έγγραφο του καθηγητή παθολογίας Α. Τ., τα οποία είναι επιστολές που απευθύνονται στον δεύτερο αναιρεσίβλητο, συνταχθείσες κατ' εντολήν του για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη και αποτελούν ανώμοτη μαρτυρία τρίτου. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι τα ως άνω έγγραφα δεν αποτελούν ανώμοτη μαρτυρία τρίτου, καθόσον ο ιατροδικαστής Μ. Τ. και ο καθηγητής παθολογίας Α. Τ. έδωσαν τις υπ' αριθ. ..., ...-2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δ. Π., οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση το Εφετείο δεν δέχθηκε ότι τα ως άνω έγγραφα συντάχθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σ' αυτή τη δίκη και συνεπώς ως άκυρα απλώς αποδεικτικά μέσα (μαρτυρίες) όχι δε και ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα δεν ήταν ανεπίτρεπτο να χρησιμοποιηθούν στη δευτεροβάθμια δίκη.

ΙΙΙ. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Το νόμιμο δε της επίκλησης κρίνεται μόνο από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης (ΑΠ 1573/2006) ή από το δικόγραφο της έφεσης. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνον η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 252/2021, ΑΠ 931/2019, ΑΠ 961/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και τους τρίτο και τέταρτο πρόσθετους λόγους οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που αυτοί προσκόμισαν με επίκληση και ειδικότερα: α) την από 1-2-2017 ιατρική γνωμοδότηση του ιατροδικαστή Π. Μ., από την οποία αποδεικνύεται η αμελής συμπεριφορά που επέδειξε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος ιατρός κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων και οδήγησαν στο θάνατο της συγγενούς τους και β) την υπ' αριθ. 3829/2016 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Εν προκειμένω, από τη βεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη εκτός των άλλων "και όλα τα έγγραφα, που παραδεκτά και νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, η από 2-2-2011 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του καρδιολόγου Α. Ζ. και η από 25-10-2011 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του παθολόγου Ν. Σ., που ορίστηκαν με εισαγγελική παραγγελία στο πλαίσιο της ασκηθείσας ποινικής δίωξης σε βάρος του πρώτου εναγόμενου ιατρού που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και η υπ' αριθ. 3829/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που λαμβάνεται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Επομένως, οι ως άνω αναιρετικοί λόγοι από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.

ΙV. Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005). Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β' του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ' αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνα δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 242/2023, ΑΠ 1285/2021, ΑΠ 1244/2021, ΑΠ 232/2020, ΑΠ 79/2018, ΑΠ 1333/2018, ΑΠ 1512/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 208/2011, ΑΠ 1662/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.1 εδαφ. β' του ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεχόμενο ότι η υπεροξεία αναπνευστική ανεπάρκεια "σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (ARDS)" αφενός δεν είναι διαγνώσιμη εγκαίρως και αφετέρου αφού επισυμβεί δεν δύναται να αποτραπεί το θανατηφόρο αποτέλεσμα και μόνον υποστηρικτική θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία α) Το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας ακόμη και στην υπεροξεία του μορφή δεν είναι εκ προοιμίου θανατηφόρο, β) η διάγνωση του ξεκινά από την διαπίστωση πνευμονικού οιδήματος στην ακτινογραφία θώρακα, γ) η θεραπεία του επιβάλλει την αντιμετώπιση του από ειδικούς θεραπευτές ARDS - πνευμονολόγους και όχι από θωρακοχειρουργούς και δ) η αντιμετώπισή του επιβάλλει την χρήση μηχανικού αερισμού, διαχείρισης υγρών, τεχνικές που χρησιμοποιούν τους αεραγωγούς για πρόσβαση στον τραυματισμένο πνεύμονα και εξωσωματική οξυγόνωση, οπότε και υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες αντιμετώπισής του. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι δεν αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας τα ανωτέρω επικαλούμενα, ως τέτοια, από τους αναιρεσείοντες. Και σε κάθε περίπτωση, η επικαλούμενη παράβαση αφορά στην εσφαλμένη χρησιμοποίηση διδαγμάτων της κοινής πείρας από το δικαστήριο της ουσίας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου, κατά το άρθρο 495 αριθμ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων και της κληθείσας προσθέτως παρεμβαίνουσας (φερόμενης ως τρίτης αναιρεσίβλητης), οι οποίοι κατέθεσαν ξεχωριστές προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα που υπέβαλαν αυτοί (άρθρα 106, 176, 183, 189 αρ. 1, 191 αρθμ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται αυτά ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 8-3-2021 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2085/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και τους από 20-7-2022 πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει την ως άνω αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων και της κληθείσας προσθέτως παρεμβαίνουσας, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ για καθένα από τους αναιρεσίβλητους και την κληθείσα προσθέτως παρεμβαίνουσα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή